Ναυτικός Αγώνας (1822)
Στό πρώτο έτος τής Ελευθερίας, οι επιτυχίες τών αγωνιστών στήν στεριά συνδυάστηκαν άριστα μέ τίς
επιτυχίες τών νησιωτών στή θάλασσα.
Ο ηρωϊσμός καί η αυταπάρνηση τών Ελλήνων ναυτικών εναλλάσονταν μέ τίς έριδες καί τήν έλλειψη πειθαρχίας,
όπως ακριβώς συνέβαινε καί στήν ξηρά. Οι ναυτικές επιχειρήσεις βέβαια ήταν θέμα μόνο τών τριών νήσων
Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά καί αναγκαστικά δέν υπήρχε πολυαρχία. Κάθε εξόρμηση όμως
τού ελληνικού στόλου
απαιτούσε μεγάλη προετοιμασία καί πολλά χρήματα.
Οι Τούρκοι ναύαρχοι ουδέποτε κατάφεραν νά υποστηρίξουν τίς επιθετικές ενέργειες τών πασάδων
στήν στεριά καί απλώς μέ τό στόλο τους φρόντιζαν νά ανεφοδιάζουν όσα παραθαλάσσια κάστρα
δέν είχαν πέσει ακόμα στά χέρια τών Ρωμιών επαναστατών. Η πιό επιτυχημένη τους ενέργεια
ήταν η ολοσχερής καταστροφή τού στόλου τού Γαλαξειδίου. Τελικά όμως,
ο μεγάλος αριθμός καί ο μεγάλος όγκος τών
τουρκικών πλοίων δέν θά έδιναν τό προβάδισμα στούς Τούρκους. Οι Έλληνες θά υπερτερούσαν όχι
μόνο επειδή ήταν άριστοι γνώστες τής
ναυτικής τέχνης, αλλά επειδή είχαν στή διάθεσή τους καί ένα νέο τρομερό όπλο πού σκορπούσε τόν τρόμο στόν εχθρό:
τό πυρπολικό ή μπουρλότο.
Στίς αρχές τού 1822, οι Ψαριανοί θά ειδοποιούσαν τούς Υδραίους ότι
επίκειτο έξοδος τού τουρκικού στόλου καί θά τούς
έγραφαν: "ή ούτως ή άλλως ημείς είμεθα έτοιμοι νά τούς αντισταθώμεν γενναίως". Πράγματι στίς 24
Ιανουαρίου 1822, ο τουρκικός στόλος υπό τόν Καρά Πεπέ Αλή σέ συνεργασία μέ τόν αιγυπτιακό στόλο υπό τόν
Ισμαήλ Γιβραλτάρ βγήκε από τόν Ελλήσποντο καί αφού επιβίβασε μερικές χιλιάδες Τούρκους από τήν
Μικρά Ασία κατευθύνθηκε μέ τά 72 πλοία του πρός τήν Πελοπόννησο. Τούς ασιάτες
Τούρκους (χαλδούπηδες) θά τούς άφηνε αργότερα στήν Πάτρα γιά νά
ενισχύσουν τήν άμυνά της εναντίον
τών Ελλήνων πού τήν πολιορκούσαν τότε μέ τόν Κολοκοτρώνη.
Οι Ψαριανοί έστειλαν τήν σακολέβα (είδος βάρκας) "Φλόγα", η οποία είχε μετατραπεί σέ μπουρλότο, γιά νά κάψει κάποιο
από τά εχθρικά πλοία, αλλά αυτή επέστρεψε άπρακτη.
Κατόπιν ο στόλος τών Ψαριανών μέ αρχηγούς τούς Νικολή Αποστόλη καί Ανδρέα
Γιαννίτση, ενώθηκε μέ τούς στόλους τής Ύδρας καί τών Σπετσών
οι οποίοι είχαν επικεφαλής τούς Ανδρέα Μιαούλη, Λάζαρο Πινότση, Ιωάννη Βούλγαρη καί Γκίκα Τσούπα.
Τά ελληνικά πλοία ακολούθησαν τόν τουρκικό στόλο, ο οποίος έφθασε στά παράλια τής Πελοποννήσου στίς
29 Ιανουαρίου καί ανεφοδίασε τό φρούριο τής Μεθώνης μέ τρόφιμα καί πολεμοφόδια.
Τήν επομένη ο τουρκικός στόλος έφθασε στό Νεόκαστρο τό οποίο κανονιοβόλησε γιά αρκετές ώρες καί αποβίβασε
στρατεύματα γιά νά τό καταλάβουν. Τήν κατάσταση τήν έσωσε ο Γερμανός Κάρολος Νόρμαν ο οποίος
μπόρεσε μέ τούς υπόλοιπους Ευρωπαίους φιλέλληνες νά χειριστεί άριστα τά ελάχιστα πυροβόλα τού κάστρου καί νά
προξενήσει ζημιές στά εχθρικά πλοία, αναγκάζοντάς τα νά εγκαταλείψουν τήν πολιορκία καί νά αποσυρθούν
στήν αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο. Οι αρχές τού νησιού, παρά τήν ουδετερότητα πού είχαν διακηρύξει επέτρεψαν
στά οθωμανικά πλοία νά ελλιμενισθούν, κάτι πού ουδέποτε θά έκαναν σέ ανάλογες περιστάσεις στά ελληνικά πλοία.
«Κατά τόν αυτόν καιρόν, ακμάζοντος τού χειμώνος, η Πύλη ητοίμασε, παρά τήν επικρατούσαν
συνήθειάν της,
ναυτικήν καί στρατιωτικήν δύναμιν κατά τής Πελοποννήσου. Η ναυτική δύναμις υπό τήν οδηγίαν τού καπητανάμπεη,
έχοντος υπό τάς διαταγάς του
καί τόν υποναύαρχον τής Αιγύπτου Γιβραλτάρην καί τινα πλοία Αλγερινά, Τουνεζινά καί Τριπολινά,
συνίστατο εκ τριών φρεγατών, τεσσάρων κορβετών
καί οκτώ δικατάρτων· συνέπλεαν δέ καί πολλά φορταγωγά φέροντα εις απόβασιν έως 4000 στρατιώτας ασιανούς υπό τόν Καρά - Μεχμέτπασαν
τόν άλλοτε αρχιπυροβολιστήν, καί παντός είδους πολεμικάς αποσκευάς. Η θαλάσσιος δέ αύτη δύναμις εφάνη έξωθεν τής
Ύδρας τήν 27η Ιανουαρίου 1822 όπου εστάθη καί ύψωσε τινα σημεία. Η εμφάνισις τών σημείων
τούτων έδωκε νέαν αφορμήν νά θεωρηθή πραγματική η περί
ής ανεφέραμεν πρό ολίγου επιβουλή, αλλ' απάντησις δέν εφάνη δοθείσα.
Ο στόλος έπλευσεν εις Μοθώνην, τήν επεσίτισε, καί μαθών ότι τό
Νεόκαστρον ήτο σχεδόν αφρούρητον ητοιμάσθη νά τό προσβάλλη εξ απροόπτου, καί μία φρεγάτα φέρουσα
τήν σημαίαν τού Γιβραλτάρη, μία
κορβέττα καί έν δικάταρτον τώ επλησίασαν τήν 30ην Ιανουαρίου 1822· ήλθαν δέ καί διά ξηράς Τούρκοι εκ Μοθώνης.
Έτυχαν εν αυτώ ως 40 φιλέλληνες υπό
τήν οδηγίαν τού στρατηγού Νορμάννου καταπλεύσαντες πρό ολίγου εκ Μασσαλίας. Οι φιλοπόλεμοι
ούτοι καί έμπειροι κανονοβολισταί, συνεργούς
έχοντες καί τούς εναπομείναντας Έλληνας, διότι επί τώ εμφανισμώ τής εχθρικής δυνάμεως οι πλείστοι τών εν τώ
φρουρίω έφυγαν,
αντεκανονοβόλησαν ευτυχώς τά κανονοβολούντα εχθρικά πλοία καί τά ηνάγκασαν ν' απομακρυνθώσιν άπρακτα·
επληγώθησαν δέ τρείς εκ τών εν
τώ φρουρίω, καί εσκοτώθησαν καί επληγώθησαν καί τινες Οθωμανοί.
Μετά τήν αποτυχίαν ταύτην ο στόλος απέπλευσεν όλος καί ελλιμένισε τήν 2αν Φεβρουαρίου έμπροσθεν τής
Ζακύνθου, όπου η ουδετέρα
κυβέρνησις τόν υπεδέχθη ευμενώς, εν ώ απέπεμψεν, ως είδαμεν, δυσμενώς τό εμβάν εις τόν λιμένα εκείνον
πρό τινος καιρού ελληνικόν πλοίον χωρίς
νά τό αφήση μήτε κάν ν' αράξη. Εξ αιτίας δέ τών εναντίων ανέμων ο στόλος ούτος ενδιέμεινε μέχρι τής
13ην Φεβρουαρίου 1822, καθ' ήν ανήχθη, καί μηδέν καθ' όλον τόν
πλούν του εμπόδιον απαντήσας κατέπλευσεν εις Πάτρας, όπου απεβιβάσθησαν αι πολεμικαί αποσκευαί,
εν αις καί 20 πεδινά κανόνια, οι
τετρακισχίλιοι στρατιώται καί ο αρχηγός αυτών Μεχμέτπασας.
Εν ώ δέ ο εχθρικός στόλος έπλεε τήν ελληνικήν θάλασσαν, αι τρείς ναυτικαί νήσοι ητοίμαζαν τά πλοία των.
Εικοσιεπτά υδραϊκά υπό τόν Ανδρέαν Μιαούλην
διαδεχθέντα τόν ναύαρχον Γιακουμάκην Τομπάζην παραιτηθέντα, είκοσι σπετσιωτικά υπό τόν
Γκίκαν Τσούπαν, δεκαέξ ψαριανά υπό τόν Νικολήν Αποστόλην καί δύο πυρπολικά συνηνώθησαν
έξωθεν τής Ύδρας, ανήχθησαν τήν 8ην, καί ηγκυροβόλησαν τήν 16ην έξωθεν τού Μεσολογγίου· τήν
δέ 17ην καί 18ην έπλευσαν πρός τάς Πάτρας, αλλ' επόδισαν εξ αιτίας σφοδράς αντιπνοίας (άραξαν λόγω κακοκαιρίας)·
ανήχθησαν τήν 20ην Φεβρουαρίου 1822 εκ νέου τρίτην ώραν πρίν
εξημερώση, υπό εναντίον πάντοτε άνεμον· ανήχθησαν καί τά εν τώ λιμένι τών Πατρών εχθρικά.
Ηγωνίζοντο δέ οι δύο στόλοι ο μέν τουρκικός νά εκπλεύση αμαχητί, ο δέ ελληνικός νά βλάψη τόν τουρκικόν
εκπλέοντα. Μέχρι τούδε ο
ελληνικός, οσάκις απήντα τόν εχθρικόν παρεφύλαττε μάλλον τά κινήματά του ή εφώρμα, προσπαθών νά τόν
βλάψη διά μόνων τών πυρπολικών· αλλ'
ο νέος ναύαρχος, ο μεγαλότολμος Μιαούλης, ήλλαξε τόν τρόπον τού πολεμείν, έδωκε τό σημείον τής εκ
συστάδην μάχης, καί πρώτος, άν καί ο
επικρατών αντίπλους άνεμος έγεινε σφοδρότερος, ώρμησεν εις τό μέσον δύο φρεγατών εκπλήξας καί αυτόν
τόν εχθρόν διά τής τόσης τόλμης.
Κατόπιν ήλθαν εις τό μέσον ο Μανώλης Τομπάζης, ο Σαχτούρης, ο Αντώνης Κριεζής, ο Γκίκας Τσούπας,
ο ναύαρχος τών Ψαρών, ο
Κωνσταντίνος Κοτσιάς, ο Κοσμάς καί ο Λάμπρος, καί έφεραν άνω κάτω όλον τόν εχθρικόν στόλον.
Πέντε περίπου ώρας διήρκεσεν η ναυμαχία τών Πατρών επικρατούσης σχεδόν τρικυμίας. Τρείς Έλληνες εσκοτώθησαν, δέκα
επληγώθησαν, καί τά ελληνικά πλοία μεγάλως εβλάφθησαν. Άδηλος η ζημία τού εχθρικού στόλου, αλλ' ο
τρόμος του κατάδηλος· διότι, αφ' ού
διεχωρίσθησαν οι στόλοι περί τήν εσπέραν, κατέφυγεν ούτος ως εις άσυλον εις τόν φιλικόν του λιμένα τής
Ζακύνθου τόσον ατάκτως, ώστε δύο πλοία
του έπεσαν τήν νύκτα εις τά ρηχά πρός τό λοιμοκαθαρτήριον· εκινδύνευσαν δέ νά πάθωσι καί τά λοιπά υπό
τών φίλων χειρότερα παρ' όσα έπαθαν υπό
τών εχθρών, διότι τά ευρεθέντα εν τώ λιμένι τής Ζακύνθου πολεμικά αγγλικά καί αυστριακά τόσον εφοβήθησαν
μήπως τά ατάκτως εισπλέοντα
υπό τό σκότος πέσωσιν επ' αυτά, ώστε τά εκανονοβόλησαν τήν νύκτα ως εχθρικά. Τόσον δέ τά τουρκικά
εφοβούντο τά παραφυλάττοντα έξωθεν τού
λιμένος ελληνικά, ώστε έτοιμα ήσαν νά κανονοβολήσωσιν εν τή απελπισία των τήν πόλιν άν εξελαύνοντο.
Αφ' ού ο ελληνικός στόλος περιέπλευσε δύο
ημέρας έξωθεν τής Ζακύνθου κατέπλευσεν εις τό Κατάκωλον πρός ύδρευσιν.»
Ναυμαχία τών Πατρών (20 Φεβρουαρίου 1822)
Ο ελληνικός στόλος πού ακολουθούσε τόν τουρκικό στόλο τόν βρήκε αγκυροβολημένο στό λιμάνι τών Πατρών.
Οι Τούρκοι αφού αποβίβασαν
τίς ενισχύσεις πού είχαν φέρει γιά τήν ενδυνάμωση τής φρουράς τής πόλης, περίμεναν νά κοπάσει η σφοδρή
θαλασσοταραχή, η οποία σέ συνδυασμό
μέ τό ψύχος τού χειμώνα εμπόδιζε τήν κίνηση τών σκαφών. Στίς 20 Φεβρουαρίου 1822, ο Ανδρέας Βώκος
ή Μιαούλης, ο
οποίος αναγνωρίστηκε ομόφωνα ως ο γενικός
αρχηγός τών επιχειρήσεων, αποφάσισε παρά τήν κακοκαιρία νά επιτεθεί στόν τουρκικό στόλο. Ήταν
η πρώτη φορά πού ο ενωμένος ελληνικός
στόλος θά αντιμετώπιζε σάν ίσος πρός ίσο τόν αντίστοιχο τουρκικό.
Οι Τούρκοι αμέριμνοι δέν περίμεναν ότι τά μικρά πλοία τών Ελλήνων θά αποτολμούσαν νά κινηθούν
εναντίον τών μεγάλων τουρκικών φρεγατών
καί μάλιστα εν μέσω σφόδρας θαλασσοταραχής. 'Οταν είδαν τήν ελληνική ναυαρχίδα νά μπαίνει στό λιμάνι
καί νά κανονιοβολεί εναντίον τους
αιφνιδιάστηκαν καί πανικόβλητοι άρχισαν νά σηκώνουν άγκυρα γιά νά ανοιχτούν καί αυτοί στό πέλαγος καί
νά απαντήσουν μέ τά κανόνια τους.
«Ήσαν προετοιμασμένα εικοσιπέντε από τήν Ύδραν πλοία μέ πέντε πυρπολικά νά εξέλθωσι
κατά τού εχθρικού στόλου, ότε
αυτός μετά τήν τελείωσιν τής εν Επιδαύρω Εθνοσυνελεύσεως εξέπλευσε τού Ελλησπόντου υπό τήν οδηγίαν τού
Πεπέ Αλή Καπετάν αντιναυάρχου
καί ενωμένος μέ τά αιγυπτιακά, υπό τήν οδηγίαν όντα τού Ισμαήλ Γιβραλτάρ Αιγυπτίου ναυάρχου, διευθύνετο εις
τόν Κορινθιακόν κόλπον,
διά νά μεταφέρη από Ναύπακτον εις τήν Πελοπόννησον ςρατεύματα, διό καί εκπλεύσαντα από Ύδραν μετά τών
Πετσιωτικών καί Ψαριανών τήν
8ην Φεβρουαρίου 1822, διευθύνθησαν εις απάντησίν του, μετά τού οποίου συναπαντηθέντα τήν 20ην τού αυτού
μηνός έξωθεν τής Πάτρας,
δέν εδυνήθησαν διά τήν γαλήνην νά τόν πλησιάσωσι πάραυτα, εκτός τού Ανδρέου Μιαούλη, όςτις προχωρημένος, ών μόνος
πλησίον τού εχθρού, καί
ωφελούμενος από ολίγην ανέμου πνοήν, διήλθεν εν τώ μέσω δύο φρεγατών καί άρχισε τόν πόλεμον.
Πολεμών δέ μόνος μέ αυτάς πέντε περίπου ώρας, τάς ηνάγκασε νά τραπώσιν εις φυγήν μέ μεγίςην εις τάς αποσκευάς
καί τά σώματά των ζημίαν,
βλαφθείς επίσης καί αυτός ικανώς εις τήν αποσκευήν. Εν τούτοις πνεύσαντος τού ανέμου καί πλησιασάντων καί τών
λοιπών πλοίων,
έγινε γενικός ο πόλεμος, εις τόν οποίον νικηθείς ο τουρκικός στόλος, ετράπη εις φυγήν καί κατέφυγε διωκόμενος από τά
ελληνικά πλοία
εις Ζάκυνθον.
Νικητής ο ελληνικός ςόλος, αφ' ού περιήλθε δύο ημέρας περί τήν Ζάκυνθον περιμένων τόν εχθρόν, υπήγε νά υδρεύση εις
Κατάκωλον, όπου
τήν επιούσαν ελθόν αγγλικόν βρίκιον, ςαλέν από τήν τοπικήν τής Ζακύνθου αρχήν, τόν εγνωςοποίησε τόν εκ τής νήσου
ταύτης διωγμόν τού
τουρκικού ςόλου, καί ότι ένεκα τούτου δέν εδύναντο νά δεχθώσι μηδέ τά ημέτερα πλοία εις τούς περί τήν Επτάννησον
λιμένας.»
Η ναυαρχίδα τού Μιαούλη σκόρπισε τόν τουρκικό στόλο, καθώς ο ριψοκίνδυνος Υδραίος
ναυτικός ρίχθηκε ανάμεσα σέ δύο φρεγάτες
κτυπώντας καί τίς δύο ταυτόχρονα μέ τά κανόνια του. Εν τώ μεταξύ έφθασαν καί τά υπόλοιπα ελληνικά πλοία,
ενώ τά τουρκικά πλοία
περισσότερο προσπαθούσαν νά βγούν από τό λιμάνι παρά νά πολεμήσουν. Η τρικυμία καί ο φόβος τών
πυρπολικών χειροτέρευε τήν κατάσταση.
Ο άνεμος τά έσπρωξε πρός τή Ζάκυνθο γιά νά ξαναβρούν καταφύγιο στό αγγλοκρατούμενο νησί καί τόν
τουρκόφιλο αρμοστή του.
Τά τουρκικά πλοία είχαν αρκετές ζημιές καί απώλειες σέ έμψυχο υλικό, αλλά περισσότερο ήταν τό ηθικό κέρδος τών Ελλήνων ναυτικών, οι
οποίοι αντιμετώπισαν γιά πρώτη φορά
σέ κανονική ναυμαχία τόν ενωμένο τουρκοαιγυπτιακό στόλο καί κατάφεραν νά τόν ταπεινώσουν.
Δύο ελληνικά πλοία έπαθαν φθορές ενώ υπήρξε καί ένας Έλληνας ναύτης νεκρός.
«20 Φεβρουαρίου 1822 ημέρα Δευτέρα ώρα 4 νά ξημερώση. Έκαμε σινιάλο ο Κομμαντάντες καί
εσηκωθήκαμεν εις τά πανιά
πηγαίνοντας κατ' επάνω τού εχθρού καί πλησιάζοντας εσηκώθη ο εχθρός εις τά πανιά κομμάτια 36 καί πλησιάζοντας
ο ναύαρχος εις μία φρεγάδα
άρχισε τόν πόλεμον, ήτο η ώρα 2 τής ημέρας καί πολεμών τού εχάλασε τήν γάπια (τετράγωνο πανί)
τού εχθρού, δέν ήτο όμως όλα τά
καράβια συναγμένα τά
ιδικά μας διά νά έμβουν εις τήν λίνιαν (γραμμή), ευθύς εφθάσαμεν καί ημείς καί αρχίσαμε τόν πόλεμον έως ότου
έφθαναν τά μυσδράλια.
Ερίξαμε κανόνια 18 εις αυτήν τήν μπατάγια (ομοβροντία) ήλθεν όμως μία σφαίρα από τόν εχθρόν, εκτύπησεν εις
τό μεγάλο κατάρτι καί επήραμε
δευτέρα βόλτα, επέσαμεν εις πόλεμον ρίγνοντας κανόνια 23, ήλθε μία σφαίρα τού εχθρού, μάς έκοψε τήν ράντα
(δοκάρι ιστίου).
Εις αυτόν τόν πόλεμον επήγεν ο σύντροφος διά νά γεμίση τό κανόνι τής προύβας, επήρε φωτιά τό κανόνι καί
επληγώθη εις τήν τρίτην
μπατάγιαν μάς έπεσαν τρείς φρεγάδες πολεμώντές μας έως μίαν ώραν, ερίξαμεν κανόνια 26, δέν ημπορούσαμεν
πλέον νά βαστάξωμεν ότι μάς
εκατάκοψαν τά παταράτσα (σχοινιά), μάς εκατατρύπησαν μέ τά μυσδράλια μία σφαίρα ιδική μας επήγε καί έκοψε τήν
κόντρα μετζάνα τού
φλόκου τού εχθρού, βλέποντας τά ιδικά μας νά ποδίσουν δέν ημπορούσαμεν ειμή νά ποδίσομεν, ο καιρός ήτο
φρέσκος καί
είμεθα ημείς καί ο ιδικός μας στόλος σοτταβέντο (υπήνεμος), ο εχθρός ήτο σουβράνο (προσήνεμος) εποδίσαμεν
ημείς, ήρχετο ο εχθρός
κυνηγώντας, ο δέ ναύαρχος εις τήν πρώτην καί δευτέραν προσβολήν εβλάφθη σπουδαίως εις τήν αποσκευήν,
ο δέ πόλεμος εβάσταξεν ώρας 5.
Ήτο τά εχθρικά φρεγάδες 7, κορβέτες 6, βρίκια 19, γολέττα μία, τά δέ απολειφθέντα μικρά έμειναν αραγμένα
από κάτω εις τήν Πάτρα.
Εποδίσαμεν ημείς καί όλος ο στόλος δέν ημπορούσε νά ακολουθήση, τό μπουρλότο έβαλαν φωτιά καί τό
έκαψαν, εβγήκαν οι άνθρωποι
έξω εις τόν κάβο τού Μεσολογγίου, ημείς καί όλος ο στόλος εβαστούσαμεν όλη νύκτα πανιά καί επήγαμε
απ' έξω από τήν Γλαρέντζα (Κυλλήνη).»
Μετά από αυτή τή ναυμαχία οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τό Ιόνιο, κατευθύνθηκαν στό Αιγαίο καί μπήκαν στόν
Ελλήσποντο. Οι Έλληνες
άφησαν εννέα πλοία νά περιπολούν στόν Πατραϊκό κόλπο καί επέστρεψαν στά νησιά τους.
Όταν τό Μάρτιο τού 1822, ο Μιαούλης προσπάθησε νά κτυπήσει τά τουρκικά πλοία πού ήταν αγκυροβολημένα στόν
Μούρτο (Σύβοτα),
παρουσιάστηκε ένα αγγλικό μπρίκι τό οποίο τού απαγόρεψε εν ονόματι τής αγγλικής διοίκησης τών Επτανήσων
νά εισέλθει στά χωρικά ύδατα τού Ιονίου Πελάγους, τά οποία ο Άγγλος αρμοστής Μαίτλαντ θεωρούσε αγγλικά
ύδατα. Ο Άγγλος όμως επέτρεπε στά τουρκικά πλοία νά χρησιμοποιούν τό λιμάνι τού Μούρτου ως
ναυτική βάση γιά τίς στρατιωτικές τους επιχειρήσεις.
Ο Μιαούλης έστειλε τόν πλοίαρχο Αντώνη Ραφαλιά
νά επιδώσει διαμαρτυρία γιά αυτή τήν φιλοτουρκική στάση τού
Μαίτλαντ καί ο τελευταίος
αντί άλλης απαντήσεως συνέλαβε τόν απεσταλμένο τού Έλληνα ναυάρχου. Η ελληνική κυβέρνηση έστειλε νέο έγγραφο
διαμαρτυρίας στόν
Μαίτλαντ μέ απεσταλμένο αυτή τή φορά τόν Γεώργιο Σπανιολάκη, αλλά καί πάλι ο Άγγλος αρνήθηκε τήν αποβίβαση
στόν Έλληνα απεσταλμένο
καί απλώς τού παρέδωσε τό παρακάτω έγγραφο τό οποίο απεικονίζει τή στάση τής Αγγλίας απέναντι σέ έναν λαό
πού πολεμούσε γιά τήν επιβίωσή του.
«Κύριε,
Ο λόρδος μέγας αρμοστής τών Ιονίων νήσων έλαβε τάς επιστολάς σας λεγούσας ότι τάς έστειλαν πρός αυτόν τινές
αυτοονομαζόμενοι κυβέρνησις
τής Ελλάδος διά τινος απεσταλμένου αυτής ευρισκομένου κατά τό παρόν έν τούτω τώ λιμάνι καί διατεταγμένου υπό
τής περί ής ο λόγος
αυτοονομαστού κυβερνήσεως νά έλθη είς λόγους μετά τού λόρδου μεγάλου αρμοστού.
Η Αυτού Εξοχότης αγνοεί παντάπασιν ότι υπάρχει προσωρινή κυβέρνησις τής Ελλάδος, διά τούτο δέν ημπορεί νά
αναγνωρίση τοιούτον
απεσταλμένον. Ευδοκεί λοιπόν νά διαδηλώση ότι ουδεμίαν θέλει νά έχη ανταπόκρισιν μετά κατ' όνομα δυνάμεως,
ήν δέν γνωρίζει καί ότι η απόφασίς της
είναι εν συνόωει η ακόλουθος:
Πλοίον λεγομένον ελληνικόν υπό σημαίαν μή αναγνωριζομένην καί ουδαμού δεκτήν αποκλείεται τών Ιονίων λιμένων.»
Ανδρέας Μιαούλης (1769 - 1835)
O Ανδρέας Μιαούλης είχε γεννηθεί στήν Ύδρα στίς 20 Μαΐου 1769 καί ήταν γιός τού Δημητρίου Βώκου.
Ο πατέρας του ήταν καπετάνιος καί έφερε καταγωγή από τά Φύλλα Ευβοίας.
Ο πατέρας τού καπετάν Βώκου, είχε σκοτώσει τόν Γκεζαΐρ Πασά πού είχε ατιμάσει τήν αδελφή του καί αναγκάστηκε νά
εγκαταλείψει τήν ιδιαίτερη πατρίδα του καί νά κρυφτεί πρώτα στό ερημονήσι Δοκό καί ύστερα στήν Ύδρα.
Ο Ανδρέας Μιαούλης από μικρός ασχολήθηκε μέ τή θάλασσα καί σέ ηλικία μόλις
16 ετών έγινε κυβερνήτης τού οικογενειακού πλοίου.
Κατά τή διάρκεια τών ναπολεόντειων πολέμων διέσπασε αρκετές φορές τόν αγγλικό αποκλεισμό, αποκομίζοντας
τεράστια κέρδη, όπως άλλωστε
πολλοί Υδραίοι καί Σπετσιώτες τής εποχής. Τό πρώτο του πλοίο, πού είχε αγόρασει από έναν Οθωμανό τής Χίου,
ήταν ένα μπρίκι πού λεγόταν "Μιαούλ"
καί από εκεί πήρε τό προσωνύμιο Μιαούλης. Στή συνέχεια ναυπήγησε ένα μεγάλο πλοίο χωρητικότητας 500 τόνων
τό οποίο τό εφοδίασε μέ 22 κανόνια γιά νά
αντιμετωπίζει τούς Αλγερινούς πειρατές πού αποτελούσαν μάστιγα γιά τό εμπόριο τής Μεσογείου.
Σέ ένα ταξίδι του στό Cadiz (Κάδιξ) συνελήφθη από τόν Άγγλο ναύαρχο Νέλσωνα μέ τήν κατηγορία τής διασπάσεως
τού αποκλεισμού πού είχαν
επιβάλλει οι Άγγλοι στά ισπανικά λιμάνια. Η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη, καθώς οι Βρετανοί κρέμαγαν από
τά κατάρτια
όσους αψηφούσαν τίς διαταγές τους. Μεταξύ τού Νέλσωνος καί τού Μιαούλη ακολούθησε ο κάτωθι διάλογος:
- "Είσαι Γραικός;"
- "Μάλιστα ναύαρχε!"
- "Τό ξέρεις πώς σ' αυτά τά μέρη εφαρμόζω αποκλεισμό;"
- "Τό γνωρίζω πολύ καλά κύριε ναύαρχε!"
- "Καί τότε γιατί τόν παραβιάζεις;"
- "Γιά τό κέρδος μου ναύαρχε!"
- "Άν ήσουν στή θέση μου καί γώ στή δική σου, τί θά έκανες;"
- "Θά σέ κρεμούσα ναύαρχέ μου!"
Ο Νέλσων χάρισε τή ζωή στόν Μιαούλη καί εκείνος συνέχισε τήν εμπορική του δραστηριότητα
ταξιδεύοντας στά λιμάνια τής Μεσογείου.
Σέ ένα ταξείδι στό Γιβραλτάρ προσέκρουσε σέ ύφαλο καί βούλιαξε χάνοντας τό καράβι του.
Απτόητος εκείνος ναυπήγησε στήν Γένοβα
νέο πλοίο, χωρητικότητας 400 τόνων. Η περιπετειώδης νεανική του ζωή περιείχε
σύλληψη από πειρατές, ναυμαχίες μέ
αλγερινά καί γαλλικά πλοία καί άστατη ζωή μέ υπερβολικό κάπνισμα καί μεγάλη κατανάλωση ποτών.
Όταν όμως αρρώστησε βαριά
κατέφυγε σέ έναν γιατρό γιά θεραπεία καί εκείνος τού συνέστησε νά κόψει τό ποτό καί τό κάπνισμα. Ο Μιαούλης
ακολούθησε τή συμβουλή του καί από τότε δέν ξανακούμπησε ούτε τσιγάρο ούτε ποτήρι μέ κρασί.
Πρωταγωνίστησε στήν εμφύλια διαμάχη πού είχε ξεσπάσει τό 1807 στήν
Ύδρα ανάμεσα στούς ρωσόφιλους καί στούς τουρκόφιλους.
Αιτία ήταν η πρόσκληση τών Ρώσων στούς Υδραίους νά επαναστατήσουν κατά τών Τούρκων. Οι
Κουντουριώτηδες ανήκαν στήν ρωσόφιλη μερίδα
καί έκαναν κινήσεις γιά εξέγερση κατά τών Τούρκων, αλλά ο Μιαούλης μέ τόν Γεώργιο Βούλγαρη αντέδρασαν,
ανέλαβαν τήν εξουσία καί δήλωσαν
πίστη στόν σουλτάνο. Ο Μιαούλης ήταν εξίσου διστακτικός καί γιά τήν επανάσταση τού 1821 καί ήταν ο
Αντώνης Οικονόμου εκείνος πού
ουσιαστικά έσυρε τούς νοικοκυραίους τής Ύδρας στόν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα καί μαζί μέ αυτούς καί τόν Μιαούλη.
«Εις τήν νήσον λοιπόν αυτήν κατέφυγε μεταναστεύσασα εκ τών Φύλλων τής Ευβοίας η
οικογένεια τών Βωκέων κατά τό
1668. Εκ τής οικογένειας αυτής ο Δημητράκης Βώκος ενυμφεύθη εν Ύδρα τρείς γυναίκες. Μέ τήν πρώτην εγέννησε τόν Γεώργιον, μέ τήν δευτέραν
τόν Αντώνιον καί μιάν θυγατέρα, καί μέ τήν τρίτην, χήραν αυτήν σύζυγον πρίν τού Ανδρέα Βόχη,
εγέννησε τόν Αθανάσιον, τόν Ανδρέαν, τόν
Θεοφάνην, τόν Νικόλαον καί τήν Διαμάντω.
Ο Ανδρέας γεννηθείς τήν 20ην Μαΐου 1769, ενωρίς ηκολούθησε τό επικίνδυνον στάδιον τών πατέρων του.
Ελκυόμενος από τήν θάλασσαν, η οποία
περιέβαλε πανταχόθεν τήν πατρίδα του, εισήλθε δεκαετής μόλις εις τόν λατινάδικον πλοίον τού θείου του
Γεώργιου Στύπα. Αργότερον, όταν
η ληστοπειρατεία διά τού Γουλιέλμου Λορέντζου (Μαλτέζος πλοίαρχος) καί τού Ανδρούτσου (πατέρας
τού Οδυσσέα) εμάστιζε τήν Μεσόγειον, ο Μιχαήλ Χατζημιχάλης,
αρπάσας τό πλοίον τού πατρός
του εσυνεταιρίσθη μετά τών πειρατών αυτών καί παραλαβών καί τόν τολμηρόν έφηβον παρέπλευσε
τά παράλια τής Αιγύπτου ως πειρατής
καί εξώθησεν μάλιστα τήν τόλμην των ν' ανάβουν μέχρι τού Καΐρου.
Ο πατήρ του, εκπληττόμενος από τήν τόλμην τού νεανίου αυτού, τόν οποίον δέν εφόβιζε τίποτε, τόν ονόμαζε
Λάμπρον, εκ τού ονόματος τού
Λάμπρου Κατσώνη, τού εκ Λεβαδείας, τού οποίου τό όνομα μετέφερε τότε μέ φρίκην εις τά πτερά της η φήμη.
Επιστρέψας εις τήν Ύδραν ο Ανδρέας ανεχώρησεν εις Χίον, όπου διαφωνήσας μέ τόν αδελφόν του,
εκράτησε τά χρήματα τού πατρικού πλοίου
καί αγοράσας δι' αυτόν ένα πλοίον ονομαζόμενον "Μιαούλ" (εξ ού καί έλαβε τό όνομα Μιαούλης) επέστρεψεν
εις τήν Ύδραν καί εφόρτωσεν
αραβόσιτον διά τήν Βενετίαν. Αντί όμως νά μεταβεί εις τόν λιμέναν τούτον, επώλησε τό φορτίον καί
εκράτησε τά εις τόν πατέραν του ανήκοντα
χρήματα, διά τών οποίων κατεσκεύασεν ιδικόν του πλοίον μέ τό οποίον εργασθείς επί οκτώ έτη
εσχημάτισεν αρκετήν περιουσίαν ώστε επέστρεψεν
εις τόν πατέραν του τά ποσά τά οποία τού κατεκράτησε.
Αλλά καί τό νέον του πλοίον δέν τόν ικανοποιεί. Εντός ολίγου καί πνεύμα άπληστον καί ανήσυχον ως ήτο
έσπευσε νά αγοράση άλλο εις Βενετίαν
χωρητικότητος δεκαοκτώ χιλιάδων κοιλών (1 κοιλό ισούται μέ 24 οκάδες), μέ τό οποίον παρεβίασε τήν πολιορκίαν τών ισπανικών
παραλίων υπό τού αγγλικού στόλου κατά τό
1802. Καί κατόρθωσε μέν νά εισέλθη εις τόν λιμένα τών Γαδείρων (Κάδιξ) καί νά πωλήση τό φορτίον του,
εξερχόμενος όμως συνέλήφθη υπό τών Άγγλων
καί οδηγήθη πρό τού ναυάρχου Νέλσωνος. Ο Άγγλος ναύαρχος διέταξε νά τιμωρηθή ο τολμηρός ναυτικός μέ τήν ποινήν
τήν επιβαλλομένην εις
τοιαύτας περιστάσεις.
Θαυμάσας όμως τό θάρρος καί τήν παρρησίαν τών απαντήσεών του τού εχάρισε τήν ποινήν καί τόν απέλυσεν.
Ήτο δέ τό υδραϊκόν πλοίον τού
Μιαούλη, τό πρώτον ελληνικόν τό οποίον έπλευσεν εις ισπανικά παράλια.»
Στόν πρώτο χρόνο τής επανάστασης αρχηγός τού υδραϊκού στόλου είχε αναλάβει ο Γιακουμάκης (Ιάκωβος) Τομπάζης
(1782 - 1829), ο οποίος
ήταν καί συμπέθερος τού Μιαούλη. Ο Τομπάζης όμως δέν διέθετε ηγετικές ικανότητες, απαραίτητες τόσο γιά τή
διεξαγωγή τού δυσχερέστατου καί άνισου ναυτικού αγώνα όσο καί γιά τή
χαλιναγώγηση τών συχνά ανυπότακτων πληρωμάτων. Αυτός πού έπεισε τόν
Μιαούλη νά συμμετάσχει στόν αγώνα ήταν ο συνομίληκός του Λάζαρος Κουντουριώτης.
Ο Κουντουριώτης ήταν πανίσχυρος πρόκριτος τής Ύδρας καί ο λόγος του είχε πάντοτε βαρύτητα.
Έκτοτε ο Μιαούλης διέθεσε γιά τόν αγώνα τρία πλοία, τά μπρίκια "Κίμων" 232 τόνων, "Άρης" 428 τόνων
καί "Ηρακλής" 332 τόνων
καί παρά τίς επιφυλάξεις πού είχε μέχρι τότε, ανέλαβε μέ εξαιρετική συνέπεια καί υπευθυνότητα τά καθήκοντα
πού τού εμπιστεύθηκε η πατρίδα.
Από τή στιγμή πού ο Μιαούλης εισήλθε στήν επανάσταση, η βιογραφία του ταυτίστηκε μέ
τήν ιστορία τού θαλάσσιου
αγώνα από τό 1821 μέχρι τό 1827. Δέν έχασε ούτε μία απλή επιχείρηση, ενώ σύμφωνα μέ τόν πρώτο βιογράφο του
Αντώνιο Σαχίνη, είναι
δύσκολο νά περιγράψει κανείς όλες τίς ναυμαχίες στίς οποίες παραβρέθηκε καί όλες τίς πράξεις του, γιατί είναι
σάν νά περιγράφει ολόκληρη τήν
ιστορία τών ελληνικών ναυμαχιών.
«Κατά τό 1811 ο Ανδρέας Μιαούλης έχων φορτίον σίτου καί διευθυνόμενος εις Λιβόρνον,
απήντησε κατά τά παράλια τού παπικού κράτους καταδρομικόν γαλλικόν βρίκιον, μεθ' ού εναυμάχησε δι' όλης τής ημέρας.
Τό γαλλικόν πλοίον απεπειράτο νά κυριεύση τό πλοίον τού Μιαούλη εκ τής πρύμνης. Τότε ο Μιαούλης επί τού
καταστρώματος ιστάμενος ξιφήρης καί ενθαρρύνων τό πλήρωμα απέκρουε τό γαλλικόν καταδρομικόν διά δύω πυροβόλων
τών θυρίδων τής πρύμνης καί τής νυκτός επελθούσης εσώθη ο Μιαούλης, τό δέ καταδρομικόν δέν εφάνη πού τήν
πρωΐαν τής επιούσης.
Ο Μιαούλης εταξείδευσε μέχρι τού 1816, ότε αποσυρθείς τού ναυτικού επαγγέλματος, διέμενεν εν Ύδρα μετερχόμενος
εμπόριον αποικιακών ειδών. Ενυμφεύθη τήν θυγατέρα τού ιερέως Ιωάννου Μπίκου, Ειρήνην καλουμένην, εγέννησε δέ
τά εξής τέκνα: τόν Δημήτριον, Αντώνιον, Ιωάννην, Εμμανουήλ, Αθανάσιον, Νικόλαον καί τήν Μαρίαν σύζυγον τού
Γκίκα Θεοδώρου καί κατόπιν τού Λαζάρου Πινότση.
Άμα τή ενάρξη τού κατά θάλατταν αγώνος επιβάς επί τού πλοίου τού Θεμιστοκλέους καλουμένου καί λαμπρώς
ωπλισμένου, διορισθείς δέ μοίραρχος αμέσως διεκρίθη ο πρώτος τών θαλασσομάχων εν τή παρά τάς Πάτρας
συγκροτηθείσης κρατερώ ναυμαχίας, διό μετά τήν παραίτησιν τού κατά πρώτον αναγορευθέντος ναυάρχου Ιακώβου Τομπάζη
ανηγορεύθη ο Μιαούλης κοινή ψήφω ναύαρχος τού ελληνικού στόλου.
Εις τήν δευτέραν εκστρατείαν ετοιμασθείς ο ελληνικός στόλος, διηρέθη εις δύο μοίρας, ών η μέν εκ 50 πλοίων υπό τόν
Ιάκωβον Τομπάζην εξέπλευσε πρός τόν Ελλήσποντον εις ματαίωσιν κατά τό δυνατόν τών σχεδίων τού εν
Κωνσταντινουπόλει ετοίμου πρός έκπλουν τουρκικού στόλου, η δέ ετέρα υπό τόν Ανδρέαν Μιαούλην, διηυθύνθη πρός
τάς κατά τήν Πελοπόννησον θάλασσας, τόν Κορινθιακόν κόλπον καί τό Ιόνιο πέλαγος πρός τε καταδίωξιν τής εις
Μούρτον μοίρας τού τουρκικού στόλου καί χάριν συνδρομής τών πολιορκιών κατά τάς ευχάς καί αιτήσεις τών
Πελοποννησίων.
Ο Μιαούλης μετά τών υπ' αυτόν πλοίων τή 2α Μαΐου τού 1821 διήλθεν αφόβως καί αβλαβώς τόν μεταξύ Ρίου καί Αντιρρίου
πορθμόν καί εισελθών ηγκυροβόλησε πλησίον τού φρουρίου καί τών τουρκικών πλοίων, έστησε δέ καί επί τής ξηράς
πυροβόλα. Ένεκα τής τόλμης ταύτης τών ελληνικών πλοίων, ου μόνον οι τού τουρκικού στόλου, αλλά καί οι εν τοίς
φρουρίοις καί αυτός ο Ιουσούφ πασάς κατεπτοήθησαν καί εκ τού τρόμου εδήλωσεν εις τούς εν Πάτραις προξένους τών
ξένων Δυνάμεων, ότι δέν εγγυάται περί τής ασφαλείας αυτών.»
Ολοκαύτωμα τής Σαμοθράκης
Τά νησιά τού Αρχιπελάγους, όπως λεγόταν τό Αιγαίο πέλαγος παλαιότερα, είχαν υποστεί κατά τήν διάρκεια τής τουρκοκρατίας άπειρες καταστροφές
καί δηώσεις τόσο από τούς Τούρκους κατακτητές όσο καί από τούς μουσουλμάνους πειρατές, πού μάστιζαν τά νερά τής Μεσογείου.
Η χειρότερη περίοδος ήταν αυτή τού 16ου αιώνα επί βασιλείας τού Σουλεϊμάν τού Μεγαλοπρεπούς,
όταν ο έμπιστός του ναύαρχος καί πειρατής Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κυριαρχούσε στήν Μεσόγειο καί αφάνιζε
τά ελληνικά νησιά καί τά παράλια.
Καί μόνο στό άκουσμα τής εμφάνισής του, ο λαός τό έβαζε στά πόδια.
Τά χωριά γίνονταν καμένη γή καί οι νησιώτες γιά νά σωθούν αποσύρονταν στήν ενδοχώρα,
όπου είχαν κατασκευάσει πύργους γιά νά προστατεύσουν τίς περιουσίες καί τίς οικογένειές τους.
Ο Μπαρμπαρόσα ήταν Έλληνας εξομώτης (κάτι σάν τούς ιδιοκτήτες τών ελληνικών καναλιών τής τηλεόρασης),
ο οποίος είχε μπεί στήν υπηρεσία τού Σουλεϊμάν καί είχε λεηλατήσει περίπου 80 παραθαλάσσιες πόλεις
καί χωριά, είχε κατασφάξει τόν ανδρικό πληθυσμό καί είχε αρπάξει γιά τά σκλαβοπάζαρα τής Ανατολής δεκάδες
χιλιάδες γυναίκες καί παιδιά.
Τό 1537, τά νησιά Αίγινα, Σέριφος, Ίος, Αστυπάλαια, Αμοργός, Πάρος, Νάξος, Μύκονος καί Άνδρος
πού βρίσκονταν υπό φράγκικη διοίκηση κατελήφθησαν από τόν μουσουλμάνο πειρατή, καί ερημώθηκαν τελείως
από τούς κατοίκους τους. O πόνος τών νησιωτών καταγράφηκε στά δημοτικά τραγούδια καί σέ ένα από αυτά, η
Παναγία η Καταπολιανή θρηνεί τήν καταστροφή τής Πάρου.
"Όλα τά Δωδεκάνησα στέκουν αναπαμένα
κ' η Πάρος η βαριόμοιρη στέκετ' αποκλεισμένη
κ' όσοι τήν ξεύρουν κλέουν την κι' όλοι τήνε λυπούντε
καί σάν τήν κλαίη η Δέσποινα κανείς δέν τήνε κλαίγει"
Ενδεικτικό τής βαρβαρότητας τού μουσουλμάνου πειρατή ήταν αυτό πού συνέβη στήν ιταλική πόλη Ταλαμόνε,
όταν ο Μπαρμπαρόσα
ξέθαψε από τόν τάφο του τόν Ιταλό κουρσάρο Bartolomeo Peretti, ο οποίος είχε πεθάνει πρόσφατα, τόν ξεκοίλιασε
τελετουργικά, τόν κομμάτιασε
καί τά κομμάτια του τά έδωσε τροφή στά σκυλιά μαζί μέ τίς σωρούς τών αξιωματούχων του μπροστά στά έντρομα
μάτια τών κατοίκων τής πόλης.
Αλλά καί στό νησί Λίπερι τό 1544 πήρε όλα τά παιδιά σκλάβους γιά τίς γαλέρες του ενώ τούς άντρες τούς έκοψε
ζωντανούς στά δύο.
"Ήλιε πού βγαίνεις τό ταχύ, σ' ούλον τόν κόσμον δούδεις,
σ' ούλον τόν κόσμο ανάτειλε, σ' ούλη τήν οικουμένη
στώ Μπαρμπαρέσω τίς αυλές, ήλιε μήν ανατείλεις.
Κι άν ανατείλεις, ήλιε μου, νά γοργοβασιλέψεις,
γιατί έχουν σκλάβους έμορφους, πολλά παραπονιάρους
καί θά γραθούν οι γιαχτίδες σου πο τώ σκλαβώ τά δάκρυα."
Σήμερα (2012) ένα ελληνικό; κανάλι τηλεόρασης, εξυμνεί τόν σφαγέα τού ελληνισμού Σουλεϊμάν τόν Μεγαλοπρεπή
προβάλλοντας τήν ομώνυμη
τουρκική σειρά. Αφού η καλοπληρωμένη καί καλοντυμένη δημοσιογράφος κάνει κήρυγμα κατά κόμματος τού
ελληνικού κοινοβουλίου, τό οποίο τό εμφανίζει ως αντιδημοκρατικό καί βίαιο, στή συνέχεια μάς προτείνει νά
παρακολουθήσουμε τό τουρκικό σήριαλ. Ωϊμέ, ωϊμέ πώς κατήντησε η πατρίδα μας!
Η κακοδαιμονία τών νησιών συνεχίστηκε καί στούς υπόλοιπους αιώνες, καθώς Βενετοί, Φράγκοι καί Τούρκοι
εναλλάσονταν στήν κυριαρχία τού Αιγαίου πελάγους μέ τελικό νικητή τούς τελευταίους. Η τουρκική αρμάδα έκανε τήν
εμφάνισή της
μία φορά τόν χρόνο γιά νά εισπράξει τό χαράτσι, ενώ οι Αλγερινοί πειρατές επισκέπτονταν συχνά τούς απροστάτευτους
κατοίκους.
Ο Γάλλος περιηγητής Paul Lucas, στό έργο του "Voyage du Sieur paul Lucas, fait par ordre du Roi dans la Grece",
ανάμεσα στά άλλα νησιά περιέγραψε καί τήν κατάσταση στήν Ίμβρο όπου οι
κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει τά παράλια καί ζούσαν σέ πύργους στό εσωτερικό τής νήσου. Οι πόρτες τών σπιτιών ήταν
ψηλότερα από τό έδαφος καί οι τρομαγμένοι Ρωμιοί
ανέβαιναν μέ ξύλινες σκάλες, τίς οποίες τίς αφαιρούσαν κατά τή διάρκεια τής νύκτας.
Αποκορύφωμα τών καταστροφών στό Αιγαίο ήταν η σφαγή (ρεπούσιος συνωστισμός) τής Χίου πού έγινε τό
1822 καί η οποία έγινε παγκοσμίως
γνωστή χάρις στόν Γάλλο ζωγράφο Eugene Delacroix. Ένα άλλο ολοκαύτωμα σέ αιγαιοπελαγίτικο νησί, άγνωστο
στόν μέσο Έλληνα, είναι η σφαγή τής Σαμοθράκης η οποία έγινε τόν Σεπτέμβριο τού 1821.
Οι κάτοικοι τής Σαμοθράκης μέ επικεφαλής τους τόν μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνστάντιο,
ξεσηκώθηκαν καί φυλάκισαν τούς άντρες τής τουρκικής φρουράς.
Η Υψηλή Πύλη διέταξε αμέσως τίς στρατιωτικές δυνάμεις της νά καταστείλουν τήν εξέγερση. Οι
Τούρκοι αποβιβάστηκαν στίς Μακρυλιές
τήν 1η Σεπτεμβρίου 1821 (πρωτοσταυρινιά σύμφωνα μέ τούς ντόπιους)
καί κατευθύνθηκαν πρός τήν πρωτεύουσα τού νησιού τή Χώρα. Οι εξεγερμένοι κάτοικοι αμάθητοι στόν πόλεμο δέν
κατόρθωσαν
νά απωθήσουν τούς Τούρκους τού καπιτάν Καρά Αλή, οι οποίοι εισέβαλαν στή Χώρα καί κατέσφαξαν τούς
κατοίκους της.
Αμέσως μετά έβγαλαν κήρυκες καί διαβεβαίωσαν ότι πλέον μετά τήν καταστολή της στάσης, δέν κινδύνευε κανένας.
Έτσι άρχισαν νά επανέρχονται στά σπίτια τους οι φυγάδες. Ο Καρά Αλή όμως συνέλαβε όσους
επανήλθαν καί τούς καρατόμησε στή θέση Εφκάς.
Τά γυναικόπαιδα πουλήθηκαν στά σκλαβοπάζαρα τής Κωνσταντινούπολης, τής Αλεξάνδρειας καί τής
Σμύρνης, αλλά ευτυχώς πολλά από αυτά εξαγοράσθηκαν από πλούσιους φιλέλληνες καί ιδιαίτερα από τόν
Ελβετό τραπεζίτη Εϋνάρδο. Οι δούλοι Σαμοθρακίτες εξισλαμίσθηκαν διά τής βίας.
Πέντε από τούς επιζήσαντες επέστρεψαν στήν αρχική τους θρησκεία καί γιά τόν λόγο αυτό
βασανίστηκαν καί θανατώθηκαν στήν απέναντι θρακική ακτή καί αποτελούν πλέον γιά τήν
Ορθόδοξη Εκκλησία μας νεομάρτυρες καί τιμάται η μνήμη
τους τήν Κυριακή τού Θωμά.
"Σήμερα είναι Τρίτη καί πρωτοσταυρινιά
όπου μάς εχαλάσαν οι Τούρκοι τά σκυλιά.
Έπαιρναν τά κεφάλια κι' άφηναν τά κορμιά
Γέμισαν τά σοκάκια καί όλα τά στενά"
Τό νησί πού μετρούσε 10000
κατοίκους έμεινε ακατοίκητο γιά έξι χρόνια καί αποτελεί ένα ακόμα ολοκαύτωμα από
τά αμέτρητα πού διεπράχθησαν
στά νησιά μας κατά τήν διάρκεια τού οθωμανικού πολυπολιτισμού καί τής συνύπαρξης τών Χριστιανών μέ τούς
μουσουλμάνους.
«Η Σαμοθράκη, ήν τό αρχαίον ιερατείον είχεν εκλέξει ως έδραν τών μυστηρίων, ών τινων ο Ορφεύς,
ο Ηρακλής, ο Αγαμέμνων καί ο τής Μακεδονίας βασιλεύς
Φίλιππος εμυήθησαν, στερηθείσα τού βωμού τών θεών Καβείρων διετήρησε κάτι τι τό μυστηριώδες
μέχρι τών ημερών ημών.
Τριακόσιαι ελληνικαί οικογένειαι, διεσπαρμέναι εν τή νήσω ταύτη, ευτυχείς εν τώ πλανάσθαι υπό
τήν δροσόεσσαν σκιάν τών κοιλάδων αυτής, απολαύουσαι μακαρίως
τού γάλακτος καί τού ερίου τών ποιμνίων αυτών, έζων εκεί εν ειρήνη, χωρίς νά υποπτεύωσιν ότι η
καταβιβρώσκουσα τήν Ελλάδα πυρκαϊά ηδύνατο νά μεταδοθή
καί εις τήν νήσον αυτών, ότε είδον τούς Τούρκους.
Ημέρα πένθους! H φρίκη καί ο θάνατος συνετάραξαν πάραυτα τήν νήσον.
Τό χωρίον Κάστρο παρεδόθη εις τάς φλόγας, οι Τούρκοι διατρέχουσι τάς πεδιάδας,
διερευνώσι τά δάση καί τάς κοιλάδας. Αι γυναίκες καί τά παιδία, παραδοθείσαι εις
τήν ασέλγειαν αυτών, ερρίφθησαν μετά ταύτα εις τά δεσμά, ο άρρην πληθυσμός
κατεσφάγη εξαιρέσει προσώπων τινών, άτινα επεφυλάχθησαν ίνα κρεμασθώσιν
επί τών κεραιών τών πλοίων, όταν ο νικητής θά εισέλθη εις Κωνσταντινούπολιν.
(Jour de deuil! la terreur et la mort se repandent aussitot dans l' ile.
Le village de Castro est livre aux flammes, les Turcs parcourent les campagnes.)
Σύρουσιν αυτούς συνεσφιγμένους δι' αλύσεων μετά τών αθώων αυτών οικογενειών
επί τών πλοίων, επί τών οποίων συνεβιβάζουσι καί φορτία κεφαλών προωρισμένα
νά στολίσωσι τήν πύλην τού ανακτόρου τού σουλτάνου! »
Σφαγή τής Χίου (30 Μαρτίου 1822)
Ο 19ος αιώνας βρήκε τή Χίο σέ μεγάλη οικονομική καί πνευματική άνθηση.
Η πρωτεύουσα τού νησιού είχε 30000 κατοίκους καί διέθετε μεταξύ άλλων νοσοκομείο,
λεπροκομείο, βιβλιοθήκη, τυπογραφείο καί
μεγαλοπρεπές γυμνάσιο στό οποίο φοιτούσαν νέοι από πολλά μέρη τής Ελλάδος υπό τούς
κατά καιρούς διδασκάλους Αδαμάντιο Ρώσιο,
Αθανάσιο Πάριο, Δωρόθεο Πρώϊο, Κωνσταντίνο Βαρδάλαχο, Ιωάννη Τσελεπή καί Νεόφυτο Βάμβα.
Η Χίος κατά τήν εποχή εκείνη, μαζί μέ τήν Κωνσταντινούπολη καί τή Σμύρνη αποτελούσαν τούς
φάρους τού ελληνικού πνεύματος
μέσα στά όρια τής οθωμανικής επικράτειας.
Τό νησί είχε αρκετά μοναστήρια καί πολλές εκκλησίες διασκορπισμένες στά
66 χωριά του, από τά οποία τά 24 τού νότιου μέρους
ονομάζονταν Μαστιχοχώρια, λόγω τής μοναδικής στόν κόσμο παραγωγής μαστίχας.
Η ευημερία οφειλόταν κατά κύριο λόγο στό εμπόριο. Οι Χιώτες έμποροι κοσμοπολίτες είχαν ανοίξει
εμπορικούς οίκους σέ όλα τά μεγάλα λιμάνια τής Ευρώπης από τή Μασσαλία μέχρι τό Άμστερνταμ, αποκομίζοντας
τεράστια κέρδη.
Οι κάτοικοι ολόκληρου τού νησιού ήταν περίπου 120000, μεταξύ τών οποίων 2000 Τούρκοι,
λίγοι εβραίοι καί 2000 καθολικοί, κατάλοιπο τής γενουατικής
κυριαρχίας. Η Χίος βρισκόταν υπό τήν προστασία τής αδελφής τού σουλτάνου καί
είχε σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις, τίς οποίες είχαν
εκμεταλλευτεί οι κάτοικοί της πού είχαν μετατρέψει τό νησί τους στό πλουσιότερο νησί τού Αιγαίου καί γι' αυτό η Χίος
ονομαζόταν λιπαρωτάτη, δηλαδή πλουσιωτάτη. Στήν πρωτεύουσα είχε τήν έδρα του ο μουτεσελίμης καί ο καδής, αλλά διορίζονταν από τήν Κωνσταντινούπολη μόνο γιά τούς τύπους.
Πραγματικοί κυβερνήτες καί δικαστές ήταν οι πέντε δημογέροντες πού εκλέγονταν μία φορά τό χρόνο καί διοικούσαν
τήν κοινότητα σύμφωνα μέ τά βυζαντινά ήθη καί έθιμα.
Τόν προηγούμενο χρόνο η υδραίικη μοίρα πού
είχε καταπλεύσει στού "Πασά τή βρύση" γιά νά ξεσηκώσει τή
Χίο, είχε γυρίσει πίσω άπρακτη. Οι Χιώτες, παρά τόν πλούτο τους δέν είχαν φροντίσει
νά οπλίσουν πολεμικά καράβια, ούτε
νά συγκεντρώσουν όπλα γιά νά συμμετάσχουν στήν επανάσταση. Ήταν απειροπόλεμοι καί
η μόνη τους φροντίδα ήταν η γεωργία, τό εμπόριο καί η
εκπαίδευση. Δέν τολμούσαν νά προκαλέσουν τούς Τούρκους, καθώς οι μουσουλμάνοι καραδοκούσαν
στά απέναντι παράλια τής Ιωνίας καί στήν
πρώτη αφορμή ήταν έτοιμοι νά εφορμήσουν καί νά λεηλατήσουν τό πλούσιο νησί.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης γνώριζε τίς αδυναμίες αυτές καί δέν προώθησε
κάποιο επαναστατικό σχέδιο γιά τήν Χίο, αφού γιά νά ξεσηκωθεί
η Χίος θά έπρεπε νά υπάρξει η στήριξη ολόκληρου τού ελληνικού στόλου καί η αποστολή
εμπειροπόλεμων στρατευμάτων από τήν Στερεά Ελλάδα.
Τό ατόπημα τό έκανε ο αρχηγός τής επανάστασης στή Σάμο Λυκούργος Λογοθέτης καί ο
Χιώτης Μπουρνιάς, οι οποίοι
εντελώς πρόχειρα καί ασυντόνιστα άναψαν τή φωτιά στό νησί, έχοντας τή συγκατάθεση μόνο ένος μικρού
αριθμού φτωχών κυρίως κατοίκων τής Χίου.
Οι Τούρκοι τής Χίου είχαν ήδη φυλακίσει στό φρούριο τόν μητροπολίτη Πλάτωνα καί μερικούς πρόκριτους τής πόλης,
ενώ είχαν
στείλει στήν
Κωνσταντινούπολη τούς Θεόδωρο Ράλλη, Μικέ Σκυλίτζη καί Παντελή Ροδοκανάκη ως ομήρους, τούς οποίους ο
σουλτάνος έριξε
αμέσως στά μπουντρούμια τού Γεντί Κουλέ. Γιά τίς απαίσιες συνθήκες πού έζησαν στή φυλακή τής Χίου, αφηγείται ο
Ανδρέας Μάμουκας στό βιβλίο του.
Οι φυλακισμένοι ήταν συνωστισμένοι σέ ένα πολύ μικρό κελλί, στά υπόγεια
τού κάστρου,
όπου έτρωγαν σκουληκιασμένο
παξιμάδι καί έπιναν λίγα δράμια βρώμικο νερό, ενώ έκαναν τήν ανάγκη τους εκεί πού κοιμόντουσαν.
Στά μπουντρούμια επικρατούσε αφόρητη μπόχα, υγρασία, κρύο καί οι έγκλειστοι παρέμεναν ακίνητοι καθόλη
τή διάρκεια τής ημέρας καί τής νύκτας.
Τόν Ιανουάριο τού 1822 έφθασαν στό νησί χίλιοι οπλοφόροι Τούρκοι, οι οποίοι αμέσως
άρχισαν νά αρπάζουν καί νά σκοτώνουν τούς ανυπεράσπιστους χωρικούς γιά νά ακολουθήσει
ο Βαχήτ πασάς τόν οποίον ο Τρικούπης στήν ιστορία του αποκαλεί πασά μέ καρδιά θηρίου. Ο
εν λόγω πασάς αγγάρευε καθημερινά τόν χριστιανικό λαό γιά τήν επισκευή
τού φρουρίου καί ανάγκαζε τίς αρχές τού τόπου νά διατρέφουν τόν φανατισμένο όχλο του μέ σημαντικά χρηματικά ποσά.
«Ως δ' άπαντες οι Έλληνες, ούτω καί οι Χίοι εφλέγοντο υπό τού πόθου τού νά ελευθερώσωσι τήν
πατρίδα των Χίον από τόν
ζυγόν τής δουλείας. Όθεν τινές εξ αυτών καί πρό πάντων ο Αντώνιος Μπουρνιάς, συνεννοηθέντες μετά τού
Σαμίου Λυκούργου
Λογοθέτου, συνέλαβον τήν ιδέαν νά εκστρατεύσωσι μυστικώς κατά τής Χίου καί ορμώντες εξ απροόπτου,
νά κυριεύσωσι τό
φρούριον καί νά επαναστατήσωσι καί όλους τούς κατοίκους τής Χίου.
Οι δύο ούτοι αρχηγοί, συνάξαντες περί τάς τρείς χιλιάδας οπλοφόρους Σαμίους καί λοιπούς, απέβησαν επί τής Χίου τήν νύκτα τής
11ης Μαρτίου 1822 διά τινων σαμιακών πλοιαρίων καί μιάς σπετσιώτικης γολέττας τού Αναστάσιου Ανδρούτσου. Θεωρούντες όμως
οι αρχηγοί τής εκστρατείας ταύτης, ότι ίνα εμποδίσωσι τήν επί τής Χίου μετάβασιν εχθρικών στρατευμάτων εκ τών
απέναντι αυτής
οθωμανικών παραλίων τής Μικράς Ασίας, είχον ανάγκην μεγαλητέρας τινός ναυτικής δυνάμεως, εζήτησαν παρά τών
ψαριανών έξ πλοία πολεμικά.
Ούτως επιπεσόντες αίφνης οι Έλληνες κατά τών διεσπαρμένων Οθωμανών καί άλλους μέν φονεύσαντες, άλλους
δ' αιχμαλωτίσαντες, έγιναν κύριοι
τής πόλεως τής Χίου καί επολιόρκησαν εντός τού φρουρίου τούς λοιπούς Τούρκους τρομάξαντας καί νομίσαντας τόν αριθμόν τών Ελλήνων πολύ
ανώτερον τού πραγματικού. Επανέστησαν τότε καί οι λοιποί Χίοι καί εκήρυξαν τήν ελευθερίαν καί τής νήσου των,
γράψαντες πρός τούς Σπετσιώτας τήν εξής επιστολήν:
"Ζήτω η Ελευθερία.
Αδελφοί Σπετσιώται χαίρετε
Πολλά καί άφευκτα περιστατικά εμπόδιζαν ήδη έν έτος τήν πατρίδα μας από τού νά λάβη τά όπλα κατά τής
τυραννίας καί νά ακολουθήση τό
παράδειγμά σας καί εκείνο τών άλλων τής λοιπής Ελλάδος. Τούτο δέν προήρχετο από έλλειψιν πατριωτισμού,
επειδή η φιλογένειά μας
αρκετά απεδείχθη καί εμπράκτως μέ τήν σύστασιν τών σχολείων μας, τής βιβλιοθήκης μας, τής τυπογραφείας μας
καί τών πολυδαπάνων καί
παντοδαπών πειραμάτων, άτινα αφορούσιν καί απέβλεπον πρός τόν γενικόν φωτισμόν τού Γένους μας, ίνα μέ τού
φωτισμού τό μέσον
απολαύση τήν ποθητήν του ελευθερίαν.
Δέν προήρχετο, λέγομεν από έλλειψιν φιλελευθερίας καί φιλογενείας, εζητούσαμεν όμως νά μάς παρουσιασθή εις τούτο
αρμόδιος ευκαιρία,
διά νά μή χάσωμεν έν μέγα πλήθος αδελφών, συγγενών καί συμπατριωτών μας, οίτινες ήσαν καί είναι ακόμη μέρος
διεσπαρμένον εις
τούς τουρκικούς τόπους.
Η αδυναμία πρός τούτοις ημών, ευρισκομένων μεταξύ τών αιμοβόρων λύκων Οθωμανών, γένους μέ βασίλειον
καί μέ όλα τά αναγκαία μέσα,
καί ημείς απρομήθευτοι από όλα, μάς εμπόδιζαν τήν προθυμίαν. Η Θεία Πρόνοια τέλος πάντων ηυδόκησε καί ένευσεν
εις τήν καρδίαν μερικών
συμπατριωτών μας, καί συνενωθέντες μετά τών γειτόνων μας Σαμίων, ήλθον ενταύθα καί εξεβαρκαρίσθησαν έως τρείς
χιλιάδες ομογενείς κατά
τήν 11ην τού τρέχοντος καί έκαμε τούς άλλους τόσους ευρισκομένους εδώ Αγαρηνούς νά κλεισθώσιν εις τό κάστρον,
τό οποίον ευρίσκεται καλά
αρματωμένον από πολεμικά εφόδια καί φαγώσιμα.
Ηρχίσαμεν όμως τήν πολιορκίαν του μέ όλον οπού καί περί τούτου ετοιμασίαι μάς έλειπον, εγράψαμεν δέ τών γειτόνων μας συναδέλφων Ψαριανών
καί ευθύς μάς εσύντρεξαν μέ τήν βοήθειάν των, στέλλοντές μας έξ καράβια των καί μερικά μπαρούτια. Εκρίναμεν λοιπόν εύλογον νά ειδοποιήσωμεν
ταύτην μας τήν ανάγκην καί πρός υμάς, βέβαιοι όντες ότι θέλετε μάς συντρέξει μέ τήν χαρακτηριστικήν σας γενναιότητα καί νά συμμαχήσετε
μεθ' ημών κατά τής βαρβαρικής τυραννίδος, κατά τών κοινών ημών εχθρών καί τής θρησκείας ημών.
Η Πατρίς ομοφώνως εκήρυξεν Ελευθερίαν ή Θάνατον.»
Στίς 11 Μαρτίου 1822, ο Λυκούργος Λογοθέτης, συνοδευόμενος από 2500 Σαμιώτες αποβιβάστηκε στή Χίο
μαζί μέ τόν Μπουρνιά. Ο Λογοθέτης δέν είχε ούτε τήν συγκατάθεση τού Εκτελεστικού αλλά ούτε είχε ζητήσει
προηγουμένως τήν σύμπραξη τού ελληνικού στόλου. Μόνο μερικά ψαριανά μπρίκια περιπολούσαν τό νησί
αποκόπτοντας τήν επικοινωνία τών ντόπιων Τούρκων μέ τήν απέναντι Κρήνη (Τσεσμέ).
Η απόβαση τού Λογοθέτη έγινε
ταυτόχρονα στόν κόλπο τής Αγίας Ελένης καί στήν Αγκάλη. Αρκετοί φτωχοί Χιώτες από τά γύρω χωριά έσπευσαν νά
ενωθούν μέ τούς άνδρες τού Λογοθέτη,
αλλά οι περισσότεροι ήταν οπλισμένοι μόνο μέ ξύλα καί δρεπάνια. Ο Βαχίτ Πασάς έστειλε στρατό γιά νά
εμποδίσει τήν απόβαση, χωρίς επιτυχία καί αναγκάστηκε νά κλειστεί στό κάστρο.
Η Χίος ήταν ελεύθερη αλλά τό ισχυρό κάστρο ήταν υπό τήν κατοχή τών
Τούρκων καί τά δύο μικρά κανόνια πού είχε τοποθετήσει ο Λογοθέτης στόν λόφο τής Τουρλωτής
δέν μπορούσαν νά απειλήσουν τά τείχη τού μεσαιωνικού κάστρου.
Οι Σαμιώτες προέβησαν σέ λεηλασίες τουρκικών σπιτιών, αφαίρεσαν μολύβι από τίς στέγες τών τζαμιών ενώ
φυλάκισαν εκτός από τούς σημαντικούς Τούρκους καί όσες Χριστιανές είχαν παντρευτεί μέ
μουσουλμάνους. Τόσο ο Λογοθέτης όσο καί ο Μπουρνιάς φάνηκαν ανίκανοι νά οργανώσουν στοιχειώδη άμυνα στό
νησί καθώς άρχισαν νά φιλονεικούν μεταξύ τους γιά τά πρωτεία, ενώ οι λιποταξίες καί οι κλοπές από τούς
άνδρες τους πολλαπλασιάζονταν.
Πολλοί πλούσιοι Χιώτες πού έβλεπαν τήν αναρχία καί τήν ανικανότητα προέβλεψαν τίς συνέπειες από τήν επικείμενη
άφιξη εχθρικών ενισχύσεων καί άρχισαν νά εγκαταλείπουν τό νησί τους. Οι υπόλοιποι εύποροι κάτοικοι έμειναν κλεισμένοι
στά σπίτια τους στήν πρωτεύουσα καί όχι μόνο αρνήθηκαν νά συμμετάσχουν στήν εξέγερση, αλλά δέν έδωσαν στούς
Σαμιώτες τά τρόφιμα καί τά εφόδια πού τούς ζήτησαν.
«Τήν πρωΐαν τής δευτέρας ημέρας τού Ρετζέπ, προσευχηθέντες καί αποχαιρετισθέντες διά τελευταίαν φοράν, αναθέσαντες
δ' άπασαν ημών τήν ελπίδα εις τόν προφήτην, τόν ήλιον τών δύο κόσμων, εξηγάγομεν εκ τής πύλης τού Τειχάρχου έως τετρακοσίους οπλίτας,
οίτινες καρτερικώτατα ώρμησαν πρώτον εις τά πέριξ χαρακώματα τών απίστων, περί τήν κυρίευσιν τών οποίων έγινε συμπλοκή πεισματώδης
καί διά πολλήν ώραν οι άπιστοι απηλπισμένως εμάχοντο στήθος πρός στήθος πρός τούς ημέτερους ηρωϊκούς καί θεοφρούρητους στρατιώτας.
Η ημέρα αύτη εστάθη αξιοσημείωτος διά τήν ηρωϊκήν καρτερίαν καί πρός τούς κινδύνους αμεριμνησίαν τών ημετέρων λεοντόκαρδων στρατιωτών,
καί δέν έπαυσεν ειμή όταν πλέον ο δυστυχώς πρός τούς γκιαούρους ανατείλας εκείνην τήν ημέραν ήλιος έστρεψε τά βήματά του πρός τήν δύσιν,
ότε επέστρεψαν εις τήν ακρόπολιν θριαμβεύσαντες καί δοξολογούντες τόν μέγαν προφήτην.
Εις τάς συμπλοκάς τής ημέρας εκείνης έμειναν εις τά πεδία μάχης έως 3000 (ψευδής αριθμός)
πτώματα ασπαίροντα βεβήλων καί απίστων κιαφίρων, εξ ημών
δέ μόλις έξι μετέβησαν εις τάς αιωνίους μονάς ίνα λάβωσι τόν μαρτυρικόν στέφανον, εννέα δέ ετραυματίσθησαν καί ούτοι όχι κινδυνωδώς.
Τό εσπέρας οι ήρωές μας εκ τής φρουράς έσπευσαν νά θέσωσιν υπό τούς πόδας τού τοποτηρητού τάς αιμοσταγείς κεφαλάς τών αποστατών
επισημοτέρων γκιαούρων λαβόντων τά επίχειρα τής απιστίας των υπό τήν μουσουλμανικήν μάχαιραν.
Άλλοι πάλιν προσέφερον εις τόν τοποτηρητήν ουχ ήττον πολύτιμον προσφοράν ζώντας αιχμαλώτους τινάς εκ τών ονομαστών επί απιστία καί
αποστασία Χίων Χριστιανών, τούς οποίους άμα είδεν ο τοποτηρητής προσέταξε νά καρατομηθώσι καί νά γεμισθώσι τά κρανία των δι' αχύρου
απαλού, τά δέ βέβηλα καί άπιστα πτώματά των ερρίφθησαν αυθωρεί εις τήν θάλασσαν.
Τούτου δέ γενομένου, ανηγγέλθη μέ μεγάλην χαράν καί αγαλλίασιν τού τε τοποτηρητού καί παντός ισλάμη, ότι πρός τό μέρος Προβατονήσια
(Οινούσαι) εφάνησαν τά ιστία τού λυτρωτού αυτοκρατορικού στόλου διοικουμένου παρά τού ναυάρχου Νουαίχ Ζααδέ Αλή πασά καί τωόντι ο
στόλος φανείς εκ μέρους τής Ερυθραίας, ήλθε καί ήραξεν εις τήν νήσον, σημειωτέον ότι άμα τή εμφανίσει τού στόλου, τά αντάρτικα πλοιάρια
έφυγον όπισθεν τής νήσου, αφ' ετέρου η ολίγη καί γενναία φρουρά απέκτησεν ηθικώς δύναμιν δεκαπλάσιαν, αποτολμώσα ένθεν μέν εις τήν
φροντίδα τού νά στείλη πλοιάρια εις Κρήνην πρός μεταφοράν στρατευμάτων.
Μεταξύ δέ τής οχλοβοής εκείνης η φρουρά μας επέπεσε μετ' απαραμίλλου ενεργητικότητος, ταχύτητος καί γενναιότητος κατά τών απίστων γκιαούρων,
τών οποίων τούς μέν ηλικιωμένους επέρασαν γενναιότατα εν στόματι μαχαίρας, παρομοίως καί τάς ηλικιωμένας γραίας, τήν δέ
κινητήν περιουσίαν αυτών ελεηλάτησαν, λείαν ήτις ανήκει κατά τούς πολεμικούς νόμους εις ιδιοκτησίαν τών στρατιωτών, τάς δέ ωραίας
κόρας των καί τούς τρυφερούς νεανίσκους των ηχμαλώτισαν, τό αίμα έρρευσε ποταμηδόν, η τέ αντίστασις τών απίστων καί
γενναιότης τών πολεμήσαντων στρατιωτών μας ήσαν ανώτεραι περιγραφής.
Τήν επαύριον ο τοποτηρητής εκθέσας εν μακρά εκθέσει τά γεγονότα έστειλεν αντίγραφον επικυρωμένον υπό τών προκρίτων οθωμανών
εις τήν Βασιλεύουσαν, φιλοτιμηθείς μάλιστα νά συνοδεύση τόν επί τούτω απερχόμενον πεζοδρόμον μέ πέντε φορτία αποτετμημένων αιμοσταγών
κεφαλών τών αποστατών καί τών συμμετόχων αυτών επισημοτέρων γκιαούρηδων, άλλα δέ δύο φορτία αυτίων επίσης θανατωθέντων
κατωτέρων πολιτών ανταρτών καί αντισταθέντων εις τήν νόμιμον τού κυριάρχου των εξουσίαν.
Ούτως ο τοποτηρητής εκτελέσας τούς ιερούς κανόνας τής πίστεως καί θρησκείας καί τάς υψηλάς τού κραταιού μονάρχου διαταγάς, επροσευχήθη
εις τό ιερόν τέμενος, ευχαριστήσας τόν υπέρτατον Αλλάχ διά τήν εξασφάλισιν τής ατομικής ησυχίας τών μουσουλμάνων. Τήν 21ην τού αυτού μηνός,
ημέρα Σαββάτω, ο τοποτηρητής προσεκάλεσε τόν αρχηγόν τών εκ τής Ερυθραίας πλευσάντων στρατιωτών, Κιουτσούκ Αχμέτ μπέη τούνομα καί τόν
Ντελήμπαση Σουλεϊμάναγα, τούς οποίους συντροφεύσας μετά χιλίων ευζώνων στρατιωτών, ενετείλατο αυτοίς ίνα λόχος πρός λόχον
επιπέσωσι κατά τών χωρίων, όπου ίδωσιν αποστασίας οσμήν, εν περιπτώσει δέ εάν ήθελον δεχθή τόν ισλαμισμόν, τότε μόνον νά φεισθώσι
τής νεότητος μόνης, τών γερόντων αποκλειομένων καί τής εν τοιαύτη περιπτώσει χάριτος.
Τήν διαταγήν ταύτην λαβόντες, ο μέν Κιουτσούκ Αχμέτ μπέης διευθύνθη εις τό χωρίον Ερυθιανή, ο δέ Σουλεϊμάναγας εις τό χωρίον Θυμιανά,
τά οποία χωρία εξηφάνισαν χάριτι θεία από προσώπου γής. Επιστρέφοντα δέ τά τροπαιούχα ταύτα στρατεύματα, ως ροαί
πλημμυρούντος ποταμού, μή εμποδιζομένου παρ' ουδενός εμποδίου, ήκουσαν ότι εις τό χωρίο Καλλιμασιά ένδον τής μονής τής
άλλως τε μεγάλης τού Αγίου Μηνά, ήσαν μαζωμέναι πολλαί οικογένειαι αμφιβόλων φρονημάτων ως πρός τό καθεστώς.
Τούς εν τώ μοναστηρίω πάντας επέρασαν εν στόματι μαχαίρας, ανδραποδίσαντες τούς νεωτέρους εξ αμφοτέρων τών φύλων,
τάς δ' αιμοσταγείς κεφαλάς καί τ' αυτία τών θανατωθέντων εξαπέστειλαν εις τόν τοποτηρητήν, όστις δι' αδρών δώρων εφιλοτιμήθη
ν' ανταμείψη τήν γενναιότητα καί αφοσίωσιν τών ηρωϊκών ημών στρατευμάτων, πολεμησάντων υπέρ τής τιμής καί τής θρησκείας. Τότε
δή μόνον έγνωσαν οι δείλαιοι άπιστοι ότι ουδέν εμποδίζει τήν ορμήν τού πιστού επιπίπτοντος κατά τών απίστων γκιαούρων.
Τήν επιούσαν επεσκέφθησαν τόν τοποτηρητήν πάντες οι εν Χίω ευρισκόμενοι καί σημαίαν αναπεταννύοντες πρόξενοι καί υποπρόξενοι τών ξένων
δυνάμεων εκτός τού ρωσσικού, αφ' ού ηυχήθησαν αείποτε νίκην εις τά αυτοκρατορικά όπλα, συνεχάρησαν τόν τοποτηρητήν επί τή συνέσει
καί μετριοπαθεία του, ευχαριστήσαντες επί τέλους ότι ούτε αυτοί, ούτε ουδείς τών εις αυτούς υπαγομένων υπηκόων έπαθον τι καθ' όλην τήν
διάρκειαν τών γεγονότων.
Χαίρει η ψυχή μου, διότι ως εκ τών περιστάσεων τούτων πολλοί νέοι καί νέαι γκιαουρικού αίματος περιτμηθέντες καί δεχθέντες τόν σωτήριον
ισλαμισμόν, έτυχον τής αιωνίου αφέσεως τών αμαρτιών, απαλλαχθείσαι αι ψυχαί των εκ τής αιωνίου κολάσεως, ήτις βεβαίως τούς περιέμενε.
Όσον δέ περί τής συνειδήσεώς μου, επί λόγω αμφιβολίας τής ενοχής τών πολιτών ή μή εις τάς επαναστατικάς κινήσεις τών έξωθεν ελθόντων
Ρωμηών, είμαι ήσυχος καί ουδαμώς μέ τύπτει, καθότι πολλάκις επαρατήρησα εις τό ιερόν βιβλίον τού Ιμάμ Σερχουσνή ότι η αποτομή ξύλου
καί λάρυγγος ανθρωπίνου διαφέρουσιν, αλλ' όχι εν περιπτώσει λάρυγγος γκιαούρη, κατωτέρω δέ ο σοφός νομολόγος σχολιάζει τόν ιερόν
τούτον κανόνα, ότι η εξόντωσις ενός απίστου γκιαούρη είναι παρά τώ ισλάμη ίση ως καί η εξόντωσις δένδρου ή βοτάνης. »
Στό μεταξύ ο σουλτάνος Μαχμούτ όταν πληροφορήθηκε ότι οι Χιώτες σήκωσαν
μπαϊράκι τό πήρε σάν μία μεγάλη προσβολή
γιά τό πρόσωπό του,
αφού θεωρούσε τήν Χίο τήν πιό πιστή καί προνομιούχο περιοχή τού οθωμανικού κράτους. Τό πλούσιο καί αχάριστο
νησί έπρεπε νά τιμωρηθεί
αυστηρά καί γι' αυτό θά έπρεπε νά σβηστεί από προσώπου γής. Στίς 13 Μαρτίου 1822, ο σουλτάνος έδωσε
φιρμάνι καί κρεμάστηκαν 60 Χιώτες έμποροι
πού διέμεναν στή Βασιλεύουσα, καθώς καί όλοι οι Χιώτες όμηροι πού βρίσκονταν στή φυλακή τού Μποσταντζίμπαση.
Παράλληλα,
έδωσε εντολή στόν καπιτάν πασά Καρά Αλή νά επιβιβάσει στά πλοία του 7000 οπλοφόρους, νά σπεύσει στή Χίο
καί νά τιμωρήσει παραδειγματικά τού αχάριστους Χίους. Παραδειγματική τιμωρία ισοδυναμούσε μέ τήν πλήρη
ελευθερία δράσεως τού τουρκικού στρατού. Η μοίρα τών 120000 κατοίκων τής Χίου είχε γραφτεί μέ κόκκινο
μελάνι στό σουλτανικό φιρμάνι.
Στίς 30 τού μήνα, δηλαδή τή Μεγάλη Πέμπτη, οι Χιώτες διέκριναν στόν ορίζοντα τά πανιά τού τουρκικού στόλου. Τόν
αποτελούσαν 46 μπεηλίδικα (τουρκικά πλοία),
από τά οποία 6 ήταν δίκροτα, 9 φρεγάτες, 10 κορβέτες, καί τά υπόλοιπα μπρίκια, γολέτες, μπριγαντίνια
καί μπομπάρδες. Μέ τήν εμφάνισή του ο εχθρικός στόλος
σκόρπισε τά λίγα ψαριανά πλοία πού περιφρουρούσαν τό λιμάνι. Ο καπιτάν πασάς φέρθηκε στήν αρχή μέ προσοχή καί
δέν σήκωσε τή
σημαία του, επειδή δέν γνώριζε καλά τήν κατάσταση ούτε τής πόλης ούτε τού φρουρίου. Όταν όμως νύκτωσε καί
έμαθε ότι οι Ρωμιοί σκότωσαν
τό πλήρωμα μίας κορβέτας πού είχε εξωκείλει στά ρηχά, άρχισε νά κανονιοβολεί καί νά βομβαρδίζει τήν πόλη, ενώ
συγχρόνως αποβίβασε στή στεριά τούς γκαλιοντζήδες (πεζοναύτες) του.
Μέ τήν άφιξη τού στόλου, οι κλεισμένοι στό φρούριο βγήκαν μέ τά σπαθιά στά χέρια καί όλοι μαζί πλέον ρίχτηκαν στούς
Σαμιώτες πολιορκητές από
δύο πλευρές, τούς διασκόρπισαν, έκαψαν τήν πόλη καί τά κοντινά χωριά καί μετά επιδόθηκαν στίς αρπαγές καί στίς
αιχμαλωσίες.
Τήν άλλη μέρα εμφανίστηκαν δεκάδες καΐκια
πού μετέφεραν ζεϊμπέκια καί ταγκαλάκια (μουσουλμάνους άτακτους στρατιώτες) από τήν απέναντι ξηρά καί
οι οποίοι έτρεχαν νά προλάβουν τό "πανηγύρι" τής σφαγής τών Χριστιανών κατοίκων τού νησιού.
Υπολογίζεται ότι περίπου 15000 οπλισμένοι μουσουλμάνοι είχαν εισρεύσει στό νησί.
Οι περισσότεροι Χιώτες κατέφυγαν στό εσωτερικό τού νησιού γιά νά
βρούν καταφύγιο στά ορεινά μέρη καί στά δυσπρόσιτα μοναστήρια.
Οι Τούρκοι επιδόθηκαν από τήν πρώτη στιγμή στήν
λεηλασία τών
όμορφων κατοικιών τών Χριστιανών καί δέν ασχολήθηκαν αμέσως μέ τήν καταδίωξη τους.
Μετά τήν λεηλασία τών σπιτιών καί τήν βεβήλωση τών εκκλησιών, άρχισαν οι σφαγές τών Χριστιανών τού νησιού, υπό τά
όμματα τών προξένων τής Γαλλίας, τής Αυστρίας, τής Ολλανδίας καί τής Αγγλίας.
Οι στρατιώτες τού Καρά Αλή καί τού Βαχίτ πασά, διψώντας γιά αίμα γκιαούρηδων καί
γιά όμορφες παρθένες έτρεξαν νά κυνηγήσουν τούς πανικόβλητους κατοίκους τού νησιού. Σέ όλα τά μέρη τού νησιού
γράφτηκαν άπειρες στιγμές φρίκης
καί τραγωδίας, καθώς οι γέροι καί οι γριές σφάζονταν επί τόπου ενώ οι νέοι καί οι νέες βιάζονταν καί στή συνέχεια
μεταφέρονταν στά
καράβια γιά νά πουληθούν σκλάβοι στίς εσχατιές τής Ανατολής. Τά αγόρια τά ανάγκαζαν σέ περιτομή, ενώ
όποιος γινόταν μουσουλμάνος γλύτωνε τή ζωή του. Οι δρόμοι αντηχούσαν από τά ξεφωνητά τών γυναικών,
τά κλάμματα τών βρεφών καί τά βογκητά τών πληγωμένων. Λίγες
μόνο ώρες ήταν αρκετές γιά νά αλλάξει τελείως η εικόνα τής Χίου καί νά μετατραπεί σέ ένα απέραντο σφαγείο γεμάτο
ακέφαλα πτώματα σπαρμένα στούς δρόμους καί στά χωράφια.
«Such was the state of the beautiful Scio for seven days. "My God !" (says an eye-witness who escaped)
"what a scene was then presented! On what side soever I cast my eyes, nothing but pillage, and conflagration, and murder,
appeared. While some were occupied in
plundering the country houses of the rich merchants, and others setting fire to the villages, the air was rent with the mingled
groans of men, women, and children, who were falling under the yataghans and daggers of the infidels.
The only exception
made during the massacre, was in the favour of the women and boys, who were preserved to be sold as slaves.
Many of the former were running to and fro, half frantic, with torn garments, and dishevelled hair; pressing their trembling
infants to their breasts, and seeking death, as a preservation from the greater calamities that await them."
The carnage then ceased for a time; and those wretches who had been reserved for sale, were driven to the town, where more
than ten thousand women and children were collected. The boys were circumcised, in order to fit them to become muslims,
and the whole embarked on board the fleet to be conveyed to Constantinople.
The Capitan Pasha, in order to renew the
fury of his soldiery, then took the eighty hostages, the oldest and most respectable men of the island, and hung them up at
the yard arms of his vessels; and the signal was instantly answered from the shore, by the butchery of seven hundred peasants
who had been confined in the citadel.
An attempt was then made to induce those of the Greeks, who in great numbers had fled to the mountains, and the almost
inaccessible parts of the island, to come down and give themselves into the hands of their masters, who promised them
mercy: and, strange to say, many of them did do so, and were all butchered except those whose beauty made them valuable.»
Στή Μονή τού Αγίου Μηνά τής Χίου κατέφυγαν πολλοί από τούς αλλόφρονες κατοίκους τής μαρτυρικής
νήσου, οι οποίοι
ζητούσαν απεγνωσμένα κάποιο τόπο σωτηρίας. Η άμυνα πού προέβαλαν απέναντι στά στίφη τών βαρβάρων
κάμφθηκε όταν οι Τούρκοι έριξαν μέρος τού τείχους πού περιέβαλε τό μοναστήρι καί όρμησαν στό εσωτερικό
του, κραδαίνοντας τά γιαταγάνια τους καί αρχίζοντας τή σφαγή τών ανδρών καί τών γερόντων.
Μέσα στήν εκκλησία, όπου είχαν καταφύγει τά γυναικόπαιδα, ετελείτο ο εσπερινός τού Πάσχα από τόν γέροντα ιερέα
Ιάκωβο Μαύρο, ο οποίος εκοινωνούσε τούς μελλοθάνατους.
Ο ηγούμενος τής Μονής Αρχιμανδρίτης
Θεοδόσιος Λουφάκης ανασκολοπίσθηκε ενώ οι υπόλοιποι κληρικοί καρατομήθηκαν μέ τσεκούρι.
Τρείς χιλιάδες εσφάγησαν από τούς Τούρκους
καί τά πτώματά τους
στρώθηκαν σάν ένα μακάβριο χαλί σέ ολόκληρο τό μοναστήρι. Κομμένα χέρια, πόδια, αυτιά, μύτες ακόμα καί μαστοί
από τίς γυναίκες ήταν ανάμεσα στά λάφυρα πού αποκόμισαν οι Οθωμανοί. Όλα αυτά θά κρέμονταν αργότερα στά κατάρτια
τής ναυαρχίδας τού καπιτάν πασά καί τών άλλων τουρκικών πλοίων. Η είσοδος τού στόλου στήν
Ιστανμπούλ πάντοτε συνοδεύονταν μέ τέτοιου είδους έπαθλα, τά οποία προσφέρονταν ως δώρο
στόν σουλτάνο γιά νά στολίσει τά παλάτια του.
«Τό πρωΐ τής Μεγάλης Πέμπτης εφάνησαν τά βασιλικά ξύλα, τά οποία διά νά τούς εξαφνίσουν
ίσως, ερχόμενα δέν είχον τήν τουρκικήν αιμόβαπτον σημαίαν. Μόλις είχαν προκύψη από τάς Εγνούσας καί τά τουρκικά
πλήθη τά παραφυλάττοντα εις τό αντίκρυ τής ανατολής μέρος, άρχισαν απ' ολίγα νά ξεκινώσιν εκείθεν κατά τής Χίου.
Αλλά μ' όλον ότι οι Ρωμαίοι φοβηθέντες άδειασαν τήν χώραν καί κατέφυγον εις τά παραθαλάσσια χωρία, οι ολίγοι όσοι
έμειναν εις τάς επάλξεις εμπόδισαν γενναίως τήν πρώτην έφοδον τών Τούρκων, καί τούς έκαμαν νά πέσουν θύματα
τών πυροβόλων τους.
Υπέρ τά σαράντα σαμικά ήσαν αραγμένα εις τό Κοντάρι, καί τό πρωΐ τής Μεγάλης Πέμπτης όσον τάχιστα έφυγον όλα,
μ' όσους επρόφθασαν νά λάβωσι εντοπίους των, μή θελήσαντες νά δεχθώσιν κανέναν Χίον μαζύ των.
Ούτω λοιπόν μή έχοντες κανένα εμπόδιον οι Τούρκοι ετόλμησαν ολίγοι καί εξήλθον κατά τό εσπέρας τής Μεγάλης
Παρασκευής. Τό πρωΐ τού Μεγάλου Σαββάτου επληθύνθησαν καί η χώρα ήτον ήδη υπό τήν εξουσίαν των.
Πρώτον λοιπόν ελεηλάτουν τά οσπίτια τής χώρας καί ότι τοίς ήρεσεν έπαιρναν, είτα τά έκαιον. Λέγουσι μάλιστα
ότι η ωραία τού σχολείου βιβλιοθήκη μαζύ μ' όλην τήν οικοδομήν απετεφρώθη, καί ούτω προχωρούντες έφθασαν
εις τόν Κάμπον, πάντοτε όμως αργά, μέ τό νά μήν είχον εισέτι ξεθαρρευθή.
Δέν άργησαν οι Τούρκοι νά φθάσωσι καί εις τά χωρία, εις τά οποία όλος ο λαός είχε καταφύγει. Όπου έμβαιναν ότι τοίς
υπαγόρευεν η μανία των, έσφαζον, έκαιον, ελεηλάτουν καί ηχμαλώτευον. Όσοι δέ ηδύναντο νά εκφύγωσι τάς χείρας των
καί νά μεταβώσιν εις άλλο χωρίον δέν εχαίροντο παρά στιγμάς μόνον. Διότι όλος τών ελθόντων Τούρκων ο σκοπός
δέν ήτο παρ' η γενική τού τόπου καταστροφή. Τών Χριστιανών τό καταφύγιον ήσαν τά σπήλαια, μέ τό νά ενόμιζον
απεραστικήν τών Τούρκων τήν μανίαν.
Εν γένει γέροντες τόσον άνδρες ως καί γυναίκες, εθανατώνοντο κατ' αρχάς καί νέοι από 15 χρόνων καί άνω, τά δέ
βρέφη αποσπώμενα από τάς μητρικάς αγκάλας, άλλα ερρίπτοντο εις τήν θάλασσαν καί άλλα επάνω εις τά όρη.
Νέοι από 20 έως 28 χρόνων χείρα μέ χείρα δεδεμένοι εσχημάτιζον ορμαθούς, έχοντες πρίν τού θανάτου εζωγραφισμένον
εις τό πρόσωπόν των τόν θάνατον. Καί εις τήν καταδίκην απαγόμενοι, έκαμνον ν' αντηχή ο τόπος από τάς οιμωγάς των.
Ούτως εξηκολούθει τό πράγμα υπέρ τόν ένα μήνα σχεδόν, καί δέν έλλειψεν ημέρα καθ' ήν νά μή γένη νέα ανακάλυψις
ανθρώπων κεκρυμμένων, τούς οποίους καθώς η μανία τούς υπαγόρευεν εμεταχειρίζοντο. Άλλους έσφαττον ευθύς,
τούς οποίους μετά τήν σφαγήν έκαιον, άλλους εις τόν δρόμον ενώ τούς έφερον εις τήν χώραν καί άλλους έως εις τό
κάστρον. Όποιον δρόμον επεριπάτει τις σπανίως έβλεπε δύω λεπτών διάστημα κενόν, χωρίς δηλαδή ν' απαντήση
πτώματα έν μετά τό άλλο, τά οποία ημικεκαυμένα παρίστανον τις τήν όρασιν τήν πλέον φρικώδη σκληρότητα.»
Ένα ακόμη μέρος όπου πολέμησαν μέχρις εσχάτων οι Χιώτες ήταν τό χωριό Θυμιανά.
Εκεί οι κάτοικοι τού χωριού μέ επικεφαλής τόν Εμμανουήλ Αγγελινίδη εσφάγησαν άπαντες γιά νά ακολουθήσει
λίγο αργότερα ο Ανάβατος καί τό Νεοχώρι, όπου εξολοθρεύθησαν όλοι τους οι κάτοικοι.
Ο αυτόπτης μάρτυρας Ανδρέας Μάμουκας θά περιέγραφε αργότερα τόν τρόπο μέ τόν οποίο οι μουσουλμάνοι σκότωσαν
μπροστά του ένα βρέφος. Τό άρπαξαν από τό στήθος τής νεαρής του μητέρας καί άρχισαν νά τό πετούν στόν αέρα
καί νά τό κατακόπτουν μέ τό σπαθί τους μέχρι πού αυτό διαμελίσθηκε τελείως.
Τή Δευτέρα τού Πάσχα οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά τού χωριού Άγιος Γεώργιος Συκούσης, όπου είχαν καταφύγει
αρκετοί Σάμιοι μέ τόν Λυκούργο Λογοθέτη. Μετά από σύντομη μάχη, οι Τούρκοι
επικράτησαν καί όσοι Χίοι βρέθηκαν στό χωριό,
εσφάγησαν. Ο ιερεύς Φραγκάκης, μετά τή σφαγή τής οικογενείας του καί τόν εμπρησμό τής οικίας του,
διετάχθη νά αλλαξοπιστήσει καί νά ασπαστεί τό Ισλάμ. Μετά τήν άρνησή του οι μουσουλμάνοι τόν εβασάνισαν καί
τόν παλούκωσαν. Επίσης εις τόν Άγιο Γεώργιο εσφαγιάσθη ο κορυφαίος μαθηματικός Ιωάννης Τσελεπής, από
τό γένος τών Μαυροκορδάτων.
Στό χωριό Καλλιμασιά οι μουσουλμάνοι συνέλαβαν τόν διάκονο τού χωριού μέσα στό σπίτι του καί
εκεί, μπροστά στή γυναίκα του, τού έκοψαν τά αυτιά, τή γλώσσα, τή μύτη καί στό τέλος τό κεφάλι τό οποίο
καί έριξαν μπροστά στά πόδια της.
Οι καλόγριες τού μοναστηριού τής Χαλάνδρας
κατέφυγαν σέ ένα πύργο όπου κρύφτηκαν καί παρακολουθούσαν τούς
μουσουλμάνους νά βγάζουν τά μάτια σέ παππάδες καί νά τούς καίνε ζωντανούς.
Η Ιερώνυμα, σύζυγος τού Μικέ Φακάρου βιάστηκε επανειλημμένως καί σωριάστηκε λιπόθυμη. Οι Τούρκοι τής έκοψαν
τέσσερα δάκτυλα από τό χέρι γιά νά διασκεδάσουν καί μετά τήν έσυραν σέ αιχμαλωσία. Πολύ αργότερα καί αφού
πέρασε από πολλούς μουσουλμάνους δουλέμπορους
στήν Ασία καί τήν Αφρική κατάφερε νά σωθεί καί νά καταφύγει στή
Μασσαλία.
Ο ιερομόναχος Κωνσταντίνος Πίτικας αφού αρνήθηκε νά εξωμόσει κατακρεουργήθηκε.
Ο Κωνσταντίνος Θεσσαλονικιός παλουκώθηκε πάνω σέ μανουάλι εκκλησίας, όπου παρέμεινε ζωντανός δύο ολόκληρες
ημέρες, ικετεύοντας μάταια τούς περαστικούς γιά λίγο νερό.
Τή γυναίκα τού Θωμά Ράλλη τήν βίασαν καί τήν άρπαξαν γιά τό σκλαβοπάζαρο. Εκείνη κλαίγοντας φώναζε τόν άντρα της
καί οι Τούρκοι τής πέταξαν τό κεφάλι του, λέγοντάς της: "Νά ο άντρας σου!"
Στίς σφαγές συνέπραξαν καί οι εβραίοι κάτοικοι τού νησιού, ενώ οι καθολικοί έμειναν αμέτοχοι στήν επανάσταση.
Αντίσταση γενναία στούς Τούρκους, πρόβαλαν οι κάτοικοι τού Βροντάδου καί τών Καρδαμύλων,
στό βόρειο μέρος τής Χίου.
Η βυζαντινή Νέα Μονή Χίου, κτισμένη από τόν Κωνσταντίνο τόν Μονομάχο, έγινε ο
τάφος 2000 Χριστιανών. Ο περικαλλής εκείνος ναός κάηκε ολοσχερώς
και οι θησαυροί του λεηλατήθηκαν.
Χιλιάδες νέοι καί νέες Χριστιανές δεμένοι χέρι χέρι εσύροντο σάν τά πρόβατα μέσα στά πλοία γιά νά μεταφερθούν σάν
κοπάδια ζώων στίς πόλεις τής Αφρικής καί τής Ασίας καί νά γίνουν κτήμα τών πλουσίων μουσουλμάνων όχι μόνο τής
Τουρκίας αλλά καί τής Αραβίας, τής Αλγερίας, τής Αιγύπτου, τής Τυνησίας καί όπου αλλού επιτρέπονταν τό εμπόριο τής
λευκής σαρκός. Οι Χριστιανοί αυτοί κατεγράφησαν
από τά τελωνεία τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως εξαγωγικό εμπόρευμα.
Στό νησί τών 120000 κατοίκων απέμειναν μετά τή σφαγή καί τήν αιχμαλωσία 1800 κάτοικοι,
διασκορπισμένοι στά σπήλαια καί στά όρη. Η Χίος, ποτέ δέν θά αποκτούσε ξανά τόσο πληθυσμό.
«Στίς 9 Μαΐου 1822 (ν.η.) βγήκαμε πάλι στήν ξηρά. Μιά φρικτή όψη, τά στάχυα σέ άριστη κατάσταση, η γή καλά καλλιεργημένη, τά άλογα, τά κατσίκια καί τά πρόβατα έβοσκαν, αλλά καμιά ζωντανή ψυχή. Τέσσερις φορές βρήκαμε ένα σωρό από σκοτωμένους άνδρες καί γυναίκες. Πόσο σπαρμένη ήταν η ακτή, οι χαράδρες καί οι κοιλάδες καί πόσο ωραία η θέα! Όμως εδώ ένα πτώμα πού πετάχτηκε πάνω από τούς βράχους δεμένο χειροπόδαρα καί φοβερά ακρωτηριασμένο, εκεί ένα άλλο χωρίς κεφάλι, σχεδόν ακόμη ζεστό, παραπέρα καμιά δωδεκαριά πτώματα πού άρχισαν νά σαπίζουν καί στήν άλλη πλευρά ακόμη μεγαλύτερος αριθμός από ολόγυμνα κορμιά, πού μόλις είχαν χάσει τήν πνοή τους. Μία ακτή σπαρμένη κεφάλια!»
George Jarvis - Visits to Devastated Chios
Η οικτρά αποτυχία τής επαναστάσεως στή Χίο καί η σφαγή τών κατοίκων της, εμπόδισαν τόν
Παλαιολόγο Λεμονή
νά επιχειρήσει τήν απελευθέρωση τής πατρίδας του, τής Μυτιλήνης.
Ο επιφανής φιλικός είχε χαρίσει τήν περιουσία του
στό έθνος καί οι Τούρκοι είχαν εκτελέσει τούς γονείς του καί είχαν πουλήσει τή γυναίκα του στά
σκλαβοπάζαρα.
Πολλά νησιά τού Αιγαίου προσκύνησαν καί οι πρόκριτοι έτρεχαν νά πληρώσουν όλους τίς καθυστερούμενες οφειλές.
Τό αίμα τών Χιωτών ξύπνησε τά πνεύματα τής χριστιανικής Ευρώπης, η οποία συνταράχθηκε από τίς τουρκικές ωμότητες.
Ο Ντελακρουά (Eugene Delacroix) έκανε γνωστή σέ ολόκληρο τόν κόσμο τήν γενοκτονία τών χριστιανικών πληθυσμών
καί οι φωνές αντίδρασης κατά τών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων άρχισαν νά πληθαίνουν. Οι εφημερίδες καί τά έντυπα
μετέφεραν στόν κόσμο τίς λεπτομέρειες τών δραματικών γεγονότων καί η δυσαρέσκεια τού κόσμου γινόταν
αισθητή στίς αυλές τών Μεγάλων Δυνάμεων.
Ανατίναξη τής τουρκικής ναυαρχίδας
Η ελληνική κυβέρνηση μέ τόν Κωλέττη νά εξουσιάζει τά πάντα λόγω τής απουσίας τού Μαυροκορδάτου,
στάθηκε ανίκανη νά εμποδίσει τή σφαγή τής Χίου.
Ο ελληνικός στόλος άργησε νά κινηθεί πρός τό μοιραίο νησί καί μόλις στίς 21 Απριλίου 1822
ξεκίνησαν από τίς Σπέτσες 19 πλοία υπό τούς
Αναστάσιο Ανδρούτσο καί Ανδρέα Χατζή Αναργύρου καί από τήν Ύδρα 29 πλοία υπό τούς
Ιωάννη Βούλγαρη, Λάζαρο Λαλεχό καί Ανδρέα Μιαούλη γιά νά
συναντήσουν τόν ψαριανό στόλο καί όλοι μαζί νά κινήσουν πρός τήν Χίο. Ήταν όμως πολύ αργά γιά τόν άμαχο πληθυσμό
τού νησιού καί τό μόνο πού κατάφερε ο ελληνικός στόλος ήταν νά παρενοχλεί τόν υπέρτερο τουρκικό
στόλο, ενώ στό εσωτερικό τού νησιού κυριαρχούσε η αναρχία καί η τρομοκρατία.
Στά ελληνικά πλοία βρίσκονταν καί μερικοί φιλέλληνες όπως
ο Hastings, ο Jarvis καί ο Γάλλος αξιωματικός τού ναυτικού
Paul Jourdain, οι οποίοι μέ τή ναυτική μοίρα τού Μιαούλη συμμετείχαν στίς επιχειρήσεις εναντίον τού
τουρκικού στόλου.
«Τό θέαμα πού αντίκρυσα στή Χίο, ήταν από εκείνα τών οποίων η ανάμνησις δέν σβήνεται ποτέ.
Είναι ακόμη εμπρός εις τά μάτια μου μέ όλας του τάς λεπτομέρειας, μέ όλην του τήν φρίκην. Βλέπω ακόμη σωρευμένα
μισόγυμνα πτώματα, τάς γυναίκας πού εξέπνεαν σφίγγουσαι εις τό στήθος μέ μίαν τελευταίαν προσπάθειαν ένα σφαγμένο
παιδί, πού ανέπνεεν ακόμη. Ακούω τόν φρικαλέον ρόγχον τών γέρων, τών ακρωτηριασμένων από τό μαχαίρι καί τήν
σπάθην τών Τούρκων καί πού επροσπαθούσαν ματαίως νά ανασηκωθούν ανάμεσα στά άλλα θύματα, τά οποία, περισσότερον
ευτυχισμένα από αυτούς, είχαν αφήσει τήν τελευταίαν των αναπνοήν.
Τά μάτια μου παρακολουθούν μέ αγωνίαν τάς κινήσεις μιάς νέας πού επροσπαθούσε νά κρατηθή εις τά κύματα, ενώ από
ένα γειτονικόν ύψωμα οι βάρβαροι έρριχναν βροχήν από σφαίρας γύρω της. Τήν βλέπω νά πιάνεται από ένα από τά πλοία
μας, αλλά δέν επέπρωτο νά ζήση εκ τών πληγών της παρά ολίγας ημέρας μόνον ακόμη. Η επιθυμία νά μετριάσωμεν τό κακόν
καί νά αποσπάσωμεν τουλάχιστον μερικά θύματα από τόν θάνατον μάς έκαμε νά εισδύσωμεν εις τό εσωτερικόν τής
νήσου.
Παντού παρουσιάζετο εμπροστά μας τό ίδιον θέαμα. Οι ατυχείς, πού μέ απείρους κινδύνους παρά τάς πληγάς των
κατόρθωναν νά φθάσουν μέχρι τής ακτής, άν δέν εύρισκαν κανένα ελληνικόν πλοίον διά νά επιβιβασθούν, βασανιζόμενοι
από τήν πείναν, τάς στερήσεις καί τήν υπερβολικήν θερμότητα τής φλεγομένης παραλίας, εζήλευαν εις τάς τελευταίας
στιγμάς των τόν θάνατον εκείνων πού είχαν διαμελισθεί από τούς βαρβάρους.
Οσμή αποσυνθέσεως πτωμάτων ανεδίδετο από τό πρώτο χωριό όπου εφθάσαμεν. Τά σπίτια, πού εκαίοντο ακόμη, περιέκλειαν
τούς σφαγμένους ενοίκους των, καί τότε είδαμεν μέ φρίκην ότι η μουσουλμανική βαρβαρότης δέν εσταματούσεν ούτε
πρό τής ηλικίας, ούτε πρό τού φύλου. Άνθρωποι κατακομμένοι από τά τραύματα εκινούντο ανάμεσα εις τά ερείπια
μεταξύ τών μελών τών οικογενειών των.
Κραυγαί μικρού παιδιού μάς προσείλκυσαν εις ένα σπίτι. Μία γυναίκα, νέα ακόμη,
ήτο πεσμένη εις τά γόνατα μέ τά χέρια της στηριζόμενα εις ένα λίκνον όπου ευρίσκετο ένα παιδάκι.
Ήτο κατακρεουργημένη, τήν εσκότωσαν εκεί κατά τήν στιγμήν αναμφιβόλως πού επροσπαθούσε νά υπερασπίση τό
παιδί της από τούς φονείς. Τό μικρό ήτο ένα κοριτσάκι, πού ο πατέρας του είχεν επίσης σφαγεί πλησίον τού λίκνου.
Μέ τά χέρια απλωμένα πρός τή μητέρα του εφαίνετο νά τήν καλή μέ τάς κραυγάς του. Τό μετεφέραμεν εις τό πλοίον,
όπου τού εδόθη γάλα καί τό εστείλαμεν εις τά Ψαρά.
Ενώ εφεύγαμεν από τό χωριό, οι ναύται μας ήκουσαν κραυγάς από τό βάθος μιάς χαράδρας. Κατηυθύνθημεν πρός τά εκεί
καί είδαμεν πρό τής εισόδου μιάς σπηλιάς ένα νέον νά παλαίη εναντίον τριών Τούρκων. Οπίσω του ευρίσκετο μία νέα,
τής οποίας αι κραυγαί μάς εφύλκησαν τήν προσοχήν. Δύο παπάδες επροσπαθούσαν νά τήν προφυλάξουν τοποθετημένοι
εις τά εμπρός. Αλλά οι Τούρκοι μόλις μάς είδαν έφυγαν. Οι Έλληνες τούς κατεδίωξαν καί κατόρθωσαν νά σκοτώσουν
τόν έναν. Η νέα μάς ηυχαρίστησε μέ δάκρυα εις τά μάτια. Αι οικογένειαι καί τών δύο αυτών ατυχών πλασμάτων
είχαν κατακρεουργηθή καί ο νέος είχε καταπληγωθή υπερασπιζόμενος τήν φίλην του. Εκρύβησαν εις τήν σπηλιάν
καί ανεκαλύφθησαν από τούς μουσουλμάνους πρό τής στιγμής πού εφθάσαμεν. Τούς εστείλαμεν εις τά Ψαρά.»
Στά ανοικτά τής Χίου, ο ελληνικός στόλος παρέμεινε άπρακτος. Δέν μπορούσε νά αναμετρηθεί στά ίσα μέ τόν
τουρκικό στόλο καί δέν προκάλεσε καμμία πολεμική ενέργεια γιά ένα περίπου μήνα, καιροφυλακτώντας
τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά κτυπήσει.
Στίς 10 Μαΐου 1822, ημέρα πού άρχιζε η γιορτή τών μουσουλμάνων τό Ραμαζάνι, σχεδίασε ο Μιαούλης τήν πρώτη απόπειρα
επίθεσης κατά τού τουρκικού στόλου στό στενό τού Τσεσμέ
(Κρήνη). Οι δύο στόλοι αντήλλαξαν κανονιοβολισμούς, αλλά ο ενάντιος
άνεμος ανάγκασε τόν Έλληνα ναύαρχο νά υποχωρήσει καί νά αποσυρθεί στά Ψαρά.
Σέ μία νυκτερινή επιχείρηση στίς 18 Μαΐου 1822, δεκαπέντε ελληνικά πολεμικά καί τρία πυρπολικά μπήκαν στόν
κόλπο τού Τσεσμέ. Οι Τούρκοι στή βιασύνη τους έκοψαν τίς άγκυρες καί άρχισαν νά καταδιώκουν τά ελληνικά πλοία.
Τά πλοία τών Μιαούλη, Σαχτούρη, Σκούρτη καί Τσαμαδού απομόνωσαν τήν τουρκική ναυαρχίδα καί
έστειλαν εναντίον της ένα πυρπολικό. Τό πυρπολικό όμως δέν κατόρθωσε νά προσκολληθεί πάνω στό τουρκικό δίκροτο
καί κάηκε στά ανοικτά
δίχως νά προκαλέσει καμμία ζημιά. Οι Έλληνες επανήλθαν στά Ψαρά καί οι συνεχείς αποτυχίες έφεραν καί τά νεύρα
ανάμεσα στούς αρχηγούς τών πλοίων. Οι Σπετσιώτες ναύαρχοι διαφώνησαν μέ τούς Υδραίους καί αποχώρησαν μέ κατεύθυνση
πρός τήν Κρήτη, αποδυναμώνοντας σημαντικά τήν ελληνική δύναμη.
Στήν Κρήτη είχε καταπλεύσει ήδη αιγυπτιακός στόλος, ο οποίος προφανώς σκόπευε νά ενωθεί μέ τόν τουρκικό στόλο
καί από κοινού νά συνεχίσουν τίς επιχειρήσεις τους. Ο Μιαούλης ήθελε πάσει θυσία νά αποφύγει τήν ένωση τών δύο στόλων.
Μόνη ελπίδα πλεόν τού Έλληνα ναυάρχου ήταν τό μπουρλότο.
Τήν 1η Ιουνίου 1822, δύο πυρπολικά, ένα ψαριανό, μέ κυβερνήτη τόν Κωνσταντίνο Κανάρη καί
ένα υδραίικο μέ τόν
Ανδρέα Πιπίνο, συνοδευόμενα από τά πλοία τών Γιαννίτση, Κουτσούκου, Ζάκα καί Ραφαλιά, ξεκίνησαν
από τά Ψαρά μέ κατεύθυνση τή Χίο.
Είχε προηγηθεί δέηση στόν μητροπολιτικό ναό τών Ψαρών καί όλοι οι συμμετέχοντες πυρπολητές είχαν λάβει τήν Θεία
Κοινωνία. Βασικός στόχος ήταν η ναυαρχίδα τού Καρά Αλή, ο οποίος σύμφωνα μέ τήν αφήγηση τού Βαχίτ πασά,
ασχολείτο περισσότερο μέ τήν οινοποσία καί τίς σκλάβες, παρά μέ τήν οργάνωση τού στόλου του καί τό σχεδιασμό μίας
επίθεσης στά Ψαρά καί τή Σάμο.
«Eνώ δέ αι δύω μοίραι τής Ύδρας καί τών Ψαρών ήσαν ηγκυροβολημέναι εις Ψαρά ανελπίστως
συνέβη τό ακόλουθον. Ψαριανοί τινες ευθύμουν, επί δέ τής ευθυμίας των εσκέφθησαν νά ζητήσουν από τήν
Βουλήν τών Ψαρών νά τούς δοθή έν πυρπολικόν καί διά νυκτός νά εισέλθωσι μυστικά εις τό
στενόν τής Χίου, όπου ο εχθρικός
στόλος είναι ηγκυροβολημένος καί νά ρίψουν τό πυρπολικόν επί τού στόλου. Νά ζητήσουν δέ καί από τήν Βουλήν καί δύω
πολεμικά πλοία, τό μέν έν ν' απέλθη πρός τό αρκτικόν μέρος τής Χίου, τό δ' έτερον πρός τό μεσημβρινόν διά νά
παραπλέωσι καί διαμένουν εκεί. Μετά δέ τό πυρπολισμόν τού πυρπολικού, είς όποιον μέρος ήθελον διευθυνθή αυτοί
μέ τήν λέμβον νά εύρουν πλοίον νά σωθούν.
Τήν απόφασιν ταύτην τήν έκαμαν δι' όρκου επί τής εικόνας τής Παναγίας καί αμέσως απήλθον εις τήν Βουλήν καί
ανήγγειλαν τήν δι' όρκου απόφασίν των καί εζήτησαν τό πυρπολικόν, υπέδειξαν δέ τό τού Κανάρη.
Η Βουλή εδέχθη προθύμως
τήν απόφασίν των, τήν επήνεσεν, αλλά δέν εξεπλήρωσεν αμέσως τήν επιθυμίαν των διά νά μή προσβάλη τήν φιλοτιμίαν
τού Κανάρη καί τού πληρώματος. Τούς είπε, νά ειδοποιηθούν πρώτον αυτοί καί άν δέν θελήσουν νά υπάγουν, τότε γίνεται
κατά τήν επιθυμίαν σας.
Προσεκάλεσε δέ πάραυτα τόν Κωνσταντίνο Κανάρη η Βουλή καί εκοινοποίησε πρός αυτόν τών συμπολιτών
του τήν απόφασιν. Ο Κανάρης εζήτησεν ωρών τινων προθεσμίαν ίνα συνεννοηθή μετά τού πληρώματός του,
καί επανελθών μετ' ολίγον ανήγγειλεν ότι είναι έτοιμος ν' ακολουθήση εις ό,τι ήθελε διαταχθή.
Η Βουλή άνευ αναβολής προσκαλέσασα τόν ναύαρχον Μιαούλη
τώ εκοινοποίησε τήν απόφασίν της καί
τώ είπεν άν θέλη νά στείλη καί αυτός έν πυρπολικόν καί δύω πολεμικά πλοία. Ο Μιαούλης επήνεσε τήν γενναίαν απόφασιν
αλλά δέν ηδυνήθη νά δώση θετικήν απάντησιν πρίν κοινοποιήση τό πράγμα καί εις τούς πλοιάρχους τής μοίρας του.
Μεταβάς δέ εις τό πλοίον του ανήγγειλεν εις τούς υπό τήν διεύθυνσίν του πλοιάρχους όσα εκοινοποιήθησαν πρός αυτόν
παρά τής Βουλής τών Ψαρών, καί όλοι απεφάσισαν νά πέμψουν τό πυρπολικόν καί τά πολεμικά.
Ετοιμάσθησαν δέ αυθημερόν δύω πυρπολικά καί τέσσαρα πολεμικά, ήτοι δύω πολεμικά εξ εκάστης μοίρας,
εκ μέν τής υδραϊκής μοίρας πολεμικά πλοία επέμφθησαν τού Ζάκα καί η γολέτα τού Τομπάζη καί
πυρπολικόν ο Ανδρεάς Πιπίνος, εκ δέ τής ψαριανής, τού Γιαννίτση καί Κουτσούκου, καί
ο πυρπολικόν ο Κανάρης. Διετάχθησαν δέ τά μέν ψαριανά νά υπάγωσι πρός τό βόρειον μέρος τής Χίου
ομού μέ τά πυρπολικά, τά δέ υδραϊκά πρός τό μεσημβρινόν μέρος τής Χίου, διά νά παραπλέωσιν εκεί καί νά λάβωσι
τούς πυρπολιστάς μετά τών λεμβών των.
Αναχωρήσαντα εκ Ψαρών τήν 1ην Ιουνίου 1822 τά πολεμικά τής Ύδρας απήλθον, ως ήτο προδιατεταγμένα, εις τό
μεσημβρινόν μέρος τής Χίου, τά δέ τών ψαριανών απήλθον πρός τό αρκτικόν μέρος μετά τών πυρπολικών καί παρέπλεον
εκεί. Τά πολεμικά απείχον ολίγον τών πυρπολικών διά νά μή δίδωσιν υπονοίας. Ήδη παρέπλεον επί αρκετόν χρόνον
ότε τήν 6ην Ιουνίου 1822
ευρόντες τόν άνεμον ούριον, διευθύνθησαν ομού τά δύω πυρπολικά καί διήλθον διά νυκτός τάς
φυλακάς τού εχθρού καί επέπεσαν επί τών ηγκοροβολημένων εχθρικών πλοίων, ο μέν Πιπίνος επί ενός δικρότου,
ο δέ Κανάρης επί ετέρου.»
Δεκαεννέα άνδρες είχε διαλέξει γιά πλήρωμα ο Κωνσταντίνος
Κανάρης καί ανάμεσά τους τόν Ιωάννη Θεοφιλόπουλο ή Τσάκαλο γιά
νά χειρίζεται τό τιμόνι τού μπουρλότου, έναν χειρισμό πού απαιτούσε επιδεξιότητα, αφού τό πυρπολικό έπρεπε
νά προσκολληθεί μέ εξαιρετική ακρίβεια στά πλευρά τού εχθρικού πλοίου.
Ο στολίσκος ταξίδεψε μέ βόρειο άνεμο καί τό απόγευμα τής 6ης Ιουνίου 1822 μπήκε στό θαλάσσιο στενό μεταξύ
τής Χίου καί τών παραλίων τής Μικράς Ασίας. Εκείνη η νύχτα ήταν χωρίς φεγγάρι, ότι πρέπει γιά νά κινηθούν αθόρυβα
τά δύο πυρπολικά, ενώ στή θάλασσα επικρατούσε ηρεμία.
Στά τουρκικά πλοία οι μακελάρηδες τής Χίου γιόρταζαν τό μπαϊράμι μέσα στή μουσική, τίς φωνές, τήν οινοποσία καί
τά όργια μέ τίς Ελληνίδες σκλάβες, ενώ τά κατάφωτα κατάρτια τους ήταν αυτά πού οδηγούσαν τούς πυρπολητές πρός τό
στόχο τους. Η ναυαρχίδα τού Καρά Αλή ήταν φωταγωγημένη καί καταστολισμένη μέ εκατοντάδες
αυτιά, μύτες καί κεφάλια πού είχαν αποκοπεί από τά πτώματα τών Χριστιανών τής Χίου.
Τά πυρπολικά τού Κανάρη καί τού Πιπίνου έσχιζαν αθόρυβα τά νερά τού αιματοβαμμένου νησιού. Τό πρώτο είχε βάλει
πλώρη πρός τή ναυαρχίδα τού Καρά Αλή καί τό δεύτερο πρός τό δίκροτο τού υποναυάρχου Μπεκίρ πασά. Τό μικρό μέγεθος
τών ελληνικών πλοίων τά έσωσε καθώς οι Τούρκοι φρουροί δέν τούς έδωσαν σημασία. Πώς θά μπορούσαν δύο μικρά πλοιάρια
νά βλάψουν τόν πανίσχυρο οθωμανικό στόλο;
«Είχανε περάσει τά μεσάνυχτα καί πέρα μέσα στή νύχτα σίμωναν τά δύο μπουρλότα, πού όλο
καί πιότερο γέμιζε τά πανιά τους ο αγέρας.
- "Κατεβάστε τή σκαμπαβία", προστάζει ο Κανάρης.
Τά σκοινιά γλιστράνε στούς μακαράδες κι η βάρκα τής ελπίδας ταξιδεύει τώρα ρυμουλκό, πλάι στό μπουρλότο.
- "Ανοίξτε τούς ρούμπους καί τίς μίνες τής φωτιάς."
Βγάλανε τίς μπουκαπόρτες πού τίς σκέπαζαν. Τώρα είτανε χαζίρικες νά τινάξουνε τίς φλόγες τους μόλις θά βάζανε φωτιά.
Τό τσούρμο τού μπουρλότου άκουγε πιά τά νταούλια καί τούς ζουρνάδες πού χλαπάταγαν. Η καπιτάνα (ναυαρχίδα) βρισκόταν
αραγμένη ίσαμε ένα μίλι από τήν ξηρά, στή μέση τής αρμάδας. Μπροστά της είτανε φουνταρισμένες ως δώδεκα φρεγάτες.
- "Γιάννη, λέει ο Κανάρης στόν τιμονιέρη Τσάκαλο, πέρνα ανάμεσα από τίς φρεγάδες καί μουράρισε σ' εκείνο τό ντελίνι,
πού παίζουνε οι ζουρνάδες."
Τούς στεκότανε βέβαια πολύ πιο εύκολο νά κάψουνε κάποια από τίς φρεγάδες τής
πρώτης λίνιας (γραμμής). Μά κι ο Κανάρης κι ο Πιπίνος γύρευαν τόν
καπουτάν χασάπη τής Χίου, όπως λέγανε τόν Καραλή.
Καί τότες ο Κανάρης είπε τό μεγάλο λόγο στόν εαυτό του:
- "Κωνσταντή, ετοιμάσου νά πεθάνεις."
Δέν είταν παληκαράς, μα ήρωας. Καί μονάχα ένας ήρωας μπορεί νά πεί μία τέτοια κουβέντα στόν εαυτό του.
Κι από κείνη τή στιγμή όλα ξεκαθάρισαν μέσα του έτσι, πού οι μανούβρες πού θάκανε, θάτανε τόσο ατάραχες,
ωσάν νά μήν είχε αντίκρυ του οχτρό.
- "Παιδιά τούς γάντζους! Καί γιά κοιτάτε 'δώ, άν δέν τό σιγουράρουμε καλά τό μπουρλότο πάνω στό ντελίνι,
κανείς δέν κατεβαίνει στή σκαμπαβία (βάρκα διαφυγής)."
Πέρασαν ανάμεσα από τίς φρεγάδες. Τώρα ορθωνόταν μπροστά τους λαμπρό καί κατάμονο τό ντελίνι (δίκροτο).
- "Κοίτα, Γιάννη, νά χώσεις τό μπαστούνι σέ μία από τίς ανοιχτές μπουκαπόρτες τής μάσκας", μουρμουρίζει ο Κανάρης
στόν τιμονιέρη.
Ήταν μία από τά μεσάνυχτα, όταν άγρια κραυγή από τήν τούρκικη ναυαρχίδα ξέσκισε τή νύχτα.
- "Φούντο, μπρέ! Φούντο!"
Η βάρδια παίρνοντας τό μπουρλότο γιά τούρκικο καράβι πού από ατζαμοσύνη πήγαινε νά τρακάρει πάνω στήν
καπιτάνα, τό πρόσταζε νά φουντάρει. Μά καθώς τό βλέπει νά προχωράει ολόισια, καταλαβαίνει τέλος τή μαύρη αλήθεια
καί μπήγει τό αλάρμε (συναγερμό):
- "Ατές - γκεμισί! Ατές - γκεμίσι (Μπουρλότο! Μπουρλότο!)"
Λίγα βόλια σφυρίζουνε ανάμεσα στά ξάρτια. Ακολουθάει ένας ξερός τράκος. Ο Τσάκαλος κατάφερε νά χώσει τό
μπαστούνι σέ μία από τίς ανοιχτές μπουκαπόρτες. Πάνω στό ντελίνι σωπαίνουν μεμιάς ζουρνάδες καί νταούλια κι οι
πασάδες κι οι μπέηδες τινάζουνται ορθοί, αναποδογυρίζοντας τούς σοφράδες μέ τά κρέατα, τά κρασιά καί τά σερμπέτια.
- "Τό σταυρό σας, αμολάτε τούς γάντζους!" Βρυχιέται ο Κανάρης.
Τούς ρίχνουν μέ δύναμη οι μαρινάροι καί τούς γαντζώνουν τά ξάρτια. Αλάρουν τά σκοινιά τους, γιά νά πλευρίσει τό
μπουρλότο στό ντελίνι, καί τά σιγουράρουν. Ο Κανάρης κι ο Τσάκαλος δένουνε τότες τό τιμόνι, μή λασκάρει απ' τή θέση
του καί ξεμακρύνει τό μπουρλότο. Η τούρκικια ναυαρχίδα καί τό ταπεινό παλιοκάραβο στέκουνται πιά αγκαλιασμένα
πλώρη μέ πλώρη.
- "Στή σκαμπαβία!"
Η νύχτα γίνεται μέρα. Καί καθώς κόλλησαν τό μπουρλότο από τή μεριά πού φύσαγε ο αγέρας, η φωτιά αγκαλιάζει τή
σκάφη τού ντελινιού, καβαλικεύει τά παραπέτα, γλείφει τήν κουβέρτα, λαμπαδιάζει τά πανιά καί χύνεται, από τίς
ανοιχτές μπουκαπόρτες, μέσα καί σ' αυτά ακόμα τά σπλάχνα του. Μία μυριόστομη κραυγή απ' ολόκληρη τήν αρμάδα
κι από χιλιάδες ασκέρια στήν ξηρά αντηχάει ίσαμε τά βουνά τής Χίου:
- "Γιαγκίν! Γιαγκίν! Γιαγκίν! (Φωτιά! Φωτιά! Φωτιά!...)"
Αρπάνε οι μαρινάροι (ναυτικοί) μας τά κουπιά, λυγάνε μπρός τά κορμιά τους καί τ' αναγέρνουν μ' όλη τους τή δύναμη.
Τινάζεται η σκαμπαβία, μά μένει ακίνητη στόν τόπο! Τί είχε γίνει; Η καρένα της μπέρδεψε σέ κάτι λιανόσκοινα.
Λίγο ακόμα καί χάνονταν. Αρπάνε τό μπαλτά καί καταφέρνουν νά τά κόψουν.
Άμα κόφτηκαν τά σκοινιά πήδηξε η σκαμπαβία στό κύμα. Κι όπως είχανε φάτσα τό ντελίνι, πού οι φλόγες πιά τό φώτιζαν
ολόκληρο, ξεχωρίζουν πάνω στό πίπολο τού μεγάλου άλμπουρου ν' ανεμίζει τό σαντζάκι, τό κορωνέτο δηλαδή, τού
καπουτάν πασά - τό κόκκινο τετράγωνο πανί μέ τά διχαλωτά άσπρα σπαθιά. Τότες πιά βεβαιώθηκαν ολότελα πώς κάψανε
τήν καπιτάνα. Κι ο Κανάρης πού κράταγε τό διάκι, γύρισε τό κεφάλι του καί κοίταξε τό πύρινο κατόρθωμα πού 'γραφε η
λευτεριά όξω από τό λιμάνι τής Χίου. Απόμεινε βουβός γιά λίγη ώρα, ωσάν θαμπωμένος κι έπειτα είπε:
- "Τί φεγγοβολή!..."
Άμα δόθηκε τό αλάρμε κι η φωτιά τύλιξε τήν καπιτάνα, ο Καραλής κατάλαβε πώς κείνη τήν ώρα παιζόταν όχι μονάχα
η μοίρα τού καραβιού του, μα τό ίδιο του τό κεφάλι. Όσο πού πλάι του τά πρόσωπα τών μπέηδων καί τών αγάδων είτανε
σάν τό λείψανο, προστάζει νά δουλέψουνε οι τρόμπες καί νά καλουμάρουν τά γούμενα από τίς άγκυρες, γιά νά ξενερίσει η
καπιτάνα κι έτσι νά λυτρωθεί τό πύρινό της αγκάλιασμα. Τό μπουρλότο είταν καλά στερεωμένο πάνω της καί ξενέρισε
μαζί της. Ρίχνει τότες, μέ ταξίματα καί φοβέρες, τά νεφέρια (στρατιώτες) καί τούς γκαλιοντζήδες (πεζοναύτες) μέσα στίς φλόγες νά τίς σβήσουν.
Χαμένος κόπος. Οι φλόγες πού χύμηξαν από τίς ανοιχτές μπουκαπόρτες πετύχανε στούς κουραδούρους στοιβαγμένες
σκηνές. Κατραμωμένες καθώς είτανε φούντωσαν μέ τέτοια γληγοράδα, πού γίνηκαν ένα δεύτερο μπουρλότο μέσα
στό ντελίνι.
Καί τά 84 γεμάτα κανόνια τού δίκροτου πύρωναν ένα ένα καί βρόνταγαν, μεγαλώνοντας τόν τρόμο
όσων θέλανε από τ' άλλα καράβια, νά τρέξουνε νά δώσουνε κάποια βοήθεια στήν καπιτάνα.
Τήν παράτησαν λοιπόν στήν τύχη της καί τό μόνο πού κοίταγαν είταν τό πώς νά σωθούν από τήν αναπάντεχη συμφορά.
Κόβανε μέ μεγάλη βία τά γούμενα από τίς άγκυρές τους, νά φύγουνε καί νά βρεθούνε μακρυά.
Κι είτανε τόση η ταραχή τους πού χτύπαγαν τόνα πάνω στ' άλλο. Άλλα τράβαγαν κατά τό βοριά, άλλα κατά τόν Τσεσμέ,
άλλα κατά τό νοτιά καί άλλα τά παράσερνε ο αγέρας νά τά τσακίσει στήν ξηρά.
Σέ λίγο αποφάνηκε πώς τίποτα πιά δέν έσωζε τήν καπιτάνα. Μάταια ο Καραλής λυσσομανάει προστάζοντας νά
παλέψουν μέ τή φωτιά. Κανείς πιά δέν τόν ακούει. Άλλοι ρίχνουνται στή θάλασσα γιά νά γλυτώσουν κι άλλοι στίς
λίγες βάρκες πού δέ φαγώθηκαν ακόμα από τίς φλόγες. Τέλος, τά ρετζάλια (σύμβουλοι) τού Καραλή τόν κατεβάζουν
μέ τό ζόρι σέ μία φελούκα νά τόν σώσουν. Από παντού απλώνονται χέρια μισοπνιγμένων καί γαντζώνονται σ' αυτή.
Οι μπέηδες όμως γυμνώνουν τίς χαντζάρες τους καί κόβουν αλύπητα δάχτυλα καί μπράτσα. Καί νά, τριζοβολάει,
γέρνει, σωριάζεται τό μεγάλο άλμπουρο τού ντελινιού καί πέφτει πάνω στή φελούκα, χτυπώντας κατακέφαλα τόν
καπουτάν πασά, τό καμάρι τής Τουρκιάς. Μέ χίλια βάσανα τόν βγάλανε στή στεριά, στό Όκ Μεϊντάν.
Ανάσαινε ακόμα. Μά δέν άργησε νά παραδώσει τήν ψυχή του στόν Αλλάχ.
Κι ο Πιπίνος; Είχε κολλήσει σύγκαιρα μέ τόν Κανάρη, τό μπουρλότο του στή χασνέ-γκεμισί (υποναυαρχίδα) τού
καπουτάν μπέη.
Στήν αρχή φάνηκε πώς πέτυχε καί αυτός, όμως κατάφεραν οι Τούρκοι νά σπρώξουν τό μπουρλότο.
Ακυβέρνητο τράβαγε πότε καταδώ καί πότε κατακεί σκορπίζοντας τόν τρόμο στ' άλλα καράβια του εχθρού,
έκανε μεγάλες ζημιές στήν υποναυαρχίδα πού κατάντησε απόλεμη.»
Τό πυρπολικό τού Πιπίνου δέν κατάφερε νά κολλήσει στό καράβι τού Τούρκου υποναυάρχου. Οι Τούρκοι ναύτες
κατάφεραν νά τό απομακρύνουν καί εκείνο κάηκε στά ανοιχτά, χωρίς νά βλάψει κάποιο εχθρικό πλοίο.
Ο Κανάρης όμως στάθηκε πιό ψύχραιμος καί ο τιμονιέρης του πιό επιδέξιος. Τό πυρπολικό γατζώθηκε στή ναυαρχίδα
(πασά γκεμισί), ο μπουρλοτιέρης πέταξε τό δαδί καί πήδηξε τελευταίος στήν βάρκα πού ακολουθούσε τό
πυρπολικό. Η φωτιά μεταδόθηκε
μέ τή βοήθεια τού ανέμου αστραπιαία καί όταν έφθασε στήν πυριτιδαποθήκη ακολούθησε μία τρομερή έκρηξη πού
ακούστηκε σέ ολόκληρο τό νησί τής Χίου. Οι σφαγμένοι είχαν πάρει τήν εκδίκησή τους.
Περισσότεροι από 2000 Τούρκοι, στήν πλειοψηφία τους μπέηδες καί αξιωματικοί σκοτώθηκαν εκείνη τή νύχτα, όλοι
καλεσμένοι στό τραπέζι πού έκανε ο αρχηγός τους, γιά τήν μουσουλμανική εορτή.
Ανάμεσα στούς νεκρούς ήταν καί ο αρχηγός τής σφαγής ο
Καρά Αλής καπουδάν πασάς, πού σκοτώθηκε από ένα
σπασμένο κατάρτι, όταν αυτό έπεσε στή λέμβο πού τόν μετέφερε στήν στεριά. Πολλοί Τούρκοι έπεφταν στήν θάλασσα γιά
νά σωθούν, αλλά είτε από τό μεθύσι είτε από τήν πολυφαγία κατέληγαν στόν βυθό τής θάλασσας.
Από τούς ηρωϊκούς μπουρλοτιέρηδες δέν έπαθε κανείς τίποτε. Κωπηλάτησαν διά μέσου τών τουρκικών πλοίων
χωρίς νά τούς καταδιώξει κανείς καί έφθασαν στό στόμιο τού πορθμού όπου τούς παρέλαβαν οι σύντροφοί τους γιά νά τούς
οδηγήσουν στήν αγαπημένη τους πατρίδα τά Ψαρά. Νά σημειωθεί ότι η ναυαρχίδα πήρε μαζί της στό βυθό καί πλήθος
από Χριστιανές πού βρίσκονταν αιχμάλωτες τών Τούρκων στά αμπάρια της.
«Ο τουρκικός στόλος εκ Κωνσταντινουπόλεως αποβιβάσας κατά Απρίλιον 1822 εις τήν
επαναστατήσασα μόλις Χίον δεκατρείς χιλιάδες ασιανού στρατού, κατέβαλε τήν επανάστασιν εκείνην, καί τήν τής
Μυτιλήνης προέλαβεν, καί ο έτερος ο αιγυπτιακός απεβίβασε στρατόν εις Κρήτην κατά Μάϊον. Ο δέ ελληνικός έμεινεν
αργός εις τούς λιμένας του περιμένων χρήματα.
Τέλος κατά Μάϊον πραγματοποιηθείσης τής τών χαρεμίων τού Χουρσίτου
ανταλλαγής, καί τών εκ ταύτης ληφθέντων χρημάτων παραδοθέντων ευθύς εις τούς νησιώτας καί τής τών Χίων καταστροφής
διαφημισθείσης, εξέπλευσαν δεκατέσσερα πλοία πρός τήν Χίον κατά τά τέλη Μαΐου υπό τόν Μιαούλην, όστις
πλησιάσας τόν τουρκικόν εναυμάχησε μετά τής τουρκικής ναυαρχίδος επί ώραν, καθ' ής καί πυρπολικόν διευθυνθέν
εκάη εις μάτην, όθεν ουδέν κατορθών καί απομακρυνθείς εναυλόχει εις Ψαρά.
Είπον δ' ότι οι Ψαριανοί, διά τήν γειτνίασίν των, έσωσαν πολλούς εκ τών Χίων, αλλά καί εκ τού στόλου ο Σαχτούρης,
προφθάσας καί πλοίον τουρκικόν φέρον αιχμαλώτους Χίους, κυριεύσας ηλευθέρωσεν αυτούς, ο δέ τουρκικός ελλιμενισθείς
ανοικτά εν τώ μεταξύ Χίου καί Τσεσμέ πορθμώ τής εν Χίω Πασά βρύσις εόρταζε τό ραμαζάν. Εισέβαλε δέ καί ο
ελληνικός στόλος εις τόν αυτόν πορθμόν κατ' αρχάς Ιουνίου 1822 καί τήν 6η τού μηνός τούτου δύο πυρπολικά,
διοικούμενα, τό μέν υπό τού Πιπίνου τό δέ υπό τού Κανάρη - σύντροφον παραλαβόντος
καί τόν μνησθέντα Ιωάννη
Θεοφιλόπουλο, διάσημον εν Ερεσσώ πυρπολητήν γενόμενον καί τούς ακολούθους του, - αποχωρισθέντα από τού
ελληνικού στόλου, υπό σημαίας ευρωπαϊκάς ως εμπορικά, περιπλεύσαντα τήν Χίον, προσεποιούντο ότι διευθύνονται
εις Σμύρνην, φρεγάτα τουρκική περιπολούσα περί τό βόρειον μέρος τής νήσου, πλησιάσασα επηρώτησε, καί απάντησιν
λαβούσα ότι μέ εμπορεύματα διευθύνονται εις Σμύρνην, καί ανταπαντήσασα "κατευόδιον" ετράπη εις τά οπίσω.
Εκείνα δέ πλεύσαντα μέχρι τής εσπέρας κατά τήν αυτήν διεύθυνσιν, μετά τού ηλίου δύσιν εστράφησαν καί υπό τού
σκότους τής νυκτός βοηθούμενα προσήγγισαν εις τό αρκτικόν τού πορθμού στόμιον, εν μέσω τού οποίου
έγκειται τό έρημον νησίδιον Αγνούσαις (Οινούσσες), διαιρούν τόν πορθμόν εις δύο, εξ ών διά μέν τού μεταξύ αυτού
καί τής Χίου, βαθυτέρου όντος, γίνεται η συνήθης διάβασις τών θελόντων νά εισέλθωσιν εκεί πλοίων.
Ήσαν δέ καί εκεί φεργάται τουρκικαί τοποθετημέναι ως φυλακίδες.
Εκ δέ τού ετέρου, αβαθέστερα τά νερά έχοντος, γίνεται η διάβασις
μικροτέρων συνήθως πλοίων, όθεν τό μέρος εκείνο ήτο αφύλακτον. Εκείθεν λοιπόν τά πυρπολικά εισερχόμενα πρός τήν ασιατικήν ξηράν
προσπλέοντα, πλησίον απήντησαν φεργάταν εκ λοξοδρομίας ποδίζουσαν πρός τήν Χίον, ήτις τήν εις τούτο ίσως
ασχολίαν καί τό σκότος δέν τά παρετήρησεν ή ωλιγώρησεν ως μικρά.
Όθεν απαρατήρητα προχωρούντα εις
προσέγγισιν πρός τόν τουρκικόν στόλον, εις έκτασιν μεγάλην ηγκυροβολημένον, τό πλήθος τών φαναρίων βλέποντα,
δέν εδύναντο μακρόθεν νά διακρίνουν, ούτε τήν θέσιν εκάστου, ούτε απ' αλλήλων απόστασιν. Εν δέ τή απορία των
ταύτη, μεγάλη τις βολίς, μεταίωρον ατμοσφαιρικόν, προελθόν εξ ανατολών καί πρός δυσμάς διαθέον, διαυγάσαν επί
τινα χρόνον ως ημέρα, εβοήθησεν αυτούς νά διακρίνουν τά μεγάλα τού τουρκικού στόλου πλοία, καί ιδίως τήν
ναυαρχίδα, καί τάς θέσεις αυτών, καί νά διευθύνουν πρώραν κατ' αυτών.
Καί τώ όντι απαρατήρητοι μακρόθεν προσεγγίσαντες, ο μέν Κανάρης επέτυχε νά κολλήση τό
πυρπολικόν του εις τήν
ναυαρχίδα αυτήν, ο δέ Πιπίνος επί τής τού καπετανάμπεην (υποναύαρχου), καί τούτο μέν απωθηθέν
έπεσεν επ' άλλου, καί έβλαψεν
μέν αμφότερα, αλλά δέν τά έκαυσεν. Αλλ' εις τήν ναυαρχίδα τό πύρ διεδόθη ακατάσκετον καί εκ τού εμπρησμού
αυτής μεγίστη ταραχή καί φθορά επροξενήθη. Εξ αυτής πηδήσας τότε εις λέμβον ο Αλής, ο καπετάν πασάς
αυτός, διά νά φύγη εσώζετο, αλλά καί μακρυνθείς μέχρι τής ακτής, εκτυπήθη κατά τήν κεφαλήν καί τήν ράχιν
από τεμάχιον ξύλου ή δοκού εκ τής καιομένης ναυαρχίδος εκσφενδονισθέν καί εξαχθείς εις τήν ξηράν εξέπνευσεν.
Εκάησαν δέ καί επνίγησαν συγχρόνως έως 1300 Τούρκοι. Οι δέ ναυτίλοι πυρποληταί εσώθησαν άπαντες εις τά εγγύς
προσπλέοντα πλοία τού ελληνικού στόλου. Εννοείται δέ οίκοθεν, καί περιττόν είναι νά τό είπω, ότι θαύμα καί θείας
δικαιοσύνης έργον εθεωρήθη η πολλών τότε ευνοϊκών διά τούς Έλληνας περιστάσεων συνδρομή,
εν τοιαύταις κρισίμοις ώραις, ήτοι η τής περιπόλου καί τής φυλακίδος τύφλωσις ή ολιγωρία, η τού μεταιώρου
διαύγεια, η κατά τής ναυαρχίδος επιτυχία καί ο φόνος τού Καπετάν Πασά, τού εξαπατήσαντος εις υποταγήν τούς
αδυνάτους φυγάδας Χίους, σφάξαντος έπειτα καί ανδραποδίσαντος αυτούς καί παρασπονδήσαντος. (Ο Καρά Αλή
είχε υποσχεθεί μέσω τών Ευρωπαίων προξένων αμνηστία. Όταν τόν πίστεψαν οι Χιώτες καί επέστρεψαν στήν
πόλη, εσφάγησαν άπαντες).
Περιπλέοντα δέ τήν Χίον τά ελληνικά έσωσαν τούς έτι κεκρυμμένους τών Χίων. Καί τήν διήγησιν ταύτην εξέθεσα
όπως μοι τήν διηγήθη ο εν τώ πυρπολικώ εκείνω μετά τού Κανάρη συμπράξας πυρπολητής καί μνησθείς
Ιωάννης Θεοφιλόπουλος ο εκ Λαγκαδίων. (Ο ιστορικός Μιχαήλ Οικονόμου ήταν από τήν Δημητσάνα, γειτονικό
χωριό πρός τά Λαγκάδια Αρκαδίας από τά οποία καταγόταν ο μπουρλοτιέρης Θεοφιλόπουλος.)»