Η ΜΑΜΗ
                Η μαμή, όπου κι αν ήταν ή ό,τι κι αν έκανε, ήταν υποχρεωμένη από καθήκον, να τρέξει και να βοηθήσει την ετοιμόγεννη κι ανήμπορη γειτόνισσα, να ξεγεννήσει. Την ξάπλωνε στο δωμάτιο του σπιτιού κι αν το σπίτι ήταν ένα δωμάτιο, στην άκρη του σπιτιού ετοίμαζε με 2 λιόπανα το χώρισμα. Εκεί, αν ήταν και νύχτα, συνέπασχαν όλοι μαζί. Κανείς δεν κοιμότανε. Ήταν όλοι στο πόδι. Ο ένας να ανάψει τη φωτιά, ο άλλος την λάμπα, ο άλλος να ετοιμάσει τα ζωντανά κι ο άλλος να ετοιμάσει το φαγητό. Σωστός συναγερμός.
                Η μαμή παρακολουθούσε και βοηθούσε ψυχολογικά την γυναίκα που θα γένναγε. Της άλλαζε στάσεις, της έσπρωχνε την κοιλιά και τέλος, μόλις άρχιζε να φαίνεται το παιδί, με χίλιες δυο προφυλάξεις, το τράβαγε σιγά-σιγά για να το βγάλει στο φως της μέρας.
                Όταν έκοβε τον αφαλό, τον έδενε κόμπο ή με σχοινί, που το αποστείρωνε με χαλκό ή καυτό λάδι. Όσο για το ύστερο, που τώρα λέγεται πλακούντας, περίμενε τη φύση να το τακτοποιήσει. Το έκοβε με μεγάλη προσοχή και το έθαβε στη γη, για να μην το φάνε τα σκυλιά. Έβγαζε το μωρό και το σήκωνε ψηλά. Του καθάριζε τη μύτη και το φύσαγε να πάρει την πρώτη αναπνοή.
                Ετοίμαζε το πρώτο μπάνιο, τα χαμομήλια και τα σκουτιά (=ρούχα) για να το τυλίξει. Η φασκιά σε πρώτο πλάνο. Οι οδηγίες έδιναν κι έπαιρναν.
                Μετά τα γεννητούρια και εφ’ όσον όλα πήγαιναν καλά, η οικογένεια δώριζε στη μαμή ένα σαπούνι, ένα ψωμί και χρήματα.
                Η μαμή του χωριού δεν ήταν υπεράνθρωπος. Ήταν μια απλή & αγράμματη γυναίκα, που έμαθε την τέχνη απ’ τη μάνα της κι απ’ τις γριές του χωριού. Το ίδιο πράγμα έκανε κι αυτή. Παρέδιδε τις γνώσεις της και τις εμπειρίες της, στις επόμενες.