Ανατολική Στερεά Ελλάδα
Στήν Ανατολική Στερεά Ελλάδα, μετά τή
μάχη τής Γραβιάς στίς 8 Μαΐου 1821,
έλαμπε τό άστρο τού Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Εκείνη η μάχη από στρατηγική άποψη δέν είχε ιδιαίτερη σημασία,
αλλά επέδρασε σημαντικά στόν ψυχολογικό τομέα τών δύο αντιπάλων,
δεδομένου ότι μία φούχτα άνθρωποι κλείστηκαν σέ έναν μαντρότοιχο καί σταμάτησαν
γιά ένα εικοσιτετράωρο τόν τακτικό οθωμανικό στρατό χιλιάδων
ανδρών, θέτοντας εκτός μάχης 500 από αυτούς.
Αυτό επιβεβαιώνεται καί από τήν αδράνεια πού έδειξε
ο Ομέρ Βρυώνης μετά τήν Γραβιά. Ο πασάς δέν τόλμησε νά προελάσει νοτιότερα, γνωρίζοντας ότι
απέναντί του θά αντιμετώπιζε τό "Λεοντάρι τής Ρούμελης". Ο Οδυσσέας ήταν γιά τήν Ανατολική Ρούμελη,
ότι ήταν ο Κολοκοτρώνης γιά τόν Μoριά καί ο Βαρνακιώτης γιά τή Δυτική Ρούμελη.
Τόν Ιούνιο τού 1821, οι πασάδες Ομέρ Βρυώνης καί Κιοσέ Μεχμέτ
προτίμησαν αντί νά προχωρήσουν πρός τήν Πελοπόννησο
νά εισβάλλουν στήν Βοιωτία, τήν Εύβοια καί τήν Αττική
καί νά καθαρίσουν τίς περιοχές από τά κλέφτικα σώματα τών γκιαούρηδων.
Κατάφεραν χωρίς δυσκολία νά
καταλάβουν τή Λειβαδιά καί τήν Αθήνα,
κατασφάζοντας τούς πληθυσμούς ενώ τά επαναστατικά σώματα τών Ελλήνων διασκορπίστηκαν
πρός διάφορες κατευθύνσεις.
«Γράμμα τού Ομέρ Βρυώνη πρός τόν διοικητή τής Λαμίας.
Εις τήν Λειβαδιάν εμβαίνοντες αρχίσαμεν τόν πόλεμον. Επασχίσαμεν μέ κολακείας
νά καταπείσωμεν τούς Ρωμαίους διά νά προσκυνήσωσι
καί νά μή διαφθαρή η πόλις. Πλήν εστάθησαν χαΐνηδες (αντάρτες) καί πεισματώδεις.
Ενώ δέ αυτοί επέμεναν εις τήν κακίαν των, εγώ έκαμα τό στράτευμά μου
εις τρία μπουλούκια καί τήν αυγήν, ότε εφώναξεν ο χότζας,
ήρχισα τόν πόλεμον νικήσας όλους τούς εις τήν Λειβαδιάν απίστους.
Επήραμεν κεφαλάς 1000 (υπερβολή), αυτιά αρκετά καί μύτες.
Έως 1000 (υπερβολή) ακόμη αναθεματισμένους εκλείσαμεν εις τάς οικίας μή ευρόντας καιρόν φυγής.
Καί διά νά ευκολυνθή τό ασκέρι εδώσαμεν φωτιάν καί διά θαύματος
θεού ηκολούθησε σφοδρότατος αήρ, από τόν οποίον ενδυναμωθείσα η
φωτιά, περιτριγύρισε τά τέσσερα τής χώρας μέρη. Τό έν τρίτον αυτής εκάη
καθώς καί όλοι οι κλεισμένοι, ως ποντικοί, εκτός μερικών πεσόντων
από τάς σκεπάς τών οσπιτίων καί σκοτωθέντων.»
Ο Ανδρούτσος δέν άργησε νά ανασυγκροτήσει τίς δυνάμεις
του καί μέ ένα σώμα χιλίων ανδρών προσπάθησε νά ανακαταλάβει τή
Λειβαδιά, κλείνοντας ταυτόχρονα όλα τά περάσματα πού οδηγούσαν στήν πόλη.
Μαζί του είχε τούς Κόμνα Τράκα, Γιάννη Γκούρα, Κοντοσόπουλο,
Μίλιο Κατσικογιάννη, Μπούσγο καί Λάππα, ενώ
είχαν προσέλθει νά βοηθήσουν καί οι Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί
Νικηταράς, Ηλίας Μαυρομιχάλης καί Τσαλαφατίνος.
Ο Κολοκοτρώνης είχε αποστείλει βοήθεια στόν Ανδρούτσο, διότι
γνώριζε ότι εάν κατέβαιναν τουρκικές ενισχύσεις στήν Πελοπόννησο,
τά πράγματα θά έπαιρναν δυσάρεστη τροπή γιά τούς Μοραΐτες.
«Ο Γάλλος αξιωματικός τής ναυτικής μοίρας πού ναυλοχούσε
στό Μανδρί (Ελευσίνα), έβλεπε κατά τά τέλη Ιουλίου 1821 τούς
δυστυχισμένους κατοίκους τής Αττικής νά σπεύδουν μέ ένα μέρος τών κοπαδιών
τους πρός τήν ακρογιαλιά φεύγοντας τούς επιδρομείς.
Ένας πληθυσμός από 12000 ψυχές είχε σχεδόν ολόκληρος αποσυρθεί στή Σαλαμίνα καί μαζί
μέ τούς κατοίκους τής Θήβας, τής Ελευσίνας καί τής
άλλης Μεγαρίδας είχαν κατασκηνώσει κάτω από τή σκιά μερικών καχεκτικών δένδρων.
Οι Αλβανοί μπαίνοντας στήν Αθήνα σκότωναν όσους Έλληνες συναντούσαν. Τίς γυναίκες όμως δέν τίς πείραζαν. Οι απείθαρχοι αυτοί άνδρες
καθώς καί οι εντόπιοι Τούρκοι λεηλατούσαν τά σπίτια τής Αθήνας καί πολλά έκαψαν.
Ο Ομέρ Βριώνης ενθάρρυνε τούς στρατιώτες του σέ επιδρομές τίς
οποίες ονόμαζε "κυνήγι τών Ελλήνων". Επέτρεπε τήν σφαγή τών
αιχμαλώτων, τούς οποίους οι Τούρκοι έσερναν μαζί τους από τίς επιδρομές - γέρους, γυναίκες καί παιδιά - σφαγή πού γινόταν σέ δημόσιους χώρους.
Μία φορά διέταξε νά σουβλιστούν μερικοί από τούς δυστυχισμένους εκείνους,
μέ μόνη αιτία νά ευχαριστήσει τά τερατώδη ένστικτα τών αγρίων
πού τούς είχαν συλλάβει.»
Τή διοίκηση τής Λειβαδιάς ανέλαβε ο τουρκοκρητικός Χατζή Μαχμούτ, ο οποίος αμέσως μετά τόν διορισμό του από τόν Ομέρ
Βρυώνη άρχισε νά στέλνει προσκυνοχάρτια στούς πρόκριτους τών γύρω χωριών.
Η ανακατάληψη τής Λειβαδιάς αποτελούσε προσωπική υπόθεση γιά τόν "Δαίμονα", διότι είχε λόγω
τού αυταρχικού του χαρακτήρα αποκτήσει πολλούς εχθρούς στήν περιοχή, οι οποίοι καί τόν είχαν καταγγείλει
στόν Δημήτριο Υψηλάντη ως:
"Ανάξιον τής αρχηγίας, τουρκολάτρην,
δωροδοκημένον από τόν Ομέρ πασά καί αίτιον τών δυστυχιών τής Λεβαδείας καί τών συνομόρων επαρχιών."
Τό έγγραφο τής καταγγελίας
τό είχαν υπογράψει μεταξύ άλλων ο Μήτρος Τριανταφυλίνας καί ο Εμμανουήλ Σπυρίδωνος.
Η Λειβαδιά περιήλθε πάλι στούς Έλληνες μετά από μία ημέρα άγριων μαχών πού στοίχισαν στούς
Τούρκους 100 νεκρούς καί στούς Έλληνες 7. Ο Χρίστος Παλάσκας,
πού συνόδευε τόν τουρκικό στρατό ως στρατιωτικός σύμβουλος, ήλθε μέ τό μέρος τών επαναστατών.
Ο Ανδρούτσος εξαγριωμένος από τό
γράμμα πού είχε σταλεί στόν Υψηλάντη καί τόν χαρακτήριζε τουρκολάτρη,
συνέλαβε στή Λειβαδιά όσους Έλληνες συνεργάστηκαν μέ
τούς Τούρκους μεταφέροντας προσκυνοχάρτια καί τούς βασάνισε μέχρι θανάτου.
Μάχη στά Βρυσάκια
Τά γεγονότα τής Ανατολικής Στερεάς καί τής Εύβοιας,
από τόν Ιούλιο τού 1821 είναι αλληλένδετα. Ο Ομέρ Βρυώνης έκρινε ότι έπρεπε
νά επέμβει καί στήν
Εύβοια, λόγω τής στρατηγικής θέσης τού νησιού,
τό οποίο συνδέει τή Στερεά μέ τά νησιά τού Αιγαίου.
Στίς 15 Ιουλίου 1821, ο Ομέρ Βρυώνης, επί κεφαλής 2000
ανδρών, έφθασε στήν Χαλκίδα. Ο μαχητής τής Γραβιάς
Αγγελής Γοβγίνας μέ άξιο συμπαραστάτη τόν επίσκοπο Καρύστου Νεόφυτο, προσπάθησε νά κινητοποιήσει
όλους τούς κατοίκους στό Γριπονήσι, ζητώντας επειγόντως ενισχύσεις από
τά νησιά τών Κυκλάδων καί κυρίως από τήν Άνδρο.
Τήν ίδια ημέρα, ο Τούρκος διοικητής τής Εύβοιας Ομέρ μπέης
εξεστράτευσε κατά τής Κύμης πού είχε σηκώσει τό
μπαϊράκι τής επανάστασης. Τήν κατέλαβε χωρίς δυσκολία, τήν κατέκαψε καί σκότωσε
τόν αρχηγό τής εξέγερσης Γεώργιο Παππά.
Τούς έντεκα μοναχούς καί τόν ηγούμενο τής Μονής Καταρράκτου Παΐσιο,
πού είχαν πολεμήσει στό πλευρό τού Παππά, τούς παλούκωσε.
Ο Ομέρ Βρυώνης κινήθηκε πρός τά Βρυσάκια, ένα παραθαλάσσιο χωριό κοντά στά Ψαχνά Ευβοίας.
Στή θάλασσα όμως κυριαρχούσε μικρός ελληνικός στολίσκος υπό
τήν αρχηγία τού Αλεξάνδρου Κριεζή καί έτσι οι Έλληνες
μαχητές τής στεριάς αισθάνονταν μία ασφάλεια, καθώς γνώριζαν ότι τά τηλεβόλα
τών ελληνικών πλοίων θά τούς κάλυπταν στίς
επιθέσεις τού τουρκικού ιππικού. Ο Γοβγίνας ή Γοβγιός μέ τόν έμπιστό
του Κώτσο Δημητρίου, τόν Μπαλαλά
καί 400 παλληκάρια οχυρώθηκε στά Βρυσάκια καί περίμενε τήν επίθεση.
Έδωσε εντολή στούς άνδρες του νά περιμένουν τόν εχθρό
νά πλησιάσει καί νά πυροβολήσουν μόνο όταν τούς τό διατάξει.
«Τήν δέ αύριον πρώτη δεκαπενθημερία τού Ιουλίου ήν, εξήλθε παναστρατιά ο Ομέρ Βρυών Πασάς, έχων επέκεινα τών
πέντε χιλιάδων, πλήν τών Χαλκιδέων Τούρκων, οδεύων κατά τών εν Βρυσακίοις χωριατών καί κλεφτών, επειδή οι Χαλκιδείς ούτως είπον τώ
Ομέρ Βρυών πασά, ότι χωριάται καί κλέφται είναι, πάμε νά τούς διώξωμεν απ' εκεί, σύρων καί κανόνια.
Ο υπό τού Αγγελή διοικούμενος στρατός ουκ ήν πλέον τών τετρακοσίων, εις μέν τόν Κώτσαν καί Α. Μπαλαλάν είπεν ο Αγγελής μόνον καί μυστικώς:
"Είναι ο Ομέρ Βρυών πασάς αδελφοί, αλλά σήμερον θέλομεν δοξάσει βεβαίως καί τιμήσει τά όπλα τών Ευβοέων."
Εις δέ τούς άλλους έλεγεν ότι είναι οι Χαλκιδείς Τούρκοι. Ο μέν ούν εχθρός πλησιάσας έστησε τά κανόνια του καί ήρξατο τό πύρ. Ο δέ
ατρόμητος Αγγελής αφήσας αυτόν νά πλησιάση όσον έδει, αφού επλησιάσεν, έδωκε τό
σημείον τής μάχης καί εκατέρωθεν ζωηρώς καί πεισματωδώς
επέμπετο τό πύρ. Καί οι μέν Έλληνες μεγαθύμως ενεκαρτέρουν, οι δέ
Τούρκοι τρείς αλλεπαλλήλους έκαμαν εφορμήσεις κατά τών
ελληνικών οχυρωμάτων, αλλ' οι Έλληνες εματαίωσαν αυτάς καί μέ βλάβην σημαντικήν.
Ο Ομέρ Βρυών πασάς βλέπων τήν φθοράν καί ότι
ουδέν κατορθοί διά τής επιμονής του, ωπισθοπόρησε κατησχυμένος εις τήν Χαλκίδα.
Οι μέν Χαλκιδείς καί πάλιν παρεκάλουν τόν Ομέρ Βρυών πασά νά υπάγωσι καί εις τόν Άϊον πρός καταδίωξιν όλως καί εκείθεν. Ο δέ πασάς
οργισθείς είπε:
"Σείς μέ λέγατε ότι είναι μερικοί χωριάτες καί κλέφτες, εγώ επέρασα όλην τήν Ρούμελη μέ πόλεμο, μα τέτοιο τουφέκι δέν είδα πουθενά,
έχασα τό καλλίτερό μου στράτευμα εις τά Βρυσάκια καί δέν ημπόρεσα νά τούς χαλάσω.
Πώς θά μπορέσω νά τούς
βγάλω απ' τό δερβένι (στενό); Αυτοί είναι όλο κλέφτικο τουφέκι διαλεμένο κι όχι χωριάτες καθώς
μέ λέτε σείς. Καθήσατε, φυλάξετε τό κάστρο
καί μή βγαίνετε έξω, έως νά σάς έλθη άλλο ιμντάτι (βοήθεια)."»
Ο Ομέρ Βρυώνης οπισθοχώρησε μπροστά σέ μερικές εκατοντάδες επαναστάτες καί γύρισε ταπεινωμένος στήν Χαλκίδα.
Σημαντική ήταν η συμβολή τού Υδραίου πλοιάρχου
Αλεξάνδρου Κριεζή,
ενώ διακρίθηκε γιά τόν ηρωϊσμό του καί ο Νικόλαος Κριεζώτης.
Νά σημειωθεί ότι καθόλη τή διάρκεια τής μάχης,
οι ιερείς, κατά τά πρότυπα τών βυζαντινών προγόνων τους, γύριζαν στά οχυρώματα τών μαχητών τού Σταυρού, τούς
εμψύχωναν καί έψελναν τό "Σώσον κύριε τόν λαόν Σου".
«Tόν Ιούλιον τού 1821
ήλθεν ο Ομέρ Μπέης από Κάρυστον καί επολεμήσαμεν δύο ημέρας. Μού εσκοτώθησαν έξι καί δεκαπέντε
λαβωμένοι, από τούς εχθρούς τριάντα καί 150 λαβωμένοι. Τού εσκοτώσαμεν καί έναν πρώτον του εξάδελφον μέ τό κανόνι τού πλοίου,
ως μάς εβεβαίωσεν ένας Ρωμαίος Καρυστινός, οπού έφυγε καί ήλθεν εις τό ορδί (στρατόπεδο) μας.
Μαθαίνοντας από έναν Ρωμαίον, όπου έφυγεν από Εύριπον (Εύβοια)
ότι είχε σκοπόν νά απεράση από τήν Κακή Σκάλα, κινώ ευθύς τόν καπετάν Αγγελήν Γοβγίναν
καί τόν καπετάν Κώτζον καί επήγαν κατόπιν του. Είς τάς 8 τού ιδίου μηνός επέστρεψεν ο Ομέρ μπέης μέ όλους τούς Καρυστινούς.
Ήτο φερμένος καί ο Ομέρ Βρυώνης εις Εύριπον. Εκίνησαν ομού όλοι έως
5000 μαζί μέ όλους τούς Ρωμαίους, τραβώντας εν
κανόνιον μέ χαζνέν διά νά μάς κανονιάρουν ημάς. Καί εις τόν ερχομόν τους επερνούσαν από εν γεφυράκι καί από οργήν
θεϊκήν εβούλιαξε τό γεφυράκι καί τούς έπεσε μέσα καί τούς έμεινε μόνον η χαρά.
Ήρχισεν πεισματώδης ο πόλεμος από τά δύο μέρη καί πάλιν εκίνησε τήν καβαλλαρίαν καί τήν απεζούραν κατεπάνω τού ορδιού μας.
Ημείς πάλιν ηρχίσαμεν τά ίδια καί έπαθε τά χειρότερα από πολλούς σκοτωμούς, περίπου τών τριακοσίων καβαλλαραίων,
επέστρεψε εις τά οπίσω.
Επαρατηρούσα μέ τό κανοκιάλι, όπου ήτον συναγμένοι όλοι απ' έξω τών καλυβών καί
ο Ομέρ Βρυώνης καί έβλεπον τά κινήματά του.
Εκεί εσηκώθη όρθιος καί ήρχισε νά χαϊδεύη τό άτι του από κεφαλής
έως λαιμού. Ομιλώ, ευθύς έρχεται ο τοπιτζής (αρχηγός τών κανονιοβολιστών) μου Θανάσης
Καλυμνιώτης καί τού λέγω:
- "Έ Θανάση, τώρα θέλω νά σέ ιδώ, άν έχης τύχη νά πάς νά γιομώσης τό κανόνι, όπου είναι σιμά τού ταμπουκιού, όπου είναι καρσί τό
στράτευμα, νά σημαδεύσης επάνω τού ατιού τού Ομέρ Βρυώνη."
Ευθύς εκίνησεν, επήγεν εις τό πλοίον, γιομόζει τό κανόνι, τό ρίπτει. Καί παρατηρούμεν μέ τρία
κανοκιάλια. Επήρεν η μπάλα ίσια τήν κεφαλήν
τού ατιού καί τό έκοψεν έως τόν λαιμόν, όπου τό είχε χαϊδεύση, μαζί του καί ένας σεΐζης εσκοτώθη. Μέγα θαύμα!»
Μάχη στά Βασιλικά - Φοντάνα (25 Αυγούστου 1821)
Ο Ομέρ Βρυώνης μέ τόν Κιοσσέ Μεχμέτ πασά είχαν ζητήσει από τό διβάνι (κυβέρνηση) ενισχύσεις,
προκειμένου νά αντιμετωπίσουν
τούς Έλληνες τής Ανατολικής Ρούμελης. Δέν ήθελε ο Βρυώνης
νά διακινδυνέψει μία κάθοδο πρός τόν Μοριά αφήνοντας πίσω του επαναστατικές
ομάδες. Ο σουλτάνος τότε διέταξε τόν Μπεϋράν πασά νά κατέλθει από τήν
Μακεδονία πρός ενίσχυση
τών δύο πασάδων καί μετά από κοινού νά διασχίσουν τόν Ισθμό τής Κορίνθου καί
νά λύσουν τήν πολιορκία τής Τριπολιτσάς.
Πράγματι ο Μπεϋράν πασάς συγκέντρωσε 8000 ιππείς καί μέ τούς στρατηγούς Χατζή Μπεκήρ πασά,
Μεμίς πασά καί
Σαχίν Αλή πασά προήλασε πρός τό νότο. Στά μέσα Αυγούστου στρατοπέδευσε στή Λαμία (Ζητούνι) όπου συγκέντρωσε τρόφιμα γιά τόν
μεγάλο στρατό του. Οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί αντέδρασαν άμεσα.
Ο Ανδρούτσος, πού βρισκόταν κοντά στόν Ισθμό, έγραψε στόν Γιάννη Γκούρα καί τόν Βασίλη Μπούσγο νά κινηθούν
πρός συνάντηση τού εχθρού καί ο ίδιος
επιβιβάστηκε σέ πλοιάρια στή Μεγαρίδα γιά νά τούς συναντήσει. Ο γέρο Δυοβουνιώτης μέ τόν γιό του περίμενε τούς
υπόλοιπους αρχηγούς στό χωριό Μόδι,
όπου συγκεντρώθηκαν ο Νάκος Πανουργιάς, ο παπά Ανδρέας από τήν
Κουκουβίστα, ο Κωνσταντίνος Καλύβας, ο Κωνσταντίνος Μπίτης,
ο Κόμνας Τράκας, ο Αντώνης Κοντοσόπουλος (Γεράντωνος), ο Γιάννης Λάππας καί ο Μήτρος Τριανταφυλλίνας.
Στό πολεμικό συμβούλιο πού ακολούθησε οι γνώμες διΐσταντο. Οι νεώτεροι ήθελαν νά περιμένουν στή στενότερη
διάβαση τής Φοντάνας
πού οδηγούσε στό Τουρκοχώρι, ενώ ο γέρο Γιάννης πίστευε ότι ο πασάς θά περνούσε από τό πέρασμα τών Βασιλικών πού οδηγούσε στό
Δραχμάνι (Ελάτεια). Ο δρόμος τών Βασιλικών
ήταν πλατύς καί δύσκολος νά οχυρωθεί, αλλά ο Δυοβουνιώτης πίστευε ότι ο υπερήφανος
πασάς θά ακολουθούσε τόν πλατύ δημόσιο δρόμο γιά νά κινηθεί, αψηφώντας τούς ραγιάδες
πού δέν θά τολμούσαν νά τά βάλουν μέ τό
ανίκητο ιππικό του. Ο Γκούρας αντίθετα επέμενε νά στηθούν στό στενό πέρασμα τής Φοντάνας
πού προσφερόταν γιά καλύτερη οχύρωση. Ευτυχώς επικράτησε η γνώμη τού γέρο Δυοβουνιώτη.
«Δυοβουνιώται
Αρχηγός τής οικογενείας ταύτης υπήρξεν ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης
ή Γεροδυοβουνιώτης, διά μόνης τής ιδίας αυτού ικανότητος δημιουργήσας σύμπαν
τό ένδοξον αυτού στάδιον. Εγεννήθη δέ τώ 1757 εν τώ χωρίω τής Οίτης "Δύο Βουνά",
υπό πατρός μέν Κωνσταντίνου Ξήκη, μητρός δέ
Τριανταφυλλιάς. Ημέραν τινά παρακολουθών τόν πατέρα εις τόν αγρόν, είδε Τούρκους
επιστρέφοντας τώ 1770 εκ τής εις Πελοπόννησον εκστρατείας,
τής επενεγκούσης ως γνωστόν, τήν παντελή ερήμωσιν τής χερσονήσου εκείνης.
Δεκατριετής ών τότε ο Ιωάννης, τό μέν πρώτον ουδέν υπόπτευεν. Ότε όμως είδε τούς θηριώδεις Οθωμανούς συλλαβόντας τόν αρροτριώντα
πατέρα καί απαγχονίσαντας αυτόν, διασκεδάσεως χάριν, εν τινί δένδρω τού ιδίου αυτού αγρού, υπό τοσαύτης κατελήφθη φρίκης, ώστε
ώμοσεν ουδέποτε νά παύση εκδικούμενος κατά τών Τούρκων.
Ο μέν Ανδρούτσος (πατέρας τού Οδυσσέα), ακούσας τά παθήματα τού πατρός τού Ιωάννη, παρέλαβεν αυτόν
ως ψυχοϋιόν. Επί τής πρώτης
δέ κατά τών Τούρκων μάχης ούτος ανέπτυξεν τοσαύτην τόλμην καί ανδρείαν, ώστε ο αρχηγός ωνόμασε Καραγιάννην.
Ότε ο Ανδρούτσος εξεστράτευσε εις Πελοπόννησον πρός τήν από κοινού σύμπραξιν μετά τού
Ζαχαριά, τών Κολοκοτρωναίων καί Πετιμεζάδων
καί εξετέλεσαν τήν περιώνυμον εκείνην έξοδον, ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης ήτον η
δεξιά χείρ τού Ανδρούτσου.
Τοσαύτη δέ ήτο τότε η φήμη τού Δυοβουνιώτου, ώστε δέν
εβράδυνε νά σχηματίση ισχυρόν σώμα. Μετ' ού πολύ ηνάγκασε τούς Τούρκους νά τώ
δώσωσι καί τό αρματολίκι τής Βουδουνίτσας. Τότε ήλθεν εις γάμον μετά τής θυγατρός τών Γιολδασαίων. Εκ τού γάμου δέ τούτου
έσχε τώ 1798 υιόν πρωτότοκον, τόν μετά ταύτα διαδεχθέντα αυτόν καί τιμήσαντα τό πατρικόν όνομα Γεώργιον.»
Στίς 22 Αυγούστου 1821, ο Μπεϋράν πασάς μέ τούς
δύο στρατηγούς του - ο Χατζή Μπεκίρ είχε πεθάνει στη Λαμία - πέρασε από τή γέφυρα τής
Αλαμάνας
καί στρατοπέδευσε στό χωριό Πλατανιά. Τήν επομένη έστειλε ένα σώμα από 300 πεζούς στή
Φοντάνα καί 200 ιππείς στά Βασιλικά γιά ανίχνευση.
Οι ιππείς μή συναντώντας καμμία αντίσταση προχώρησαν μέσα στό πυκνό δάσος τών Βασιλικών
και τότε οι κρυμμένοι μέσα στό
δάσος άνδρες τού Κοντοσόπουλου καί τού Καλύβα τούς επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά καί τούς αποδεκάτισαν.
Ανάλογη τύχη είχαν καί οι Τούρκοι πεζοί στή Φοντάνα από τόν παπα Ανδρέα. Την ίδια μέρα έφθασε καί ο
οπλαρχηγός τού Οδυσσέα Γιάννης Ρούκης.
Ο Τούρκος πασάς έχοντας εμπιστοσύνη στήν αριθμητική υπεροχή του αποφάσισε νά προχωρήσει
εμπρός καί νά κτυπήσει τούς χαΐνηδες.
Δέν είχε υπολογίσει ότι τό ιππικό του θά ήταν άχρηστο στήν δασώδη κοιλάδα τών Βασιλικών.
Άφησε τά μεταγωγικά του καί τίς άμαξες στήν Πλατανιά
καί ξεκίνησε γιά τήν καταστροφή του.
«Πρό τής εισόδου τού στενού, τού αποτελούντος μικράν κοιλάδα, εψάλησαν αι συνήθεις τότε εις τόν τουρκικόν στρατόν
πρό τής μάχης ευχαί καί ερρίφθησαν ομοβροντίαι καί κανονιοβολισμοί πρός εκφόβισιν τών Ελλήνων. Ο τουρκικός στρατός εβάδισε
πρός τό στενόν. Προηγείτο τό πυροβολικόν καί ακολουθούσαν τό πεζικόν καί τό ιππικόν. Ισχυρά δύναμις εφώρμησε κατά πρώτον
κατά τών ανιχνευθείσων πρό διημέρου θέσεων τού Κοντοσόπουλου καί τού Καλύβα.
Ο Μπεϋράν πασσάς αντιληφθείς τό ισχυρόν τής θέσεως διηύθυνε κατά τού δεξιού τών Ελλήνων στρατόν εκ τεσσάρων χιλιάδων.
Ήρχισε τότε εκεί σφοδρά μάχη, πρός τήν οποίαν έσπευσε καί ο ευρισκόμενος πρός τήν έξοδον τής κοιλάδος Γκούρας.
Αλλ' η ορμή τού πολλού εκείνου τουρκικού στρατού ήτο τόση, ώστε οι εξ αρχής τοποθετημένοι εκεί Έλληνες οπλαρχηγοί υπεχώρησαν πρός τά
υψηλότερα τού λόφου καί ο Γκούρας ανήλθε πρός τήν ράχιν τών Βασιλικών. Ο Κοντοσόπουλος είχεν ήδη τραυματισθή πρός τόν γοφόν καί
μετεφέρετο από τούς άνδρας του.
Δι' ολίγην ώραν οι Τούρκοι ανεθάρρησαν, φαντασθέντες ότι διεσκόρπισαν οριστικώς τούς ευρεθέντας πρός αυτών Έλληνας. Αλλ' ο γοργότατος
καί στρατηγικός Γκούρας
έσπευσε μέ τούς άλλους οπλαρχηγούς εκ τών πλαγίων πρός τά εμπρός καί κατέλαβε μίαν παλαιάν εκκλησιάν.
Εκείθεν ήνοιξε πύρ εναντίον τών προχωρούντων Τούρκων κατά μέτωπον. Η μάχη ήρχισεν εκ νέου σφόδρα καί πεισματώδης καί από τά δύο μέρη.
Μετά μίαν ώραν κατέφθασεν ο Βασίλειος Μπούσγος
μέ τόν Μήτρον Τριανταφυλλίναν καί τόν Λάππαν από τήν Λειβαδιάν, μέ πυροβολισμούς εξ αποστάσεως,
πού ενεθάρρυναν τούς αμυνόμενους. Κατέφθασε μετ'
ολίγον από τήν Φοντάναν καί ο Παπανδρέας καί εκτύπησε τήν οπισθοφυλακήν τού εχθρού,
πού είχε μαζί της αρκετά κανόνια.
Τότε ηκούσθη μία κραυγή:
- "Έρχεται ο Δυσσέας!"
Ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος δέν ευρίσκετο εκεί, αλλ' η κραυγή εκείνη ήτο σκόπιμος.
Τό όνομά του επροκαλούσε εις τήν Ρούμελην τόν φόβον πού
ενέπνεεν εις τούς Τούρκους τής Πελοποννήσου τό όνομα τού Κολοκοτρώνη. Επεκράτησε μετά τούτο εις τάς τάξεις τών Τούρκων στρατιωτών
μικρά σύγχυσις. Κατά τήν ψυχολογικήν αυτήν στιγμήν ο Γκούρας ενήργησε
επιδεξιώτατα στρατηγικήν κίνησιν. Άφησε τούς άλλους
νά συνεχίσουν τήν άμυναν απέναντι τού κατά μέτωπον επιτιθέμενου
στρατού καί παραλαβών τόν Ρούκην έκαμε γοργόν ελιγμόν πρός τά οπίσω
καί προσέλαβε τόν εχθρόν από τά νώτα.»
Οι Τούρκοι αρχικά υποτίμησαν τόν εχθρό καί νόμιζαν ότι θά περνούσαν εύκολα από τό πέρασμα τών
Βασιλικών. Μέ τό πέρασμα τού χρόνου όμως οι Έλληνες άρχισαν νά τούς κλείνουν τά περάσματα καί
νά τούς περικυκλώνουν. Όταν βγήκαν καί τά γιαταγάνια από τίς θήκες, οι Τούρκοι
πανικοβλήθηκαν καί άρχισαν νά τρέχουν γιά νά σωθούν μέσα στά δύσβατα καί δασώδη μονοπάτια.
Ήταν όμως αργά. Περικυκλωμένοι όπως ήταν από όλες τίς μεριές,
αποδεκατίστηκαν. Ζητούσαν οίκτο καί φώναζαν: "Αλλάχ, Αλλάχ ράι (έλεος) καπιτάν!"
Ο Μεμίς πασάς έπεσε νεκρός από τόν ίδιο τόν Γκούρα, ενώ σκοτώθηκε καί ο γιός τού Μπεϋράν πασά. Ο ίδιος ο πασάς εγκατέλειψε τή μάχη,
τρέχοντας πρός τό Ζητούνι, ενώ οι νικητές έσφαζαν τά υπολλείματα τού στρατού του. Περίπου
1000 ήταν οι Τούρκοι νεκροί, ενώ όλα τά εφόδια
πού είχαν εγκαταλειφθεί στήν Πλατανιά, πέρασαν στά χέρια τών νικητών.
Στά χέρια τους έπεσαν επίσης οκτώ κανόνια, εκατοντάδες άλογα,
καμήλες, βουβάλια, δεκάδες αραμπάδες, τουρκικές
σημαίες καί τό περίφημο μπουγιούκ (μεγάλο) μπαϊράκι, η σημαία τής εφόδου.
Ο Γκούρας έπαθε αγκύλωση στά δάκτυλα από τό πιάσιμο τού σπαθιού καί όταν ζήτησε από τόν
Μπαλαούρα νερό γιά νά πιεί, ο τελευταίος
δέν μπόρεσε νά βρεί καθαρό νερό στό ποτάμι, καθώς ήταν κόκκινο από τό αίμα τών Τούρκων σκοτωμένων. Μεταξύ τών διακοσίων Τούρκων
αιχμαλώτων ήταν καί ο Αλβανός Φράσσαρης. Ο Φράσσαρης είχε ξαναπιαστεί αιχμάλωτος τών Ελλήνων καί τόν είχαν ανταλλάξει μέ τόν
Γιώργο Δυοβουνιώτη, ο οποίος κρατείτο από τόν Χουρσίτ. Ο Φράσσαρης τότε είχε ορκιστεί ότι δέν θά ξαναπολεμήσει εναντίον τών Ρωμιών.
Γιά αυτή του τήν μπαμπεσιά οι Αγοργιανίτες τόν έγδαραν ζωντανό, μιμούμενοι τίς βάρβαρες συνήθειες τών πασάδων.
Ο σουλτάνος δέν μπόρεσε νά χωνέψει αυτή τήν ατιμωτική ήττα από τό στρατηγό του καί λίγο
αργότερα έστειλε τούς δήμιους γιά νά τόν εκτελέσουν.
«Τήν λαμπρότητά σας αδελφικώς ασπάζομαι (γράμμα πρός τόν Δημήτριον Υψηλάντην)
Ο περιβόητος Μπαϊράμ πασσάς, παίρνοντας τό ασκέρι του όλο, τό οποίον συμποσούται από 4000 στράτευμα, ήλθε κατεπάνω μας καί εις τάς
έξη ώρας τής ημέρας συνεκροτήθη ο πόλεμος καί εβάσταξε τό τουφέκι έως τάς οκτώ. Επιαστήκαμε χέρια μέ χέρια καί σπαθιά μέ σπαθιά.
Οι Έλληνες εκυνηγούσαν ξεσπαθώντας καί μεθύοντες από τόν πόλεμον ωσάν γίγαντες τούς Τούρκους, εθέριζον χωρίς νά εμποδισθή τό σπαθί τους
τελείως. Από τήν ορμή τους μέ τά δόντια έτρωγαν τούς Τούρκους, όπου τέλος πάντων έτρεχε τό αίμα ποταμηδόν. Άν ίσως οι Έλληνες δέν έπιπτον
εις τά λάφυρα καί δέν ενύκτωνε, δέν ήθελε μείνει βέβαια ούτε ρουθούνι από τούς Τούρκους καί ήθελε πιάσωμεν τόν ίδιον Μπαϊράμ πασσάν ζωντανόν.
Μέ μέτρον εσκοτώθηκαν 700 καί αιχμάλωτοι επιάσθησαν ζωντανοί 221. Τούς επήραμε καί τζιπχανέδες φορτώματα εννέα καί άλλα τριάντα έκαψαν οι
ίδιοι. Άλογα επήραμε 370. Αμάξια είχαν 1000 μέ παξιμάδια, κριθάρι καί άλλα είδη. Τούς επήραμε καί οκτώ κανόνια καί τό μπουγασή μπαϊράκι.
Ομοίως τούς επήραμε καί όλα τά τουμπερλέκια.
Εσκοτώθηκαν δικοί μας εις τόν τόπον άνθρωποι τρείς. Μάς ελαβώθη καί ο καπετάν
Αντώνης ο Κοντοσόπουλος ολίγον εις τό πόδι.
1821 Αυγούστου 27, Οδυσσεύς Ανδρούτσος»
Η μάχη στά Βασιλικά ήταν η σημαντικότερη πού δόθηκε στήν Ανατολική Ρούμελη από τήν έναρξη τής επανάστασης. Συνετρίβη μία πολύ
ισχυρή επίλεκτη τουρκική δύναμη, η οποία από μόνη της ήταν ικανή νά εισβάλει καί νά καταστρέψει τούς επαναστάτες στόν Μοριά.
Αξίζει νά σημειωθεί ότι λόγω τού ανταγωνισμού καί τής αντιζηλίας μεταξύ τών πασάδων, ο Ομέρ Βρυώνης καί ο Κιοσσέ Μεχμέτ δέν
βοήθησαν τόν Μπαϋράν πασά στήν είσοδό του στήν Ρούμελη, διότι αυτός μπορούσε νά επιτύχει εκεί πού αυτοί είχαν αποτύχει.
Οι δύο πασάδες επέστρεψαν άπρακτοι στή Λαμία, ενώ οι δειλοί μέχρι τότε Έλληνες χωριάτες ένοιωσαν τούς εαυτούς τους νά μεταβάλλονται σέ
ατρόμητους πολεμιστές. Παραθέτω απόσπασμα από τό "Ευαγγέλιο τής Επανάστασης τού 1821".
Ένα απόσπασμα πού τό
αφαίρεσαν από τά σχολικά
βιβλία οι αντιρατσιστές καί οι πολυπολιτισμικοί οπαδοί τού "φιλεύσπλαχνου" σουλτάνου.
«Έβλεπαν καί τόν τόπον εκείνον τών Βασιλικών, τών Θερμοπύλων κι' όλες αυτές τίς θέσες οπού ήταν τά
κόκκαλα τών δύο πασσάδων, οπού 'ρθαν μέ τόν Μπαγεράμπασσα κ' ήταν περίπου από εννιά χιλιάδες Τουρκιά
κι' άλλοι τρείς πασσάδες μέ πλήθος γκαμήλια κι' αμάξια κι' άλλα ζώα φορτωμένα ζαϊρέδες καί πολεμοφόδια, κανόνια κι' άλλα είδη
τού πολέμου, νά μπούνε μέσα - ήταν τήν πρώτη χρονιά - διά νά
φοδιάσουνε τά κάστρα κι' όλα τά μέρη. Καί τούς καρτέρεσαν οι αθάνατοι 'Ελληνες ως εφτακόσοι άνθρωποι, κεφαλές αυτείνων ο γενναίος
Γκούρας, Γεροδυοβουνιώτης, Παπά-Αντριάς λαμπρύνεται αυτός σ' εκείνη τήν μάχη, χωρίς νά κατηγορηθή κανένας.
'Οτι όλοι πολέμησαν αντρείως, ο
Νάκος, ο Γεράντωνος, ο Μπούσγος, Ρούκης, Λάππας, Θιοχάρης, Καλύβας, Κανταίγοι, Ρουμάνης, Κόντος,
Παπακώστας, Τρακοκομνάς, Καραπούλης, Κουτρουμπαίγοι
κι' άλλοι αξιωματικοί πολλοί, οπού εγώ δεν γνωρίζω.
Αυτείνοι όλοι οι γενναίοι άντρες, οι σωτήρες τής πατρίδος,
αφάνισαν όλως διόλου αυτό τό πλήθος τών Τούρκων, σκότωσαν τούς
περισσότερους καί δύο πασσάδες
καί πήραν όλα τ' αμάξια καί γκαμήλια καί τά κανόνια τους, οπού τ' άφησαν όλα εκεί.
Κι' όσοι μείναν ζωντανοί Τούρκοι διαλύθηκαν ένας ένας καί πήγαν εις τήν πατρίδα τους.
Κι' όποιος είναι ζωντανός ακόμα θυμάται τήν μαχαίρα
τών αθάνατων Ελλήνων.
Ξαγόρασαν όλοι αυτείνοι οι γενναίοι άντρες τό αίμα τού συναγωνιστού τους περίφημου Διάκου, οπού
πρωτοκινήθη αυτός μ' ολίγους ανθρώπους κι' απάντησε τήν πρώτη ορμή τών Τούρκων,
αυτός κι' ο αείμνηστος Δεσπότης Σαλώνου.
Αυτείνοι κι' ο αδελφός τού Διάκου κι' ο Μπακογιάννης κι'
ο Καλύβας κι' ο αδελφός τού Δεσπότη κι' άλλοι αξιωματικοί μέ τούς ολίγους
τους στρατιώτες έλυωσαν απάνου εις τό γιοφύρι
τής Αλαμάνας πολεμώντας μέ τόσον πλήθος Τούρκων. Κι' ο περίφημος γενναίος Διάκος,
αφού τελείωσε τόν τζεμπιχανέ (πολεμοφόδια), καταπληγωμένον καί μισοσκοτωμένον
τόν έλαβαν ζωντανόν οι Τούρκοι καί τόν παλούκωσαν. Στήν θέσιν
οπού επέθανες εσύ Λεωνίδα, μέ τούς τριακόσους σου, πέθαναν κι' αυτείνοι διά τήν θρησκεία καί πατρίδα.
Καί ήταν τυχεροί οπού πέθαναν ενδόξως καί γλύτωσαν από τόν πατριωτισμόν τού
Κωλέτη, τού Μαυροκορδάτου, τού Μεταξά κι' αλλουνών
τέτοιων πατριώτων. (Ειρωνεύται τούς πολιτικούς τής εποχής).
Καί εις τό χάνι τής Γραβιάς εκλείστη ο Δυσσέας, ο κακός πατριώτης
(πάλι ειρωνεύται τούς πολιτικούς πού εξύβριζαν τόν Ανδρούτσο),
κι' ο Γκούρας κι' άλλοι καί πολέμησαν μ' αυτείνη τήν μεγάλη δύναμιν εκατό ανθρώποι. Καί φαίνονται ως τήν σήμερον οι τάφοι τών Τούρκων εκεί
εις τό χάνι. Καί τούς αφάνισαν καί τούς χάλασαν όλα τους τά σκέδια. Καί γλύτωσε ο κόσμος, οπού θά σκλάβωναν αυτείνοι τούς περισσότερους καί
μπορούσε νά κιντυνέψη κι' όλη η πατρίς, Ρούμελη καί Πελοπόννησο, άν προχωρούσανε μέσα καί
έβγαιναν μέ τούς πολιορκημένους Τούρκους.
Πατρίς, νά μακαρίζης γενικώς όλους τούς 'Ελληνες, ότι θυσιάστηκαν διά σένα νά σ' αναστήσουνε, νά ξαναειπωθής άλλη μίαν φορά
ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη καί σβυσμένη από τόν κατάλογον τών εθνών. 'Ολους αυτούς νά τούς μακαρίζης. 'Ομως νά θυμάσαι
καί νά λαμπρύνης εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις τήν Αλαμάνα, πολεμώντας μέ τόση δύναμη Τούρκων, κ' εκείνους οπού αποφασίστηκαν
καί κλείστηκαν σέ μίαν μαντρούλα μέ πλίθες, αδύνατη, εις τό χάνι τής Γραβιάς, κ' εκείνους οπού λυώσανε τόση Τουρκιά καί πασσάδες
εις τά Βασιλικά, κ' εκείνους οπού αγωνίστηκαν σάν λιοντάρια εις τήν Λαγκάδα τού Μακρυνόρου, οπού πολεμήθηκαν συνχρόνως σέ αυτές
τές δύο θέσες, οπού 'ναι τά κλειδιά σου, ένα η Πόρτα τού Μακρυνόρου καί τ' άλλο τών Θερμοπύλων.
Καί τέλος πάντων, πατρίδα, αυτείνοι κατατρέχονται από τούς Εκλαμπρότατους, από τούς
Εξοχώτατους (εννοεί τούς Μαυροκορδάτο, Κωλέτη
καί τούς υπόλοιπους πολιτικούς καί κοτζαμπάσηδες τής εποχής, Ζαΐμη, Λόντο, Κουντουριώτηδες, Δεληγιάννηδες, κτλ).
Αυτούς τούς αγωνιστάς κατατρέχουν καί τούς λένε νά πάνε νά διακονέψουν.
"Ποιος σάς είπε", τούς λένε, "νά σηκώσετε άρματα νά δυστυχήσετε;"
'Εχουν δίκαιον ότι ο Ζαϊμης χρώσταγε τών Τούρκων ένα μιλιούνι γρόσια,
καί οι Ντεληγιανναίγοι καί οι Λονταίγοι καί οι άλλοι κι' ο Μεταξάς, κόντες τής πιάτζας, χωρίς παρά κι' ο Κωλέτης ένας
γιατρός, ο Μαυροκορδάτος τζιράκι τής Κωσταντινοπόλεως.
Τούς φκειάσαν αυτείνοι οι διακονιαραίγοι, οι αγωνισταί, εκλαμπρότατους, τούς
λευτέρωσαν από τούς Τούρκους κι' από τά χρέη, οπού χρώσταγαν τών Τούρκων, κ' έγιναν τώρα μεγάλοι καί τρανοί.»
Καταστροφή τής Κασσάνδρας (30 Οκτωβρίου 1821)
Τήν επανάσταση στή Μακεδονία
τήν είχε ξεκινήσει ο πάμπλουτος έμπορος Εμμανουήλ Παπάς
τόν Μάρτιο τού 1821. Δυστυχώς όμως οι εμπειροπόλεμοι Κλέφτες τού Ολύμπου
δέν βοήθησαν τόν Παπά, ο οποίος προσπάθησε νά
εξαπλώσει τήν επανάσταση στηριζόμενος μόνο στούς κατοίκους τών πόλεων καί στούς
μοναχούς τού
Αγίου Όρους.
Από τήν άλλη μεριά, οι Τούρκοι
διατηρούσαν ισχυρές δυνάμεις στή Μακεδονία, οι οποίες μπορούσαν νά δράσουν ταχύτατα στό πεδινό έδαφός της.
Ο Εμμανουήλ Παπάς, αξιοποιώντας τήν προσωπική του περιουσία, κατέβαλε
φιλότιμες προσπάθειες νά καλύψει τίς μεγάλες ελλείψεις σέ όπλα καί πολεμοφόδια.
Ωστόσο η περιουσία ενός ανδρός δέν ήταν αρκετή. Οι μονές τού Αγίου Όρους προσέφεραν
πολύ λιγότερα από τίς δυνατότητές τους καί η
επανάσταση στή Μακεδονία από τίς πρώτες ημέρες φαινόταν καταδικασμένη.
Ο Παπάς έστειλε επιστολή πρός τόν Δημήτριο Υψηλάντη
αλλά καί πρός τούς Υδραίους ζητώντας επειγόντως βοήθεια.
Στό ελληνικό στρατόπεδο δέν έφθασαν ενισχύσεις σέ αντίθεση μέ τό τουρκικό στρατόπεδο, όπου στά μέσα
Ιουνίου 1821 έφθασε ο Μπαϋράμ πασάς
από τήν Θράκη καί αιφνιδιαστικά επιτέθηκε στό σώμα τού Παπά στά στενά τής Ρεντίνας σκορπίζοντας τούς άνδρες του,
καίγοντας τά χριστιανικά χωριά καί σφάζοντας ανελέητα τούς κατοίκους τους. Ο πασάς έφθασε στήν Θεσσαλονίκη,
όπου κήρυξε γενική επιστράτευση καί κατάφερε νά συγκεντρώσει μιά δύναμη 30000 πεζών
καί 5000 ιππέων, στήν οποία συμπεριλαμβάνονταν καί οι Εβραίοι κάτοικοι τής πόλης.
Επόμενος στόχος τών Τούρκων ήταν τό χωριό Βασιλικά, πού βρίσκεται στόν δρόμο Θεσσαλονίκης Πολύγυρου. Οι Μακεδόνες
επιχείρησαν νά εκκενώσουν τήν κωμόπολη από τά γυναικόπαιδα καί νά τά στείλουν στή
Μονή τής Αγίας Αναστασίας στή Γαλάτιστα.
Ωστόσο τό τουρκικό ιππικό πρόλαβε τά γυναικόπαιδα. Άλλα κατέσφαξε καί άλλα αιχμαλώτισε γιά νά τά πουλήσει αργότερα στά
σκλαβοπάζαρα τής Σμύρνης, τής Αλεξάνδρειας καί τής Βεγγάζης.
Ο καπετάν Χάψας μέ 200 μόλις άνδρες επεδίωξε νά σταματήσει τόν προελαύνοντα Μπαϋράμ πασά στούς
πρόποδες τού όρους Βούζιαρη, έξω από τά Βασιλικά. Η μάχη όμως ήταν άνιση.
Ο καπετάνιος απέκρουσε τούς βαρβάρους, αλλά έβλεπε τούς
άνδρες του νά πέφτουν ο ένας μετά τόν άλλο.
Τελικά μπήκε επικεφαλής τών πολεμιστών του καί μαζί μέ τούς Χαλάτη, Τουρλάκη καί Καραγιάννη
ρίχτηκε στό μέσο τού τουρκικού στρατού. Εκεί χάθηκε.
Εξήντα δύο παλληκάρια έπεσαν στά Βασιλικά Χαλκιδικής στίς 13 Ιουνίου τού 1821. Ο Μπαϋράμ πασάς συνέχισε τό
καταστροφικό του έργο στή Γαλάτιστα καί τόν Πολύγυρο ενώ σέ αναφορά του, καμάρωνε γιά τήν καταστροφή 42 χωριών τών απίστων.
Η Θεία Δίκη θά τιμωρούσε λίγο αργότερα τόν πασά σέ κάποια άλλα Βασιλικά. Αυτά τής Φθοιώτιδας.
Τό θέατρο τών συγκρούσεων μετατοπίσθηκε στήν χερσόνησο τής Κασσάνδρας, όπου ο Παπάς θά οργάνωνε άμυνα μέχρις εσχάτων στή
διώρυγα τής Ποτείδαιας. Τόν ακολούθησαν
χιλιάδες απελπισμένοι πρόσφυγες, ενώ προσήλθαν καί μερικές εκατοντάδες ένοπλοι
υπό τόν Κωνσταντίνο Μπίνο, τόν Μήτρο Λιάκο καί τόν Νικόλαο Διαμαντή.
«Αυτοκρατορικό φιρμάνι, 3 Μαΐου 1821
"Τό παράγγελμα τού Ιερού Σερή επιβάλλει όπως, αυτοί μέν οι άπιστοι διαπερνώνται εν στόματι ρομφαίας,
τά τέκνα καί αι γυναίκαι
εξανδραποδίζονται (αιχμαλωτίζονται), τά υπάρχοντα των διανέμονται μεταξύ τών πιστών νικητών τού Ισλάμ,
αι δε εστίαι των παραδίδονται εις τό
πύρ καί τήν τέφραν ούτως ώστε αλέκτορος φωνή νά μή ακουσθεί πλέον εν αυτοίς."»
Ο Μαχμούτ Β' επειγόταν νά ξεκαθαριστεί η κατάσταση στή Μακεδονία ώστε νά μπορούν νά διέρχονται απερίσπαστα τά στρατεύματά
του μέ κατεύθυνση τίς κύριες επαναστατικές εστίες τής Στερεάς Ελλάδας καί τής Πελοποννήσου.
Γι' αυτό έδωσε εντολή στόν Αβδούλ Αμπούδ πού ήταν διορισμένος στό Ντιαρμπακίρ τού Κουρδιστάν νά σπεύσει στή Μακεδονία καί νά
καταστείλει τήν επανάσταση.
Ο φοβερός Αβδούλ Αμπούδ πασάς, επικεφαλής 14000 ανδρών,
έφθασε στό νέο του διορισμό καί κινήθηκε αμέσως
εναντίον τής Κασσάνδρας. Παράλληλα φρόντισε νά αποκλείσει τό Άγιον Όρος.
Στήν έφοδο πού διενήργησε στήν διώρυγα τής Ποτείδαιας, δέν κατάφερε τίποτα καί πρότεινε τήν παράδοση τών επαναστατών μέ αντάλλαγμα γενική αμνηστία.
Η πρόταση απορρίφθηκε καί οι Τούρκοι επανέλαβαν τίς προσπάθειες. Αρχικά η επίθεση περιορίστηκε στό ένα
άκρο τής διώρυγας. Ωστόσο επρόκειτο γιά παραπλανητική ενέργεια. Σύντομα εκδηλώθηκε έφοδος καί στό άλλο άκρο, η οποία συνάντησε
ελάχιστη αντίσταση.
«Η Πύλη εις ενίσχυσιν τών πολεμικών της κινημάτων απέστειλεν ηγεμόνα εις Θεσσαλονίκην φέροντα τίτλον γενικού αρχηγού
Μακεδονίας καί Θεσσαλίας τόν Αβδουλαβούδπασαν, δραστήριον, εύτολμον καί πολλής ικανότητος
άνδρα, δεικνύοντα κατά τάς περιστάσεις ποτέ μέν υπό τήν λεοντήν τήν ωμότητα τής ψυχής του,
ποτέ δε υπό τήν αλωπεκήν τήν υπουλότητα τού
χαρακτήρος του.
Ο νέος ούτος στρατάρχης φθάσας εις Θεσσαλονίκην τόν Σεπτέμβριον εξέδωκε
προκήρυξιν, δι' ης εξύμνει τήν πρός τούς ραγιάδας
γενναιοφροσύνην τού σουλτάνου, εμέμφετο τήν πρός αυτόν αγνωμοσύνην
τών ονειροπολούντων τήν ανόρθωσιν τής προγονικής των
αυτοκρατορίας
καί διέταττε νά οπλοφορήσωσιν όλοι οι επέκεινα τού 16ου μέχρι τού 60ου έτους
μουσουλμάνοι· καί οι μέν εντός τού 50ου νά τρέξωσιν εις τά πεδία
τής μάχης οδηγούμενοι υπό τής χειρός τού προφήτου, οι δε λοιποί νά διατηρώσι τήν εσωτερικήν ευταξίαν.
Μετά τήν προκήρυξιν ταύτην ο Αβδουλαβούδης εξεστράτευσεν αυτοπροσώπως εις Κασσάνδραν.
Ο πασάς επροσπάθησε κατ' αρχάς διά μεγάλων καί επανειλημμένων υποσχέσεων νά πείση τους εν Κασσάνδρα νά προσκυνήσωσιν· αλλ' ούτοι,
άν καί τόσον ολίγοι, απέρριψαν τάς προτάσεις του.
Γενομένης δέ γνωστής αυτώ τής διαθέσεως καί τής αδυναμίας των, απεφασίσθη η έφοδος. Τήν 30ην
Οκτωβρίου 1821 πρίν εξημερώση εφώρμησαν ιππείς καί πεζοί εφ' όλην τήν γραμμήν τής τάφρου, καί ευρόντες μέρος αυτής ολοτελώς εγκαταλειφθέν,
τό παρεγέμισαν ερρίψαντες ξύλα καί άλλην ύλην, καί πρώτοι οι ιππείς εισήλθαν δι' αυτού εις τήν
χερσόνησον, μετ' αυτούς δέ καί οι πεζοί, έτρεψαν
όλους τούς κατέχοντας τά άλλα μέρη τής τάφρου, πολλούς αυτών εφόνευσαν, επροχώρησαν εις τά ενδότερα μηδενός εναντιουμένου, έσφαξαν
καί ηνδραπόδισαν καί αυτούς τούς ησύχους κατοίκους, εξ ών μόνοι διεσώθησαν όσοι ευτύχησαν νά επιβώσιν είς τινα παρευρεθέντα πλοία τής
Σκιάθου καί τής Σκοπέλου, καί κατέκαυσαν όλα σχεδόν τά χωρία.
Δεκακισχίλιοι υπελογίσθησαν οι φονευθέντες καί ανδραποδισθέντες άνδρες
καί γυναίκες πάσης ηλικίας.»
Εάν η Ύδρα καί τά Ψαρά είχαν στείλει πλοία γιά νά βοηθήσουν, η Κασσάνδρα δέν θά έπεφτε. Όμως οι νησιώτες ζητούσαν λεφτά από τούς μοναχούς
τού Αγίου Όρους, οι οποίοι αρνήθηκαν νά τά δώσουν. Η στάση αυτή τόσο τών μοναχών όσο καί τών νησιωτών είχε ως αποτέλεσμα νά καταστραφεί
η Κασσάνδρα καί νά χαθούν δέκα χιλιάδες ψυχές. Οι Μακεδόνες αγωνιστές τής Κασσάνδρας δέν ήταν δυνατόν νά αντέξουν τήν πίεση τού
οθωμανικού στρατού καί έπεσαν σχεδόν όλοι. Ο Αβδούλ Αμπούδ πασάς, αντίθετα μέ τίς υποσχέσεις του, παρέδωσε τήν
χερσόνησο τής Κασσάνδρας σέ ένα όργιο αίματος καί λεηλασιών, ικανοποιώντας έτσι καί τό στράτευμά του,
πού διψούσε γιά λεηλασία καί γυναίκες.
Ο Εμμανουήλ Παπάς μόλις καί μετά βίας διέφυγε στό Άγιον Όρος. Εκεί επιχείρησε νά οργανώσει εκ νέου αντίσταση.
Όμως τώρα οι μοναχοί είχαν αλλάξει γνώμη. Αφού δέν
έδωσαν τά χρήματα τών μοναστηριών, πώς θά μπορούσαν νά δώσουν τή ζωή τους;
Οι ηγούμενοι, είχαν ήδη έλθει σε επαφή μέ τόν Αβδούλ Αμπούδ καί επιθυμούσαν όχι μόνο νά υποταχτούν αλλά καί νά
τού παραδώσουν καί τόν ίδιο τόν Παπά, ως πρωταίτιο τής επανάστασης.
Ο Εμμανουήλ Παπάς απογοητευμένος, επιβιβάστηκε μαζί μέ τούς συνεργάτες του καί μερικούς μοναχούς στό
πλοίο τού Χατζή Βισβίζη καί αναχώρησε γιά τήν Ύδρα. Εκείνος ήταν λαϊκός καί διέθεσε όλη του τήν
περιουσία (500.000 γρόσια) γιά τήν
Ελευθερία καί εκείνοι οι καλόγεροι, οι απαρνηθέντες υποτίθενται τά υλικά αγαθά, έδωσαν ελάχιστα.
Εκείνος αφιέρωσε καί τά δώδεκα παιδιά του γιά τήν Επανάσταση,
Εκείνοι προτίμησαν νά μήν κάνουν παιδιά. Εκείνος έδωσε τή ζωή του. Εκείνοι έδωσαν τήν τιμή τους.
Ενώ τό πλοίο περιέπλεε στόν Καφηρέα, ο Παπάς εξαντλημένος από τίς κακουχίες καί τίς συγκινήσεις υπέστη καρδιακή προσβολή καί
πέθανε. Η σορός του ενταφιάσθηκε μέ τιμές στήν Ύδρα καί η Μακεδονία του θά περίμενε άλλα 100 χρόνια γιά νά επιστρέψει στήν
αγκαλιά τής μητέρας Ελλάδας. (Βέβαια, 200 χρόνια μετά, - εποχή τών πολυπολιτισμικών Γιωργάκη καί Τσίπρα - παραδίδουμε τήν Μακεδονία μας
στήν αγκαλιά τών Σλαβόφωνων Βουλγάρων ή αλλιώς Σκοπιανών).
Πολιτικοί: Η κατάρα τού τόπου
Μαζί μέ τούς αετούς πού πολεμούσαν καί έδιναν αίμα καί ψυχή στόν αγώνα γιά τήν ανεξαρτησία,
μαζεύτηκαν καί τά κοράκια. Τά κοράκια, σάν
αποκλειστικό τους στόχο είχαν νά εκμηδενίσουν τή δύναμη τών καπεταναίων καί νά
ενισχύσουν τούς κοτζαμπάσηδες, ώστε νά
επωφεληθούν αργότερα από τήν διακυβέρνηση μίας ανεξάρτητης Ελλάδος πού θά προέκυπτε όταν έφευγαν οι Οθωμανοί.
Όμως τήν ανεξάρτητη Ελλάδα θά τούς τήν παρέδιδε ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος,
καί όλοι εκείνοι πού πολεμούσαν από τή νεανική τους ηλικία τούς τυράννους.
Αυτούς τούς τρείς θά πολεμούσαν κυρίως οι πολιτικοί
καί θά είχαν τή στήριξη τόσο τών προεστών όσο καί τών νοικοκυραίων τής Ύδρας καί τών Σπετσών.
Τόν πρώτο χρόνο πού δέν είχαν προλάβει τά κοράκια νά αναμειχθούν στά επαναστατικά δρώμενα, η Επανάσταση είχε μεγάλες επιτυχίες τίς οποίες
κανένας δέν φανταζόταν ένα χρόνο πρίν. Ο Μοριάς μέ εξαίρεση μερικά κάστρα ήταν ελεύθερος καί θά ήταν ελεύθερη καί η Πάτρα, εάν οι
κοτζαμπάσηδες καί οι δεσποτάδες τής Αιγιαλείας καί τής Πάτρας δέν απαγόρευαν στόν Κολοκοτρώνη νά οργανώσει τήν πολιορκία της.
Η Ρούμελη, εκτός από μερικά κάστρα ήταν καί αυτή ελεύθερη, αφού οι πασάδες, μετά τήν συντριβή τών Βασιλικών, πήραν τά μάτια τους
καί γύρισαν στή Λαμία. Καί όπως λέει καί ο Κολοκοτρώνης, εάν συνεχιζόταν η πορεία τής επανάστασης όπως τόν πρώτο χρόνο, θά
είχαμε πάρει ακόμα καί τήν Πόλη.
Δυστυχώς όμως ανέβηκαν στό προσκήνιο τών πολιτικών πραγμάτων ο Μαυροκορδάτος,
ο Νέγρης, ο Κωλέττης, ο Καντακουζηνός καί ο Καρατζάς.
Όταν ο Κωνσταντίνος Σακελλίων, απεσταλμένος τόν κοτζαμπάσηδων τής Ρούμελης παρουσιάστηκε
στόν Δημήτριο Υψηλάντη καί ζήτησε γιά αρχηγό
τής Στερεάς Ελλάδος κάποιον από τούς Μαυροκορδάτο, Καντακουζηνό, Καρατζά καί Νέγρη,
ο Υψηλάντης απέρριψε καί τούς τέσσερεις.
Αυτοί όμως ικανοί στίς ραδιουργίες καί στά ύπουλα κτυπήματα, ξεκίνησαν τήν αποστολή τους από τή Στερεά Ελλάδα
καί σάν στόχο είχαν αφ' ενός τήν εκμηδένιση τού Υψηλάντη καί αφ' ετέρου τήν πολιτική τους κυριαρχία.
Τή Δυτική Ρούμελη ανέλαβε νά τή "σώσει" ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος
καί τήν Ανατολική Ρούμελη ο Θεόδωρος Νέγρης.
Ο Ανδρούτσος αμέσως αντιλήφθηκε τό ρόλο τών "σωτήρων" καί είπε προφητικά:
"Βλέπετε τουτουνούς τούς καλαμαράδες; Αυτοί θά μάς φάν τό κεφάλι μιά μέρα."
Αλλά καί ο Υψηλάντης έπνεε μένεα κατά τών τεσσάρων ανδρών, οι οποίοι χωρίς επίσημη εξουσιοδότηση ανέλαβαν τήν οργάνωση τών
επαρχιών καί σέ επιστολή του τούς χαρακτήρισε απατεώνες. Συμπαραστάτη τους οι πολιτικάντηδες είχαν τόν επίσκοπο Πίζας Ιγνάτιο
καί τόν πατέρα τού Κωνσταντίνου Καρατζά Ιωάννη. Αυτοί οι δύο έκαναν τήν επανάσταση από τήν Ευρώπη
καί προέτρεπαν τούς Έλληνες
σκλάβους νά πολεμήσουν γιά νά έρθουν αργότερα αυτοί νά τούς κυβερνήσουν!
Ο Ιγνάτιος γιά νά θίξει τό κύρος τού Υψηλάντη, κατηγορούσε τόν αδελφό του Αλέξανδρο γιά τήν αποτυχία
τής επανάστασης στήν Μολδοβλαχία καί τόν χαρακτήριζε ψευδαπόστολο γιά τά
όσα ψεύδη διέδιδε σχετικά μέ τήν Φιλική Εταιρεία καί τή
δύναμη πού κρυβόταν από πίσω της. Ο Μαυροκορδάτος χρησιμοποιούσε
τά ίδια επιχειρήματα κατηγορώντας καί αυτός τήν Φιλική Εταιρεία καί τόν Αλέξανδρο Υψηλάντη
ότι "εξηπάτησε τό έθνος".
Στό τέλος ο Φαναριώτης πολιτικός θά κατάφερνε όχι μόνο νά απομακρύνει όλα τά σύμβολα τής Φιλικής Εταιρείας,
αλλά καί νά εκμηδενίσει καί τόν ίδιο τόν Δημήτριο Υψηλάντη.
Πρόφαση γιά τήν κατάργηση τών συμβόλων αυτών ήταν ότι η Φιλική Εταιρεία μπορούσε νά εκληφθεί από τίς κυβερνήσεις τής
Ευρώπης ως μία επαναστατική δύναμη, η οποία δρούσε κατά τά πρότυπα τών Καρμπονάρων τής Ιταλίας καί απειλούσε τά μοναρχικά
καθεστώτα τής Ευρώπης. Μάλιστα ο Ιγνάτιος έγραφε σέ επιστολές του, ότι οι κυβερνήσεις τών Μεγάλων Δυνάμεων
ήταν αποφασισμένες νά στείλουν στρατό γιά νά βοηθήσει τήν Τουρκία
νά καταστείλει τήν εξέγερση τών υπηκόων της.
Τήν απάντηση στούς κατήγορους τής Φιλικής Εταιρείας τήν δίδει ο Φιλήμων:
«Βλασφημίας φρικωδεστάτας κατά τής αληθείας τών πραγμάτων καί κατά τού εθνικού πνεύματος εξεφώνει ο Ιγνάτιος, αναιρών
τήν κυρίαν αρχήν τού υπέρ ανεξαρτησίας ελληνικού αγώνος καί καταδικάζων τήν επανάστασιν ως απλούν έργον απάτης. Διά απάτης άρα
συνώμωσαν οι Έλληνες κατά τού τυράννου αυτών ή εκ προαιρέσεως;
Τών μεγάλων έργων εξετάζεται τό αποτέλεσμα. Έκαμον βεβαίως οι απόστολοι τής Εταιρίας καί ψευδείς παραστάσεις κατ' ανάγκην.
Αλλ' η αποστολή αυτών εστεφανώθη διά τής κινήσεως καί η επανάστασις εστεφανώθη διά τής επιτυχίας.»
Έγινε λοιπόν η πρώτη συνέλευση στό Μεσολόγγι στίς 4 Νοεμβρίου 1821 καί όρισε τά μέλη τής Γερουσίας, η οποία
αποτελούσε τήν ανώτατη αρχή τής Δυτικής Χέρσου Ελλάδος. Πρόεδρός της φυσικά ήταν ο
"εκλαμπρότατος" πρίγκηψ Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος. Μέ τήν εκλογή τής Γερουσίας ο Μαυροκορδάτος
γινόταν ο απόλυτος κυρίαρχος μέ δικαιώματα διοικητικά, στρατιωτικά
καί δικαστικά, ενώ ο αρματολός Βαρνακιώτης έχανε τή δύναμή του.
Αντίστοιχα αποτελέσματα είχε καί η συνέλευση στά Σάλωνα, η οποία ξεκίνησε στίς 15 Νοεμβρίου 1821. Από αυτή προέκυψε ο Άρειος Πάγος
πού θά αναλάμβανε τήν διακυβέρνηση τής Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος μέ
πρόεδρο φυσικά τόν Θεόδωρο Νέγρη. Ο τυχοδιώκτης πολιτικός μπορούσε
νά υπογράφει ακόμα καί συμμαχίες μέ ξένα κράτη, ενώ όρισε καί σύνορα στήν Ανατολή Ρούμελη,
τά οποία γιά νά τά διαβούν ελληνικά στρατεύματα θά έπρεπε νά συνέρχεται ο Άρειος Πάγος καί νά εκδίδει διαβατήρια!
Δηλαδή σέ μία περίοδο ενός αμείλικτου αγώνα επιβίωσης γιά τό ελληνικό έθνος,
θά έπρεπε οι ενισχύσεις πού θά έφθαναν στήν Στερεά Ελλάδα γιά νά πολεμήσουν, νά περιμένουν
νά τούς εκδώσει διαβατήρια ο Νέγρης!
Τόν άθλιο χαρακτήρα του ο Μαυροκορδάτος τόν έδειξε στόν Υψηλάντη μέ μία
επιστολή πού τού έστειλε καί στήν
οποία κατηγορούσε αυτόν καί τόν αδελφό του ως απατεώνες, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε νά τούς
εκθέσει στά μάτια τών υπολοίπων Ελλήνων.
Η επιστολή αυτή είναι ο προάγγελος
τών εξελίξεων καί τής διαμάχης πού θά ακολουθούσε μεταξύ τών καλαμαράδων καί τών κοτζαμπάσηδων από τήν μία καί τών οπλαρχηγών
από τήν άλλη. Μία διαμάχη πού θά κατέληγε σέ εμφύλιο πόλεμο.
«Η εκλαμπρότης της (Δημήτριος Υψηλάντης) εγνώρισε καί δέν είναι χρεία νά τήν ειπώ, ότι ο αυτάδελφός της (Αλέξανδρος
Υψηλάντης πού σάπιζε στίς αυστριακές φυλακές) ηπατήθη από ανθρώπους εις τούς οποίους δέν έπρεπεν ούτε ακρόαση νά δώση (τούς
Φιλικούς Σκουφά, Ξάνθο, Τσακάλωφ). Ο Ιγνάτιος καί άλλοι πολλοί, εν οίς καί εγώ, προείδομεν τό κακόν (τήν επανάσταση), όταν εκ φήμης
ηκούσαμεν ότι γίνονται διάφορα κινήματα. (Η Φιλική Εταιρεία καί η επανάσταση αποτελούν απάτη
καί κακό γιά τόν Μαυροκορδάτο!)
Ηθελήσαμεν νά τό προλάβωμεν, εγράψαμε τά δέοντα. Ώστε αυτοί οι άνθρωποι (Φιλικοί) καί τήν εκλαμπρότητά της (Υψηλάντη) ηπάτησαν
καί τό Γένος ακόμη περισσότερον, διότι η αποστολική των περιωρίζετο εις μίαν απέραντον ψευδολογίαν, τής οποίας τώρα βλέπομεν
τά αποτελέσματα. (Δέν τού άρεσαν τά αποτελέσματα τού Μαυροκορδάτου. Η
ελεύθερη Πελοπόννησος καί η ελεύθερη
Στερεά Ελλάδα, τόν ενοχλούσαν διότι προήλθαν από ψευδολογίες).
Πώς νά μή δακρύση τινάς, όταν ακούη τούς αδελφούς του μέ δάκρυα καταρώμενους τούς αιτίους τής καταστροφής των;
(ποιούς εννοεί ο πολιτικός; μάλλον τούς κοτζαμπάσηδες πού πάνε νά χάσουν τά πρωτεία καί τά πλούτη τους λόγω τής επανάστασης).
Τώρα πάσχομεν όλοι καί ένοχοι καί μή. (Δηλαδή ένοχοι είναι αυτοί πού ξεκίνησαν τήν επανάσταση καί αθώοι αυτοί πού δέν τήν ήθελαν
σάν τόν Μαυροκορδάτο).
Λέγω ένοχοι, διότι δέν ημπορώ νά ονομάσω παρά ενοχήν τήν κακοήθειαν τών ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι εν ώ τό Γένος επροχώρει καί
ελπίζετο ίσως καί αναιμωτί η ελευθερία του μετ' ολίγους ενιαυτούς, επετάχυναν δι' ίδια τέλη τό πράγμα (επανάσταση)
εν ώ τό Γένος ήτον ακόμα ανέτοιμον.
(Οι κακοήθεις Υψηλάντηδες πού θυσίασαν όλη τους τήν περιουσία, αντί νά κάτσουν στίς ανέσεις τής τσαρικής Ρωσίας τό έκαναν γιά
δικό τους όφελος σύμφωνα μέ τόν Μαυροκορδάτο, ο οποίος θεωρούσε ότι αναίμακτα θά κέρδιζαν
οι ραγιάδες τήν ελευθερία τους!)
Αλλά τί πρέπει νά γίνη; θέλει ειπή η εκλαμπρότης της. Τώρα τό Γένος έλαβεν εις χείρας τά όπλα, τί νά
κάμωμεν; Άν θέλωμεν νά σώσωμεν τό Γένος,
αν ήμεθα αληθείς πατριώται, νά κάμωμεν εκείνο, οπού ο καλός πατριώτης (εννοεί τόν Ιγνάτιο) καί ο μόνος τού οποίου τήν
βοήθεια πρέπει νά ελπίσωμεν,
μάς συμβουλεύει (ο Ιγνάτιος τώρα θά μάς σώσει αφού έγινε αυτή η καταραμένη επανάσταση από
τούς ψεύτες τής Φιλικής Εταιρίας!).
Απατεώνες είναι όσοι εψεύσθησαν καί η Ελλάς δέν ήκουσεν ακόμη παρά αληθείας από τό στόμα τού Μαυροκορδάτου. Εις τούτο
καυχώμαι καί θέλω καυχηθή διά πάντα.»
Ήταν τώρα η σειρά μίας Εθνικής Συνελεύσεως, η οποία θά ισχυροποιούσε τούς πλούσιους προκρίτους καί τούς μορφωμένους
πολιτικούς από τήν μία καί θά εκμηδένιζε τούς αγράμματους οπλαρχηγούς καί τούς φτωχούς χωρικούς από τήν άλλη. Είχε
προηγηθεί στό Άργος ο Οργανισμός τής Πελοποννησιακής Γερουσίας,
ο οποίος σάν προάγγελος τών εξελίξεων πού θά ακολουθούσαν
είχε εκλέξει είκοσι παραστάτες στούς οποίους είχε συμπεριληφθεί
ο Κωνσταντίνος Καρατζάς, αλλά όχι ο Δημήτριος Υψηλάντης!
Ούτε εκεί είχε δικαίωμα εκπροσώπησης ο απλός λαός, παρά μόνον οι προεστοί. Από αυτό τό γεγονός εύκολα μπορεί κανείς
νά συμπεράνει ποιά θά ήταν η έκβαση τής Α' Εθνικής Εθνοσυνέλευσης, οι εργασίες τής οποίας ξεκίνησαν στήν
Πιάδα (Νέα Επίδαυρος), στίς 20 Δεκεμβρίου 1821.
Οι παραστάτες (αντιπρόσωποι) ήταν συνολικά 59 καί εκπροσωπούσαν τήν Πελοπόννησο, τή Δυτική Στερεά, τήν Ανατολική Στερεά καί τά νησιά.
Ο Ιταλός εξόριστος Vincenzo Gallina έγραψε τό
"Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος", τό οποίο θεωρείται τό
πρώτο Σύνταγμα τής Ελεύθερης Ελλάδος, εμπνευσμένο από τό αντίστοιχο βελγικό. Τό Σύνταγμα τής Επιδαύρου ονομάζει τή θρησκεία τής
Ανατολικής Ορθοδόξου τού Χριστού Εκκλησίας "επικρατούσα" καί συμπληρώνει ότι η Ελληνική Πολιτεία
"ανέχεται πάσαν άλλην θρησκείαν". Όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι απέναντι στό νόμο, έχουν δικαίωμα ψήφου
καί έχουν τή δυνατότητα νά καταλάβουν
κάθε αξίωμα τού κράτους. Απαγορεύται η δουλεία καί όλοι οι σκλάβοι κηρύσσονται ελεύθεροι.
«Τό Ελληνικόν Έθνος, τό υπό τήν φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν, μή δυνάμενον νά φέρη τόν βαρύτατον καί απαραδειγμάτιστον
ζυγόν τής τυραννίας, καί αποσείσαν αυτόν μέ μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά τών νομίμων παραστατών του, εις Εθνικήν
συνηγμένων Συνέλευσιν,
ενώπιον Θεού καί ανθρώπων, τήν πολιτικήν αυτού ύπαρξιν καί ανεξαρτησίαν.
Aπόγονοι τού σοφού καί φιλανθρώπου Έθνους τών Eλλήνων, σύγχρονοι τών νύν πεφωτισμένων καί ευνομουμένων λαών τής Eυρώπης
καί θεαταί τών καλών, τά οποία ούτοι υπό τήν αδιάρρηκτον τών νόμων αιγίδα απολαμβάνουσιν, ήτο αδύνατον πλέον
νά υποφέρωμεν μέχρις αναλγησίας καί ευηθείας τήν σκληράν τού Oθωμανικού Kράτους μάστιγα,
ήτις ήδη τέσσαρας περίπου
αιώνας επάταξε τάς κεφαλάς ημών καί αντί τού λόγου τήν θέλησιν ως νόμον γνωρίσουσα, διώκει καί διέταττε τά πάντα δεσποτικώς
καί αυτογνωμόνως.
Mετά μακράν δουλείαν ηναγκάσθημεν τέλος πάντων νά λάβωμεν τά όπλα εις χείρας καί νά εκδικήσωμεν εαυτούς καί τήν πατρίδα ημών
από μίαν τοιαύτην φρικτήν καί ως πρός τήν αρχήν αυτής άδικον τυραννίαν, ήτις ουδεμίαν άλλην είχεν ομοίαν, ή κάν δυναμένην οπωσούν
μετ' αυτής νά παραβληθή δυναστείαν.
O κατά τών Tούρκων πόλεμος ημών, μακράν τού νά στηρίζεται εις αρχάς τινάς δημαγωγικάς καί στασιώδεις ή ιδιωφελείς μέρους τινός
τού σύμπαντος Eλληνικού Έθνους σκοπούς, είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, πόλεμος τού οποίου η μόνη αιτία είναι η ανάκτησις
των δικαίων τής προσωπικής ημών ελευθερίας, τής ιδιοκτησίας καί τής τιμής, τά οποία ενώ τήν σήμερον όλοι οι ευνομούμενοι καί
γειτονικοί λαοί τής Eυρώπης τά χαίρουσιν, από ημάς μόνον η σκληρά καί απαραδειγμάτιστος τών Oθωμανών τυραννία επροσπάθησεν
μέ βίαν νά αφαιρέσει καί εντός τού στήθους ημών νά τά πνίξη.
Eίχομεν ημείς τάχα ολιγώτερον παρά τά λοιπά έθνη λόγον διά νά στερώμεθα εκείνων τών δικαίων, ή είμεθα φύσεως κατωτέρας καί
αχρειεστέρας καί νά νομιζώμεθα ανάξιοι αυτών, καί καταδικασμένοι εις αιώνιον δουλείαν, νά έρπωμεν ως κτήνη καί αυτόματα εις τήν
άλογον θέλησιν ενός απηνούς τυράννου, όστις ληστρικώς καί άνευ τινός συνθήκης ήλθεν μακρόθεν νά μάς καθυποτάξει;
Δίκαια, τά
οποία η φύσις ενέσπειρε βαθέως εις τήν καρδίαν τών ανθρώπων καί τά οποία οι νόμοι, σύμφωνοι μέ τήν φύσιν, καθιέρωσαν, όχι τριών
ή τεσσάρων, αλλά καί χιλίων καί μυρίων αιώνων τυραννία δέν δύναται νά εξαλείψη. Kαί άν η βία ή
η ισχύς πρός τόν καιρόν τά καταπλακώση,
ταύτα πάλιν, απαλαίωτα καί ανεξάλειπτα καθ' εαυτά, η ισχύς ημπορεί ν' αποκαταστήση καί αναδείξη οία καί πρότερον καί απ' αιώνων ήσαν,
δίκαια τέλος πάντων τά οποία δέν επαύσαμεν μέ τά όπλα νά υπερασπιζώμεθα εντός τής Eλλάδος, όπως οι καιροί καί αι περιστάσεις επέτρεπον.
Aπό τοιαύτας αρχάς τών φυσικών δικαίων ορμώμενοι, καί θέλοντες νά εξομοιωθώμεν μέ τούς λοιπούς συναδέλφους μας, Eυρωπαίους
Xριστιανούς, εκινήσαμεν τόν πόλεμον κατά τών Tούρκων, μάλλον δέ τούς κατά μέρος πολέμους ενώσαντες, ομοθυμαδόν εκστρατεύσαμεν,
αποφασίσαντες ή νά επιτύχωμεν τόν σκοπόν μας καί νά διοικηθώμεν μέ νόμους δικαίους, ή νά χαθώμεν εξ ολοκλήρου, κρίνοντες ανάξιον
νά ζώμεν πλέον ημείς οι απόγονοι τού περικλεούς εκείνου Έθνους τών Eλλήνων υπό δουλείαν τοιαύτην, ιδία μάλλον τών αλόγων ζώων,
παρά τών λογικών όντων.
Εν Επιδαύρω, τήν ιε' Ιανουαρίου, έτει αωκβ' καί α' τής Ανεξαρτησίας»
Από τήν Εθνοσυνέλευση τής Επιδαύρου προέκυψαν δύο σώματα: τό Βουλευτικό Σώμα τό οποίο θά ψήφιζε τούς νόμους καί τό
Εκτελεστικό Σώμα τό οποίο θά τούς εκτελούσε. Τό Βουλευτικό θά έδινε βαθμούς καί αξιώματα στούς
στρατιωτικούς ενώ τό Εκτελεστικό εθεωρείτο η υπέρτατη αρχή. Τά σύμβολα τής Φιλικής Εταιρείας εξαφανίστηκαν καί ορίστηκε ώς εθνικό
σύμβολο, η ελληνική σημαία μέ τά χρώματα λευκό καί κυανό. Οι δυνάμεις τής ξηράς καί τής θαλάσσης διευθύνονταν από τό Εκτελεστικό,
ενώ ορίστηκε καί Δικαστικό Σώμα τελείως ανεξάρτητο από τά δύο προηγούμενα, τό οποίο δίκαζε βασιζόμενο σέ νόμους
από τό Βυζαντινό Δίκαιο.
Στό Εκτελεστικό εκλέχθηκε πρόεδρος ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, αντιπρόεδρος ο πάμπλουτος προεστός τών Πατρών
Αθανάσιος Κανακάρης, καί μέλη ο εχθρός τού Κολοκοτρώνη Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος (Δεληγιάννης), ο ανίκανος
Ιωάννης Ορλάνδος καί ο Ιωάννης Λογοθέτης από τήν Λειβαδιά.
Ο Θεόδωρος Νέγρης έγινε υπουργός τών Εξωτερικών, ο Ιωάννης Κωλέττης υπουργός τών Εσωτερικών, ο προεστός τής Κορίνθου
πού δίσταζε νά επαναστατήσει Πανούτσος Νοταράς υπουργός τής Οικονομίας καί ο Σουλιώτης Νότης Μπότσαρης υπουργός τού Πολέμου.
Η τελευταία ήταν ίσως καί ή μόνο σωστή επιλογή.
«Ο δέ Μαυροκορδάτος, γενόμενος ήδη ο υπέρτατος τής Ελλάδος άρχων, συνεβούλευεν ότι εις τήν Εθνικήν Κυβέρνησιν
πάντες πρέπει νά υποτάσσωνται καί ουδείς πρέπει νά μένη ανυπότακτος, πολύ δέ πλεόν οι στρατιωτικοί. Καί ορθή μέν καί σωτήριος ήθελεν είναι
η τοιαύτη συμβουλή, εάν καί η διοίκησις ήθελε γίνεται ορθή κατά νόμους κειμένους καί υποτάσσεσθαι καί η κυβέρνησις αυτή αδόλως εις αυτούς.
Αλλ' ουχ ούτως, ως κατέδειξαν αι μετέπειτα πράξεις τής κυβερνήσεως εκείνης. Τά πρόσωπα τά οποία τήν συνεκρότουν δέν είχαν εξόχους αρετάς,
ειμή μόνον οδηγόν καί σύμβουλον είχον τήν φιλαρχίαν καί τήν φιλοδοξίαν των. Παρέσυραν καί τούς άλλους επίσης φιλόδοξους αλλ' ανίκανους
ολιγαρχικούς καί η εκ τούτων συγκειμένη κυβέρνησις μόνον σκοπόν πλάγιον καί μακρυνόν έθετο τήν καταδρομήν καί καταστροφήν τών
ανυποτάκτων εις αυτούς πρσωπικώς στρατιωτικών.
Καί ποιοί οπλαρχηγοί; Οι μάλλον τότε καί εμπειρότεροι καί αναγκαιότατοι. Καί προεγράφησαν μήν έκτοτε ο Οδυσσεύς, ο Βαρνακιώτης,
ο Κολοκοτρώνης, ο Υψηλάντης, είτα καί ο Καραϊσκάκης.
Τό Εκτελεστικό εθέσπισε έν δάνειον εσωτερικόν εκ γροσίων έξ εκατομμυρίων, περί ού καί εθνικαί ομολογίαι ετυπώθησαν ήδη. Πολλαί δέ τινες
αυτών καί επραγματοποιούντο εντός τού κράτους καί εις τούς κατά τήν Ευρώπην αποσταλέντας εδόθησαν εξ αυτών ίνα πωλήσωσιν εις
ομογενείς ή καί άλλους εκείσε. Καί τωόντι είχον αποστείλει ιδιορρύθμως, ο μέν Μαυροκορδάτος μετά τού Νέγρη, τόν Ανδρέαν
Λουριώτην εις Ισπανίαν, Πορτογαλλίαν καί Αγγλίαν, τόν Τσαπραζλήν ιατρόν εις τόν πάπαν, τόν εν Γερμανία Θεοχάρην Κεφαλάν επεφόρτισαν
νά ερευνήση καί εκεί περί δανείου καί στρατού εκ φιλελλήνων, ωσαύτως καί τόν Μ. Σχινάν καί Δίτμαρ εις Ελβετίαν καί Βιτεμβέργην περί τών
αυτών ή ομοίων απέστειλε δέ καί ο Θάνος Κανακάρης τόν Σταμάτην Ψωμάν πρεσβεύσοντα εμμέσως πρός τόν αυτοκράτορα τής Ρωσσίας
Αλέξανδρον, περί βοηθείας τών Ελλήνων ως ομοθρήσκων.»
Οι πολιτικοί αργότερα έκοψαν καί νομίσματα στά οποία παριστάνονταν τά μέλη τής κυβέρνησης, ενώ
απουσίαζαν όλοι όσοι έχυναν τό αίμα τους στό πεδίο τών μαχών. Καί όμως οι παραγκωνισμένοι οπλαρχηγοί πού βρίσκονταν στήν Κόρινθο,
Υψηλάντης, Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς, Γιατράκος καί Πετρόμπεης είχαν τήν δύναμη νά ανατρέψουν τούς ολιγαρχικούς
καί νά πάρουν τήν κατάσταση στά χέρια τους. Δέν τό έπραξαν όμως, καί υπέγραψαν τά πρακτικά, υπογράφοντας ταυτόχρονα καί τόν
πολιτικό τους θάνατο.
Παράδοση τού Ακροκόρινθου (14 Ιανουαρίου 1822)
Οι Έλληνες καπετάνιοι επιχείρησαν χωρίς επιτυχία, στίς 4 Δεκεμβρίου 1821,
νά καταλάβουν τό Ναύπλιο. Στή συνέχεια, έστρεψαν τίς προσπάθειές
τους στήν κατάληψη τού κάστρου πού βρισκόταν στήν Ακροκόρινθο. Οι οκτακόσιοι περίπου κλεισμένοι Τούρκοι δέν παραδίδονταν στόν Νικόλαο
Σολιώτη πού ήταν ο αρχηγός τής πολιορκίας. Τό γενικό πρόσταγμα τό είχε η δυναμική μητέρα τού Κιαμίλ Νουρή Χανούμ, η οποία
προσπαθούσε νά επικοινωνήσει καί μέ τόν γιό της κρυφά γιά νά τή συμβουλέψει τί νά κάνει.
Εν τώ μεταξύ, η έλλειψη τροφίμων, οι επιδημίες καί η αιχμαλωσία τού Κιαμίλ μπέη μετά από τήν πτώση
τής Τριπολιτσάς, είχαν δυσμενή επίδραση στό ηθικό τών μουσουλμάνων πού ήταν κλεισμένοι στό κάστρο.
Στόν Κιαμίλ μπέη, πού ήταν από τούς πλουσιώτερους αγάδες τού Μοριά, μέ τσιφλίκια στήν Κόρινθο, τή Νεμέα, τή Στυμφαλία, τήν
Αργολίδα καί τήν Μαντίνεια, οι Έλληνες είχαν φερθεί μέ μεγάλη ευγένεια, αποσκοπώντας βέβαια
στά πλούτη του, τά οποία τά είχαν καί απόλυτη ανάγκη γιά τά έξοδα τού πολέμου. Ο Κιαμίλ μπέης όμως αρνείτο πεισματικά νά
αποκαλύψει πού είχε κρυμμένους τούς αμύθητους θησαυρούς του, μέ συνέπεια νά αλλάξει η διάθεση εναντίον του, νά γίνει πιό εχθρική
καί νά εκτελεστούν ακόμα καί συγγενείς του.
«Έτσι οι πολιτικοί επήγαν εις τήν Πιάδα (Επίδαυρο), καί αρχίνησαν νά κάμουν τούς νόμους, καί οι στρατιωτικοί
επήγαμεν εις τήν Κόρινθο.
Ο Γιατράκος επήρε τόν Κιαμήλ μπεη καί είκοσι ζορμπάδες Λεονταρίτες καί Τριπολιτσιώτες. Ο Υψηλάντης, ο Αναγνωσταράς, ήτον
όλοι εκεί, καί ο Γιατράκος μέ τούς Τούρκους επήγε εις τά
Εξαμίλια, καί τά άλλα στρατεύματα επήγαν μέσα εις τήν χώρα στήν Κόρινθο
καί επολιορκούσαν τό κάστρο. Μία ημέρα σηκώθηκα καί επήγα εις τά Εξαμίλια καί ηύρηκα τόν Κιαμήλμπεη, δια νά γράψει ένα γράμμα
εις τόν επίτροπο του καί εις τήν γυναίκα του νά παραδώσει τό κάστρο. Ή εκείνος δέν έγραφε καθώς έπρεπε, ή εκείνοι
δέν τόν ήκουσαν,
δέν επαράδωσαν τό κάστρο. Εγώ τού έκαμα χίλιους φόβους, πλήν εστάθη αδύνατο.
Στήν Κόρινθο εσκότωσε τό στράτευμα είκοσι Τούρκους. Ήτον μερικοί Λαλαίοι μέσα καί Αρβανίτες, καί έβαλα τόν Καραχάλιο καί τούς ομίλησε
μιά καί δυό διά νά παραδοθούν, καί εκείνοι τού έλεγον σήμερον καί αύριο, καί επέρασαν είκοσι ημέρες, διατί εκαρτέρευαν μεντάτι (ενισχύσεις)
από τόν Ομέρ Βρυώνη, οπού ήτον εις τήν Ανατολικήν Ελλάδα.
Επήγαιναν από τούς Κορινθινούς
(εννοεί τούς πρόκριτους τής Κορίνθου) καί τούς έλεγαν: "Μήν παραδίδεσθε εις τόν Κολοκοτρώνη,
διατί σάς έρχεται μεντάτι", καί ο σκοπός τους ήτον νά φύγομεν ημείς,
καί τότε νά μείνουν μονάχοι νά πάρουν τά λάφυρα,
καί ο φθόνος ήτον ακόμη. (Οι πρόκριτοι επ' ουδενί δέν ήθελαν νά παραδίδονται τά κάστρα στόν
Κολοκοτρώνη καί τελείως προδοτικά
συμβούλεψαν τούς Τούρκους νά κρατήσουν τό κάστρο τής Κορίνθου, διότι ερχόταν ο Ομέρ Βρυώνης μέ
ενισχύσεις.)
Εβγήκαν καί ομιλήσαμεν, τούς είπα νά παραδώσουν τό κάστρο καί τά άρματά τους,
καί νά πάρουν δύο φορεσιές (σκουτιά), καί νά τούς βαρκάρουμε, νά τούς περάσουμε εις τήν Ρούμελη, άλλοι εις τό Γαλαξίδι καί άλλοι κατά τά
Σάλωνα, καί μ' αποκρίθηκαν ότι: "Να πάμε απάνω νά ειπούμε καί τών άλλων καί σάς στέλνουμε απόκριση".
Ο κατής έκαμε λόγον καί τούς όρκωσε εις τήν πίστι τους· νά μην κρύψουν κανένα άρμα, αλλά νά τά δώσουν όλα. Καί έτσι εξαρματώθηκαν
όλοι καί τά έβαλαν εις ένα σπίτι. Στήν συνέλευσιν, αφού ήκουσαν ότι ζητούν νά παραδοθούν οι Τούρκοι, εστείλαμε νά ελθούν καί πέντε έξη
πολιτικοί, νά παρασταθούν εις τά λάφυρα, καί νά βγάλουμε καί τού Έθνους. (Εννοεί τά λάφυρα πού θά πήγαιναν στό Δημόσιο Ταμείο).
Σάν έβαλα τούς τριάντα ανθρώπους μέσα καί εξαρμάτωσαν τούς Τούρκους, μού ομίλησαν,
ότι τά έκαμαν όλα. Τότε έδωσα είδησιν εις τούς απεσταλμένους τής συνελεύσεως καί επήρα τρακόσιους από τά διάφορα
σώματα, καί επήγα εις τήν πόρτα, καί εσταύρωσα μέ μία σημαία ελληνική τήν πόρτα καί έπειτα τούς έμβασα μέσα καί έβαλα αυτήν
τήν σημαία απάνου εις τό κάστρο.»
Σύμφωνα μέ τήν αφήγηση τού Γέρου τού Μοριά, αφού συγκεντρώθηκαν οι άνδρες από τά διάφορα στρατιωτικά σώματα, μέ τή συνοδεία τού επισκόπου Δαμαλών Ιωνά, τού Φωτάκου, τού Πετμεζά καί τού ιδίου, μπήκαν από τή νότια πύλη μέσα στό κάστρο τής Ακροκορίνθου. Εκεί τόν υποδέχτηκαν οι Τούρκοι αγάδες μέ επικεφαλής τόν φρούραρχο Ασλάν μπέη, πού τού παρέδωσε τά κλειδιά τού κάστρου καί τόν χαιρέτισε μέ τήν φράση: "Χαλάλι σας! Χαλάλι σας!". Ο Κολοκοτρώνης σταύρωσε τρείς φορές τό πάνω μέρος τής πύλης μέ τήν ελληνική σημαία καί βροντοφώναξε: "Εμπάτε, 'Ελληνες!"
«Μετά δέ τήν καταγραφήν τών εν τή Ακροκορίνθω διαφόρων πραγμάτων κινητών καί ακινήτων, εξήλθον οι Οθωμανοί, εκ τών οποίων άλλους μέν πολλούς παρέλαβον οι Έλληνες ως υπηρέτες των. Επεβίβασαν δέ περίπου τών εξακοσίων εις δύω ελληνικά πλοία διά νά τούς μεταφέρωσιν εις τήν Ασίαν. Κατά δυστυχίαν όμως τρικυμίας επιπεσούσης εις τήν θάλασσαν, επνίγησαν άπαντες.»
Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος - Αμβρόσιος Φραντζής
Ακολούθησε όργιο λεηλασίας, τό οποίο περιόρισε ο Κολοκοτρώνης, ώστε νά εισπράξει καί τό Δημόσιο Ταμείο τό μερίδιό του,
ενώ πολλοί από τούς Τούρκους αιχμαλώτους εκτελέστηκαν, κάτι πού αποκρύπτει ο Φραντζής
στήν ιστορία του, όταν
μιλάει γιά τό ναυάγιο τών πλοίων πού τούς μετέφεραν καί τόν θαλάσσιο πνιγμό τους.
«Κατ' αυτό οι ολιγαρχικοί, εν οίς ό τε Μαυροκορδάτος καί ο Νέγρης, αρπάζουσι τήν καθόλου εξουσίαν καί τίθενται
υπεράνω τού Υψηλάντου καί τόν εξοντόνουσι. Καταργούσι καί τό σύμβολον τού Φοίνικος καί παρεισάγουσι τό τής Αθηνάς εις τήν σφραγίδα τής
κυβερνήσεως, τό καταργούσι καί από τήν ελληνικήν σημαίαν, ό εστιν αποδοκιμάζουσι τό σύμβολον τής αναγεννήσεως τού έθνους
από τόν στακτόν του, τό σύμβολον τού αρχηγού τής επαναστάσεως Αλεξάνδρου Υψηλάντου.
Διά ταύτα ο Υψηλάντης δέν έλαβε μέρος άχρι τέλους εις τήν εν Επιδαύρω συνέλευσιν καί μένει εις
τήν πολιορκίαν τής Ακροκορίνθου,
ενασχολούμενος εις τόν πόλεμον, ότε από τόν πόλεμον εξαρτάται η ελευθερία τών Ελλήνων.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης, εν ώ οι αντίπαλοι ερραδιούργουν εις τήν Επίδαυρον εναντίον του,
επετάχυνε τήν πτώσιν τής Ακροκορίνθου. Ήδη συνεργούντος τού
Κιαμίλμπεη, προέκειτο νά παραδοθή καί ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επανήλθεν εις τήν πολιορκίαν μέ τόν
Παναγιώτην Κρεββατάν, τόν
Σωτήρη Νοταρά καί τόν Δαμάλων Ιωνάν διά νά τήν παραλάβωσι καί
νά καταγράψωσιν ομού μέ τινας τών γερουσιαστών τά λάφυρα.
Τήν 14ην Ιανουαρίου 1821 οι Τούρκοι παρεδόθησαν διά συνθήκης, παραδόντες τάς κλείς τού φρουρίου εις τόν Κολοκοτρώνην καί οι μέν εντόπιοι
έμειναν εις τήν Πελοπόννησον. Οι δέ Αλβανοί ανεχώρησαν εις τά ίδια μέ τά όπλα των επί ελληνικών πλοίων. Καί ο μέν Πανουργιάς ήθελε
νά θανατωθώσι διά τόν φόβον μή δώσωσι πληροφορίας εις τούς Τούρκους, ο δέ Κολοκοτρώνης δέν συγκατετέθη εις τούτο.
Αλλ' ο Πανουργίας συνεννοήθη μέ τόν Πέτρον Μαρκέζην, μέλλοντα νά τούς
συνοδεύση επί τών πλοίων καί εφονεύθησαν όλοι.»
«Περπατώντας στά χωράφια κοντά στήν Κόρινθο, λίγες ημέρες ύστερα από τήν παράδοση τού κάστρου,
ένας γέρος βοσκός ρώτησε τόν Γάλλο αξιωματικό Βουτιέ.
- "Πότε θά βγεί από τό φρούριο ο Μπεκήρ πασάς;"
- "Γιατί ρωτάς;"
- "Γιά νά τόν παραφυλάξω νά τόν σκοτώσω."
- "Γιατί βρέ άθλιε;"
- "Αλίμονο είσαι ευτυχής πού δέν ξέρεις τί θά πεί Τούρκος. Η γή πρέπει νά απαλλαγεί από αυτή τήν καταραμένη φυλή. Η ύπαρξή της
προσβάλλει τόν Θεό καί τό ανθρώπινο γένος. Μία μέρα αυτός ο αγάς ζήτησε από τό γιό μου λίγο γάλα γιά νά δροσιστεί. Μά δέ διψούσε
στ' αληθινά τό σκυλί. Αφορμή ζητούσε γιά νά ικανοποιήσει τό καταραμένο πάθος του, γιατί δυστυχώς ο γιός μου ήταν λεβέντης. Καθώς ο γιός μου
πάλευε νά ξεφύγει, ο Μπεκήρ τράβηξε τό γιαταγάνι καί τού έσκισε τά ρούχα. Εξαγριωμένος τότε ο γιός μου άρπαξε μία πέτρα καί τού τήν έφερε
στό κεφάλι. Καί ο αγάς τόν έσφαξε επί τόπου. Όλα αυτά έγιναν μπροστά στά ίδια μου τά μάτια."»
Θάνατος Ηλία Μαυρομιχάλη (12 Ιανουαρίου 1822)
Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης ήταν ο πρωτότοκος γιός τού μπέη τής Μάνης Πέτρου Μαυρομιχάλη. Ήταν γεννημένος τό 1790.
Νεώτατος ακόμα συμμετείχε στίς μάχες τών Ελλήνων
κατά τών Τούρκων. Διακρίθηκε γιά τή γενναιότητά του, τίς ικανότητές του αλλά καί γιά τή σύνεση καί τό ήθος του. Μέ τήν κήρυξη τής
επανάστασης στήν Αερόπολη τής Μάνης, ακολούθησε τόν πατέρα του στήν απελευθέρωση τής Καλαμάτας καί έκτοτε αναδείχτηκε σέ έναν από τούς
πιό ικανούς οπλαρχηγούς τού Αγώνα.
Στή συνέχεια πολέμησε κάτω από τίς εντολές τού Κολοκοτρώνη, ενώ τόν είχε αναλάβει υπό τήν προστασία του καί ο θείος του Κυριακούλης
Μαυρομιχάλης, κατ' εντολή τού πατέρα του Πετρόμπεη. Θείος καί ανηψιός αρίστευσαν στήν μάχη τού Βαλτετσίου.
Ο Ηλίας συμμετείχε στήν πολιορκία τής Τριπολιτσάς καί στή συνέχεια
τόν βρίσκουμε νά πρωταγωνιστεί στήν πολιορκία τού Ακροκόρινθου καί τής
Ακρόπολης τών Αθηνών.
«Αλλ' εν ώ η Πελοπόννησος κατώρθωσε καί τούς εσωτερικούς αυτής εχθρούς
νά κατατροπώση καί κατά θάλασσαν
νά ασφαλισθή διά τού ηρωϊσμού τήν Υδραίων, Σπετσιωτών καί Ψαριανών, κατασυντριψάντων τόν επίφοβον τού Καρά Αλή στόλον, η
Βοιωτία εδηούτο υπό τού Μεχμέτ Πασσά, όστις εφαίνετο σκοπών μετά τήν τελείαν καταστροφήν τής επαρχίας ταύτης, νά βαδίση καί κατά τής
Πελοποννήσου.
Τήν ανάγκην ταύτην κατιδών ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, πρώτος εξεστράτευσεν εις τήν ανατολικήν Ελλάδα περί τάς αρχάς Ιουνίου, ότε δέ
αφίχθη εις Στεβενίκον, υπεδέχθησαν αυτόν μετ' αλαλλαγμών χαράς. Ο ίδιος δέ Οδυσσεύς συνώδευσεν
αυτόν εκείθεν εις τήν Σούρπην (Ανάληψη),
χωρίον κείμενον πλησίον τής Λεβαδείας, ένθα είχεν συγκεντρωθή μέ τά μέλλοντα νά ορμήσωσι κατά τών πολιορκούντων τήν Λεβαδείαν
εχθρών.
Συσκεφθέντες ενταύθα οι Έλληνες αρχηγοί, απεφάσισαν νά προσβάλλωσι διά νυκτός τούς Τούρκους καί εκδιώξωσι τούτους τής πόλεως.
Η πρόθεσίς των όμως αύτη απέτυχεν, διότι τό σώμα τού οποίου ηγείτο ο Γούρας απατηθέν υπό τού σκότους τής νυκτός εξέλαβεν ως τουρκικήν
τήν ελληνικήν εμπροσθοφυλακήν καθ' ής επυροβολήσαν έφερεν τήν αταξίαν, τήν αποτυχίαν καί τήν διάλυσιν τού εν Σούρπη στρατοπέδου.
Μετά τό ατυχές τούτο συμβάν οι συνενωθέντες εις Κριεκούκι (Ερυθρές Αττικής) Ηλίας Μαυρομιχάλης καί Οδυσσεύς, απεφάσισαν νά
τοποθετηθώσιν εν τώ
υπό τήν Αράχωβαν στενώ τού Ζεμενού. Συγκροτήσαντες δ' ενταύθα στρατόπεδον είδον αγαλλόμενοι συρρέοντας ενταύθα καί τόν
Κυριακούλην Μαυρομιχάλην καί τόν Κοντοσόπουλον καί τόν Μίλιον Κατσικογιάννην καί άλλους.
Περί τάς αρχάς Ιανουαρίου τού έτους 1822 εξεστράτευσε εις Κάρυστον.»
Η Εύβοια αποτελούσε τήν πιό δύσκολη περιοχή γιά τούς ξεσηκωμένους ραγιάδες.
Οι Τούρκοι τής Εύβοιας μέ αρχηγό τους τόν Ομέρ μπέη
τής Καρύστου ήταν περισσότεροι καί ικανότεροι από τούς Έλληνες, από τούς οποίους ξεχώριζε ο
Αγγελής Γοβγίνας μέ τόν υπαρχηγό του Κώτσα.
Όταν εμφανιζόταν ο Ομέρ μπέης μέ τό μικρό ιππικό πού διέθετε, οι Έλληνες χωρικοί σκόρπαγαν αμέσως. Ο Τούρκος μπέης διακρινόταν γιά τήν
σκληρότητά του αλλά καί γιά τήν στρατηγική του ικανότητα. Τά χαρέμια του ήταν γεμάτα μέ Χριστιανές σκλάβες.
Στήν αντίπερα όχθη, ο επίσκοπος Καρύστου Νεόφυτος ταξίδευε στήν Πελοπόννησο καί από εκεί στίς Κυκλάδες καί αντίστροφα
προκειμένου νά συγκεντρώσει χρήματα, εφόδια καί ενόπλους, τούς οποίους πλήρωνε από τήν προσωπική του περιουσία.
Στόχος του ήταν τό ισχυρότατο κάστρο τής Καρύστου.
Γιά νά οργανώσει τό μικρό σώμα στρατού ο Νεόφυτος, ζήτησε από τόν Γοβγίνα κάποιον
ικανό αρχηγό καί αυτός τού πρότεινε τόν Νικόλαο
Κριεζώτη, πού είχε διακριθεί στή μάχη στά Βρυσάκια. Ο Νεόφυτος δέν ικανοποιήθηκε από τήν πρόταση καί ζήτησε από τούς Πελοποννήσιους
κάποιον αρχηγό νά ηγηθεί τών Ευβοέων μαχητών πού προσπαθούσαν νά καταλάβουν τό κάστρο τής Καρύστου.
Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης
προθυμοποιήθηκε καί μαζί μέ τόν θείο του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη καί εξακόσιους Μανιάτες, πήγε στήν Εύβοια γιά νά ενώσει τίς δυνάμεις
του μέ τούς ντόπιους. Εν τώ μεταξύ οι κάτοικοι τής Κύμης είχαν εκλέξει καί αυτοί σάν αρχηγό του τόν Βάσο Μαυροβουνιώτη.
Νά σημειωθεί ότι ο επίσκοπος Νεόφυτος αρνήθηκε πρόταση τού Ανδρούτσου νά έρθει καί αυτός νά συμμετάσχει στόν πόλεμο κατά τού Ομέρ μπέη
τής Καρύστου, κάτι πού δυσαρέστησε τόν Οδυσσέα.
«Μετά τού Ηλία Μαυρομιχάλη, ως νέου λίαν φιλοτίμου καί ριψοκινδύνου, συνεξεστράτευε πάντοτε, οικογενειακή αποφάσει,
έσω καί έξω τής Πελοποννήσου ο θείος αυτού Κυριακούλης, ως ηλικίας ωρίμου ανήρ στρατολόγος λίαν ευδόκιμος καί ευκόλως επιβάλλων
εαυτόν τοίς στρατιώταις. Εκίνησεν ο Ηλίας εκ τών Αθηνών, άγων περί τούς εξακοσίους καί δύο έχων βοηθά μικρά πλοία, τή
δέ 5ην Ιανουαρίου 1822 μετεβιβάσθη εκ τού Καλάμου τής Αττικής. Εν δέ τώ Αλιβερίω ηνώθη μετά τού επισκόπου Νεοφύτου καί Βάσσου
καί εις τά Κριεζά απήλθεν, έως ού ετοιμασθή καί ο λοιπός στρατός.
Τήν άφιξην τού Ηλία Μαυρομιχάλη μαθών ο Ομέρ βέης, ενεδυνάμωσεν αμέσως τά Στύρα
δι' εκατόν πεντήκοντα υπό τήν οδηγίαν τού γαμβρού
αυτού Ιουσούφ αγά καί ητοιμάζετο κινηθήναι κατά τού Αλιβερίου. Τά Στύρα ήσαν κώμη κατά τόν νοτιοδυτικόν αιγιαλόν τής νήσου
καί πρός βορράν τής Καρύστου. Οι εν αυτοίς Τούρκοι εκακοπράγουν, μή
απέχοντες από παντός είδους τών επαχθεστέρων πράξεων.
Οι Στυρείς εντεύθεν επεκαλέσθησαν πρός σωτηρίαν εαυτών τούς εν τώ Αλιβερίω καί ούτοι, προλαμβάνοτες μάλλον τήν διαθρυλουμένην
επίθεσιν τού Ομέρ βέη, εκινήθησαν εις τό χωρίον Μεσοχώριον, απέχον τών Στύρων επί δύο ώρας.
Πρωΐαν τής 12ης ημέρας Παρασκευής, εξελθόντες οι εν Στύροις Τούρκοι προεκάλεσαν τήν συμπλοκήν (μέ βρισιές καί χειρονομίες).
Ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης μή περιμένων τόν Ηλίαν, όπισθεν ερχόμενον καθ΄ ήν είχον συμφωνίαν, ώρμησε πλησιάσας τούτους.
Φθάσαντος δέ καί τού Ηλία, ήρξατο η μάχη, καθ' ήν άπαξ κενώσαντες τά
πυροβόλα αυτών οι Καρυστηνοί Τούρκοι, όρμησαν κατά τών Ελλήνων ξιφήρεις.»
Στίς 12 Ιανουαρίου 1822, ο Ομέρ μπέης τής Καρύστου επιτέθηκε ξαφνικά κατά τών Ελλήνων πού είχαν οχυρωθεί στά Στύρα. Οι άνδρες τού Βάσου Μαυροβουνιώτη, πού είχαν καταλάβει τόν δρόμο πού οδηγούσε στό χωριό, σκόρπισαν από τήν ορμή τών Τούρκων, εγκαταλείποντας μόνο του τόν Ηλία Μαυρομιχάλη μέ 60 άνδρες μέσα στά Στύρα. Ο νεαρός αρχηγός κλείστηκε μέ επτά συντρόφους του σέ έναν ερειπωμένο ανεμόμυλο καί συνέχισε νά πολεμά. Όταν τελείωσαν τά βόλια επιχείρησε έξοδο μέ τό σπαθί στό χέρι, αλλά σκοτώθηκε από τά εχθρικά πυρά, μαζί μέ πέντε από τούς συντρόφους του.
«Αδυνατώτεροι οι περί τόν Βάσσον καί τόν Κυριακούλην ωπισθοδρόμησαν καί απεχωρίσθησαν τών αποκλειόντων τούς
εχθρούς εν Στύροις, οίτινες μηδέν υποπτεύοντες έξωθεν, διότι υπέθεταν τό στενόν προκατειλημμένον, εξεφάντοναν· αλλά μαθόντες αίφνης ότι ήρχετο
ο Ομέρμπεης, ακούσαντες καί τόν τουφεκισμόν, ετράπησαν οι μέν πρός τά πλοία οι δέ πρός τά μακρυνά χωρία.
Εξήλθε τότε τού χωρίου καί ο Ηλίας
έχων επτά μόνον συντρόφους υπεραγαπώντας αυτόν καί πάντοτε παρακολουθούντας, καί καταλαβών ανεμόμυλον τινα ασκεπή επί λόφου,
κοινώς λεγόμενον Κοκκινόμυλον, παρεκίνει εκείθεν τούς λοιπούς νά εγκαρτερήσωσιν· αλλ' εις μάτην αι πατριωτικαί προτροπαί του. Αφ' ού δέ
επλησίασεν ο Ομέρμπεης εις Στύρα, εξήλθαν οι εντός τών οχυρών οικιών Τούρκοι, καί καταδιώκοντες οι μέν εντεύθεν οι δέ
εκείθεν τούς Έλληνας φεύγοντας, κατήντησαν εις τόν Κοκκινόμυλον, όπου συνεσωρεύθησαν όλοι πολεμούντες.
Τότε ο Ηλίας καί οι περί αυτόν, βλέποντες ότι απελείφθησαν μόνοι, επεχείρησαν νά εξορμήσωσι ξιφήρεις διά μέσου τών εχθρών· αλλ' εκτός
δύο διασωθέντων, όλοι απέθαναν εν οίς καί ο χαριέστατος καί φιλότιμος Ηλίας ευκλεώς βιώσας καί ευκλεέστερον αποβιώσας. Ο δέ
Ομέρμπεης, μαθών ότι είς τών φονευθέντων ήτον ο επίσημος ούτος νέος, έκοψε τήν κεφαλήν του καί τήν έστειλεν εις Κωνσταντινούπολιν.»
Όταν μαθεύτηκε ο ηρωικός θάνατος τού Ηλία Μαυρομιχάλη ο Υψηλάντης θέλησε νά τόν ανακοινώσει μέ διακριτικό τρόπο στόν Πετρόμπεη, ο οποίος,
αφού άκουσε τό θλιβερό συμβάν απάντησε στόν Δημήτριο Υψηλάντη:
"Μή μέ λυπάσαι. Έκαμα γιό στρατιώτη, ο οποίος επλήρωσε τό χρέος του πρός τήν Πατρίδα!".
Η γυναίκα τού Ηλία Μαυρομιχάλη όταν έμαθε τό θάνατο τού συντρόφου της ζήτησε τήν πάλλα (σπαθί) τού σκοτωμένου
καί τήν έβαλε στήν κούνια τού νεογέννητου παιδιού της μέ σκοπό νά τό μεγαλώσει γιά
νά εκδικηθεί τόν θάνατο τού πατέρα του.
Τό τέλος τού Αλή πασά
Η διάλυση τής ελληνοαλβανικής συμμαχίας σήμανε καί τό τέλος τού Αλή τών Ιωαννίνων. Άπαντες οι Αλβανοί τόν εγκατέλειψαν καί πήγαν στό
πλευρό τού Χουρσίτ, αποφασισμένοι νά πολεμήσουν πλέον τούς Χριστιανούς καί νά συντρίψουν τόν ξεσηκωμό τους. Κοντά στόν τύραννο
απόμειναν μόνο εβδομήντα τζοχανταραίοι. Στό υπόγειο είχε συγκεντρώσει βαρέλια μέ μπαρούτι καί πυρίτιδα, τά
οποία φύλαγε ο πιστός του υπηρέτης Σελήμ Τσάμης.
Η εντολή πού είχε λάβει ήταν νά τινάξει τό σεράϊ στόν αέρα στό πρώτο γιουρούσι τών εχθρών.
Οι πασάδες ήθελαν άθικτο τό παλάτι μέ τούς αμύθητους θησαυρούς τού Αλή καί τού
υποσχέθηκαν αμνηστία σέ περίπτωση πού εγκατέλειπε τά Γιάννενα. Ο
γέρος τούς πίστεψε καί αφού πήρε τήν κυρά Βασιλική
τράβηξε γιά τό νησάκι τής λίμνης. Εκεί έδωσε τό μαργαριταρένιο κομπολόϊ
του στό στρατηγό τού
Χουρσίτ, γιά νά τό πάει στόν πιστό του Σελήμ, ώστε αυτός νά πειστεί καί νά σβήσει τό λυχνάρι
πού κρατούσε αναμμένο μέσα στήν μπαρουταποθήκη.
Μόλις ο Σελήμ έσβησε τό λυχνάρι καί σιγούρεψε ο Χουρσίτ τούς θησαυρούς, δόθηκε προσταγή νά σκοτώσουν
τόν ζορμπά πασά.
Στίς 24 Ιανουαρίου 1822, ο τύραννος έχασε τό κεφάλι του καί στή συνέχεια αφού τό πάστωσαν τό έστειλαν πεσκέσι στόν
άλλον τύραννο τόν σουλτάνο Μαχμούτ, νά
τό κάνει πατσά καί νά τό φάει, όπως γράφει κοροϊδευτικά ο Μακρυγιάννης στά απομνημονεύματά του.
«Άμα τώ φόνω τού Αλή πασά, καταληφθέντος τού φρουρίου καί τών εν τή ακροπόλει μεγάρων δημευθέντων, διέταξε
ο Χουρσίτ ν' αφεθώσιν ελεύθεροι καί ανενόχλητοι πάντες οι τής θεραπείας καί τής αυλής τού Αλή αμφοτέρων τών φύλων καί παραδοθώσι τοίς
οικείοις αι κόραι καί τά παιδία, άτινα η βία τού Αλή είχεν αποσπάσει εκ τής πατρικής αγκάλης. Πάντες οι θησαυροί, οίτινες εξετιμήθησαν εις
45.000.000 γροσίων, σφραγισθέντες τή σφραγίδι τού Χουρσίτ απεστάλησαν εις Κωνσταντινούπολιν.
Δέν παρήλθε πολύς χρόνος καί νέον αυτοκρατορικόν διάταγμα (φιρμάνι) διέτασσε τήν αποκεφάλισιν καί πάντων τών υιών καί εγγόνων τού Αλή καί τήν δήμευσιν τών υπαρχόντων αυτών. Καί ο μέν Βελής απεκεφαλίσθη εν Κοτοαίω (Κιουτάχεια), κλαίων καί οδυρόμενος αφού πρώτον είδεν ενώπιόν του πίπτουσας αλληλοδιαδόχως υπό τήν μάχαιραν τού δημίου τάς κεφαλάς τού αδελφού του Σαλήχ καί τού υιού του Μεχμέτ. Τήν αυτήν δέ τύχην υπέστη εν Αγκύρα καί ο Μουχτάρ.»
Ιστορία τού Αλή πασά - Τρύφων Ευαγγελίδης (1896)
Ο Χουρσίτ τώρα απαλλαγμένος από τόν Αλή πασά, ετοίμασε 30000 ασκέρι από Τσάμηδες,
Λιάπηδες, Γκέκηδες καί Τόσκηδες
γιά νά τό αμολύσει στό νότο καί νά καταπνίξει τούς χαΐνηδες Ρούμηδες πού τόλμησαν νά
σηκώσουν κεφάλι στόν σουλτάνο τους.
Προηγουμένως όμως έπρεπε νά απαλλαγεί από τήν σφηκοφωλιά
πού βρισκόταν στό Σούλι. Αρχικά λοιπόν, αποφάσισε νά κάνει καπάκια
(πλαστές διαπραγματεύσεις) μέ τούς Σουλιώτες, τάζοντάς τους
λαγούς μέ πετραχήλια.
Ο Μάρκος Μπότσαρης, ο οποίος νά ομολογηθεί είχε τιμηθεί ιδιαιτέρως από όλους τούς Έλληνες,
είχε ήδη προτείνει
τή συγκέντρωση μεγάλου στρατεύματος γιά νά κτυπηθεί ο Χουρσίτ μέσα στά Γιάννενα,
πρίν αυτός οργανώσει τήν κάθοδό του
πρός τό βιλαέτι του τόν Μοριά. Οι στρατιωτικές συμβουλές τών Σουλιωτών θά ήταν ικανές νά
κατευθύνουν επιδέξια τά χριστιανικά στρατεύματα καί νά διαλύσουν τούς Τουρκαλβανούς, δίδοντας έτσι
καίριο πλήγμα στόν σουλτανικό στρατό.
Οι εκλαμπρότατοι, όμως τότε ασχολούνταν μέ τίς πολιτικές υποθέσεις τού τόπου, δηλαδή μέ τόν παραγκωνισμό
τού Κολοκοτρώνη καί τού
Υψηλάντη καί δέν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στό σχέδιο τού Μάρκου Μπότσαρη.
«Οι Σουλιώτες εσκέφθησαν ότι η περίστασις ήτο κατάλληλος όπως συγκεντρωθώσιν άπασαι αι δυνάμεις τής Ηπείρου
τής Ανατολικής καί Δυτικής Στερεάς καί τής Πελοποννήσου εις τήν Ήπειρον καί όλαι αύται ομού νά επιτεθώσι κατά τού γενικού στρατού
τού σουλτάνου τού εν Ιωαννίνοις ευρισκομένου.
Ακολούθως μέ όλας τάς δυνάμεις αυτάς καί όσας άλλας δυνηθώσι νά προσθέσωσι, νά οδεύσωσι πρός τήν Θεσσαλίαν, τήν οποίαν ευκόλως
ήθελον προσκτήσει, πολλαπλασιαζόμενοι δέ καί δι' αυτών νά διευθυνθώσιν εις τό κέντρον τής ευρωπαϊκής Τουρκίας, όπως δόσωσι
έν μέγα κτύπον εις τήν Τουρκίαν καί διά τής ενώσεως τών αδελφών Σέρβων, Βουλγάρων καί Βοσνίων αναγκάσουν τόν αυθάδην τούτον
κατακτητήν νά αφήση ελεύθερον τό πατρικόν αυτών έδαφος καί νά μεταβή εις τά έσχατα τής Ασίας εις τόν τόπον τής γεννήσεώς του,
ακολούθως νά ενωθώσιν άπασαι αι αδελφικαί αύται φυλαί εις μίαν μόνην Βασιλείαν.»
Ιδιαίτερη σημασία έχει η απάντηση τών Σουλιωτών πού έδωσαν στόν σερασκέρη, όταν τούς κάλεσε νά γυρίσουν στά εδάφη τους καί νά ζήσουν ειρηνικά όπως ζούσαν οι πατεράδες τους, διατηρώντας ταυτόχρονα καί τήν αυτονομία τους. Οι Σουλιώτες υπερήφανα απάντησαν ότι αυτή η πρόταση θά έπρεπε νά γίνει σέ όλους τούς Χριστιανούς καί ότι αυτοί δέν θά πρόδιδαν ποτέ τούς ομοδόξους τους, αλλά θά συνέχιζαν από κοινού τόν αγώνα, σέ περίπτωση επιθέσεως τού Χουρσίτ πρός τούς υπόλοιπους Έλληνες.
«Εν αρχή λοιπον τού 1822, μόνοι τής ελληνικής επαναστάσεως πρόμαχοι καθ' όλην τήν Ήπειρον έμενον οι Σουλιώται.
Η παράδοσις τού Αλή επέκειτο καί ήτο πρόδηλον ότι ο Χουρσίτης έμελλεν αμέσως έπειτα νά επιπέση πανστρατιά κατά τού επιπλέοντος
εκείνουν ναυαγίου τής ηπειρωτικής επαναστάσεως. Πρόδηλον δέ ουδέν ήττον υπήρχεν ότι μέγα συμφέρον είχεν η επανάστασις νά συντηρήση εκ
παντός τρόπου τό οχυρόν εκείνο προπύργιον, πέμπουσα αμέσως τήν υπό τών Σουλιωτών ζητηθείσαν επικουρίαν.
Καί ηδύνατο νά πράξη τούτο, αφού από τών μέσων τού 1821 ίστατο όρθια καί ένοπλος η Ακαρνανία καί η Αιτωλία, περί δέ τά τέλη τού έτους εκείνου
είχε διοργανωθή υπό τού Μαυροκορδάτου η Γερουσία αυτής. Αλλ' η μέν Γερουσία τής
Δυτικής Ελλάδος ουδέν ποτέ σπουδαίον έπραξε τό δέ
Εκτελεστικόν καί τό Βουλευτικόν, αναλίσκοντα τήν τελευταίαν σκιάν τής εξουσίας ή είχον περί τάς
κατά Υψηλάντου καί Κολοκοτρώνη
σκευωρίας, ούτε τήν άκαιρον επανάστασιν, ούτε τήν ολέθριαν τής Χίου καταστροφήν προέλαβεν.
Έτι δέ ολιγώτερον εφρόντισε περί Ηπείρου.
Καί εν τούτοις ο Χουρσίτης, άμα απαλλαγείς τού Αλή πασά, ετράτευσε μετά 14000
επιλέκτων Αλβανών κατά τού Σουλίου, τό οποίον δέν
κατείχετο ειμή υπό 1000 ανδρών. Οι Σουλιώται ηγωνίσθησαν όπως πάντοτε. Εκχωρήσαντες περά τά μέσα Μαΐου 1822 εκ τών εξωτερικών αυτών
θέσεων καί συμπυκνωθέντες εις Κιάφαν, Αβαρίκον καί Χώνιαν εκτυπήθησαν μέν εκεί τή 5η Ιουνίου
αλλ' αντέστησαν τοσούτο
καρτερικώς ώστε ο Χουρσίτης αγανακτήσας καί αποβαλών τήν υπομονήν απήλθεν εις Λάρισαν,
επιτρέψας εις τόν Ομέρ Βρυώνην τήν εξακολούθησιν
τής πολιορκίας.»
Οι Σουλιώτες νικούν τόν Χουρσίτ (Ιούνιος 1822)
Ο αρχιστράτηγος Χουρσίτ πασάς, αδημονούσε νά κατέβει στό βιλαέτι του τόν Μοριά καί νά τιμωρήσει τούς γκιαούρηδες πού τόν ταπείνωσαν
αιχμαλωτίζοντας τήν οικογένειά του καί αρπάζοντας τούς θησαυρούς του. Όμως μετά τήν απάντηση τών Σουλιωτών, τήν οποία θεώρησε προσβλητική,
αποφάσισε στά μέσα Μαΐου 1822 νά τούς επιτεθεί ώστε νά εξαλείψει μιά γιά πάντα αυτούς τούς ενοχλητικούς ζορμπάδες. Οργάνωσε λοιπόν
ένα ασκέρι από δεκαπέντε χιλιάδες Τσάμηδες, Λιάπηδες καί Γκέκηδες καί τό χώρισε σέ τρία σώματα, τά οποία ταυτόχρονα θά κτυπούσαν τό
Σούλι από τρείς μεριές. Δυστυχώς η κυβέρνηση τού Μαυροκορδάτου καί
τού Νέγρη δέν έστειλε βοήθεια καί οι χίλιοι πεντακόσιοι περίπου Σουλιώτες μαχητές
θά έπρεπε μόνοι τους νά αντιμετωπίσουν τίς ορδές τού Χουρσίτ πασά.
Κεφαλές τους ήταν οι Νότης Μπότσαρης, Ζηγούρης Τζαβέλας, Γεώργιος Δράκος, Τούσας
Ζέρβας, Γιώτης Δαγκλής, Νάσης Φωτομάρας, Διαμαντής Ζέρβας καί Θανάσης Κουτσονίκας.
«"Επιστολή τών Σουλιωτών πρός τόν αρχιστράτηγον Ιωαννίνων.
Υψηλότατε Βεζίρ Μεχμέτ Χουρσίτ πασά. Τό υψηλόν σου μπουγιουρδί ελάβομεν καί τά
μέν αυτώ γεγραμμένα καλώς εκαταλάβαμεν. Ευχαριστούμεν δέ
τόν Θεόν, ότι εγνωρίσατε καθαρά τά όσα άδικα μάς έκαμεν ο προκάτοχός σας Ισμαήλ πασάς ώστε καί δι' αυτήν τήν αιτίαν παρακινείσθε, φαίνεται
νά μάς δώσετε τήν συγχώρησιν καί ειρήνην εκ μέρους τού κραταιοτάτου σουλτάνου, διά νά ζήσωμεν, ως καί πρότερον, μέ τά υποστατικά μας
καί προνόμια.
Όθεν δίκαιον είναι νά δώσετε καί εις τούς Έλληνας εκ μέρους τού κραταιοτάτου σουλτάνου τήν συγχώρησιν, ειρήνην καί αμνηστείαν, χωρίς νά κινηθήτε
κατ' αυτών μέ τά στρατεύματα καί όταν εκείνοι πρώτοι δεχθώσιν αυτά, τότε καί ημείς τά δεχόμεθα ως δεύτεροι.
Τό εναντίον δέ, προκρίνομεν μυριάκις ν' αποθάνωμεν εις
τήν αρχήν μέ τιμήν καί δόξαν, παρά νά αμαυρώσωμεν τό όνομά μας εις τό τέλος μέ τό αιώνιον
όνειδος τής προδοσίας.
Όλοι οι Σουλιώται, 7 Μαΐου 1822 Σούλιον"
Εις τόσον βαθμόν συγχύσεως καί οργής κατήντησεν ο Χουρσίτ πασάς, όταν ανέγνωσε τήν ανέλπιστον απόκρισιν τών Σουλιωτών, ώστε απορρίψας τήν
πρώτην απόφασιν τής εκστρατείας διά τήν Πελοπόννησον, αμέσως έδωκε νέας διαταγάς εις τούς αρχηγούς νά κινηθώσι κατά τών Σουλιωτών
καί νά περάσωσιν όλους σύν γυναιξύ καί τέκνοις εν στόματι μαχαίρας, διότι ετόλμησαν νά τώ γράψωσι μέ τέτοιον αυθάδη καί υπερήφανον τρόπον
καί όχι ως βασιλικοί καί υποκλινείς ραγιάδες. Πολύ δέ περισσότερον τόν ετάραττεν η λέξις "Έλληνες", τής οποίας τήν έννοιαν αγνοών τό πρώτον,
πληροφορηθείς δέ, ούτ' ήθελε πλέον νά τήν ακούση, ούτ' ετόλμα τις νά τήν προφέρη έμπροσθέν του.
Ο δραστήριος καί πολεμικώτατος Χουρσίτ πασάς κατά τήν 15ην Μαΐου τού 1822 έτους έπεμψεν εις τό βουνόν, ονομαζόμενον Σέλωμα τού
Ποπώβου, δύο σελικτάρηδες μέ πέντε χιλιάδας στράτευμα καί τήν επιούσαν, ήτις ήν ημέρα Πέμπτην, πρίν τήν ανατολήν τού ηλίου,
εφάνησαν οι εχθροί από τρία μέρη, δηλαδή οι Ομέρ Βρυώνης μετά τού Άγου Μουχουρδάρη, επί κεφαλής όντες οκτώ χιλιάδων Τόσκηδων
καί Λιάπηδων, διαβάντες τό βουνόν Βούτσι λεγόμενον καί υπερκείμενον τού Σουλίου.»
Οι Σουλιώτες πολεμώντας μερόνυκτα, εγκατέλειψαν τό Σούλι καί αποτραβήχτηκαν στήν Κιάφα, στόν Αβαρίκο καί στά Χώνια, όπως είχαν
κάνει οι πατεράδες τους, όταν πολεμούσαν τόν Αλή πασά. Τώρα στήν θέση τού Αλή ήταν ο Χουρσίτ, τό ίδιο ικανός καί τό ίδιο οργιλός, ο οποίος
αφηνίαζε πάνω στό άλογό του, όταν έβλεπε τούς πολεμιστές του νά μήν μπορούν νά καταβάλλουν μία φούχτα γκιαούρηδες.
Καί όπως μάς διασώζει ο αυτόπτης μάρτυς Περραιβός, πού πολεμούσε μέ τούς Σουλιώτες, ο Χουρσίτ ύψωνε τά χέρια στόν θεό
καί έλεγε: "Βάι, βάι! Ο Αλλάχ σήκωσε τή μεγαλοκαρδία του από τούς μωαμεθανούς καί τή χάρισε στούς γκιαούρηδες!"
Στήν μάχη τού Μαμάκου ο Δράκος καί ο Δαγκλής αντιμετώπισαν μέ 200 Σουλιώτες χιλιάδες εχθρούς καί οπισθοχώρησαν σέ
πιό ισχυρή θέση στόν Άγιο Δονάτο. Στήν αντίθετη θέση τού Ζαβρούχου 250 Σουλιώτες μέ αρχηγούς
τόν Τούσα Ζέρβα, Διαμαντή
Ζέρβα καί Θανάση Κουτσονίκα αντιμετώπισαν εννέα χιλιάδες ασιάτες Τούρκους υπό τόν Κεσέρ (σφαγέας στά τουρκικά) Αχμέτ πασά.
Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη γιά τούς Αρβανίτες μαχητές, οι οποίοι παρά τίς λιγοστές τους απώλειες διαρκώς υποχωρούσαν.
Μία νύκτα ο Γεώργιος Δράκος πήρε μήνυμα από τόν Χριστιανό γραμματέα τού Μουχουρδάρη, ότι ο Χουρσίτ θά εφορμούσε τήν επομένη κατά τού φρουρίου τής
Κιάφας. Στήν Κιάφα οι Σουλιώτες φύλαγαν τά γυναικόπαιδα καί τό μήνυμα απέβει σωτήριο, καθώς πρόλαβαν νά τήν οχυρώσουν καλύτερα καί
νά αντιμετωπίσουν τόν εχθρό μέ επιτυχία.
«Εν τούτοις ήλθε καί ο αρχιστράτηγος, επειδή εβεβαιώθη ότι τό Σούλιον εκυριεύθη καί ότι άλλη ελπίς δέν έμεινε πλέον
εις αυτούς, ει μή νά παραδοθώσιν ή θυσιασθώσιν άπαντες. Καί στήσας τήν
σκηνήν του εις τό γενικό στρατόπεδον τής Στρεθίζης καί παρατηρήσας
ακριβώς τό φρούριον τής Κιάφας καί τήν θέσιν τού Ναβαρίκου, εσυγκρότησε τό εσπέρας πολεμικόν συμβούλιον, εις τό οποίον ωμίλησε τά εξής:
"Δέν ήλπιζα ποτέ μέ τόσα πολυάριθμα καί ανδρεία στρατεύματα, οδηγούμενα καί από τοιούτους εμπειροπόλεμους
αρχηγούς, νά μήν έχετε κατασφάξη καί σκλαβώση έως τώρα μόλις δύο χιλιάδας οπλοφόρους ραγιάδες. Δέν υποφέρω πλέον νά βλέπω ζωντανούς
τούς υβριστάς τού βασιλέως μου, αλλά μέ μίαν μόνην απόφασιν επιθυμώ, κατά τόν όρκον μου,
νά τούς περάσω όλους από τό οθωμανικό σπαθί."
Κοινή γνώμη απεφασίσθη η κυρίευσις τού Ναβαρίκου καί Χωνίων. Καί διά μέν τόν Ναβαρίκον διετάχθη ο Ομέρ Βρυώνης καί Άγο Μουχουρδάρης
μέ έξ χιλιάδας Τουρκαλβανούς, διά δέ τά Χώνια ο Ισλάμ Πρόνιος, ο Ταΐρ Τσαπάρης καί ο Μπάλιος Χούσος μέ τέσσαρας χιλιάδας Τσάμηδες,
τόν δέ σελικτάρην Μπόταν διέταξε, λαβόντα δύο χιλιάδας στρατιώτας, νά πλησιάση καί επαπειλή τό φρούριον τής Κιάφας, διά νά μή στείλη βοήθειαν
εις τάς ρηθείσας τοποθεσίας.
Όταν ο εχθρός ώρμησε ταυτοχρόνως καί εις τά δύο μέρη, εις μέν τόν λόφον τού Ναβαρίκου ευρέθησαν μόνον τριάκοντα εννέα στρατιώται
μέ τόν αρχηγόν Δράκον, εις δέ τά Χώνια εκατόν επτά. Κατά τήν 17ην Ιουνίου 1822
πρός τό λυκαυγές έβαλαν εις πράξιν οι Τουρκαλβανοί
τό σχέδιόν των.
Όθεν τετρακόσιοι μέν εκλεκτοί Τουρκαλβανοί επροπορεύοντο μέ τά ξίφη εις τάς χείρας, πρός τούς οποίους οι αρχηγοί υπεσχέθησαν νά δώσωσον
ανά πεντακόσια γρόσια εις τόν καθένα, άν ήθελε κυριεύσωσι τόν λόφον τού Ναβαρίκου. Η δέ δίοδος τού περιχαρακώματος, από τήν
οποίαν έμελλον νά εισβάλουν δέν εχώρει περισσότερους από δώδεκα κατά πρόσωπον.
Οι δέ ατρόμητοι τριάκοντα εννέα παρακελευόμενοι πρός αλλήλους καί αμιλλόμενοι, αντεμάχοντο. Ιδόντες καί οι εν τώ φρουρίω τήν μάχην,
αμέσως έδραμον εις βοήθειαν έως πεντακόσιοι, υπό τήν οδηγίαν τού Νότη Μπότσαρη, Γιώτη Δαγκλή καί Νάση Φωτομάρα.
Οι δέ Τουρκαλβανοί, μή δυνηθέντες έπειτα από τέσσαρας εφόδους νά κυριεύσωσι τόν λόφον, ιδόντες ενταυτώ καί τήν ταχείαν άφιξην τών
Σουλιωτών, παραλαβόντες τούς πληγωμένους ωπισθοδρόμησαν.»
Ο Χουρσίτ δέν κατάφερε νά υποτάξει τούς Σουλιώτες. Οι άνδρες του κατά εκατοντάδες κείτονταν
νεκροί στά βουνά τού Σουλίου. Όταν μάλιστα είδε καί τίς
Σουλιώτισσες νά συμμετέχουν στίς μάχες, κυλίοντας
βράχους κατά τών εφορμούντων στρατιωτών του, απελπίσθηκε καί εγκατέλειψε
τήν πολιορκία αφήνοντας στή θέση του τόν Ομέρ Βρυώνη.
Ο ίδιος πήγε στή Λάρισα γιά νά συγκεντρώσει μεγάλο στρατό καί νά κατέβει στήν Πελοπόννησο, αυτή
τή φορά από τήν Ανατολική Στερεά.