Για σύνεργα είχε το καρότσι, με το οποίο μετέφερε τον πάγο, την λαβίδα ή τσιμπίδα, με την οποία έπιανε τον πάγο και τον μεταφόρτωνε, από το φορτηγό στο καροτσάκι. Πολλοί φορούσαν και γάντια, για να μην παθαίνουν τα χέρια τους κρυοπαγήματα. Επίσης χρησιμοποιούσαν λινάτσες, πριονίδι ή άχυρο, για να αποφεύγουν τη γρήγορη τήξη-λιώσιμο του πάγου.
Οι άνθρωποι, από αρχαιοτάτων χρόνων, είχαν πρόβλημα με τη διατήρηση των τροφίμων. Ένα σφαχτό π.χ. δεν καταναλώνεται αυθημερόν. Έτσι για να διατηρηθεί και να παραμείνει περισσότερο χρόνο, το έβαζαν σε δροσερό μέρος. Είτε σε υπόγεια είτε σε σπηλιές, το κρέας αργούσε να βρωμίσει, δηλ. να αποσυντεθεί. Έτσι βρέθηκαν και τα καρυκεύματα και το αλάτι, που εκτός από τη νοστιμιά, προσφέρουν και συντήρηση.
Εκτός από τη συντήρηση, προστάτευαν τις τροφές και με το λεγόμενο «Φανάρι».
Τούτο ήταν σαν μεγάλο φανάρι, με τις πλευρές κατασκευασμένες από σήτα (κρησάρα).
Στο εμπόριο όμως οι ανάγκες ήταν πιο μεγάλες και οι παγοκολώνες ήταν αυτές που έδωσαν τη λύση. Η κατασκευή του πάγου γινόταν στα παγοποιεία, μερικά απ’ τα οποία λειτουργούν και σήμερα και παράγουν πάγο για τη συντήρηση των φρέσκων ψαριών ή κρεάτων.
Ο παγοπώλης μοίραζε τον πάγο στα σπίτια. Ανάλογα με τις ανάγκες του σπιτιού, οι νοικοκυρές έπαιρναν 1/4 την ημέρα, μισή κολώνα ή ολόκληρη αν είχαν κάποια γιορτή. Έτσι γέμιζαν καζάνια ή μπανιέρες με πάγο για να παγώσουν τις μπύρες, το κρασί κ.ά.
Ο παγοπώλης έσπρωχνε το μικρό καροτσάκι ή το τραβούσε ή το έσερνε κάποιο υπομονετικό γαϊδουράκι. Σταματούσε κάτω από το σπίτι, έσπαζε με το πριόνι τον πάγο, τον έπαιρνε με την τσιμπίδα και τον άφηνε στην πόρτα του σπιτιού. Από κει και πέρα τον έπαιρνε η νοικοκυρά μ’ ένα βρεγμένο πανί και τον τοποθετούσε στο πάνω μέρος του ξύλινου ψυγείου. Τα νερά που έτρεχαν προς τα κάτω, έψυχαν τις επιφάνειες (από λαμαρίνα) του ψυγείου κι έτσι διατηρούσαν τα φαγητά παγωμένα. Στο κάτω μέρος υπήρχε ο συλλέκτης των νερών, που γέμιζε κάποια στιγμή και πολλές φορές ξεχείλιζε. Τα νερά, οι νοικοκυρές, τα έριχναν στις αυλές (όχι βέβαια στα φυτά ή στα δέντρα).