Θα ‘ρθουν οι μέρες της σποράς, του ζευγολάτη ελπίδα:

Βαρύ τ’ αλέτρι σέρνεται στο βαλτωμένο χώμα,
τα βόδια τ’ αργοκίνητα ξυπνά η μακριά βουκέντρα
κι ανασαλεύουν το ζυγό κι αχνοφυσούν σκυμμένα,
στυλώνοντας στις αυλακιές καρτερικά τα μάτια,
μάτια μεγάλα ολόμαυρα, γεμάτα καλοσύνη.
Σταλάζει απ’ τ’ απλόχερα χρυσό καθαροσπόρι
και τροχισμένο απ’ την τριβή το υνί ασημένιο λάμπει,
σκάφτοντας λάκκο στη σπορά τη ζωντανοθαμμένη.
Σκαλίστρα αχόρταγη της γης και της σποράς αρπάχτρα,
το ζευγολάτη ακολουθά μαυρόφτερη κουρούνα
κι από τα νέφη κελαηδεί κρυμμένη η σιταρήθρα,
ζητώντας για τον κόπο της ένα σπυρί σιτάρι.

Μικρές οι μέρες του Σποριά κι ατέλειωτες οι νύχτες,
τον ύπνο δίνουν πληρωμή στον κάματο της μέρας.
Μόνη ξενύχτρα καίει η φωτιά στο ταπεινό καλύβι.
Κι απ’ της φωτιάς το φωτερό πλάνεμα ο ζευγολάτης
βλέπει όνειρο: στο νιόσπαρτο αγρό βοριά τα στάχυα
να καρτερούν το κοφτερό δρεπάνι της θερίστρας.

ΣΠΟΡΑ
ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ