Επανάσταση στήν Εύβοια

Οι Τούρκοι κατακτητές είχαν αποδώσει εξαιρετική σημασία στήν Εύβοια λόγω τής γεωγραφικής της θέσης. Διατηρούσαν πανίσχυρη στρατιωτική δύναμη καί μέ τά οχυρά τής Χαλκίδος καί τού Καραμπαμπά, είχαν αποκτήσει τόν έλεγχο τής Ανατολικής Στερεάς. Η οθωμανική εξουσία στήν Εύβοια ήταν ιδιαιτέρως σκληρή, η γή ανήκε εξ ολοκλήρου Turks massacres στούς Τούρκους καί οι Ρωμιοί δούλευαν στά κτήματα σάν σκλάβοι. Οι Χριστιανοί τής Καρυστίας υπόφεραν τά πάνδεινα καί δέν τολμούσαν ούτε κάν νά έχουν ιερείς γιά νά λειτουργούν τίς εκκλησίες τους. Η σφαγή ενός ραγιά από μουσουλμάνο δέν θεωρείτο αδίκημα. Ο Διονύσιος Κόκκινος στό έργο του, αναφέρει περιστατικά στά οποία οι μουσουλμάνοι τής Χαλκίδας σκότωναν Χριστιανούς είτε γιατί τό πεπόνι πού τούς πούλησαν δέν ήταν νόστιμο, είτε γιατί δέν τούς άρεσε τό ρακί κτλ. Κλέφτικα καπετανάτα δέν υπήρχαν καί ο Τούρκος πασάς είχε σίγουρο τό πασαλίκι του. Ποτέ του δεν πίστευε ότι οι σκλάβοι πού τόν προσκυνούσαν στό διάβα του θά σήκωναν ποτέ κεφάλι.

Τήν εποχή αυτή διοικούσε τήν Εύβοια ο μουσελίμης Αχμέτ Μπέης αντί τού Γιουσούφ πασά, πού υπηρετούσε στό στρατόπεδο τού Χουρσίτ πασά στήν Ήπειρο. Τή Δευτέρα τού Πάσχα (11 Απριλίου 1821), οι αγάδες έχοντας γνώση γιά τά επαναστατικά κινήματα τών γκιαούρηδων, έκαναν σύσκεψη περί τού πρακτέου. Στό συμβούλιο πήρε μέρος καί ο διοικητής τής Καρυστίας Ομέρ Μπέης. Άλλοι πρότειναν γενική σφαγή καί δήμευσητών περιουσιών τών Χριστιανών, άλλοι πρότειναν νά εκτελεστούν μόνο οι πρόκριτοι καί κάποιοι ζήτησαν νά μή γίνει τίποτα. Τελικά οι αγάδες αποφάσισαν νά συλλάβουν όλους τούς πρόκριτους, τούς οποίους αργότερα τούς κατέσφαξαν μέχρι ενός.

«Η επανάστασις τής Ευβοίας εκρίνετο προβληματική, ως επεχούσης τά δευτερεία, άν ουχί τά ίσα, τής Κρήτης κατά τήν τυραννίαν τών Τούρκων, ών ένεκα οι Χριστιανοί κάτοικοι κατήντησαν κατά μέγα μέρος φέροντες μορφήν μόνην ανθρώπου.

Ως τοιούτοι οι Ευβοείς ανεπίδεκτοι εθεωρούντο οργανώσεως επαναστατικής, μή φέροντες πρόσωπα οπωσδήποτε διακεκριμένα. Σποράδην τό μυστήριον εγνωρίζετο παρά τισι διά τών εν Αθήναις καί Λεβαδεία εταίρων, εκ τού ανωτέρου δέ ιερατικού κλήρου τής νήσου ο μέν εν Χαλκίδι εδρεύων αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος.

Επί τής εποχής αυτής εδιοίκει τήν Εύβοιαν επιτροπικώς, αντί τού πρσφάτως διορισθέντος Ιουσούφ πασσά, μουτεσελίμης τις εκ Βιτωλίων Αχμέτ βεγής. Ούτος, ως καί οι λοιποί τών βέγιδων καί αγάδων τής Χαλκίδος, ανησυχούντες επί τοίς διαφόροις ακούσμασι, συνεσκέπτοντο ιδία περί τού ποιητέου ως πρός τούς ραγιάδας τής Ευβοίας. Άλλων δέ άλλα προτεινόντων, τών μέν σφαγήν γενικήν καί δήμευσιν, τών δέ σφαγήν μερικήν τών προκριτέρων, τών δέ περιφρόνησιν καί τά τοιαύτα.

Απεφασίσθη ούτως, όπως ομηρεύσωσιν εν τώ φρουρίω οι δημογέροντες τής νήσου, εφαρμοσθέντος δέ τού μέτρου αυτού, οι όμηροι ούτοι, τή μέν νυκτί εφυλακίζεντο, τή δέ ημέρα ηγγαρεύοντο εν τή χειρομύλη, οι πλείστοι δ' αλληλοδιαδόχως, ως ο Δημήτριος Αποστολίδης, Ιωάννης Αστέρης, Ιωάννης τής Ζαχαρούς, Σταμάτιος Νικολάκης καί άλλοι, εσφάγησαν υπό τών Τούρκων, ο μέν διά ταύτην, ο δέ δι' εκείνην τήν πρόφασιν.»

Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί τής ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1859

Από τό 1205 μέχρι τό 1470 η Εύβοια ήταν υπό ενετική κατοχή, ενώ τό 1470 κατελήφθη από τούς Οθωμανούς. Γιά έξι αιώνες λοιπόν η Εύβοια δέν ήταν ελληνική. Άν οι Ρωμιοί τού 1821, σκέφτονταν όπως οι σημερινοί (2011), "προοδευτικοί", "δημοκράτες", πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καθηγητές πανεπιστημίων, συνδικαλιστές καί όλο τό κακό συναπάντημα πού μάς έχει φορτωθεί, δέν θά έκαναν επανάσταση. Θά έλεγαν ότι έγινε έγινε, ας τά ξεχάσουμε, καί ότι είναι εθνικισμός νά θέλουμε εδάφη πού τά έχουμε χάσει εδώ καί εξακόσια χρόνια καί θά πήγαινε καί ο Νταλάρας πού χαρίζει τό Αιγαίο στά ψάρια του, νά δώσει συναυλία στή Χαλκίδα η οποία θά παρέμενε οθωμανική καί πολυπολιτισμική. Τότε όμως δέν υπήρχε Σκάϊ, Αριστερά, Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΜΜΕ, Συνδικάτα, ΚΚΕ, ΜΚΟ, ΣΙΑ, Σόρος, ΣΥΡΙΖΑ. Τότε υπήρχε ρωμαίικη αγνή ψυχή.

Παρόλη τήν τρομοκρατία τών μπέηδων καί τίς συλλήψεις, οι Ευβοείς σήκωσαν τό λάβαρο τής επαναστάσεως. Επανάσταση 1821 Κατά τά μέσα τού Μαϊου τού 1821 οι κάτοικοι τής Λίμνης, γενέτειρας τού Αγγελή Γοβγίνα, ήταν οι πρώτοι στό Γριπονήσι πού πήραν τά όπλα. Απέναντι στή Λαμία βρισκόταν παλουκωμένος ο Διάκος καί τούς καλούσε νά κτυπήσουν τούς τυράννους. Οι Λιμναίοι σέ συνεννόηση μέ τούς Τρικκεριώτες αρμάτωσαν τέσσερεις σκούνες καί μέσα σέ μικρό χρονικό διάστημα οργάνωσαν στολίσκο. Ο Τομαράς σχημάτισε τό πρώτο επαναστατικό στρατόπεδο στήν οχυρή θέση Άγιος, έξι ώρες μακρυά από τό Νεγρεπόντε (Χαλκίδα) καί οι Λιμνιώτες ανέλαβαν τήν τροφοδοσία τού στρατοπέδου παρέχοντας ψωμί, κρέας, κρασί, μπαρούτι καί βόλια.

Αποφασίστηκε νά κτυπηθούν πρώτα οι Τουρκαλβανοί τού Αλή Πασά στό Ξηροχώρι. Στό μεταξύ, ο Τομαράς καί ο Βαλτινός ή Κλωτσοτύρης, οχύρωσαν τό Ντερβένι, πού είναι ένα στενό πέρασμα σέ μία ορεινή θέση, έξη ώρες μακρυά από τή Χαλκίδα. Στό χωριό Άγιος, εκείνες τίς ημέρες έφτασε ο πρωτοσύγκελος Μακάριος Βαρλαάμ Σκυριανός. Αυτός είχε σταλεί από τούς Τούρκους τής Χαλκίδας μέ συνοδό του τόν Αμούς Αγά νά αφοπλίσει καί νά μαζέψει τά όπλα τών επαναστατών. Αλλά στό χωριό Κοντοδεσπότι, μερικοί τσοπάνηδες σκότωσαν όλους τούς Τούρκους συνοδούς. Κατόπιν μέ τούς τσοπάνηδες εκείνους ο Βαρλαάμ κατευθύνθηκε πρός τόν Άγιο, όπου ενώθηκε μέ τούς Κλέφτες τού Τομαρά. Γιά αρχηγό τους, οι επαναστάτες τής Εύβοιας καθότι δέν ήταν εμπειροπόλεμοι, κάλεσαν τόν πρώτο ξάδελφο τού Οδυσσέα Ανδρούτσου, Βερούση Μουτσανά, πού καταγόταν από τίς Λιβανάτες τής Λοκρίδας.

«Υπερμεσούντος δέ τού Μαΐου, πρώτοι τών Ευβοέων οι Λίμνιοι ησπάσθησαν τόν υπέρ τής Πατρίδος τόν ιερόν αγώνα, συννενοηθέντες καί μετά τών Τρικεριωτών, οίτινες εξώπλισαν εκείθεν δύο ιμπρίκια, ών τό μέν επλοιαρχείτο υπό τού Ευσταθίου Κουτμάνη, τό δέ υπό τού καπετάν Κωνσταντίνου, αλλά καί οι Λίμνιοι εξώπλισαν ωσαύτως τέσσαρας σκούνας, μή έχοντες μεγαλείτερα τούτων, πρός θαλάσσιον αποκλεισμόν.

Τά δέ Τρικεριώτικα παρέλαβον από τά αντίπερα μέρη τόν καπετάν Βερούση, συγγενή τού Οδυσσέως, έχοντα μεθ' αυτού καί τινας στρατιώτας, ήγαγον αυτόν καί απεβίβασαν επί τής γής τού Ξηροχωρίου, όςτις ηνώθη μετά τών εκεί Νικολάου Τομαρά, Γεωργίου Βαλτινού Ιατρού (Κλωτσοτύρην ύστερον) καί Γιαννιώ Χαλκιά Ξηροχωρίτου.

Καί πρώτον μέν έπεσον κατά τών ολίγων Τούρκων τού Ξηροχωρίου, καί τούς μέν εφόνευσαν, τούς δέ εδίωξαν εκείθεν φεύγοντες δέ εσώθησαν εις Χαλκίδα. 1821 Τούτου δέ γενομένου, ο Νικόλαος Τομαράς καί Γεώργιος Ιατρός στρατολογήσαντες παραχρήμα τούς εγχωρίους καί ως εμπροσθοφυλακή ώδευσαν εις τόν Άϊον καί κατέλαβαν τήν θέσιν αυτήν αναμένοντες εν αυτή τόν καπετάν Βερούση.

Μετά δύο δέ ημέρας (27 Μαΐου Παρασκευή) έφθασε καί ο καπετάν Βερούσης έχων τόν Χαλκιάν, τόν Τουρκοστάθην καί τρείς ιερείς, ο εις τούτων ήτο Ξηρομερίτης. Τούτου αφιχθέντος εξεκίνησαν πρός τά Πολιτικά, εν οίς καί τήν εσπέραν εκείνην κατέλυσεν.

Κατ' εκείνην τήν στιγμήν λαθραίως εκφυγών τις από Χαλκίδος έφθασεν εν Πολιτικοίς, όπου καί ο στρατός διέμενεν εισέτι, απαγγέλων τάδε:

"Οι Τούρκοι είναι πολύ εξηγριωμένοι, αλλά καί πανικός φόβος κατέχει αυτούς, όθεν καλόν είναι νά γράψητε εις τούς μπέηδας καί τόν μουτεσελίμην νά μή πειράξουν τούς εν Χαλκίδι Χριστιανούς."

Η γνώμη αύτη ήρεσε τώ καπετάν Βερούση καί τοίς άλλοις καί παραχρήμα έγραψαν ως εφεξής:

"Γνωρίζετε αγάδες, από τά κιτάπια σας, ότι ο από Θεού ωρισμένος καιρός τής εξουσίας σας επέρασε, δέν θέλει νά μάς έχετε ραγιάδες πλέον, νά προσκυνήσετε καί νά πάρητε, όσα πράγματα σηκώνετε καί νά πάτε, όπου θέλετε. Σάς υποσχόμεθα νά φυλάξωμεν τήν ζωήν καί τήν τιμήν σας, αφού αφήσετε τά άρματά σας, εμείς τήν γή πού μάς πήρατε, ζητούμεν νά πάρωμεν πίσω."

Τού γράμματος δέ προσταλέντος, κόψαντες σημαίας περίπου τεσσαράκοντα, καί γευματίσαντες άπαντες οι εν τώ στρατώ, περί μεσημβρίαν εξεκίνησαν πρός τήν Χαλκίδα μετά τυμπάνων καί άλλων οργάνων. Αλλά καί τά πλοία τά τε Τρικεριώτικα καί τά Λιμναϊκά άραντα τάς άγκυρας των τάς έρριψαν παρά τήν Λιανήν άμμον. Άμα δέ ο στρατός εν τή πεδιάδι τής Καστέλας ήρξατο οδεύειν, ηρίθμησεν ο αρχικαπετάνιος καί εύρε τουφέκια πεντακόσια πεντήκοντα μόνον, οι δέ άλλοι, οι μέν είχον ρόπαλα, οι δέ άλλα.»

Ευβοϊκά ή Ιστορία τής νήσου Ευβοίας συντεθείσα υπό τού Αρχιμανδρίτου Ναθαναήλ Ιωάννου, Εν Ερμουπόλει 1858

Οι επαναστάτες ήταν απειροπόλεμοι καί απείθαρχοι ενώ μόνο οι μισοί διέθεταν όπλα καί φυσέκια. Οι υπόλοιποι ήταν οπλισμένοι μέ γεωργικά εργαλεία ή ρόπαλα. Ο ναύαρχος Αλέξανδρος Κριεζής αρμάτωσε δύο τρεχαντήρια από τό Τρίκερι γιά νά μεταφέρουν τόν Βερούση Μουτσανά στό Γριπονήσι, αλλά ο Βερούσης θά αποδεικνυόταν τελείως ανίκανος νά ηγηθεί τών Ελλήνων στήν επαναστατημένη Εύβοια.

«Ήρχισε νά αλλάζη ο καιρός μπάτης καί εις τάς 3 Μαϊου 1821 εφθάσαμεν εις Σκίαθον, εις τάς 4 εις Τρίκερι αγκυροβολήσαμε. Εβγήκα έξω μέ τήν μεγάλην λέμβον μέ 70 ναύτας μου. Ήλθον οι προύχοντες τού τόπου μέ τούς εμποροπλοιάρχους καί μέ υποδέχθησαν μέ εσυντρόφευσαν εις τήν Κατζελαρίαν τους, Αγωνιστές 1821 τούς ωμίλησα πολλά διά τήν ανεξαρτησίαν καί δεν ηθέλησαν νά μέ ακούσουν, εις τό ύστερον ήρχισα καί μέ φοβέραις καί άλλα. Ευθύς τούς υποχρέωσα καί έρραψαν καί σημαίας μέ σταυρούς καί ύψωσαν εις τήν Κατζελαρίαν τους καί τά πλοία των καί μέ κανονιοβολισμούς καθώς εγώ τούς έρριψα. Τούς ώρκισα.

Εκεί όπου είμαστε βλέπω καί παρουσιάζεται εμπρός αρχηγός μέ 15 οπλοφόρους, μέ φωνάζει άν έχη τήν άδειαν νά έμβη νά μέ ιδή. Εσηκώθην μόνος μου καί τόν έπιασα από τό χέρι καί τόν εκάθησα σιμά μου, τόν ερωτώ τίς είναι καί τί ζητεί, μέ λέγει άν έχη τό ελεύθερον νά ομιλήση, τού έδωσα τήν άδεια, μέ λέγει:

- "Κύριε αρχηγέ Κριεζή, εγώ έχω δέκα ημέραις, όπου ζητώ ν' αναχωρίσω διά τό πέρα μέρος τού Ευρίπου, εις τό Ξηροχώρι διά νά βαρέσωμε τούς εχθρούς κι' οι κύριοι ούτοι μέ έχουν έως σήμερον εμποδισμένον καί μήτε καΐκι μου δίδουν ν' αναχωρήσω."

Καί οι κύριοι Τρικεριώτες μέ είπον τό εναντίον, καί εκατάλαβα ότι είχε δίκαιον ο στρατιώτης, τόν ηρώτησα από τί μέρος ήτον, καί μέ είπεν ότι:

- "Είμαι εξάδελφος τού Οδυσσέως, ονομάζομαι Βερούσης Μουτσανάς." .

Ευθύς τού έδωσα τήν άδειαν νά τζουρμάρη, είπον καί μέ έφεραν καί τόν πρωτόγερόν τους, τόν επρόσταξα καί εφώναξεν:

- "Όποιος θέλη νά γραφθή στρατιώτης, ελευθέρως! " .

Καί σέ μίαν ώραν εγράφησαν 30. Τούς έπιασα δύο τρεχαντήρια συμφωνώντας καί τόν ναύλον από 40 γρόσια τόν καθένα καί τούς τά επλήρωσα εξ ιδίων μου, τούς έδωσα καί τάς ζωοτροφίας καί διακοσίους ντεστέδες φυσέκια υπό τήν οδηγίαν τού Βερούση Μουτσανά. Τούς έβγαλα εμπρός, τούς επροβόδωσα εως τό ιμβάρκον τους, τούς έρριψα καί πέντε κανοβιοβολισμούς διά νά τούς ενθαρρύνω καί ανεχώρησαν πρός τό βράδυ διά τούς Ωρεούς καί Ξηροχώρι.»

Αλέξανδρος Δ. Κριεζής - Γκιορνάλε διά τήν ανεξαρτησίαν τού Έθνους

Οι Ευβοείς ηττήθηκαν εύκολα από τούς Τούρκους, τόσο στή θέση Τροχός, όσο καί στή θέση Βρωμούσες. Μόνο μέ τήν εμφάνισή του τό τουρκικό ιππικό τούς έτρεψε σέ φυγή. Τά τουρκικά σπαθιά έκοψαν δεκάδες κεφάλια καί μόνο όσοι έτρεξαν πρός τή θάλασσα σώθηκαν από τούς κανονιοβολισμούς τών καραβιών τού Κριεζή. Μετά από αυτές τίς ήττες οι τουρκόφρονες άρχισαν νά προδίδουν τούς συμπατριώτες τους στόν Ομέρ μπέη τής Καρύστου ο οποίος τούς έκαψε τά σπίτια. Ο Κριεζής μπροστά στό αδιέξοδο, αποφάσισε νά καλέσει στό νησί έναν εμπειροπόλεμο συμπατριώτη τους, τόν Αγγελή Γοβιό ή Γοβγίνα.


Δυτική Στερεά - Έναρξη τού Αγώνα



Αντίθετα μέ τήν Ανατολική Ρούμελη, πού ξεσηκώθηκε ταυτόχρονα μέ τόν Μοριά, η Δυτική Ρούμελη κτύπησε τόν κατακτητή δύο μήνες αργότερα, περί τά μέσα Μαΐου Δημήτριος Μακρής καπετάνιος τού Ζυγού τού 1821. Η αργοπορία αυτή οφειλόταν στήν διστακτικότητα τών σπουδαιοτέρων αρματολών τής περιοχής Γεωργίου Βαρνακιώτη καί Ανδρέα Ίσκου. Ο Βαρνακιώτης μάλιστα συνδεόταν μέ μεγάλη φιλία μέ τόν Ομέρ Βρυώνη καί πίστευε ότι ο ξεσηκωμός τών Ρωμιών, θά είχε τήν ίδια τύχη μέ εκείνον τού 1770 (Ορλωφικά). Ο καπετάνιος όμως τού Ζυγού Δημήτριος Μακρής ήταν ασυγκράτητος. Στίς 5 Μαΐου 1821 κτύπησε στή Σκάλα τού Μαυρομματίου, τό απόσπασμα πού πήγαινε από τό Μεσολόγγι στόν Έπαχτο (Ναύπακτο), μεταφέροντας τούς φόρους τών Χριστιανών. Αφού σκότωσε τούς συνοδούς στρατιώτες, άρπαξε τά χρήματα καί εξαφανίστηκε. Ο Μακρής δέν είχε υπηρετήσει ποτέ στήν αυλή τού Αλή πασά καί είχε περάσει όλη του τή ζωή στά βουνά. Ήταν αγνός καί απονήρευτος σάν τόν Νικηταρά.

O Τούρκος μπέης τού Μεσολογγίου απαίτησε από τούς προκρίτους τά λεφτά πού πήρε ο Κλέφτης τού Ζυγού. Όταν όμως ακούστηκαν φήμες ότι αφενός κατεβαίνουν από τά βουνά Έλληνες γιά νά καταλάβουν τήν πόλη, αφετέρου σπετσιώτικα πλοία πλέουν μέσα στόν Κορινθιακό κόλπο, οι Τούρκοι κατελήφθησαν από πανικό καί έφυγαν γιά τό Βραχώρι (Αγρίνιο). Στίς 20 Μαΐου 1821, ο Δημήτριος Μακρής μπήκε στό Μεσολόγγι καί μαζί μέ τούς προκρίτους τής πόλεως Πάνο Παπαλουκά, Αλέξη Τσιμπουράκη, Στάμο Σιδέρη, Αναστάσιο Παλαμά, Απόστολο Καψάλη, Δημήτριο Πλατύκα, Ιωάννη Τρικούπη, Αθανάσιο καί Ιωάννη Ραζηκότσικα, Γουλιμή, Δεληγιώργη καί Στάικο, ύψωσαν τήν σημαία τού σταυρού στό διοικητήριο τής πόλης. Έτσι κοβόταν η θαλάσσια επικοινωνία τών Τούρκων τής Ρούμελης καί τού Μοριά, αφού τό Μεσολόγγι μέ τίς σκούνες του, ήταν η κύρια αρτηρία επικοινωνίας τους. Τό Μεσολόγγι στό παρελθόν είχε πανίσχυρο εμπορικό στόλο, εφάμιλλο μέ αυτόν τών Σπετσών, αλλά μετά τήν αποτυχημένη επανάσταση τού 1770, η πόλις υπέστη τρομερή δήωση, οι κάτοικοι κατεσφάγησαν καί ο στόλος καταστράφηκε ολοσχερώς. Ίσως αυτός ήταν ο σημαντικότερος λόγος γιά τόν οποίο οι Μεσολογγίτες δίσταζαν νά ξεσηκωθούν.

Στίς 21 Μαΐου, οι Τούρκοι τού Ανατολικού (Αιτωλικού) παρέδωσαν τά όπλα τους στόν Μακρή, εγκατέλειψαν τήν πόλη τους καί κατέφυγαν επίσης στό Βραχώρι. Η εύκολη κατάληψη τού Μεσολογγίου καί τού Αιτωλικού έπεισε καί τόν διστακτικό Βαρνακιώτη νά σηκώσει τή σημαία τής ελευθερίας. Ο Γεώργιος Βαρνακιώτης ήταν ο σημαντικώτερος οπλαρχηγός τής Δυτικής Ρούμελης καί η απόφασή του ήταν τό σύνθημα γιά τόν γενικό ξεσηκωμό τών Ρωμιών τής περιοχής. Καταγόταν από παλιά οικογένεια αρματολών. Ήταν εγγονός τού αρματολού Γιάννου Βαρνακιώτη, πού μετά τήν αποτυχία τής επανάστασης τού Ορλώφ Χάρτης τής επανάστασης στήν Δυτική Στερεά Ελλάδα είχε καταφύγει στή Ρωσία, καί γιός τού Νικολού Βαρνακιώτη. Είχε γεννηθεί στό Βάρνακα Ξηρομέρου τό 1780, ενώ τό 1800 διαδέχτηκε τόν πατέρα του στό αρματολίκι τού Ξηρομέρου σέ ηλικία μόλις είκοσι ετών. Από τό αρματολίκι τού Ξηρομέρου, πού ανήκε στήν περιοχή τής δικαιοδοσίας τού Αλή πασά τών Ιωαννίνων, ο Γεώργιος Βαρνακιώτης από πολύ νωρίς βρισκόταν σέ επικοινωνία μέ τούς άλλους οπλαρχηγούς (Γιολδασαίους, Βλαχόπουλο, Μπακόλα, Τσόγκα, Μακρή, Ίσκο) καθώς καί μέ τούς Σουλιώτες γιά θέματα πού αφορούσαν τήν αποτίναξη τού οθωμανικού ζυγού.

Ο Βαρνακιώτης είχε παρευρεθεί στή σύσκεψη τής Λευκάδας, όπου συμμετείχαν οι οπλαρχηγοί τής Στερεάς Ανδρούτσος, Καραϊσκάκης, Μακρής, Τσόγκας, Στουρνάρης, Κοντογιάννης, Πανουργιάς καί στήν οποία είχε αποφασισθεί νά ανατεθεί η επανάσταση τής Ανατολικής Ρούμελης στόν Οδυσσέα Ανδρούτσο καί τόν Πανουργιά καί τής Δυτικής Ρούμελης στό Βαρνακιώτη καί τόν Τσόγκα.

Αφού ο Βαρνακιώτης σήκωσε τό μπαϊράκι τής λευτεριάς στίς 25 Μαΐου 1821, εξέδωσε τήν παρακάτω ανακοίνωση, όπου φαίνονται ξεκάθαρα οι συνθήκες τής ζωής τών Χριστιανών κατά τήν περίοδο τής τουρκοκρατίας καί οι λόγοι πού τούς οδήγησαν στήν επανάσταση.

«Τιμιώτατοι αδελφοί μου προεστώτες καί λοιποί πάντες μεγάλοι καί μικροί συμπατριώτες Ξερομερίται, σάς ασπάζομαι αδελφικώς.

Σάς φανερόνω, ότι έως σήμερον επροσπάθησα καθ' όλους τούς τρόπους, διά νά φυλάξω από κάθε ενόχλησιν καί κίνδυνον τήν πατρίδα μας, καί δέν άφησα πράγμα, όπου δέν επιχειρίστηκα, καθώς νομίζω νά σάς ήναι γνωστόν. Πλήν οι εχθροί μας βιασμένοι από τήν καταστροφήν τής τύχης των καί από τήν φυσικήν λύσσαν τής πρός ημάς κακίας των, απεφάσισαν νά ξεθυμάνουν τά πείσματα πρός ημάς καί νά χορτάσουν από τό αίμα μας. Από γράμματα σημερινά, όπου μάς έπεσαν εις τά χέρια, εβεβαιώθην, ότι έστειλαν διά πέντε χιλιάδας ασκέρι νά έλθη καί ημάς νά κατακόψη καί τάς φαμελίας μας νά σκλαβώση καί τό τίποτέ μας νά διαρπάση.

Τούτο τό εβεβαιώθην σωστότατα καί τό χρέος τής πίστεως καί ο πατριωτισμός δέν μέ αφίνουν πλέον νά τό υποφέρω καί απεφάσισα μέ τήν χύσιν τού αίματός μου νά βεβαιώσω τήν πρός τήν πατρίδαν αγάπην καί ελευθερίαν τού γένους μας, αγροικήθηκα μέ όλους τούς άλλους Ναχαελίδας καί όλοι, μεγάλοι καί μικροί, προθυμότατοι νά χύσουν τό αίμα των διά τήν ελευθερίαν τής πατρίδος αναμένουν τό εδικό μας φέρσιμο.

Σάς ειδοποιώ λοιπόν ότι έφθασεν η στιγμή νά αποτινάξωμεν τόν τόσο βαρύ ζυγόν, νά λείψετε όλοι σας από τά δυσβάστακτα δοσίματα, από ταίς ανυπόφοραις αγγαρίαις, από τήν καταφρόνησιν τής τιμής καί θρησκείας μας καί από αυτόν τόν επικείμενον κίνδυνον τής ζωής μας. Όλη η Τουρκιά κατατρομασμένη καί κατατροπωμένη από τά άρματα τού Γένους μας, εντός όλίγου κλίνουν τόν αυχένα πρός ημάς, Θεία βουλήσει.

Δόσατε πίστιν εις τά αδελφικά μου λόγια καί όσοι πιστεύετε τήν Αγίαν Τριάδα καί τόν τίμιον Σταυρόν, εις τόν οποίον εξαπλώθη ο Ιησούς Χριστός δι' ημάς, ετοιμασθήτε πάραυτα, όπως ημπορέση καθείς μέ άρματα, μέ μπαρούταις καί άλλας προβλέψεις καί εις τήν παραμικράν φωνήν, όπου σάς κάμω, αμέσως νά τρέξετε οι άξιοι καί πιστοί νά μέ ευρήτε διά νά ανταμωθώμεν όλοι καί νά κάμωμεν καθώς έκαμαν καί κάμουν όλοι οι άλλοι αδελφοί μας, νά ελευθερώσωμεν τήν πατρίδα, νά ζήσωμεν εις τό εξής πάντη ελεύθεροι καί νά τιμηθώμεν παρά Θεού καί παρά τού Γένους όλου.

Ο αρχηγός τού Γένους μας πρίγκιψ Υψηλάντης εκυρίευσε τήν Αδριανούπολιν μέ τό πύρ καί τήν μάχαιραν καί εντός ολίγου εμβαίνει καί εις αυτήν τήν Κωνσταντινούπολιν.

Ελευθερία ή Θάνατος!

Τό 1ον έτος τής ελευθερίας 25 Μαΐου, Ξηρόμερο.

Ο αδελφός σας Γεώργιος Βαρνακιώτης»

Δοκίμιον ιστορικόν περί τής Eλληνικής Eπαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμονος

Οι Τούρκοι πασάδες χρησιμοποιούσαν κυρίως δύο δρόμους γιά νά κατεβάσουν τά ασκέρια τους από βορρά πρός νότο. Ο πρώτος δρόμος ήταν ανατολικά, από τή Λαμία μέσω Θερμοπυλών καί ο δεύτερος ήταν δυτικά από τήν Άρτα μέσω τού Μακρυνόρους. Γι' αυτό καί η πρώτη σκέψη τού Βαρνακιώτη ήταν νά κλείσει τά στενά τού Μακρυνόρους. Θά ακολουθούσε η πολιορκία τού Βραχωρίου πού ήταν η πρωτεύουσα τής επαρχίας τής Αιτωλοακαρνανίας ή Καρλελίου όπως λεγόταν τότε, όνομα πού πήρε από τόν Ιταλό αυθέντη Κάρολο Τόκο τών χρόνων τής φραγκοκρατίας.

Στό Βραχώρι (Αγρίνιο) κατοικούσαν πλούσιοι Τούρκοι γαιοκτήμονες. Οι ραγιάδες δούλευαν στά χωράφια τους καί οι αγάδες εισέπρατταν τά έσοδα μέσα στήν πόλη καί στίς μεγαλοπρεπείς οικίες πού διέμεναν. Η εξουσία πού ασκούσαν στούς Ρωμιούς ήταν σκληρή καί απάνθρωπη καί γι' αυτό τά σπίτια πού έμεναν οι μπέηδες ήταν κανονικά φρούρια κλεισμένα μέ πανύψηλα διπλά ή τριπλά τείχη. Σύντομα όμως οι σκελετωμένοι χωρικοί θά έπαιρναν τήν εκδίκησή τους.

Τίς παραμονές τής σύγκρουσης, ο στρατιωτικός διοικητής τού Βραχωρίου Νούρκας Σέβρανης γνωρίζοντας τίς κινήσεις τών Ελλήνων, κάλεσε τόν Ταχήρ Παπούλια δερβέναγα Αρματολός τής επαρχίας Βλοχού καί Βραχωρίου Αλεξάκης Βλαχόπουλος τών Κραββάρων καί τού Αποκούρου, γιά νά ενισχύσει τή φρουρά του. Αρματολός τής επαρχίας Βλοχού καί Βραχωρίου ήταν ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος, ο οποίος σάν τόν Μακρή, ήταν από τούς ένθερμους υποστηρικτές τής επανάστασης. Χωρίς νά χάσει καιρό οργάνωσε μέ τούς άλλους καπετάνιους τήν επίθεση κατά τού Βραχωρίου. Στίς 27 Μαΐου 1821, ο Δημήτριος Μακρής καί ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας μέ 700 άνδρες έπιασαν τά "Γεφύρια τού Αλάημπεη", πού ήταν στόν δρόμο μεταξύ Βραχωρίου καί Μεσολογγίου. Ο Σιαδήμας, αρματολός τού Αποκούρου, μέ 500 άνδρες στρατοπέδευσε στό Δογρί Τριχωνίδας. Μαζί του ενώθηκαν καί 200 άνδρες τού Γρίβα. Ο Βλαχόπουλος μέ τόν Τσόγκα, οπλαρχηγό τής Βόνιτσας, έπιασαν τό παλαιό φρούριο πάνω από τήν πόλη.

Τό βράδυ τής 28ης Μαΐου 1821, ο Μακρής καί ο Βλαχόπουλος συννενοήθηκαν μέ φωτιές καί κινήθηκαν ταυτόχρονα κατά τής πόλης. Οι μωαμεθανοί γιόρταζαν τό Ραμαζάνι καί είχαν στήσει τραπέζια στίς πλατείες γεμάτα φαγητά. Μόλις άκουσαν τούς πυροβολισμούς, πήραν τίς οικογένειές τους καί κλείστηκαν στά σπίτια τους. Μετά τήν εκδήλωση τής επίθεσης ενώθηκαν μέ τούς επιτιθέμενους καί αρκετοί Χριστιανοί τής πόλης, μέ επικεφαλής τόν Γεώργιο Στάϊκο. Τά πρώτα τουρκικά αρχοντόσπιτα παραδόθηκαν στίς φλόγες καί άρχισε η μάχη μέσα στούς δρόμους τής πόλης τού Αγρινίου.

«Η δέ οθωμανική εξουσία βλέπουσα προφανώς τήν επανάστασιν εκκρηγνυομένην καί εις τήν Δυτικήν Ελλάδα, έσπευσε νά συγκεντρώση τάς δυνάμεις της εις Άρταν, διά νά εισβάλλουν εις τό μέρος τούτο καί τούς μέν επαναστατήσαντας Έλληνας νά καταβάλλουν, εις δέ τούς κινδυνεύοντας Τούρκους νά δώσουν βοήθειαν καί ει δυνατόν νά διαβώσι καί τόν κορινθιακόν, διά νά προλάβουν από τόν κίνδυνον καί τούς πάσχοντας Τούρκους καί φρούρια εν Πελοποννήσω.

Ο Βαρνακιώτης λοιπόν εις τοιαύτην κρίσιμον περίστασιν εσπευσμένως έπεμψε τόν αδελφόν του Γιώτην μέ τετρακόσιους Ξηρομερίτας, όστις ενωθείς καί μέ τούς λοιπούς οπλαρχηγούς τής Αιτωλίας καί Ακαρνανίας, εκτύπησαν τούς Τούρκους καί επολιόρκησαν αυτούς εις τό Βραχώρι, εις ό ήτο η κεντρικωτέρα δύναμις αυτών, αυτός δέ έδραμε μετά σπουδής καί καταλαβών τό Μακρυνόρος, διέκοψε τήν συγκοινωνίαν τών Τούρκων μετά τής εν Άρτη εξουσίας αυτών, φονεύσας δέ επαναληπτικώς τούς ταταραίους (ταχυδρόμους) αυτών, ερχομένους από Άρταν εις Αγρίνιον, καί τ' ανάπαλιν, κατέλαβε τά έγγραφα αυτών, εξ ών αυτός μέν εγίνωσκε τά επιχειρήματα καί τούς σκοπούς τών Τούρκων.»

Τά κατά Βαρνακιώτη υπό Κάρπου Παπαδοπούλου - Εν Μεσολογγίω 1861

Η μάχη τού Αγρινίου ήταν σκληρή καί οι Έλληνες είχαν τέσσερεις νεκρούς. Τότε, ο Νούρκας Σέβρανης ζήτησε νά έρθει σέ διαπραγματεύσεις μέ τούς Ρωμιούς καί ο Φιλήμων μάς διασώζει τόν παρακάτω διάλογο:

«- Ορέ καπεταναίοι, τ' είν' τούτα πού κάματε καί πήρατε τό φακήρ φουκαρά'ς τό λαιμό σας; Πώς θά τά βγάλετε πέρα μέ τό σουλτάνο; Πού είναι ο Βαρνακιώτης;

- Ο Βαρνακιώτης κρατεί τό Μακρυνόρος.

- Τό θέλημα τού Νούρκα καί τών βέγιδων είναι νά τραβήσετε απεδώ, νά πάτε στά σπήτια σας καί νά βάλετε'ς τό εξής ένα καράρι (απόφαση).

- Εδώ ήλθαμεν νά διώξωμεν τούς εντόπιους Τούρκους, επειδή μέ τούς Αρβανίταις δέν έχομεν πόλεμον.»

Ιωάννης Φιλήμων

Οι οπλαρχηγοί λοιπόν πρότειναν στούς Αλβανούς νά αποχωρήσουν μέ τά όπλα τους. Οι τελευταίοι όμως δέν τό αποφάσιζαν διότι ήλπιζαν πώς γρήγορα θά τούς ερχόταν βοήθεια από τήν Άρτα. Στίς 30 Μαΐου ήρθαν νέες ενισχύσεις μέ τόν Γιώτη Βαρνακιώτη, αδερφό του Γιώργη, καί στίς 3 Ιουνίου κατέφθασε καί ο ίδιος ο Γεώργιος Βαρνακιώτης μέ πολλούς Βαλτινούς καί Ξηρομερίτες, πού ανέβασαν τόν συνολικό αριθμό τών Ελλήνων στίς 4000. Ένεκα αυτής τής άφιξης τών νέων ελληνικών δυνάμεων οι πολιορκούμενοι Τουρκαλβανοί βρέθηκαν σέ δύσκολη θέση. Τά τρόφιμα τους καί τά πολεμοφόδιά τους άρχισαν νά σπανίζουν. Πολλές αποθήκες τους είχαν περιέλθει στήν κατοχή τών Ελλήνων. Η δύναμη τών 1800 ανδρών πού είχε στείλει ο Χουρσίτ μέ τόν Ισμαήλ Πλιάσα, δέν κατόρθωσε νά περάσει τό Μακρυνόρος, γιατί τούς έφραξε τόν δρόμο ο Ανδρέας Ίσκος.

Εκείνες τίς ημέρες ήρθε από τό λιμάνι τών Πατρών στό Μεσολόγγι ένα αγγλικό εμπορικό πλοίο φορτωμένο μέ μολύβι καί πυρίτιδα καί οι πολιορκητές αγόρασαν ένα ελαφρύ κανόνι από τόν Άγγλο πλοίαρχο Χούντερσον. Μάλιστα ο ίδιος ο Άγγλος πλοίαρχος συνόδεψε τό κανόνι από τό Μεσολόγγι μέχρι τό Αγρίνιο καί δέχτηκε στήν αγγλική γλώσσα τίς ευχαριστίες τού Βλαχόπουλου. Οι κανονιοβολισμοί τού κανονιού αυτού έπεισαν τόν Αλβανό Νούρκα νά διαπραγματευθεί μέ τούς Έλληνες γιά τήν ασφαλή έξοδο τών Αλβανών από τό Βραχώρι. Μάλιστα λήστεψε τούς πλούσιους Τούρκους καί Εβραίους τής πόλης καί μέ τά κλοπιμαία έφυγε καί κινήθηκε πρός τό Καρπενήσι. Οι πολιορκημένοι Τούρκοι πού δέν περίμεναν πλέον καμμία βοήθεια ήρθαν σέ συμφωνία μέ τούς Έλληνες νά παραδοθούν, υπό τόν όρο νά γίνει σεβαστή η ζωή καί η τιμή τους. Έτσι, στίς 11 Ιουνίου 1821, έπεσε τό Βραχώρι, πού αποτελούσε γιά τήν Δυτική Ελλάδα. ότι η Τριπολιτσά γιά τήν Πελοπόννησο. Γιά τήν τύχη τών Εβραίων καί Τούρκων αιχμαλώτων τού Αγρινίου παραθέτω τήν παρακάτω πηγή:

«Παρασκευή 10 Ιουνίου 1821 καί οι Τούρκοι τού Βραχωρίου δέχονται πιά νά παραδοθούν. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί συμφωνούν. Δίνονται διαβεβαιώσεις γιά προστασία τής ζωής όσων από τούς Τούρκους καί τούς Εβραίους παραδοθούν. Όμως άτακτοι ένοπλοι Έλληνες πού δεν ελέγχονται πιά από τούς οπλαρχηγούς τού αγώνα επιδίδονται σέ σφαγές φτωχών αιχμάλωτων Τούρκων καί ιδιαίτερα Εβραίων, πού είχαν πάρει τό μέρος τών κατακτητών καί γιά νά τούς τό δείξουν είχαν βασανίσει μέχρι θανάτου, αφού πρώτα τόν τύφλωσαν μέ αγκαθιές, τόν Παπαλέξη Δηματά, ιερέα τού Βραχωριού.

Ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος αντέδρασε επίσης στις πρωτοβουλίες τού Γεωργίου Βαρνακιώτη γιά αναίμακτη παράδοση τών Τουρκοβραχωριτών καί Εβραίων. Διακατεχόμενος από μένος κατά τών Τούρκων πού κρατούσαν αιχμάλωτη τήν οικογένειά του στήν Άρτα διέταξε τούς άντρες του τό βράδυ τής Κυριακής νά αφήσουν τις πιστόλες τους καί τά καριοφίλια τους καί νά ζωστούν τά γιαταγάνια τους καί τά μαχαίρια τους. Περικύκλωσαν εκατοντάδες άοπλους αιχμάλωτους φτωχούς Τούρκους καί Εβραίους πού βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στήν περιοχή τής σημερινής οδού Παναγοπούλου καί τής ομώνυμης πλατείας καί κατέσφαξαν πολλούς. Σκηνές "νύκτας τού Αγίου Βαρθολομαίου" διαδραματίστηκαν. Οι άντρες τού Αλεξάκη Βλαχόπουλου άρπαξαν πολλά από τά κινητά υπάρχοντά τους καί αποχώρησαν. Κάποιοι προχώρησαν καί σέ βεβηλώσεις νεκρών. Οι ελληνικές παραδόσεις περί σεβασμού τών αιχμαλώτων πολέμου καί τών νεκρών, δυστυχώς, ξεχάστηκαν.

Οι Τούρκοι αιχμάλωτοι ηγεμόνες Αλλάμπεης καί Ταχήρ - Παπούλιας Πασσάς, ο Μαχμούτ Μπέης καί η Ντζέκω Πασόνυφη (νύφη τού Μεχμέτ Αγά Πασόπουλου) μέ τίς οικογένειες τους παρελήφθησαν από τόν Αλεξάκη Βλαχόπουλο. Ανταλλάχτηκαν μέ τήν οικογένεια του πού κρατούνταν από τούς Οθωμανούς αιχμάλωτη στήν Πρέβεζα. Οι αγάδες Χαλίλ Μπέης καί Βείζ εφέντης μαζί μέ τίς οικογένειες τους καί λίγες φαμίλιες αγαδομπέηδων οδηγηθήκαν γιά προσωρινή προστασία στό σπίτι τού Γιαννάκη Στάικου στήν Βελάουστα (Πυργί). Ο Γεώργιος Βαρνακιώτης μετέφερε μέ ασφάλεια 300 Τούρκους αιχμαλώτους μέ τίς οικογένειες τους στόν Αστακό. Οι περισσότερες αιχμάλωτες φτωχές τουρκικές οικογένειες μαζί μέ τούς επιζήσαντες Τούρκους πολεμιστές πού υπολογίζονται κατ' εκτίμηση σέ 2000 συνολικά ψυχές παραδόθηκαν στόν καπετάνιο τού Ζυγού Δημήτριο Μάκρη γιά νά οδηγηθούν από τίς δυνάμεις του στήν περιοχή τής Μακρυνείας. Η μοίρα όμως γι' αυτές τίς ψυχές είχε γράψει απρόβλεπτο καί σκληρό τέλος. Εκτιμάται βάσιμα πώς σκοτωθήκαν "διά λιθοβολισμού" από τόν όχλο τής περιοχής καθώς οι δυνάμεις τού "πετρίτη τού Ζυγού" δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν νά τούς προστατέψουν.»

Διονυσάτος Γρ. Ιωάννης: Βραχώρι 11 Ιουνίου 1821. Οι Αθάνατοι Αγωνιστές

Μετά τήν πρώτη πολιορκία τού Αλή στά Ιωάννινα από τά σουλτανικά στρατεύματα, είχαν καταφύγει στούς Καλαρρύτες καί στό Συρράκο πολλοί ευκατάστατοι Γιαννιώτες Συρράκο μέ αξιόλογη κινητή περιουσία. Η παρουσία αλβανικής φρουράς δέν εμπόδισε τήν κήρυξη τής επανάστασης (30 Ιουνίου 1821) στούς Καλαρρύτες από τόν Γεώργιο Τουρτούρη καί στό γειτονικό Συρράκο από τόν Ιωάννη Κωλέτη. Οι Αλβανοί στρατιώτες συνέλαβαν τούς προκρίτους ως ομήρους καί οχυρώθηκαν σέ σπίτια, αναμένοντας ενισχύσεις από τά Ιωάννινα. Ακολούθησε μάχη μέ τούς Έλληνες, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τή συνθηκολόγηση τής αλβανικής φρουράς. Ο αρχηγός τών μουσουλμάνων στρατιωτών Ιμπραήμ Πρεμετή εγκατέλειψε τήν πόλη μέ όλους τούς άνδρες του.

Ο αρχιστράτηγος Χουρσίτ πασάς έστειλε ισχυρή δύναμη γιά τήν καταστολή τής επανάστασης στά δύο πλούσια βλαχοχώρια. Οι απόλεμοι κάτοικοι, χωρίς νά λάβουν καμμία βοήθεια από τούς οπλαρχηγούς τών Αγράφων καί τής Ρούμελης, δέν προέβαλαν αντίσταση καί εγκατέλειψαν τά χωριά τους. Οι Τούρκοι έμειναν έκθαμβοι πρό τού πλούτου, τών ωραίων σπιτιών μέ τά ανεπανάληπτα μάλλινα κεντητά είδη, τά έπιπλα καί τά ασημένια καί χρυσά σκεύη, τά οποία λαφυραγώγησαν δίνοντας έτσι χρόνο στούς πρόσφυγες τών δύο χωριών νά σώσουν τίς ζωές τους φεύγοντας μέσα από τά δάση καί τά φαράγγια τής Πίνδου. Τά χωριά κατεστράφησαν ολοσχερώς αλλά οι κάτοικοι σώθηκαν καί κατέφυγαν στό Μεσολόγγι, τή Ζάκυνθο καί τήν Κέρκυρα.

«Καλαρρύται καί Συράκου

Εν τή Ηπείρω εκτός τών Σουλιωτών επανέστησαν κατά τάς τυραννίας καί αι περί τήν σειράν τού Πίνδου κωμοπόλεις Καλαρρύταις καί Συράκου, αποκλείσαντες εντός τινων οικιών τόν Οθωμανόν φρουραρχούντα εκεί Ιμπραχήμ Περματήν μετά 300 Αλβανών. Ο επί κεφαλής τών Ελλήνων Ιωάννης Ράγκος τόν επολιόρκησεν επί 10 ημέρας, μετά τάς οποίας διά συνθήκης τόν αφήκε καί ανεχώρησεν, εξερχόμενος δέ τής πόλεως ο Αλβανός εύρεν ερχόμενα στρατεύματα εξ Ιωαννίνων, σταλέντα παρά τού Χουρσίτ Πασσά, συνωδεύοντο δέ από χριστιανούς Γοστιτσάνους.

Εισελθώντας δέ αναιμωτί εκυρίευσαν τάς κωμοπόλεις, τών οποίων οι δυστυχείς κάτοικοι μόλις προέλαβον νά φύγωσιν μετά τών οικογενειών των, ομοίως ανεχώρησε καί ο αρχηγός Ράγκος άνευ ουδεμιάς αντιστάσεως, αι δέ κωμοπόλεις λεηλατηθείσαι επυρπολήθησαν

Κουτσονίκας Λάμπρος - Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως

Μία άλλη πόλη τής Δυτικής Ελλάδος η οποία ελευθερώθηκε από τόν κατακτητή ήταν τό Ζαπάντι, η σημερινή Μεγάλη Χώρα, δυτικά τού Αγρινίου. Μόλις οι επαναστάτες κυρίευσαν τό Βραχώρι, κινήθηκαν δυτικά γιά νά διώξουν τούς Τούρκους από τό γειτονικό Ζαπάντι. Οι μουσουλμάνοι όμως κάτοικοι αυτού τού χωριού δέν δείλιασαν καί προετοίμασαν αντίσταση, προσδοκώντας πάντοτε βοήθεια από τό στρατό τής Άρτας. Οχύρωσαν δύο τζαμιά καί τέσσερεις πύργους καί απάντησαν στίς προτάσεις τών Χριστιανών γιά παράδοση, μέ πυροβολισμούς. Ήταν εμπειροπόλεμοι καί γενναίοι στρατιώτες ισάξιοι μέ τούς Τούρκους τού Λάλα στόν Μοριά.

Ούτε δύο κανόνια πού έφεραν οι Έλληνες από τό Μεσολόγγι, ούτε τά λαγούμια πού άνοιξαν κάτω από τούς πύργους τών αμυνομένων έφεραν αποτέλεσμα. Οι Τουρκαλβανοί τού Ζαπαντίου επιχείρησαν ακόμα καί έξοδο γιά νά αιφνιδιάσουν μέ τά γιαταγάνια τούς πολιορκητές. Ο Βλαχόπουλος τότε διέκρινε από τή χρυσή στολή τόν αρχηγό Γιουσούφ Ζουλφικάραγα τήν ώρα πού σκότωνε έναν Έλληνα χειριστή κανονιού, τόν σημάδεψε καί τόν ξάπλωσε νεκρό. Έγινε μεγάλη μάχη γύρω από τή σωρό τού νεκρού καί οι Τούρκοι έχασαν δεκαοκτώ άνδρες στήν αποτυχημένη προσπάθεια νά πάρουν τόν νεκρό αρχηγό τους. Αργότερα, ο Βλαχόπουλος έκοψε τό κεφάλι τού νεκρού καί τό κρέμασε απέναντι από τόν πύργο πού πολεμούσαν οι συγγενείς του. Στίς 19 Ιουλίου 1821, οι μουσουλμάνοι αφού είχαν χάσει τό θαρραλέο αρχηγό τους παραδόθηκαν καί σύμφωνα μέ τόν Τρικούπη καί τόν Φιλήμονα, οι Ελληνες άφησαν ελεύθερους τούς γενναίους πολεμιστές νά φύγουν καί νά πάνε όπου επιθυμούν.

«Οργανισμός τής Γερουσίας τής Δυτικής Ελλάδος (4 Νοεμβρίου 1821)

Εν ονόματι τής Παναγίας καί Αδιαιρέτου Τριάδος.

Η παντελής απελπισία, αποτέλεσμα τού σκληροτάτου ζυγού τής οθωμανικής τυραννίας, έβαλον εις τάς χείρας τών Ελλήνων τά όπλα. Ησθάνθηκαν ότι δέν ημπορούσαν πλέον νά ζήσουν εις τήν πατρίδα των, αλλ' ή αυτή έπρεπε ν' αφήσουν, ή υπό τήν μάστιγα τής τυραννίας καί εις τόν ζόφον τών δεσμωτηρίων ν' αποθάνουν, μή δυνάμενοι νά εκπληρώσουν τά υπέρ τήν δύναμίν των ζητήματα τών τυράννων των, ή μέ μέρος τού αίματός των νά εξαγοράσουν εκείνο τών επιλείπων αδελφών των, τών γυναικών καί τέκνων των. Απεφάσισαν τό τρίτον καί έλαβον τά όπλα.

Τ' αποτελέσματα αυτού τού κινήματος τής απελπισίας των εστάθησαν ευτυχή παρ' ελπίδα, αλλ' αυτό τό ίδιον είχε καί άφευκτον επόμενον τήν αναρχίαν κακόν, τοσούτον φοβερώτερον, όσον ο πολυχρόνιος βαρβαρικός ζυγός είχε βλάψει τήν ηθικήν κατάστασιν τών Ελλήνων.

Μετά μακρούς τέλος πάντων αγώνας καί μετά μεγάλας θυσίας, οι κάτοικοι τής Δυτικής Ελλάδος υπερίσχυσαν ευτυχώς τών εχθρών των καί ελευθερώσαντες τήν πατρίδα των, έδειξαν πάλιν σταθεράν τήν επιθυμίας τού νά εισαχθή Διοίκησις φρόνιμος υπό τήν οποίαν νά ίδωσι τήν απαλλαγήν των από τά πολυχρόνια δεινά των.

Οι κύριοι Αλεξάκης Βλαχόπουλος, Πάνος Γαλάνου καί Χρηστάκης Στάϊκου εκ Βλοχού καί Βραχωρίου.

Οι κύριοι Δημήτριος Μακρύς, Αναστάσιος Τζιμπουράκης, Αντωνάκης Γαβαλιώτης καί Γρηγόριος Κερασοβίτης εκ Ζυγού.

Οι κύριοι Νικολάκης Θάνου επίτροπος καπετάνιου Γεωργάκη Νικολού (Βαρνακιώτη), Επαμεινώνδας Μαυρομμάτης, Γεώργιος Φαράντος, Πέτρος Μπαμπίνης, Πάνος Γουλιμής εκ Ξηρομερίου.

Ο κύριος Φώτος Μπόμπορης επίτροπος τών Καπιτάνων τού Σουλίου.

Οι κύριοι Ιωάννης Τρικούπης, Δημήτριος Πλατίκας, Βενδραμής Οικονόμου καί Ιωάννης Βαλτινός εκ Μεσολογγίου.

Μετά τήν προκαταρκτικήν ταύτην πράξιν, διά νά ακολουθήσουν τακτικώς εις όλα των τά κινήματα, εδιόρισαν έναν Πρόεδρον (τόν Εκλαμπρότατον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο).»

Ανδρέας Ζ. Μάμουκας - Τά κατά τήν αναγέννησιν τής Ελλάδος, Εν Πειραιεί 1839




Κεράσοβο (10 Μαϊου 1821)



Στό Κεράσοβο (Κερασοχώρι) γεννήθηκε τό 1770 ο Κώστας Στεργιόπουλος ο οποίος έμεινε γνωστός σάν Κώστας Βελής, όπως δηλαδή τόν είχε ονομάσει ο Αλή πασάς, ο οποίος τόν είχε στήν αυλή του από νεαρή ηλικία όπου τόν εκπαίδευσε στά άρματα αλλά καί τόν σπούδασε στά γράμματα. Λόγω τής ανδρείας του αναδείχθηκε πρωτοπαλλήκαρο τού Τουρκαλβανού Βελή Γκέκα. Ο Κώστας Βελής διακρίθηκε σέ πολλές μάχες καί ο Αλή Πασάς τόν έκαμε βοεβόδα τής Μακεδονίας, ενώ αργότερα ο αρχιστράτηγος τών σουλτανικών στρατευμάτων Χουρσίτ Πασάς τόν διόρισε βοεβόδα τής Θεσσαλίας.

Ο Ρωμιός οπλαρχηγός, παρόλα τά αξιώματα καί τά πλούτη πού τού είχαν δώσει οι πασάδες, μυήθηκε στή Φιλική Εταιρεία, καί τόν Μάρτιο τού 1821, πήγε στήν Αγία Μαύρα (Λευκάδα), όπου έγινε η σύναξη τών Φιλικών στό σπίτι του Ιωάννη Ζεμπέλιου, καί εκεί διορίστηκε στρατιωτικός αρχηγός τής Ευρυτανίας. Στίς 10 Μαϊου 1821, στό χωριό του Κεράσοβο μαζί μέ τούς Κωνσταντίνο Βουλπιώτη, Σταμούλη Γάτσο, Λογοθέτη Ζώτο, Χρήστο Σουλιώτη, Γιάννη Μπράσκα, Αραπογιάννη καί Γιολδασαίους, Κώστας Βελής - Κεράσοβο σήκωσε τή σημαία τού σταυρού καί εξέδωσε τήν παρακάτω επαναστατική προκήρυξη:

"Αδελφοί,
Ήλθεν η ώρα μέ τό θέλημα τού Θεού νά απελευθερώσωμεν τήν πατρίδαν από τήν τουρκικήν τυραννίαν λοιπόν άμα λάβητε τό παρόν νά λάβητε τά άρματά σας καί νά έλθετε όπου σάς περιμένω εδώ, εντός τριών ημερών, διότι ο καιρός δέν μάς περιμένει περισσότερον. Νά είμαστε έτοιμοι διά νά κάμωμεν τό χρέος μας εις τήν πατρίδα Κεράσοβον 10 Μαϊου 1821.
Ο αδελφός σας
Κώστας Βελής".


Στή φωνή τών οπλαρχηγών ενώθηκαν πολλοί Ευρυτάνες καί συγκρότησαν τά πρώτα επαναστατικά σώματα. Οι Γιολδασαίοι στή θέση Ζηρέλι πού ήταν κοντά στή Μεσοκώμη τού Δήμου Ευρυτάνων νίκησαν περίπου 360 Τουρκαλβανούς καί αιχμαλώτισαν τόν αρχηγό τους Νούρκα Σέβρανη. Πάλι οι Γιολδασαίοι μαζί μέ τόν Γιάννη Μπράσκα τού Σωβολάκου επιτέθηκαν στό Καρπενήσι στίς 4 Ιουνίου 1821 καί μετά από πολλές μάχες κατάφεραν νά διώξουν τούς Τούρκους από τήν πόλη. Ο μόνος Ελληνας πού δέν άκουσε τό κάλεσμα τών ομοπίστων του καί συμμάχησε μέ τούς Τουρκαλβανούς, ήταν ο πανίσχυρος κοτσάμπασης τής Ρεντίνας Τσολάκογλου. Δυστυχώς ο Κώστας Βελής χάθηκε γρήγορα σάν τόν Διάκο. Πιάστηκε αιχμάλωτος από τούς Τούρκους σέ μάχη πού έγινε στή Φωτιάνα (Αηδονοχώρι) κοντά στήν Ρεντίνα. Οδηγήθηκε στήν Πόλη τόν Αύγουστο τού 1821, όπου θανατώθηκε μετά από σκληρά βασανιστήρια.

Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις - Σφαγές στήν Κύπρο τό 1821

Τά ομαδικά εγκλήματα, τά βαρύνοντα τήν τουρκικήν εξουσίαν, ενηργήθησαν κυρίως εκεί πού δέν εξεδηλώθη κίνησις επαναστατική. Ο Μαχμούτ ισχυρίζετο ότι μόνον διά τής αγριότητος ηδύνατο ν' απαντήση εις τήν αποστασίαν τών απίστων. Αλλ΄ η αγριότης αυτή δέν εξεδηλώθη παρά μόνον εις τόπους όπου δέν υπήρχαν αποστάται καί όπου δέν εφαίνετο κινδυνεύον τό Ισλάμ. Eξεδηλώθη εναντίον τών ηρεμούντων ελληνικών πληθυσμών, ευρισκομένων μακράν τής χώρας όπου είχε κηρυχθή η επανάστασις, εναντίον τού κλήρου των, εναντίων τών γυναικών των, πού απήχθησαν εις τά χαρέμια, εναντίον τών παιδιών των, πού μετεφέρθησαν εις τήν Ασίαν διά νά εξισλαμισθούν.

Εις τήν Πελοπόννησον δέν έγιναν σφαγαί. Τούς ελληνικούς πληθυσμούς τούς ευρισκομένους πλησίον τών ισχυροτάτων τουρκικών φρουρών, επροστάτευε η μακρινή ηχώ τών ολίγων ελληνικών τουφεκιών τής υπαίθρου.

Εις τήν Στερεάν, εις τήν Ήπειρον, εις τήν Θεσσαλίαν δέν απετολμήθησαν σφαγαί, διότι υπήρχαν έξω τών πόλεων Έλληνες οπλαρχηγοί. Η μανία τών Τούρκων κατά τών γκιαούρηδων επεξετάθη εκεί όπου οι Έλληνες ηρεμούσαν καί έμεναν απολύτως απροστάτευτοι. Εις τήν Πόλιν, τήν Σμύρνην, τήν Κύπρον, εις τήν Κών, εις τήν Θάσον, εις τήν Λήμνον, εις τήν Αδριανούπολιν.

Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός (1756 - 1821)

Ο μουτεσελίμης τής Κύπρου Κιουτσούκ Μεχμέτ υπέβαλε εις τήν Πύλιν μακρόν ονομαστικόν κατάλογον Κυπρίων, τών οποίων εζήτησε τήν θανάτωσιν. Η Πύλη απήντησεν ως φύλαρχος τής Αφρικής, έχων νόμον τήν πίστιν του εις τόν Προφήτην καί τήν ληστείαν τών καραβανίων. Διέταξε νά σφαγούν όλοι οι αναφερόμενοι εις τόν κατάλογον καί άλλοι ακόμη άν εχρειάζετο, νά δημευθούν αι περιουσίαι των καί νά εξανδραποδισθούν αι γυναίκες καί τά παιδιά των, εκτός εκείνων πού θά προσήρχοντο εις τόν Ισλαμισμόν.

Οι συλληφθέντες μετεφέρθησαν εις τήν πλατείαν πρό τού διοικητηρίου καί εκεί ανεγνώσθη τό φιρμάνι τού σουλτάνου διά τήν θανάτωσιν των. Ο μητροπολίτης Κυπριανός απηγχονίσθη επί δένδρου καί απεκεφαλίσθησαν τρείς άλλοι αρχιερείς, ο Πάφου, ο Κιτίου καί ο Κυρήνειας. Τήν επομένην απεκεφαλίσθησαν όλοι οι άλλοι πλήν τριανταέξ, οι οποίοι εδέχθησαν νά εξισλαμισθούν. Τά πτώματα τών σφαγέντων έμειναν εκτεθειμένα επί ημέρας, κατακοπέντα καί παραμορφωθέντα από τούς βανδάλους, απαγορευθείσης τής ταφής.

Προκήρυξις Κυπρίων - Ρώμη 6 Δεκεμβρίου 1821

Επειδή ή τυραννική διοίκησιςτών Τούρκων μετεβλήθη ολοτελώς εις ληστείαν καί ούτε ο ειρηνικός ημών βίος πρός τούς σκληρούς αυτών νόμους ευ τίθησιν, ούτε πολιτική φρόνησις, ούτε αθωότης ούτε ταπείνωσις, ούτε υπέρ τήν ημετέραν δύναμιν έξοδα, ούτε πάν άλλο είδος θυσίας, όπερ διά τών προυχόντων ημών επροσφέραμεν, ίσχυσαν νά εμποδίσουν τάς άχρι θανάτου καταδρομάς ημών τών εν Κύπρω Χριστιανών, αλλά χωρίς τινος ηθικής ή λόγω προφάσεως κατέσφαξαν όσους εξ ημών έβαλον εις τό χέρι Χριστιανούς, μηδέν ευλαβούμενοι, ουδέ τών αιδεσίμων ιερέων, ουδέ τών σεβασμίων αρχιερέων, ούδ' αυτού τού Μακαριωτάτου ημών Πατρός καί Δεσπότου, άλλ' αυτούς μέν κατέσφαξαν, τούς δέ ιερούς ημών ναούς καί οίκους, άλλους μέν ηρήμωσαν, άλλους δέ κατέκαυσαν, δίδοντας εις αρπαγήν τά τέκνα ημών καί γυναίκας, βιάζοντας αυτά νά εναγκαλισθώσι τήν ανόσιον αυτών θρησκείαν καί άλλα όσα τραγικά καί αποτρόπαια βαρβαρική δύναμις καταχράται, όπου δεν ευρίσκει αντίστασιν διά τάς φρικτάς αυτών αδικίας καί δι' όσας άλλας πρό αυτών, εί καί μετριωτέρας αλλά συνεχείς υπό τών τυράννων αυτών υπεφέραμεν.

Νομίζομεν ενώπιον Θεού καί ανθρώπων, ότι έχομεν κάθε δίκαιον νά μή γνωρίζωμεν πλέον διά διοίκησιν τούς αιμοβόρους τούτους ληστάς, αλλά συμφώνως με τούς λοιπούς αδελφούς ημών Έλληνας θέλομεν προσπαθήσει διά τήν ελευθερίαν τής ειρηνικής ημών, πάλαι μέν μακαρίας, ήδη δέ τρισαθλίας νήσου Κύπρου. 'Ενεκα τούτου συμψηφίζομεν Επίτροπον τής νήσου μας άπαξ τόν ευγενή Κύριον Νικόλαον Θησέα, υιόν τού αοιδήμου Μεγάλου Οικονόμου τού Μακαριωτάτου, όπως συνεργήσει καί ενεργήσει πληρεξουσίως πάντα όσα κρίνει συμφέροντα, απέλθη αυτός ή πέμψει πρεσβείαν πρός τούς Χριστιανούς Μονάρχας ή εις όντινα τούτων κρίνει συμφερώτερον, έλθει εις συνθήκας περί τής Νήσου, καί υπογράψει ως από μέρους τού κοινού, ετοιμάσει δύναμιν στρατιωτικήν καί κινηθή κατά τών εχθρών, δανεισθή επάνω είς τά κοινά εισωδήματα ή κτήματα τού Κοινού τής πατρίδος, ή καί τών όσα ή πλεονεξία τών Τούρκων εσφετέρησε, ή όσας γαίας ή άλλα κτήματα, έν τή πατρίδι δέν έχουν νόμιμον δεσπότην, ή επάνω είς τό δέκατον κοινώς όλων τών έν Κύπρω κτημάτων ημών, ενί δέ λόγω δίδοται τώ επιτρόπω απολύτως πάσα εξουσία, ίνα πράξη υπέρ τής ελευθερίας, νομίμου διοικήσεως, καί ευταξίας τής Κύπρου, όσα κατά τάς υποσχέσεις καί όρκους, άς λάβομεν παρ' αυτού. Ο δέ Θεός τής δικαιοσύνης ευλογήσει τούς σκοπούς ημών, καί δώσει ημίν τήν θείαν χάριν αυτού, όπως λάβωσιν αίσιον τέλος.

Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως - γιά τίς σφαγές στήν Κώ

Πάνδεινα έπαθαν συγχρόνως καί οι δυστυχείς Κώοι. Δωδεκασχίλιοι Τούρκοι καί εξακισχίλιοι Χριστιανοί ήσαν επί τής επαναστάσεως οι κάτοικοι τής νήσου ταύτης, διεσπαρμένοι εις έξ μέρη, τήν κυρίως λεγομένην Χώραν καί τά χωρία Κέφαλον, Αντιμάχειαν, Πηλείον, Ασφενδιόν καί Κερμετήν.

Οι εντόπιοι Τούρκοι, άν καί υπερίσχυαν καί κατά τόν αριθμόν καί κατ' άλλα, μετέφεραν τόν Απρίλιον εις τήν νήσον εκ τών τής ανατολής μερών κατά διαταγής τής Πύλης διά φόβον ενδεχομένης εξωτερικής επιδρομής Ελλήνων εξακόσιους οπλοφόρους. Αταξίαι, αρπαγαί καί φόνοι σποράδην συνέβαιναν έκτοτε καθ' ημέραν, αλλά τά κακά εκορυφώθησαν τήν 11η Ιουλίου 1821.

Εκ μόνων τών κατοίκων τής Χώρας εσφάγησαν 98, όλαι δέ αι οικίαι εγυμνώθησαν, τά ιερά εχλευάσθησαν, αι νέαι γυναίκες εκρατήθησαν καί μετά τρείς ημέρας απελύθησαν, πάσα αιδώς εν ενί λόγω εξέλειψε καί πάς σπινθήρ ελέους εσβέσθη.

Διαφέροντα καί περίεργα τινά ιστορήματα - Αλέξιος Κουτσαλέξης, Αθήναι 1882 - γιά τήν επανάσταση στούς Καλαρρύτες

Έως τόν Μάρτιον η πόλις τής Άρτας έμενεν ήσυχος, ο δέ πληθυσμός της ηύξησε ένεκα τής καταφυγής απείρων χριστιανικών οικεγενειών εξ Ιωαννίνων. Αλλ' άμα ηκούσθη η επανάστασις τής Πελοποννήσου, πάραυτα καί εκεί υπόκωφος ενέργεια ήρχισε νά ταράσση τήν κοινωνίαν. Δέν άργησαν δέ νά φανούν τά σημεία τής γενικής αναστατώσεως, καί δή καί η τουρκική κυβέρνησις δέν ήργησε νά λαμβάνη τά συνήθη μέτρα εις βάρβαρον κυβέρνησιν. Αι αιματηραί σκηναί αι λαβούσαι χώραν εις τήν πόλιν αυτήν κατά προσώπων υπόπτων ή ομήρων καί η απειλούμενη γενική σφαγή τών Ελλήνων εκ μέρους τών Τούρκων ηνάγκασεν όλους σχεδόν τούς Ιωαννίτας ν' απέλθωμεν εις ασφαλές μέρος. Εκτός δέ τούτου αι τροφαί ήρχισαν νά σπανίζουν, μή τολμώντων πλέον τών χωρικών νά εισέλθωσιν εις τήν πόλιν, μέ άλλας λέξεις οι Έλληνες ήσαν όλοι εις τό ποδάρι.

Δέν πρέπει νά διαφύγη τήν γραφίδα μου μία περίστασις περίεργος. Καί ποιά νομίζει ο αναγνώστης είναι αυτή; Οι Τούρκοι δέν κατεδέχοντο νά σφάζουν τούς Χριστιανούς Έλληνας. Τό έργον αφιέρωσαν εις τούς Εβραίους. Κήρυξ, υψηλός τό ανάστημα Εβραίος, εξετέλει τήν διαταγήν τής αιμοβόρου αρχής. Είδον μέ τά όμματά μου τόν Εβραίον αυτόν νά έχη τήν μάχαιραν έτοιμην, καί τό θύμα γονατιστόν γυμνόν επερίμενε σφιγκτά δεμένον όπως χάση τήν κεφαλήν. Αλλ' αποστρέψας πάραυτα τήν κεφαλήν μου λιπόθυμος σχεδόν έτρεξα εις τήν οικίαν, καί μόλις μετά πολλάς ώρας συνήλθον. Αι εκτελέσεις αυταί ελάμβανον χώραν εις τήν πλατείαν τήν καλουμένην Μονοπωλειό.

Η μήτηρ μου ηναγκάσθη ένεκα τούτου καί ίνα μή ακούωμεν τάς γοεράς φωνάς νά μετοικήσωμεν. Η απόφασις τής αναχωρήσεώς μας εξετελέσθη. Τά ζώα ευρέθησαν, ητοιμάσθημεν, ιππεύσαμεν, αλλά καθ' οδόν άλλαι οικτραί σκηναί. Τά ζώα δέν εβάδιζον ειμή κρατούμενα από τών χαλινών καί έχοντα μανδήλια επί τών ομμάτων. Η γέφυρα τής Άρτης ήτο εστολισμένη από ανθρωπίνους κεφαλάς καί άπειρα κορμιά έκειντο άνευ κεφαλής επί τής γέφυρας, περαιτέρω δ' επί τοίχων ίσταντο άπειροι παλουκωθέντες. Φρίκη μέ έπιασε. Μού ήλθεν έμετος καί τώρα, όταν έρχωνται εις τήν μνήμην μου, κάπως ριγώ.

Μετά τήν δέουσαν σκέψιν αι γυναίκες απεφάσισαν ν' ανέλθωμεν εις Καλαρρύτας, όπου κατέφευγον καί έτεραι οικογένεια εξ Ιωαννίνων ως ασφαλέστατον μέρος. Οι Καλαρρύται εθεωρούντο απόρθητοι.

Η πόλις Καλαρρυτών μέ εξέπληξε διά τάς ωραίας οικοδομάς, άς έβλεπον καί η θέα αυτή μέ απεζημίωσε διά τό τρομερόν ανεβοκατέβασμα τής επικινδύνου οδού. Πλήθος λαού κατά τήν πλατείαν αυτήν συνηθροισμένου ωμίλει τήν βλαχικήν, ολίγοι δέ πατριώται μας Ιωαννίται εσχημάτιζον χωριστούς ομίλους. Παίς εγώ ουδέν ενόουν. Ό,τι έπληττε τά αυτία μου, ήτο όσα ήκουον εις Ιωάννινα, εις Γραμμένον, εις Άρταν, ήτο πάντοτε τό "θά γίνει τό Ρωμέϊκο".

Ο Γεώργιος Τουρτούρης, εις τών προυχόντων Καλαρρυτών καί ο Κωλέτης, είς τών πρώτων τής πόλεως Συράκου, συνεννοοηθέντες μέ διαφόρους κοινότητας τής Ηπείρου, προπαρασκεύαζον τήν εξέγερσιν τού λαού κατά τών τυράννων. Η εξέγερσις δέν ήργησε νά λάβη χώραν. Οι ήχοι τών κωδώνων ήρχισαν νά κρούουν ακατάπαυστα. Διάφοροι άνδρες εκ τών Ιωαννιτών, όσοι κατέφυγον εις τήν πόλιν αυτήν, έχοντες όπλα, έτρεξαν εις αποκλεισμόν τής αλβανικής φρουράς συγκειμένης από 80 περίπου.

Ο περισσότερος δέ λαός, ωπλισμένος ή όχι, διότι όλιγοι είχον όπλα, μετά τών παίδων ζητωκραυγάζοντες υπέρ τού Γένους, συνεκεντρώθησαν πέριξ τής μεγάλης εκκλησίας καί ανύψωσαν λευκήν σημαίαν μετά κοκκίνου σταυρού, τυχηρός δ' εστάθην νά λάβω καί εγώ μέρος μετά τών λοιπών παίδων εις τό έργον τούτο.

Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις - γιά τά μαρτύρια τών Ρωμιών στήν Εύβοια

Εις τήν Χαλκίδα ο Μωαμεθανός Ουζούν Σερίφ παρήγγειλε κάποτε εις τόν μεταξουργόν Γιάννην Βαθυώτην νά τού στείλη μίαν μπότσαν ρακί, καί όταν τό έλαβε τού τό επέστρεψε, διότι δέν τό ευρήκε καλόν, μετά δύο δέ ημέρας επέρασεν από τό μαγαζί του.

- "Ακόμα τό περιμένω τό ρακί", τού εφώναξε.

Kαί πρίν ο Βαθυώτης προφθάση νά τού απαντήση, ο Σερίφ ετράβηξε τό πιστόλι του καί τόν εσκότωσε. Ο φονεύς δέν κατεδιώχθη.

Ένας άλλος, ο Δερβίς αγάς, έστειλε ένα παιδί νά τού αγοράση ένα πεπόνι μέ δύο λεπτά από τόν Αντώνην Κοντόν. Αλλ' η γεύσις τού αγά δέν ικανοποιήθη από τήν ποιότητα τού αγορασθέντος πεπονιού καί τό παιδί εστάλη πίσω νά φέρη άλλο άνευ πληρωμής. Ο Κοντός ηρνήθη. Αμέσως ο αγάς έτρεξεν εις τήν αγοράν, ετράβηξε τό μαχαίρι του καί τό εβύθισεν εις τήν κοιλίαν τού πτωχού Έλληνος.

Αλλος Τούρκος Χαλκιδεύς, ο Μπαργιάμογλους, συναντήσας εις τόν περίπατόν του, ολίγον έξω τής πόλεως, τόν Σπύρον Κοροπίτσην τόν διέταξε, διά νά διασκεδάση, νά περάση τό λιθόστρωτον κομμάτι τού δρόμου - τό καλντερίμι (από τό βυζαντινό καλλιδρόμιον) - βαδίζων μέ τά χέρια καί μέ τά πόδια επάνω. Ο ταλαίπωρος ραγιάς υπήκουσε, διότι εγνώριζε τί θά εσήμαινεν η παρακοή. Αλλά δέν είχεν ασκηθή διά τοιούτον γύμνασμα καί κάθε τόσο έχανε τήν ισορροπίαν του. Ο Μπαργιάμογλους ετράβηξε τό πιστόλι καί μέ ένα πυροβολισμόν εις τό κεφάλι τού πτωχού ανθρώπου τόν έστειλε νά μάθη ακροβασίαν εις τόν άλλον κόσμον.

Φιρμάνι τής Υψηλής Πύλης πρός τίς οθωμανικές αρχές τής Ρούμελης - 1601

"Οι νέοι τών απίστων (πού προορίζονται γιά γενίτσαροι) πρέπει νά είναι καλλίμορφοι, αρτιμελείς καί πρός πόλεμον κατάλληλοι. Όταν κανείς αντιστεί εις τήν παράδοσιν τών γενιτσάρων ν' απαγχονίζεται ευθύς εις τό κατώφλι τής θύρας του."

Εις τόν προδότην - Ανδρέας Κάλβος

Eγύρισε τίς πλάτες του,
φεύγει, φεύγει ο προδότης,
αλαμπή σέρνει τ' άρματα
φαρμακερά, τό στήθος του
έγινεν Άδης.

Tόν σταυρόν καί τούς Έλληνας
άφησ' οπίσω, εξάπλωσεν
αδελφικώς τήν χείρα του
στους τούρκους, κ' επροσκύνησε
βάρβαρον νόμον.

Tόν συντροφεύει ολόμαυρον
μέγα εναέριον σύγνεφον,
κρέμεται ακόμα ατίνακτον
αστροπελέκι επάνω του,
κ' άγρυπνος μοίρα.