Οι παθητικοί ανιχνευτές υπέρυθρων, που έχει επικρατήσει να αποκαλούνται PIR (Passive Infrared Sensor) έχουν ευρύτατη χρήση σε συστήματα ασφαλείας χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό κίνησης, μέσα σε κλειστό ή εξωτερικό χώρο (πιο σπάνια). Όπως υποδηλώνει το όνομά τους, οι συγκεκριμένοι αισθητήρες είναι παθητικοί, δηλαδή δεν εκπέμπουν κανενός είδους σήμα, αλλά δέχονται σήματα.
Η εμβέλειά τους μπορεί να κυμαίνεται από 8m έως 45m, με συνήθη τιμή τα 15m. Η γωνία κάλυψής τους βρίσκεται μεταξύ 90ο και 145ο. Τα ευρέως χρησιμοποιούμενα PIR τοποθετούνται πάνω σε τοίχους ή άλλες σταθερές επιφάνειες που είναι κάθετες στο έδαφος και σε απόσταση περίπου 2,20m – 2,50m από αυτό. Σε εξειδικευμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται PIR άλλων τύπων όπως οροφής, κουρτίνας κλπ.
Κάθε αντικείμενο εκπέμπει υπέρυθρη ακτινοβολία, η οποία εξαρτάται κυρίως από τη θερμοκρασία του. Στα συστήματα ασφαλείας μας ενδιαφέρει η υπέρυθρη ακτινοβολία που εκπέμπουν τα σώματα των ανθρώπων (της τάξης των 7-14 microns). Ο παθητικός ανιχνευτής υπέρυθρης ακτινοβολίας με τη βοήθεια του πυροηλεκτρικού αισθητήρα, μπορεί να ανιχνεύσει κάθε θερμοκρασιακή διαταραχή που προκαλεί η αιφνίδια παρουσία ενός ανθρώπου, ζώου ή άλλου αντικειμένου, μέσα στο χώρο που επιτηρεί.
Οι αισθητήρες τύπου PIR ανιχνεύουν την εκπεμπόμενη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από πηγές που παράγουν θερμοκρασίες χαμηλότερες του ορατού φωτός. Ουσιαστικά, δεν μετρούν την ποσότητα της υπέρυθρης εκπεμπόμενης ακτινοβολίας, αλλά τις μεταβολές της. Δηλαδή, εντοπίζουν μια υπέρυθρη εικόνα, ανιχνεύοντας την αντίθεση που υπάρχει μεταξύ της εικόνας και του ψυχρότερου περιβάλλοντος.
Ο πυροηλεκτρικός αισθητήρας είναι το βασικό εξάρτημα του παθητικού ανιχνευτή υπέρυθρης ακτινοβολίας. Ο αισθητήρας αυτός έχει την ιδιότητα να μετατρέπει τις απότομες αλλαγές της θερμοκρασίας του χώρου σε ηλεκτρική τάση. Στη βασική του μορφή αποτελείται από δύο ή τέσσερα τμήματα κρυστάλλου θειούχου λιθίου, τοποθετημένα το ένα πολύ κοντά στο άλλο. Η θερμοκρασία του χώρου αναπτύσσει στις αντίθετες όψεις των κρυστάλλων ετερώνυμα ηλεκτρικά φορτία. Τα τμήματα του κρυστάλλου λειτουργούν ως φορτισμένοι πυκνωτές, συνδεδεμένοι σε σειρά και με αντίθετη πολικότητα. Όταν δεν υπάρχει κίνηση, η θερμική κατάσταση του χώρου παραμένει σταθερή και τα φορτία που αναπτύσσονται στους κρυστάλλους αλληλοεξουδετερώνονται. Η απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας μέσα στην επιτηρούμενη περιοχή (π.χ. από την παρουσία κάποιου διαρρήκτη), προκαλεί διαταραχή στη θερμική κατάσταση του χώρου. Λόγω της θερμικής διαταραχής, σε κάποιο από τα τμήματα του κρυστάλλου θα αναπτυχθεί λίγο μεγαλύτερη τάση από ότι στα υπόλοιπα. Η τάση αυτή ενισχύεται από ένα FET που βρίσκεται στο ίδιο κέλυφος με τους κρυστάλλους και οδηγείται στα υπόλοιπα κυκλώματα του ανιχνευτή, για περαιτέρω επεξεργασία.
Είναι φανερό ότι ο παθητικός ανιχνευτής υπέρυθρης ακτινοβολίας επηρεάζεται μόνο από απότομες θερμοκρασιακές αλλαγές, ενώ παρουσιάζει αναισθησία στις αργές μεταβολές της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Για το λόγο αυτό, η βραδεία αλλαγή της θερμοκρασίας μεταξύ ημέρας και νύχτας ή από εποχή σε εποχή, τον αφήνουν ανεπηρέαστο.
Ο φακός Fresnel είναι ένα ειδικά διαμορφωμένο πλαστικό, το οποίο φέρει ραβδώσεις ή ομόκεντρους κύκλους και τοποθετείται μπροστά από τον πυροηλεκτρικό αισθητήρα. Σκοπός του φακού Fresnel είναι να χωρίσει τον επιτηρούμενο χώρο σε «αόρατες θερμικές φέτες», οι οποίες συγκλίνουν όλες πάνω στον πυροηλεκτρικό αισθητήρα. Για να γίνει ανίχνευση της κίνησης θα πρέπει ο εισβολέας να διαπεράσει μία ή περισσότερες δέσμες. Στο χώρο μεταξύ των δεσμών δεν γίνεται ανίχνευση, επειδή όμως οι δέσμες είναι αρκετά πυκνές, στην πράξη λειτουργούν σαν ένα ομοιόμορφο πεδίο. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι χωρίς το φακό Fresnel δεν μπορεί να λειτουργήσει ο παθητικός ανιχνευτής υπέρυθρης ακτινοβολίας.
Ο εντοπισμός της κίνησης γίνεται με τη συνεργασία του πυροηλεκτρικού αισθητήρα και του φακού Fresnel. Μόλις ο άνθρωπος βρεθεί στο πεδίο της πρώτης δέσμης, η διαταραχή της θερμικής ισορροπίας θα διεγείρει τον αισθητήρα, ο οποίος με τη σειρά του θα παράξει ανάλογη τάση. Η τάση αυτή, αφού φιλτραριστεί και μορφοποιηθεί, ενισχύεται και οδηγείται σε ένα ρελέ. Η Normally Close (NC) επαφή του ρελέ συνδέεται σε μια ζώνη της κεντρικής μονάδας του συναγερμού. Όταν διεγερθεί ο αισθητήρας, ανοίγει η επαφή του ρελέ και με τον τρόπο αυτό η κεντρική μονάδα «αντιλαμβάνεται» την παραβίαση του χώρου. Το κύκλωμα του ανιχνευτή τροφοδοτείται με συνεχή τάση 12V, η οποία παρέχεται από το τροφοδοτικό της κεντρικής μονάδας.
Για να αποφεύγονται τυχούσες θερμικές παρεμβολές από μη σχετικές πηγές που πιθανόν να βρίσκονται στο περιβάλλον, χρησιμοποιείται είτε ένα κύκλωμα μέτρησης του ρυθμού μεταβολής, είτε ένα κύκλωμα μέτρησης παλμού δύο διευθύνσεων.
Όταν η ανίχνευση του σήματος γίνεται βάσει του ρυθμού μεταβολής, ο αισθητήρας αξιολογεί την ταχύτητα με την οποία μεταβάλλεται η ποσότητα της ενέργειας στον υπό έλεγχο χώρο. Παραδείγματος χάρη, η κίνηση από ένα εισβολέα στον ελεγχόμενο χώρο προκαλεί μια πολύ γρήγορη μεταβολή της ενέργειας, ενώ οι βαθμιαίες θερμοκρασιακές μεταβολές προκαλούν αργές και σταδιακές αλλαγές στην εκπεμπόμενη ποσότητα της ενέργειας.
Στην άλλη κατηγορία του παλμού μέτρησης δύο διευθύνσεων, σήματα από διαφορετικούς θερμικούς αισθητήρες συντελούν στην εμφάνιση αντίθετης πολικότητας. Ένας άνθρωπος που θα διεισδύσει στον ελεγχόμενο χώρο με μια φυσιολογική ταχύτητα, θα προκαλέσει διάφορα σήματα που θα συμβάλλουν στην ανίχνευση του. Όταν η εκπεμπόμενη ακτινοβολία υπερβεί κάποια προκαθορισμένη τιμή, τότε ο θερμικός αισθητήρας παράγει ένα ηλεκτρικό σήμα, που αποστέλλεται σε ένα ενσωματωμένο επεξεργαστή για αξιολόγηση και πιθανή ενεργοποίηση του συναγερμού.