Καλατζή-Καλαϊτζή-Κασσιτερωτή-Γανωματή. Όπως και να τον πούμε είναι ο ίδιος άνθρωπος. Είναι ο συντηρητής μαγειρικών σκευών. Είναι ο άνθρωπος με τα μουτζουρωμένα ρούχα, που είχε κρεμασμένη μια μεγάλη ανοικτή σακούλα στην πλάτη από λινάτσα ή καναβάτσα. Γύριζε στις γειτονιές φωνάζοντας: “ Ο γανωτήηηηης… Χαλκώματα γανώνωωω…”
          Μάζευε τα τετζέρια, τα κακκάβια, τα μικρά ή μεγάλα λεβέτια (καζάνια), τα τηγάνια κλπ. Τα μάζευε όλα σ’ ένα παλιό σπίτι συνήθως ακατοίκητο ή κάτω από κάποια ταράτσα. Εκεί έσκαβε μια γούβα στο χώμα και μέσα άναβε φωτιά. Δίπλα είχε την μασιά, την σιδεροστιά, το νέφτι, το καλάι και κομμάτια από παλιά σιδερικά για να βουλώνει καμιά τρύπα. Η δουλειά άρχιζε με τον χορό των ποδιών. Είχε σε μια σακούλα τριμμένη στουρναρόπετρα σαν άμμο. Ήταν το πιο κατάλληλο υλικό για τον καθαρισμό του σκεύους. Την έριχνε μέσα και μετά ξυπόλητος έμπαινε κι ο ίδιος μέσα στο καζάνι.

          Κρατιόταν από ένα σχοινί που είχε δέσει από την τράβα και χόρευε. Έτσι με τις ρυθμικές κινήσεις των ποδιών, η στουρναρόπετρα έτριβε το καζάνι κι εκείνο γυάλιζε. Μετά το σκούπιζε να φύγουν οι σκόνες. Έβαζε και λίγο νέφτι στα μέρη που δεν είχαν γυαλίσει.
          Έλιωνε μετά τον κασσίτερο-μολύβι, σ’ ένα μπρίκι και το έχυνε στο καθαρισμένο σκεύος. Έπαιρνε πάντα με το χέρι και χωρίς γάντια το βαμβάκι κι έστρωνε το μολύβι στην επιφάνεια του δοχείου. Μετά έριχνε κρύο νερό και το καλάι πάγωνε στο σημείο που είχε στρωθεί. Εάν ήθελε να κάνει καλή δουλειά επαναλάμβανε το στρώσιμο πολλές φορές. Αφού τελείωνε το γάνωμα σ’ όλα τα σκεύη, άρχιζε τη μοιρασιά.
Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως Ηπειρώτες. Είχαν κι ακόμη έχουν παράδοση στα χαλκώματα (τα γιαννιώτικα και τα σκυριανά ήταν τα πιο καλά).
ΓΑΝΩΜΑΤΗΣ ή ΚΑΛΑΝΤΖΗΣ