Να, ο Όμηρος λέει ότι η Άτη είναι θεά και ανάλαφρη —τα πόδια της τουλάχιστον είναι ανάλαφρα— με τους στίχους:
κι έχει ανάλαφρα ποδάρια·
τι στο χώμα δεν πατάει,
μόν᾽ στα κεφάλια μας απάνω οδεύει πάντα.
Λοιπόν, μου φαίνεται ότι με πειστικό αποδεικτικό στοιχείο δηλώνει πόσο ανάλαφρη είναι: δεν πατά, βλέπεις, πάνω σε σκληρά, αλλά σε τρυφερά. (Πλ., Συμπόσιον 195d)
Κόρη του Δία, ἥ πάντας ἀᾶται, αυτή που βλάπτει τους πάντες, θεούς και ανθρώπους. Ο πατέρας της την άρπαξε, όπως έκανε και με τον γιο του Ήφαιστο, και την πέταξε στη γη, γιατί έβλαψε ως κι αυτόν που υπέρτατον τον λέγουν / και οι θνητοί κι οι αθάνατοι. Τον παραπλάνησε η Ήρα, αν και αδύνατη, όταν με δόλο «έδεσε» τον άνδρα της με όρκο πως το παιδί που θα γεννιόταν εκείνη την ημέρα, από το αίμα και τη γενιά του Ολύμπιου θεού, θα βασίλευε τους λαούς τριγύρω από το Άργος. Κι ενώ αναμενόμενο ήταν η Αλκμήνη να γεννήσει τον Ηρακλή, η Ήρα συνωμότησε και «κράτησε» τη γέννα και τους πόνους της κι έκανε πρώτος να γεννηθεί ο Ευρυσθέας.
[Η Άτη] τον Δί' ακόμη έβλαψε, που υπέρτατον τον λέγουν
και οι θνητοί κι οι αθάνατοι· όμως και αυτόν η Ήρα
απάτησε αν και αδύνατη με δόλο την ημέραν
εκείνην οπού έμελλε στην πυργωμένη Θήβην
του Ηρακλή την δύναμιν η Αλκμήνη να γεννήσει.
Ότ’ είπε αυτός καυχόμενος στους αθανάτους όλους:
«Σεις όλοι αθάνατοι θεοί, θεές και σεις, ακούτε
ό,τι στα στήθη μου η ψυχή να ειπώ παρακινεί με·
θα φέρει σήμερα στο φως η οδυνοφόρα Ειλείθυια
άνδρα που γύρω των λαών θα βασιλεύσει όλων·
κατάγεται απ' το αίμα μου και από την γενεάν μου».
Κι η Ήρα του 'πε η σεβαστή με δόλον εις τον νουν της:
«Θα φανείς ψεύτης, δεν θα ιδείς ο λόγος σου να γίνει.
Κι όρκον, Ολύμπιε, δυνατόν, αν θέλεις όμοσέ μου
που όλων τριγύρω των λαών θα βασιλεύσει εκείνος
που μες στα πόδια γυναικός την σήμερον θα πέσει
που να 'ναι από το αίμα σου και από την γενεάν σου».
Είπε και δεν ενόησεν ο Ζευς ποσώς τον δόλον,
και όρκον μέγαν ώμοσε, και αυτό κακό του εγίνη.
Κι η Ήρ' από την κορυφήν του Ολύμπου εχύθη στ' Άργος
το Αχαϊκόν, που εγνώριζεν εκεί του Περσηιάδου
Σθενέλου την ασύγκριτη γυναίκα, οπού βαστούσε
μες στην γαστέρα της παιδί κι εμέτρα επτά φεγγάρια·
και αν και λειπόμηνον στο φως τον έβγαλεν η Ήρα
και της Αλκμήνης κράτησε τη γέννα και τους πόνους
κι η ίδια το 'πε του Διός: «Πατέρ' αστραποφόρε,
άκουσε κάτι· πρόωρα άνδρας λαμπρός γεννήθη
ο Ευρυσθεύς, που βασιλεύς θα είναι των Αργείων,
πατέρας του είναι ο Σθένελος και πάππος ο
Περσέας,
γένος σου· και του στέκεται το σκήπτρο των Αργείων».
(Όμ. Ιλ., Τ 95-123, μετ. Ι. Πολυλάς)
Ο Δίας, αναγκασμένος να κρατήσει τον λόγο του, όμως οργισμένος από την απάτη,
Την Άτην άρπαξεν ευθύς απ' τες λαμπρές πλεξίδες
με την χολήν εις την καρδιά και ώμοσε μέγαν όρκον:
ποτέ στ' αστέρια τ' ουρανού και στες κορφές του Ολύμπου
η Άτη, όλεθρος κοινός, στο εξής να μην πατήσει.
Είπε και με το χέρι του την πέταξε από τ' άστρα
σφενδονιστά κι έφθασε αυτή στους τόπους των ανθρώπων.
Πάντοτ' εστέναζε απ' αυτήν όταν τον ποθητόν του
εβασανίζαν οι απρεπείς αγώνες του Ευρυσθέως.
(Όμ. Ιλ., Τ 125-132, μετ. Ι. Πολυλάς)
Ωστόσο, η Άτη δεν έπαψε να παραπλανά και τους θεούς, όπως λέει η Ήρα στη Θέτιδα (Απολλών. Ρ., Αργοναυτικά 4. 817 κ.ε). Εξάλλου, και η ίδια τη χρησιμοποίησε ως απεσταλμένη και όργανο σχεδίων της. (Βλ. παρακάτω)
Παραδίδεται ότι η Άτη έπεσε σε λόφο της Φρυγίας που ονομάστηκε από εκείνη Άτης. Σε αυτόν τον λόφο ίδρυσε ο Ίλος την ομώνυμη πόλη, το Ίλιο, ακολουθώντας χρησμό, που όριζε η πόλη να ιδρυθεί στο σημείο όπου μια ποικιλόχρωμη αγελάδα, άσπρη με μαύρες βούλες, θα στεκόταν. (Απολλόδ. 3. 143)
Παραλλαγές του μύθου τη θέλουν κόρη της Έριδας, κόρης της Νύχτας, ή της Ύβρης. Περισσότερο όμως από κόρη μιας θεότητας, ποτέ ενός ζεύγους θεών, ήταν δαιμονική δύναμη της πλάνης και της τύφλωσης του νου ανθρώπων και θεών οδηγώντας τους στην (αυτό)καταστροφή. Εξάλλου, όλα τα παιδιά της Έριδας ήταν μια σειρά από αφηρημένες έννοιες:
Μετά η μισητή Έρις γέννησε τον βασανιστή Πόνο,
τη Λήθη, την Πείνα και τις Οδύνες που φέρνουν δάκρυα,
τις Συμπλοκές, τις Μάχες, τους Φόνους, τους Ανδροσκοτωμούς,
τις Φιλονικίες, τις Ψευδολογίες, τις Διαφωνίες,
την Κακονομία, την Άτη που πάνε συνήθως μαζί,
και τον Όρκο που τυραννά τους πιο πολλούς ανθρώπους
στη γη, όταν με τη θέλησή τους γίνονται επίορκοι.
(Ησίοδ., Θεογ. 225 κ.ε., μετ. Π. Λεκατσάς)
Σύμφωνα με μια εκδοχή η Άτη είχε μια κόρη, την Πειθώ (Αισχ., Αγαμ. 385), θεότητα δευτερεύουσα, περισσότερο αφηρημένη έννοια, ενταγμένη στη συνοδεία της Αφροδίτης, κάτι που επιτρέπει τον συσχετισμό της Π(π)ειθούς με την ερωτική πλάνη.[1]
Στην πρεσβεία που έστειλαν οι Αχαιοί στον Αχιλλέα, προκειμένου να τον πείσουν να επιστρέψει στη μάχη, συμμετείχε και ο Φοίνικας. Ο γέροντας, για να πείσει τον παλιό του μαθητή, αναφέρθηκε στις κόρες του Δία, τις Λιτές, περίεργες στην εξωτερική τους εμφάνιση, χωλές, αλλήθωρες, ρυτιδωμένες, θυμίζουν λίγο τις Ερινύες, όμως αυτές συντρέχουν τους ικέτες και φροντίζουν να επανορθώνουν τα κακά που προξενούσε άδικα η Άτη σε όσους σέβονταν τον Δία και του ζητούσαν να επιβάλει τη θεία Δίκη σε όσους τις έδιωχναν:
Αυτούς [τους θεούς] οι άνθρωποι με έμπυρα σφάγια, μ’ ευχές φιλόφρονες,
σπονδές και κνίσα, παρακαλώντας τους αλλάζουν,
όποιος αισθάνεται πως έσφαλε κι υπήρξε παραβάτης.
Γιατί είναι κόρες του μεγάλου Δία οι Λιτές: χωλές, αλλήθωρες,
ρυτιδωμένες, έργο τους έχουν πίσω απ’ την Άτη να πηγαίνουν.
Η Άτη ωστόσο δυνατή κι αρτίποδη, τραβά απ’ όλες πιο μπροστά,
στης γης την κάθε άκρη, προφθαίνοντας να βλάψει τους ανθρώπους·
πίσω της όμως τους γιατρεύουν οι Λιτές.
Όποιος τις σεβαστεί του Δία τις κόρες, όταν τις νιώσει πλάι του,
αυτόν πολύ τον ωφελούν κι ακούνε τις ευχές του.
Αν κάποιος όμως τις αρνείται, και βίαια τις απωθεί, ικέτιδες
προστρέχουν στον Κρονίδη Δία, γυρεύοντας η Άτη να τον βρει,
το λάθος να πληρώσει με τη βλάβη του.
Αλλά κι εσύ Αχιλλέα, δέξου και χάρισε στις κόρες του Διός τιμή,
χάρη που λύγισε τον νου κι άλλων ηρώων γενναίων.
(Όμ., Ιλ. Ι, 501-514, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης)
Ο Αγαμέμνονας απολογήθηκε στον Αχιλλέα, επειδή του άρπαξε το γέρας του, τη Βρισηίδα, για να αντικαταστήσει την απώλεια του δικού του τιμητικού δώρου, της Χρυσηίδας που με εντολή του θεού δόθηκε πίσω στον πατέρα της, επικαλούμενος την πλάνη και τη σύγχυση που φέρνει η νυκτοπλάνητη Ερινύα και η Άτη:
Πολλές φορές οι Αχαιοί μ’ ονείδισαν για τούτο,
Αλλ’ αίτιος δεν είμ΄ εγώ· αλλά είναι ο Ζευς κι η Μοίρα
και η νυκτοπλάνητη Ερινύς, που την αγρίαν Άτην
τότε μέσα στη σύνοδον εβάλαν εις τον νουν μου,
και του Αχιλλέως πήρα εγώ ο ίδιος το βραβείον.
Και τι θα έκανα; Ο θεός τα πάντα κατορθώνει.
Σεβαστή κόρη του Διός η Άτ’ η ολεθρία
κατάρατη αερόποδη, το χώμα δεν εγγίζει
ανάερ΄ από τες κεφαλές γυρίζει των ανθρώπων
για να τους βλάψει, και άσφαλτα έν’ απ’ τους δυο τους δένει·
[…]
[…] κι εγώ πάντοτε όταν ο μέγας
Έκτωρ
ακράτητος εθέριζε στες πρύμνες τους Αργείους,
η Άτη, που μ’ ετύφλωσε δεν έβγαινε απ' τον νου μου.
Κι εάν τότ’ ετυφλώθηκα και ο Ζευς το νου μου επήρε
να το διορθώσω θέλω εγώ με ξαγοράν πλουσίαν·
αλλά σήκω στον πόλεμον και σήκωσε τα πλήθη.
(Όμ., Ιλ. Τ 85-94, 133-138, μετ. Ι. Πολυλάς)
Τόσο στον Όμηρο όσο, πολύ περισσότερο, στους τραγικούς η Άτη είναι κατά κύριο λόγο μια δαιμονική δύναμη που συσκοτίζει τον νου παρά μια θεότητα. Αυτή την πλάνη του νου επικαλείται ο Δόλωνας που εισέβαλε ως κατάσκοπος στο στρατόπεδο των Αχαιών, για να γλυτώσει την τιμωρία –«ο Έκτωρ μ' εξεμώρανε», πολλῇσίν μ᾽ ἄτῃσι παρὲκ νόον ἤγαγεν Ἕκτωρ (Όμ., Ιλ. Κ 391).
Η Άτη εκδικείται τις άνομες πράξεις και τιμωρεί τους παραβάτες και τους απογόνους τους θυμίζοντας τον ρόλο και άλλων θεοτήτων, της Νέμεσης και των Ερινύων, κυρίως στα έργα του Αισχύλου, λιγότερο στου Ευριπίδη.
Απ’ το αίμα ήπιε η τροφός γη,
έπηξε τιμητής αδιάλυτος ο φόνος·
αλγεινή αγωνία βασανίζει [διαλγὴς ἄτη διαφέρει]
τον ένοχο, τον γεμίζει άπειρα δεινά.
(Αισχ., Χοηφ., στ. 66-70, μετ. Δημήτρης Δημητριάδης)
Ζευ, Ζευ, που εκ των υστέρων
στέλνεις από κάτω ποινή [ὑστερόποινον ἄταν]
στο ελεεινό, πανούργο χέρι
των θνητών – πληρώνουν και γονείς.
(Αισχ., Χοηφ., στ. 382-385, μετ. Δημήτρης Δημητριάδης)
Στην προσευχή που ο Ορέστης και η Ηλέκτρα κάνουν από κοινού για τον θάνατο της μητέρας ως εκδίκηση για τον φόνο του πατέρα αναφέρονται στην παράτονη συμφορά που έπληξε τον οίκο τους –παράμουσος ἄτας (Αισχ., Χοηφ., στ. 467).
Στον Αγαμέμνονα Ύβρις, Θράσος, Άτη συμπορεύονται:
φιλεῖ δὲ τίκτειν Ὕβρις
μὲν παλαιὰ νεά-
ζουσαν ἐν κακοῖς βροτῶν
Ὕβριν τότ᾽ ἢ τόθ᾽, ὅτε τὸ κύριον μόλῃ
φάος τόκου, δαίμονά τ᾽ ἔταν,
ἄμαχον ἀπόλεμον ἀνίερον,
Θράσος, μελαίνα μελάθροισιν Ἄτα,
εἰδομένα τοκεῦσιν.
Γιατ᾽ έτσι το ᾽χει, μες σε μια κακιά σειριά
η μια ανομία να γεννά την άλλη
αργά η νωρίς, όταν θα ᾽ρθει
η ώρα της γέννας η γραφτή,
που μαζί της τότε ξεπροβάλλει
ανίκητος κι αδάμαστος ο ανίερος
των σπιτιών μαύρος δαίμονας — η Θεοβλάβη,
που απ’ τους γονιούς που τη γεννούσανε
το κάθε της μοιασίδι κι έχει πάρει.
(Αισχ., Αγαμ. 763-771, μετ. Ι. Γρυπάρης)
Και η Κλυταιμνήστρα, μετά τον φόνο του Αγαμέμνονα, ορκίζεται στην Εκδίκηση που πήρε για την Ιφιγένεια, στην Άτη και στην Ερινύα:
καὶ τήνδ᾽ ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν θέμιν·
μὰ τὴν τέλειον τῆς ἐμῆς παιδὸς Δίκην,
Ἄτην Ἐρινύν θ᾽, αἷσι τόνδ᾽ ἔσφαξ᾽ ἐγώ,
οὔ μοι Φόβου μέλαθρον ἐλπὶς ἐμπατεῖ,
ἕως ἂν αἴθῃ πῦρ ἐφ᾽ ἑστίας ἐμῆς
Αἴγισθος, ὡς τὸ πρόσθεν εὖ φρονῶν ἐμοί.
Άκου κι εσύ τον νόμο των δικών μου όρκων·
μα την τέλεια Εκδίκηση της κόρης, μα την Άτη
και την Ερινύα, που γι’ αυτές τον έσφαξα,
δεν θα μπει για μένα Φόβος στο σπίτι
όσο τη φωτιά της εστίας μου συνδαυλίζει
ο
Αίγισθος, καλός μαζί μου όπως και πρώτα.
(Αισχ., Αγαμ. 1431-1436, μετ. Δ. Δημητριάδης)
Ο Χορός των Δαναΐδων στις Ικέτιδες του Αισχύλου στηλιτεύει την ύβρη, το πείσμα, τη μανία, την άτη των Αιγύπτιων ξαδέλφων τους που επιδιώκουν τον γάμο μαζί τους:
Μα ας δει πώς η ύβρις των ανθρώπων
καινούργια φύτρα έσπειρε, που θέριεψε
αποζητώντας το δικό μου γάμο με πείσμα.
Μανία ασίγαστη κεντρίζει το μυαλό
κι από την άτη τυφλωμένο
δεν μετανιώνει για την απάτη.
(Αισχ., Ικ. 104-111, μετ. Ελένη Μερκενίδου)
Στην Ορέστεια τα Θυέστεια δείπνα αναφέρονται ως η «πρώταρχος άτη» και ο Ατρέας που σκότωσε, τεμάχισε και πρόσφερε σε γεύμα μαγειρεμένα τα παιδιά του Θυέστη ήταν πρόξενος κατάρας.
Στους Επτά επί Θήβας ο Χορός θρηνεί για τον θάνατο των δύο αδελφών και για τον θρίαμβο της Άτης:
Στις πύλες μπρος που μακελεύονταν
το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτης
και μόνο αφού τους δυο τους δάμασεν
έπαψε η Μοίρα τα χτυπήματά της.
(Αισχ., Επτά επί Θήβας, 955-960, μετ. Ι. Γρυπάρης)
Στο δεύτερο στάσιμο της Αντιγόνης ο Χορός τραγουδά για το άφευκτο της άτης στη ζωή του ανθρώπου:
Τη δύναμή σου, Δία,
η έπαρση του ανθρώπου πώς να παραβγεί;
Αυτήν ποτέ δεν τη λυγίζει ο πανδαμάτωρ ύπνος
ούτε κι οι μήνες των θεών οι ακούραστοι.
Αγέραστος δυνάστης κυβερνάς
απ’ την αστραφτερή κορφή του Ολύμπου.
Όμως για τους θνητούς πάντοτε,
στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον,
ισχύει ο ίδιος νόμος:
δεν σέρνεται για πολύ η ζωή του ανθρώπου
έξω απ’ τη συμφορά που φέρνει η άτη.
(Σοφ., Αντιγ. 605-614, μετ. Ελένη Μερκενίδου)
Ο επικός ποιητής Πανύασις (5ος αι. π.Χ.) επισημαίνει τη σχέση της υπερβολικής κατανάλωσης κρασιού με την Ύβρη και την Άτη. Παραδίδοντας έμμεσα ένα μάθημα για τους κανόνες της οινοποσίας, λέει ότι το πρώτο ποτήρι κρασί το ήπιαν οι Χάριτες, οι Ώρες και ο Διόνυσος, το δεύτερο η Αφροδίτη και ο Διόνυσος ξανά, το τρίτο όμως η Ύβρις και η Άτη. Έτσι, αν οι θνητοί μείνουν στα δύο πρώτα ποτήρια, θα γυρίσουν σπίτι τους χωρίς καμιά βλάβη. Αν όμως επιμείνουν και για έναν τρίτο γύρο, τότε αναδύονται η Ύβρις και η Άτη και γίνονται θύματά τους με άσχημες συνέπειες. (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 2. 36d)
Ο Νόννος στα Διονυσιακά του (11. 113 κ.ε.) παραδίδει την οδυνηρή ιστορία παραπλάνησης του νεαρού Άμπελου από την Άτη με σχέδιο εκδίκησης που εξύφανε η Ήρα εναντίον του Διόνυσου –ένα από τα πολλά. Η θεά έστειλε την Άτη μεταμορφωμένη σε ωραίο νέο να παραπλανήσει τον ευνοούμενο του θεού Άμπελο. Κι εκείνη τον έκανε να αισθανθεί άσχημα, καθώς του έδειξε ότι δεν απολάμβανε κανένα από τα προνόμια του θεού, που μπορεί να απολάμβαναν άλλοι. Και τον έπεισε πως αν ανέβαινε στη ράχη ενός άγριου ταύρου, θα προκαλούσε τον θαυμασμό του Διόνυσου, και ότι δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο να το κάνει τη στιγμή που η Ευρώπη, μια νεαρή κοπελίτσα, το είχε καταφέρει. Τον έπεισε και μια και ο ρόλος της είχε τελειώσει πέταξε στον ουρανό.
Αντίπαλο της Άτης ο Κόιντος Σμυρναίος θεωρεί τη Δίκη (Άλωση της Τροίας 1. 752κ.ε.).
[1] Για άλλες εκδοχές για την καταγωγή της Πειθούς βλ. εδώ.