Τον περασμένο αιώνα, που η Ελλάδα ήταν πιο φτωχή και η βιομηχανία υποδημάτων ήταν ανύπαρκτη, οι άνθρωποι είχαν πιο μεγάλη ανάγκη για υπόδηση από σήμερα. Οι δρόμοι ήταν χαλικόστρωτοι ή χωματένιοι και οι δουλειές ήταν αγροτοκτηνοτροφικές. Επομένως τα οιουδήποτε είδους παπούτσια ή σανδάλια τρίβονταν και χαλούσαν γρήγορα. Έτσι οι άνθρωποι υπέφεραν κι έβρισκαν διάφορους τρόπους να καλύψουν τα πόδια τους.
                Άλλοι που δεν είχαν καθόλου λεφτά, έβαζαν λινάτσες και τα τύλιγαν. Όμως τα αγκάθια και οι κολλιτσίδες κολλούσαν επάνω τους. Η μουχρίτσα και το σταυράγκαθο, τους άλλαζαν όψη.
Σκέφτηκαν λοιπόν, ότι καλύτερη λύση ήταν τα γουρνοτσάρουχα.
                Έπαιρναν το δέρμα από το γουρούνι που έσφαζαν και το αλάτιζαν να συντηρηθεί. Έτσι δε βρωμούσε και δε σάπιζε. Όπως ήταν τα κομμάτια, τα έκαναν σα βαρκούλες στα μέτρα τους, τα έραβαν και τα φορούσαν. Αντί για κάλτσες έβαζαν τα πλεκτά τσουράπια.
                Η αντοχή τους φυσικά δεν ήταν μεγάλη. Τρίβονταν και ξεραίνονταν. Για να μαλακώσουν, τους έβαζαν γουρνάλειμα. Το γουρνάλειμα ήταν λίπος από χοιρινό που είχαν στις στάμνες και το χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα.
                Ο πιο μεγάλος κίνδυνος στα γουρνοτσάρουχα ήταν τα πεινασμένα σκυλιά. Όπου τα έβρισκαν, «τους άλλαζαν τον αδόξαστο», όπως έλεγαν.
                Σιγά-σιγά, άρχισαν να φέρνουν το δέρμα επεξεργασμένο και τα τσαρούχια γίνονταν καλύτερα. Οι αγωνιστές του ’21 φορούσαν τα τσαρούχια κι έβαζαν και τις περίφημες φούντες.
                Η φούντα ήταν σαν το λοφίο του αγριοκόκορα και συμβόλιζε υπεροχή.
                Για να προφυλάξουν τις κνήμες, ανακάλυψαν τις γκέτες. Στην αρχή αυτές ήταν πάνινες και μετά έγιναν δερμάτινες. Επάνω σ’ αυτές σχεδίαζαν, ζωγράφιζαν και κεντούσαν πολλά σχέδια. Πολλές απ’ αυτές ήταν σωστά κομψοτεχνήματα.
                Αργότερα που κυκλοφόρησαν τα πρώτα αυτοκίνητα, τα τσαρούχια τα κατασκεύαζαν με κομμάτια από παλιές ρόδες αυτοκινήτων. Όμως κι αυτά ήταν δύσκαμπτα και γλιστρούσαν.
                Το τσαρούχι είναι ένα ελαφρύ, δερμάτινο υπόδημα το οποίο φορούσαν οι χωρικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές στα Βαλκάνια και την Τουρκία μέχρι τον 19ο - αρχές του 20ου αιώνα. Σήμερα φοριούνται στην Ελλάδα μαζί με τη φουστανέλα, σαν μέρος της παραδοσιακής στολής των Ευζώνων.
                Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό «τσαρίκ». Κατασκευαζόταν από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα από τέσσερα συνήθως τεμάχια την "πατωσιά" (ή σόλα) τα δύο πλάγια και στην άκρη του τη "μύτη" σε διάφορες παραλλαγές, άλλοτε γυμνή και γυρισμένη προς τα πάνω είτε καλυμένη με πλούσια, μάλλινη φούντα, η οποία ήταν συνήθως μαύρη για τους άνδρες και τις γυναίκες είτε πολύχρωμη για τα παιδιά. Το δέρμα από το οποίο κατασκευάζονταν ήταν το λεγόμενο "τελατίνι" χρώματος ερυθρού. Τα τσαρούχια καθημερινής χρήσης ήταν απλά χωρίς στολίδια, ενώ τα πλουσιώτερα είχαν κορδόνια και πούλιες.
                Τα τσαρούχια που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας στην Προεδρική Φρουρά φέρουν επίσης στο κάτω μέρος τους περίπου 50 καρφιά το καθένα. Τα καρφιά αυτά είναι υπεύθυνα για τον χαρακτηριστικό ήχο που παράγουν τα τσαρούχια κατά τη διάρκεια ευζωνικών παρελάσεων. Ως συνεπακόλουθο, τα καρφιά αυτά αυξάνουν αρκετά το βάρος του τσαρουχιού, το οποίο μπορεί να φτάσει και τα τρία κιλά το καθένα.
                Εκτός από τον παραπάνω τύπο υποδήματος οι χωρικοί και ποιμένες πολλών περιοχών της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας κατασκευάζουν παρόμοια υποδήματα από ακατέργαστο δέρμα χοίρου καλούμενα "γουρουνοτσάρουχα" που θεωρούνται ως ελαφρά πέδιλα τα οποία και εξασφαλίζουν άνετο βάδισμα σε ανώμαλα εδάφη. Αυτά αποτελούνται από ενιαίο τεμάχιο που αναδιπλώνεται και συγκρατείται στο πόδι από ιμάντες, από το ίδιο δέρμα.
                Στη στρατιωτική ορολογία, το τσαρούχι που φέρουν οι εύζωνες (τσολιάδες) ονομάζεται "ταρρούχιον". Παρόλ' αυτά, όταν οι εύζωνες αναφέρονται σε αυτό, χρησιμοποιούν τον όρο "τσαρούχι".
ΤΣΑΡΟΥΧΑΣ