Ο άνθρωπος αυτός ήταν απαραίτητος στα σπίτια που είχαν για ακόνισμα μαχαίρια, πριόνια, κόσες, κόφτρες, τσεκούρια, ψαλίδια κι άλλα κοπτικά εργαλεία. Η δουλειά του ήταν να τα γυαλίζει και να τα ακονίζει μέχρι που να κόβουν, κατά το κοινώς λεγόμενο, την μύγα στον αέρα.
Τα σύνεργα του ακονιστή ήταν ο τροχός κι οι ακονόπετρες. Ο τροχός ήταν σμυριδόπετρα, που έβγαινε στον Κόρωνο και σ’ άλλες περιοχές της Νάξου.
          Αυτός λοιπόν ο τροχός ήταν ή από συμπαγή σμυρίδα ή από σμυριδόσκονη συμπιεσμένη. Τον τροχό αυτό ο τροχιστής τον είχε τοποθετημένο σε άξονα. Ο άξονας στηριζόταν σε 2 βάσεις. Οι 2 αυτές βάσεις ήταν στο μισό ύψος του ανθρώπου. Ο σμυριδοτροχός γύριζε, όταν ο τροχιστής με το πόδι κινούσε τον πατητήρα. Αυτός έδινε την κίνηση στον τροχό με το ίδιο σύστημα, που μια ραπτομηχανή κινεί τον τροχό που είναι δίπλα από τα βελόνια. Με την στροφή και κίνηση του τροχού, ο τροχιστής ακουμπούσε με κατάλληλη κίνηση το μαχαίρι στον τροχό.
          Το ακόνι πάλι, που κρατούσε ο τροχιστής, ήταν μια πλάκα από σκληρή πέτρα που πάνω της έτριβε το μαχαίρι για να ακονιστεί.
          Ο ακονιστής γύριζε στις γειτονιές και φώναζε:
          -Τροχόοοοος… τροχιστής. Εδώ ο καλός τροχιστής! (Τροχιστής ή τροχατζής)
ΤΡΟΧΙΣΤΗΣ