Με του καιρού το γύρισμα τ’ όνειρο θ’ αληθέψει:

Στις καλαμιές, απόγυρτες απ’ τα βαριά τα στάχυα,
νεράιδες ασπρομάντιλες διαβαίνουν οι θερίστρες.
Τ’ ανάλαφρα ασπρομάντιλα, σφιγμένα με τα δόντια,
φυλαχτικά απ’ το λιόκαμα τις όψες αποκρύβουν
και δείχνουν τα ματόφρυδα, κοράκια μες στο χιόνι.
Πίσω απ’ το διάβα τους στρωτά χειρόβολα τα στάχυα
χαράζουν στράτα απάτητη στον ήλιο και στ’ αγέρι.

Για τις βαρύτερες δουλειές άξια τ’ αντρίκια χέρια
στρίβουν κλωνάρια κοτσικιάς και ζώνουν τα δεμάτια.

Τ’ άλογο χαμοδένοντας στο χέρσωμα να βόσκει,
πάει το κοπέλι για νερό με δυο φλασκιά στα χέρια.
Κι η μάνα, αποκοιμίζοντας στ’ απόσκιο το παιδί της,
στρώνει στεγνό, αμαγείρευτο, της αργατιάς το δείπνο,
με πρώιμο κριθαρίτικο ψωμί, που δε χορταίνει.

ΤΟ ΘΕΡΟΣ
ΔΡΟΣΙΝΗΣ