Παρ' όλες τίς επιτυχίες τού Καραϊσκάκη στήν Ανατολική Στερεά καί τήν αποκοπή τού Κιουταχή από τίς
βάσεις ανεφοδιασμού του στή Θεσσαλία, ο σερασκέρης συνέχιζε πεισματικά τήν πολιορκία τής Ακροπόλεως.
Η πτώση τού κάστρου τής Αθήνας ήταν η μόνη του επιδίωξη. Αυτό άλλωστε ζητούσε επιτακτικά καί ο ίδιος ο
σουλτάνος διότι έτσι θά μπορούσε νά αφοπλίσει διπλωματικά τούς ξένους πρέσβεις, πού
πίεζαν γιά αυτονομία τής Ελλάδος. Η θέση τών πολιορκημένων γινόταν ολοένα καί χειρότερη
καί οι αρχηγοί τους δέν σταματούσαν νά ζητούν ενισχύσεις από τήν κυβέρνηση. Οι αρρώστιες θέριζαν
καί οι συνεχείς κανονιοβολισμοί προκαλούσαν τραυματισμούς καί θανάτους.
Δέν υπήρχαν γιατροί, ενώ υπήρχε έλλειψη στά πολεμοφόδια καί τά τρόφιμα, αλλά ακόμα καί στά ξύλα,
τά οποία χρειάζονταν γιά νά μαγειρέψουν τήν τροφή τους καί νά ζεστάνουν τούς αρρώστους.
Τά μνημεία τής κλασσικής Αθήνας υπέστησαν τρομερές καταστροφές, αλλά οι κολώνες τού Παρθενώνα
συνέχιζαν νά στέκουν όρθιες σέ πείσμα τών βαρβάρων πού τίς κανονιοβολούσαν.
Στό στρατόπεδο τής Ελευσίνας υπήρχε μόνο μία μικρή ελληνική δύναμη 1000 ανδρών,
πού τή διοικούσε ο Βάσος Μαυροβουνιώτης
καί η οποία δέν μπορούσε νά βλάψει τόν πολυάριθμο στρατό τού Κιουταχή. Στά τέλη Δεκεμβρίου 1826
έφθασαν ενισχύσεις μέ επικεφαλής τόν συνταγματάρχη τού γαλλικού στρατού
Διονύσιο Βούρβαχη. Ο Βούρβαχης ήταν γεννημένος στήν Κεφαλλονιά, όπου είχε καταφθάσει ο
πατέρας του από τά Σφακιά, κυνηγημένος από τούς Τούρκους. Είχε διακριθεί στούς ναπολεόντειους πολέμους
καί είχε ακολουθήσει τόν Ναπολέοντα ακόμα καί στήν εκστρατεία του στήν Ισπανία.
Ο συγγενής του Ανδρέας Μεταξάς ήταν αυτός πού
τού ζήτησε νά εγκαταλείψει τή Γαλλία καί νά έρθει νά βοηθήσει τόν ελληνικό αγώνα.
Έτσι ο Βούρβαχης συγκέντρωσε χρήματα από τό γαλλικό κομιτάτο
καθώς καί από τόν Βαυαρό βασιλιά καί συγκρότησε ένα σώμα 800 ανδρών
τό οποίο έθεσε κάτω από τίς διαταγές τής κυβέρνησης.
Η νοοτροπία όμως τών ευρωπαϊκών πολέμων διέφερε πολύ από τήν αντίστοιχη τής ελληνικής
επανάστασης. Οι Έλληνες άτακτοι ήταν απείθαρχοι, η τροφή τους ήταν ανεπαρκής, ο ρουχισμός τους
άθλιος καί επιζητούσαν μέ τή λαφυραγώγηση νά προμηθευτούν τά αναγκαία, αφού γνώριζαν ότι οι
οικογένειές τους λιμοκτονούσαν.
Επιπλέον, οι αξιωματικοί πού προέρχονταν από τίς ξένες πολεμικές σχολές
απαιτούσαν τυφλή υπακοή τών διαταγών τους, αδιαφορούσαν
γιά τόν αριθμό τών απωλειών καί ενδιαφέρονταν μόνο γιά τή νίκη καί τή δόξα.
Όσοι ξένοι είχαν έρθει στήν Ελλάδα δέν αντιλαμβάνονταν
τό γεγονός ότι οι Έλληνες ήταν πολύ λιγότεροι αριθμητικά από τόν
ενωμένο μουσουλμανικό στρατό, πού είχε έρθει νά τούς πολεμήσει καί πολλοί από αυτούς ήταν
αναντικατάστατοι. Αντίθετα οι Έλληνες αρχηγοί (καπετάνιοι) δέν θυσίαζαν τούς στρατιώτες
τους καί φρόντιζαν νά τούς οχυρώνουν σέ ισχυρές θέσεις (ταμπούρια). Απέφευγαν νά πολεμούν
σέ πεδινά εδάφη, όπου τό οθωμανικό ιππικό ήταν ανίκητο καί γνώριζαν νά χειρίζονται
μέ τόν δικό τους ξεχωριστό τρόπο τά ζητήματα τής ανυπακοής τών στρατιωτών τους.
Τόν Ιανουάριο τού 1827 έφθασαν στήν Ελευσίνα νέες ενισχύσεις 1200 ανδρών μέ αρχηγό τόν
Παναγιώτη Νοταρά,
ανεβάζοντας τόν συνολικό αριθμό τών Ελλήνων σέ 3000. Στήν Κούλουρη (Σαλαμίνα) υπήρχαν ακόμα 1000
στρατιώτες υπό τούς Ιωάννη Νοταρά, Μακρυγιάννη, Δημήτριο Καλλέργη, Ιωάννη Πέτα καί Χαράλαμπο
Ιγγλέση. Τό γενικό πρόσταγμα αυτής
τής δύναμης τό είχε ο Σκωτσέζος αξιωματικός Θωμάς Γκόρντον (Gordon Thomas), ο οποίος ενισχυόταν
καί από μία μικρή ναυτική δύναμη δέκα πλοίων, στά οποία συμμετείχε η ατμοκίνητη "Καρτερία"
μέ κυβερνήτη τόν Άστιγξ (Frank Abney Hastings) καί δύο ψαριανά μπρίκια μέ κυβερνήτες τούς Δημήτριο Παπανικολή
καί Νικόλαο Γιαννίτση.
Οι Έλληνες αρχηγοί είχαν σχεδιάσει νά δημιουργήσουν μέ τή δύναμη τού Βούρβαχη καί τού Μαυροβουνιώτη
αντιπερασπισμό στή Χασιά καί τό Μενίδι παρασύροντας εκεί τίς δυνάμεις τού Κιουταχή,
έτσι ώστε νά μπορέσουν οι δυνάμεις τής Σαλαμίνας νά αποβιβαστούν στό Φάληρο.
Πράγματι στίς 21 Ιανουαρίου 1827, τό στράτευμα τής Ελευσίνας επιτέθηκε στή Χασιά καί τό στράτευμα τής
Σαλαμίνας αποβιβάστηκε στό Φάληρο, ενώ ταυτόχρονα τά ελληνικά πλοία βομβάρδιζαν τό μοναστήρι τού
Αγίου Σπυρίδωνα στόν Πειραιά, όπου είχαν οχυρωθεί 500 Αλβανοί.
Ο Βούρβαχης έδωσε εντολή στούς Έλληνες τής Χασιάς νά μετακινηθούν πρός τό Καματερό.
Η απόφαση αυτή
βρήκε αντίθετους τούς Νοταρά καί Μαυροβουνιώτη, διότι τό Καματερό βρισκόταν σέ πεδινή θέση καί άρα ήταν
ευάλωτο στίς επιθέσεις τού τουρκικού ιππικού. Ο Βούρβαχης, μέ τή γαλλική στρατιωτική νοοτροπία, επέμεινε
στή μοιραία απόφασή του καί τό κακό δέν άργησε νά συμβεί.
Στίς 27 Ιανουαρίου 1827, μόλις χάραξε, τουρκική δύναμη 2000 πεζών καί 600 ιππέων, υποστηριζόμενη
από δύο πυροβόλα, κατέφθασε στήν πεδιάδα τού Καματερού καί επιτέθηκε στό σώμα τού
Βούρβαχη πού βρισκόταν σέ προχωρημένη θέση χωρίς καμμία κάλυψη. Ο γενναίος συνταγματάρχης προσπάθησε
νά συγκρατήσει τήν ορμή τού εχθρικού ιππικού, αλλά δέν τά κατάφερε καί έπεσε νεκρός από τά κτυπήματα
τών σπαθιών τών ντελήδων. Η μάχη έγινε σώμα μέ σώμα καί κατέληξε
σέ συντριβή τών Ελλήνων, οι οποίοι άφησαν στό πεδίο τής μάχης 300 νεκρούς, μεταξύ τών οποίων ήταν
ο Προκόπης Λέκκας, ο Αναγνώστης Κιουρκατιώτης καί τέσσερεις φιλέλληνες αξιωματικοί.
Ο Κιουταχής απέκοψε τό κεφάλι τού Βούρβαχη καί τών φιλελλήνων αξιωματικών καί αφού τά πάστωσε μέ αλάτι, τά
έστειλε μέ δεκάδες άλλα κεφάλια στό παλάτι τού σουλτάνου, γιά νά δώσει έμφαση στή νίκη του, η οποία γινόταν
εναντίον στρατού πού τόν διοικούσαν Ευρωπαίοι αξιωματικοί!
Στή συνέχεια ο πασάς επέστρεψε στά Πατήσια, όπου είχε στήσει τή βασιλική του σκηνή καί από εκεί έστειλε
νέα μηνύματα στούς αρχηγούς τών πολιορκημένων Νικόλαο Κριεζώτη καί Στάθη Κατσικογιάννη, καλώντας
τους νά παραδοθούν. Η απάντηση πού έλαβε ήταν αρνητική.
Στίς 30 Ιανουαρίου 1827, ο Κιουταχής επιχείρησε νέα επίθεση, αυτή τή φορά στόν λόφο τής
Καστέλλας ή Μουνιχίας, τόν οποίον είχαν οχυρώσει οι Έλληνες. Αφού έστησε τά πυροβόλα του καί άρχισε
νά βομβαρδίζει τίς θέσεις τών Ελλήνων, εξαπέλυσε τό πεζικό του γιά νά τίς καταλάβει.
Οι Έλληνες μέ τή σειρά τους είχαν στήσει καί αυτοί κανόνια στόν λόφο τής Καστέλλας καί μαζί μέ τά πυροβόλα
τής Καρτερίας καί τών δύο ψαριανών πολεμικών πλοίων πού πυροβολούσαν από τό λιμάνι τής Μουνιχίας,
επέφεραν βαρύτατες απώλειες στόν εχθρό. Ο Γκόρντον είχε αναλάβει τήν οργάνωση τού πυροβολικού καί οι
εύστοχες βολές του ανάγκασαν τόν εχθρό νά υποχωρήσει. Μόλις οι Έλληνες αντιλήφθηκαν τήν άτακτη υποχώρηση
τών Τουρκαλβανών, πετάχτηκαν από τά ταμπούρια τους καί μέ επικεφαλής τούς
Μακρυγιάννη, Δημήτριο Μπενιζέλο καί Σπύρο Δοντά τούς κυνήγησαν παίρνοντας εκδίκηση γιά τήν ήττα
στό Καματερό. Οι απώλειες τών Τούρκων ξεπέρασαν τούς 300 αλλά καί οι Έλληνες άφησαν στό πεδίο τής μάχης
60 νεκρούς. Τή σημαντικότερη βοήθεια προσέφερε κατ' ομολογία όλων τό ατμοκίνητο πλοίο Καρτερία,
μέ τό ισχυρό πυροβολικό του καί τούς επιδέξιους χειρισμούς τού κυβερνήτη του Άστιγγος (Frank Abney Hastings).
«Αφού λοιπόν συνήλθον τά σώματα ταύτα εις Σαλαμίνα, τό όλον συμποσούμενον εις έξ χιλιάδας, διαιρείται εις δύο, καί τό μέν έν υπό τόν Βάσσο Μαυροβουνιώτη, Μπούρμπαχη, Παναγιώτη Νοταρά καί Προκόπιο Κατσαντώνη, εκστρατεύει διά ξηράς από Ελευσίνος, καί τοποθετείται εις Καματερόν. Τό δέ έτερον υπό τόν Ιωάννη Νοταρά, Μακρυγιάννη καί Χαράλαμπο Ιγγλέση, αποβαίνει εις Μουνυχίαν (Καστέλλα) συγχρόνως τοίς εν Καματερώ επί τής αυτής νυκτός τής φερούσης τήν 25ην Ιανουαρίου 1827. Συμμετέσχον δέ τής εκστρατείας ταύτης καί σημαντικοί φιλέλληνες, οίτινες συνέδραμον προθύμως νά αγωνισθώσι μετά τών Ελλήνων, μάλιστα δέ εις τόν υπέρ Αθηνών αγώνα. Μεταξύ τών φιλελλήνων τούτων είναι ο συνταγματάρχης Γκόρντον, όστις ανέλαβε τήν διά θαλάσσης διεύθυνσιν τής εκστρατείας, εξοδεύσας πολλά εξ ιδίων, καί ο συνταγματάρχης Κάρολος Έιντεκ μετά τινων άλλων αξιωματικών Βαυαρών.
Συνεβοήθουν δέ τό στρατόπεδον τούτο καί τρία πλοία, τό ατμοκίνητον Καρτερία κυβερνώμενον υπό τού καρτερόψυχου Άστιγγος, καί δύο βρίκια ψαριανά, τό μέν Νικολάου Γιαννίτση, τό δέ Δημητρίου Παπανικολή. Άμα δέ απέβησαν οι Έλληνες εις τήν Μουνυχίαν, η επί τού λόφου λεγομένου Καστέλλα τουρκική φυλλακή βλέπουσα τούς ημέτερους, τουφεκίζουσι τήν εμπροσθοφυλακήν, αλλ' ούτοι αλαλάξαντες μιά βοή, κατετρόμαξαν τούς εχθρούς, οίτινες κατέφυγον νά ασφαλισθώσιν εις τό μοναστήριον ο Άγιος Σπυρίδων, καί εις τόν πύργον τού Τελωνείου. Οι ημέτεροι ενησχολήθησαν αυθωρεί εις προμαχώνας καί χαρακώματα επί τής Καστέλλας καί θέσαντες εννέα κανόνια επ' αυτής, εσχημάτισαν αυτήν φρούριον.
Ημείς δέ οι από τού φρουρίου (Ακρόπολη) βλέποντες πυρσούς εις Καματερόν, πυρσούς εις Μουνυχίαν καί Πειραιά, επλήσθημεν χαράς, καθότι είμεθα μέν προειδοποιημένοι τό τοιούτον, όμως δέν επιστεύομεν. Ημέρας δέ υποφαινομένης εισελθόν τό ατμοκίνητον εις τόν λιμένα Πειραιώς, άρχεται τού κανονοβολισμού, κτυπών τό μοναστήριον καί τόν πύργον τού Τελωνείου, ένθα ήσαν κλεισμένοι εχθροί. Ο πυροβολισμός διήρκεσε δι' όλης ημέρας. Ο εχθρός εκυριεύθη από άκραν αμηχανίαν καί ταραχήν, θέλει νά σώση τούς εν τώ μοναστηρίω καί πύργω, καί δέν δύναται. Στέλλει περίπου εκατό ιππείς εις βοήθειαν αυτών, πλήν φεύγουσιν άπρακτοι καί κτυπημένοι. Μετά ταύτα έστειλε τινάς πρός τόν Κερατόπυργον (θέση στό Κερατσίνι) διά νά φυλάξη τήν θέσιν αυτήν. Τό δέ ατμοκίνητον (Καρτερία) εξακολουθεί τό πύρ, καί κρημνίζει τοίχους τού μοναστηρίου καί κατέθραυσε τόν πύργον.
Ο εχθρός σκεπτόμενος περί τών δύο τούτων ελληνικών σωμάτων τών εν Καματερώ καί τών εν Πειραιεί, καί θεωρών τούς εν Καματερώ αδυνατώτερους, αποφασίζει νά πολεμήση πρώτον τούτους, τούς οποίους αφού χαλάση, θέλει φοβίση καί τούς άλλους, καί ούτω δέν θέλει δυσκολευθή νά καταστρέψη καί τούτους. Πάραυτα λοιπόν κινείται μέ δύο χιλιάδας στρατού εξ ιππέων καί πεζών, φέρων καί δύο κανόνια, καί αντιπαρατάττεται εναντίον τών εν Καματερώ τήν 27ην τού αυτού μηνός, ανατείλαντος τού ηλίου. Οι ημέτεροι ήσαν εντός δύο χαρακωμάτων όχι όμως οχυρωμένων. Ο εχθρός αφού εκανοβόλησεν αρκετά εναντίον τών χαρακωμάτων, εφορμά επ' αυτά καί τρέπει εις φυγήν τούς ημετέρους, επιφέρων τό πύρ καί τόν σίδηρον. Ο δέ Προκόπιος Κατσαντώνης μαχόμενος ανδρείως εις τήν θέσιν του, αποθνήσκει ομού μέ εξήκοντα άλλους Αθηναίους.
Ο εχθρός συνάξας τάς δυνάμεις του, έρχεται εφωδιασμένος νά κτυπήση τούς εν Πειραιεί, καί μάλιστα τήν Καστέλλαν. Καί παραταττόμενος εις τό πεδίον τού λειβαδίου καί τού μοναστηρίου, στήσας δέ κανόνια τέσσαρα, έχων περί αυτόν τό ιππικόν του, έκαμε πρώτος αρχήν τής μάχης μετά τήν ανατολήν τού ηλίου τήν 30ην Ιανουαρίου 1827. Οι δέ ημέτεροι ωχυρωμένοι καλώς, καί διατεθειμένοι ως έπρεπεν, αντεπέρχονται μέ τρομερόν πύρ, η μέν Καρτερία διά τού Άστιγγος από τού λιμένος εκεραυνοβόλει πρός τούς εχθρούς, τά δέ δύο ψαριανά πλοία αφ' ετέρου μέρους εξηκολούθουν ομοίως, οι από τής Καστέλλας δέ επυροβόλουν δι' εννέα κανονίων.
Τό πύρ διήρκεσεν εκατέρωθεν αρκετήν ώραν, ο εχθρός κτυπημένος από τόσον πύρ ελληνικόν, τό οποίον άλλοτε δέν είχε δοκιμάσει, όχι μόνον δέν ετόλμησε νά κάμη έφοδον κατά τήν συνήθειάν του, αλλά δέν εδυνήθη ούτε κάν τάς θέσεις του νά κρατήση, καθότι οι ημέτεροι βλέποντες πρό οφθαλμών τήν μεγάλην φθοράν τών εχθρών, ώρμησαν κατ' αυτών καί μέ πρώτον τούς απεδίωξαν, θέλοντες δέ οι εχθροί νά αναλάβουν τάς θέσεις των, αποδιώκονται πάλιν, μέ μεγάλην των φθοράν, χωρίς νά τολμήσωσι πλέον νά επανέλθωσιν, αλλά διεσκορπίσθησαν, άλλοι μέν οδεύοντες εις Πατήσια, άλλοι δέ εις τήν πόλιν. Όλοι σχεδόν οι οπλαρχηγοί τών ημετέρων ηνδραγάθησαν κατ' αυτήν τήν μάχην. Ο λαμπρόν τόπον λαβών κατ' αυτήν στρατηγός Μακρυγιάννης έκαμε λαμπρόν εγκώμιον τών υπό τήν οδηγίαν του Αθηναίων. Υπαρχηγοί δέ τού σώματος τούτου ήσαν Δημήτριος Βενιζέλος καί Σπυρίδων Δοντάς, συντελέσαντες πολύ διά τήν ανδρείαν των αμφότεροι. Οι εν τώ φρουρίω δέ βλέποντες οφθαλμοφανώς τήν λαμπράν νίκην τών ημετέρων επλήσθησαν χαράς, πεποιθόντες ότι ο εχθρός δέν θέλει δυνηθή εις τό εξής ν' αποδιώξη τούς ημετέρους από τού Πειραιώς.»
Σουρμελής Διονύσιος, Ιστορία τών Αθηνών (1853)
Ο Κιουταχής θεώρησε αναγκαία τήν κατάληψη τού Πειραιά, γιά νά μήν έχουν οι Έλληνες ένα έρεισμα στήν
προσπάθειά τους νά ανακουφίσουν τούς πολιορκημένους τής Ακρόπολης. Έτσι επιχείρησε εκ νέου τήν
κατάληψη τής Καστέλλας αποστέλλοντας νέες ισχυρές δυνάμεις πεζικού καί ιππικού. Αυτή τή φορά οι
Έλληνες είχαν οχυρώσει τή θέση "Τρείς Πύργοι" καί περίμεναν κρυμμένοι σέ αυλάκια τήν επίθεση τού εχθρού.
Τά αυλάκια, πού είχαν διαλέξει νά καλυφθούν οι 500 άνδρες τών Γεωργίου Λέκκα, Χαράλαμπου Ιγγλέση καί Παναγιώτη
Σωτηρόπουλου, δυσκόλευαν τήν κίνηση τού εχθρικού ιππικού, αφού τά άλογα βούλιαζαν μέσα στήν λάσπη
καί γίνονταν εύκολος στόχος γιά τά όπλα τών αμυνομένων. Τά βόλια τών Ελλήνων έριξαν τούς ντελήδες κάτω
από τά άλογα φέρνοντας αναστάτωση τόσο στό ιππικό όσο καί στό τουρκικό πεζικό
πού ακολουθούσε. Τελικά, ο Κιουταχής
αναγκάστηκε νά αποσύρει τά αποδεκατισμένα στρατεύματά του καί νά γυρίσει πίσω στά Πατήσια,
εγκαταλείποντας τήν ιδέα τής κατάληψης τού Πειραιά.
«Έγινε ναύαρχος ο Κόχραν, αρχιστράτηγος ο Τζούρτζης, κι' ο ναύαρχος Κόχραν θά πάγαινε τά καράβια 'σ τά βουνά κι' απάνου εις τά κάστρα, κ' έλεγε τών Ελλήνων ο Τζούρτζης, μέ τήν γολέττα θά κυνήγαγε τούς Τούρκους. Ο Μιαούλης ο καϊμένος μέ τά σταροκάραβα αλώνιζε τούς τριπόντες καί φεργάδες τών Τούρκων, κι' ο Καραϊσκάκης μέ τούς γυμνούς έφκειανε πύργους τά κεφάλια τών Τούρκων. (Ο Μακρυγιάννης ειρωνεύεται τούς δύο Βρετανούς αξιωματικούς, οι οποίοι παρά τίς αλαζονικές τους δηλώσεις δέν κατάφεραν νά πετύχουν κάποια σημαντική νίκη εναντίον τών Τούρκων κατά τή διάρκεια τής παρουσίας τους στήν Ελλάδα.)
Ο Μπούρμπαχης μέ τούς στρατιώτες του βγήκε εις τό Λουτράκι τής Κόρθος. Μ' έστειλε η Διοίκηση καί πήγα καί τού μίλησα όλα αυτά. Καί τότε κατάλαβε ο αθώος πατριώτης καί πήγε εις τά Μέγαρα, οπού πήγαν καί οι άλλοι. Πήγε εκεί κι' ο Βάσιος Μαυροβουνιώτης. Σύναξα κ' εγώ όλους τούς Αθηναίους καί Στερολλαδίτες, όσοι φέρναν όπλα καί ήταν εις τά νησιά Κούλουρη (Σαλαμίνα), Αίγινα καί Πόρο, σύναξα αυτούς καί τούς ίδιους νησιώτες, κατά τήν διαταγή τής κυβερνήσεως οπού 'χω, καί πήγα κ' εγώ εις Μέγαρα.
Τότε κάνομεν ένα σχέδιον νά βγούμεν συχρόνως εις τά πόστα τής Αθήνας εναντίον τών Τούρκων, ο Βάσιος, ο Παναγιώτης Νοταράς, ο Μπούρμπαχης καί οι Ντερβενοχωρίτες νά πάνε νά πιάσουνε από βραδύς τήν Χασιά, νά ταμπουρωθούν - είναι η θέση γερή - νά πάγη οχτρός εκεί νά τόν πολεμήσουν. Ήταν ως τρείς χιλιάδες ασκέρι. Τό ταχτικό, ο Νοταράς ο Γιάννης κ' εγώ ως χιλιοχτακόσοι άνθρωποι νά βγούμεν εις τόν Πειραιά τά μεσάνυχτα. Πήγαμεν, μέ διορίζει ο Γκόρδον μέ τό σώμα μου νά πρωτοβγώ ομπρός εγώ εις τήν θέση τού Φαληρέως. Ράξαμεν εις τό Πασιά λιμάνι (Μαρίνα Ζέας). Πρωτοβήκα μέ δύο φελούκες, τό είχαν πιασμένο οι Τούρκοι. Πολεμήσαμεν μ' εκείνους καλά, λαβώθηκαν από 'μάς καμπόσοι. Ήρθαν κι' άλλες δύο φελούκες μ' ανθρώπους μου καί τότε πολεμήσαμεν γενναίως τούς Τούρκους, μάς πολέμησαν κι' αυτείνοι παληκαρίσια, καί τούς τζακίσαμεν καί τούς πήγαμεν κυνηγώντα ως τό μοναστήρι εις τόν Άγιον Σπυρίδωνα, εις τόν Δράκον. Τότε γυρίσαμεν οπίσου, βγήκαν κι' από τ' άλλα τά σώματα, βγάλαμεν εκείνη τήν νύχτα ως δεκαπέντε κανόνια, μικρά μεγάλα, καί γρανέτες καί φκειάσαμεν καί τά ταμπούρια διά νυχτός καί τίς θέσες τών κανονιών, κι' όσο νά φέξη ευρέθηκαν όλα έτοιμα. Μεθάγαμεν δουλεύοντας. Όσοι έρχονταν δέν έλπιζαν ότι εμείς νά φκειάσουμεν όλα αυτά εκείνη τήν νύχτα.
Τήν αυγή μάς βλέπουν οι Τούρκοι έτοιμους καί χαζίρικους. Ο Βάσιος καί οι άλλοι όλοι δέν πήγαν εις τήν Χασιά καθώς είχαμεν ομιλίαν, αλλά σηκώθηκαν τού κεφαλιού τους καί πήγαν 'σ ένα χωριόν, Καματερόν τό λένε, μίαν ώρα από τήν Αθήνα. Πήγαν καί πιάσαν μίαν θέση αδύνατη, κι' αυτό τό λάθος τό 'καμεν ο Βάσιος, ότι αυτός γνώριζε τόν τόπον τής Αθήνας, αγωνίζονταν τόσον καιρόν σέ αυτά τά μέρη. Πρίν πιάσουν θέσες καί νά ταμπουρωθούν καλά κάμαν ένα ταμπούρι τυφλό, τούς πέσαν οι Τούρκοι απάνου τους καί τούς χάλασαν, καί σκότωσαν περίπου από τρακόσους πενήντα Έλληνες, καί τούς ρίξαν εις φυγή. (Ο Μακρυγιάννης γιά τήν ήττα στό Καματερό θεωρεί υπαίτιο, όχι τόν Βούρβαχη, αλλά τόν Βάσο Μαυροβουνιώτη).
Καί σκοτώθη κι' ο αγαθός Μπούρμπαχης κι' άλλοι δύο συνάδελφοί του φιλέλληνες. Όλοι διαλύθηκαν κακώς κακού. Ο Βάσιος έμεινε εις τήν Ελεψίνα, ότι οι περισσότεροί του άνθρωποι ήταν Ντερβενοχωρίτες. Τότε πήρε τά κεφάλια αυτεινών ο Κιτάγιας καί τά πήγε εις τήν Αθήνα καί τά 'δειξε τών πολιορκημένων καί τούς είπε νά προσκυνήσουνε διά νά σωθούνε αυτείνοι καί νά μήν πάρουν κ' εμάς εις τόν λαιμό τους, οπού ήμαστε εις τόν Φαληρέα. Τούς λένε οι πολιορκημένοι, "Σύρτε κυργέψετε εκείνους εις τόν Φαληρέα καί τότε υποταζόμαστε κ' εμείς, ότι αυτείνοι είναι χωρίς κάστρο. Κι' όταν παραδοθούν, παραδίνομεν κ' εμείς τό κάστρο".
Αναχωρούν όλες οι δύναμες από τήν Αθήνα - πολλά ολίγοι μείναν, όσ' ήταν αναγκαίοι διά τούς πολιορκημένους - καί μάς ζώνουν κι' άλλοι από τ' άλλα τά πόστα τους. Είχαν τό μοναστήρι τού Αγίου Σπυρίδωνα κι' όλα τά τριγυρινά πόστα εις τήν εξουσίαν τους οι Τούρκοι. Ήρθαν καί οι άλλοι, ετοιμάστηκαν οληνύχτα, τήν αυγή σαράντα πέντε μπαγιράκια (σημαίες) ρίχτηκαν απάνου μας. Άρχισαν από τά πόστα τους, οπού τά είχαν γιομάτο τό καθένα πόστο από κανόνια καί μπόμπες καί γρανέτες, καί μάς βαρούσαν, καί τά στρατέματα έμπαιναν εις τήν τάξη νά μάς ριχτούνε. Τότε έβλεπες τούς δικούς μας, νά τούς έσφαζες, μία κούπα αίμα δέν έβγαινε, ότι μάθαν τόν χαλασμόν τού Βάσιου κι' αλλουνών (είχαν στενοχωρηθεί από τήν ήττα στό Καματερό).
Οι Τούρκοι προχώρεσαν απάνου μας μ' όλα τά μπαγιράκια. Τότε ψύχωσα τούς εκατό, τούς κέρασα καί κρασάκι καί ριχνόμαστε απάνου εις τούς Τούρκους κόντρα γιουρούσι καί τούς δίνομεν ένα σκοτωμόν καλόν. Σκοτώθηκαν καί δικοί μου δέκα πέντε κι' αχώρια οι λαβωμένοι. Πήρα τούς λαβωμένους καί σκοτωμένους μέσα εις τά πόστα μας. Ξαναρίχτηκαν οι Τούρκοι, τούς δίνομεν καί τότε έναν χαλασμόν καί τούς πήγαμεν κυνηγώντας ως τής Αθήνας τήν στράτα. Γυρίσαμεν πίσου εις τά πόστα μας. Εβγήκε κι' ο αρχηγός από τό καράβι (Γκόρντον) μέ κρασί ευρωπαίικον, μάς κέρασε αυτός καί οι συντρόφοι του. Τότε είπα τών κανονιαραίγων καί βάλαν μπάλλα μιστράλλια 'σ τά κανόνια. Οι Τούρκοι κινήθηκαν περισσότεροι, ότι τούς ήρθε μιντάτι (ενισχύσεις) ένας νέος πασιάς, κ' έρχονταν απάνου μας.(Μάχη Καστέλλας)
Αφού ήρθαν πολλά πλησίον οι Τούρκοι εις τά ταμπούρια μας, δέν μπορούσα νά βαστήξω τούς αθάνατους Έλληνες, έγιναν όλοι λιοντάρια - εγώ ήμουν ο χειρότερος. Τότε ριχτήκαμεν καί τρίτον απάνου τους καί τούς δίνομεν έναν σκοτωμόν, πληγώσαμεν καί τόν πασιά τους καί τόν πήγαν εις τήν Έγριπον (Εύβοια) κ' εκεί πέθανε. Τραβηχτήκαμεν οπίσου. Τότε τά κανόνια μέ τά μιστράλλια τούς αφάνισαν κ' έβλεπες από αυτούς στρώμα σκοτωμένους καί πληγωμένους. Τούς κουβαλούσαν εις τά πόστα τους κι' από κεί εις τήν Αθήνα. Τότε τούς κόπηκε όλη η γενναιότης τών Τούρκων.
Φκειάνει τό ρεπόρτο (αναφορά) ο αρχηγός (Γκόρντον), τό στέλνει νά τό βάλη εις τόν τύπον, κ' έλεγε ότι η σημερινή μπατάγια (μάχη) είναι τού Μακρυγιάννη, ότι αυτός διοίκησε. Ο Νοταράς οπού 'ταν εις τόν Πειραιά είχε τόν Ζαΐμη θείον από τήν μητέρα του, ήταν πρόεδρος τής Διοικήσεως. Ο Πανούτζος ο Νοταράς, αδελφός τού πατέρα του, ήταν πρόεδρος τού Βουλευτικού. Πήραν τό ρεπόρτο τού Γκόρδον καί τό ξέκλησαν κ' έβαλαν εμένα παλιές αντραγαθίες, από αυτές όμως καμμιά, αλλά παλιές μο' 'βαλαν εις τήν εφημερίδα. Γράφω τού τυπογράφου, οπού ήταν ο Φαρμακίδης, μού γράφει τά αίτια. Αφού είδε αυτό ο Γκόρδον, ως φιλαλήθης πείσμωσε, πιάστη καί μέ τόν Νοταρά. Σηκώθη κ' έφυγε από τόν Περαιά καί πήγε εις τήν Αίγινα κι' άφησε εις τό ποδάρι του εμένα. Τού είπα νά φωνάξη ν' αφήση καί τόν Νοταρά, νά μείνωμεν καί οι δύο όσο νά γυρίση, νά μήν συνβή καμμία διχόνοια κι' ακολουθήση κάνα δυστύχημα. (Ο Ζαΐμης έκρυψε στήν εφημερίδα του τό γεγονός ότι στή μάχη τής Καστέλλας πολέμησε καί ο Μακρυγιάννης καί έγραψε μόνο γιά τά ανήψια του τούς Νοταράδες).
Οι Έλληνες τούς Τούρκους τούς καταφρόνεσαν όλως δι' όλου. Καθημερινώς πολεμούσαμεν, κι' όλο τούς νικούσαμεν, ποτέ δέν κέρδιζαν. Τούς πήραμεν τόν αγέρα καί τούς είχαμεν σάν Οβραίους. (Τούς Εβραίους τούς περιφρονούσαν οι Έλληνες διότι δέν πολεμούσαν αλλά συνεργάζονταν άψογα μέ τόν κατακτητή καί θησαύριζαν εις βάρος τών ραγιάδων). Πηγαίναμεν ως απόξω τό Σέτζος (Άρειος Πάγος). Πιάσαμεν καί τά Μποστάνια λεγόμενα, είναι ένας βάλτος, ήταν περιβόλια τών Τούρκων εκεί καί βάλτωσαν. Βγαίνει νερό ο τόπος καί είναι κάτι χαντάκια, οπού άν δέν ξέρη ο άνθρωπος, χάνεται. Αυτός ο τόπος είναι εις τήν άκρη τής θάλασσας κατά τό μέρος τών Τριών Πύργων (Η περιοχή εκείνη στό σημερινό Μοσχάτο ήταν βαλτώδης καί γεμάτη αυλάκια, τά οποία εμπόδιζαν τίς κινήσεις τού εχθρικού ιππικού). Ήταν καί κάτι παλιόπυργοι καί τούς πιάσαμεν. Στείλαμεν όλοι οι καπεταναίγοι ανθρώπους ως διακόσους.
Μιάν αυγή ο Κιτάγιας μ' όλες του τίς δύναμες, πεζούρα καί καβαλλαρία καί κανόνια καί γρανέτες, μέθυσε τούς Τούρκους κ' έπιασαν τόν πόλεμον από τήν αυγή μπονόρα καί βάσταξε ως τό δειλινό. Καί ρίχτηκαν μέ μεγάλη ορμή οι Τούρκοι 'σ τούς δικούς μας εις τά Μποστάνια. Στείλαμεν μιντάτι (βοήθεια) τόν Σωτηρόπουλον μέ καμμιά εκατοστή ανθρώπους. Κιντύνευαν. Στείλαμεν μ' άλλους εκατό τόν γενναίον Γιωργάκη Χελιώτη, άξιον πολεμιστή καί τίμιον πατριώτη. Οι Τούρκοι τούς στένεψαν πολύ τότε, καί θά τούς χάλαγαν, ότι πολεμούσαν νά τούς κλείσουνε μέσα. Τότε κατεβήκαμεν κ' εμείς καί πήγαμεν εις τό Γλυκόν Νερόν καί βαστούσαμεν τόν είσοδον ανοιχτόν καί πολεμούσαμεν. Καί βάλαμεν καί τόν γενναίον Ιγγλέζη μέ τό ταχτικόν καί βαστούσε τήν φτερούγα ακίνητος εις τού Χαϊμαντά τήν μάντρα ονομαζόμενη.
Κι' αυτείνοι οι αγαθοί άντρες τού ταχτικού κι' ο αρχηγός τους ο Ιγγλέζης ριζικάρησαν (κινδύνεψαν) πολύ, καί η θεία πρόνοια μας έσωσε όλους. Τό βράδυ κάμαμεν ριτιράτα (υποχώρηση) μ' όμορφον τρόπον. Καί σώθηκαν όλοι οι εδικοί μας, οπού ήταν μέσα κλεισμένοι. Σκοτώθηκαν καί πληγώθηκαν όλο τ' άνθος τών Τούρκων περίπου από χίλιους διακόσιους. Πήραν πλήθος κεφάλια οι Έλληνες, άρματα, σημαίγες καί τά 'φεραν εις τόν Φαληρέα, καί μαζώχτηκαν τόσοι Ευρωπαίγοι κ' έβλεπαν αυτόν τόν αφανισμόν. Σκοτώθηκαν κι' από τούς δικούς μας δύο, ένας καλός πατριώτης Αργίτης, γενναίος άντρας κι' αγαθός, ονομαζόμενος Μπεκιάρης, κ' ένας Αθηναίος. Ωφέλησαν πολύ τά χαντάκια. Όλοι οι Έλληνες εκεί μέσα πολέμησαν ως λιοντάρια, κ' εμείς από τά πλευρά τούς βαστάξαμεν ανοιχτόν τόν δρόμον τής θάλασσας καί τίς πλάτες τους. Λαμπρύνεται εκεί μέσα ο Γιώργης Σκουρτανιώτης, ο Σπύρος Δοντάς Αθηναίος, ο Σωτηρόπουλος, ο Χελιώτης πολέμησαν αντρείως. Η πατρίς τούς χρωστάγει χάριτες ολουνών όσων ήταν μέσα. (Μάχη στούς Τρείς Πύργους)
Τό κάστρο (Ακρόπολη) τό στένεψαν καί δέν μπορούσε ούτε νά έμπη άνθρωπος, ούτε νά 'βγή. Πρώτα από τόν πόλεμον τών Μποστανιών εβγήκαν καί ήφεραν κ' ένα περιστέρι από τό κάστρο καί τό φορτώσαμεν γράμματα καί τό πήρα μέ καμπόσους καί τό πήγαμεν εις τούς Τρείς Πύργους (Μοσχάτο) καί τ' απολύσαμεν. Όμως τό σκότωσαν οι Τούρκοι καί πήραν καί τά γράμματα καί είδαν τί τούς γράφαμεν τών πολιορκημένων. Ήρθε προσκυνησμένος από τούς Τούρκους Ρωμαίος καί μάς τό είπε, καί μάς είπε καί τόν σκοτωμόν τού πασσά, καί περίτου από χίλιους οχτακόσιους, μάς είπε, 'σ εκείνον τόν πόλεμον, τόν πρώτον, πληγωμένοι καί σκοτωμένοι. Τό 'λεγαν καί οι ίδιγοι Τούρκοι καί τό ίδιον μας είπαν καί διά τά Μποστάνια, χίλιοι διακόσοι.
Αφού ήρθε ο πεζοδρόμος μέ τό περιστέρι, τά γράμματα τά στείλαμεν εις τήν Διοίκησιν καί Καραϊσκάκη. Αφού είδε αυτά, πήρε κοντά ως δύο χιλιάδες ανθρώπους καί ήρθε κ' έπιασε τό Τζερατζίνι (Κερατσίνι) ο Καραϊσκάκης. Είναι κ' ένα μετόχι πλησίον, από πάνου τόν ζυγόν, ήταν Τούρκοι από 'κεί ως τήν άκρη εις τά Καμίνια, οπού σώνεται η ράχη. Εκεί είχαν απάνου οι Τούρκοι τά κανόνια τους καί εις τόν Δράκον ολόγυρα, καί μάς χτυπούσαν καί τούς χτυπούσαμεν κ' εμείς. Αφού έφτασε ο Καραϊσκάκης, ήρθε εις τόν Φαληρέα κι' ανταμωθήκαμεν. Μιλήσαμεν νά φκειάση ο Νοταράς ένα ταμπούρι απάνου 'σ τήν ράχη πλησίον εις τόν δρόμον τής Αθήνας, κ' εγώ από κάτου από τόν δρόμον, αντίκρυ από τών Τούρκων τά πόστα. Οληνύχτα, βρέχοντας καί ταλαιπωργιώντας, τό φκειάσαμεν, καί βάλαμεν καί πέντε κανόνια μέσα εις τό ταμπούρι μας. Τήν άλλη τήν νύχτα πήγαμεν καί φκειάσαμεν άλλο ένα από κάτου τά κανόνια τών Τούρκων, οπού 'ναι ένα καμίνι, νά τούς κόψωμεν τόν ζαϊρέ (εφόδια) τους νά μήν παγαίνουν εις τό μοναστήρι τόν Άγιον Σπυρίδωνα, οπού τόν βαστούσαν οι άλλοι Τούρκοι.
Είπε καί τού Βάσιου ο Καραϊσκάκης νά φκειάση ένα ταμπούρι από τό πέρα μέρος τού βάλτου νά κοπή ο ζαϊρές, δέν μπόρεσαν νά τό φκειάσουνε κ' έμπαινε από 'κείθε ο ζαϊρές. Εμείς οι δυστυχισμένοι ήμαστε μέσα εις τό νερό νύχτα καί ημέρα. Μία βραδειά έβρεξε καί γιόμωσε τό καμίνι καί ξενυχτήσαμεν απάνου από τό ζουνάρι εις τό νερόν, κι' από αυτό, οπού ήμουν αδύνατος, μ' έπιασε μία στένωση σάν χτικιόν. Καί μέσα τά νερά τραβούσα άρρωστος. Ο Κιτάγιας έβαλε μίαν αυγή τά κανόνια καί μπόμπες καί γρανέτες καί πλήθος ασκέρι εις τήν ράχη καί βαρούσαν τό Μετόχι, οπού τό είχαν πιασμένο από τούς ανθρώπους τού Καραϊσκάκη. Αφού τό πολέμησαν αρκετές ώρες καί τό πήγαν ως τήν γής γκρεμίζοντας, τότε κάμαν γιουρούσι απάνου τους πεζούρα καί καβαλλαρία νά τούς κυργέψουν. Τότε οι αθάνατοι Έλληνες, αφού ζύγωσαν, τούς έκαμαν έναν σκοτωμόν καί τούς πήραν ομπρός καί τούς πήγαν ως τά ταμπούρια τους. Ξανακάνουν γιουρούσι οι Τούρκοι, λαβαίνουν τήν ίδια τύχη. Έρχεται μιντάτι τών Τούρκων από τήν Αθήνα νέον καί πήγαν εις τά ταμπούρια τους.
Τότε κατεβήκαμεν από τόν Φαληρέα περίτου από πεντακόσοι άνθρωποι όλο διαλεμένοι, αρχηγός αυτεινών ο Σωτηρόπουλος, ο Χελιώτης κ' εγώ, καί πήγαμεν εις τό καμίνι εις τό πόστο μου κι' από 'κεί περάσαμεν από κάτου τά κανονοστάσια τών Τούρκων, κι' αρχίσαμεν τόν πόλεμον, καί πήραμεν τήν πλάτη τών Τούρκων, καί πισουδρόμησαν οι Τούρκοι, καί βγήκαν οι αθάνατοι Έλληνες από τό Μετόχι κι' ο αντρείος Χατζημιχάλης μέ τήν καβαλλαρίαν του καί δίνουν έναν χαλασμόν τών Τούρκων κ' έναν σκοτωμόν τρομερόν. Σκοτώθηκαν καί πληγώθηκαν περίπου από οχτακόσοι - αυτά μάς είπαν. Καί διαλύθηκαν οι Τούρκοι. Πήγαμεν κ' εμείς ο καθείς εις τά πόστα του. Όσοι αξιωματικοί πολέμησαν εκεί, Ρούκης, Γαρδικιώτης, Βάγιας, Γεροθανάσης, Ντούσιας, Γιάννης Λάμπρος, Κασομούλης, Γιωργάκης Βαλτηνός, Μήτρο Σμπόνιας, Καραΐσκος Σουλιώτης, τής καβαλλαρίας ο γενναίος Χατζημιχάλης, Βασίλης Αθανασίου, Νικόλας Τζοπάνος, Παναγιώτης Κακλαμάνος, Κώστα Παλάσκας κι' άλλοι αξιωματικοί πολέμησαν, πεζούρα καί καβαλλαρία, πολλά γενναίως καί πατριωτικώς. Κι' όλοι οι απλοί Έλληνες αγωνίστηκαν μέ μεγάλον πατριωτισμόν καί γενναιότητα διά τήν πατρίδα καί θρησκεία. Εμείς σκοτωνόμαστε κ' οι πολιτικοί τήραγαν τούς σκοπούς τους. (Μάχη Κερατσινίου)»
Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη
Ο Καραϊσκάκης έφθασε στήν Ελευσίνα, συνοδευόμενος από τούς οπλαρχηγούς
Χατζημιχάλη Νταλιάνη, Κώστα Χόρμοβα, Χατζηπέτρο, Γιαννούση Πανομάρα, Σπυρομήλιο, Καλύβα, Μήτρο
Σκυλοδήμο, Βασίλη Μπούσγο, Πέτρο Φαρμάκη καί Δημήτρη Μπιρμπίλη. Αφού παρέλαβε τίς δυνάμεις τής
Καστέλλας καί τού Πειραιά κατευθύνθηκε μαζί μέ τούς
Μαυροβουνιώτη, Παναγιώτη Νοταρά, Δημήτριο Καλλέργη
καί Μακρυγιάννη στό Κερατσίνι, όπου έστησε τό στρατόπεδό του. Γύρω από τόν λόφο τού Αγίου Γεωργίου,
κατασκεύασε οχυρώματα, καί έκτοτε η περιοχή αυτή ονομάζεται Ταμπούρια.
Ο Κιουταχής γνωρίζοντας ότι ο ίδιος ο Καραϊσκάκης ηγείται τών Ελλήνων, οργάνωσε στίς 3 Μαρτίου 1827,
νέα στρατιωτική επιχείρηση 6000 ανδρών γιά νά καθαρίσει τόν Πειραιά από τούς άπιστους Γιουνάνηδες.
Αφού έστησε τό πυροβολικό του σέ ένα λόφο απέναντι από τό μετόχι τού Κερατσινίου,
πού είχαν οχυρωθεί οι άνδρες
τού Καραϊσκάκη έδωσε διαταγή στό πεζικό του νά επιτεθεί. Οι υπερασπιστές τού μετοχίου,
ανάμεσα στούς οποίους ήταν ο Τούσιας Μπότσαρης, ο Γαρδικιώτης Γρίβας καί ο Κασομούλης,
προέβαλαν ισχυρή αντίσταση, άν καί οι τοίχοι τού κτίσματος είχαν καταρρεύσει από τούς
συνεχείς κανονιοβολισμούς. Ο Καραϊσκάκης επιχείρησε μία κίνηση αντιπερισπασμού ώστε
νά χωρίσει τή δύναμη τών Τούρκων στά δύο καί νά
βοηθήσει τούς κλεισμένους στό μετόχι.
Τελικά η ηρωική αντίσταση τών αμυνομένων έκλινε τήν πλάστιγγα τής νίκης πρός
τό πλευρό τών Ελλήνων.
Οι Τούρκοι καθηλώθηκαν καί τότε ο Καραϊσκάκης έδωσε εντολή στό ιππικό τού Χατζημιχάλη
νά περάσει στήν αντεπίθεση. Στή συνέχεια επιτέθηκαν καί οι υπόλοιποι Έλληνες από τόν λόφο τής Καστέλλας,
ολοκληρώνοντας έτσι τήν συντριβή τού Κιουταχή.
Οι απώλειες τών Τούρκων ήταν σύμφωνα μέ τόν Αινιάνα 800 νεκροί καί τραυματίες,
ενώ τών Ελλήνων ήταν 3 νεκροί. Τό αποτέλεσμα τής μάχης δικαίωσε γιά μία ακόμα φορά τόν στρατηγικό νού τού
Καραϊσκάκη, ο οποίος σέ όλες του τίς μάχες θριάμβευε, αλλά καί άν ακόμα δέν νικούσε,
φρόντιζε νά αποσύρεται χωρίς νά χρεώνει τούς άνδρες του μέ μεγάλες απώλειες.
Ο Σταυραετός τής Ρούμελης έστειλε επιστολή στόν Γέρο τού Μοριά, μέ τήν οποία
φανέρωνε τή βαθιά του ανησυχία γιά τή σωτηρία τής Ακρόπολης καί ζητούσε επειγόντως ενισχύσεις
γιά νά σωθεί η Αθήνα. Ο Κολοκοτρώνης ανταποκρίθηκε, παρά τό γεγονός ότι βρισκόταν σέ διαρκή
πόλεμο μέ τούς Άραβες τού Ιμπραήμ καί έστειλε τόν γιό του Γενναίο μαζί μέ τούς Πετμεζάδες, τόν
Χρύσανθο Σισίνη καί άλλους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς.
"Εξοχώτατε αδελφέ Κολοκοτρώνη! Προχθές έφθασαν ενταύθα
ο υιός σας καί αδελφός μου καπετάν Γενναίος, μέ όλον τό υπό τήν οδηγίαν του σώμα καί κατόπιν
έρχονται καί τά επίλοιπα πελοποννησιακά στρατεύματα, μέ τά οποία δέν θά λείψω καί εγώ ομού καί μέ τόν
αδελφό μου Γενναίον τό νά πασχίσωμεν νά αποκατασταθή ελεύθερον τό έδαφος τών Αθηνών."
Στά πελοποννησιακά καί τά ρουμελιώτικα στρατεύματα ήρθαν νά προστεθούν ενισχύσεις από Ψαριανούς,
Σπετσιώτες, Υδραίους καί Κρήτες, ώστε ο συνολικός αριθμός τών ελληνικών δυνάμεων νά φθάσει τελικά στούς
10000 στρατιώτες. Τυπικός αρχηγός ήταν ο Τζούρτζ ή Τσώρτς, αλλά ουσιαστικός ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο οποίος
διοικούσε τό μεγαλύτερο στράτευμα πού είχε συγκεντρωθεί από τήν έναρξη τής ελληνικής επανάστασης. Εκείνος
όμως πού επέμενε νά έχει γνώμη στά στρατιωτικά θέματα τής ξηράς ήταν ο Κόχραν, άν
καί η Εθνική Συνέλευση τής Τροιζήνας, τόν είχε ορίσει αρχηγό τού ελληνικού στόλου.
«Ο Καραϊσκάκης είχε προσκληθή καί προλαβόντως παρά τής Διοικήσεως διά νά υπάγη εις βοήθειαν τής Ακροπόλεως τών Αθηνών κινδυνευούσης, αλλά δέν ηδυνήθη νά ακολουθήση τήν διαταγήν ταύτην διά τήν επισυμβάσαν εκστρατείαν τού Ομέρ πασά. Αφ' ού δέ ελευθερώθη καί από αυτήν, απεφάσισε πλέον νά τρέξη εις βοήθειαν, διότι μάλιστα επροσκαλείτο καί από τούς εντός τού φρουρίου οπλαρχηγούς. Περιπλέον, τήν εις εκείνα τά μέρη εκστρατείαν του, κατέστησεν αναγκαιοτάτην η φθορά τήν οποίαν έπαθον εις Καματερόν τά στρατεύματα τά υπό τόν Μπούρμπαχη, Βάσο καί Παναγιώτη Νοταρά. Όθεν διορίσας εις μέν τά Κράβαρα τόν Γιώτη Δαγκλή, εις δέ τό Λιδωρίκι τόν Σεφάκα καί εις τό Δίστομον τόν Αθανάσιο Κουτσονίκα μέ περίπου πεντακοσίους, αυτός παραλαβών όλους τούς λοιπούς οπλαρχηγούς καί έως χιλίους διακοσίους στρατιώτας ανεχώρησεν από Δίστομον τήν 21ην Φεβρουαρίου 1827. Μετά δύω δέ ημερονυκτίων συνεχή οδοιπορείαν έφθασεν εις Ελευσίνα, όπου τοποθετήσας τό στράτευμα, διέταξε καί τόν Βάσο, διατρίβοντα τότε εις Μέγαρα, νά μεταβή αμέσως μέ τούς περί αυτόν. Μετέβη έπειτα εις Φαληρέα, παρετήρησε τό εκεί στρατόπεδον καί συνωμίλησε τά δέοντα μέ τόν Ιωάννη Νοταρά καί τούς μετ' αυτού οπλαρχηγούς. Μετά τούτο επέρασεν εις Σαλαμίνα, όπου διορίσας πολιτάρχην τόν Νικολόν Καραμήτσον διεκήρυξεν ότι εντός εικοσιτεσσάρων ωρών όλοι οι εκεί στρατιώται νά μεταβώσιν εις Ελευσίνα καί επέρασεν ευθύς καί αυτός εις Ελευσίνα, αφήσας εις τόν πολιτάρχην νά φροντίση διά τήν εκπλήρωσιν τής διαταγής του.
Μόλις ανεπαύθη ολίγον καί αμέσως επροσκάλεσε κατ' ιδίαν μόνον τούς αρχηγούς τών υπ' αυτώ διαφόρων σωμάτων διά νά τούς κοινοποιήση τό σχέδιον, τό οποίον είχε κατά νούν νά βάλη εις ενέργειαν. Καί διά νά μήν λάβη τινά αντίκρουσιν, εφρόντισεν αφ' ενός μέν μέρους νά ενσπείρη ελπίδας τινάς πληρωμής καί αμοιβής τών αγώνων των, αφ' ετέρου δέ νά κολακεύση τήν φιλοτιμίαν των. Είναι δέ αληθές ότι κατ' εκείνην τήν εποχήν είχε μεγάλας ελπίδας ο Καραϊσκάκης ότι έμελλε νά βοηθηθή διά χρημάτων εις τό επιχείρημά του. Επειδή οι πληρεξούσιοι τού έθνους ήσαν εις δύω διηρημένοι καί έκαστον τών μερών ενόμιζεν ότι ήθελεν υπερισχύσει, άν προσελάμβανε μέ τό μέρος του τόν Καραϊσκάκην. Αυτός δέ ζητούμενος καί από τά δύω μέρη επολιτεύετο αμφότερα, χωρίς νά προστεθή φανερά καί σταθερά εις κανένα, ελπίζων μέ τούτον τόν τρόπον νά επιτύχη καλύτερα τόν σκοπόν τής πολιτικής του. Ήλπιζεν ομοίως καί εις εξωτερικά βοηθήματα καί πρό πάντων τής φιλελληνικής εταιρείας τών Παρισίων, τής οποίας επεθύμει καθ' υπερβολήν ν' αποκτήση καί τήν αγάπην καί τόν έπαινον.
Τό σχέδιον ήτον νά τοποθετηθή τό εν Ελευσίνι στράτευμα εις Κερατσίνι, όθεν προχωρούν ολίγον κατ' ολίγον αναλόγως τών προστιθεμένων νέων δυνάμεων, νά φθάση εις τόν ελαιώνα (Χαϊδάρι) καί διά τού ελαιώνος, επειδή δέν ήθελε βλάπτεσθαι από τό εχθρικόν ιππικόν, νά προχωρήση έως εις τό φρούριον (Ακρόπολη) καί νά ανοίξη συγκοινωνίαν τών πολιορκουμένων μέ τήν θάλασσαν. Όταν δέ τούτο ήθελε κατορθωθή, ο εχθρός ήθελε κρίνει περιττόν νά επιμένη εις μίαν ανωφελή πολιορκίαν καί ήθελεν αναχωρήσει, αφίνων ελεύθερον από τούς βεβήλους πόδας του τό ιερόν έδαφος τών Αθηνών. Ούτω λοιπόν διέταξε τριακοσίους στρατιώτας υπό τόν Καλύβα, Κασομούλη καί Αθανασούλα Βαλτινό νά αναχωρήσωσι διά θαλάσσης καί ακολουθούντες ένα έμπειρον τής τοποθεσίας οδηγόν, μέ τόν οποίον τούς εσυντρόφευσε, νά υπάγωσιν εις Κερατσίνι καί νά κατασκευάσωσιν έν οχύρωμα εις τήν αρμοδιωτέραν θέσιν. Τό δέ λοιπόν στράτευμα νά μεταβή τήν νύκτα διά ξηράς, τό κίνημα τόσον τών διά ξηράς, καθώς καί τών διά θαλάσσης απεφασίσθη νά γένη μετά τήν δύσιν τού ηλίου, διά νά μή γνωσθή από τάς σκοπιάς τών εχθρών. Η σάλπιγξ εσήμανε τήν ώραν, καί ο Καραϊσκάκης, αφ' ού έμβασεν εις τά πλοία τούς διωρισμένους νά υπάγωσι διά θαλάσσης καί τούς εκίνησεν, ανεχώρησεν από Ελευσίνα μέ τό επίλοιπον στράτευμα.
Οι διά θαλάσσης εκστρατεύσαντες, φθάσαντες εις τόν διωρισμένον τόπον καί αποβάντες εις τήν ξηράν, κατεσκεύασαν αμέσως έν οχύρωμα ανάλογον μέ τόν αριθμόν των. Φθάσας μετά ταύτα καί ο αρχηγός μέ τό λοιπόν στράτευμα διώρισε τόν Χριστόδουλον Χατζή Πέτρου νά τοποθετηθή εις μίαν εκκλησίαν καί τινα περί αυτήν ερείπια οικιών, θέσιν κειμένην πρός τό μέρος τού εχθρικού στρατοπέδου. Ομού μέ αυτόν ετοποθέτησε καί τούς διά θαλάσσης ελθόντας, εις δέ τό υπ' αυτών κατασκευασθέν οχύρωμα εδιόρισε τόν Γιαννούση καί Βάσο Μαυροβουνιώτη μεταξύ δέ εις τάς δύω ταύτας θέσεις ετοποθέτησε τόν Παναγιώτη Νοταρά. Ενώ οι στρατιώται ενησχολούντο εις τήν οχύρωσιν τών θέσεων τούτων, ο Καραϊσκάκης μέ τόν Ρούκην καί Γαρδικιώτην επροχώρησεν εις τό εχθρικόν στρατόπεδον παρατηρών τόν τόπον έφθασε δέ εις έν μετόχι, τό οποίον εφάνη εύλογον εις αυτόν καί τούς μετ' αυτού νά πιασθή από τούς Έλληνας καί νά οχυρωθή.
Τήν επομένην ημέραν πολλά πρωί επήγεν έφιππος ομού μέ ένα εκ τού ιππικού διά νά κατασκοπεύση τήν θέσιν τού εχθρικού στρατοπέδου. Συρόμενος από τήν περιέργειαν του νά ίδη πλησιέστερον καί νά μάθη τί περισσότερον, επλησίασεν υπέρ τό δέον εις ένα εχθρικόν προμαχώνα, ώστε τόν επυροβόλησαν. Μετέβη εκ τούτου εις άλλον, καί λαβών δύω ίππους βόσκοντας πρό τών οφθαλμών τών εχθρών, επέστρεψεν αφ' ού έκαμε τάς αναγκαίας παρατηρήσεις του. Επειδή δέ είδε τριακοσίους ιππείς αποκοπέντας από τό εχθρικόν στρατόπεδον καί διευθυνομένους πρός τό ελληνικόν, έδωκεν αμέσως διαταγήν νά ετοιμασθώσιν όλοι καί νά ευρίσκωνται εις τάς θέσεις των.
Οι Τούρκοι ιππείς φθάσαντες πλησίον εις τό Μετόχι (κτίσμα στό Κερατσίνι), τό οποίον, ως ανωτέρω, δέν είχε πιασθή από τούς Έλληνας, απέβησαν από τούς ίππους, συνεκεντρώθησαν εις έν καί εκάθισαν. Κατά περίστασιν τήν στιγμήν ταύτην είχον ευρεθή μέσα εις τό Μετόχιον τούτο διάφοροι αξιωματικοί εκ τού σώματος τών Παλαμηδιωτών, ελθόντες χάριν περιεργείας, οι οποίοι ιδόντες τούς εχθρούς ανεχώρησαν από τό Μετόχιον, αφήσαντες πέντε στρατιώτας μόνον διά νά φαίνωνται εις τούς εχθρούς καί νά δίδωσιν αιτίαν νά υποπτεύωσιν, ότι η θέσις αύτη δέν είναι αφύλακτος. Μετά ικανήν ώραν συνήχθη καί πεζικόν εχθρικόν στράτευμα, συγκείμενον από οκτακοσίους περίπου στρατιώτας. Τό στράτευμα τούτο ωδηγείτο από τόν ίδιον Κιουταχήν, όστις μαθών από τά περί τόν Φαληρέα στρατεύματά του, ότι ήλθον τά υπό τόν Καραϊσκάκην στρατεύματα, επήγε νά παρατηρήση μόνος του καί νά δοκιμάση τήν δύναμιν αυτών.
Τόν αυτόν σκοπόν έχων καί ο Καραϊσκάκης ετοίμασε τούς Έλληνας καί διώρισε νά εξέλθωσι κατά τών εχθρών νά κάμωσι δέ αρχήν τού ακροβολισμού οι ολίγοι ιππείς Έλληνες, βοηθούμενοι καί από τούς έχοντας ίππους αξιωματικούς τού πεζικού, όσοι επροθυμήθησαν νά μεθέξωσι καί τούτου τού κινδύνου. Αφ' ού συνεκρούσθησαν ολίγην ώραν τά δύω σώματα, χωρίς νά υπερτερήση ούτε τό έν, ούτε τό άλλο μέρος, οι Τούρκοι διεύθυναν έν απόσπασμα στρατιωτών διά νά πιάση έν ύψωμα γής, τό οποίον απείχεν εξ ίσου από αυτούς καί από τούς Έλληνας, εφαίνετο δέ ότι έκειτο ευφυώς καί εις ασφάλειαν καί εις περίστασιν καταδρομής εναντίον τών Ελλήνων. Ο Καραϊσκάκης εννοήσας εν ακαρεί καί τόν σκοπόν τών εχθρών καί τήν σημαντικότητα τής θέσεως, διέταξε τινάς τών Ελλήνων νά τρέξωσιν εις ταύτην τήν θέσιν. Η ταχύτης τού αρχηγού καί η προθυμία τών στρατιωτών συνέτρεξαν εις τό νά προληφθή η θέσις αύτη, τό οποίον ηνάγκασε τούς Τούρκους νά οπισθοδρομήσωσι πρώτον, έπειτα νά τραπώσιν εις φυγήν όλοι, ιππείς καί πεζοί, καί νά μείνωσιν οι Έλληνες νικηταί, από τό οποίον ενεθαρρύνθησαν εις τούς λοιπούς αγώνας.
Τήν ακόλουθον ημέραν περί τήν ανατολήν τού ηλίου ο Κιουταχής συνήθροισεν όλον τό εις τάς θέσεις ταύτας ευρισκόμενον στράτευμά του, συμποσούμενον, ως ελέγετο, από τέσσαρας χιλιάδας πεζούς καί δύο χιλιάδας ιππείς, καί τό εδιόρισε νά προσβάλη εις τό Μετόχιον. Ανά χίλιοι πεζοί προσέβαλον από εκάστην πλευράν, οι δέ λοιποί, προηγουμένων δύω κανονίων, εκινήθησαν κατά πρόσωπον, ηκολούθουν δέ καί οι ιππείς παρατεταγμένοι εις τρείς σειράς. Κατ' αυτόν τόν τρόπον επροχώρουν κανονοβολούντες, έως ου επλησίασαν πανταχόθεν εις τό Μετόχιον εντός βολής τουφεκίου. Τέσσαρας περίπου ώρας διέμειναν εις ταύτην τήν θέσιν κανονοβολούντες μόνον τό Μετόχιον. Φαίνεται δέ ότι επερίμενον νά καταστρέψωσι τά εμπροσθινά οχυρώματα διά νά κάμωσιν επομένως έφοδον, οι δέ εντός, μ' όλον ότι οι τοίχοι κρημνιζόμενοι καί αι πέτραι συντριβόμεναι τούς επροξένουν ικανάς πληγάς, επέμενον όμως μέ καρτερίαν καί ανήγειρον προθύμως τά κρημνιζόμενα μέρη. Δέν ανταπεκρίνοντο δέ διόλου μέ όπλα εις τούς εχθρούς, θέλοντες νά ήναι όλοι έτοιμοι διά νά πυροβολήσωσι ταυτοχρόνως, όταν έμελλον νά κάμωσιν έφοδον, τό οποίον ήλπιζον εξ άπαντος. Ούτω λοιπόν έμειναν εις βαθυτάτην σιωπήν, καί δέν ηκούετο ειμή μόνον η σάλπιγξ, καί αύτη από καιρόν εις καιρόν. Ο αρχηγός βλέπων τόν κατεδαφισμόν τών οικοδομών, τόν οποίον επροξενούσαν τά εχθρικά κανόνια, καί υποπτεύων μή δειλιάσωσιν οι αποκλεισμένοι καί αφήσαντες τήν θέσιν αναχωρήσωσιν, έπεμψεν ένα ιππέα καί τούς ενεθάρρυνεν ότι αυτός επαγρυπνεί εις τά κινήματα τού εχθρού καί ότι θέλει έλθει εις βοήθειάν των, όταν ήναι ώρα αρμοδία, εν τοσούτω αυτοί ν' αντέχωσι γενναίως εις τάς εχθρικάς προσβολάς. Οι εις τό Μετόχιον επεβεβαίωσαν τόν ιππέα ότι θέλουν επιμείνει σταθερώς εις τήν θέσιν των, καί οι έξωθεν ας κάμωσιν υπέρ αυτών ό, τι η τιμή καί τό συμφέρον υπαγορεύει.
Περί τό μεσημέρι τέλος πάντων οι εις τά αριστερά τού Μετοχίου εχθροί εφώρμησαν κατά τών Ελλήνων, ωχυρωμένων εις τά ερείπια μίας οικίας, αυτοί δέ μή δυνηθέντες ν' ανθέξωσιν εις τήν ορμήν των, απεσύρθησαν. Τούτο βλέπων ο αρχηγός απεφάσισε νά κινηθή, καί πρός μέν τούς εν δεξιά εχθρούς έστειλεν έως εκατόν πεζούς καί δεκαπέντε ιππείς δι' αντιπερισπασμόν. Αυτός δέ εμψυχώσας τούς μεθ' εαυτού εφώρμησε κατά τών εις τά αριστερά τού μοναστηρίου, τούς οποίους εβίασε νά παραιτήσωσι τήν κυριευθείσαν θέσιν καί νά επανέλθωσι φεύγοντες εις τόν πρώτον τόπον των. Μετ' ολίγον ο Κιουταχής έδωκε τό σύνθημα τής επιθέσεως, καί μετά τήν συνήθη δι' αλαλαγμών ευχήν των οι Τούρκοι εκίνησαν διηθημένοι εις δύω σώματα, τό μέν κατά τού στρατοπέδου τού Καραϊσκάκη, τό δέ έτερον, τό οποίον ήτον καί τό πολυπληθέστερον, κατά τού Μετοχίου. Οι εν τω Μετοχίω αφήσαντες τούς Τούρκους νά πλησιάσωσιν έως είκοσι βήματα, τούς ετουφέκισαν ταυτοχρόνως, οι Τούρκοι όμως διά ν' αποφύγωσι τήν εκ τών ελληνικών όπλων φθοράν, εξαπλώθησαν κατά γής, περιμένοντες τήν κατάπαυσιν διά νά ανανεώσωσι τήν έφοδον. Αλλ' οι Έλληνες, αφ' ού εις ολίγην ώραν είδον ότι οι εχθροί δέν επροχώρουν, εξέρχονται από τούς προμαχώνας των καί εφορμούν κατ' αυτών. Οι Τούρκοι ωφελούμενοι από τήν κατάπαυσιν τού πυροβολισμού, φεύγουν αβλαβείς, διότι οι Έλληνες φοβούμενοι τό εχθρικόν ιππικόν δέν ετόλμησαν νά τούς καταδιώξωσιν επί πολύ.
Εις τούτο τό μεταξύ ο Καραϊσκάκης κρύψας έν μέρος πεζών εις ένα εύθετον τόπον πρός τά δεξιά, διώρισε τό ελληνικόν ιππικόν νά εξέλθη ως εις μάχην κατά τού εχθρού καί έπειτα νά προσποιηθή ότι φεύγει, φεύγον δέ νά σύρη τό εχθρικόν ιππικόν εις τήν προετοιμασθείσαν ενέδραν. Τό σχέδιον εν μέρει επέτυχεν, οι εχθροί ηναγκάσθησαν νά οπισθοδρομήσωσι μέ βιαίαν φυγήν, η ζημία των όμως δέν εστάθη σημαντική. Ταυτοχρόνως διώρισεν ο Καραϊσκάκης τό υπόλοιπον τού ελληνικού ιππικού καί τούς έχοντας ίππους αξιωματικούς νά κινηθώσιν εξ αριστερών κατά τού εχθρού, ώστε ούτος προσβαλλόμενος συγχρόνως καί από τό κέντρον καί από τάς πτέρυγας, ηναγκάσθη ν' αποσυρθή διά τής φυγής πρός τάς οχυρωμένας θέσεις του. Τούτο ιδόντες καί οι εις Φαληρέα στρατοπεδευμένοι Έλληνες καί εμψυχωθέντες από τό παράδειγμα, έκαμαν έξοδον κατά τών εις αυτούς αντιταγμένων εχθρών καί ευδοκίμησαν. Τό έργον τούτο εγένετο μέγα καί σημαντικόν, όχι διότι αυτό καθ' εαυτό ήτον τοιούτον, αλλά διότι εμψυχώθησαν οι Έλληνες καί ενεθαρρύνθησαν καί διότι υπήρξεν αρχή καί βάσις τρόπον τινά τών εις Κερατσίνι επιγενομένων αγώνων. Εις τήν συμπλοκήν ταύτην από μέν τούς Έλληνας εφονεύθησαν τρείς καί επληγώθησαν έως είκοσιν, εκ δέ τών εχθρών ευρέθησαν περί τό Μετόχιον φονευμένοι έως είκοσι πέντε. Φαίνεται όμως ότι εφονεύθησαν καί άλλοι ικανοί, πλήν επρόλαβον καί τούς μετεκόμισαν εις τά οχυρώματά των οι εχθροί, καί άν πρέπη νά πιστεύση τις ένα Τζάμην Χριστιανόν, όστις ήλθε τήν ακόλουθον ημέραν ως απεσταλμένος από τόν Λάμπρον Κάντζον, αιχμαλωτισθέντα εις Καματερόν επί τής δυστυχούς εκστρατείας τού Μπούρμπαχη, ο αριθμός τών φονευθέντων εχθρών ανέβη εις τριακοσίους, τών δέ πληγωθέντων εις τούς πεντακοσίους.»
Δημήτριος Αινιάν - Βιογραφία Καραϊσκάκη (Μάχη Κερατσινίου)
Μετά τήν ήττα στό Κερατσίνι, η θέση τού Κιουταχή έγινε ακόμα πιό δύσκολη.
Από πολιορκητής τής Ακρόπολης κινδύνευε νά γίνει ο ίδιος πολιορκημένος,
αφού ήταν κυκλωμένος από χιλιάδες Έλληνες ενόπλους, οι οποίοι εκτός τών άλλων
είχαν καί τόν θαλάσσιο έλεγχο τού Σαρωνικού.
Ήδη όμως κατέφθαναν νέες ενισχύσεις από τήν Κωνσταντινούπολη γιά νά ενισχύσουν τόν πεισματάρη
σερασκέρη, ο οποίος αποδείχθηκε ότι ήταν ο ικανότερος πασάς από όλους όσους είχε στείλει η Υψηλή Πύλη
γιά νά καταστείλει τήν επανάσταση τών ραγιάδων. Ο Ρεσίτ πασάς, όπως επίσης λεγόταν ο
Οθωμανός στρατηγός, παρατηρούσε τήν
διαρκή πρόοδο τών ελληνικών στρατευμάτων στόν
Πειραιά, τό Φάληρο καί τό Κερατσίνι καί επιχείρησε νέα προσπάθεια γιά
νά διαλύσει τό βασικό στρατόπεδο τού Κερατσινίου, έχοντας κρύψει τό ιππικό του πίσω από τούς λόφους
τής μονής Δαφνίου, τό οποίο θά κρατούσε γιά νά επιτεθεί τήν κατάλληλη στιγμή.
Η μάχη έγινε στίς 21 Μαρτίου 1827 στό Δαφνί καί διεξήχθη σώμα μέ σώμα. Ο Κιουταχής
διηύθυνε ο ίδιος τή μάχη καί οι Τουρκαλβανοί μή τολμώντας νά υποχωρήσουν,
πολέμησαν μέ πείσμα. Από τήν πλευρά τών Ελλήνων ο Βασίλης Μπούσγος καί ο
Γενναίος Κολοκοτρώνης
πού μάχονταν μέ τά σπαθιά στά χέρια, καί ο Χατζημιχάλης μέ τό ιππικό του,
ήταν αυτοί πού επέδειξαν γενναιότητα
καί αυτοθυσία. Τό κρυμμένο τουρκικό ιππικό πού εμφανίστηκε ξαφνικά υπερφαλάγγισε
τό ελληνικό ιππικό καί ο Καραϊσκάκης βρέθηκε αποκομμένος από τή βάση του στό Κερατσίνι.
Τελικά έπειτα από σκληρή μάχη, οι Έλληνες υποχώρησαν έχοντας απώλειες 19 νεκρούς, ανάμεσα στούς οποίους
ήταν καί ο Σουλιώτης Βασίλης Δαγκλής.
Ο τόπος διεξαγωγής τής μάχης ήταν ορατός από τούς αποκλεισμένους στήν Ακρόπολη,
οι οποίοι αναθάρρησαν βλέποντας τίς προσπάθειες τών συμπατριωτών τους καί έστειλαν αγγελιοφόρο στόν
Καραϊσκάκη μέ τό μήνυμα ότι μπορούν ακόμα δέκα ημέρες νά κρατήσουν τό κάστρο.
Στόν Γενναίο Κολοκοτρώνη έκανε ιδιαίτερη εντύπωση "μία γυναίκα Οθωμανίδα
όπου τήν είχε πάντοτε ο Καραϊσκάκης μέ ενδύματα ανδρικά καί μέ όπλα" καί η οποία μαχόταν στό πλευρό
τού αρχιστράτηγου.
«Η αύξησις τού στρατοπέδου τού Καραϊσκάκη ημέραν παρ' ημέραν εγίνετο επαισθητοτέρα. Διάφορα πελοποννησιακά σώματα είχον ήδη φθάσει καί άλλα επεριμένοντο. Ο Καραϊσκάκης βοηθούμενος από τά χρήματα τά οποία έπεμψαν εις αυτόν οι εν Ερμιόνη πληρεξούσιοι, ενέπνευσε πολλήν προθυμίαν εις τούς στρατιώτας, τήν οποίαν έτι μάλλον ηύξησεν η είδησις τής εις τήν Ελλάδα αφίξεως τού λόρδου Κοχράνου. Όσον όμως η κατάστασις τού στρατοπέδου τούτου εφαίνετο ευχάριστος, τόσον ελεεινή επαρουσιάζετο η κατάστασις τών πολιορκουμένων. Επίτηδες απεσταλμένος από τήν Ακρόπολιν μέ γράμματα παρέστησεν εις τόν Καραϊσκάκην, ότι άν εντός δεκαπέντε ημερών δέν γένη καμμία θεραπεία, τό φρούριον χάνεται. Ο Καραϊσκάκης απήντησεν αμέσως εις τούς πολιορκουμένους μέ τόν ίδιον απεσταλμένον των, ότι ένα καί μόνον σκοπόν έχει, τήν διάλυσιν τής πολιορκίας, καί ότι εις τούτο ενασχολείται μ' όλας τάς δυνάμεις του. Επρόσθεσε δέ καί όσα ενόμισεν αρμόδια εις τήν περίστασιν διά νά εμψυχώση τούς πολιορκουμένους νά υπομείνωσι. Μετά τούτο εκάλεσεν αμέσως τούς αξιωματικούς τού στρατοπέδου καί τούς ανέγνωσε τάς επιστολάς τών πολιορκουμένων. Επρόβαλλε δέ ότι, επειδή η ανάγκη τής Ακροπόλεως παρουσιάζεται σημαντική, μ' όλον ότι τά εκ Πελοποννήσου στρατεύματα δέν έφθασαν ακόμη όλα, νά δοκιμάσωσι μόνοι των οι εις τό στρατόπεδον ευρισκόμενοι νά λάβωσι κοινωνίαν μετά τών εις Φαληρέα Ελλήνων, διασχίζοντες εις τό μέσον τά εχθρικά στρατεύματα, διά νά δυνηθώσιν επομένως όλοι ομού νά προοδεύσωσιν οπωσούν πρός τόν Ελαιώνα (Χαϊδάρι).
Τό σχέδιον τούτο εγένετο δεκτόν απ' όλους τούς αξιωματικούς, καί αμέσως ο Καραϊσκάκης επεχείρησε νά τό βάλη εις ενέργειαν. Διώρισε νά κατασκευασθώσι δύω οχυρώματα εις δύω ερείπια οικιών κειμένων πρός τόν Πειραιά, θέλων μέ τούτο νά ελευθερώση τόν λιμένα καί νά μήν έχη εκ τού πλησίον εμπόδια εις τάς επιχειρήσεις του, κατεσκεύασε δέ καί εκ δεξιών τού Μετοχίου ένα προμαχώνα, όπου ετοποθέτησε τριακοσίους στρατιώτας, διά νά γείνωσι δέ ταύτα συντομώτερον, επεστάτησε καί ο ίδιος καί συνειργάσθη μέ τούς στρατιώτας, ώστε τό πρωί ευρέθησαν έτοιμα καί καλώς διατεθειμένα.
Ο Κιουταχής ιδών τήν επομένην ημέραν τήν πρόοδον ταύτην τών Ελλήνων έκαμε κίνημα μέ δύω περίπου χιλιάδας πεζούς καί εξακοσίους ιππείς. Άφησεν εξ αυτών τριακοσίους εις μίαν εκκλησίαν καί μέ τούς λοιπούς διευθυνόμενος διά τού παραθαλασσίου τού λιμένος, ανέβη εις τήν παρακειμένην ράχην, σκοπόν έχων, φαίνεται, νά κατασκευάση επ' αυτής οχυρώματα καί νά βάλη κανόνια εις τήν άκραν διά νά εμποδίση τήν είσπλευσιν τών πλοίων εις τόν κόλπον τού Κερατσινίου. Ταυτοχρόνως έστειλε καί χιλίους πεζούς καί πεντακοσίους ιππείς από τό μέρος τού Δαφνίου διά νά τοποθετηθώσιν εις τήν θέσιν τής Περαταριάς καί νά εμποδίσωσι τήν εκείθεν διάβασιν τών Ελλήνων, ώστε τό ελληνικόν στρατόπεδον αποκλεισθέν τοιουτοτρόπως καί στερηθέν τροφών ν' αναγκασθή νά διαλυθή.
Διατάξας ταύτα ο Κιουταχής καί δώσας τάς αναγκαίας οδηγίας εις τά διάφορα σώματα, αυτός συνωδευμένος από εκατόν περίπου εκλεκτούς ιππείς εστέκετο αντικρύ τού Μετοχίου διά νά παρατηρή τά γινόμενα καί νά δίδη τήν αναγκαίαν συνδρομήν εις τά σώματα, όσα ήθελον πιασθή εις μάχην. Ο δέ Καραϊσκάκης απέστειλε πεντακοσίους πεζούς καί έως πεντήκοντα ιππείς διά ν' αντιπαραταχθώσι κατά τών εις τήν ράχην εχθρών διώρισε δέ τούς εις τό Μετόχιον καί τούς περί αυτό προμαχώνας νά μένωσιν ήσυχοι εις τάς θέσεις των, εκτός εάν ίδωσι κινδυνεύοντας τούς μαχομένους, τότε δέ νά στείλωσι μικράν τινα δύναμιν μόνον. Επλησίασαν οι Έλληνες εις τούς περί τήν ράχην εχθρούς καί ήρχισαν τόν ακροβολισμόν, αλλ' οι ιππείς τών Ελλήνων, οι οποίοι επροπορεύοντο τών πεζών, οπισθοδρομήσαντες ολίγον διά νά γεμίσωσι τά πυροβόλα των, έδωκαν καιρόν εις τούς Τούρκους νά εφορμήσωσιν, αντέστησαν όμως οι πεζοί καί τούς αντέκρουσαν. Εν τούτω τω μεταξύ ο Καραϊσκάκης λαβών έν σώμα πεζών διευθύνθη διά τού παραθαλασσίου κατά τών εχθρών, σκοπεύων νά επιπέση εις αυτούς από τά οπίσθια.
Μόλις επροχώρησεν ολίγον ο Καραϊσκάκης, καί οι Τούρκοι ιδόντες τόν κίνδυνον, εις τόν οποίον έμελλον νά εκτεθώσιν, ετράπησαν εις φυγήν. Οι μέν Τούρκοι λοιπόν έφευγον έχοντες εις τήν πλευράν των τήν θάλασσαν, οι δέ Έλληνες τούς κατεδίωκον διά τής πεδιάδος καί επιταχύνοντες τήν καταδίωξίν των ηνάγκασαν τούς μέν πεζούς νά καταφύγωσιν εις τόν πλησιέστερον προμαχώνα των, τούς δέ ιππείς νά συνέλθωσιν εις τό οχύρωμα όπου ήτον καί ο Κιουταχής. Ενώ δέ ούτοι έφευγον, τούς εκτύπησαν καί από τά ελληνικά οχυρώματα τά πλησιέστερα εις τήν διάβασιν των, φονεύσαντες τινάς τών ιππέων καί πληγώσαντες μερικούς. Ενώ δέ τινές τών Ελλήνων ενησχολούντο εις τό νά λαφυραγωγήσωσιν όσους εκ τών φονευθέντων έλαβαν εις τήν εξουσίαν των καί ήσαν διά τούτο εις αταξίαν, νομίσας αρμόδιον καιρόν ο Κιουταχής, εφορμά ο ίδιος μέ όλους τούς περί αυτόν ιππείς καί προλαμβάνει τούς Έλληνας έξω από τά οχυρώματά των.
Γίνεται λοιπόν συμπλοκή εκ τού πλησίον, ώστε τά τουφέκια αποκατέστησαν άχρηστα. Οι Έλληνες άν καί ήσαν πεζοί καί αντεμάχοντο μέ ιππείς καί εις τήν πεδιάδα, αντεστάθησαν όμως μέ γενναιότητα, ώστε οι εχθροί εβιάσθησαν ν' αποσυρθώσιν οπίσω εις τάς θέσεις των καί τούτο υπήρξε τό τέλος ταύτης τής μάχης. Η ζημία αμφοτέρων τών μερών υπήρξεν ομοία σχεδόν, οι Έλληνες όμως έλαβον τήν υπεροχήν εις τόν αγώνα. Ο δέ Κιουταχής δέν απήλαυσεν άλλο εις τής ημέρας ταύτης τό κίνημα, ειμή τό νά οχυρώση τήν εκκλησίαν, όπου έστειλεν ικανάς τροφάς καί πολεμοφόδια. Οι εν τή Ακροπόλει ιδόντες τούς αγώνας τούτους ενεθαρρύνθησαν, καί τήν επομένην ημέραν αποστείλαντες πεζοδρόμον ανήγγειλαν εις τόν Καραϊσκάκην, ότι δύνανται ακόμη καί δέκα ημέρας περισσότερον ν' ανθέξωσιν, όθεν ας μή βιασθώσιν, αλλ' ας ενασχοληθώσι νά κάμωσι καλόν σχέδιον διά νά διαλυθή η πολιορκία τού φρουρίου.»
Δημήτριος Αινιάν - Βιογραφία Καραϊσκάκη (Μάχη Δαφνίου)
Ο Απρίλιος τού 1827 βρήκε τόν Κιουταχή νά συνεχίζει τή στενή πολιορκία τής Ακρόπολης καί τόν
Καραϊσκάκη νά ελέγχει τήν παραλία τού Πειραιά καί τού Φαλήρου παρενοχλώντας τόν Ρεσίτ πασά μέ
μικρές ή μεγάλες μάχες. Τό μοναστήρι τού Αγίου Σπυρίδωνα, πού βρισκόταν
στό λιμάνι τού Πειραιά, τό κρατούσαν ακόμα Τουρκαλβανοί, παρά τόν σφοδρό
κανονιοβολισμό από τά ατμοκίνητα πλοία Ελλάς καί Καρτερία. Οι Αλβανοί πού
τό είχαν οχυρώσει πολεμούσαν μέ γενναιότητα καί δέν παραδίδονταν παρότι ήταν
περικυκλωμένοι από τά ελληνικά στρατεύματα. Όταν ο Κόχραν έστειλε απεσταλμένους
νά ζητήσουν παράδοση, οι Αλβανοί απάντησαν μέ βόλια, μέ αποτέλεσμα νά
σκοτώσουν έναν από τούς απεσταλμένους. Ο Μιαούλης από τή φρεγάτα του Ελλάς
απάντησε στήν άνανδρη δολοφονία τών απεσταλμένων μέ εκατοντάδες βόμβες,
μέ αποτέλεσμα νά γκρεμισθεί μεγάλο τμήμα τού εξωτερικού τείχους τής μονής τού Αγίου Σπυρίδωνα.
Στίς 13 Απριλίου 1827, ο Καραϊσκάκης κατέλαβε όλα τά χαρακώματα πλησίον τής μονής
μαζί μέ τόν Γενναίο Κολοκοτρώνη
καί τόν Χρύσανθο Σισίνη. Ο Καραϊσκάκης πρωτοστατούσε στίς επιχειρήσεις καί ενώ
προστάτευε τούς άνδρες του από παράτολμες ενέργειες, εξέθετε τόν εαυτό του στά εχθρικά πυρά.
Σέ μία περίπτωση βρέθηκε νά πολεμάει
έφιππος μέ τή συνοδεία δύο μόνο ανδρών εναντίον πολλών Τουρκαλβανών, χρησιμοποιώντας μόνο τό
μακρύκανο τουφέκι του σάν ρόπαλο γιά νά τούς απωθεί. Προφητικά ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τού είχε στείλει
επιστολή μέ τήν οποία τόν συμβούλευε νά μήν εκθέτει τόν εαυτό του στόν κίνδυνο.
"Μεγίστην ευθύνην έχεις απέναντι τής πατρίδος!
Μή λησμονείς ότι σύ είσαι ο Γενικός Αρχηγός, η ψυχή τού στρατού.
Φύλαττε ολίγον, πρόσεχε τόν Καραϊσκάκη, όχι διά τόν Καραϊσκάκην αυτόν, αλλά διά τήν πατρίδα,
εις τήν οποίαν ανήκει καί εις τήν οποίαν
είναι πολύ χρήσιμος. Άν Θεός μή τό δώση, ο λόγος θάνατον δέν φέρνει, καί κτυπηθής σύ,
ήξευρε ότι στρατόπεδον ελληνικόν εις τήν Ανατολικήν Ελλάδα δέν υπάρχει!"
Ο Κόχραν έδωσε εντολή νά πραγματοποιηθεί γενική επίθεση κατά τής μονής.
Οι οπλαρχηγοί όμως αρνήθηκαν καί όπως πάντοτε έτσι καί τώρα συμβουλεύτηκαν τόν
αρχηγό τους.
Ο Καραϊσκάκης φυσικά δέν δέχτηκε νά εκθέσει τούς άνδρες του στά φονικά πυρά καί
προτίμησε τήν αναμονή, πράγμα πού τόν έφερε σέ οξεία αντιπαράθεση μέ τόν αλαζόνα Βρετανό.
"Βλέπω ότι κακά θά τά πάμε μέ τούτους τούς Φράγκους, Φοβούμαι ότι θά μάς χαλάσουν μέ τήν αβασταγιά τους."
Τελικά στίς 16 Απριλίου, οι Τουρκαλβανοί παραδόθηκαν μέ τόν όρο νά τούς αφήσουν νά απομακρυνθούν
μέ τά όπλα τους μέχρι
τό στρατόπεδο τού Κιουταχή, χωρίς νά τούς ενοχλήσει κανένας. Ο Καραϊσκάκης μέ τούς Βάσο Μαυροβουνιώτη
καί Κίτσο Τζαβέλα, προσεφέρθησαν νά βαδίσουν μαζί μέ τούς μουσουλμάνους,
ως εγγύηση γιά τή σωστή τήρηση
τής συμφωνίας. Η πομπή πέρασε ανάμεσα από τούς Έλληνες ατάκτους πού είχαν συγκεντρωθεί ολόγυρα καί
εξύβριζαν τούς Τουρκαλβανούς. Οι ιππείς τού Καραϊσκάκη έσπρωχναν τούς Έλληνες μακρυά καί τά κατάφεραν
μέχρι ενός σημείου. Ξαφνικά, ένας Πελοποννήσιος στρατιώτης από τό σώμα τού Ιωάννη Νοταρά, είδε σέ έναν
Αλβανό κρεμασμένο τό σπαθί τού αδελφού του ή έτσι τουλάχιστον ισχυρίστηκε.
Όταν προσπάθησε νά πάρει τό σπαθί μέ τή βία, δέχτηκε πυροβολισμό
από τό πιστόλι τού Αλβανού καί ο Έλληνας αμέσως απάντησε μέ δικό του πυροβολισμό.
Εκείνη τήν εποχή αποτελούσε προσβολή γιά τούς Αλβανούς νά τούς πάρεις τό όπλο, καθότι ήταν καθαρά
πολεμικός λαός πού απεχθανόταν τίς ειρηνικές εργασίες. Χρήματα έβγαζαν πολεμώντας
γιά τό δοβλέτι τού σουλτάνου.
Η σπίθα όμως είχε ανάψει καί οι αντίπαλοι ήρθαν στά χέρια μέ αποτέλεσμα νά προκληθεί γενική σύρραξη.
Όσοι Έλληνες άκουσαν τούς πυροβολισμούς, χωρίς νά ρωτήσουν τί είχε γίνει όρμησαν
κατά τών οπλισμένων αιχμαλώτων, μέ αποτέλεσμα νά σκοτώσουν
200 από αυτούς. Μάταια ο Καραϊσκάκης, ο Κώστας
Μπότσαρης καί ο Νικηταράς προσπάθησαν νά σταματήσουν τούς στρατιώτες τους καί τό μόνο πού κατάφεραν ήταν
νά γλυτώσουν τούς υπόλοιπους Τουρκαλβανούς πού έτρεξαν πρός τίς τουρκικές γραμμές.
«Επειδή δέ οι εν τή Ακροπόλει πάντοτε εκραύγαζον ότι δήθεν εστερούντο τών πάντων, πανταχόθεν φιλοτίμως έσπευσαν εκ τε Πελοποννήσου μάλιστα καί εκ τής εκτός τού Ισθμού Ελλάδος καί εκ τών νήσων καί συνεκροτήθη μέχρις Απριλίου μεσούντος εν τή Αττική στρατόπεδον 10000 μαχητών καί καθ' εκάστην σχεδόν εγίνοντο ακροβολισμοί, δίς δέ περί τό Δαφνίον, καθ' ούς εφονεύοντο εκατέρωθεν ολίγοι τινές, εν οίς καί οι ανδρείοι Βασίλης Δαγκλής καί Καραγεώργης Βούλγαρος καί περί τό Φάληρον, ότε εκεί κατέπλευσαν η φρεγάτα Ελλάς, εφ' ής επέβαινεν ο ενώπιον τής εν Τροιζήνι συνελεύσεως ορκισθείς ως στόλαρχος Κόχραν, καί τινα δικάταρτα.
Ο Κόχραν άμα διορισθείς εξέδωκε λαμπράν πατριωτικήν προκήρυξιν, εν ή προσκαλεί τούς Έλληνας νά πολεμήσωσι μέχρις εσχάτων "εν όσω ο θηριώδης Τούρκος κρατεί καί μίαν σπιθαμήν τού ιερού εδάφους, τό οποίον ήτο τών πατέρων σας". Αποβιβασθείς δ' ο Κόχραν εκ Φαλήρου μετέβη εις Κερατσίνιον πρός επίσκεψιν τού δαφνοστεφούς Καραϊσκάκη, ού μόνου τότε τό όνομα ήν μέγα, καί ειπών πολλά παροτρυντικά πρός ταχείαν έξοδον κατά τού Κιουταχή καί λύσιν τής πολιορκίας τής Ακροπόλεως πρός τε τόν Καραϊσκάκην καί τούς άλλους οπλιτάρχας επί τέλους εμπήξας τήν παρ' αυτώ ανεμουμένην σημαίαν, ήν εκόμισαν εκ τών πλοίων, είπε τοιαύτα: "Στρατιώται, όστις εξ υμών στήση επί τής Ακροπόλεως τήν σημαίαν ταύτην θά λάβη γέρας (βραβείο) χίλια δίστηλα!"
Τήν 13ην Απριλίου 1827 κατ' αρχάς μέν περί τούς τριάκοντα Έλληνας απέβησαν μεταξύ τού λιμένος τής Ζέας (Πασαλιμάνι) καί τού Πειραιώς παρά τόν τάφον τού Θεμιστοκλέους, απέωσαν (απώθησαν) τούς εκεί ωχυρωμένους Τούρκους, σπευσάντων δέ καί άλλων Ελλήνων καί άλλων Τούρκων εγένετο μάχη, καθ' ήν οι Έλληνες εκδιώξαντες τούς Τούρκους εκ τούς Πειραιώς πλήν τριακοσίων Τούρκων, ών οι πλείστοι Αλβανοί, εγκλεισθέντων εν τώ εν Πειραιεί μοναστήριω (μονή Αγίου Σπυρίδωνα), ών όμως διακόσιοι, παρασπονδησάντων τινών Ελλήνων, εφονεύθησαν, όπερ ελύπησε τούς οπλιτάρχας καί πρό πάντων τόν Καραϊσκάκην, τόν Κόχραν, τόν Τσώρτσην καί τόν Γόρδωνα, όστις μετά καί άλλων φιλελλήνων ως γενόμενος εγγυητής τής ζωής τών παραδοθέντων παρητήθη τήν εν τώ ελληνικώ στρατοπέδω υπηρεσίαν αυτού.»
Γεώργιος Κρέμος, Μεγάλη Επανάσταση καί Παλιγγενεσία Ελλήνων
Ο Κόχραν συνέχιζε τίς πιέσεις
του πρός τόν Καραϊσκάκη. Αυτή τή φορά τού ζητούσε νά επιχειρήσει κατά μέτωπο επίθεση
γιά νά ανοίξει τόν δρόμο από τό Φάληρο μέχρι τήν Ακρόπολη. Ο Καραϊσκάκης, γνωρίζοντας
τήν ισχύ τού τουρκικού ιππικού στά πεδινά, αντιπρότεινε νά κλείσουν τήν τελευταία οδό ανεφοδιασμού τού
Κιουταχή πού ήταν στόν Ωρωπό καί τόν Μαραθώνα. Όταν ο Άγγλος τυχοδιώκτης απείλησε μέ παραίτηση, ο
Καραϊσκάκης υποχώρησε, πιεζόμενος καί από τήν ελληνική κυβέρνηση, πού δέν ήθελε νά δυσαρεστήσει τούς
Άγγλους αξιωματικούς καί συμφώνησε νά γίνει γενική επίθεση κατά τού οθωμανικού στρατοπέδου.
Ο Κόχραν καί ο
Τσώρτς έδιναν τίς εντολές τους από τήν ασφάλεια καί τίς ανέσεις τών πλοίων τους, γεγονός πού εκνεύριζε τόν
Έλληνα αρχηγό, ο οποίος, σύμφωνα μέ τόν βιογράφο του Αινιάνα,
φέρεται νά είπε: "Από τήν γολέτταν του λοιπόν κάθεται καί βλέπει τόν πόλεμον
καί στέλλει έπειτα διαμαρτυρήσεις σέ ημάς πού έχομεν νά κάνωμεν μέ χίλιους διαβόλους!"
Ο Καραϊσκάκης κατέστρωσε τό σχέδιο τής προώθησης τών ελληνικών δυνάμεων πρός τήν Ακρόπολη, η
οποία θά γινόταν από τούς Τρείς Πύργους (Μοσχάτο) μέ παράλληλη κατασκευή χαρακωμάτων ώστε νά καλύπτονται
οι άνδρες του από τίς επιθέσεις τού εχθρικού ιππικού.
Στήν επίθεση θά συμμετείχαν οι Σουλιώτες υπό τούς Γεώργιο Δράκο, Λάμπρο Βέϊκο,
Γεώργιο Τζαβέλα, Τούσια Μπότσαρη καί Νικολό Ζέρβα,
οι Κρητικοί υπό τόν Δημήτριο Καλλέργη,
οι Κορίνθιοι υπό τούς Ιωάννη καί Παναγιώτη Νοταρά, οι Αθηναίοι υπό τόν Μακρυγιάννη καί οι
Κρανιδιώτες υπό τόν Χριστόδουλο Μέξη καί τόν Ιωάννη Μήτσα.
Ο Καραϊσκάκης ζήτησε 1000 φτυάρια από τόν
Τσώρτς γιά νά σκάψει χαρακώματα καί αυτός τού έστειλε μόλις 70.
Χωρίς τήν οχύρωση τών πεδινών θέσεων, η προέλαση τών Ελλήνων ισοδυναμούσε
μέ αυτοκτονία.
«Είπαμεν, ότι η παρουσία τού Κοχράνου έβαλεν εις μεγάλην κίνησιν όλην τήν Ελλάδα. Εν ώ εκινδύνευεν η Ελλάς, ο ανήρ ούτος δέν έπαυε κομπορρημονών ότι θά επανωρθούτο η βυζαντινή αυτοκρατορία, καί θ' ανυψούτο η ελληνική σημαία επί τής Αγίας Σοφίας. Αφ' ού δέ ωρκίσθη ενώπιον τών εν Τροιζήνι πληρεξουσίων καί ανεδέχθη τήν υπηρεσίαν, εξέδωκε προκήρυξιν τής αυτής εννοίας.
Αλλά, εν ώ τοιαύτα εκομπορρημόνει, γράμματα στελλόμενα επανειλημμένως παρά τών εν Ακροπόλει ελεεινολόγουν τήν αθλίαν κατάστασίν των, εξετραγώδουν τάς εκ τού χειμώνος κακοπαθείας καί ασθενείας, τήν στέρησιν ιατρών καί ιατρικών, τήν σπάνιν πολεμεφοδίων καί τροφών, καί έλεγαν, ότι έπιπτεν αφεύκτως η Ακρόπολις, άν εντός ολίγων ημερών δέν ήρχετο έξωθεν βοήθεια εις λύσιν τής πολιορκίας, ή τουλάχιστον εις αλλαγήν τής πασχούσης φρουράς καί εις εξαγωγήν τών γυναικών, παιδιών καί αδυνάτων.
Μετά τήν πτώσιν τού μοναστηρίου τού Αγίου Σπυρίδωνος, ο Κοχράνης επέμενεν έτι μάλλον εις τό πρώτον του σχέδιον, ό εστι νά πέση τό ελληνικόν στρατόπεδον εις τό εχθρικόν άνευ αναβολής, ώστε άν δέν τό διεσκόρπιζε καί δέν έλυε διά μιάς τήν πολιορκίαν, νά ήνοιγε κάν τήν οδόν τής Ακροπόλεως πρός αντικατάστασιν τής φρουράς καί εισαγωγήν τών αναγκαίων. Αλλ' ο Καραϊσκάκης απεδοκίμαζε τό σχέδιον τούτο καί κατ' αρχάς καί τότε ως δυνάμενον, άν απετύγχανε, νά φέρη τήν καταστροφήν όλου τού ελληνικού στρατοπέδου, καί επισπεύση μάλλον ή εμποδίση τήν πτώσιν τής Ακροπόλεως, έλεγε δέ εις υποστήριξιν τής γνώμης του, ότι η άγουσα εις αυτό από τών Τριών Πύργων, όπου επρόκειτο ν' αποβή τό εις ανάβασιν στράτευμα, ήτο μέν η συντομωτέρα οδός, αλλ' ήτο καί η κινδυνωδεστέρα, ως όλη πεδινή, όλη άδενδρος, καί όλη επιτηδειοτάτη εις τά κινήματα τού πολυαρίθμου εχθρικού ιππικού, ότι, εν ώ επρόκειτο νά εισαγάγωσι τροφήν εις τήν πεινώσαν Ακρόπολιν καί πυρίτιδα, τό στρατόπεδον μόλις είχε τήν εις καθημερινήν του χρήσιν αναγκαίαν τροφήν, η δέ πυρίτις, ούσα εξ ής ελαφυραγώγησαν τά ελληνικά πλοία εσχάτως εν τώ κόλπω τού Βώλου, ήτο κακίστης ποιότητος, καί ότι εν ώ αναγκαίον ήτο νά οχυρωθώσι διά μιάς πλησίον τής Ακροπόλεως οι μέλλοντες νά εκστρατεύσωσιν, άν εμποδίζετο παρά τών εχθρών η εις αυτήν ανάβασις, ο ενυπάρχων αριθμός πτυαρίων καί αξινών ήτο πάντη ανεπαρκής.
Τοιαύτα έλεγεν ο Καραϊσκάκης εις ματαίωσιν τού ολεθρίου τούτου σχεδίου, καί τάς ορθάς του ταύτας παρατηρήσεις υπεστήριζε θερμώς καί ο αρχιστράτηγος (Τζούρτζ). Αλλ' ο Κοχράνης δέν έδιδεν ώτα ακοής καί ό,τι έλεγεν ήθελε καί νά γίνεται. Εις μάτην η συνέλευσις τώ έδωκεν εξουσίαν μόνον επί τής θαλάσσης, αυτός ήρπασε καί τήν επί τής ξηράς. "Όπου εγώ άρχω" έλεγε, "πάσα αρχή παύει". Πρό τινων ημερών τόν εζήτησαν πλοία εις μετακομιδήν μέρους τών εν Πειραιεί στρατευμάτων κατά τόν Ωρωπόν εις αντιπερισπασμόν, αλλ' απέρριψε τήν αίτησιν αποκριθείς, ότι τά υπό τήν οδηγίαν του πλοία ήσαν πάντοτε έτοιμα νά μετακομίσωσι στρατεύματα πλησιέστερον τού εχθρού, όχι μακρύτερον. Επειδή δέ εννόησεν ότι οι Έλληνες επροσδόκων παρά τής θαυματουργού του αντιλήψεως τήν σωτηρίαν των, κατεχράτο τής πρός αυτόν υπολήψεως αυτών και, οσάκις αντέτεινέ τις εις τάς ορέξεις του, ηπείλει ν' αναχωρήση, ό εστι κατά τάς τότε ιδέας τών ανθρώπων ν' αφήση τήν Ελλάδα νά χαθή. Τοιούτος ήτον ο Κοχράνης, άγων καί φέρων κατά τό δοκούν τά πράγματα καί εις ουδέν λογιζόμενος τήν γνώμην τών ειδημονεστέρων του.
Τήν 21ην Απριλίου 1827 συνεσκέφθησαν εκ δευτέρου οι οπλαρχηγοί υπό τήν προεδρίαν τού Καραϊσκάκη περί τού σχεδίου τής εις τήν ακρόπολιν αναβάσεώς των, αλλ' ουδείς καί τότε, εκτός τού Μακρυγιάννη, ηγόρευσεν υπέρ αυτού καί στρατηγοί καί στρατιώται απηρέσκοντο φοβούμενοι δικαίως τό πολυάριθμον ιππικόν τού εχθρού, αλλ' έπρεπε νά γένη τό θέλημα τού Κοχράνου, διά τούτο προσδιώρισαν επί τού συμβουλίου τά εις ανάβασιν πρός τήν Ακρόπολιν σώματα, ώρισαν εις τούτο τήν νύκτα τής 22ας Απριλίου, ειδοποίησαν διά τού αρχιστρατήγου τόν Κοχράνην, τώ παρήγγειλαν νά έχη έτοιμα τά πλοία του επί μεταβιβάσει τών στρατιωτών τήν ορισθείσαν ώραν εις τούς Τρεις Πύργους, καί διέταξαν όλα τά στρατεύματα νά ησυχάσωσιν όλην τήν ημέραν τής 22ας καί απέχωσι παντός ακροβολισμού. Εχάρη χαράν μεγάλην ο Κοχράνης μαθών τά αποφασισθέντα, καί συγχαίρων τούς παρεστώτας, "θά γευματίσωμεν λοιπόν", είπε, "τήν 23 εν τή Ακροπόλει!"
Δεξιά τής από τού Πειραιώς εις τήν πόλιν τών Αθηνών λεωφόρου όχι μακράν τής θαλάσσης (Νέο Φάληρο) ήσαν τρία οχυρώματα εχθρικά, τό δυνατώτερον αυτών, τό καί πλησιεστέρον τού Φαλήρου, ήτο μάνδρα επί τόπου πεδινού. Τινές τών κατά τό Φάληρον Κρητών, αφ' ού έφαγαν καί έπιαν, εκίνησαν τήν 22αν παρά τήν δοθείσαν διαταγήν κατά τών εν τή μάνδρα εχθρών. Ακουσθείς ο τουφεκισμός εφείλκυσε πολλούς, καί ο ακροβολισμός κατήντησε μετ' ολίγον μάχη. Επέδραμαν σωρηδόν οι κατά τό Φάληρον εις υπεράσπισιν τών οικείων καί εδοκίμασαν νά κυριεύσωσιν εξ εφόδου τήν μάνδραν. Αντεπέδραμαν καί πολλοί Τούρκοι ιππείς καί πεζοί τών κατά τό Δαφνί πρός αντίκρουσιν αυτών, έδραμαν καί διάφοροι άλλοι οπλαρχηγοί Έλληνες επί σκοπώ νά επαναγάγωσι τούς στρατιώτας εις τάς θέσεις των, αλλ' ο πόλεμος όχι μόνον δέν έπαυεν, αλλ' επί μάλλον εξήπτετο.»
Σπυρίδων Τρικούπης, Ελληνική Επανάστασις
Στίς 22 Απριλίου 1821, ο Καραϊσκάκης ψηνόταν στόν πυρετό καί αναπαυόταν στή σκηνή του.
Μαζί του βρίσκονταν ο Γενναίος, ο Νικηταράς, ο Ιωάννης Νοταράς, ο Λεχουρίτης, ο Πετρακόπουλος
καί ο Πανομάρας. Ο αρχηγός είχε δώσει
αυστηρές εντολές στούς στρατιώτες του νά μήν διεξάγουν καμμία μάχη μέ τόν εχθρό καί νά αναπαυθούν, διότι
τούς περίμενε μία δύσκολη ημέρα. Κατά τό μεσημέρι, κάποιοι Κρητικοί στρατιώτες μεθυσμένοι έκαναν
ακριβώς τό αντίθετο από αυτό πού τούς είχε παραγγείλει ο αρχηγός τους. Ξεκίνησαν άσκοπους
πυροβολισμούς κατά τής τουρκικής εμπροσθοφυλακής, η οποία αμέσως ανταπέδωσε. Η αψιμαχία αυτή
εξελίχθηκε σέ κανονική μάχη, αφού δέν εμφανίστηκε κάποιος υψηλόβαθμος αξιωματικός γιά νά τή σταματήσει.
Ο ασθενής Καραϊσκάκης, άκουσε τούς πυροβολισμούς καί αμέσως, κατά τή συνήθειά του, ανέβηκε στό άλογό του,
άρπαξε τό γιαταγάνι ενός στρατιώτη καί κέντρισε τό άτι του γιά νά ξεκινήσει.
Τό άλογο όμως δέν δεχόταν νά ξεκινήσει όσο καί άν τό κέντριζε μέ τά πόδια του ο Καραϊσκάκης. Ο Γιαννούσης
Πανομάρας, πού πίστευε στίς προαισθήσεις τών αλόγων, άρπαξε τά χαλινάρια από τό άλογο καί ζήτησε από τόν
αρχηγό του νά κατέβει.
- "Τί κάνεις ωρέ Γιαννούση;"
- "Κατέβα κάτω σού λέω."
- "Ωρέ άφησε τό άλογο."
- "Κατέβα ή τό σφάζω."
Ο πεισματάρης Καραϊσκάκης αρνήθηκε καί δυστυχώς γιά όλους τούς Έλληνες ξέφυγε από τό πιάσιμο τού υπασπιστή του
καί βάδισε πρός τό θάνατο. Τήν αποφράδα εκείνη ημέρα ο Καραϊσκάκης βρέθηκε κοντά στίς
γραμμές τού εχθρού νά καλεί τούς άνδρες του νά υποχωρήσουν, όταν ξαφνικά αισθάνθηκε πόνο
χαμηλά στήν κοιλιακή χώρα. Ο αρχηγός δέν είπε τίποτα στούς άνδρες του καί αφού τούς συγκέντρωσε
μαζί του, επέστρεψαν όλοι μαζί στό στρατόπεδο. Τότε κατέρρευσε.
Οι σύντροφοί του, μόλις είδαν τή σοβαρότητα τού τραυματισμού τόν μετέφεραν στή γολέτα τού Τσώρτς.
Ο γιατρός πού τόν εξέτασε κατάλαβε ότι τό τραύμα ήταν θανάσιμο, αλλά δέν είπε τίποτα στόν αρχηγό.
Ο Καραϊσκάκης, έμπειρος όπως ήταν, κατάλαβε ότι δέν είχε πολλή ζωή μπροστά του.
Ζήτησε νά φιλήσει τούς φίλους
του Γαρδικιώτη Γρίβα καί Χατζηπέτρο καί τούς άλλους Ρουμελιώτες στρατιώτες,
μέ τούς οποίους είχε ξεκινήσει τήν εκστρατεία του στή Ρούμελη.
Οι άνδρες του, μέ δάκρυα στά μάτια πήγαιναν στό προσκέφαλό του γιά νά τόν
χαιρετίσουν καί αυτός μέ τή σειρά του δακρυσμένος,
τούς παρότρυνε νά συνεχίσουν τόν αγώνα μέχρι τήν τελική νίκη:
"Βαστάτε τά ταμπούρια σας νά μή σάς πνίξουν οι Τούρκοι."
Ο Σταυραετός τής Ρούμελης εξομολογήθηκε, έγραψε τή διαθήκη του καί παρέδωσε τό πνεύμα
στίς 4 τό πρωΐ τής 23ης Απριλίου 1827, ανήμερα τής ονομαστικής του εορτής,
σκορπίζοντας τή θλίψη καί τό πένθος όχι μόνο στό ελληνικό στρατόπεδο, αλλά καί σέ ολόκληρη
τή Ρούμελη καί τόν Μοριά. Ο Χατζηπέτρος τού έκλεισε τά μάτια
καί όλοι οι Έλληνες τόν έκλαψαν καί τόν πένθησαν, όπως πένθησαν τόν ήρωα τού Καρπενησίου
Μάρκο Μπότσαρη, ο οποίος τόν κάλεσε κοντά του στό Πάνθεον τών Ηρώων. Άλλωστε τέτοιο θάνατο είχε ζητήσει ο
Γεώργιος Καραϊσκάκης από τήν Παναγιά τήν Προυσιώτισσα.
"Άμποτε ήρωα Μάρκο, καί γώ από τέτοιο βόλι νά πάω!"
«Ο πάντοτε φιλάσθενος καί υπέρ τό σύνηθες ασθενών τότε Καραϊσκάκης, όστις έτυχε νά πίη τήν ημέραν εκείνην ιατρικόν, εκοιμάτο καθ' ήν ώραν εγίνετο η μάχη. Εξυπνήσας δ' εκ τής πολλής ταραχής καί τού σφοδρού τουφεκισμού, καί αναβάς τόν ίππον του, έδραμε πρός τό πεδίον τής μάχης συνοδευόμενος υπό πολλών εφίππων αξιωματικών καί τού ατάκτου ιππικού, σκοπεύων δέ νά καταπαύση τόν πόλεμον καί επαναφέρη τούς Έλληνας εις τάς θέσεις των περιεφέρετο καί διέταττε τούς πολεμούντας Έλληνας νά υποχωρήσωσι καί ετοιμασθώσιν εις τήν προσεχή νυκτερινήν ανάβασιν πρός τήν Ακρόπολιν. Αλλά, εν ώ εχώρει πρός τήν μάνδραν, ετουφεκοβολήθη, ησθάνθη ότι η βολή ήτο βαρεία, αλλά διέμεινεν έφιππος έως ού, επανελθόντων εις τά ίδια τών στρατιωτών, επανήλθε καί αυτός εις τήν σκηνήν του. Ηρίστευσε τήν ημέραν εκείνην τό ελληνικόν ιππικόν συναντήσαν ίλην τού εχθρικού.
Δεκαεπτά Έλληνες εφονεύθησαν καί επληγώθησαν. Επληγώθησαν καί ο Νικήτας, ο Λεχουρίτης, ο Μπαϊρακτάρης καί ο Άγγλος Βιτκόμπος, καί απεκόπη η δεξιά τού Παναγιώτη Χρυσανθοπούλου, τού καί Κακλαμάνου, υπασπιστού τού Χατζημιχάλη. Αφ' ού δ' επανήλθεν ο Καραϊσκάκης εις τήν σκηνήν του, τόν κατεβίβασαν από τού ίππου οι περί αυτόν χειροκράτητον, τόν εψηλάφησεν ο χειρουργός καί ηύρεν ότι επληγώθη θανασίμως εις τόν βουβώνα. Τότε τόν μετέφεραν εις τό εν τω Φαλήρω πλοίον τού αρχιστρατήγου (Τζούρτζ), καί στρώσαντες τάπητα επί τού εδάφους τού δωματίου τόν απέθεσαν εν μέσω τών οικείων του. Ο Καραϊσκάκης, άν καί ο χειρουργός τού απέκρυψε τήν αλήθειαν, εννόησεν ότι όχι μόνον η πληγή του ήτο θανατηφόρος, αλλ' ότι ολιγόωρος ήτο καί η ζωή του, δι' ό εκάλεσεν τού πλοίου αμέσως τόν πνευματικόν, εξωμολογήθη, μετέλαβεν, εζήτησε συγχώρησιν παρ' όλων τών περιεστώτων καί παρήγγειλε νά τόν θάψωσιν εν τή κατά τήν Σαλαμίνα εκκλησία τού Αγίου Δημητρίου.
Αφ' ού δέ ετέλεσε τά νενομισμένα ως Χριστιανός, ελάλησε πρός τούς περιεστώτας καί ως πατριώτης καί ως πατήρ. Καί ως πατριώτης μέν είπε νά μή δειλιώσι, νά έχωσι τάς ελπίδας των εις τήν εξ ύψους αντίληψιν, νά δοξάσωσι καί εις τό εξής τήν πατρίδα καθώς τήν εδόξασαν μέχρι τούδε, καί νά ήναι βέβαιοι ότι η Ελλάς, όσα καί άν πάθη, θ' αποτινάξει επί τέλους τόν ζυγόν. Ως πατήρ δέ παρήγγειλε νά συστήσωσιν εξ ονόματός του εις τήν αγάπην καί προστασίαν τής κυβερνήσεως τά τέκνα του. Διετήρησε δ' εν μέσω δριμυτάτων πόνων τάς φρένας του υγιείς καί τόν λόγον του ακραιφνή μέχρι τής 3ης ώρας μετά τό μεσονύκτιον. Τήν δέ 4η εξέπνευσε, καί τήν επαύριον μετεκομίσθη ο νεκρός εις Σαλαμίνα καί ετάφη όπου παρήγγειλεν. Οι δέ εν Τροιζήνι πληρεξούσιοι, μαθόντες τό μέγα δυστύχημα, κατέβησαν απαξάπαντες εις τήν παραλίαν αντίκρυ τού Πόρου, μετέβησαν εκεί καί τά μέλη τής αντικυβερνητικής επιτροπής, καί ετελέσθησαν όσον δυνατόν μεγαλοπρεπή μνημόσυνα. Τοιούτον περιστατικόν αφήρπασεν εκ μέσου τού στρατοπέδου τόν Καραϊσκάκην, καθ' ήν ώραν είχεν η πατρίς τόσην ανάγκην αυτού.»
Σπυρίδων Τρικούπης, Ελληνική Επανάστασις
Οι Τουρκαλβανοί μόλις έμαθαν τόν θάνατο τού Καραϊσκάκη ξέσπασαν σέ ζητωκραυγές.
Γνώριζαν τήν αξία τού μεγαλύτερου εχθρού τους καί πάντοτε έλεγαν: "Η Τουρκιά έχει τόν Ρεσίτη καί
η Ρωμιοσύνη τόν Καραϊσκάκη. Τά δύο αυτά θεριά παλεύουν κι ο Θεός μόνο ξέρει ποιός θά νικήσει τόν άλλον."
Τώρα όμως χλεύαζαν τούς Έλληνες καί σύμφωνα μέ τόν Κασομούλη τούς έλεγαν:
"Ωρέ, ο Καραϊσκάκης, ο γιός τής Καλόγριας πέθανε. Όλοι νά βάλετε μαύρα, γιατί άλλον σάν κι' αυτόν δέν έχετε!"
«Επειδή τό κίνημα έμελλε νά εκτελεσθή τήν 23η Απριλίου 1827, διαταγαί είχον δοθεί εις όλον τόν στρατόν ν' αναπαυθή τήν 22αν καί νά απέχη παντός ακροβολισμού. Καί όμως τινές τών εν τώ Φαλήρω σταθμευόντων Κρητών, αφού έφαγον καί έπιον, εκίνησαν παρά τήν δοθείσαν διαταγήν καθ' ενός τών πλησιεστέρων εχθρικών οχυρωμάτων, όπερ, καί τοι κείμενον επί χώρου πεδινού, ήτον όμως ισχυρότατον. Ο τουφεκισμός ακουσθείς εφείλκυσε πολλούς καί Έλληνας καί πολεμίους. Οι μέν έδραμον εις υποστήριξιν τών Κρητών καί επιχείρησαν νά κυριεύσωσιν εξ εφόδου τό οχύρωμα, οι δέ Τούρκοι, ιππείς καί πεζοί, αντεπεξήλθον πρός αντίκρουσιν αυτών. Πολλοί Έλληνες οπλαρχηγοί προσήλθον ίνα καταπαύσωσι τήν ταραχήν καί επαναγάγωσι τούς στρατιώτας εις τά τάξεις των. Αλλ' η φωνή των δέν εισηκούετο, καί ο κατά πρώτον μικρός ακροβολισμός κατήντησε μετ' ολίγον μάχη σπουδαία. Μετ' ολίγον ο πάντοτε ατρόμητος Νικήτας πληγώνεται εις τήν σιαγόνα, πληγώνονται δέ καί άλλοι αξιωματικοί καί ουκ ολίγοι στρατιώται, ώστε οι Έλληνες ηναγκάσθησαν νά οπισθοδρομήσωσιν.
Ο Καραϊσκάκης τήν στιγμήν εκείνην κατέκειτο, πυρέσσων εν τή σκηνή του, αλλ' οι πυροβολισμοί καί αι κραυγαί εξεγείρουσιν αυτόν από τού ληθάργου, καί τιναχθείς από τής κλίνης, ερωτά τί τρέχει, πρίν δ' έτι φθάσωσι νά εξηγήσωσιν εις αυτόν τά συμβάντα, βλέπει οίκοθεν τήν τών Ελλήνων τροπήν. Αναπηδήσας λοιπόν αμέσως εις τόν ίππον του λαμβάνει από τινος τών παρατυχόντων τό γιαταγάνι του, καί συμπαραλαβών όσους τών ιππέων ή εφίππων αξιωματικών απήντησε καθ' οδόν, εξορμά κατά τών πολεμίων, μεταβάλλει τήν όψιν τών πραγμάτων καί αναγκάζει αυτούς υποχωρήσαντας νά κλεισθώσιν εις τά οχυρώματα αυτών. Αλλά, υπό τού πυρετού καθ' όλας τάς πιθανότητας παροξυνόμενος, δέν έδειξε τήν συνήθη αυτού φρόνησιν καί, μή αρκούμενος εις τά γενόμενα, προέβη μετά τών ολίγων περί αυτόν ιππέων εν τώ μέσω τών εχθρικών οχυρωμάτων, πυροβολών δεξιά καί αριστερά.
Μετ' ολίγον όμως ο Κιουταχής εκπέμπει κατ' αυτού ολόκληρον τό ιππικόν. Οι περί τόν Καραϊσκάκην, μή δυνάμενοι νά ανθέξωσιν εις τοσούτον ανωτέραν δύναμιν, τρέπονται εις φυγήν, ο δέ, μείνας κατά τήν συνήθειάν του τελευταίος εν τώ πεδίω τής μάχης ίνα ενθαρρύνη τούς συναγωνιστάς καί ίνα μήν αφήση ν' αποβή επιβλαβής η καταδίωξις των, πληγώνεται καί πίπτει από τόν ίππον του. Αλλά τήν αυτήν στιγμήν συνελθών, ιππεύει πάλιν καί παραμένει προτρέπων τό ιππικόν εις τό ν' ανθέξη όσον δύναται, καί δώση ούτω καιρόν εις τούς πεζούς, τούς εν τώ μεταξύ περιπλακέντας εις τήν μάχην, νά οπισθοδρομήσωσιν. Τότε ο υπασπιστής τού ιππικού Παναγιώτης Κακλαμάνος, όστις διέμεινε πλησίον τού Καραϊσκάκη καθ' όλους τούς κινδύνους τής ημέρας ταύτης, έδειξε τόλμην τή αληθεία ηρωϊκήν. Η παρούσα γενεά δύναται ακόμη νά ίδη τό γενναίον τούτο τέκνον τής Βυτίνης φέρον αμερίμνως τόν ένα καί μόνο αυτού βραχίονα.
Ο Καραϊσκάκης δέν εσκέφθη περί εαυτού ειμή αφού είδε τόν στρατόν εκτός κινδύνου. Είχε δέ διαδοθή η ολέθρια φήμη καί πλήθος αξιωματικών συνδράμοντες συνώδευσαν αυτόν μέχρι τής θαλάσσης, εκείθεν δέ μετεκόμισαν επί τού πλοίου τού αρχιστρατήγου (Τσώρτς), ίνα τύχη πλειοτέρας τινός περιποιήσεως. Καθ' όλον τό διάστημα τής οδοιπορίας εκείνης δέν μετέβαλε παντάπασιν ήθος, καί μετά πλήρους τής ψυχής αταραξίας ωμίλησε περί πολλών αντικειμένων. Όταν έφθασαν εις τό πλοίον, κατεβίβασαν αυτόν εις τό δωμάτιον, καί στρώσαντες τάπητα τόν απέθεσαν εν τώ μέσω τών οικείων του. Η πληγή ήτον εις τό υπογάστριον, καί ο μέν χειρούργος δέν είπεν εις αυτόν ότι είναι θανατηφόρος, αλλ' αυτός, παρατηρήσας ο ίδιος τό τραύμα, απεφήνατο, διά συνήθους τινός φράσεώς του, ού μόνον ότι ήτον ανίατον, αλλά καί ότι ολίγας είχε νά ζήση έτι ώρας.
Όθεν εζήτησεν αμέσως τόν πνευματικόν καί τόν Χριστόδουλον Χατζηπέτρον καί τόν Γαρδικιώτην Γρίβαν, τούς δύο αρχηγούς τού τάγματος τών Παλαμηδιωτών (Ρουμελιώτες πού είχαν ξεκινήσει από τό Ναύπλιο γιά τήν εκστρατεία στή Ρούμελη), τό οποίον εθεώρησε πάντοτε ως τό κυριώτατον όργανον καί στήριγμα τών τελευταίων αυτού αγώνων. Αφού δέ εξωμολογήθη, εζήτησε συγχώρησιν παρ' όλων τών περιεστώτων καί εκοινώνησε τών αχράντων μυστηρίων, υπηγόρευσε καί ιδία χειρί υπέγραψε τήν διαθήκην του.
"Σαραντατέσσαρες χιλιάδες γρόσια εις τό κεμέρι (πορτοφόλι) τού Μήτρου Αγραφιώτη. Από αυτά αι τριάντα χιλιάδες νά δοθούν εις ταίς τσούπαις μου, νά τάς περιλάβουν οι δύο Μήτρηδες, τού Σκυλοδήμου καί Αγραφιώτης. Δύο χιλιάδες νά πάρη ο ένας Μήτρος καί δύο ο άλλος, όπου μέ εδούλευαν. Χίλια νά πάρουν εκείνοι όπου θά μέ θάψουν. Δύο χιλιάδες έχει ο γραμματικός, τέσσαρες χιλιάδες γρόσια τής Μαργιώς (η Τουρκάλα πού είχε πάντοτε μαζί του). Τά άλλα νά μοιρασθούν διά τήν ψυχήν μου. Αυτά όπου έχω εις τήν σακκούλαν μου νά τά λάβουν οι γραμματικοί καί τζαουσάδαις μου. Τό τουφέκι καί άτια μου νά πάνε τών παιδιών μου, καί ώρα μου (ρολόι). Έξ χιλιάδες γρόσια μού θέλει ο Νοταράς Ιωάννης, δεκαπέντε χιλιάδες γρόσια έχει ο Μήτρος τού Σκυλοδήμου διά τόν Νάσηνίκα καί λοιπούς, Δαγκλή καί άλλους αξιωματικούς."
Ταύτα δέ διατάξας παρήγειλε νά τόν θάψωσιν εις τήν κατά τήν Σαλαμίνα εκκλησίαν τού Αγίου Δημητρίου, καί τότε, ωσανεί επιφυλάττων τούς τελευταίους αυτού λόγους διά τούς φιλτάτους τών συναγωνιστών, στραφείς πρός τόν Χριστόδουλον Χατζηπέτρον καί τόν Γαρδικιώτην Γρίβαν, είπε:
- "Ελάτε τώρα νά σάς ασπασθώ." Επειδή δέ ούτοι εδάκρυον, επροσπάθησεν ο Καραϊσκάκης νά τούς εμψυχώση, παραγγέλλων ιδίως νά καταβάλωσι πάσαν φροντίδα ίνα φυλάξωσι τάς θέσεις αυτών καί κατορθώσωσι τήν λύσιν τής τών Αθηνών πολιορκίας.
- "Πρό πάντων, σείς οι παλαιοί συναγωνισταί μου νά μήν εντροπιασθήτε, ιδού η διαθήκη μου, εις τόν υιόν μου αφήνω τό τουφέκι μου, τήν μόνην περιουσίαν τήν οποίαν έχω τώρα, τάς θυγατέρας μου τάς αφιερώνω εις σάς τούς συναγωνιστάς μου."
- "Μήν αναφέρης τόν θάνατον, διότι δέν είμεθα εις εκείνην τήν κατάστασιν."
- "Ηκούσατε όσα σάς είπα διά τά παιδιά μου, ασπασθήτε εκ μέρους μου όλους τούς αξιωματικούς καί αύριον τό πρωΐ ελάτε πάλιν νά σάς ιδώ όλους."
Αλλ' η επαύριον δέν έμελλε νά εύρη αυτόν μεταξύ τών ζώντων.»
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Θάνατος Γεωργίου Καραϊσκάκη
Τό σώμα τού Γεωργίου Καραϊσκάκη τό έθαψαν τά παλληκάρια του στό νεκροταφείο τού ναού τού Αγίου Δημητρίου τής
Σαλαμίνας. Στίς 22 Απριλίου 1835, ο βασιλιάς Όθων μετέφερε τά οστά τού Καραϊσκάκη
καί τά έθαψε κάτω από τό αναγερθέν μνημείο, στό Νέο Φάληρο, στό σημείο ακριβώς όπου πληγώθηκε
ο ήρωας. Κατόπιν τελέστηκε μνημόσυνο, στό οποία παρευρέθηκαν οι συμπολεμιστές του
Νικόλαος Κριεζώτης, Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς), Βάσος Μαυροβουνιώτης,
Γιάννης Μακρυγιάννης, Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, Δημήτριος Καλλέργης,
Σπυρομήλιος, Γεώργιος Βάγιας, οι δύο κόρες του, ο γιός του, καί πλήθος λαού.
Στή συνέχεια ο Όθων αφαίρεσε από τό στήθος του τόν Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος
καί τόν απέθεσε πάνω στά οστά τού Καραϊσκάκη.
Στό ελληνικό στρατόπεδο, ο μόνος πού δέν λυπήθηκε γιά τόν θάνατο τού Καραϊσκάκη, ήταν ο Cochrane, ο οποίος
χωρίς νά χάσει χρόνο, κάλεσε τούς οπλαρχηγούς καί τούς ζήτησε νά ετοιμαστούν γιά τήν επίθεση τής επόμενης ημέρας.
Όμως κανένας Έλληνας στρατιώτης δέν είχε διάθεση νά πολεμήσει.
Όλοι ήταν σκυθρωποί καί λυπημένοι γιά τήν απώλεια τού
αρχηγού τους. Ο Cochrane απείλησε πάλι μέ παραίτηση. Έχοντας στό πλευρό του τόν Μαυροκορδάτο κατάφερε
νά πείσει τούς Έλληνες οπλαρχηγούς νά ετοιμαστούν γιά τήν γενική επίθεση πού θά έσπαγε τόν
τουρκικό κλοιό γύρω από τήν Ακρόπολη.
Πρίν ακόμα ξημερώσει η 24η Απριλίου 1827,
τά σώματα τών Μαυροβουνιώτη, Ιωάννη καί Παναγιώτη Νοταρά, Μακρυγιάννη, Δημητρίου
Καλλέργη, Χριστόδουλου Μέξη, Ιωάννη Μήτσα,
Κώστα Μπότσαρη, Λάμπρου Βέϊκου, Γεωργίου Δράκου, Γεωργίου Τζαβέλα, Νικόλαου Ζέρβα, Τούσια Μπότσαρη
καί Χαράλαμπου Ιγγλέση αποβιβάστηκαν στούς Τρείς Πύργους (Μοσχάτο).
Τά παραπάνω σώματα οχύρωσαν τίς θέσεις πού τούς πρότεινε ο Μακρυγιάννης,
σκάβοντας χαρακώματα μέ τά λίγα φτυάρια πού διέθεταν. Τό ολέθριο λάθος τού Μακρυγιάννη, σύμφωνα
μέ τά απομνημονεύματα τού Γενναίου Κολοκοτρώνη, ήταν ότι πρότεινε στούς Σουλιώτες πού
αποτελούσαν τήν εμπροσθοφυλακή, νά σκάψουν ταμπούρια όχι στήν κορυφή τού παρακείμενου λόφου, αλλά
στούς πρόποδες αυτού,
προκαλώντας τήν έκπληξη ακόμα καί τών ίδιων τών Τούρκων, πού δέν κατάλαβαν τό λόγο τέτοιας
απρονοησίας εκ μέρους τών Ρωμιών. Ο Λάμπρος Βέϊκος πού είχε προβλέψει τήν τραγική κατάληξη τής
επιχειρήσεως, έδωσε τά ασημένια πιστόλια στόν ψυχογιό του, λέγοντάς του νά τά πάει στή γυναίκα του καί
τά παιδιά του, διότι αυτός δέν θά επέστρεφε ζωντανός στό σπίτι του.
Είχε ήδη φωτίσει καί οι ελληνικές δυνάμεις δέν είχαν προλάβει νά οργανώσουν όπως έπρεπε τίς οχυρώσεις τους.
Η προχειρότητα τού σχεδίου καί η βιασύνη τού Cochrane είχαν σάν αποτέλεσμα νά χαθεί τό στοιχείο τού
αιφνιδιασμού. Οι Τούρκοι από τό λόφο τού Φιλοπάππου αντιλήφθηκαν αμέσως τήν προώθηση τού εχθρού
καί τήν κατάληψη τού Ανάλατου καί αμέσως ειδοποίησαν τόν Κιουταχή πού βρισκόταν στό στρατόπεδό
του στά Πατήσια.
Ο Τούρκος σερασκέρης κινήθηκε αστραπιαία. Αφού έστειλε δυνάμεις πρός τόν Ελαιώνα (Χαϊδάρι) καί
τό Κερατσίνι γιά νά αποκλείσει τήν αποστολή ελληνικών ενισχύσεων, περικύκλωσε μέ τό ιππικό
του καί τό πεζικό του
τίς αδύνατες θέσεις πού είχαν πιάσει οι Έλληνες στόν Ανάλατο (Νέα Σμύρνη).
Τό έδαφος ήταν πεδινό καί η έκβαση τής μάχης
ήταν προκαθορισμένη. Τά ελληνικά σώματα τού Κερατσινίου δέν κινήθηκαν όπως είχε προγραμματιστεί,
οι ίλες ιππικού τού Χατζημιχάλη καί τού Πορτογάλλου Almeida έμειναν σέ αδράνεια στόν Πειραιά καί
οι πολιορκούμενοι στήν Ακρόπολη δέν επιχείρησαν τήν έξοδο πού είχαν υποσχεθεί.
Ο Κιουταχής δέν πίστευε στά μάτια του όταν παρατήρησε μέ τό κιάλι του τίς αδύνατες θέσεις πού είχε
καταλάβει ο εχθρός καί αμέσως έδωσε εντολή στό πυροβολικό του νά αρχίσει τόν
κανονιοβολισμό αυτών τών θέσεων. Κατόπιν έδωσε διαταγή γιά έφοδο πρώτα στό πεζικό καί έπειτα στό
ιππικό. Οι Έλληνες στρατιώτες, λόγω τής μειονεκτικής θέσης πού είχαν καταλάβει στούς πρόποδες τού λόφου,
δέν αντιλήφθηκαν τήν κίνηση τού εχθρού.
Οι Σουλιώτες καί οι Κρητικοί που αποτελούσαν τήν αιχμή τού δόρατος τών αμυνομένων,
ήταν συνηθισμένοι νά μάχονται σέ ορεινές θέσεις,
οι οποίες καθυστερούσαν τήν προέλαση τών επιτιθέμενων. Παρά τόν αιφνιδιασμό τους, απέκρουσαν
εύκολα τούς Τούρκους πεζούς.
Ήταν όμως τέτοια η ταχύτητα μέ τήν οποία τούς επιτέθηκε αμέσως μετά τό τουρκικό ιππικό πού δέν πρόλαβαν νά
γεμίσουν γιά δεύτερη φορά τά όπλα τους, μέ αποτέλεσμα οι Τούρκοι ντελήδες νά καταλάβουν τά ταμπούρια τους.
Τόσο οι Σουλιώτες καί οι Κρητικοί όσο καί οι τακτικοί τού Ιγγλέση ενεπλάκησαν σέ μία άγρια μάχη
σώμα μέ σώμα καί έπεσαν σχεδόν όλοι.
Οι άνδρες τού Μακρυγιάννη, ο οποίος ευθύνεται γιά τήν επιλογή τής ακατάλληλης αυτής θέσης,
βρήκαν καιρό νά υποχωρήσουν ατάκτως καί νά τρέξουν νά σωθούν μέχρι τή θάλασσα
τού Φαλήρου, όπου βρήκαν προστασία από τά κανόνια τών ελληνικών πλοίων.
Ο μόνος πού κατόρθωσε νά συγκρατήσει τή φυγή τών ανδρών του ήταν ο Σουλιώτης
Νικόλαος Ζέρβας. Ένας άλλος Σουλιώτης, ο εξάδελφος τού Μάρκου Μπότσαρη,
Τούσιας Μπότσαρης μόλις συνειδητοποίησε τόν χαμό τών συντρόφων του,
φώναξε δυνατά: "Θέλω νά χαθώ μέ τούς ιδικούς μου!". Αμέσως όρμησε μέ τό
άλογό του μέσα στά τουρκικά στίφη, όπου δέχτηκε πλήθος από μαχαιριές καί έπεσε νεκρός.
«Εν ώ δέ εψυχομάχει, καί όλον τό στρατόπεδον ήτον εν άκρα αθυμία, ο Κοχράνης, επιμένων εις τήν εκτέλεσιν τού σχεδίου του, συνήθροισεν, ελθούσης τής εσπέρας, τούς εγκριτωτέρους οπλαρχηγούς εν Μουνυχία καί τούς ηρώτησεν άν ήσαν έτοιμοι νά κινήσωσιν. Ήτον η πρώτη φορά καθ' ήν έλειπεν ο γενναίος καί συνετός Καραϊσκάκης από τού συμβουλίου, καί η εκ τής απουσίας τοιούτου πολεμάρχου κατήφεια εκάλυπτε τά πρόσωπα τών παρόντων οπλαρχηγών ειδότων ότι μετ' ολίγας ώρας απεχωρίζοντο αυτού διά παντός. Ουδείς απεκρίθη κατ' αρχάς εις τήν ερώτησιν τού Κοχράνου, τινές δέ καί υπεψιθύρισαν ότι υπέθεσαν ότι εκλήθησαν εις ακρόασιν παραμυθητικών λόγων εκ στόματος τού στολάρχου διά τό μέγα δυστύχημά των, αλλ', επαναλαβόντος τού Κοχράνου τήν αυτήν ερώτησιν, απεκρίθησαν ότι δέν ήσαν έτοιμοι, ότι τό στράτευμα ήτον εις αταξίαν, ότι άλλοι κατεγίνοντο νά θάψωσι τούς φονευθέντας, άλλοι νά περιποιηθώσι τούς πληγωθέντας, καί ότι όλοι επεθύμουν νά μή αποχωρισθώσι τού αρχηγού των εν όσω η ψυχή δέν απεχωρίζετο τού σώματός του, καί νά λάβωσι τουλάχιστον καιρόν νά τόν ασπασθώσι τόν τελευταίον ασπασμόν. Ωργίσθη ο Κοχράνης ακούσας ταύτα καί επανήλθεν εις τό πλοίον του απειλών κατά τήν συνήθειάν του ν' αναχωρήση. Αλλ' οι οπλαρχηγοί θεωρούντες ότι η αναχώρησίς του θά επέφερε τήν διάλυσιν τού στρατοπέδου καί τήν πτώσιν τής Ακροπόλεως, έσπευσαν διαπρεσβεύσαντες νά τόν δυσωπήσωσιν, υποσχεθέντες ότι εκινούντο αφεύκτως τήν επαύριον.
Τώ όντι τήν επαύριον συνήχθησαν όλοι οι οπλαρχηγοί υπό τήν σκηνήν τού Βάσσου, παρέστη καί ο αρχιστράτηγος Τζώρτσης, καί απεφασίσθη νά επιβιβασθώσι τό εσπέρας εις τά πλοία. Διωρίσθη δέ προσωρινός αρχηγός τών απομενόντων στρατευμάτων ο Κίτσος Τσαβέλλας, καί παρηγγέλθη νά κινηθή πρός τήν πόλιν διά τού Ελαιώνος εις αντιπερισπασμόν, καθ' ήν ώραν εκινούντο οι άλλοι διά τού μέρους τών Τριών Πύργων πρός τήν Ακρόπολιν. Καί ούτοι μέν, ως προσδιωρίσθησαν, συνηριθμούντο 3000, εν οίς καί οι τακτικοί καί οι φιλέλληνες· οι δέ απομένοντες υπό τόν Τσαβέλλαν 7000, εν οίς καί οι ιππείς. Βασιλεύσαντος δέ τού ηλίου, ήρχισαν νά επιβιβάζωνται οι 3000 οι μέν εν τώ λιμένι τής Μουνυχίας (Τουρκολίμανο), οι δέ εν τώ τού Φαλήρου. Ήσαν δέ υπό τούς οπλαρχηγούς, Μακρυγιάννην, Βάσσον, Ιωάννην Νοταράν, Παναγιώτην Νοταράν, Καλλέργην, Χριστόδουλον Ποριώτην, Κώσταν Μπότσαρην, Βέικον, Δράκον, Γεώργην Τσαβέλλαν, Ντούσαν (Τούσια Μπότσαρη), Νικολόν Ζέρβαν, καί τόν Ιγγλέσην επί τών τακτικών. Όλοι δέ οπλαρχηγοί καί στρατιώται, μηδενός εξαιρουμένου, ήσαν πεζοί, καί έκαστος αυτών ενωτοφόρει τά αναγκαία πολεμεφόδιά του καί διήμερον τροφήν.
Ήσαν σχεδόν μέσαι νύκτες, καί επιβιβασμένοι δέν ήσαν εισέτι όλοι διά τήν σπάνιν τών αναγκαίων λέμβων, σκοτεινή δέ ήτον η νύξ εκείνη καί άκρα νηνεμία επεκράτει καθ' ήν ώραν απέπλευσαν τής Μουνυχίας καί τού Φαλήρου, ώστε μόλις περί τήν ώραν μετά τό μεσονύκτιον έφθασαν εις τούς Τρείς Πύργους καί απέβησαν ατάκτως υπ' ουδενός αρχηγίαν, ώστε απέτυχεν εξ αυτής τής αρχής τό σχέδιον τής πρός τήν Ακρόπολιν νυκτερινής καί αφανούς αναβάσεώς των. Ατάκτως καί ανάρχως αποβάντες, ατάκτως καί ανάρχως εστράτευσαν καί οι μέν πλείστοι τών Σουλιωτών καί οι Κρήτες ετοποθετήθησαν παρά τόν λόφον τού Μουσείου (Φιλοπάππου) εν μία καί τή αυτή θέσει, όπισθεν δέ αυτών επί μίας καί τής αυτής γραμμής αλλ' επί τριών χωριστών θέσεων ετοποθετήθησαν οι περί τούς Νοταράδας, οι Αθηναίοι καί οι τακτικοί (υπό τόν Ιγγλέση) έχοντες δύο κανόνια. Όπισθεν δέ τής γραμμής ταύτης οι περί τόν Βάσσον, όπισθεν δέ αυτών οι περί τόν Μπότσαρην, καί όπισθεν τούτων οι άλλοι μέχρι τού πρός τόν αιγιαλόν ναού τού Αγίου Γεωργίου, όν κατέλαβαν οι περί τόν Ποριώτην, ώστε οι οπισθινοί απείχαν τρία μίλια τών εμπροσθινών καί ήσαν όλοι διασκορπισμένοι εις 13 θέσεις. Μή έχοντες δέ ειμή 120 πτυάρια καί αξίνας, καί αναγκαζόμενοι διά τό κατεπείγον τής ώρας νά οχυρωθώσιν όλοι συγχρόνως, μετεχειρίζοντο εις εξόρυξιν οι μέν τακτικοί τάς λόγχας των οι δέ άτακτοι τά κοντάρια των.
Μόλις έφεξε καί είδεν η εχθρική σκοπιά τά τών Ελλήνων καί έσπευσε νά ειδοποιήση τό στρατόπεδον (Πατήσια). Ανατείλαντος δέ τού ηλίου, συνεσωρεύθησαν πάμπολλοι εχθροί, πεζοί καί ιππείς, πολλαχόθεν περί τήν πόλιν καί πρός τόν όχθον τού Μουσείου. Ο Κιουταχής δέν ήθελε νά πιστεύση ότι τόσον ολίγοι, όσοι εφαίνοντο οι επερχόμενοι, ήλπιζαν νά λύσωσιν αυτοί μόνοι τήν πολιορκίαν, καί ενόμιζεν ότι επρόκειτο καί οι εν Πειραιεί καί οι εν Κερατσηνίω απολειφθέντες νά κινηθώσι ταυτοχρόνως, νά εξορμήσωσι δέ καί οι εν τή Ακροπόλει, διά τούτο έμεινεν ακίνητος, παρατηρών τί τέξεται η επιούσα ώρα, καταβιβάζων ακαταπαύστως εκ Πατησίων στρατεύματα, κανονοβολών άνωθέν τινος λόφου κειμένου μεταξύ τού ναού τού Ολυμπίου Διός καί τού Υμηττού (λόφος Αρδηττού) τά ελληνικά οχυρώματα, καί αντικανονοβολούμενος υπό τών τακτικών. Περί δέ τήν μεσημβρίαν, ό εστιν αφ' ού είδεν ότι ουδείς τών υπό τόν Τσαβέλλαν ή τών εν τή Ακροπόλει εκινείτο, διέταξε τήν εξ εφόδου κυρίευσιν τού παρά τόν λόφον τού Μουσείου οχυρώματος. Τό οχύρωμα τούτο, ασθενές καί χαμηλόν ως εκ τού προχείρου κατασκευασθέν, έκειτο εν κακίστη θέσει, διότι είχεν έμπροσθεν του λόφον.
Οι εχθροί, 2000 πεζοί καί 600 ιππείς, συρρεύσαντες όπισθεν τού λόφου, αφανείς καί ανενόχλητοι, ανεφάνησαν αίφνης καί ώρμησαν εν πρώτοις οι πεζοί εις τό οχύρωμα, αλλά πολλοί αυτών υπό τόν πυροβολισμόν τών εν αυτώ έπεσαν, καί οι λοιποί υπεχώρησαν. Διαρκούσης δέ τής εφορμής, οι ιππείς κατέλαβαν τήν δεξιάν πλευράν τού οχυρώματος· καί αφ' ού είδαν τήν αποτυχίαν τών πεζών, απολύσαντες όλοι διά μίας τούς ίππους των εισεπήδησαν ξιφήρεις καί αλαλάζοντες· επανήλθαν τότε καί οι υποχωρήσαντες πεζοί καί εισεπήδησαν καί αυτοί. Οι Έλληνες μόλις επρόφθασαν καί εκένωσαν τά τουφέκιά των καί τόν τουφεκισμόν διεδέχθη διαξιφισμός φονικώτατος. 350 ήσαν οι Έλληνες, 2 μόνον εζωγρήθησαν, ο Δράκος καί ο Καλλέργης, θραυσθέντων τού βραχίονος τού πρώτου καί τού ποδός τού δευτέρου. 25 δέ διεσώθησαν φεύγοντες, οι δέ λοιποί όλοι εχάθησαν, σφάζοντες, σφαζόμενοι καί υπό τών ίππων ποδοπατούμενοι.
Μετά τήν καταστροφήν τών εν τώ πρώτω οχυρώματι, οι Τούρκοι ώρμησαν εις τάς επί τής ακολούθου γραμμής τρείς θέσεις καί έτρεψαν τούς εν αυταίς εις φυγήν. Εξ αυτών μόνοι οι τακτικοί αντέστησαν. 156 εκ τών 186 γενναίως μαχομένων απωλέσθησαν, εν οίς καί ο άξιος αυτών αρχηγός, 4 δέ εκ τών 20 φιλελλήνων διεσώθησαν. Η δέ τροπή των επί τής γραμμής ταύτης επέφερε τήν τροπήν όλων. Έλληνες καί Τούρκοι έτρεχαν πρός τόν αιγιαλόν, οι μέν διώκοντες οι δέ διωκόμενοι. Οι πεζοί έπιπταν υπό τό ξίφος τών ιππέων, καί η πεδιάς εστρώθη πτωμάτων. Στρατηγός ή στρατιώτης, ουδείς εφρόντιζε πλέον πώς ν' αντισταθή, αλλά πώς νά φύγη, πλήν καί αυτή η φυγή ήτο λίαν επικίνδυνος, διότι οι ιππείς επρόφθαναν τούς πεζούς φεύγοντας. Ετράπησαν εις φυγήν καί ο μετά τόν στρατόν αποβάς Τσώρτσης, καί ο βραδύτερον αποβάς Κοχράνης, καί εις τήν θάλασσαν εμπεσόντες διεσώθησαν πρό παντός άλλου εις τάς λέμβους.
Φεύγοντες οι Έλληνες πρός τόν αιγιαλόν ήλπιζαν νά εύρωσιν εκεί ετοίμους τάς λέμβους εις επιβίβασιν, αλλά διά τόν φόβον τού πυρός τών εχθρών ίσταντο αύται μακράν, καί οι Έλληνες επεσωρεύοντο εις τόν αιγιαλόν τείνοντες εις μάτην χείρας πρός αυτάς. Πολλοί δέ ερρίπτοντο εις τήν θάλασσαν, καί άλλοι μέν διεσώζοντο εν αυτοίς, άλλοι δέ επνίγοντο. Όλοι δέ οι εις τόν αιγιαλόν συσσωρευθέντες ίσως θά εχάνοντο, άν δέν τούς επροστάτευαν αι κανονοβολαί τών πλοίων, κρατούσαι μακράν οπωσούν τού αιγιαλού τούς ανηλεείς δελήδας (Τούρκους ιππείς). Εν τή επικινδύνω δ' εκείνη ώρα οι οπλαρχηγοί Ντούσας καί Ζέρβας ελαμπρύνθησαν δι' αξίων ιστορικής μνήμης ανδραγαθημάτων. Ο Ντούσας (Τούσιας Μπότσαρης) φθάσας εις τόν αιγιαλόν, καί μαθών τήν καταστροφήν τόσων γενναίων συμπατριωτών του, "δέν θέλω", είπεν, "ουδ' εγώ νά ζώ", καί αναβάς τόν ίππον ενός δελή, όν πιστολίσας έρριψε κατά γής, έτρεξεν εν μέσω τών εχθρών καί έγεινεν άφαντος θύων καί απολύων. Ο δέ Νικόλαος Ζέρβας ρίψας καί αυτός κατά γής άλλον δελήν, ανέβη τόν ίππον του καί περιέτρεχε μόνος εμποδίζουν τάς φονικάς προόδους πολλών εχθρών. Υπό τοιαύτην αγωνίαν έμειναν οι Έλληνες κατά τούς Τρείς Πύργους έως ου ενύκτωσε, καθ' ήν ώραν πλησιάσασαι αι λέμβοι τούς παρέλαβαν καί τούς έφεραν εις τά πλοία, τά δέ πλοία τούς μετεκόμισαν τούς μέν εις Φάληρον τούς δέ εις Πειραιά.
Τούτου γενομένου, ο μέν Κοχράνης απέπλευσε τού Πειραιώς, οι δέ Τούρκοι επανήλθαν τήν αυτήν εσπέραν εις τάς θέσεις των απάγοντες 200 αιχμαλώτους, εν οίς καί τόν Δημήτριον Καλλέργην καί τόν Γεώργιον Δράκον. Τήν επαύριον ευχαρίστησεν ο Κιουταχής τό στράτευμά του, εφιλοδώρησε πλουσίως τούς ορμήσαντας εις τό πρώτον οχύρωμα, είπεν ότι η νίκη των ήτον έργον Θεού διά τήν απιστίαν τών Ελλήνων, αινιττόμενος τό ανοσιούργημα κατά τών εν τώ μοναστηρίω, καί διέταξε νά φέρωσιν αυθημερόν όλους τούς αιχμαλώτους εις τόν καφάσμπασην (δήμιο), ίνα αποκεφαλισθώσι πρός εξιλασμόν τών πρό ολίγου παρασπόνδως θανατωθέντων. Η διαταγή του εξετελέσθη. Δύο μόνον τών αιχμαλώτων μόλις υπεξήρεσαν οι αιχμαλωτίσαντες αυτούς επ' ελπίδι εξαγοράς, τόν Καλλέργην καί τόν Δράκον, καί ο μέν Καλλέργης, ακρωτηριασθέντος ενός τών ωτίων του μετά τήν αιχμαλωσίαν, εξηγοράσθη υπό τών συγγενών του καί εστάλη εις Σαλαμίνα, ο δέ Δράκος μετεκομίσθη εις Εύβοιαν πρός ίασιν τής χειρός του, αλλά καθ' οδόν εφονεύθη, ή κατ' άλλους εγένετο αυτόχειρ δράξας τήν πιστόλαν ενός τών συνοδοιπορούντων. Τούς δέ λοιπούς όλους απεκεφάλισαν οι εχθροί, καί εκδείραντες τάς κεφαλάς αυτών καί τών επί τής προλαβούσης ημέρας φονευθέντων, εγέμισαν τάς δοράς άλατος καί τάς έστειλαν εις Κωνσταντινούπολιν ως δείγματα τής νίκης των.
Τοιαύτα ήσαν τά αποτελέσματα τής παραφοράς τού Κοχράνου, τού κακή μοίρα τής Ελλάδος κατά τήν Αττικήν επιφανέντος καί εις τά μή τής αρμοδιότητός του αυτεξουσίως αναμιχθέντος. Ουδέποτε τοσαύτην ή τοιαύτην φθοράν έπαθαν οι Έλληνες. 1000 απωλέσθησαν καί οι πλείστοι εκ τών μαχιμωτέρων, εν οίς καί οι πάντοτε κραταιοί εν πολέμω Δράκος, Βέικος, Γεώργης Τσαβέλλας, Ντούσας καί Ιγγλέσης, εφονεύθη επί τής τροπής καί ο Ιωάννης Νοταράς καί έπεσαν εις χείρας τού εχθρού τά κανόνια καί πολλαί σημαίαι. Εν ώ δέ τό σχέδιον ήτον επικίνδυνον αυτό καθ' εαυτό, ως προκειμένου νά πολεμήσωσι πεζοί πρός ιππείς επί τόπου πεδινού, δέν εξετελέσθη ουδ' ως προεσχεδιάσθη, διότι ούτε οι εν τή Ακροπόλει εξώρμησαν, ως ηλπίζετο, ούτε οι εν Πειραιεί καί εν Κερατσηνίω πεζοί καί ιππείς διόλου εκινήθησαν, ως προδιετάχθησαν. Η μόνη ικανή χείρ νά τούς κινήση ακίνητος έκειτο εν τώ κατά τήν Σαλαμίνα ναώ τού Αγίου Δημητρίου. Άδηλον πόσοι Τούρκοι επί τής περί ής ο λόγος μάχης εφονεύθησαν. Εφονεύθη καί ο αρχηγός τού ιππικού, επληγώθη δ' ελαφρώς καί ο Κιουταχής.»
Σπυρίδων Τρικούπης, Ελληνική Επανάστασις (Μάχη Ανάλατου)
Η μάχη τού Ανάλατου ήταν η πιό καταστρεπτική μάχη τού Αγώνα καί ήταν ένα δώρο τών Άγγλων ανώτερων
αξιωματικών στόν Κιουταχή, ο οποίος γινόταν κυρίαρχος σέ ολόκληρη τήν
Στερεά Ελλάδα. Περισσότεροι από 1500 Έλληνες στρατιώτες καί αξιωματικοί σκοτώθηκαν εξ αιτίας τής ανοησίας
τού Cochrane. Μεταξύ τών νεκρών ήταν οι Λάμπρος Βέϊκος, Γεώργιος Δράκος, Ιωάννης Νοταράς,
Αθανάσιος Τούσιας Μπότσαρης,
Γεώργιος Τζαβέλας, Χαράλαμπος Ιγγλέσης, Ιωάννης Μήτσας, Εμμανουήλ Καλλέργης,
Συμεών Ζαχαρίτσας, Κώστας Τζαβέλας, Φώτος Φωτομάρας, Νούτσος Τσάτσος, Φώτος Βέϊκος, Πάσχος,
Κίτσος Κοσμάς, Χρήστος Μπέκας, Γιάννης Μπάλας, Χρήστος Τσίτης, Νικόλαος Αγοναρίδης, Ποταμιάνος,
Ζήνων Ισαυρίδης, Άνθιμος Σιναΐδης, Δημήτριος Κουρμούλης, Ρουστικιανός, Βαλιάνης, Ζερβουδάκης,
Φραγκιάς, Σκλαβουνάκης κ.ά. Αιχμαλωτίσθηκαν 240, τούς οποίους ο Κιουταχής αμέσως αποκεφάλισε καί τά
δέρματα τών κεφαλιών τους τά πάστωσε καί τά έστειλε στό σουλτάνο γιά νά στολίσει τό παλάτι
του. Όλοι οι παπάδες παλουκώθηκαν ενώ ο ανθυπολοχαγός Άνθιμος Σιναΐτης βασανίστηκε γιά
επτά ημέρες μέχρι νά τόν λυτρώσει ο θάνατος. Ο μόνος αιχμάλωτος
πού γλύτωσε ήταν ο Καλλέργης, ο οποίος πλήρωσε υπέρογκα λύτρα γιά νά αφεθεί ελεύθερος, μέ
κομμένα όμως τά αυτιά.
Μετά τήν τρομερή ήττα στόν Ανάλατο, όλα τά ελληνικά σώματα αποχώρησαν αφήνοντας τούς πολιορκημένους τής
Ακρόπολης στή μοίρα τους. Τό στρατόπεδο πού μέ τόσο κόπο είχε δημιουργήσει ο Καραϊσκάκης διαλύθηκε σέ μία
μόνο ημέρα, παραδίδοντας πλέον τήν Αττική στόν έλεγχο τού Κιουταχή, ο οποίος στίς 24 Μαΐου 1827
θά έστελνε καί άλλους αγγελιοφόρους στήν Υψηλή Πύλη γιά νά αναγγείλει καί τήν παράδοση τής Ακρόπολης
από τούς Έλληνες. Στή συνέχεια ο Τούρκος στρατάρχης αναχώρησε γιά τή Θήβα όπου έστησε τό
στρατηγείο του. Οι φρουρές πού είχε εγκαταστήσει ο Καραϊσκάκης, έπειτα από εκείνη τήν θριαμβευτική του εκστρατεία,
εγκατέλειψαν τίς θέσεις τους, παραδίδοντας τίς πόλεις τής Στερεάς Ελλάδος πάλι στόν τουρκικό στρατό.
«Οι Έλληνες εζήτησαν κατ' αρχάς νά κρύψωσι τόν θάνατον τού Καραϊσκάκη καί νά δείξωσιν αδιαφορίαν εις τά λεγόμενα. Αλλ' η λύπη, η οποία εκυρίευε τάς καρδίας των, δέν τούς εσυγχώρει νά υποκριθώσι προσήκοντος τό οποίον ανελάμβανον προσωπείον. Κατά τήν απόφασιν, η οποία επί τής συνελεύσεως τών αξιωματικών καί τού αρχιστρατήγου έγεινεν, ως ανωτέρω ανεφέραμεν, τού νά βάλωσιν εις ενέργειαν τό σχέδιον τού Καραϊσκάκη, επειδή ήδη είχον γένει έτοιμα καί όλα τά αναγκαία, όλοι οι διωρισμένοι νά λάβωσι μέρος εις τούτο τό κίνημα κατέβησαν εις τό παραθαλάσσιον τήν 24η τού Απριλίου 1827 καί μετά τό μεσονύκτιον επιβάντες εις πλοία εκίνησαν καί ύστερον από τινα εμπόδια εξ αιτίας τών εναντίων ανέμων έφθασαν καί απέβησαν εις τήν ξηράν, οδηγούμενοι δέ από τόν Μακρυγιάννην επροχώρησαν πρός τό φρούριον (Ακρόπολη), διαιρούμενοι εις σώματα, εκ τών οποίων τά μέν ετοποθετήθησαν κατά σειράν εις οποίας ενόμισαν αρμοδιωτέρας θέσεις, τά δέ προώδευσαν πρός τό φρούριον διά νά τοποθετηθώσιν εις τάς παρά τού Καραϊσκάκη σημειωθείσας θέσεις. Αλλά κινούμενοι από παράκαιρον άμιλλαν δέν περιωρίσθησαν εις τάς σημειωθείσας θέσεις, αλλ' εξηπλώθησαν καί διεμοιράσθησαν εις πολλάς, διά τό οποίον καί αδυνάτισαν. Επροχώρησαν δέ καί πρός τό φρούριον καί προπαρετάχθησαν τό σώμα τών Σουλιωτών, τών Κρητών, τών Αθηναίων καί τό τακτικόν. Συνέβη δέ είτε κατά λάθος, είτε κατά περιφρόνησιν ή αδιαφορίαν νά μήν τοποθετηθή κανέν σώμα εις μίαν θέσιν, τήν οποίαν ως μή πατουμένην από τό ιππικόν είχε συστήσει ιδιαιτέρως ο Καραϊσκάκης διά νά πιασθή από έν σώμα δυνατόν καί τούτο επέφερε σημαντικήν βλάβην εις τούς Έλληνας.
Ο Κιουταχής, άμα εξημέρωσε καί είδε τούς Έλληνας εις ταύτας τάς θέσεις, συνήθροισεν εις Σέγκιον (Άρειον Πάγον) όσον στράτευμα ηδύνατο νά μετακινήση καί αφ' ού τούς παρεκίνησε καί τούς ενεθάρρυνε μέ υποσχέσεις καί αμοιβάς, τούς διέταξε νά εφορμήσωσι κατά τών προτεταγμένων Ελλήνων, τό οποίον καί έπραξαν μέ τρομεράν μανίαν καί ορμήν. Οι Έλληνες, οι οποίοι μάλιστα δέν είχον προφθάσει νά κάμωσι δυνατούς τούς προμαχώνας των, μόλις εκένωσαν τά πυροβόλα των καί ευρέθησαν εν τώ μέσω τών Τούρκων, χωρίς νά λάβωσι καιρόν νά γεμίσωσι πάλιν. Πολεμούντες λοιπόν συμμεμιγμένοι μέ τούς εχθρούς, εχάθησαν σχεδόν όλοι. Τήν φθοράν ταύτην ιδόντες οι εις τά λοιπά οχυρώματα Έλληνες ετράπησαν εις φυγήν πρίν έλθωσιν εις μάχην μετά τών εχθρών. Αλλά τό ιππικόν τού εχθρού εφόνευεν όσους επρολάμβανεν. Ο τρόμος αποκατέστη γενικός καί όλοι έφευγον πρός τήν θάλασσαν διά νά σωθώσιν εις τά πλοία. Ο δέ Κόχραν καί ο αρχιστράτηγος Τσώρτς, οι οποίοι είχον εξέλθει εις τήν ξηράν, έπεσον εις τήν θάλασσαν διά νά προλάβωσι νά φύγωσιν. Ο όλεθρος ήθελε γένει γενικός καί υποκάτω ακόμη εις τά κανόνια τών ελληνικών πλοίων, εάν ο Νικόλαος Ζέρβας δέν εμπόδιζε μέ τό σπαθί εις τάς χείρας τούς φεύγοντας καί δέν τούς εμψύχωνε μέ τό παράδειγμά του διά να συσσωματωθώσι καί ν' ανθέξωσιν εις τάς εχθρικάς προσβολάς. Οι Τούρκοι πλησιάσαντες είς τό παραθαλάσσιον καί ιδόντες τούς Έλληνας συσσωματωμένους καί ετοίμους δι' αντίκρουσιν, προστατευομένους μάλιστα καί από τών πλοίων τά κανόνια, δέν επεχείρησαν άλλην προσβολήν, ευχαριστημένοι, φαίνεται, από τήν άχρι τούδε έκβασιν, αλλ' επέστρεψαν εις τό στρατόπεδόν των.
Η ζημία τήν οποίαν έλαβον οι Έλληνες εις ταύτην τήν μάχην υπήρξε μεγίστη καί οποία δέν συνέβη έως ταύτην τήν εποχήν. 500 περίπου Έλληνες εφονεύθησαν καί αιχμαλωτίσθησαν, εκ τών οποίων οι περισσότεροι ήσαν τακτικοί, Κρήτες καί Σουλιώται· πρό πάντων όμως η μάχη αύτη υπήρξεν ολεθρία διά τό πλήθος τών αξιωματικών, οίτινες εφονεύθησαν ή επιάσθησαν ζώντες. Μεταξύ τών πρώτων συναριθμούνται ο Λάμπρος Βέικος, ο Γεώργιος Τζαβέλας, ο Αθανάσιος Τούσια Μπότζαρης και ο Ιωάννης Νοταράς, μεταξύ δέ τών αιχμαλωτισθέντων ο Γεώργιος Δράκος καί ο Δημήτριος Καλλέργης. Ίσως δέν ήθελε γένει τόσον σωματική ζημία εις τούς Έλληνας, εάν άμα συνεκλήθη η μάχη εις τούτο τό μέρος, οι εις Κερατζίνι ήθελον εφορμήσει κατά τών απέναντι τοποθετημένων εχθρών, καθώς ήτον τό σχέδιον τού Καραϊσκάκη.
Διά τήν αποτυχίαν ταύτην καί διά τήν τρομερωτάτην σφαγήν όλον τό στρατόπεδον έπεσεν εις μεγίστην αθυμίαν. Ο δέ γενικός κανονοβολισμός τών εχθρών αποκατέστησε ζωηροτέραν τήν λύπην καί τόν φόβον δεινότερον, ώστε μόλις έπαυσεν η μάχη καί ο Ιωάννης Θεοδώρου Κολοκοτρώνης (Γενναίος), οι Πετμεζαίοι καί ο Σισίνης εμήνυσαν εις τήν επιτροπήν τού σώματος τού Καραϊσκάκη διά νά στείλωσι στράτευμα νά πιάση τάς οποίας αυτοί κατείχον θέσεις, διότι δέν ημπορούν νά κρατήσωσι τούς στρατιώτας των, από τούς οποίους άλλοι μέν ήρχισαν ήδη νά φεύγωσι κρυφίως, άλλοι δέ ζητούν φανερά τήν φυγήν.»
Δημήτριος Αινιάν, Η Βιογραφία τού Στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη
------------------
Youtube channel
--------------
Books and movies
--------------
www.agiasofia.com
-----------------