Σαμαρίτης, σαμαρτζής ή σαγματοποιός είναι άλλες ονομασίες αυτού του επαγγελματία.
Πιο παλιά, οι πολεμιστές και οι διάφοροι ιππείς χρησιμοποιούσαν τη σέλα. Η σέλα, ας πούμε, ήταν μικρό σαμάρι, κατασκευασμένο σχεδόν όλο από δέρμα. Για να μην πληγώνεται το ζώο, από την επαφή της σέλας με το κορμί του, ενδιάμεσα χρησιμοποιούσαν διάφορα υλικά. Έβαζαν χονδρό πανί ή τσόχα ή τραγόμαλλο ή συνηθισμένο ψαθί ή σαμάκι.
Ο σαμαράς λοιπόν κατασκεύαζε τα σαμάρια ως εξής: Έπαιρνε από τον ξυλουργό διάφορα κομμάτια σανίδας ή άλλα ολόκληρα τεμάχια ξύλου και τα δούλευε μόνος του, να πάρουν το σχήμα που ήθελε.
Σκάλιζε το ξύλο με το σκαρπέλο, την πλάνη, το σκεπάρνι, το αρνάρι (ράσπα), τα τριβέλια και άλλα εργαλεία. Έτσι κάρφωνε τα μπροστινά και τα πισινά μέρη του σαμαριού, με τα παΐδια. Το άνοιγμα που έδινε στην κοιλιά του σαμαριού, ήταν ανάλογο με το σώμα του ζώου. Του έπαιρνε λοιπόν μέτρα, όπως και σε μας, που μας έκαναν, κάποτε, παπούτσια παραγγελία οι τσαγκάρηδες.
Επάνω στα μπροστινά και πισινά σανίδια κάρφωνε τα κολιτσάκια. Αυτά ήταν γάντζοι φτιαγμένοι από τον σιδηρουργό-γύφτο, για να κρεμούν σ’ αυτά διάφορα πράγματα, για την εργασία και την μεταφορά.
Επάνω λοιπόν σ’ αυτά τα χωνευτά ξύλα, έβαζαν διακοσμητικές προκαδούρες, μέχρι και χάντρες. Αφού λοιπόν έκανε όλο το σκελετό του σαμαριού, με ξύλο πλατάνου, συνήθως ετοιμαζόταν για το στρώμα που θα έμπαινε κάτω από τα σανίδια. Αυτή ήταν η στρώση. Έκανε πρώτα το πανί σαν σάκο με σαμαροσκούτι κι άρχιζε να κάνει το στρώμα, γεμίζοντας το στην ανάγκη με άχυρο. Συνήθως έβαζε το σαμάκι, που ήταν ειδικό ψαθί, σαν το σημερινό φίλτρο τσιγάρων. Το έραβε με τη σαμαροβελόνα, για να μην μετατοπίζεται και στη συνέχεια το προσάρμοζε πάνω στα σανίδια. Εκτός από την βελόνα, είχε την σακοράφα και τα σουγλιά. Ένα σαμάρι όμως δεν σταμάταγε εδώ.
Θέλει και τα κωλάνια ή μπαλντούμια, όπως τα έλεγαν σε τοπική διάλεκτο. Αυτά ήταν λουρίδες από σκληρό και χοντρό δέρμα που άρχιζαν από το σαμάρι, πήγαιναν στις περιφέρειες του ζώου και ξανά έσμιγαν με το σαμάρι. Αυτά, τώρα, για να μην πέφτουν, κατά την μετακίνηση, είχαν πάνω απ’ την ουρά του ζώου, ένα άλλο κωλάνι που τα συγκρατούσε.
Επιπλέον όλων αυτών, ήταν και η καταζώστρα ή σφίχτρα, που έζωνε το σαμάρι κάτω από την κοιλιά του ζώου. Η καπιστράνα ή κοινώς καπίστρι ήταν το φίμωτρο ή η κατασκευή από λουρίδες δερμάτινες, για να συγκρατούν το σχοινί που συγκρατούσε ο ιδιοκτήτης του ζώου. Εκεί στο κάτω μέρος της καπιστράνας, ήταν και η βάση, για να βάζουν χαυλιά στο στόμα του αλόγου. Με την χαυλιά, το ζώο δεν μπορούσε να μασήσει, γιατί του έδενε τη γλώσσα με την κάτω σιαγόνα. Μπροστά από την καπιστράνα, πήγαιναν, όπως και στα πλάγια, διάφορες φούντες για την ομορφιά του ζώου.