Η χρήση του όρου «σύστημα συναγερμού» έχει επικρατήσει για τις περιπτώσεις προστασίας χώρων, κυρίως από διαρρήξεις. Τα συστήματα συναγερμού μπορεί να γίνουν αρκετά περίπλοκα, όσο αυξάνει το μέγεθος μιας εγκατάστασης. Όμως, οι βασικές όμως αρχές που διέπουν τη λειτουργία ενός απλού συστήματος, είναι παρόμοιες με αυτές των μεγάλων συστημάτων συναγερμού.
Στις εγκαταστάσεις συναγερμού, οι χώροι εποπτεύονται από τους ανιχνευτές ή αισθητήρες. Οι πιο διαδεδομένοι τύποι ανιχνευτών είναι οι ανιχνευτές κίνησης (παθητικοί ανιχνευτές υπέρυθρης ακτινοβολίας) και οι μαγνητικές επαφές που τοποθετούνται στις πόρτες και στα παράθυρα και ενεργοποιούνται όταν αυτά ανοίξουν. Οι ανιχνευτές συνδέονται με την κεντρική μονάδα του συναγερμού μέσω καλωδίων ή ασύρματα.
Όταν διεγερθεί κάποιος ανιχνευτής ενημερώνεται άμεσα η κεντρική μονάδα, η οποία με τη σειρά της ενεργοποιεί τη σειρήνα ή/και στέλνει σήματα (ηχητικά ή κωδικοποιημένα), μέσω κάποιου τηλεπικοινωνιακού φορέα, σε συγκεκριμένους παραλήπτες.
Κάθε ανιχνευτής διαθέτει έναν αυτόματο διακόπτη, που σε κατάσταση ηρεμίας (μη διεγερμένος ανιχνευτής) είναι κλειστός. Ο διακόπτης αυτός είναι συνήθως μια NC (Normally Close) επαφή ενός ρελέ (ή συμπεριφέρεται έτσι όταν πρόκειται για ηλεκτρονικούς διακόπτες) ή μια επαφή reed relay, αν πρόκειται για μαγνητικές επαφές. Όταν διεγερθεί ο ανιχνευτής η επαφή αυτή ανοίγει. Η κεντρική μονάδα κάθε συστήματος συναγερμού έχει μια πλακέτα τυπωμένου κυκλώματος πάνω στην οποία βρίσκονται όλα τα κυκλώματά της, καθώς επίσης και οι κλέμες στις οποίες συνδέονται οι επαφές των ανιχνευτών.
Όταν ο ανιχνευτής βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας, η επαφή του είναι κλειστή και μέσω αυτής υπάρχει ροή ρεύματος προς τα κυκλώματα της πλακέτας (Ανιχνευτής Α). Όταν διεγερθεί ο ανιχνευτής, ανοίγει η επαφή του και διακόπτεται η ροή του ρεύματος (Ανιχνευτής Β). Με τον τρόπο αυτό η κεντρική μονάδα αντιλαμβάνεται ποιος ανιχνευτής είναι διεγερμένος. Αν η κεντρική μονάδα είναι οπλισμένη και διεγερθεί κάποιος ανιχνευτής, τότε ενεργοποιούνται τα συστήματα ειδοποίησης, όπως σειρήνες, τηλεφωνητές κλπ. Αν η κεντρική μονάδα δεν είναι οπλισμένη, η διέγερση του ανιχνευτή, κατά κανόνα, δεν προκαλεί συναγερμό.
Στα συστήματα συναγερμού χρησιμοποιείται ευρύτατα η έννοια της «ζώνης». Ένας χώρος (π.χ. κατοικία) χωρίζεται σε περιοχές εντοπισμού παραβίασης, οι περιοχές αυτές ονομάζονται ζώνες. Κάθε ζώνη επιτηρείται από έναν ή περισσότερους ανιχνευτές. Αντίστοιχα στην κεντρική μονάδα του συστήματος συναγερμού υπάρχουν υποδοχές (κλέμες) στις οποίες συνδέονται τα καλώδια από τους ανιχνευτές της κάθε ζώνης, δημιουργώντας έτσι ένα κλειστό βρόχο.
Έτσι όταν διεγερθεί κάποιος ανιχνευτής, η κεντρική μονάδα αναγνωρίζει από ποια ζώνη προήλθε η ανίχνευση. Το ιδανικό είναι σε κάθε ζώνη να συνδέεται μόνο ένας ανιχνευτής (ειδικά όταν πρόκειται για παθητικούς ανιχνευτές υπέρυθρης ακτινοβολίας). Όμως οι κεντρικές μονάδες δεν έχουν απεριόριστο αριθμό ζωνών και αυτό μας αναγκάζει να συνδέουμε περισσότερους ανιχνευτές στην ίδια ζώνη, όταν οι ανιχνευτές είναι περισσότεροι από τις ζώνες της κεντρικής μονάδας. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι επιθυμητή η σύνδεση περισσότερων ανιχνευτών (συνήθως μαγνητικών επαφών) στην ίδια ζώνη, διότι έτσι εξασφαλίζεται ενιαίος έλεγχος. Όταν συνδέονται περισσότεροι ανιχνευτές στην ίδια ζώνη, τότε αυτοί πρέπει να συνδέονται σε σειρά μεταξύ τους.