Από τότε μέχρι και τελευταία που μπήκαν τα υδραγωγεία, οι άνθρωποι πήγαιναν στα ποτάμια και στις λίμνες για να πλύνουν τα ρούχα τους. Απαραίτητα εργαλεία για την πλύση ήταν: το καζάνι, η σκάφη, το σαπούνι, η αλισίβα, ο κόπανος, η κοπανίτσα, η δρυμή, η βούρτσα και η αγγλιά (έτσι έλεγαν την νεροκολοκύθα που χρησιμοποιούσαν για να παίρνουν το νερό από το καζάνι).
Η σκάφη συνήθως ήταν ξύλινη. Οι πρώτες σκάφες ήσαν κορμοί δέντρων που είχαν πελεκηθεί και ήταν σαν βάρκες. Άλλωστε είναι συνώνυμη η λέξη σκάφη και σκάφος που είναι η βάρκα. Αργότερα έγιναν και σιδερένιες ή αλουμινένιες. Όπως κι αν ήταν, είχαν στη μία εσωτερική επιφάνεια ραβδώσεις, για να τρίβονται ή να χτυπιούνται τα ρούχα.
Κακαβολίθι λέγανε το μέρος, που η κάθε μια νοικοκυρά τοποθετούσε το δικό της καζάνι. Στο καζάνι ζέσταιναν το νερό. Πάνω απ’ αυτό είχαν δύο ξύλα, που στήριζαν ένα μικρό τσουβαλάκι με στάχτη. Έριχναν νερό και το καταστάλαγμα που έσταζε μέσα στο νερό, ήταν η δρυμή. Το νερό που είχε δρυμή, το έλεγαν και αλισίβα. Η κοπανίτσα ήταν μια πλάκα πέτρινη ή μαρμαρένια, για να χτυπούν εκεί πάνω τα ρούχα που είχαν σαπουνιστεί. Το χτύπημα γινόταν με τον κόπανο.
Ήταν ένα ωραίο θέαμα, να βλέπει κανείς πολλές γυναίκες να χτυπούν τους κόπανους πάνω στις κοπανίτσες. Ο υπόκωφος ήχος του κόπανου, το τραγούδι και το κουτσομπολιό δεν σταματούσαν, αν δεν τέλειωνε το πλύσιμο. Το στέγνωμα των ρούχων γινόταν πάνω σε κλαδιά ή σχοινιά.