Οι πρώτοι άνθρωποι κοιμόντουσαν στο χώμα. Αργότερα βρήκαν τα δέρματα ή τις προβιές όπως τις έλεγαν. Μετά βρήκαν τα υποτυπώδη στρώματα από καλαμιές και ξερά χόρτα και τέλος φτάσαμε στην εποχή μετά την επανάσταση του ’21, που κοιμόντουσαν στις αφάνες.
Οι πρόγονοί μας, ως επί το πλείστον, τσοπαναραίοι, δηλ. βοσκοί, που μετακινούσαν τα πρόβατά τους από το ‘να μέρος στο άλλο, δεν είχαν την πολυτέλεια να μετακινούν και τα τυχόν υπάρχοντα στρώματα. Έτσι έστρωναν κατάχαμα διάφορα ξύλα, χόρτα και αφάνες, για να περνάει και το νερό της βροχής κάτω από την πλάτη τους. Έριχναν επάνω στα ξύλα το σάισμα, τα χράμια ή ότι άλλο πρόχειρο έβρισκαν και πλάγιαζαν.
Στα πλούσια σπίτια και στις πόλεις, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τα βαμβακερά, τα πάνινα, και ακόμη τα μεταξωτά στρώματα. Τα γέμιζαν με βαμβάκι, με μαλλί, με ψιλοκομμένο ύφασμα, με λινάρι, με φούντα ψάθρας (που την έλεγαν πούπουλο) και ακόμη με πραγματικά πούπουλα πουλιών.
Μετά βρήκαν οι στρωματάδες τα στρώματα με ελατήρια, με αέρα και νερό. Είναι τα λεγόμενα ορθοπεδικά στρώματα.
Παράλληλα με τον στρωματά δούλευε και ο παπλωματάς. Είχε κι αυτός τα δικά του εργαλεία και την τεχνική. Δεν είχε δικό του πόστο να επισκευάζει τα στρώματα και τα παπλώματα. Ήταν γυρολόγος.
Είχε μαζί του ένα μεγάλο ξύλο, σαν το αντί του αργαλειού. Είχε τις βελόνες και τα μπαλώματα απ’ τα εργαστήρια. Είχε και βαμβάκι για να συμπληρώνει τα κενά που άφηνε η μετατόπιση του υπάρχοντος βαμβακιού στο στρώμα. Έτσι έπαιρνε το στρώμα και το κτυπούσε απ’ όλες τις πλευρές, για να φαφατιάσει. Μετά το ξήλωνε και μετατόπιζε το βαμβάκι και πρόσθετε όσο ήθελε στα μέρη που χρειαζόταν, το έραβε με την κερωμένη κλωστή, που είχε στην σακοράφα. Μπάλωνε και το ξεφτισμένο ή ξηλωμένο κομμάτι και τελείωνε.
Τα μαξιλάρια είχαν κι αυτά την δική τους τεχνική. Αυτά συνήθως ήταν γεμισμένα με πούπουλα πουλιών ή πούπουλα ψάθρας. Στα χωριά τα γέμιζαν με άχυρα βρώμης συνήθως.
Τα άχυρα τα έλεγαν βρωμίστρα. Η βρωμίστρα είχε την ιδιότητα να λυγίζει, χωρίς να σπάζει και να γίνεται σκόνη. Το μεγάλο μειονέκτημα της ήταν ότι το μαξιλάρι έκανε θόρυβο, όταν πιεζόταν από το κεφάλι και δεν σ’ άφηνε να κάνεις ήσυχο ύπνο.