Από τους αρχαίους χρόνους, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν μυρωδικά, μπαχαρικά, αρωματικά βότανα και χίλια δυο άλλα είδη. Μεταξύ αυτών και σαν αφέψημα, χρησιμοποίησε και το σαλέπι. Στα αραβικά, σάχλεμπ σημαίνει σαλέπι. Παρασκευάζεται από ξηρούς κονδύλους (ρίζες) διαφόρων ορχεοειδών φυτών. Οι κόνδυλοι αλέθονται και η σκόνη τους βράζεται με ζάχαρη και μέλι. Είναι μαλακτικό ποτό, διαδεδομένο ιδιαίτερα στην Ανατολή και στην Ελλάδα. Τα σαλέπι είναι, λοιπόν, μια άσπρη σκόνη σαν αλεύρι. Την σκόνη αυτή την παίρνουν από αποξηραμένους βολβούς φυτού, που φύεται αρκετά και στα μέρη μας. Είναι μικρός βολβός (σαλέπι= σερνικοβότανο), σαν το κοκκάρι και την άνοιξη βγάζει ένα μικρό μπλε λουλουδάκι. Στην Άνδρο βγαίνει από τις ΒΥΖΟΥΡΙΕΣ, που έχουν μακρύ κόνδυλο και δεν βγάζει λουλούδια. Στη δύση δεν διαδόθηκε πολύ, παρά τις θαυματουργές ιδιότητες του.
          Ο Σαλεπιτζής λοιπόν, ήταν ένας άνθρωπος που κρατούσε στο ένα χέρι ένα μεγάλο σαμοβάρι και στο άλλο ένα καλαθάκι, με τα πλαστικά, τώρα πια, ποτηράκια και τη ζάχαρη. Είχε βράσει από το σπίτι του το νερό με το σαλέπι. Στη βάση του σαμοβάρι είχε αναμμένα κάρβουνα, για να διατηρεί ζεστό το νερό. Δίπλα από το σαμοβάρι, είχε το ειδικό τραπεζάκι, για να στηρίζει την ζάχαρη, την κανέλλα και το δοχείο με το νερό, για να ξαναφτιάξει, αν του χρειαζόταν. Για το βράδυ, υπήρχε και μια λάμπα (θυέλλης), που φώτιζε τον χώρο. Στην πλάτη, είχε πάντα κρεμασμένο ένα ξύλο, σαν τόξο, για να κρεμάει το σαμοβάρι και τη λοιπή πραμάτεια, σαν άλλαζε στέκι.
ΣΑΛΕΠΙΤΖΗΣ