ΛΑΓΚΑΔΙΑΝΟΙ ΜΑΣΤΟΡΕΣ
                Η συμβολή των λαγκαδιaνών χτιστών στη διαμόρφωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του Μοριά υπήρξε σημαντικότατη.
                Σύμφωνα με μια άποψη οι Λαγκαδιανοί κατάγονται από τους μαστόρους-εργάτες που στις αρχές του 13ου αιώνα οικοδομούσαν το κάστρο της Άκοβας, υπό την καθοδήγηση των Φράγκων. Καλλιέργησαν την τέχνη τους συστηματικά και την κληροδότησαν στους απογόνους τους. Έτσι δημιουργήθηκε με το πέρασμα των αιώνων η μαστορική παράδοση στα Λαγκάδια. Ο λαγκαδιανός χτίστης υπήρξε όμως πάνω από όλα χτίστης από ανάγκη. Η περιοχή των Λαγκαδιών είναι ορεινή και άγονη, με ελάχιστο καλλιεργήσιμο χώρο, το χωριό χτισμένο σε απότομη βουνοπλαγιά. Όσοι δεν μπορούσαν να ζήσουν από την κτηνοτροφική και γεωργική παραγωγή ήταν υποχρεωμένοι να ζητήσουν τους πόρους για την συντήρηση τους σε κάποια άλλη απασχόληση. Πότε η πλειοψηφία των Λαγκαδινών άρχισε να ασκεί συστηματικά το επάγγελμα του χτίστη, δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια. Ο 18ος αιώνας φαίνεται να είναι η περίοδος κατά την οποία η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων στρέφεται οριστικά προς το επάγγελμα του χτίστη.
                Ο επαγγελματικός σχηματισμός των Λαγκαδινών χτιστών ήταν το "μπουλούκι", δηλαδή μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες από τεχνίτες. Επικεφαλής του μπουλουκιού ήταν ο πρωτομάστορας. Έπαιρνε την πρωτοβουλία για την συγκρότηση της ομάδας, τον τόπο προορισμού του και την εξεύρεση εργασίας. Συντόνιζε επίσης τις ενέργειες των μελών. Πρωτομάστορας δεν μπορούσε να γίνει οποιοσδήποτε. Έπρεπε να συγκεντρώνει ορισμένα προσόντα. Η ηλικία, η πείρα της δουλειάς, η μακρά θητεία στο επάγγελμα, γενικά η φήμη και το κύρος, η ικανότητα στις δοσοληψίες, η κοινωνικότητα, η πνευματική ευστροφία ήταν απαραίτητες προϋποθέσεις. Ο πρωτομάστορας βρισκόταν στην κορυφή της ιεραρχίας του μπουλουκιού. Ακολουθούσαν οι μαστόροι (τεχνίτες, χτίστες), οι τριότες (βοηθοί μαστόρων) και τα μαστορόπουλα (μαθητευόμενοι), παιδιά που ακολουθούσαν το μπουλούκι με σκοπό να μάθουν το επάγγελμα του χτίστη. Ήταν συνήθως παιδιά, ανίψια ή άλλοι συγγενείς των ίδιων των μαστόρων άλλά έρχονταν και από ξένα χωριά. Τους τελευταίους τους ονόμαζαν ψυχογιούς. Ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνονταν ονομαζόταν "ρόγιασμα". Ήταν η σύμβαση με την οποία οι υπηρεσίες του παιδιού εκμισθώνονταν από τον πατέρα, τη χήρα μάνα ή άλλο κηδεμόνα με αντάλλαγμα την εκμάθηση της τέχνης και κάποια μικρή αμοιβή. Η αριθμητική σύνδεση του μπουλουκιού εξαρτιόταν από το μέγεθος του έργου που αναλάβαινε. Συνήθως ένα πλήρες μπουλούκι, ικανό να αναλάβει μεγάλα οικοδομικά έργα περιλάμβανε 10-12 μαστόρους, 8-10 μαστορόπουλα και γύρω στα 10-15 ζώα (μουλάρια και γαϊδούρια). Σπάνια τα μέλη του μπουλουκιού υπερέβαιναν τα 25 άτομα.
                Ο καταμερισμός της εργασίας ρυθμιζόταν από τον πρωτομάστορα, ανάλογα με την ειδικότητα που είχε το κάθε μέλος της ομάδας.
                Τα μαστορόπουλα κουβαλούσαν τις πέτρες, το χώμα και την άμμο.
                Οι τριότες ήταν κυρίως λασπιτζίδες, έφτιαχναν δηλαδή την λάσπη, σκέτη ή με ασβέστη, και εφοδίαζαν με αυτή τους χτίστες. Επιβλέπανε ακόμα και τα μαστορόπουλα. Γενικά ήταν οι άμεση βοηθοί των μαστόρων.
                Οι μαστόροι, οι τεχνίτες, ήταν εκείνοι που οικοδομούσαν, που έχτιζαν. Δούλευαν κατά ζεύγη, ένας στην εξωτερική πλευρά του τοίχου και ένας στην εσωτερική. Ο πρώτος, έμπειρος και παλιός χτίστης, ονομαζόταν φατσαδόρος, ο δεύτερος, νέος και άπειρος μεσομάστορης.
                Υπήρχε επίσης ένας πελεκάνος και ένας νταμαρτζής ή λιθαράς. Ο πελεκάνος λάξευε τα αγκωνάρια, τα υπέρθυρα, τις παραστάδες κλπ. Η δουλειά αυτή απαιτούσε πολύχρονη πείρα της οικοδομικής τέχνης και κάποια καλλιτεχνική ευαισθησία. Γι αυτό η ειδικότητα του πελεκάνου την ασκούσε συνήθως ο πρωτομάστορας.
                Τα κυριότερα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι χτίστες στη δουλειά τους ήταν το λοστάρι, η βαριά, ο κασμάς, το χτένι ή χτενιά, το ζύγι, τα ράμματα, το πικούνι, το καλέμι, ο ματρακάς, το βελόνι, διάφορα άλλα σφυριά, το μυστρί, το πασέτο (μέτρο), η κορδέλα, τα πηλοφόρια, τενεκέδες με μπαρούτι και φιτίλι, για το σπάσιμο βράχων με φουρνέλα.
                Τρία συνήθως ταξίδια το χρόνο πραγματοποιούσαν οι Λαγκαδιανοί χτίστες. Το μαγιάτικο (μετά το Πάσχα), το αυγουστιάτικο (μετά της Παναγίας) και το φθινοπωρινό ή χειμωνιάτικο (μετά του Αγίου Δημητρίου). Το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και της Παναγίας φρόντιζαν να βρίσκονται στο χωριό τους. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που απουσίασαν στα ξένα και πάνω από ένα χρόνο.
                Η κουραστική εργασία η κακή σίτιση, η διαμονή σε ανθυγιεινά οικήματα, οι μετακινήσεις από τόπο σε τόπο ήταν παράγοντες που υπονόμευαν τη ζωή των χτιστών. Ανασφάλιστοι, χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και μακριά από τους δικούς τους αντιμετώπιζαν τις ασθένειες με πρωτόγονα μέσα. Μερικοί έμεναν ανάπηροι από τα ατυχήματα που γίνονταν στις οικοδομές. Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που μαστόροι άφηναν την τελευταία τους πνοή μακριά από τις οικογένειες τους.