Η Καταγραφική μονάδα είναι αυτή που θα αποθηκεύσει την πληροφορία από τις κάμερες για παραπέρα επεξεργασία ή απλώς για αποθήκευση. Διακρίνεται σε αναλογική (VCR) και σε ψηφιακή (DVR, NVR, HVR).
Το αναλογικό καταγραφικό (time lapse VCR) εγγράφει σε απλές μαγνητικές βιντεοκασέτες, όμοιες με αυτές των οικιακών συσκευών. Η μόνη ουσιαστική διαφορά είναι στο χρόνο εγγραφής που μπορεί να προγραμματιστεί ώστε να φτάνει μέχρι και ένα εικοσιτετράωρο, αλλά με αρκετά μικρό αριθμό εικόνων που εγγράφονται ανά δευτερόλεπτο (π.χ. 4fps). Το αποτέλεσμα είναι αλλοιωμένη εικόνα και χαρακτηριστική αποτύπωση, ενώ η εικόνα δεν είναι επεξεργάσιμη χωρίς την συμβολή πρόσθετου εξοπλισμού. Οι βιντεοκασέτες είναι ευαίσθητες και μπορούν εύκολα να καταστραφούν, γι'αυτό και χρειάζονται συχνή αντικατάσταση. Η αναζήτηση μιας εγγραφής γίνεται μόνο σειριακά, κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει κάποιος να δει ολόκληρη την εγγραφή πριν να φτάσει στο επιθυμητό σημείο. Για τους λόγους αυτούς τα συστήματα αυτά θεωρούνται πλέον τεχνολογικά ξεπερασμένα.
Στην ψηφιακή καταγραφή (DVR) η πληροφορία από τις κάμερες οδηγείται σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή εξοπλισμένο με ειδικές κάρτες που έχουν 4, 8, 16 και 32 διαφορετικές εισόδους σύνδεσης με κάμερα. Η αναλογική εικόνα από τις κάμερες μετατρέπεται σε ψηφιακή και συμπιέζεται με ειδικευμένα πρωτόκολλα συμπίεσης. Η ψηφιοποιημένη εικόνα μετατρέπεται σε αρχείο, το οποίο αποθηκεύεται στο σκληρό δίσκο. Αντί για κάρτα Η/Υ μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια αυτόνομη (standalone) συσκευή DVR.
Το αποτέλεσμα αυτού του τρόπου καταγραφής είναι ότι η αποθηκευμένη πληροφορία δεν αλλοιώνεται στο πέρασμα του χρόνου, μπορεί εύκολα να δεχθεί επεξεργασία ακόμη και σε επίπεδο πραγματικού χρόνου και να αντιγραφεί σε άλλα μέσα. Επιπλέον, μπορεί να αναπαραχθεί σε όλους τους προσωπικούς υπολογιστές ή να κλειδωθεί και να ασφαλιστεί με τις σημερινές διαθέσιμες τεχνικές κρυπτογράφησης για λόγους ασφαλείας. Η ψηφιακή καταγραφή είναι πλήρως αυτοματοποιημένη και δύναται να προγραμματιστεί για πλήρως αυτόματη λειτουργία, χωρίς να υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας σε κανένα σκέλος της διαδικασίας, αφού δεν υφίσταται η ανάγκη αλλαγής κασετών ή άλλη
επίβλεψη της συνολικής διαδικασίας.Το άλλο συγκριτικό της πλεονέκτημα έναντι της αναλογικής καταγραφής είναι ότι η αναζήτηση μιας συγκεκριμένης πληροφορίας μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να είναι απαραίτητη η παρακολούθηση όλης της προηγούμενης εγγραφής.
Το ψηφιακό καταγραφικό NVR (Network Video Recorder) καταγράφει σε σκληρό δίσκο εικόνες από δικτυακές κάμερες (IP).
Στις απλούστερες εγκαταστάσεις με δικτυακές κάμερες η διαχείριση μπορεί να γίνεται μέσω Web interface ή και ειδικών εφαρμογών για Η/Υ ή για κινητά τηλέφωνα/tablets. H καταγραφή των εικόνων μπορεί να γίνεται τοπικά στις κάμερες σε κάρτες μνήμης Micro SD (καταγραφή events) ή και στον Η/Υ που τρέχει την ειδική εφαρμογή κεντρικής διαχείρισης ή ακόμη και σε δικτυακή συσκευή αποθήκευσης NAS (Network Attached Storage).
Όταν όμως απαιτείται συνεχής καταγραφή, τότε είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούνται ειδικοί καταγραφείς (embedded NVRs), οι οποίοι είναι σχεδιασμένοι για συνεχή 24ωρη λειτουργία, είναι σταθερότεροι από τους Η/Υ (καθώς διαθέτουν embedded λειτουργικό και όχι Windows), υποστηρίζουν μεγάλες χωρητικότητες δίσκων και έχουν αμελητέα, σε σχέση με τους υπολογιστές, κατανάλωση ρεύματος. Χρησιμοποιώντας NVRs με ενσωματωμένο switch PoE, οι κάμερες τροφοδοτούνται μέσω του ίδιου του καλωδίου UTP που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τους, χωρίς να χρειάζονται επιπλέον καλώδια, τροφοδοτικά ή επιπρόσθετα Ethernet Switches και PoE extenders.
Το ψηφιακό HVR (Hybrid Video Recorder) είναι συνδυασμός του DVR και του NVR, καθώς μπορεί να δεχτεί προς καταγραφή σήμα Video από αναλογικές και Δικτυακές (IP cameras) και να τις καταγράψει σε σκληρό δίσκο.
Οι αναλογικές κάμερες συνδέονται σε ένα DVR χρησιμοποιώντας ομοαξονικό καλώδιο και μπορούν να λειτουργούν έως και 300m χωρίς ενισχυτές. Οι κάμερες IP συνδέονται σε ένα NVR ή υβριδικό DVR μέσω καλωδίου Ethernet και οι διαδρομές με καλώδια περιορίζονται σε 100m πριν χρειαστεί κάποιος άλλο switch. Τα πλεονεκτήματα των αναλογικών συστημάτων κάμερας ασφαλείας είναι το κόστος και η μείωση των απαιτήσεων για το εύρος ζώνης του σκληρού δίσκου και του δικτύου. Τα πλεονεκτήματα των συστημάτων κάμερας IP είναι πολύ υψηλότερες αναλύσεις και καλύτερη ασύρματη λειτουργικότητα.
Τα υβριδικά συστήματα κάμερας ασφαλείας προσφέρουν την καλύτερη λύση, καθώς μπορεί να γίνει εξοικονόμηση χρημάτων χρησιμοποιώντας αναλογικές κάμερες στις λιγότερο ευάλωτες περιοχές και κάμερες IP υψηλής ανάλυσης στις πιο σημαντικές περιοχές. Το βασικό συστατικό ενός υβριδικού συστήματος κάμερας που καθιστά όλα αυτά δυνατά είναι το υβριδικό DVR, δηλαδή ένα DVR που διαχειρίζεται και καταγράφει αναλογικές κάμερες και κάμερες ασφαλείας IP.