Τό 1715, οι Οθωμανοί υπό τήν αρχηγία τού μεγάλου βεζίρη Αλή Κιουμουρτζή,
εισέβαλαν στήν Πελοπόννησο καταλαμβάνοντας όλα τά κάστρα πού
κατείχαν μέχρι τότε οι Βενετοί. Τό φρούριο στήν Ακροκόρινθο παραδόθηκε πρώτο από τό Βενετό φρούραρχο Ιάκωβο Minotto στόν βεηλερβέη
Τοπάλ Οσμάν, σέ δύο μόλις εβδομάδες. Επακολούθησαν σφαγές τών Κορινθίων από τούς σπαχήδες, τίς οποίες διασώζει ο παρακάτω θρήνος:
«Στόν ουρανόν ακούονταν τό θρήνος πού φωνάζαν,
Στίς 12 Ιουλίου 1715, άρχισε η πολιορκία τής πρωτεύουσας τών Βενετών στό Μωρέα,
τής επονομαζόμενης Napoli di Romania, δηλαδή τού Ναυπλίου. Παρόλο πού οι Βενετοί
είχαν κατασκευάσει τό σπουδαίο φρουριακό σύμπλεγμα στό Παλαμήδι καί είχαν οχυρώσει τό νησάκι τού Αγίου Θεοδώρου (Μπούρτζι), τό Ναύπλιο έπεσε σέ μία εβδομάδα.
Όταν ο Βενετός προβλεπτής Ιερώνυμος Bon, ύψωσε λευκή σημαία,
οι ορδές τών γενίτσαρων ξεχύθηκαν στήν πόλη σφάζοντας, βιάζοντας καί εξανδραποδίζοντας
χιλιάδες αμάχους Ιταλούς καί Έλληνες.
«Κατακτήσαντες δέ οι Οθωμανοί τήν Πελοπόννησον κατέστησαν φρουράς εις τά φρούρια καί προϊόντος τού χρόνου μετεκόμισαν καί άλλους
Οθωμανούς εκ διαφόρων μερών τής οθωμανικής επικράτειας, τούς οποίους καί ετοποθέτησαν εις διαφόρους επαρχίας τών κατά τήν Πελοπόννησον φρουρίων
καί πόλεων πρός περισσοτέραν ασφάλειαν τού τυραννικού αυτών σκοπού.
Όπως μάς αφηγείται ο Πρωτοσύγκελος Φραντζής η τουρκική κατάκτηση μέ
τήν απειλή τής σφαγής, τής αιχμαλωσίας καί τής
ταπείνωσης ανάγκασε πολλούς Ρωμιούς νά καταφύγουν σέ ορεινές περιοχές όπου αναγκάστηκαν νά επιβιώσουν ζώντας
σέ πολύμηνη απομόνωση από τόν κόσμο τού κάμπου καί υποφέροντας διαρκώς από τήν πείνα, τή δίψα
καί τό ανυπόφορο κρύο.
Οι σκληραγωγημένοι καί ασυμβίβαστοι μέ τήν τουρκική τυραννία ένοπλοι, είχαν ονομαστεί Κλέφτες καί στρέφονταν κυρίως κατά τών Τούρκων αξιωματούχων καί
υπαλλήλων, αλλά αναφέρονται συχνά εγκληματικές ενέργειες, ληστείες καί επιθέσεις τους σέ ελληνικά χωριά καί τσιφλίκια κοτσαμπάσηδων.
«Αλλά οι ρηθέντες εν Πελοποννήσω Αλβανοί εις τοσαύτην ακολασίαν κατήντησαν ώστε διά τάς καταχρήσεις των καί εις αυτούς τούς
εν Πελοποννήσω καταστημένους Τούρκους εγένοντο μάστιξ καί εις τάς επιτοπίους τουρκικάς αρχάς ανυπόφοροι, η δέ δεκαετής ακολασία καί ο πλουτισμός κατέστησαν
αυτούς καί εις αυτάς έτι τάς σουλτανικάς διαταγάς απειθείς, διότι απογυμνώσαντες τούς
ραγιάδες, απήτουν χρήματα λόγω μισθών δεκαετών.
Τελικά, ο σουλτάνος μέ τήν βοήθεια καί τών Κλεφτών κατόρθωσε νά αφανίσει πλήρως τούς ζορμπάδες Αλβανούς καί μάλιστα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
αναφέρει στήν διήγησή του ότι ο πατέρας του Κωνσταντής δέν έκανε "νισάφι"
στούς Τουρκαλβανούς πού τόν παρακάλεσαν νά τούς αφήσει νά περάσουν μέσα
από τά λημέρια του.
«- Κολοκοτρώνη, δέν κάμεις ισάφι; (τουρκικά insaf σημαίνει έλεος).
Τό 1779, 10000 Αλβανοί οχυρώθηκαν στήν Τριπολιτζά, όπου τούς πολιόρκησε ο καπετάμπεης Χασάν Τζεζαερλής και
μετά από πολλές μάχες οι Αλβανοί κατατροπώθηκαν. Μάλιστα, υψώθηκε ένας πύργος από 4000
κεφάλια κτισμένα μέ άμμο καί ασβέστη ο οποίος διατηρήθηκε γιά τριάντα
χρόνια. Η θέση τού πύργου ήταν σ' ένα χωράφι έξω από τήν "Πόρτα τ' Αναπλιού", τού τείχους τής
Τριπολιτσάς, στό χωριό Μπασιάκος.
Θά έφτανε όμως τήν επόμενη χρονιά καί η σειρά τών Κλεφτών τής Πελοποννήσου νά δοκιμάσουν τή μπέσα
τού Τούρκου ναυάρχου ο οποίος αφού τούς
χρησιμοποίησε σάν συμμάχους αργότερα θά τούς κτυπούσε αλύπητα.
«Ήσύχασεν η Πελοπόννησος. (από τήν εκδίωξη τών Τουρκαλβανών). Τοίς
80 εκατέβη ο ίδιος ο καπετάμπεης
(Τό 1780 επανήλθε ο ίδιος ναύαρχος, ο Χασάν Τζεζαερλής) καί χάλασε τόν πατέρα μου καί τόν
Παναγιώταρον Βενετσανάκην. Ήλθεν η αρμάδα εις τό Μαραθωνήσι (Γύθειο), τά στρατεύματα στεριάς καί θαλάσσης. Η
Καστάνιτζα (Μικρή Καστάνια) αποικία, όπου ήτον ο
Κολοκοτρώνης κι ο >Παναγιώταρος, έξι ώρας μακράν από τό Μαραθονήσι.
Γιά λίγο χρονικό διάστημα οι κλέφτες λούφαξαν. Αλλά μεταξύ τών ετών 1785 - 1805 άρχισε νά λάμπει στό στρατιωτικό στερέωμα τού Μοριά τό άστρο τού Ζαχαριά
Μπαρμπιτσιώτη, τού θρυλικού κλέφτη, ο οποίος θά γινόταν ο καπετάνιος τού νεαρού τότε Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Σύμφωνα μέ τόν Αμβρόσιο Φραντζή
ο Ζαχαριάς κατέσφαζε σάν τά πρόβατα τούς Οθωμανούς. καί είχε στό μπαϊράκι του χαραγμένο τόν σταυρό καί τήν επιγραφή "Ζαχαριάς αρχιστράτηγος Πελοποννήσου".
«Στίς χώρες σκλάβοι κάθονται,
«Πρώτιστον μέλημα τής τουρκικής εξουσίας ήτο ο εξευτελισμός,
η ταπείνωσις καί η απογύμνωσις τού ραγιά (κτήνος),
όστις ουδέν αγαθόν, είτε φυσικόν, είτε επίκτητον
εδύνατο νά χαίρη ελευθέρως. Η σύζυγος, τά τέκνα, ο οίκος, εν
γένει τά κτήματα, τά κτήνη καί πάν ό,τι εκέκτητο ο ραγιάς υπέκειτο εις τήν αρπαγήν.
«Τήν ίδιαν ημέραν έμπηκαν στ' Ανάπλι μέ τήν βία,
«Εμαραθήκαν τά βουνά, 'μαραθήκαν κ' οι κάμποι,
«Υπήρχαν προσέτι εις τήν Ελλάδα καί άλλα σώματα οπλοφόρα,
οι λεγόμενοι κλέπται, οι οποίοι έζων εις τά όρη ή κατέφευγον εις τήν Επτάνησον,
οσάκις κατεδιώκοντο.
«- Καπετάνιε Ζαχαριά, ο Θεός νά σού χαρίση τό μουράτι σου!
Παιδί μου νά σέ κάνω, δώσε μου τό παιδί μου τόν Μουσάγα. (Η Τουρκάλα μάνα παρακαλάει τόν
Ζαχαριά νά τής επιστρέψει τό παιδί της).
οι Τούρκοι σάν τά πρόβατα 'πού τούς διαμοιράζαν,
άλλοι εις τήν Ανατολήν, καί άλλοι νά πάν' στή Δύσι,
καί έκλαιαν τά μάτια τους 'σάν η κατάκρυα βρύσι
καί από τά δάκρυα οπώχυναν εγίνονταν ποτάμια.
Έπρεπε νά τρέμη η γή, νά κλαίσι τά λιθάρια,
πώς αποκεφαλίζασι τά άξια παλληκάρια.»
Έτσι, εντός τού έτους 1715, είχαν καταληφθεί όλα τά φρούρια
τής Πελοποννήσου, συμπεριλαμβανομένων καί αυτών τής Μεθώνης,
τής Κορώνης, τού Ναβαρίνου, τών Πατρών καί τής Μονεμβασιάς. Στή συνέχεια οι Οθωμανοί ξεκίνησαν νά
εποικίζουν τίς μεγάλες πόλεις μέ μουσουλμάνους πού έφερναν από διάφορα μέρη τής οθωμανικής επικράτειας.
Αποκατασταθέντες δέ ολοσχερώς εξουσίας τών Ελλήνων (εις τούς οποίους έδωκαν τόν συνήθη τίτλον,
ωνομάσαντες αυτούς ραγιάδες), έθεσαν κανονισμόν κατά
πρώτον εις δύο είδη προσωπικών φόρων, εις τό χαράτζι καί τήν σπέντζαν εκ τών οποίων τό μέν χαράτζι ήτον εισόδημα κύριον τού Σουλτάνου, η δέ σπέντζα τού Σπαχή.
Εκτός τών φόρων αυτών ελάμβανον καί διαφόρων άλλων ειδών φόρους υπό πολυειδείς ονομασίας, ώστε διά παντός κατετυραννούντο οι δυστυχείς Έλληνες από
τάς καταναγκαστικάς αποδόσεις τών φόρων αυτών.
Μετά τήν παρά τών Οθωμανών ολικήν κατάκτησιν τής Πελοποννήσου διάφοροι εκ τών τότε υπαρχόντων Ελλήνων δέν παρεδέχθησαν τό νά υποκύψωσι τόν αυχένα
εις τόν οθωμανικόν ζυγόν, αλλά οπλοφόροι περιεφέροντο εις τά όρη καί τά δάση. Ούτοι δέ, οι αποστάται ονομασθέντες παρά τών Οθωμανών, εξερχόμενοι εις
διαφόρους οδούς, εγύμνωναν καί εφόνευαν πολλούς εκ τών Οθωμανών καί ως επί τό πλείστον τούς παρά τής οθωμανικής εξουσίας εις διαφόρους υπηρεσίας, τότε η οθωμανική
εξουσία ονομάσασα αυτούς Κλέπτας, έλαβεν μέτρον καταδιώξεως καί εκινείτο εις διαφόρους
εποχάς μέ στρατολογίας (νεφεράμια) κατά τών Κλεπτών.
Αλλά οι εν υποταγή Έλληνες όχι μόνον δέν τούς κατέτρεχον αλλά μ' όλην τήν μυστικότητα εφωδίαζον αυτούς
μέ τά αναγκαία τρόφιμα καί λοιπά καί ο αριθμός αυτών
επληθύνετο μάλλος εις όλας σχεδόν τάς επαρχίας τής Πελοποννήσου, καθότι είχον κεκρυμμένους
υπερασπιστάς των τούς Προεστώτας.»
Μέ τό πέρασμα τού χρόνου οι Κλέφτες θά αποτελούσαν αξιόμαχα στρατιωτικά τμήματα τά οποία θά απειλούσαν τήν τουρκική κυριαρχία καί ο κατακτητής θά
αναγκάζοταν νά στέλνει κάθε φορά ασκέρι (στρατό) γιά νά τούς εξουδετερώσει.
Ονομαστοί Καπετάνιοι τού Μωριά (από τό βυζαντινό κατεπάνω = διοικητής θέματος) ήσαν οι: Θανάσης Μαντάς, Δήμος Μπότσικας ή Τζεργίνης (προπάππους τού
Θεόδωρου Κολοκοτρώνη), Κόλιας Πλαπούτας από τήν Καρύταινα, Ντάρας από τήν Αρκαδία, Περίβολος από τά Καλάβρυτα, Αθανάσιος Καρίβερος από τήν Πάτρα,
Περδικούλιας από τήν Βοστίτσα (Αίγιο), Νάσσιος από τό Λεοντάρι, Θανάσης Καράμπελας από τόν Άγιο Πέτρο Κυνουρίας,
Βενετζανάκης καί Μήτρο Πέτροβας από τήν Ανδρούσα Μεσσηνίας, Πάνος Κρεμαστιώτης από τήν Μονεμβασιά,
Πετιμεζάδες καί Στριφτόμπολας από τά Καλάβρυτα, Μπουζιώτης από τήν Κόρινθο,
Κατριμπάνος από τό Φανάρι (Αρχαία Ολυμπία),
Αναγνώστης Παπαγεωργίου (Αναγνωσταράς) από τό Λεοντάρι,
Μπουτουναίοι από τήν Καρυά, Σταματέλος Καλόχερας (πατέρας τού Νικηταρά),
Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης, Γιαννιάς, Ιωάννης Μπότσικας ή Κολοκοτρώνης (γιός τού Δήμου) καί πλήθος άλλων.
Μετά τήν
επανάσταση τού 1770 (Ορλωφικά),
η Υψηλή Πύλη απέστειλε στόν Μοριά, χιλιάδες μουσουλμάνους Αλβανούς γιά τήν καταστολή της. Οι Τουρκαλβανοί
κατάφεραν μέ επιτυχία νά διαλύσουν τούς επαναστάτες, αλλά η επιτυχία τους συνοδεύτηκε από όργιο σφαγών. Ήταν τόσες οι θηριωδίες
πού διεπράχθησαν καί τόση η αναρχία πού ακολούθησε, ώστε ο ίδιος ο σουλτάνος έστειλε
τακτικό οθωμανικό στρατό, γιά νά εξοντώσει τούς ανυπάκουους Αλβανούς.
Αλλά καί οι μπέηδες τού Μοριά ζήτησαν τήν βοήθεια τών Κλεφτών γιά νά καταδιώξουν τούς ζορμπάδες (αποστάτες).
Εις τών Αλβανών (Μέτζ Αράπης) απειλήσας διά τούτο τόν Χαλίλ μπέη τής Κορίνθου (πατέρα τού Κιαμίλ - μπέη), ότι θά υπάγη νά καύση τά εις Κόρινθον χωρία του
καί ητοιμάζετο πρός τούτο. Ο δέ Χαλίλ μπέης όστις,
εγκατεστημένος ών εις Κόρινθον εγνώριζε τόν Κωνσταντή Κολοκοτρώνη ως διατελέσαντα
εκεί επί τέσσερα έτη καπόμπασην. Παρεκάλεσε εξ ανάγκης τόν γνώριμόν του τούτον αρματωλόν, νά εμποδίση τήν εις Κόρινθον διάβασιν τού ρηθέντος Αλβανού καί νά τόν
φονεύση μάλιστα, ει δυνατόν. Τό περί τούτου δημώδες τραγούδι άρχεται ούτω:
Καλά ήσουν Μέτζο μ' 'ς τά βουνά,
καλά καί 'ς τήν Ακράτα,
τ' εχάλευες, τ' εγύρευες
στόν κάτου Αγιογιώργη, (Νεμέας)
νά σέ σκοτώσουν άξαφνα
οι Κολοκοτρωναίοι,
μαζί μέ τούς συντρόφους σου
καί μέ τά παλληκάρια;»
- Τί νισάφι νά σάς κάμω, όπου ήλθετε κι' εχαλάσατε τήν πατρίδα μου, μάς επήρατε σκλάβους καί μάς εκάματε τόσα κακά;
- Εφέτο, δικό μας, τού χρόνου δικό σου.
(Προφητικά οι Αλβανοί τού είπαν φέτος τό δικό μας κεφάλι, τού χρόνου τό δικό σου.)»
Έρχοντας η αρμάδα, ο Παναγιώταρος, ως Μανιάτης, επροσκάλεσε βοήθεια από τούς Μανιάτες,
καί οι Μανιάτες υποσχέθηκαν ότι πάνε βοήθεια καί ο δραγουμάνος ο
Μαυρογένης ως Έλλην καί τεχνίτης έκαμε τόν Μιχάλη Τροπάκη Μπέη καί γιά νά τόν κάμη Μπέη αλικώτησε τήν βοήθεια καί επήρε τό κάστρο.
(Ο Βενετσανάκης ζήτησε βοήθεια από τόν Τρουπάκη. Ο Μαυρογένης πού συνόδευε τόν ναύαρχο,
πρότεινε στόν Τρουπάκη νά γίνει μπέης τής Μάνης, αλλά
νά μήν στείλει βοήθεια στούς πολιορκημένους στόν πύργο τού Παναγιώταρου, όπως καί έγινε).
Επήγε τό ασκαίρι (στρατός) 14000, καί τούς επολιόρκησε, μία ώρα στράτα αλάργα έστησε τό ορδί (στρατόπεδο).
Έστειλεν ο σερασκέρης Αλήμπεης ένα γράμμα γιά νά
προσκυνήσουν καί νά τού δώσουν ενέχυρα ένα παιδί ο ένας καί ένα ο άλλος,
καί νά τραβήξη χέρι από δαύτους, αυτοί απεκρίθηκαν:
"Δέν προσκυνούμε, θέλομε πόλεμο καί οποίος μείνη νικημένος ας προσκύνηση".
Αυτός ήλπιζε από τήν Μάνην βοήθεια.
(Δέν προσκύνησε ο Παναγιώταρος γιατί περίμενε βοήθεια
από τούς μανιάτες τού Τρουπάκη. Καί έμειναν μερικές εκατοντάδες αγωνιστές νά πολεμήσουν 14000
Οθωμανούς).
Τούς πολιόρκησαν τά τούρκικα στρατεύματα, έβγαλαν κανόνια καί βόμβες, τούς
πολεμούσαν ήμερα καί νύκτα ούτε οι
βόμβες τούς έκαναν φόβον ούτε τά κανόνια, όμως επολέμησαν δώδεκα ημέραις καί δώδεκα νύκταις μέ ανδρεία καί γενναιότητα.
Όταν είδαν ότι βοήθεια δέν έρχεται, απεφάσισαν νά φύγουν από τούς πύργους.
Οι πύργοι ήτον δύο, καί ο ένας ήτον τού πατέρα τού Παναγιώταρου καί ο άλλος τού πατέρα
μου καί τού Παναγιώταρου. Ο πατέρας τού Παναγιώταρου ήτον 80 ετών,
ως καί η μητέρα του, καί μήν ημπορώντας νά φύγουν εις τό γιουρούσι (έφοδο), μέ τά άλλα γυναικόπαιδα,
είπε τού Παναγιώταρου καί τού πατέρα μου, "βάλτε φωτιά ς' τούς άλλους πύργους, εγώ μένω εδώ".
Έμεινε μ' ένα δούλο καί μέ τήν γυναίκα του καί δούλα μέ σκοπόν νά
πολεμήση ελπίζοντας νά έλθη βοήθεια από τά παιδιά του έπειτα.
Ο πόλεμος του ήτον μέ τόν δούλον, η τέχνη του μεγάλη, είχε φυτίλι νά γυρίση μαζί μέ τούς Τούρκους.
Αυτοί πού επολεμούσαν μέσα έπεσαν εις τό ορδί τού σερασκέρη, μέ τά σπαθιά εις τό χέρι,
(τή νύκτα βγήκαν από τούς πύργους, πέρασαν μέσα από τό στρατόπεδο τού πασά καί κρύφτηκαν στά βουνά) μόνον
τρείς εσκοτώθησαν άνδρες, καί μέρος γυναίκες, καί έμειναν πολλά παιδιά σκλάβοι
καί έτσι έμειναν δύο αδέλφια μου σκλάβοι, τό ένα τριών χρόνων καί τό άλλο ενός,
άλλα δύο εσκλαβώθηκαν, καί έπειτα ελευθερώθηκαν.
Όταν έκαμαν τό γιουρούσι, έπιασαν τά βουνά οι Τούρκοι διά νυκτός εβασίλευσε τό φεγγάρι εις τήν
μέσην νύκτα, καί βασιλεύοντας τό φεγγάρι εβγήκαν νύκτα μικρή καί δέν έλαβαν καιρόν
νά φύγουν κατά τήν Μάνη. Επήγαν εις τούς λόγκους κ' επήρε ημέρα.
Τόν Παναγιώταρον ζωντανόν τόν έπιασαν καί έπειτα τόν εσκότωσαν οι Μπαρδουνιώτες.
(Επειδή είχε φεγγάρι, περίμεναν μέσα στά βουνά γιά νά φύγουν, καί όταν έδυσε τό φεγγάρι καί έπεσε σκοτάδι βγήκαν από τίς κρυψώνες, αλλά δέν πρόλαβαν,
διότι ξημέρωσε καί μέ τό φώς τής ημέρας οι Τούρκοι τούς ανακάλυψαν.
Τόν Παναγιώταρο τόν σκότωσαν οι ντόπιοι Τούρκοι από τά Μπαρδουνοχώρια).
Ο πατέρας μου εσκοτώθηκε μέ δύο του αδέλφια, Αποστόλη και Γεώργη, ο ένας εις τόν λόγκον, ο άλλος μοναχός του, διατί ελαβώθηκε, εγλύτωσεν ένας
μπάρμπας μου Αναγνώστης από τούς κλεισμένους τέσσαρους αδελφούς Κολοκοτρώνη.
(Από τέσσερα εδέλφια σκοτώθηκαν ο Κωνσταντής, ο Αποστόλης καί ο Γιώργης Κολοκοτρώνης. Ο Γιώργης αυτοκτόνησε γιά νά μήν πέσει ζωντανός στά χέρια τών Τούρκων).
Εγώ, η μάννα μου (Ζαμπέτα), η αδελφή μου εγλύτωσαν μέ τά παλληκάρια του πατέρα μου.
Εις τό γιουρούσι ελαβώθηκε μέ σπαθί ο Κωσταντής Κολοκοτρώνης, καί μέ προδοσία ενός Τούρκου φίλου εσκοτώθηκε, δέν εφάνη τό κεφάλι του, οι φονείς του τόν
εσκότωσαν καί τόν έκρυψαν διά τό βίο του.
(Τραυματισμένος ο Κωνσταντής παραδόθηκε καί παρά τίς διαβεβαιώσεις τών Τούρκων ότι θά τόν σεβαστούν, τόν αποκεφάλισαν καί τό ακέφαλο σώμα του τό πέταξαν σέ
βάραθρο).
Όσα είχεν απάνω του, σέ τρία χρόνια τόν ξέθαψαν τόν
Κολοκοτρώνη Κωσταντή, από τό μικρό δάκτυλο τόν γνώρισαν οπού είχε γυρισμένο από μία σπαθιά τουρκική,
τόν είχαν κρύψει εις μία τρούπα τής "Άρνης καί Κοτζατίνας" τόν έθαψαν έπειτα εις τήν Μηλιά.
Ήτον μελαψώτερος, μονοκόκκαλος, δυνατός, ογλήγορος, μέ ένα καθάριο άτι δέν τόν έπιανες,
33 χρόνων, μέτριος, μαυρομμάτης, λιγνός. Οι Αρβανίται τόν είχαν τόσο
τρομάξει πού έκαμναν όρκον: "νά μήν γλυτώσω από τού Κολοκοτρώνη τό σπαθί".
700 μπουλουκτζίδαις εσκότωσε πρίν.
Ο Παναγιώταρος ήτον γίγαντας, νέος, μαύρα μαλλιά, "σόι άνθρωπος" άσπρος, 37-38 χρόνων. Εις τήν Ανδρούσαν εσκοτώθη (1772) ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης,
(Γιάννης Μπότσικας, ο εβδομηντάχρονος παππούς τού Κολοκοτρώνη) έπειτα τόν
εκδίκησε ο υιός του. Ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, τού έκοψαν χέρι καί πόδια καί τόν εκρέμασαν.
Ο γέρων πατέρας τού Παναγιώταρου επολέμαε από τόν πύργον καί
εμαρτύρησε τό φυτίλι ο δούλος πού επροσκύνησε, καί τόν γέροντα τόν έπιασαν ζωντανό.
Ο Καπετάμπεης ερώταε: διατί δέν προσκυνάει:
"Τώρα προσκυνώ, προσκυνημένο κεφάλι δέν κόβεται". Τού έκοψαν χέρια καί πόδια, τόν κατράμισαν.»
Aλλοι ονομαστοί "Κλέπται" αυτής τής εποχής (1800) στήν Πελοπόννησο ήταν οι Γιαννιάς, Κότζης Κουμπανιώτης καί Ροδόπουλος από τήν Πάτρα, οι Πετμεζαίοι Αθανάσιος,
Κωνσταντίνος καί Ιωάννης από τά Καλάβρυτα, ο Γιωργάκης Γιατράκος καί Κολιτζαίοι από τήν Μάνη, οι Κολιόπουλοι (Πλαπουταίοι) από τήν Καρύταινα,
ο Νικηταράς από τό Τουρκολέκα, ο Αναγνωσταράς, ο Παναγιώτης Κεφάλας, ο Μήτρος Ντόγκας, ο Κοντογιωργάκης, ο Ηλίας Μαργελιώτης καί πολλοί άλλοι.
Αυτή η γενιά τών κλεφτών θά αποτελούσε τόν πυρήνα τής στρατιωτικής οργάνωσης τών επαναστατημένων Γραικών
λίγα χρόνια αργότερα, έστω καί αν η τουρκική εξουσία σέ συνεργασία μέ τούς μεγαλοκτηματίες καί τήν Εκκλησία θά κατάφερνε νά τούς αποδυναμώσει.
Μάλιστα ο Γέρος τού Μοριά θά δήλωνε μετά τήν απελευθέρωση: "Άν εζούσαν οι παλαιοί ηθέλαμεν κυριεύσει τήν Πελοπόννησο τόν πρώτον χρόνο".
τούς Τούρκους εργατεύουν
Καί στά βουνά κλεφτόπουλα
μέ τό σπαθί στό χέρι
πασά τούς έχουν τό σπαθί,
βεζύρη τό ντουφέκι.
Κάλλιο νά ζώ μέ τά θεριά
παρά νά ζώ μέ Τούρκους.»
Ίνα εξευτελίση η τουρκική εξουσία τόν ραγιάν απηγόρευε αυτώ καί τή οικογενεία
του νά ενδύηται κατά βούλησιν, τό σχήμα τών ενδυμάτων καί τό χρώμα αυτών ήσαν
ωρισμένα υπό τής τουρκικής εξουσίας.
Πολλά έγραψαν καί είπον περί τής ανεξιθρησκείας τής τουρκικής εξουσίας,
αλλ' οι τοιούτοι ουδόλως εμελέτησαν τήν ιστορίαν, διότι ελησμόνησαν ότι από τής εμφανίσεως
τού μωαμεθανισμού επό τής γής μέχρι τής εξαφανίσεως τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο κατά τών
Χριστιανών προσηλυτισμός εγένετο παρ' αυτού ουχί διά λόγον
αλλά διά τής μάχαιρας, ήτις έπιπτεν επί τού τραχήλου τών υποδουλομένων ανδρών. Ούτω επλήθυναν οι μουσουλμάνοι εν τή Μικρά Ασία καί λογίζονται
τήν σήμερον πολλαπλάσιοι τών Χριστιανών.
Μετά τήν κατάκτησιν απάσης τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ουδένα φόβον έχων ο μωαμεθανισμός έπαυσεν εν μέρει τόν διά τήν βίας προσηλυτισμόν καί περιωρίσθη
εις καταπιέσεις καί ταπεινώσεις κατά τού χριστιανισμού διότι είχεν ανάγκην χειρών
πρός καλλιέργειαν τών ερημωθεισών γαιών καί τών κτήσεων αυτού.
Εν τούτοις υπήρχον καί τινα μέρη τής Ελλάδος άτινα η τουρκική εξουσία, εξ ανάγκης αφήκεν εν μέρει ελεύθερα εις οπλοφορίαν, τοιαύτα δέ ήσαν η Λακωνία (Μάνη),
οι περί τόν Ταΰγετον καί Κυλλήνην (όρος Ζήρια Κορινθίας)
κατοικούντες Έλληνες, η Αιτωλία, Ακαρνανία, Ευρυτανία, Δωρίς, οι περί τόν Όλυμπον, Πίνδον (Άγραφα)
καί εις τά Ακροκεραύνια όρη (Χιμάρα) κατοικούντες Έλληνες, οι εν τή νήσω Κρήτη κατοικούντες παρά τά Λευκά όρη (Σφακιά), εν αις επαρχίαις υπήρχον οι λεγόμενοι
κλέπται καί αρματωλοί,
εν δέ ταίς νήσοις η Ύδρα, αι Σπέτσαι καί τά Ψαρά, ών νήσων οι ναυτικοί ένεκα τών πειρατών καί ιδίως
τών Αλγερινών, εξησκήθησαν εις ναυμαχίας.»
τότε νά ιδής πώς άρπαξαν γυναίκες καί παιδία.
Τό μεσημέρι εμπήκασι εννηά τού Ιουλίου,
ο θρήνος καί η σκλαβιά τού περιφήμου Αναπλίου.
Σάββατο ημέρα επάρθηκε ήτον κοντά τό γέμα,
πού μέσα στ' Ανάπλι έτρεχε σάν ποτάμι τό γαίμα.
Τότε νά ιδής τόσα κορμιά τών χριστιανών κομμένα,
νά μήν εγνωρίζουνται στό αίμα κυλιμένα.»
Μαράθηκεν η Καστανιά, ο Πύργος τής Καστάνιας,
Πούχε τούς Κλέφτες τούς πολλούς τούς Κολοκοτρωναίους,
Πού' πήγαιναν στήν Εκκλησιά τ' ασήμι φορτωμένοι.
Κ' έβγαιναν κ' εκουβέντιαζαν τής Εκκλησιάς στήν πόρτα,
Κι' ο Κωνσταντής τούς έλεγε, κι΄ο Κωνσταντής τούς λέγει,
- Τούτ' η χαρά πώχομαι 'μείς θέ νά μάς φέρη λύπη,
Απόψ' είδα στόν ύπνο μου, στόν ύπνο πού κοιμούμουν,
Κ' εκάηκεν τό πόσι μου (μεταξωτό μαντήλι γιά τό κεφάλι)
κ' η φούντα τού σπαθιού μου,
Τό πόσι μου, η γυναίκα μου, τά μαύρα τά παιδιά μου!
Τ' έχουν τής Μάνης τά βουνά όπου είναι βουρκωμένα;
Κάν o βοριάς τά βάρεσε, κάν η νοτιά τά πήρε.
Μηδέ νοτιά τά βάρεσε, μηδ' ο βοριάς τά πήρε,
Παλεύει o καπετάν πασιάς μέ τόν Κολοκοτρώνη.
Στεριά παλεύει o Αλήμπεης μ' άρματα τού πελάγου,
Στάν Άρεια πού έρριψε τ' ορδί διαβάζει τό φερμάνι.
Ποιός είνε o Παναγιώταρος, ποιόν λέν Κολοκοτρώνη;
Νά 'ρθούν νά προσκυνήσουνε, ραγιάδες νά γενούνε.
Τ' ακούει ο Παναγιώταρος, παράξενο τού φάνη,
Δέν προσκυνούμ' Αλήμπεη, ο νούς σου μήν τό βάνη
Τ' άρματα δέν τά δίδομε, ραγιάδες νά γενούμε,
Παρά θά γένη πόλεμος μέ τόπια (κανόνια), μέ ντουφέκια.
Κι' Αλήμπεης, σάν τ' άκουσε πολύ τού κακοφάνη,
Δώδεκα μέρες πολεμάει μέ τόπια, μέ ντουφέκια.
Τήν Κυριακή τό δειλινό μεγάλα τόπια βγάλαν,
Καρσί στόν Πύργο τόβαλαν, τόν πύργο νά χαλάσουν
.
Βλέπουν τόν πύργο κ' έτρεμε κ' ήθελε νά πέση,
Κ' οι κλέφταις έπλακωσανε καί τά νησιά γιομίσαν.
Κ' οι Μπαρδουνιώταις πάν κοντά πού ξέρουν τά γιατάκια.
Πουλάκι επήγε κ' έκατσε στήν έρημη Καστάνια.
Δέν εκελάιδει κ' έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα.
Πολύ κακό πού πάθανε οι Κολοκοτρωναίοι,
Πού τούς εσκλάβωσ' ή Τουρκιά, τ' Αλήμπεη τ’ ασκέρι.
Τήν ταπεινή Αναγνώσταινα τήν πήραν οι Λαλιώταις,
Τή δόλια τήν Γεωργάκαινα τήν πάν στήν Καλαμάτα.
Κ' η Κωσταντού (μάνα τού Θοδωρή) ήταν πονηρή
κ' έντύθηκε τ' ανδρίκια,
Πήρε τό αλαφρό σπαθί καί τό βαρύ τουφέκι
καί μέ τούς άνδρες έσμιξε καί πάει τή μέσα Μάνη.
Κ' Αλήμπεης πού τ' άκουσε πολύ τού κακοφάνη
Δέν είχα Τούρκους εδικούς, δέν είχα παλληκάρια.
Γιά νά τήν πιάσουν ζωντανή.
Πολύ σκοτίδιασε ο ουρανός, πάλι νά βρέξη θέλει,
σκοτίδιασε η Μαυρομηλιά καί τής Μηλιάς ο κάμπος.
Έσύρανε τά ρέματα, έσυραν τά λαγκάδια,
Κ' εκόπηκε τό πέρασμα, κ' εκόπη τό γιοφύρι.
πού κεί περνάει η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι,
μέ τά μπαϊράκια τά χρυσά, ταίς ασημομπιστόλαις.
Κινάν καί πάν' ς τήν εκκλησιά γιά νά λειτουργηθούνε,
φορούν τά πόσια τά χρυσά, ταίς ασημοπαλάσκαις.
Σίντας ξελειτουργήσανε καί βγηκαν'ς τήν κουβέντα,
πετάχτηκε ο Κωσταντής καί λέει τού Δημητράκη.
"Τούτ' η χαρά πού 'χομ' εμείς σέ λύπη θά μάς φέρη,
πολλή Τουρκιά μάς έζωσε, ο Θεός νά μάς γλυτώση".
Τ' ακούει ο Παναγιώταρος κ' εσβήστη από τά γέλια,
"Τί λες κουμπάρε Κωσταντή τί λές τί κουβεντιάζεις;
Τίγαρις είναι τού Μυστρά νά τό πατούν οι Τούρκοι;
Ποτέ δέν επατήθηκε τής Καστανιάς ο πύργος,
ουδέ ο Τούρκος τόν πάτησε, μαϊδέ καί ο Αλαμάνος".
Τρείς περδικούλαις κάθουνται'ς τόν πύργο τής Καστάνιας,
η μία κλαίει τόν Κωσταντή, η άλλη τό Δημητράκη
κ' η τρίτη η καλύτερη κλαίει τόν Παναγιώτη.»
Ότε λοιπόν ήρχισαν αι εχθροπραξίαι κατά τών Οθωμανών,
προύχοντες τινες ή κοτσαμπασίδες τών επαναστατημένων επαρχιών καί οι ρηθέντες καπεταναίοι τών
αρματολών καί τών κλεπτών, υψώσαντες τήν σημαίαν τής ελευθερίας καί συλλέξαντες
τούς εμπειροτέρους εις τά όπλα από τούς επαναστατημένους κατοίκους, εσχημάτισαν
ένοπλα σώματα.»
- Άλλη φορά, Μουσάγα, νά μή μού βγής σέ πόλεμο, γιατί σού κόβω τό κεφάλι καί τήν αδελφή σου καί τή μάνα σου θά τίς βαφτίσω καί θά τίς δώσω γυναίκες τών
παλληκαριών. Τούτο στό χαρίζω (δηλαδή τήν χωσιά πού τού είχε στήσει ο Τούρκος)
καί νά προσκυνάς πάντα τό σπαθί, ότι ο κασίδης (φαλακρός) ο
Μουχαμέτης (Μωάμεθ) σας δέν βγαίνει μπροστά στόν Χριστό μας.
- Πέκ έϊ, πέκ έϊ (πολύ καλά) μουρμούρισε ο ταπεινωμένος αιχμάλωτος
Τούρκος πού τόν επέστρεψε στή μάνα του, ο Κλέφτης από τήν Μπαρμπίτσα.
Καί νά είσαστε τήν άνοιξι χαζίρι (έτοιμοι) νά σηκωθούμε (εξεγερθούμε). Εμείς στόν Μοριά έχουμε σύντροφο καί βοηθό μας τή Μάνη. Τά μανιάτικα χωριά είναι όλα
χριστιανικά. Τούρκοι στά χωριά δέν είναι. Όλο στίς χώρες (μόνο στίς πόλεις). Τά κάστρα τά' χουν έρημα χωρίς ζαϊρέδες (πολεμοφόδια) καί σάν τούς κλείσουμε
τούς Μουρτάτες, τούς τά παίρνουμε κι ελευθερώνουμε τήν πατρίδα μας. Καί σείς βαστάτε τή Ρούμελη (κλείστε τά περάσματα νά μήν κατέβει στρατός
από Ιωάννινα καί Λαμία όπου υπήρχαν μεγάλα τουρκικά στρατόπεδα) νά μήν ημπορούν οι Τούρκοι νά μπάσουν ιμντάτι (βοήθεια) στόν Μοριά. (Γράμμα τού
Ζαχαριά στόν Ανδρίτσο, πατέρα τού Οδυσσέα, όπου φαίνονται σχέδια γιά επανάσταση τών
Χριστιανών κατά τών Τούρκων).»
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στίς 3 Απριλίου 1770 στό Ραμαβούνι Μεσσηνίας. Μητέρα του ήταν η Ζαμπία (Ζαμπέτα) Κωτσάκη από τήν
Αλωνίσταινα καί πατέρας του ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης ηγέτης τών Αρματολών τής Κορινθίας.
Είχε τέτοια φήμη ο Κωνσταντής πού οι Τουρκαλβανοί ορκίζονταν μέ τήν φράση "να μην σώσω από τού Κολοκοτρώνη τό σπαθί!"
Η φάρα τού Κολοκοτρώνη, τό Κολοκοτρωνέικο, ποτέ δέν συμβιβάστηκε μέ τόν κατακτητή, ποτέ δέν τόν προσκύνησε καί πάντοτε τόν πολεμούσε.
Ο παππούς τού Θεοδωράκη Γιάννης Κολοκοτρώνης είχε πέντε γιούς: τόν Αναγνώστη, τόν Βασίλη, τόν Κωνσταντή, τόν Αποστόλη καί τόν Γιώργη.
Οι τρείς τελευταίοι σκοτώθηκαν στήν περίφημη μάχη τής Καστάνιτσας (1780). Όταν ο
Γιάννης έμαθε γιά τή γέννηση τού εγγονού του, έκανε τήν λανθασμένη πρόβλεψη, ότι
ακόμα ένας Κολοκοτρώνης πού γεννήθηκε σκλάβος θά πέθαινε σκλάβος.
Ο ίδιος κρεμάστηκε από τούς Τούρκους αφού προηγουμένως τόν είχαν ακρωτηριάσει, τό 1772.
«H Μάνη εφθόνησε τό Μπέϊ, ήλθε καί ο Σερεμέτ Μπέϊς, διά νά βάλουν τόν Αντωνόμπεη Γληγοράκη.
Ήλθε ο Μπέϊς ο Κουμουντουράκης εις τήν Καλαμάτα μέ εξήντα ανθρώπους, εγώ είχα δεκαοκτώ. Μέ εμπόδιζαν νά βοηθήσω τόν Κουμουντουράκη, αλλά έπρεπε νά τόν
βοηθήσω εξ αιτίας τής φιλίας. 3000 Τούρκοι καί Μανιάται πηγαίνουν κατά τού Κουμουντουράκη. (Συμμάχησε ο Γρηγοράκης μέ τούς Τούρκους γιά νά γίνει μπέης
καί επιτέθηκε στόν Κουμουντουράκη).
Τό 1792 βρέθηκε νά υποστηρίζει, μαζί μέ τόν Ζαχαριά,
τή μεγάλη υποχώρηση τού θρυλικού κλέφτη Ανδρίτσου (πατέρα τού Οδυσσέα)
από τή Μάνη πρός τίς βορεινές ακτές τού Μοριά.
Από τήν παραλία τής Βοστίτσας τόν συνόδευσαν απέναντι στή Ρούμελη στό χωριό Άσπρα Σπίτια.
Κατά τήν διάρκεια τής "Ξενοφώντειας" αυτής
πορείας, οι Ρωμιοί ήρθαν σέ επανειλημμένες συγκρούσεις μέ τούς Τούρκους καί τούς επέφεραν απώλειες
μέ εκατοντάδες νεκρούς. Από εκεί καί πέρα θά άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση γιά τήν κλεφτουριά τού Μοριά.
«Εβγήκε φερμάνι νά μάς σκοτώσουν καί τούς δύο Πετιμεζά κι' εμέ, 1802.
Ένας βοϊβόδας τής Πάτρας ενήργησε αυτό - τό φιρμάνι έλεγε:
Ή τούς δύο ημάς ή τά κεφάλια τών κοτζαμπασίδων.
Εσκότωσαν τότε τόν Πετιμεζά εις τά Καλάβρυτα καί έστειλαν τό κεφάλι του εις τήν Τριπολιτζά.
(Ο Αθανάσιος Πετιμεζάς, στις 11 Ιουνίου 1804 πολιορκήθηκε από τούς Τούρκους στόν οικογενειακό του πύργο στά Σουδενά καί ύστερα από
δεκάωρη αντίσταση τραυματίστηκε δόλια προδομένος από έναν έμπιστο του Οθωμανό καλούμενο Αχμέτ - Πετιμεζά. Η κεφαλή
του στάλθηκε στό σεράι τού μόρα - βαλεσί στήν Τρίπολη. Παιδιά του ήταν οι Βασίλειος καί Νικόλαος Πετιμεζάς.
"Τα παλικάρια Θανάση μου τά καλά, συντρόφοι τά σκοτώνουν".)
Τήν τύχη τού Αθανασίου Πετμεζά είχε καί ο Ζαχαριάς. Ο Αντώνμπεης Γρηγοράκης,
είχε ρητή διαταγή από τόν Σερεμέτ Μπέη νά εξοντώσει τόν
Μπαρμπιτσιώτη αρχικλέφτη. Ο Αντώνμπεης Γρηγοράκης δέν δυσκολεύτηκε νά εξασφαλίσει
ένα φονιά γιά τήν άνανδρη εκτέλεση τού Ζαχαριά. Ο θρυλικός καπετάνιος
δολοφονήθηκε μέσα στόν πύργο τού κουμπάρου του Κουκέα, στά Τσέρια τής Ανδρούβιστας.
Τό κεφάλι τού Ζαχαριά οι δολοφόνοι τό έστειλαν στίς
Κιτριές όπου είχε αγκυροβολήσει ο Σερεμέτ μπέης.
«Τότε κάμνει ένα φερμάνι ο σουλτάνος νά σκοτώσουν τούς κλέφτας.
Αφοριστικό έρχεται τού Πατριάρχου διά νά σηκωθή όλος ο λαός,
καί έτζι εκινήθηκεν όλη η Πελοπόννησος, Τούρκοι καί Ρωμαίοι, κατά τών Κολοκοτρωναίων.
(Ο Πατριάρχης Γρηγόριος αφόρισε τούς κλέφτες καί όλοι μαζί
Τούρκοι καί Έλληνες κυνηγούσαν τούς Κολοκοτρωναίους).
Ο Πετιμεζάς, ο Γιαννιάς καί ο Ζαχαριάς ήτον χαϊμένοι πρωτήτερα, καί ευρέθηκα μέ μόνον 150.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αποκομμένος πλέον από τούς συγγενείς του, κρύφτηκε έξω από τή Βυτίνα όπου πάλι ένας βοσκός τόν πρόδωσε στούς Τούρκους.
Από τήν συμπεριφορά όμως τού τσοπάνη, κατάλαβε τήν προδοσία καί
διέφυγε γιά νά περάσει από τό Ζυγοβίστι στό Χρυσοβίτσι καί από εκεί νά καταλήξει στήν Μεγάλη Καστανίτσα (σημερινή Καστανιά ανατολικά από τή Στούπα). Εκεί
φιλοξενήθηκε από τόν συμπέθερό του Κωνσταντίνο Δουράκη γιά ένα μήνα.
Ο μπέης Αντώνιος Γρηγοράκης, ο οποίος είχε λάβει από τόν πασά τής
Τριπολιτσάς 50000 γρόσια γιά νά συλλάβει τόν Κολοκοτρώνη συμφώνησε μέ τόν Δουράκη νά παραδώσουν τόν κλεφταρματολό στούς Τούρκους.
Ο Δουράκης έβαλε αφιόνι (δηλητήριο) στό κρασί τού Κολοκοτρώνη,
αλλά μόλις ο Κολοκοτρώνης κατάλαβε τήν αλλαγή στή συμπεριφορά
τής γυναίκας τού Μανιάτη έχυσε τό κρασί. Πάλι ξέφυγε από τή σύλληψη ο κυνηγημένος
από τούς πάντες Κολοκοτρώνης καί κατάφερε νά μπαρκάρει
σέ ένα καΐκι στό Μαραθονήσι (Γύθειο) καί αφού έμεινε
γιά λίγο στό Τσίριγο (Κύθηρα), έφθασε επιτέλους σώος στήν ρωσοκρατούμενη τότε Ζάκυνθο.
«Μιά φορά επήγα εις τό πανηγύρι τής Αγίας Μονής.
Αυτό τό μοναστήρι ήτον μεγάλο καί εχαλάσθη εις τήν πρώτην Τουρκιά.
Όταν επέρασα, ήτον μία μάνδρα χαλασμένη καί σκεπασμένη εκκλησιά μέ κλάδους δένδρων.
Τότε έταξα ότι: "Παναγία μου, βοήθησέ μας νά ελευθερώσωμεν
τήν πατρίδα μας από τόν τύραννο καί θά σέ φκιάσω καθώς καί ήσουν πρώτα" (1803).
Τά Επτάνησα βρίσκονταν υπό ρωσική κυριαρχία καί εκεί μαζί μέ τόν Κολοκοτρώνη, είχαν βρεί καταφύγιο καί άλλοι κυνηγημένοι κλέφτες όπως ο Αναγνωσταράς,
ο Νικηταράς καί οι Πετμεζαίοι. Ο Θεοδωράκης συνάντησε επίσης καί τούς Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς Κατσαντώνη, Δημήτρη Καραΐσκο, Γιώργη Βαρνακιώτη, Σκυλοδήμο,
Κούμπαρη, Γιάννη Σταθά, Νίκο Τσάρα, Βλαχάβα αλλά καί τούς Σουλιώτες οι οποίοι είχαν χάσει τό Σούλι από τόν Αλή πασά.
«Ο νύν περιφανής ούτος ανήρ, παιδίον πενητεύον καί άγνωστον εισήρχετο περί
δείλην οψίαν εις τήν Τριπολιτζάν φέρον ξύλα επί ημιόνου, ότε καθ' οδόν
εραπίσθη παρ' Οθωμανού. Τό παιδίον καταλιπόν καί τά ξύλα καί τόν
ημίονον προσέφυγεν εις τά όρη καί ώμοσε ράπισμα αντί ραπίσματος.
Καί ιδού η χειρ τού ασήμου τούτου παιδίου μετ' ου πολύ θέλει
κολαφίσει αυτοκρατορίαν, ήτις δυσκόλως θέλει ανασηκωθεί μετά τό κολάφισμα».
«Μαύρη ζωή πού κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες.
«Μάταια στήν Ελλάδα θά θελήσης νά παραδοθής σέ χιμαιρικές σκέψεις:
η πικρή αλήθεια σέ κυνηγά. Καλύβες καμωμένες από ξερή λάσπη, κατάλληλες γιά άσυλο
θηρίων παρά ανθρώπων, γυναίκες καί παιδιά μέ κουρελιασμένα ρούχα,
πού φεύγουν άμα πλησιάζη ξένος ή γενίτσαρος, κατσίκια κι' αυτά τρομαγμένα πού σκορπίζονται
στό βουνό καί σκυλιά πού μόνο αυτά μένουν γιά νά σέ υποδεχθούν.
«Ο Κεχαγιάμπεης έστησε τά φονικά όργανα, τό τής απαγχονίσεως, τού
ανασκολοπιομού, σφύρας, πελέκεις, κ.λ.π. Έχων δέ καί ονομαστικόν κατάλογον
προγεγραμμένων τινών ως σχετικοτέρων φίλων τών Κλεφτών,
οίον γιατάκιδων, κατασκόπων, αποκρυπτόντων, τροφοδοτούντων ή εφοδιαζόντων εν προτέραις
καταδιώξεσι, διέταξε νά προσέλθωσι καί εμφανισθώσιν οι τοιούτοι ενώπιόν του,
εμφανιζομένων δέ, τινάς μέν προγεγραμμένους ανεσκολόπιζεν τινών
δέ τά οστά ζώντων, ή διά τής σφύρας ή διά τού πελέκεως συνέτριψεν ο ίδιος,
ούς μέν εκρεούργησεν, ούς δ' ώπτησε (έψησε) καί άλλας ωμότητας επεδείξατο διά νά
εμποιήσει τόν τρόμον.»
«Στήν Πελοπόννησον συγκλονίζει από αιώνων η ακατάβλητος εποποιΐα τών Κολοκοτρωναίων.
Από τού 1532 οπότε ο αρχηγός τής οικογενείας Τριανταφυλλάκος
Τσεργίνης έλαβε τά όπλα κατά τών Τούρκων μέχρι τού Θεοδώρου Κολοκοτρώνη η
οικογένεια αυτή γεμίζει τήν ιστορίαν τής Πελοποννήσου μέ τό όνομά της.
Μία αδυσώπητος κληρονομική γιγαντομαχία δημιουργείται υπό τής γενεάς αυτής κατά τών Τούρκων.
«Σκάλα, 18 Μαρτίου 1821. Ο Γιάννης Καρακίτσος, ο Δημήτρης Δρούλιας καί
ο Νίκος Τσιλίκας, από τήν "Κούλια" είδαν τόν Τούρκο τάταρη (ταχυδρόμο), πού
σταλμένος από τήν Τρίπολη μετέφερε στήν Ανδρούσα διαταγή συλλήψεως ομήρων.
Τά τρία παλικάρια τού έστησαν καρτέρι στήν Αλλαγή, στίς "Γούρνες".
Ο Τούρκος έτρεχε σέρνοντας πίσω του καί δεύτερο άλογο γιά νά ποδιαλλάζει
στό δρόμο γιά ξεκούραση. Τόν συνέλαβαν καί τόν κουβάλησαν στή Σκάλα γι' ανάκριση.
Ο τάταρης δέν θέλει νά μιλήσει. Τόν ζορίζουν. Ο Καρακίτσος ανάβει. Τό αίμα τού πατέρα του,
πού ανασκολοπίστηκε στή Παλουκόραχη, τόν πνίγει. Τούτο τό ξέρει καλά ο
Κοτζαμπάσης Θεόδωρος Πουλόπουλος, πού είτε κρίνοντας τό άτοπο τής επαναστάσεως, είτε
φροντίζοντας γιά τό κεφάλι του, πετιέται από τό μπαλκόνι του καί φωνάζει:
Η καταγωγή τής οικογενείας κρατάει από τό ακατοίκητο σήμερα χωριό Λιμποβίσι τού Δήμου Φαλάνθου, νοτίως τής Βυτίνας.
Στό επίσης εγκαταλελειμμένο σήμερα χωριό Αρκουδόρεμα οι Κολοκοτρωναίοι διατηρούσαν τά λημέρια τους.
Μετά τήν εξόντωση τής οικογένειας, ο Αναγνώστης Κολοκοτρώνης φρόντισε γιά
τήν ασφάλεια τής χήρας τού αδερφού του καί τού δεκάχρονου Θεοδωράκη
φυγαδεύοντάς τους στό χωριό Μηλιά τής
Μάνης, όπου έμειναν τρία χρόνια. Κατόπιν πήγαν στήν Αλωνίσταινα, στούς πρόποδες τού Μαίναλου, από όπου κρατούσε η καταγωγή τής Ζαμπέτας.
Στή συνέχεια ο θείος Αναγνώστης, τούς πήγε στό χωριό Σαμπάζικα (Άκοβο), όπου η Ζαμπέτα ξενοΰφαινε,
καί έκοβε ξύλα τά οποία ο μικρός Θόδωρος τά κουβαλούσε στήν Τρίπολη καί τά πουλούσε.
Όταν, μιά μέρα ο μικρός Θοδωράκης έμπαινε μέ τό γαϊδουράκι του
φορτωμένο ξύλα, στήν
Τρίπολη, τό ζώο παραπάτησε σέ μία λακούβα μέ νερά καί βράχηκε ένας
Τούρκος πού περνούσε δίπλα του. Τότε αυτός αγριεμένος τού έδωσε
δύο χαστούκια. Ο Κολοκοτρώνης από τήν ημέρα εκείνη δέν ξαναπήγε στήν
Τρίπολη. Θά έμπαινε ύστερα από σαράντα χρόνια στρατηγός τών Ελλήνων καί εκδικητής.
Τό 1790 παντρεύτηκε σέ ηλικία 20 χρονών τή θυγατέρα τού προεστού Καρούτσου
τήν Αικατερίνη (1790) μέ τήν οποία έκανε έξι παιδιά.
Βγήκε από μικρός στήν κλεφτουριά καί γρήγορα έγινε πρωτοπαλίκαρο τού Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη.
Μάλιστα ο Ζαχαριάς, όταν παρατηρούσε τό νεαρό κλέφτη νά μήν αποχωρίζεται τό τουφέκι του ούτε ακόμα καί όταν χόρευε, είχε προβλέψει ότι κάποτε αυτός θά πάρει τήν
θέση του καί θά γίνει καπετάνιος. Πράγματι, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, σέ νεαρή ηλικία, έγινε καπετάνιος, επικεφαλής εξήντα ανδρών καί αφού οι Τούρκοι δέν
μπορούσαν νά τόν θανατώσουν τόν έκαναν αρματολό στήν επαρχία Λεονταρίου καί Καρύταινας. Συμμετείχε καί στίς εμφύλιες διενέξεις μεταξύ τών
οικογενειών τής Μάνης, βοηθώντας τόν μπέη Παναγιώτη Κουμουντουράκη πού μαχόταν εναντίον τού μισητού του αντιπάλου Αντώνμπεη Γρηγοράκη.
Βλέπω μικρά μπαϊράκια εις ταίς Καπετανίαις, συμβούλευσα νά μήν πάμε μέσα εις τήν Μάνη, ηθέλαμε νά πιάσωμε τό κάστρο τού Κουμουντουράκη τέσσαρες
ώραις μακρυά από τήν Καλαμάτα. Οι Καπετανάκιδες καί άλλοι Μανιάταις μάς πολέμησαν, ελαβώθηκα.
Επιάσαμε τόν πύργον, έπειτα διά νυκτός ανέβημεν εις τό κάστρο.
Οι πατζαούρες (τά βόλια πού δέχτηκε από πυροβολισμό) τής λαβωματιάς ήτον μέσα.
Ο Παναγιώτης Μούρτζινος καί ο Χρηστέας, φίλοι πατρικοί, τούς γράφω ένα γράμμα, μέ κάθε συμβιβασμό νά έβγω, νά υπάγω εις τήν Μάνην νά γιατρευθώ.
Οι Μούρτζινοι λέγουν εις τόν Σερεμέτ Μπέη νά εβγάλουν τούς κλέφταις διά νά αδυνατίση ο Κουμουντουράκης, καί έτζι εγέλασαν τόν Σερεμέτ μπέϊ νά έβγω εγώ από μέσα,
καί μού είπαν νά έβγω μέ όλους μου τούς ανθρώπους.
(Είπαν στούς Τούρκους νά βγούν οι Κλέφτες, τάχα γιά νά αδυνατίσει ο αντίπαλος,
αλλά ήθελαν νά βοηθήσουν τόν Κολοκοτρώνη πού ήταν τραυματίας
νά ξεφύγει. Βλεπουμε ότι οι Μανιάτες ήταν χωρισμένοι καί πολεμούσαν οι
μέν τούς δέ στίς εμφύλιες συρράξεις καί βεντέτες, αλλά μετά επανασυνδέονταν.)
Ο Κουμουντουράκης επαραδόθηκε καί τόν πήρε η αρμάδα σκλάβον, εγιατρεύθηκα εγώ επήγα εις τό αρματωλίκι μου.
Μού έπεσαν οι προεστοί καί ο κύρ Γιάννης (Δεληγιάννης) καί μού
λέγουν: δέν είναι καλόν νά κινδυνεύης εις τήν Μάνην καί νά φέρεις τήν φαμίλιαν σου εις τήν Καρύταινα.
(Τού είπαν οι προεστοί νά αφήσει τήν Μάνη καί νά γυρίσει μέ τήν οικογένειά του στήν Καρύταινα).
Τά έβγαλα τά παιδιά μου εις τήν Καρύταινα καί εκατοίκησα εις ένα
χωριό Στεμνίτζα.»
Η Υψηλή Πύλη έβαλε μπρός νά αφανίσει τούς κλέφτες πάσει θυσία. Ο σουλτάνος μοίρασε
πολύ χρυσάφι καί πότε μέ εκβιασμούς πότε μέ υποσχέσεις
κέρδισε τή συνεργασία τών κατσαμπάσηδων καί τών επισκόπων.
Οι προεστοί Ζαΐμης καί Ιωάννης Δεληγιάννης συνεννοήθηκαν μέ τό βοϊβόντα τών
Πατρών νά δολοφονήσουν τόν Πετιμεζά καί τόν Κολοκοτρώνη καί τά
κατάφεραν στήν περίπτωση μόνο τού Σουδενιώτη αγωνιστή.
Εις τά Μαγούλιανα εσκοτώσαμεν τούς Τούρκους, έκαια τά χωριά. Οι προεστοί βάζουν τόν Κόλια (Πλαπούτα), διά νά προσπέσει νά συμβιβασθούμε,
νά ησυχάσουμε. Μάς έδωσαν τό αρματωλίκι. Περάσοντας τρείς τέσσαρους μήνες, ο Δελιγιάννης ήθελε
νά μάς χαλάσει, πλήν δέν ημπόρουσε.
(Ο διαμόνιος Κολοκοτρώνης γλύτωσε καί αυτή τή φορά).»
Αργότερα, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, τό έκλεψαν Αρβανίτες καί ένας Έλληνας παπάς καί τό ενταφίασαν
χριστιανικά στήν Τρίπολη. Άλλος θρυλικός κλέφτης πού εξοντώθηκε ήταν ο Γιαννιάς από τήν Προστοβίτσα (Δροσιά) Τριταίας (1760 - 1805).
Ο Γιαννιάς από μικρός είχε βγεί στήν κλεφτουριά καί συμμετείχε σέ μάχες μαζί μέ τόν Λάμπρο Κατσώνη, τόν Ζαχαριά καί τόν Ανδρέα Ανδρούτσο.
Τό 1805 έπεσε σέ παγίδα πού τού είχαν στήσει οι Τούρκοι, τραυματίστηκε καί τόν
συνέλαβε στήν Κερτίζα (Αγία Κυριακή Ηλείας) ο παλιός του φίλος Κονταχμέτης ο Λαλιώτης.
Τόν μετέφεραν στήν Πάτρα καί τόν κρέμασαν σέ μία μελικοκιά πρό τού ναού
τού Αγίου Αθανασίου στή σημερινή Πλατεία Μαρούδα, μαζί μέ τόν γιατρό Τζιμίκο.
Η επιχείρηση τών Τούρκων γιά τόν χαλασμό τής κλεφτουριάς πέτυχε.
Ευτυχώς, ο Κολοκοτρώνης κατάφερε νά διαφύγει τό 1805, στή ρωσοκρατούμενη
Ζάκυνθο όπου συνάντησε Σουλιώτες καί Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς καί από κοινού έστειλαν αναφορά στόν Τσάρο Αλέξανδρο τής Ρωσίας
ζητώντας βοήθεια γιά νά απελευθερωθεί η Ελλάδα. Εκεί οι Ρώσοι τούς πρότειναν νά ενταχθούν στό ρωσικό στρατό καί νά πολεμήσουν τούς
Γάλλους στή Νεάπολη τής Ιταλίας. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αρνήθηκε δηλώνοντας ότι δέχεται νά πολεμήσει μόνο γιά τήν πατρίδα, αφού μιά φορά βαπτίστηκε μέ
τό λάδι καί τή δεύτερη θά βαπτισθεί μέ τό αίμα τής ελευθερίας τής Ελλάδος.
Ο Γέρος τού Μοριά επανήλθε στήν Πελοπόννησο τό 1806. Η ζωή του όμως ήταν ένα μαρτύριο αφού νυχθημερόν πολεμούσε τούς διώκτες του
σέ χωριά τής Μεσσηνίας καί τής Αρκαδίας, υποφέροντας διαρκώς τό κρύο καί τά χιόνια, τήν κούραση, τήν πείνα, τίς κακουχίες καί τήν προδοσία.
Εμάθαμεν ότι ήλθε τό συνοδικό καί τό φιρμάνι.
(Εμαθε γιά τόν αφορισμό καί τό φιρμάνι τής εξόντωσής τους από τόν σουλτάνο καί πρότεινε στά παλληκάρια του
νά φύγουν πάλι γιά τή Ζάκυνθο).
Εμάζωξα όλους εως 150 καί τούς είπα νά αναχωρήσωμεν νά πάμε εις τήν Ζάκυνθον.
Αυτοί αφού άκουσαν ότι οι Ρούσοι είχαν πάρει όλους
τούς Έλληνας καί τούς επήγαν εις τή Νεάπολι, μέ απεκρίθηκαν όλοι μέ ένα στόμα, ότι
"ημείς δέν πηγαίνομεν εις τήν Φραγκιά καί θέλομε ν' αποθάνωμεν επάνω
εις τήν πατρίδα μας". Ο αδελφός μου ο Γιάννης μέ είπε ότι: "θέλω νά μέ φάγουν τά όρνεα τού τόπου μας".
Τούς φίλους μας όπου είχαμεν εις τήν Μάνη, καθώς Κουμουντουράκιδες,
Μούρτζινους καί λοιπούς, τούς είχεν ο Αντωνόμπεης εξορίσει εις τήν Ζάκυνθον,
καί δέν είχαμεν πλέον καταφύγιον εις τήν Μάνη. Καί τά βουνά ήταν γεμάτα χιόνια καί
δέν ειμπορούσαμε νά πάμε, αμή 30 εχωρίσθηκαν κατά τά Πηγάδια καί
οι άλλοι ανοίξαμεν μπαϊράκι καί ετραβήξαμεν κατά τόν Άγιον Πέτρο.
Εστείλαμεν εις τά Βέρβενα νά μάς στείλει ψωμί καί ζωοτροφίας,
καί αυτοί μάς αποκρίθησαν: «Έχομε βόλια καί μπαρούτι», καί επήγαμε καί τούς χαλάσαμε.
(Οι προεστοί στά Βέρβενα Κυνουρίας αρνήθηκαν νά τροφοδοτήσουν μέ τρόφιμα τούς κλέφτες καί τότε οι Κολοκοτρωναίοι, μέ επικεφαλής τόν αδελφό τού
Θόδωρου, Γιάννη πού τόν ονόμαζαν Ζορμπά γιά τόν ανυπόταχτο χαρακτήρα του, ρίχτηκαν στά σπίτια τού χωριού τά λεηλάτησαν καί τά έκαψαν.
Όσοι από τούς προεστούς γλίτωσαν, έτρεξαν στό Μόρα βαλεσή τής Τριπολιτζάς καί ζήτησαν
βοήθεια. Καί ο Σεϊτ Οσμάν, πού
κείνη τήν εποχή ήταν βαλής στόν Μοριά, οργάνωσε ένα πανίσχυρο καταδιωκτικό
σώμα μέ αρχηγό τόν Κεχαγιάμπεη. Μάζεψε αυτός πολύ στρατό, πήρε μαζί του κρεμάλες,
τσεκούρια, σφυριά, σούβλες, παλούκια κι άλλα όργανα
βασανιστηρίων καί ξεκίνησε. γιά νά τιμωρήσει τούς κλέφτες.
Στρατοπέδευσε στή Σκάλα Μεσσηνίας καί αυτό τό χωριό αποτέλεσε τόπο βασανιστηρίων
καί μαρτυρίων γιά εκατοντάδες Χριστιανούς. Σέ έναν ανεμόμυλο
πού έκτοτε ονομάστηκε Παλουκόραχη (παλκόραχη), επί μήνες ο Κεχαγιάμπεης παλούκωνε, έψηνε στίς σούβλες ή έκοβε σέ κομμάτια κάθε συλλαμβανόμενο
κλέφτη ή ύποπτο συνεργασίας. Στή συνέχεια, οι Τούρκοι χωρικοί μετέφεραν τά κεφάλια στήν Τριπολιτσά γιά νά πάρουν τό μπαξίσι από τόν πασά.)
Από εκεί απεράσαμεν πίσω εις τά Σαμπάτζικα (Άκοβο). Τότε επρόσταξε ο Πασσάς όλαις ταίς επαρχίαις διά νά έβγουν Τούρκοι καί Ρωμαίοι νά μάς βαρέσουν.
Από Σαμπάτζικα εκατεβήκαμεν εις τό Μοναστήρι τής Βελανιδιάς, καί εστείλαμεν εις τήν Καλαμάτα νά μάς στείλει ψωμί καί φουσέκια, καί οι Καλαματιανοί
εφοβούντο νά μάς στείλουν. Ημείς εκινήσαμεν τότε νά πάγωμεν μέσα εις τήν Καλαμάτα διά νά κτυπήσωμεν τούς Τούρκους. Τότε οι προεστοί μάς
έφερον οι ίδιοι ζαερέ καί μπαρουτόβολο καί στουρνάρια εις τόν Άγιον Ηλία, πλησίον τής Βελανιδιάς. Από εκεί ετραβήξαμε τήν ημέραν
καί επήγαμεν εις τό Πήδημα, σύνορο Καλαμάτας καί τό βράδυ επήγαμεν εις τό Τζεφερεμίνι.
Μία ώρα μακρυά από εκεί όπου είμαστε ημείς, εις τήν Σκάλα, ήλθε ο Κεχαϊά - μπεης μέ 2000 Τούρκους,
μέ τά παλούκια.
Τό βράδυ επήγαμεν εις τό Αλιτούρι (χωριό τού Μελιγαλά), καί εκεί μάς επλάκωσαν Ανδρουσανοί,
Λεονταρίτες καί λοιποί έως 700. Ήλθαν τήν αυγήν, αρχίσαμε τόν πόλεμο,
ημείς εβγήκαμε από τό χωριό, τούς πήραμε κυνηγώντας έως μίαν ώραν μακριά,
τούς επήραμε 4 άτια, πολλοί επνίγηκαν εις τό ποτάμι καί άλλους εσκοτώσαμε,
καί επήραμεν πολλάς ζωοτροφίας καί πολεμοφόδια.
(Οι Κολοκοτρωναίοι κυνηγημένοι σάν τά θηρία από τήν Καλαμάτα μέχρι τήν
Τρίπολη καί από τήν Κυνουρία μέχρι τήν Γορτυνία,
χωρίστηκαν σέ μπουλούκια (ομάδες) γιά νά σωθούν,
λέγοντας ο ένας στόν άλλο "καλή αντάμωση στόν άλλο κόσμο". Οσοι δέν πήγαν μαζί μέ τόν Θεοδωράκη εξοντώθηκαν.
Ο ξαδελφός του Δημητράκης ή Κουντάνης θανατώθηκε ύστερα από φρικτά βασανιστήρια. Ο αδελφός του Γιάννης Ζορμπάς κρύφτηκε στό
μοναστήρι Αιμυαλών στή Δημητσάνα, όπου προδόθηκε από
τούς μοναχούς καί τόν σκότωσαν έπειτα από πολιορκία οι Τούρκοι. Όταν
ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θά επέστρεφε στρατηγός στή Δημητσάνα
θά επιχειρούσε νά κάψει τό μοναστήρι, αλλά οι ντόπιοι θά τόν απέτρεπαν από τήν πράξη αυτή).
Ο Δημητράκης εκάθησε δύο ημέραις εις τήν Βυτίνα, έφυγε από εκεί. Τού Δημητράκη τού έκοψαν τό κεφάλι καί τό χέρι, τό παρρησίασαν
ως δικό μου, επειδή είχε γράμματα. Ο Γιάννης δέν εύρε τόν φίλον του, επήγε εις τούς Αιμυαλούς, μοναστήρι, τού έδωκε ένας καλόγερος φαγί καί
έπειτα επήγε, έδωσε είδησιν εις τούς Τούρκους, επήγαν, τόν πολιόρκησαν εις τόν ληνόν καί τόν εσκότωσαν.»
Μέ εβοήθησε, καί εις τόν δεύτερον χρόνον τής επαναστάσεώς μας επλήρωσα τό τάμα μου καί τήν έφκιασα. Αυτό τό είδος τής ζωής όπου εκάμναμε
μάς βοήθησε πολύ εις τήν επανάστασι, διότι ηξεύραμεν τά κατατόπια, τούς δρόμους, τάς θέσεις, τούς ανθρώπους. εσυνηθίσαμεν νά καταφρονούμεν τούς
Τούρκους, νά υποφέρομεν τήν πείναν, τήν δίψαν, τήν κακοπάθειαν, τήν λέρα, καί καθεξής.»
Όπως ήταν φυσικό όλοι αυτοί οι εμπειροπόλεμοι Ρωμιοί όταν συναντήθηκαν στά Επτάνησα συζητούσαν μεθόδους καί τρόπους γιά τήν αποτίναξη τού τουρκικού ζυγού
από τήν πατρίδα τους. Τό καλοκαίρι τού 1807 γνώρισε
στήν Αγία Μαύρα (Λευκάδα) τόν Ιωάννη Καποδίστρια, ενώ τήν ίδια
χρονιά, όταν η ναυτική ρωσική μοίρα υπό
τόν ναύαρχο Σενιάβιν αναχώρησε από τήν Κέρκυρα μέ σκοπό τήν
υποκίνηση εξέγερσης τών νησιών τού Αιγαίου εναντίον τών Τούρκων, ο Κολοκοτρώνης
δραστηριοποιήθηκε στό Αρχιπέλαγος (Αιγαίο) μέ τό πλοίο του καπετάνιου Γεωργίου Αλεξανδρή.
Από τό πειρατικό πλοίο έστειλε επιστολή στόν Γρηγόριο πού βρισκόταν στό Άγιον Όρος, κατηγορώντας τόν γιά τούς αφορισμούς, τήν συνδρομή
τών κατοίκων τής Δημητσάνας στούς Τούρκους καί τόν θάνατο τού αδελφού του Γιάννη στόν μοναστήρι Αιμιαλών. Ο Γρηγόριος, σύμφωνα μέ τόν Μιχαήλ Οικονόμου, τού
απάντησε ότι όλα έγιναν κατόπιν πιέσεων "γεγονότα εξ ανάγκης κατά Θείαν συγχώρησιν" καί γιά νά μήν
κινδυνέψουν οι Χριστιανοί, "επιτίμιον προληπτικόν
κακών εκδοθέν υπερ τών τότε κινδυνευόντων Χριστιανών".
Τήν άνοιξη τού 1808, ανταποκρίθηκε στήν πρόσκληση τού Τουρκαλβανού πατρικού φίλου
του, Αλή Φαρμάκη από τό Λάλα Ηλείας γιά νά συνδράμει στόν
αγώνα εναντίον τού νέου διοικητή τής Πελοποννήσου, Βελή πασά υιού τού Αλή τών Ιωαννίνων.
Ο Αλή Φαρμάκης πολιορκήθηκε από τούς Τούρκους τού Βελή
στόν πύργο του στό Μοναστηράκι τής Γορτυνίας, κοντά στό χωριό Κοντοβάζαινα. Εκεί
ήλθε καί κλείστηκε μαζί του ο Κολοκοτρώνης. Η πολιορκία κράτησε πολύ. Όταν συμπληρώθηκαν 30 ημέρες, ο Βελής πρότεινε στόν Αλή
Φαρμάκη νά παραδώσει τόν Κολοκοτρώνη καί θά τού συγχωρεθούν όλα τά πταίσματά του. Τού είπε μάλιστα ότι είναι κρίμα νά χαθεί τόση Τουρκιά γιά έναν Ρωμαίο.
Ο Φαρμάκης αρνήθηκε καί ο πόλεμος συνεχίστηκε. Οι Τούρκοι έφτιαξαν λαγούμι (υπόνομο) κι έβαλαν χίλιες οκάδες
μπαρούτι γιά νά ανατινάξουν τόν πύργο. Οι κλεισμένοι τό κατάλαβαν κι έφτιαξαν κι αυτοί αντίθετο υπόνομο ο οποίος αχρήστευσε τό λαγούμι τού Βελή,
αφού κατά τήν πυροδότηση τά αέρια τής εκρήξεως βρήκαν έξοδο διαφυγής κι έτσι ο πύργος έμεινε αβλαβής.
Ακολούθως Τούρκοι καί Αλβανοί ήλθαν σέ συμβιβασμό. Ο Κολοκοτρώνης "νά υπάγει απείραγος" στή Ζάκυνθο καί ο Αλή Φαρμάκης νά
διατηρήσει τόν πύργο του. Ο Κολοκοτρώνης πέρασε από τού Λάλα καί από εκεί πήγε στό Πυργί καί "εμβαρκαρίσθηκε υγιής" γιά τή Ζάκυνθο.
Τά Επτάνησα βρέθηκαν υπό αγγλική κυριαρχία τό 1809. Ο Κολοκοτρώνης τήν επόμενη χρονιά κατατάχτηκε σέ σώμα Ελλήνων εθελοντών τού αγγλικού
στρατού όπου διακρίθηκε πολεμώντας τούς Γάλλους τού Ναπολέοντα καί γι' αυτό πήρε τόν βαθμό τού ταγματάρχη.
Από εκεί προέρχεται καί η επίσημη στολή μέ τήν χαρακτηριστική κόκκινη περικεφαλαία μέ τόν λευκό σταυρό.
Υπηρέτησε μέχρι τό 1817 τούς Άγγλους αποκομίζοντας σημαντική πείρα στίς πολεμικές επιχειρήσεις τού άριστα οργανωμένου βρετανικού στρατού.
Στό διάστημα αυτό μορφώθηκε καί μελέτησε τήν ελληνική ιστορία, κάτι
πού τόν έκανε νά συνειδητοποιήσει ακόμα περισσότερο τήν ανάγκη τού αγώνα γιά τήν
σωτηρία τού Γένους. Όταν αποστρατεύθηκε ασχολήθηκε προσωρινά μέ τό επάγγελμα τού ζωέμπορου.
Τό 1818 μυήθηκε από τόν Αναγνωσταρά στή Φιλική Εταιρεία
καί αμέσως μετά ο Κολοκοτρώνης είπε στόν Αναγνωσταρά: "χρόνια προσμένω τέτοιο χαμπέρι".
Αργότερα συναντήθηκε μέ τόν Ιωάννη Καποδίστρια στήν Κέρκυρα όπου είχαν συνομιλίες
σχετικά μέ τήν οργάνωση επανάστασης.
Τό 1819 ο Κολοκοτρώνης έχασε τή γυναίκα του τήν Κατερίνα.
Στίς 3 Ιανουαρίου 1821 τό πρωί, αφού πήρε τήν ευχή τής μάνας του, έφυγε από τή Ζάκυνθο,
μεταμφιεσμένος σέ καλόγερο καί στις 6 Ιανουαρίου βγήκε στή Σκαμαρδούλα (Καρδαμύλη)
τής Μάνης καί κρύφτηκε στόν πύργο τού φίλου του Μούρτζινου.
Από εκεί θά ξεκινούσε ο δεύτερος αγώνας τής ζωής του,
ο αγώνας πού ταυτίστηκε μέ τήν Ανάσταση τού Γένους. Εκτός από τίς στρατηγικές του ικανότητες,
ο Γέρος τού Μοριά, είχε καί τό κύρος νά εμψυχώνει τούς Ρωμιούς, οι οποίοι μέχρι
τότε μόλις άκουγαν τήν ιαχή "Τούρκοι!" έτρεχαν νά σωθούν.
Ο Κολοκοτρώνης θά τούς μετέτρεπε σέ μαχητές ικανούς νά στέκονται,
νά πολεμούν καί νά ταπεινώνουν τήν αλαζονεία τών μπέηδων, τών σερασκέρηδων καί τών πασάδων.
Ποτέ μας δέν αλλάζουμε καί δέν ασπροφορούμε,
ολημερίς στόν πόλεμο τή νύχτα καραούλι.
Δώδεκα χρόνους έκαμα στούς κλέφτες καπετάνιος,
Ζεστό ψωμί δέν έφαγα, δέν πλάγιασα σέ στρώμα,
τόν ύπνο δέν εχόρτασα, τού ύπνου τή γλυκάδα,
τό χέρι μου προσκέφαλο καί τό σπαθί μου στρώμα,
και τό καριοφιλάκι μου σάν κόρη αγκαλιασμένο.
Βασίλη κάτσε φρόνιμα, νά γίνεις νοικοκύρης,
γιά ν' αποκτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια νά δουλεύουν.
- Μάνα μου εγώ δέν κάθομαι νά γίνω νοικοκύρης.
νά κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια νά δουλεύουν,
και νάμαι σκλάβος τών Τουρκών, κοπέλι στούς γερόντους.
Φέρε μου τ' αλαφρό σπαθί καί τό βαριό ντουφέκι
νά πεταχτώ σάν τό πουλί ψηλά 'ς τά κορφοβούνια,
νά πάρω δίπλα τά βουνά, νά περπατήσω λόγγους,
νά βρω λημέρια τών κλεφτών, γιατάκια καπετάνιων.»
Le Peloponese est desert depuis la guerre des Russes, le joug des Turcs s'est appesanti sur les Moraites;
les Albanais ont massacre une partie de
la population. On ne voit que des villages detruits par le fer et par le feu.
(Η Πελοπόννησος είναι έρημη: ύστερα από τόν ρωσικό πόλεμο ο τουρκικός ζυγός
βάρυνε περισσότερο επάνω στούς Μωραΐτες. Οι Αλβανοί έσφαξαν ένα μέρος τού
πληθυσμού. Δέν βλέπει κανείς παρά χωριά καταστραμμένα από τή φωτιά καί τό σίδερο.)
Ο πίο μικρός αγάς τού πιό μικρού χωριού παιχνίδι τό έχει νά διώξη έναν
Έλληνα χωρικό από τήν καλύβα του, νά τού πάρη τή γυναίκα καί τά παιδιά του, νά τόν σκοτώση
μέ τήν παραμικρή πρόφαση.
Tel est le deplorable etat ou se trouvent aujourd'hui ce port si fameux (Piree).
Qui peut avoir detruit tant de monuments des dieux et des hommes ? (Σέ τί αξιολύπητη κατάσταση πού
βρίσκεται τό λιμάνι τού Πειραιά! Ποιός μπορεί νά έχει καταστρέψει τόσα μνημεία ανθρώπων καί θεών;)
Athenes est sous la protection immediate du chef des eunuques noirs du serail.
Un disdar, ou commandant, represente le monstre protecteur
aupres du peuple de Solon. Ce disdar habite la citadelle remplie
des chefs-d'oeuvre de Phidias et d'Ictinus, sans demander quel peuple a
laisse ces debris, sans daigner sortir de la masure qu'il s'est batie sous les
ruines des monuments de Pericles: quelquefois seulement le tyran automate
se traine a la porte de sa taniere; assis les jambes croisees sur un
sale tapis, tandis que la fumee de sa pipe monte a travers les colonnes du
temple de Minerve, il promene stupidement ses regards sur les rives de Salamine et sur la mer d' Epidaure).
(H Αθήνα βρίσκεται υπό τήν προστασία τού μαύρου ευνούχου τού σεραγιού. Ενας δισδάρης (διοικητής) είναι τό τέρας πού κυβερνά τόν λαό τού Σόλωνα.
Αυτός ο δισδάρης κατοικεί στά αριστουργήματα τού Φειδία καί τού Ικτίνου, χωρίς νά διερωτάται
ποιός λαός άφησε αυτά τά μνημεία... μέ σταυρωμένα τά πόδια
καπνίζει τόν αργιλέ του καί ο καπνός ανεβαίνει στίς κολώνες τού ναού τής Αθηνάς
καί αυτός χαζεύει ηλίθια τίς ακτές τής Σαλαμίνος καί τή θάλασσα τής Επιδαύρου).
On dirait que la Grece elle-meme a voulu annoncer par son deuil le malheur de ses enfants. En general, le pays est inculte, le sol nu, monotone,
sauvage, et d'une couleur jaune et fletrie. (H Ελλάδα θέλει νά ανακοινώσει μέ τό πένθος της τήν δυστυχία τών παιδιών της. Γενικώς η χώρα είναι ακαλλιέργητη,
τό χώμα γυμνό, άγριο μέ ένα χρώμα κίτρινο καί μαραμένο).
Quand ils seraient debarrasses de la tyrannie qui les opprime, ils ne perdront pas dans un instant la marque de leurs fers. (Oι Έλληνες όταν απαλλαγούν από τούς τυράννους
πού τούς καταπιέζουν δέν θά χάσουν ποτέ τά σημάδια τών σιδερένιων δεσμών τής δουλείας).
Il n' y a dans le livre de Mahomet ni principe de civilisation ni precepte qui puisse elever le caractere; ce livre ne preche ni la haine de la tyrannie ni l'amour de la liberte.
(Στό βιβλίο τού Μωάμεθ, τό Κοράνιο δέν υπάρχουν αρχές πολιτισμού ούτε διδάγματα πού
εξυψώνουν τήν προσωπικότητα, ούτε μίσος γιά τήν τυραννία, ούτε
αγάπη γιά τήν ελευθερία).
La servile creature qu' un pacha peut depouiller de ses biens, enfermer dans un sac de cuir et jeter au fond de la mer.
(O Έλληνας είναι τό δουλοπρεπές πλάσμα πού μπορεί ένας πασάς
νά τού αρπάξει όλη του τήν ιδιοκτησία, νά τόν κλείσει σέ ένα σακκί καί
νά τόν πετάξει στήν θάλασσα).»
Τώ 1785 ο Θεοδώρος Κολοκοτρώνης καί ο Ζαχαριάς θέτουν τίς βάσεις
ενός γενικού συνασπισμού τών αρματωλών Πελοποννήσου όστις περιλαμβάνει καί τόν
Μάντζαρην εκ Τεγέας, τόν Καράμπελαν εκ Βερβαίνων, τόν Κόλιαν Πλαπούταν,
τόν Αναγνωσταράν, Πετμεζάν καί άλλους.
Τώ 1806 ότε η Πύλη ηγωνίζετο νά καταστείλη τήν εν Πελοποννήσου εξαψιν τών πνευμάτων, ο Πατριάρχης
Γρηγόριος ο Ε' εκδίδει σφοδράν εγκύκλιον πρός πάντας τούς
μητροπολίτας Πελοποννήσου συνιστών υποταγήν τυφλήν εις τόν σουλτάνον.
Τότε εγένετο εν Τρίπολη, σύσκεψις προκρίτων καί αρχιερέων Πελοποννήσου εν
ή απεφασίσθη νά διατρανωθή η πρός τόν σουλτάνον πίστις αυτών καταδιωκομένων μέχρις εξοντώσεως τών
οπλαρχηγών»
-Μή σκοτώνεις τής σουλτάνας τό παιδί, Καρακίτσο, μή μού καίς τό σπίτι.
Μά τού Κλέφτη η καρδιά δέ δέχεται συμβιβασμούς.
Σιχαίνεται τό διπρόσωπο, έστω καί σωτήριο γιά τόν καιρό,
παιχνίδι τού Κοτζαμπάση καί τού απαντά:
-Άιντε μέσα στό "λώζιο" σου, γουρούνα!
Μέ μιά σπαθιά τού παίρνει τό κεφάλι.
Τό φέσι πετάγεται πέρα κι από μέσα πέφτει η διαταγή,
πού αν έφτανε στόν προορισμό της, ίσως - ίσως η επανάσταση πνιγόταν
στό λίκνο της. Η διαταγή πού βρέθηκε είναι:
"Οθωμανική Αυτοκρατορία
Σουλτάνος Ιραδές (Διάταγμα)
Αυτά τά ιοβόλα ερπετά τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τής Πελοποννήσου,
άτινα ονομάζονται Έλληνες προεστοί νά εξαφανιστούν διά πυρός καί μαχαίρας.
Τά κτήματά τους ας διανεμηθούν εις τούς πιστούς Οθωμανούς. Αι οικίαι τους
νά συντριβούν τοιουτοτρόπως ώστε ούτε αλέκτωρ νά εκφωνεί εις τό μέλλον.
Νά μεταδοθεί τάχυστα εις άπαντα τά φρούρια τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τής
Πελοποννήσου. Η μέρα εκτελέσεως ορίζεται η 31η Μαρτίου 1821".»
Κρίσιμος υπήρξε ο Απρίλιος τού 1821 γιά τήν εξέλιξη τής επαναστάσεως, αφού οι Έλληνες απειροπόλεμοι,
ανοργάνωτοι καί χωρίς ενιαία διοίκηση
νικήθηκαν επανειλημμένως από τούς εχθρούς. Πολλές φορές σκορπίζονταν μόνο καί μόνο
μέ τήν εμφάνιση τού τουρκικού ιππικού, όπως έγινε στήν μάχη τής Καρύταινας.
Εκεί ήταν πού μετά τήν διάλυση τού στρατοπέδου τους, οι οπλαρχηγοί αποχώρησαν γιά νά πολιορκήσουν τά κάστρα τής Μεσσηνίας.
«Ο Κολοκοτρώνης έμεινε μέ ολίγους, τούς οποίους προσκαλέσας παρά τήν εκκλησία τού Χρυσοβιτσίου, τούς ομίλησε πατριωτικόν λόγον καί τούς
προέτρεψε νά προσευχηθώσι διά νά τούς δυναμώση ο Θεός εις τόν άνισον πόλεμον, τόν οποίον επεχείρησαν, μετά δέ ταύτα παραλαβών αυτούς ήλθεν εις Πιάναν,
όπου εσυνάχθησαν καί τίνες άλλοι Καρυτινοί καί Τριπολιτσιώται καπεταναίοι καί μετ' ολίγον όλοι
απήλθομεν εις τό διάσελον τής Αλωνίσταινας καί ανταμώσαμεν μέ τό
εκεί στρατόπεδον, ότε ο Κολοκοτρώνης έστειλεν αύθις εις όλα τά χωρία τής Καρύταινης καπεταναίους μέ στρατιώτας, διά νά βιάσωσι τούς δυνάμενους νά
φέρωσον όπλα όπως φθάσωσιν εις διάσελον καί όσοι εξ αυτών
φεύγουν νά συλλαμβάνονται καί στέλλωνται εκείσαι, όσοι δέ αρνούνται νά παιδεύονται
καί νά απειλώνται διά πυρός τών οικιών των.
Οι 300 ένοπλοι πού κατόρθωσε νά συγκεντρώσει ο αρχιστράτηγος διαλύθηκαν μέ τήν εμφάνιση καί μόνο 2000 Τούρκων πού είχαν βγεί από τήν Τριπολιτσά.
Οι Τούρκοι έκαψαν τήν Πιάνα καί τήν Αλωνίσταινα καί αποχώρησαν μόνο όταν τούς αντιμετώπισαν οι οπλαρχηγοί
Σταύρος Δημητρακόπουλος, Νικόλαος Ταμπακόπουλος
καί Κωνσταντίνος Πετμεζάς εμποδίζοντας τήν προέλασή τους στό Διάσελο τής Αλωνίσταινας. Ο Κολοκοτρώνης χωρίς νά αποθαρρυνθή ειδοποίησε τούς
συγκεντρωμένους στό Λεοντάρι οπλαρχηγούς νά σπεύσουν νά βοηθήσουν καί έτσι τό σχέδιό του γιά κατάληψη τού κέντρου τού Μοριά άρχισε νά γίνεται αποδεκτό.
Βαθμιαία έκαναν τήν εμφάνισή τους ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ο Διονύσιος Μούρτζινος (γιός τού φίλου τού Κολοκοτρώνη, τού Τρουπάκη), ο Αναγνωσταράς, ο
Παπαφλέσσας καί άλλοι, οι
οποίοι οργάνωσαν στρατόπεδα στό Πάπαρι, τή Μαρμαριά, τή Βλαχοκερασιά καί τό Λεβίδι.
«Πληροφορηθέντες οι Τούρκοι, ότι εις τήν κώμην τού Λεβειδίου ευρίσκοντο τοποθετημένοι κλέπται τινές εκ τών Ελλήνων,
εξεστράτευσαν άπαντες ιππείς τε καί πεζοί καί κατά τήν 14ην Απριλίου 1821 ημέραν Τετάρτην εξελθόντες τήν 4ην ώραν μετά τό μεσονύκτιον
έφθασαν εις τό χωρίον Κάψια, ώραν σχεδόν τού Λεβειδίου απέχοντος καί εκεί διεχωρίσθησαν κατά τόν ακόλουθον τρόπον.
Οι επαναστάτες πρόλαβαν νά ειδοποιήσουν μέ μαντατοφόρους τούς Καρυτινούς στρατιώτες καί τόν Σταύρο Δημητρακόπουλο
πού βρισκόταν στό διάσελο τής Αλωνίσταινας.
Ο Ιωάννης Παπακώστας από τού Δάρα μέ τήν γρήγορη φοράδα του τήν "Κούλα", παρόλο
πού τόν κυνήγησαν δεκάδες Τούρκοι ιππείς, κατάφερε νά
ξεφύγει καί νά ειδοποιήσει τόν Σουδενιώτη Ασημάκη Σκαλτσά.
Έτυχε τότε νά βρίσκονται στή Βυτίνα ο Δημήτριος Πλαπούτας (Κολιόπουλος) μέ λίγους στρατιώτες, ο Ηλίας Τσαλαφατίνος μέ λίγους Μανιάτες καί
ο Νικόλαος Πετμεζάς μέ τούς δικούς του. Έτσι ξεκίνησαν ενισχύσεις από τήν Βυτίνα αλλά καί από τά χωριά
Μαγούλιανα, Αλωνίσταινα καί Λάστα, μέ
σκοπό νά βοηθήσουν τούς αποκλεισμένους στό Λεβίδι.
«Οι δ' Έλληνες άμα αφ' ού τούς είδον ερχομένους, εφοβήθησαν καί απεχώρησαν φεύγοντες εις τά
υψηλά μέρη, αλλ' έως πενήντα παλληκάρια
ατρόμητα εκλείσθησαν εις επτά οικίας θαρρούντα εις τούς ανδρείους αρχηγούς των τόν
Αναγνώστην Στριφτόμπολαν, όστις πρώτος εφώναξε:
"ν' αποθάνωμεν εδώ αδέλφια διά τήν πίστιν καί τήν πατρίδα μας, όχι νά φύγωμεν",
τόν Νικόλαον Χριστοδούλου Σολιώτη, τούς Πετιμεζαίους
Γκολφίνον, Γεώργιον τόν χωλόν καί τόν Ιωάννην καί τόν Κολιόν Δαρειώτην.»
Οι Τούρκοι λυσσασμένοι από τίς απώλειες τόν είχαν βάλει στόχο από παντού.
Ένας δερβίσης κατάφερε νά χώσει τήν κάννη τού τουφεκιού του σέ
μία πολεμίστρα καί νά πετύχει μέ τό βόλι του
τόν Στριφτόμπολα κατακούτελα. Τό πρωτοπαλλήκαρό του,
ο γερο Κατριμουστάκης από τό χωριό Μποτιά,
παλαιός κλέφτης, σκέπασε επιτήδεια τό νεκρό μέ τήν κάπα του καί είπε στούς μαχόμενους:
"Ο καπετάνιος κοιμάται, αλλά πολεμάτε εσείς εγώ θά σάς δίνω φυσέκια".
«Ούτοι δέ όλοι άμα ανεφάνησαν άνωθεν καί είδον τό Λεβίδι έβαλαν ταίς φωναίς,
έρριξαν καί τά τουφέκια των πρός εμψύχωσιν τών
κλεισμένων Ελλήνων. Τούτο δέ οι Τούρκοι ιδόντες εδόθησαν εις φυγήν, καί
οι κλεισμένοι Έλληνες τούς κατεδίωκον. Ένας δέ Τούρκος εκρύβη εις ένα σπίτι από
κάτω από μίαν κοφίναν, τούτον ανεκάλυψεν ο Λαστιώτης Λιάκος Καράμπελας καί τού έκοψε τήν κεφαλήν.
Άλλος δέ πάλιν Τούρκος εμβήκεν εις τόν ναόν
τού Αγίου Χαραλάμπους καί ενησχολείτο νά εκβάλη τά μάτια τών αγίων,
μή γνωρίζων ότι οι άλλοι Τούρκοι έφευγαν. Αφού δέ απεστράβωσε τούς αγίους, κατόπιν επήρε
τήν κολυμβήθραν εις τόν ωμόν του, καί εξελθών τού ναού
ηκολούθει τούς άλλους, αλλ' οι Έλληνες τόν έπιασαν καί τόν εφόνευσαν.
Οι Τούρκοι σιγά σιγά άρχιζαν νά συνειδητοποιούν ότι είχε ξεσπάσει γενικός ξεσηκωμός τών γκιαούρηδων. Ειδικά όταν νίκησαν τούς Έλληνες
στήν Βλαχοκερασιά, νοτίως τής Τριπόλεως, βρήκαν στό εγκαταλειφθέν στρατόπεδο γράμματα τών καπετάνιων, διπλώματα αξιωματικών, οδηγίες
γιά πολιορκίες τών κάστρων καί σημαίες πού ανέγραφαν "Ελευθερία ή Θάνατος". Ο καϊμακάμης τής Τριπολιτσάς πανικοβλήθηκε καί δικαίως. Ο κλοιός
γύρω από τήν πολιτεία του άρχισε νά κλείνει. Ο Κολοκοτρώνης μέ τούς καπεταναίους
Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, Ηλία Μαυρομιχάλη, Διονύσιο Μούρτζινο,
Αναγνωσταρά, Ηλία Φλέσσα, Μητροπέτροβα, Κουμουνδουράκη, Αθανάσιο Σιώρη,
Παναγιώτη Κεφάλα, Παπατσώνη, Παναγιώτη Γιατράκο, Καρακίτζο,
Κανέλλο Δεληγιάννη, Νικηταρά καί άλλους άρχισαν νά συγκεντρώνουν
ένοπλους άνδρες σέ ένα χωριό νοτιοδυτικά τής Τριπολιτσάς, στό Βαλτέτσι.
«One of Pashas' favourite amusements was a Greek hunt, as the Turks called it. They would go out in parties of from fifty to a hundred, mounted, on fleet horses,
and scour the open country in search of the Greek peasantry, who might from necessity or hardihood have ventured down upon the plains. After capturing some,
they would give the poor creatures a certain distance to start ahead, hoping to escape; and then try the speed of their horses in overtaking them, the accuracy or their pistols
in firing at them as they ran, or the keenness of their sabres' edge in cutting off their heads.
«Δημήτριος Κολιόπουλος ή Πλαπούτας
«Η ποτέ ένδοξος καί ιερά γή τής Ελλάδος, πρό ολίγων ακόμη χρόνων, υπήρξε τό θέατρο τής καταστροφής, τών λεηλασιών καί τής ερημώσεως τής
τυραννίας! Η Οθωμανική καταδυναστεία κατεσπάραττε τούς δυστυχείς αυτής κατοίκους αφηρπάζουσα τάς περιουσίας των καί βεβηλώνουσα τήν τιμή των!
«Τρείς περδικούλες κάθονταν στόν ήλιο στόν προσήλιο
Ο Κολοκοτρώνης έμεινε μόνος του στό Χρυσοβίτσι γιατί διαφώνησε μέ τήν τακτική τών υπολοίπων, επιμένοντας
ότι έπρεπε τά στρατεύματα νά παραμείνουν στό κέντρο τού Μοριά καί νά επιτεθούν στήν πρωτεύουσα τών Τούρκων Τριπολιτσά. Μάλιστα ο
Παπαφλέσσας τόν ειρωνεύτηκε πού θά έμενε μόνος του, καί είπε σέ ένα παιδί νά μείνει μαζί μέ τόν Γέρο γιά νά μήν τόν φάνε οι λύκοι.
Ο Γέρος τού Μωρηά, μόνος του πλέον, από τό Χρυσοβίτσι κατευθύνθηκε στήν Πιάνα όπου βρήκε οκτώ συγγενείς του καί όπως λέει στήν
αφήγησή του, έγιναν εννέα καί μέ τό άλογό του δέκα, ενώ δέν είχε ούτε κάν τουφέκι. Από τήν Πιάνα πήγε στό χωριό τής μάνας του τήν Αλωνίσταινα,
χωριό πού βρίσκεσται στούς πρόποδες τού Μαινάλου καί βορειοδυτικά τής Τρίπολης. Πότε μέ απειλές,
"Όποιο χωριό δέν ήθελε νά ακολουθήση τήν φωνήν τής Πατρίδος τζεκούρι καί φωτιά", πότε μέ παρακάλια, ο Κολοκοτρώνης
κατάφερε νά συγκεντρώσει 300 άνδρες μεταξύ τών
οποίων ήταν ο Φώτης Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος) καί ο Βασίλης Δημητρακόπουλος.
Τά μέτρα ταύτα γινόμενα μέ τήν μεγαλητέραν δραστηριότητα, έφερον σπουδαία αποτελέσματα, καθόσον συνήχθησαν πολλοί στρατιώται καί ούτως ενεδυναμώθημεν
αρκετά. Τότε ο Κολοκοτρώνης αναβάς εις πέτραν τινά ομίλησεν εκτεταμένως περί πατριωτισμού,
περί ελευθερίας μετά συντριβής καρδίας καί επί τέλους επρόφερε
τά εξής: "Αδελφοί μου βλέπω ότι φοβείσθε, αλλ' ούτω δέν θά κάμωμεν δουλειά, διατί φοβείσθε καί φεύγετε; Εγώ εις αυτά τά βουνά μέ είκοσι ανθρώπους άλλοτε
εκτυπούσα τούς Τούρκους καί δέν μού έκαμον τίποτε καί τώρα όπου
εσηκώθη όλος ο κόσμος φοβείσθε από τούς παλιότουρκους;"
Ο Κολοκοτρώνης κατέστη, συναινέσει όλων τών στρατιωτικών τής Γορτυνίας καί τής Τριπόλεως,
ο αρχιστράτηγος τού στρατού καί υπεσχέθη νά καταβάλλη
πάντα αγώνα, ίνα φανή άξιος αρχηγός καί ίνα καταστρέψη τήν οθωμανικήν τυραννίαν, καί επί τέλους εζήτησεν ίνα διορισθή πενταμελής εφορία διά νά φροντίζη
περί πάντων τών αφορόντων τόν στρατόν καί επρότεινεν ως πρόεδρον
αυτής τόν Κανέλλον Δεληγιάννην. Ακολούθως δέ εκλέξαμε καί τά έτερα τέσσαρα μέλη τής
εφορίας τά οποία αποτελούντο από τούς Σπήλιον Κουλάν, Νικόλαον Ταμπακόπουλον, Γεώργιον Δημητρακόπουλον καί Δημήτριον Παπαγιαννόπουλον.
Ακολούθως απήτησεν από όλους υπακοήν, δραστηρίοτητα καί ταχείαν ενέργειαν πάσης διαταγής τού αρχηγείου, διότι άνευ τούτων στρατός δέν δύναται νά διατηρηθή
καί οι Τούρκοι θέλουσι ευκόλως μάς καταστρέψει καί επί τέλους προσέθηκεν: "Εγώ αδελφοί, εάν δέν είχον άκραν επιθυμίαν ίνα συνεργήσω εις τήν ελευθερίαν
τής πατρίδος, δέν ηρχόμην εδώ, διότι καί υπόληψιν πολλήν είχον εις τά Επτάνησα καί θέσιν μεγάλην καί εάν δέν ήμην πλούσιος έζων όμως μ' όλην τήν αφθονίαν,
φανείτε λοιπόν μιμηταί μου καί είμαι βέβαιος ότι ο Θεός θέλει μάς ελευθερώσει". Μόλις είπε τούς λόγους τούτους όλοι οι παρευρεθέντες εις τό διάσελον
κατενθουσιάσθημεν καί παρεδόθημεν χερσί καί ποσίν εις τήν διάθεσιν τόσον γενναίου καί φρονίμου αρχηγού.»
Τό στρατόπεδο στό Λεβίδι είχε συσταθεί από τούς Κωνσταντίνο Πετμεζά,
Παναγιώτη Αρβαλή, Γεώργιο Μπηλίδα, Σωτήρη Χαραλάμπη, Σωτήρη
Θεοχαρόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη, Σπύρο Καρασπύρο, Ρηγόπουλο, Ασημάκη Σκαλτσά,
Στεφανόπουλο καί Αναγνώστη Στριφτόμπολα.
Ο καπετάνιος Αναγνώστης (Δημήτριος) Στριφτόμπολας είχε γεννηθεί τό 1778.
Ήταν γιός τού Αργύρη Στριφτόμπολα καί εγγονός τού Δημήτρη Στριφτόμπολα πού είχαν σκοτώσει οι
Τούρκοι στόν Αλμυρό Λακωνίας. Καταγόταν, από τό χωριό Μεσορρούγι τής
Κλουκίνας (βόρεια από τή Ζαρούχλα)
καί ήταν ανηψιός τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη αφού η γιαγιά του ήταν
αδερφή τού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Οι γονείς του θέλοντας νά τού
μάθουν γράμματα τόν έβαλαν σέ δασκάλους καί ο μικρός μαθητής ήταν τόσο επιμελής
ώστε έλαβε τό παρατσούκλι Αναγνώστης.
Τήν εποχή τών κατατρεγμών η οικογένεια Στριφτόμπολα κατέφυγε στή Ζάκυνθο καί ο Αναγνώστης πολέμησε σάν μισθοφόρος τών Άγγλων, αποκτώντας πολεμική εμπειρία.
Επανήλθε στά Καλάβρυτα όπου εμυήθη στή Φιλική Εταιρεία
καί τό 1821 ήταν από τούς πρώτους πού πήρε τά όπλα γιά νά εκδικηθεί τούς δολοφόνους τού παππού του.
Στίς 14 Απριλίου 1821, οι Τούρκοι βγήκαν από τήν Τριπολιτσά μέ σκοπό νά διαλύσουν τό στρατόπεδο στό Λεβίδι.
Οι μέν πεζοί οκτώ χιλιάδες τόν αριθμόν κατέλαβον τόν πρός τόν άνω τού Λεβειδίου ορεινόν δρομον, οι δέ ιππείς δύο χιλιάδας όρμησαν
από τό κάτωθι τού χωρίου μέρος καί κατέλαβον τήν εκτεταμένην εκείνην πεδιάδα τού Λεβειδίου.
Τό καραούλιον (σκοπός)
όμως τών Ελλήνων ο επί τινος λόφου μεταξύ Κάψιας καί Λεβειδίου
ευρισκόμενος, μόλις από μακρόθεν εξάνοιξε τούς ερχομένους
Τούρκους, παρευθύς επυροβόλησε κατά τό σύνθημα, όπως λάβωσι γνώσιν οι εν τών Λεβειδίω
Έλληνες περίς τής αφίξεως τών εχθρών των. Συνήλθον άπαντες
οι αρχηγοί τών Ελλήνων καί απεφάσισαν ομοθυμαδόν, όπως κλεισθώσιν εντός
τών οχυρωτέρων οικιών τού χωρίου καί αντικρούσωσι τούς βαρβάρους εχθρούς των.
Αίφνης θεωρούν τό αναφανέν εις τήν πεδιάδαν τρομερόν εκείνο ιππικό, όπερ λυσσωδώς
ορμώμενον κατεσκίασε τό αχανές εκείνο πεδίον τού Λεβειδίου καί μόλις
τούτου φανέντος, όρμησαν παρευθύς καί οι επί τοίς λόφοις πεζοί Τούρκοι,
ορυόμενοι καί υψούντες κατά τών Χριστιανών τά στιλπνά ξίφη των.»
Στό Λεβίδι όμως όταν πλάκωσε η τούρκικη καβαλαρία - οι περιβόητοι ντελήδες
(τουρκ. παράτολμοι) - πολλοί Ρωμηοί λιποψύχησαν κι άρχισαν νά υποχωρούν.
Οι λίγοι πού έμειναν κλείστηκαν στά σπίτια, άνοιξαν μασγάλια (πολεμίστρες) καί ετοιμάστηκαν νά πεθάνουν.
Οι Τούρκοι μπήκαν στό χωριό καί μέ απανωτά γιουρούσια κατελάμβαναν τό ένα σπίτι μετά τό άλλο. Στήν εκκλησιά τού Προδρόμου βρήκαν τή γριά καντηλανάφτισσα
Γιαννού Παρασκευά καί αφού τή βασάνισαν, τής έβγαλαν τή γλώσσα πίσω από τό σβέρκο καί έτσι πέθανε.
Ήταν τόση η αντάρα, οι λάμψεις τών τουφεκιών, ο καπνός από τούς εμπρησμούς τών σπιτιών, τά βογγητά τών πληγωμένων, ο θόρυβος από τά βόλια
πού δέν ξεχώριζες τόν εχθρό από τόν φίλο. Έτσι ο Γκολφίνος Πετμεζάς σκότωσε τόν Αντώνιο Ανδριόπουλο από τό Σοπωτό Καλαβρύτων, ενώ ένας Αράπης μοίραζε
φουσέκια στούς Έλληνες νομίζοντάς τους γιά δικούς του.
Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη γιά τούς εβδομήντα αγωνιστές πού είχαν
νά αντιμετωπίσουν εκατοντάδες Τούρκους.
Ο Σπύρος Καρασπύρος, καπετάνιος τών Νεζερών, μαζί μέ τούς Αγγελή καί Παπουτσή, πολεμούσε απεγνωσμένα από τόν ληνόν (θερινή κατοικία) τού Σταμάτη
Δημητρακόπουλου. Τό ίδιο καί οι Νταβλαίοι από τό σπίτι τού Μαντά.
Ο Γιάννης Πετμεζάς, γιός τού Κωνσταντίνου, προσπαθώντας νά βάλει ένα στρώμα γεμάτο μέ καρπούς πίσω από τήν πόρτα στό κατώγι,
πυροβολήθηκε από Τούρκους καί τό βόλι τόν βρήκε στά γεννητικά όργανα.
Ο Δαραίος Αναγνώστης Τσαβαρόπουλος, περίφημος γιά τήν παλληκαριά του,
τραυματίστηκε θανάσιμα καί μετά από λίγο ξεψύχησε.
Σκοτώθηκαν επίσης ο Σπύρος Μπουλουξής καί ο Σολμενίκος από τό Σόλο.
Στό σπίτι πού ήταν κλεισμένος ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας, βρίσκονταν τά
πιό πολλά τούρκικα κουφάρια. Μάλιστα ο Αναγνώστης, ενώ τουφεκούσε,
εμψύχωνε παράλληλα μέ τίς φωνές του τά παλληκάρια του.
Ενώ όλα φαίνονταν χαμένα άρχισε νά βρέχει καί η βροχή εμπόδιζε τό κάψιμο τών σπιτιών πού είχαν οχυρωθεί οι αμυνόμενοι.
Μαζί μέ τήν βροχή έφθαναν καί οι ενισχύσεις από τά γύρω υψώματα ρίχνοντας μπαταριές καί φωνάζοντας:
"Ο Κολοκοτρώνης έρχεται!".
Ήταν η σειρά τών Τούρκων τώρα νά κιοτέψουν καί νά αρχίσουν νά σκορπούν. Τότε άρχισε η καταδίωξη καί οι Έλληνες άρχισαν πλέον νά παίρνουν θάρρος
καί νά πιστεύουν ότι ο Τούρκος δέν ήταν ανίκητος. Η Νίκη τού Λεβιδίου υπήρξε ο προάγγελος τών νικών πού θά ακολουθούσαν.
Πολλοί δέ άλλοι Τούρκοι έμειναν σκοτωμένοι,
καί τότε πάλιν οι Έλληνες είδαν τί πράγμα είναι ο Τούρκος καί πώς σκοτώνεται.
Εγώ τότε ήμουν εις τό διάσελον, ως καί πολλοί άλλοι στρατιώται, διότι
ήμην υπό τάς διατάγάς τού στρατηγού Κανέλου Δεληγιάννη.
Κατά ταύτην τήν μάχην τού Λεβιδίου διεκρίθη ο Σωτήριος Σκαλτσάς, υιός τού Ασημάκη.»
Very many instances are well authenticated of these parties, after tiring of slaughter, having brought in part of their game alive; that is, old men or women who could not escape; of
their taking them before Omer Brioni, and deliberately torturing them to death, for his amusement, and that of his followers. Many
a poor Greek, refused the merciful doom of the bullet or knife, was held down on the ground on his face, and had a sharp pointed stake (μυτερό παλούκι) applied to the lower part of his body,
and driven with a mallet through the whole length of it along the spine, till the point came out at the back of the neck. The stake (παλούκι)would then be reared erect,
one end planted in the ground, and the miserable victim left shrieking with torment (τό άθλιο θύμα ούρλιαζε από τόν
πόνο), and
gasping with thirst, till death should relieve him of the horrid pangs of impalement (παλούκωμα).
The recital and particulars of these horrid scenes, would be omitted,
were it not that they go in this instance to show that they were perpetrated deliberately, and by the order of the Turkish chief.
(Τά φρικτά βασανιστήρια γίνονταν κατόπιν διαταγών τής τουρκικής διοίκησης).
Impalement is perhaps the most dreadful punishment (Ο ανασκολοπίσμός είναι η πιό τρομακτική τιμωρία)
to which man can be subjected; for the driving of the stake through the body, does not
always (as would be supposed) put an instant period to life.
If the stake (which is as large as the wrist) is carefully directed along the inside of the spine,
it sometimes escapes the vital organs, and the sufferer may live for twenty four hours
(ο βασανιζόμενος μπορεί νά ζήσει καί πάνω από μία μέρα παλουκωμένος)
or more. They raising him erect, (τόν τοποθετούν όρθιο) and planting one end of the stake in the ground,
seems a refinement of cruelty, practised in some particular cases;
for generally, after being spitted, the victim is left upon the ground to writhe die.
Impalement is a legally authorized punishment in Turkey. In Candia, several Greek priests,
thus spitted alive, were slowly roasted by the Turks.
(Στά Χανιά πολλοί ιερείς παλουκωμένοι αργοψήνονταν στή φωτιά).»
Ο Χάου περιγράφει τό κυνήγι τών χωρικών καί τόν ανασκολοπισμό τών Χριστιανών τήν περίοδο
τής πολυπολιτισμικής καί "ανεκτικής" Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Ούτος ο φιλοπόλεμος στρατηγός κατήγετο από τό χωρίον Παλούμπα τής Λιοδώρας (δυτικά τής Δημητσάνας). Εν αρχή τής επαναστάσεως έγεινεν αρχηγός
ενός τμήματος (σέμπτι)
τής επαρχίας Καρυταίνης, τού λεγομένου τής Λιοδώρας. Αι εκδουλεύσεις του είναι επίσημοι καί γνωσταί.
Κατ' αρχάς ευρέθη εις τήν πρώτην μάχην, τήν οποίαν
ο Κολοκοτρώνης έκαμε μέ τούς Φαναρίτας Τούρκους, καί ήλθε κατόπιν των εις Καρύταιναν. Μετά δέ ταύτα όταν εσυναθροίζοντο οι στρατιώται εις τό Διάσελον τής
Αλωνίσταινας, όπου ήτον ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας ευρέθη εις Βυτίναν, καί εκείθεν υπήγεν εις Λεβίδι, όπου έλαβε μέρος καί εις αυτόν τόν πόλεμον.
Ύστερον δέ εις τό συσταθέν στρατόπεδον εις Πιάναν ήτον ως αρχηγός αντί τού Κανέλλου Δεληγιάννη εφόρου όντος. Κατόπιν επήγε μέ τούς στρατιώτας του εις τό
Βαλτέτσι καί κατά τήν μάχην εκείνην ανδραγάθησε καί εφάνη η παλληκαριά του.
Όταν δέ είμεθα εις τά Τρίκορφα, αυτός επήγεν εις τού Λάλα διά νά σταθή
εις τό σώμα εκείνο τού αδελφού του Γεωργάκη, όστις εφονεύθη εις Λάλα.
Η οικογένεια τού Πλαπούτα είχεν επισημότητα καί πρό τής επαναστάσεως, διότι ο πατέρας του
Γέρο Κόλιας υπήρξε στρατιωτικός κάπος (αρχηγός) καί αρματωλός,
καί είχε τρομάξει τούς Λαλαίους Τούρκους, καί δέν επατούσαν
τά όρια τής Καρύταινας εδώθεν τού ποταμού Ροφιά(Αλφειού).
Υπερασπίζετο όμως τούτον ο Γέρων Γιάννης Δεληγιάννης,
καί τούτον πάλιν επίσης εις τάς καταδρομάς του από τούς Πασάδες υπερασπίζετο ο
Γέρο Κόλιας, διότι έβγαινε μέ στρατιώτας καί εφύλαττε τούς Δεληγιανναίους.
Διά τούτο η τουρκική εξουσία τού έκαψε τά σπίτια του πολλαίς φοραίς, καί η
επαρχία τού έκαμνε βοήθειαν.
Εκτός τούτου καί οι αδελφοί του Γεωργάκης Θανάσης καί Παρασκευάς, συνετέλεσαν ως στρατιωτικοί. Αλλά εκ τούτων ο Γεωργάκης επρωτοχάθη εις τινα μάχην,
εις τήν οποίαν οι Τούρκοι Λαλαίοι ενίκησαν τούς Έλληνας, πρίν γείνη ο πόλεμος εις τό Πούσι, όπου ευρέθησαν οι Κεφαλλήνες όλοι περί τούς 300, έχοντες καί κανόνια,
καί όπου έδειξαν όλην τήν παλληκαριάν των, καί τούς οποίους εφοβήθησαν
οι Λαλαίοι καί απεφάσισαν τήν φυγήν των από τού Λάλα. Εις δέ τήν μάχην ταύτην
τού Πουσιού ελαβώθη καί ο Ανδρέας Μεταξάς.»
Φωτάκος - Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών, Δημήτριος Κολιόπουλος ή Πλαπούτας
Στενάζοντες οι δυστυχείς ούτοι υπό τό βάρος μιάς δεσποτικής
κυβερνήσεως, εντρυφώσης εκ τών στεναγμών των, καί σκιρτώσης από χαράν εκ τής θέας τού αχνίζοντος
αίματός των, έδραξαν άπαντες τά όπλα καί ομώσαντες τόν τρομερόν όρκον τού
θανάτου ή τής ελευθερίας, έσειραν τά ξίφη των καί πλήρεις πίστεως καί πατριωτισμού
επολέμον κατά τών τυράννων των!
Κ' εγώ είμαι τέκνον ενός τών ηρώων τούτων, είμαι τέκνον τού νικητού τού Λεβειδίου.»
Γεώργιος Αναγνώστου Στριφτόμπολας
μά είναι τά νύχια κόκκινα καί τά φτερά βαμμένα
μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν καί λέγουν,
τί ειν' τό κακό πού γίνεται στή μέση στό Λεβίδι;
Κλείσανε τό Στριφτόμπολα εννιά χιλιάδες Τούρκοι,
Τρείς ημερούλες πολεμά καί τρία ημερονύχτια,
Δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κανά φουσέκι.
- Ρέ, Αναγνώστη στρατηγέ, μέ τούς καλούς λεβέντες,
έλα, ορέ, προσκύνα με, μή σού χαλώ τ' ασκέρι.
- Τί λές, μωρέ βρωμόσκυλο, μωρέ παλιομουρτάτη
μή λές πώς είμαι νιόγαμπρος γιά νά φιλήσω χέρια;
Μένα μέ λεν Στριφτόμπολα, Τούρκους δέν προσκυνάω.
Κι άν πάτε από τήν Κέρτεζη, περάστε απ' τίς Κλουκίνες
κι άν δείτε τή γυναίκα μου, τή μικροπαντρεμένη,
πείτε της μή μέ καρτερεί καί μή μέ συντυχαίνει
νά μήν αλλάξει τή Λαμπρή, φλωριά νά μή φορέσει,
εμένα μέ σκοτώσανε Τούρκοι Τριπολιτσιώτες.»
Δημοτικό τραγούδι γιά τόν θάνατο τού Αναγνώστη Στριφτόμπολα
Ο Μώρα Βαλεσί Χουρσίτ Πασάς, πού πολιορκούσε τόν Αλή πασά τών Ιωάννίνων,
ανησυχούσε τόσο γιά τήν κατάσταση τής περιοχής του, όσο καί γιά τούς
θησαυρούς πού είχε αφήσει στό σεράϊ του στήν Τριπολιτσά.
Πρότεινε λοιπόν στόν κεχαγιά τού Κιοσέ Μεχμέτ, τόν Μουσταφά Μπέη,
νά αναλάβει τήν εξόντωση τών γκιαούρηδων στόν Μοριά.
«Τούτου γενομένου, διορίζεται ο Κιοσέ Μεχμέτ Πασιάς νά συμπαραλάβη τόν Ωμέρ Βρυώνην, καί νά κινηθή εις τήν Ανατολικήν Ελλάδα μέ
δεκατέσσαρας χιλιάδας εκλεκτά στρατεύματα, διά νά καταπνίξη τήν επανάστασιν εις εκείνα τά μέρη, καί επομένως νά εισβάλη εις τήν Πελοπόννησον καί ενωθείς
μέ τόν Κεχαγιάν του, όστις διωρίσθη νά στρατεύση μέ τρείς χιλιάδας πεντακοσίους Τουρκαλβανούς διά τής Δυτικής Ελλάδος, νά συντελέσωσι τών επαναστατών
τόν όλεθρον. Καί δή κατά μεσούντα τόν Απρίλιον τού 1821
έρχεται ο Κεχαγιάς τού Κιοσέ Μεχμέτ Πασιά εις Μεσολόγγι, περά επί πλοίων τών Μεσολογγιτών εις τό Ρϊον,
κινείται αμέσως εις Βοστίτσαν (Αίγιο)
καί τήν ευρίσκει έρημον, διότι οι κάτοικοι είχον φύγει εις τά όρη καί τήν καίει.
Ο Κεχαγιάς πέρασε ατουφέκιστος από τήν βορειοανατολική Πελοπόννησο
καί αφού έκαψε τό Αίγιο, τήν Κόρινθο καί τό Άργος, έφθασε στίς 6
Μαΐου 1821 θριαμβευτής στήν Τρίπολη. Ο Παπαφλέσσας, πρίν εγκαταλείψει τήν
Κόρινθο είχε προηγουμένως κάψει τό
σεράι τού Κιαμήλ Μπέη, ώστε νά ενοχοποιηθούν οι Κορίνθιοι πού δίσταζαν
νά επαναστατήσουν. Η μάνα τού μπέη, ως αντεκδίκηση, έριξε κάτω από τό τείχος τής Ακροκορίνθου
τούς ομήρους Έλληνες καί ανάμεσά τους τόν Ανδρίκο Νοταρά.
«Αφού ήλθαν τά στρατεύματα εις Βαλτέτσι, τότε ο Κολοκοτρώνης διά πολλάς ημέρας επήγαινε καί ήρχετο εις Βαλτέτσι τήν αυγήν, από εκεί τό
μεσημέρι πάλιν εις Χρυσοβίτσι καί τό εσπέρας εις Πιάνα. Αφού έγειναν όλα τά στρατεύματα τά Καρυτινά υπέρ τάς 2000 στρατιώται καλοί, ο Κολοκοτρώνης επήγεν
εις Βαλτέτσι καί έκαμεν τά ακόλουθα ταμπούρια.
Στίς δυνάμεις τού Βαλτετσίου πού αναφέρει ο Φωτάκος συμπεριλαμβάνονταν κατά τόν Οικονόμου, οι Σαλαφατίνος, Σιόρης,
Οικονομόπουλος, Ευμορφόπουλος καί ο οπλαρχηγός Αναγνωσταράς με 56 παλικάρια
πού τοποθετήθηκε σάν δύναμη
εφεδρείας μέσα στό χωριό. Κατά τήν διάρκεια τής μάχης εμφανίστηκε καί ο Κολοκοτρώνης, στό όρος Ρεζινίκο,
καί κατά τήν πάγια τακτική του, τά παλληκάρια του έριξαν ομοβροντιές ώστε οι δυνάμεις του νά φαντάζουν στά μάτια τών Τούρκων πολλές χιλιάδες.
Τό σύνολο τών ελληνικών δυνάμεων ήταν 1000 άνδρες καί μία γυναίκα, η Κωνσταντινιά κόρη του Παναγιώταρου Μπούρα.
«Ο Ρουμπής εβόησε κατά τήν πρό τής μάχης συνήθειαν:
Οι Μπαρδουνιώτες τού Ρουμπή μέ μαζικές εξορμήσεις καί αλαλαγμούς προσπαθούσαν επί πέντε καί πλέον ώρες νά ανοίξουν ένα κενό στό ταμπούρι τής Θολωτής
Εκκλησιάς, όπου αμύνονταν οι αδελφοί Μπουραίοι. Οι επιτιθέμενοι απέτυχαν σέ όλες τίς επιθέσεις τους καθώς
δέχονταν διαρκώς βόλια από τά δεκάδες ταμπούρια τών
Ελλήνων. Οι Έλληνες πλέον έπαιρναν θάρρος βλέποντας τίς απώλειες τού εχθρού.
«O παλιός γερό-κλέφτης μέ όλα τά περασμένα χρόνια του (εβδομήντα καί πάνω) κοντός, μαζεμένος, σκεβρωμένος μά όλος ψυχή αντρικία
έγραψε κει πέρα (Βαλτέτσι) έπος πού θά δοξάζει τή Μεσσηνία στούς αιώνες,
ορθός πολέμησε καί γιά νά μή χασομεράει τού γέμιζαν ντουφέκια καί τού τά δίναν τόνα
πίσω από τό άλλο. Αυτός σημάδευε καί έριχνε αδιάκοπα. Διάλεγε καβαλαραίους καί δέν λάθευε κανέναν,
είχε γκρεμίσει οκτώ σ' ένα γιουρούσι.»
Οι ώρες προχωρούσαν καί οι κανονιοβολισμοί συνεχίζονταν όλη τήν νύκτα.
Οι χειριστές τών εχθρικών πυροβόλων πού βρίσκονταν μπροστά
από τό ταμπούρι τού Κεφάλα καί τού Μήτρο Πέτροβα έριχναν τίς βολές τους πολύ
υψηλότερα από τά οχυρά καί κτυπούσαν τούς δικούς τους καί συγκεκριμένα τό σώμα τού Ρουμπή πού βρισκόταν στόν πίσω λόφο.
«Οι Τούρκοι είδαν ότι δέν κάμουν τίποτε καί απελπίσθησαν. Ένας δέ αράπης είχεν αναβή από τό βράδυ εις μίαν αχλαδιά επάνω
καί έβλεπε μακρύτερα τούς Έλληνας καί τούς εσκότωνεν, αλλ' οι Έλληνες δέν εγνώριζαν πόθεν έρχεται τό βόλι.
Τό πρωί τής 13ης Μαΐου 1821,
οι Τούρκοι βλέποντας ότι νέα ελληνικά στρατεύματα έρχονται από τά Βέρβαινα σήμαναν
μέ στήλες καπνού συναγερμό οπισθοχώρησης.
Πράγματι η οργάνωση τών ελληνικών στρατευμάτων αποδείχτηκε άριστη στή μάχη τού Βαλτετσίου.
«Τρίτη, Τετράδη θλιβερή,
Ακολουθεί διήγησις τού κοτσαμπάση Κανέλλου Δεληγιάννη,
τού οποίου ο πατέρας Ιωάννης, πρό εικοσαετίας, είχε προσπαθήσει νά συλλάβει τόν Κολοκοτρώνη
καί νά τόν παραδώσει στόν βοϊβόντα τής Τριπολιτσάς.
Έκτοτε υπήρχε μίσος καί αντιπαλότητα μεταξύ τών δύο ανδρών.
«Έως εις τάς 10 Μαΐου 1821
ήτον συνηγμένοι εις τήν Βέρβαιναν τέσσαρες ώς έγγιστα χιλιάδες στρατιώται υπό τήν διεύθυνσιν τών αρχιερέων
Έλους καί Βρεσθένης, Παναγιώτου Γιατράκου, τού Νικολάκη Δεληγιάννη καί τού
Δημητρίου Καραμάνου, καί οι οπλαρχηγοί Παπακαλομοίρης, Μπαρμπιτσιώτης,
Κουμουστιώτης, Κοντάκης. Ήτον καί ο Αντωνάκης Μαυρομιχάλης μέ 100,
ως έγγιστα, Μανιάτας. Εις τάς 9 Μαίου κατέλαβον τό Λεβίδι οι Ανδρέας Ζαΐμης,
Σωτήρης Χαραλάμπης, Λόντος, Θεοχαρόπουλος μέ επέκεινα τών τριών χιλιάδων εις
τό Χρυσοβίτσι ο Κολοκοτρώνης μέ τόν Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλον
χίλιοι ως έγγιστα εγώ δέ τήν θέσιν τής Πιάνας, πλησιεστέραν
ούσαν τών άλλων εις τήν Τριπολιτσάν μεθόλων τών προκρίτων, μέ έπέκεινα τών δύο σχεδόν χιλιάδων.
«Τό Τσοπανάκι
«Όπως η Ήπειρος όμοια καί ο Μωρηάς είχε τό Σούλι του. Μέ τούτη όμως τή διαφορά, τό
πρώτο τό κατοικούσαν Χριστιανοί πού είχαν αρβανίτικη
φύτρα. Τό δεύτερο τό κατοικούσαν οθωμανοί αρβανίτικης καταγωγής κι αυτοί.
Τό Σούλι τού Μωριά ήταν τό Λάλα, πού βρίσκεται βορειοδυτικά από τήν Αρχαία
Ολυμπία, στήν αρχαία Φολόη στό βουνό Ερύμανθο, κατοικία κάποτε τού Κένταυρου Φόλου.
«Ο πρώτος καί ο μεγαλύτερος έως τότε (Απρίλιος 1821) εχθρός τών αρχηγών ήτο η κραυγή:
«Μητροπέτροβας
«Στίς 24 Απριλίου 1821, οι Τούρκοι μάς επήραν τό χωριό Βαλτέτσι (πρώτη μάχη) καί μάς έσπρωξαν κατά τό βορεινόν μέρος σιμά τού χωριού. Τότε εφάνη από τήν Πιάνα καί
Χρυσοβίτσι υπό τόν Δημήτριο Πλαπούτα σώμα Καρυτινών, Ζυγοβιστινών, Στεμνιτσιωτών καί λοιπών βουνίσιων, τούς εκτύπησαν από ταίς πλάταις καί αμέσως οι
Τούρκοι ετραβήχθησαν οπίσω, μάς έκαψαν τό χωριό, επήραν τάς τροφάς, τήν καπόταν καί τό τάσι τού Κολοκοτρώνη. Εδώ μάς εσκότωσαν καί δύο Έλληνες καί διά
νά μάς φοβίσουν τούς έκαμαν κομμάτια.
Μετά ταύτα εστράτευσε διά τήν Κόρινθον, όπου καί έφθασε μή απαντήσας αντίστασιν,
ειμή εις τήν Μονήν τών Ταξιαρχών, όπου ώρμησαν έως πεντακόσιοι Τούρκοι
εναντίον τού Ζαΐμη καί έφυγον οι στρατιώται του καθώς καί εις τά Μαύρα Λιθάρια, ένθα
ο Χαραλάμπης, ο Νικόλαος Πετιμεζάς καί ο Νικόλαος Σολιώτης έρριψαν
ολίγα τουφέκια τήν 21ην Απριλίου εναντίον του.»
Ο Κεχαγιάς μέ πεζούρα καί καβαλαρία αναχώρησε από τήν Τριπολιτσά στίς 12 Μαΐου μέ δώδεκα χιλιάδες ασκέρι καί μαζί του είχε καί
τόν Κιαμήλ μπέη τής Κορινθίας.
Η βίγλα τού Κολοκοτρώνη στήν Επάνω Χρέπα άναψε δύο φωτιές καί αυτό ήταν σημάδι ότι οι Τουρκοι καί οι Αλβανοί κατευθύνονταν πρός τό Βαλτέτσι.
Προπορεύονταν οι γενναίοι Μπαρδουνιώτες μέ αρχηγό τους τόν περίφημο Ρουμπή. Ο στρατός χωρίστηκε σέ κολώνες καί η μία έπιασε τό Καλογεροβούνι,
η άλλη τούς
Αραχαμίτες, η τρίτη τό Φραγκόβρυσο καί η μεγαλύτερη τού Κεχαγιά μέ τά κανόνια, τά πολεμοφόδια καί τά τσαντήρια (σκηνές), κινήθηκε νοτιοδυτικά του Βαλτετσίου,
αποκλείοντας έτσι κάθε διέξοδο διαφυγής τών Ελλήνων. Μάλιστα, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, όταν είδε ότι οι Τουρκαλβανοί τούς είχαν αποκλείσει από παντού,
φώναξε "Σωθήκαμε!", διότι έτσι γνώριζε ότι δέν θά λιποτακτούσαν οι απόλεμοι Ρωμιοί γιά νά αφήσουν τούς ολίγους νά βγάλουν τό φίδι από τήν τρύπα.
Πρώτον, ένα τού Ηλία καί Κυριακούλη Μαυρομιχάλη (Μανιάτικον), δεύτερον τού Παναγιώτη Κεφάλα, τού Δημήτρη Παπατσώνη καί τού Μήτρο Πέτροβα τών
Καλαματιανών καί τών
Μεσσηνίων, τρίτον τού Ηλία Φλέσα μέ τούς Λεονταρίτας, τέταρτον ταμπούρι είχαν κάμει επάνω εις τήν εκκλησίαν
οι αδελφοί Μπουραίοι από τό χωρίον Κωνσταντίνους τής Μεσσηνίας.
Τό στρατόπεδον τού Βαλτετσίου είχε τά πάντα τακτοποιημένα καί ήτον υπό τήν αρχηγίαν τού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Τών Μεσσηνίων τό ταμπούρι,
εις τό οποίον ευρίσκετο ο Μητροπέτροβας ήτον εις τό
κάτω μέρος τού χωρίου όπου εδούλευε καί η καβαλαρία τών Τούρκων καί αυτό εδέχθη όλην τήν τουρκικήν φωτιάν.»
Τό πρωΐ τής 12ης Μαΐου 1821, έφθασε στό Βαλτέτσι η προφυλακή τού Κεγαγιά, η οποία βρισκόταν υπό τήν διοίκηση τού ξακουστού
Ρουμπή Βαρδουνιώτη καί τού Μαραμπούτη. Αμέσως ξεκίνησε μία σκληρή μάχη στήν οποία καί οι δύο πλευρές πολεμούσαν μέ πείσμα καί ηρωϊσμό.
- "Μπρέ Ρωμιοί! μά τό καλό πού σάς θέλω, ρίξετε τ' άρματα κι εβγάτε νά προσκυνήσετε. Μά τού Ρουμπή τ' όνομα! Καί μά τά τέσσερα κιτάπια τού Αλλάχ!
Καί μά τού Πατισάχ μας τό κεφάλι! τρίχα σας δέ θά πειραχτεί, γιατί τό ξέρουμε πώς σάς γελάσανε καί δέν είναι από λόγου σας."
Οι Ρωμιοί τού αποκρίθηκαν:
- "Έ βρέ Τούρκοι, πάνε κείνα πού ξέρατε. Νά μάς δώσετε τ' άρματά σας τώρα γιατί θά μάς παρακαλάτε υστερνά καί δέ θ' ακούμε!"
Άναψε τό ντουφέκι. Δεκατέσσερεις μπαϊραχτάρηδες μπήκαν μπροστά νά μπήξουν τά μπαϊράκια
(σημαίες) τους στά ταμπούρια μας. Μά καί οι δεκατέσσερεις θερίστηκαν από τά
βόλια τών δικών μας. Μά νά σύγκαιρα έφτασε η πρώτη βοήθεια στούς μπλοκαρισμένους. Ήταν ο Κολοκοτρώνης πού ερχόταν από τό Χρυσοβίτσι.
Ανέβηκε σέ μία ράχη, πού ίσαμε σήμερα τήν ονομάζουν τού "Κολοκοτρώνη τό βουνό", καί φώναξε:
- "Μπάρμπα Μήτρο! (Πέτροβα) ήρθε ο Κολοκοτρώνης μέ δέκα χιλιάδες. Βαστάτε καί σάς φέρνουμε απ' όλα."
Σέ λίγο φτάνει ο Πλαπούτας μ' οχτακόσιους νοματαίους καί από κείνη τήν ώρα ο Ρουμπής πού πολιορκούσε τούς δικούς μας στό Βαλτέτσι, βρέθηκε αυτός
πολιορκημένος.»
Εν τώ μεταξύ έφθασε καί ο Κολιόπουλος (Δημήτριος Πλαπούτας) μέ τόν Κανέλλο Δεληγιάννη καί 800
άνδρες από τήν Πιάνα καί πλευροκόπησε καί αυτός τούς Μπαρδουνιώτες τού Ρουμπή. Ο Κεχαγιάς έχοντας υποτιμήσει τά σκυλιά τούς γκιαούρηδες, δέν είχε ενισχύσει
όπως έπρεπε τόν Ρουμπή ο οποίος παρά τήν αριθμητική του υπεροχή έπαθε πανωλεθρία καί ζήτησε τήν άμεση βοήθεια από τόν αρχηγό του.
Πράγματι τό απόγευμα τής ίδιας ημέρας, ο Κεχαγιάς έφθασε στήν είσοδο του Βαλτετσίου μέ τίς υπόλοιπες δυνάμεις του.
Οι Τούρκοι αναθάρρησαν καί προσπάθησαν μέ νέες, λυσσαλέες επιθέσεις νά διασπάσουν τήν άμυνα τών επαναστατών.
Επειδή καί εις τά βουνά αυτά κάμνει ψύχρα πολλή τήν νύκτα καί μάλιστα τήν άνοιξιν, είχαν από μικρά τσάχαλα καί από χαμόκλαδα φωτιά, αλλά δέν εζεσταινόμεθα
καί αυτήν τήν νύκτα τήν επεράσαμεν κακά από τό κρύο. Ο Κολοκοτρώνης, ο Κωνσταντίνος Πετρόπουλος καπετάνιος από
Μαγούλιανα καί εγώ, οι τρείς μας είχαμεν μόνον
μία κοντοκαπότα τσοπάνικην, αλλά ποιός νά πρωτοσκεπασθή, μάλιστα εγώ κρύωσα, έγεινα
μαύρος σάν τό σηκώτι καί μού επήραν αίμα καί έγιανα.
Τήν αυγήν ο Κωνσταντίνος Αλεξανδρόπουλος από Στεμνίτσαν επροσκάλεσε τόν Κολοκοτρώνη καί τούς περί αυτόν άν ηθέλαμεν νά πάμεν εις τό
ταμπούρι του, όπου είχε φωτιά, κρασί καί μπογάτσα, διά νά φάμε καί νά ζεσταθούμε.
Εν ώ λοιπόν επαίρναμεν ολίγην μπογάτσαν ο καθένας μας καί επίναμε κρασί,
οι Τούρκοι από τό αντικρυνόν μέρος έκαψαν μπαρούτη καί έκαμαν φουμάδα εις τήν οποίαν ανταπεκρίθη
ο Ρουμπής. Ο Κολοκοτρώνης, αφού είδε ταίς
φουμάδαις εγνώρισεν ότι ήτο σημείον νά φύγουν, καί επειδή τό στόμα του ήτον γεμάτο μπογάτσα, έβαλεν ευθύς τό δάκτυλόν του καί τήν έβγαλε καί έβαλε ταίς
φωναίς: "οι Τούρκοι θά φύγουν καί ριχθήτε επάνω τους".
Ο τόπος τότε εβούησεν από ταίς φωναίς τού Κολοκοτρώνη καί τώ όντι οι Τούρκοι όπου φύγη φύγη, άφησαν τά τσαντήρια τους, τά πολεμικά τους πράγματα. Ο δέ
αράπης, ο οποίος πάλιν τό πρωΐ ανέβη εις τήν αχλαδιά, δέν επρόφθασε νά καταβή κάτω καί κάποιος Έλλην τόν είδε καί αφού τού έρριξε καί τόν εσκότωσεν,
έπεσε κάτω σάν ασκί, τά ρούχα του επήραν τότε φωτιά καί εκάη όλος σάν τό κερί. Ο βρόντος του, όταν έπεσε μέ έκαμε καί επήδηξα σάν λαγός μανιάτικος από
τόν φόβον μου.»
Οι καπεταναίοι Νικηταράς, Παναγιώτης Γιατράκος, Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος καί Αντώνης Μαυρομιχάλης
ήταν ήδη στή λίμνη Τάκα
καί έπιαναν τίς πλάτες τών Τουρκαλβανών, οι οποίοι αντιλήφθηκαν ότι ήταν περικυκλωμένοι από παντού.
Σέ αυτό ακριβώς τό χρονικό σημείο
ο Κολοκοτρώνης διέταξε γενική αντεπίθεση καί τότε άρχισαν νά δουλεύουν τά ρωμέικα γιαταγάνια καί νά πέφτουν τά τούρκικα κεφάλια.
Οι μουσουλμάνοι, γνωρίζοντας τίς ελλείψεις τών Χριστιανών σέ ρουχισμό, τρόφιμα καί κυρίως όπλα,
οπισθοχωρούντες πέταγαν όλα τά πολύτιμα πράγματά τους,
γιά νά σταματούν οι επαναστάτες καί νά τά λαφυραγωγούν ώστε νά κερδίσουν έτσι χρόνο στή φυγή τους γιά τήν Τριπολιτσά.
Ο Κολοκοτρώνης παρακολουθώντας τό κυνηγητό τών Τούρκων, πρόσεξε μέ τό κυάλι του ότι οι Ρωμιοί πλησίαζαν στόν κάμπο. Φοβούμενος γιά τό τουρκικό ιππικό
φώναξε στά παλληκάρια του: "Έλληνες, γυρίστε πίσω, αφήστε Τούρκους γιά νά 'χουμε νά σκοτώσουμε κι άλλη μέρα".
Οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σέ μερικές δεκάδες νεκρούς, τών δέ Τούρκων σέ πολλές εκατοντάδες.
Αυτή ήταν η πρώτη σοβαρή νίκη τής επανάστασης καί οι Ρωμιοί έκτοτε δέν θά σκορπούσαν μέ τήν εμφάνιση τού εχθρού, τόν οποίον μέχρι τότε θεωρούσαν ανίκητο.
Ο Κεχαγιάς ντροπιασμένος καί έχοντας χάσει σχεδόν τό ένα τέταρτο τών στρατιωτών του, σέ μία μόνο μάχη, έφθασε τό βράδυ τής 13ης
Μαΐου στήν Τρίπολη καί έκτοτε δέν τόλμησε νά βγεί από τά τείχη τής πόλης.
Πέμπτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωνε
νά μή ΄χε ξημερώση,
πού βγήκε ο Κεχαγιάμπεης
μές στόν Μωριά νά πάη.
Μά' καψε χώραις καί χωριά,
χωριά καί βιλαέτια,
τήν Πάτρα τήν περήφανη,
Βοστίτσα παινεμένη,
Κόρθο κολώνα τού Μωριά
καί τ' Άργος τό καϋμένο.
Επήγε στήν Τριπολιτσάν
στήν ξακουσμένη χώρα,
Κιαμήλμπεης τού μίλησε,
Κιαμήλμπεης τού λέγει:
"ήρθες νά πολεμήσωμεν
Μωριά τόν ξακουσμένον.
Ταχύ σάν θέλεις πόλεμο
μέ τόν Κολοκοτρώνη έβγα
νά πολεμήσετε στά Τρίκορφα στή ράχι".
Παρασκευή ξημέρωνε
νά μή' χε ξημερώση,
πού βγήκε απ’ τήν Τριπολιτσάν
νά πάη στό Βαλτέτσι.
Κι' ο Κυριακούλης τού μιλάει
κι' ο Κυριακούλης λέει:
"Πού πάς βρέ κερατόμπεη
καί σύ σκυλαρβανίτη;
Δέν είν' τής Κόρθος τά χωριά,
τ' Αργίτικα κορίτσια,
εδώ τό λένε Τρίκορφα,
εδώ τό λεν' Βαλτέτσι".»
Εις τό Βαλτέτσι ήτον ο Κυριακούλης, Ηλίας καί Ιωάννης Μαυρομιχάλαι μεθ'
εκατόν πεντήκοντα Μανιατών. Έστειλα καί εγώ τόν
Σαλαφατίνον μέ 38, τούς οποίους είχον ένα μήνα μαζί μου, ως είρηται. Ο Δημήτριος Παπατσώνης μέ
τριακόσιους. Οι Πετροβαίοι, Παναγιώτης Κεφάλας καί
Κώστας Μπούρας μετά διακοσίων, ο Ηλίας καί Νικήτας Φλεσιαίοι μέ διακόσιους ως έγγιστα. Αυτοί έμειναν καί
επολιορκήθησαν αυθορμήτως, τό όλον 874. Ήτον τήν προτεραίαν καί άλλοι από διαφόρους επαρχίας,
αλλ' άμα ήκουσαν από τούς αρχηγούς των ότι θά κλεισθούν νά πολεμήσουν
μέχρι θανάτου καί οποίος φοβείται νά φύγη ευθύς από 1500 όπου ήτον έφυγον τήν νύκταν
εκείνην καί έμειναν οι ως άνω είρηται.
Κατά τάς αρχάς τού Μαϊου είχομεν διωρισμένας δύο σκοπιάς, μίαν εις τήν επάνω
Χρέπαν, καί μίαν εις τήν πηγήν, νά παρατηρούν μέ πολλήν προσοχήν τά κινήματα
τών εχθρών μέ τοιούτον σύνθημα, ότι εάν κινηθούν κατά τού εν
Βερβαίνοις στρατοπέδου νά βάλουν μίαν μεγάλην φωτιάν μέ καπνόν, άν κατά τού Βαλτετσίου
νά βάλουν δύο, άν κατά τού Χρυσοβιτσίου τρείς, άν κατά τής Πιάνας τέσσαρας, άν
κατά τού Λεβιδίου πέντε. Ώστε δι' οποίον μέρος εκινούντο, νά τρέξωμεν όλα τ' άλλα
σώματα πρός βοήθειαν. Ελάβομεν εν τούτοις τοσούτα καί τοιαύτα αποφασιστικά καί απελπιστικά μέτρα
άπαντες καί κατεσκευάσαμεν ισχυρά οχυρώματα, ώστε ή νά ανθέξωμεν
πολεμούντες νά νικήσωμεν, ή νά αποθάνωμεν μέ τά όπλα εις τάς χείρας.
Τήν 12 λοιπόν τού Μαΐου εις τάς 6 π.μ. μάς ανήγγειλαν αι σκοπιαί μας ότι εις
τήν Επάνω Χρέπαν έβαλαν αι σκοπιαί δύο φωτιές μέ καπνούς μεγάλους
τάς είδομεν αμέσως καί ευθύς είδοποιήσαμεν τό εις τό Χρυσοβίτσι σώμα νά ξεκινήση
διά τό Βαλτέτσι, ως πλησιέστερον, καί συγχρόνως αναχωρούμεν καί ημείς διά νά
δώσωμεν τών πολιορκουμένων σύντομον επικουρίαν, μήπως καί δειλιάσουν. Καί
αμέσως εξεκίνησεν όλον αυτό τό σώμα. Οι Κιαχαγιάμπεης, Κιαμίλμπεης καί
Δευτέρ Κιαχαγιάς εξεστράτευσαν επίτηδες διά τό Βαλτέτσι, γνωρίζοντες
οι αυτόχθονες Τούρκοι ότι, άν δυνηθούν καί διαλύσουν αυτό, τότε αποδειλιούν τά άλλα καί
ευκόλως δύνανται νά προχωρήσουν συσσωματωμένοι εις άπασαν τήν Πελοπόννησον, νά τήν υποτάξουν.
Εξήλθον λοιπόν δώδεκα χιλιάδες πεζοί καί δύο χιλιάδες ιππείς,
όλοι εμπειροπόλεμοι, μέ απόφασιν νά πολεμήσουν απελπισμένα, κατά τήν διαβεβαίωσιν,
τήν οποίαν μάς έκαμαν ο Μουσταφάμπεης, Σιακήρμπεης καί ο Δευτέρ Κιαχαγιάς
μετά τήν άλωσιν τής Τριπολιτσάς, τούς όποίους είχομεν υποχείριους,
καί ότι εις τήν εκστρατείαν εκείνην έμειναν εις τήν Τριπολιτσάν τότε έως δύο
χιλιάδες γέροντες καί άλλοι διά φρουρά, οι δέ λοιποί όλοι, υπέρ τάς 14000, εξεστράτευσαν.
Φθάσαντες λοιπόν εις τό Βαλτέτσι επολιόρκησαν απ' όλα τά μέρη τούς άνω
ειρημένους μέ τήν πεποίθησιν ότι θά νικήσουν, ώστε νά μήν δυνηθή νά σωθή ουδέ εις τών
Ελλήνων. Ήρχισε λοιπόν η μάχη μέ απαραδειγμάτιστον επιμονήν καί απελπισίαν εξ αμφοτέρων τών
μερών περιπλέον δέ έρριψαν τήν περισσοτέραν αυτών δύναμιν εις τό
μέρος εις τό οποίον ήτον ωχυρωμένοι ο Παπατσώνης, Πετροβαίοι καί Κεφάλας,
ως υπαρχούσης τής θέσεως εκείνης ομαλωτέρας καί αδυνατωτέρας τών άλλων, καί
κατέλαβον τήν αντίθετον αυτών θέσιν οι εκλεκτότεροι μαχηταί
Μπαρδουνιώται καί Αλβανοί καί μ' όσα γιουρούσια τους έκαμαν νά εμπορέσουν νά τούς αποδειλιάσουν,
διά νά τούς διαλύσουν, εύρον ατρόμητον καρτερίαν καί επιμονήν.
Πρός τάς 9 π.μ. έφθασαν από τό Χρυσοβίτσι ο Κολοκοτρώνης καί Παπαδιαμαντόπουλος
επικουρία τό επάνωθεν μέρος τού Βαλτετσίου πρός τό μέρος,
όπερ κατείχεν ο Παπατσώνης καί λοιποί, αλλά τήν υπώρειαν αυτού πρός
βορράν τήν είχον καταλάβει οι Βαρδουνιώται. Συνεκρούσθησαν αμέσως αλλά διά τό άνισον τής
δυνάμεως, διά τό εισέτι απειροπόλεμον τών Ελλήνων καί διά τό αδύνατον τής θέσεως,
επειδή καί δέν επρόφθασαν νά κάμουν οχυρώματα, μετά μίας σχεδόν ώρας αντίστασιν,
απεσύρθησαν πολεμούντες πρός τό χωρίον Αραχαμίτες αβλαβώς,
καί έμειναν εκεί συσσωματωμένοι περιμένοντες νά προφθάσωμεν καί ημείς.
Εγώ αμέσως ητοίμασα
όλους τούς στρατιώτας καί εξεκίνησαν διά τό Βαλτέτσι προτρέπων αυτούς νά
τρέξουν θαρραλέως, νά πολεμήσουν ατρομήτως, υπενθυμίσας εις αυτούς τήν πρό ολίγου
νίκην τού Λεβιδίου αλλ' υποπτεύσας μήπως καθ' οδόν δειλιάσουν καί κρυφθούν εξ αυτών
οι μικρόψυχοι, εδιόρισα επί κεφαλής αυτών τόν Δημήτριον Πλαπούταν,
τόν Σταύρον Δημητρακόπουλον καί τόν Λαμπρινόπουλον εμπροσθοφυλακήν,
εγώ δέ μετά τού Παναγιώτη Δημητρακοπούλου, Νικόλαου Ταμπακοπούλου καί λοιπών
προκρίτων τής επαρχίας εμείναμεν οπισθοφυλακή,
διά νά ξεριζώσωμεν όλους τούς στρατιώτας από τό χωρίον Πιάναν,
καί μή άφήσαντες ουδ' ένα κατέβημεν εις τήν Πάπαιναν καί διέταξα τήν τακτικήν οδοιπορίαν.
Είχον διατάξει όλους ανεξαιρέτως νά τρέξουν όσον ηδύναντο ταχύτερον νά
προφθάσουν εις τό Βαλτέτσι νά ενωθούν μέ τό σώμα τού Χρυσοβιτσίου, νά λάβουν ενεργητικόν
μέρος εις τήν μάχην, νά ανακουφίσουν οπωσούν τούς πολιορκουμένους,
μέχρις ότου φθάσω καί εγώ καί ούτως ηκολούθησαν καί εις τάς 10 π.μ.
έφθασαν εκεί, καί αμέσως εκτυπήθησαν μέ τούς Τούρκους.
Η μάχη αύτη ήρχισε μέ απαραδειγμάτιστον λύσσαν εξ αμφοτέρων τών μερών, καθότι κατήντησεν περί ζωής
καί θανάτου, καί μ' όλον τό εμπειροπόλεμον τών Βαρδουνιώτων καί τών Αλβανών δέν
εδυνήθηκαν νά οπισθοδρομήσουν τούς εδικούς μου ούδ' έν βήμα.
Περί τήν 1 μ.μ. υπέστρεψαν καί ο Κολοκοτρώνης μέ τόν Παπαδιαμαντόπουλον μέ τό σώμα καί
ενωθέντες μέ τό ημέτερον, τρείς σχεδόν χιλιάδες, καί οχυρωθέντες κατήντησαν
πολιορκουμένους τούς Βαρδουνιώτας καί Αλβανούς, καθότι πρός τό μέρος, τό όποίον
ωχυρώθησαν οι εδικοί μας, ήτον ο Παπατσώνης, οι Πετροβαίοι καί Φλεσαίοι
καί επολεμούσαν ατρομήτως όντες καλά οχυρωμένοι. Τό όπισθεν μέρος ωχυρώθησαν
τά στρατιωτικά σώματα τής Καρύταινας,
ώστε οι Τούρκοι κατήντησαν εις θέσιν δεινήν, πολεμούντες εκείνην
τήν ημέραν καί τήν νύκταν ακαταπαύστως.
Εις τάς 9 λοιπόν π.μ. 13 Μαίου ως εκ συνθήματος έγινε γενική λιποταξία
εις τό στρατόπεδον τών Τούρκων, ετζακίσθη εις τοιούτον βαθμόν καί μέ τοσαύτην φρίκην,
ώστε δέν ηδυνήθη εις Οθωμανός νά πυροβολήση, αλλ' έτρεχον φεύγοντες, καί
καθ' όδόν έρριπτον τά όπλα τους τά αργυρά, νά πέση η προσοχή τών Ελλήνων εις τά λάφυρα,
νά διασωθούν αυτοί. Εάν επρόφθαναν εις τά Τρίκορφα πρό ημισείας ώρας
τά εκ Λεβιδίου ή καί τά εκ Βερβαίνων ερχόμενα στρατεύματα, δέν ήθελεν υπάγει ουδέ εις
Τούρκος ζωντανός εις τήν Τριπολιτσάν, αλλ' ήθελον αφήσει τά κώλα εκεί ένεκα τής απαραδειγματίστου δειλίας των.
Εφονεύθηκαν εις τήν μάχην εκείνην υπέρ τούς 1700 Τούρκοι καί
ούτως υπέστρεψαν εις τήν Τριπολιτσάν. Από δέ τούς εντός τού Βαλτετσίου εφονεύθηκαν τέσσαρες
Μανιάται, πέντε τού Παπατσώνη, τρείς τού Φλέσσα καί δύο τών Πετροβαίων,
καί δεκατέσσαρες επληγώθηκαν απ' όλα τά σώματα. Από τούς εδικούς μας
έξω εφονεύθησαν εννέα Καρυτινοί καί δώδεκα επληγώθηκαν τό όλον
φονευμένοι καί πληγωμένοι 49. Επήραν δέ oι έσωθεν καί έξωθεν στρατιώται λάφυρα, τουφέκια,
πιστόλας, σπαθιά υπέρ τάς τρείς χιλιάδας καί ωπλίσθηκαν καλώς
υπέρ τάς τρείς χιλιάδας στρατιώται μέ αργυρά, όπλα καί λαμπρά ενδύματα.
Επήραμεν δεκαοκτώ σημαίας,
τέσσαρα κανόνια τού κάμπου, τρία τσαντήρια, άπειρα πολεμοεφόδια καί όλας τάς αποσκευάς
τού τούρκικου στρατοπέδου.»
Όταν άρχισε η μάχη στό Βαλτέτσι, ένα τσοπανάκι λεροφορεμένο, άοπλο, αλλά μέ μάτια γοργοκίνητα, μέ τή μαγκούρα του τήν ποιμενική, πλησίασε στό μέρος πού
ήταν ο Κολοκοτρώνης κι έβλεπε κι αυτό μέ περιέργεια καί θαυμασμό τόν πόλεμο πού γινόταν παρακάτω.
Ο Κολοκοτρώνης παρατήρησε τό θαυμασμό του καί τά εξυπνα καί ζωηρά μάτια του καί τού είπε:
- Τί στέκεσαι καί βλέπεις, καί δέν πάς καί σύ νά πολεμήσης, βρέ Έλληνα;
- Δέν έχω άρματα καπετάνιε!
- Έχεις τή μαγγούρα σου, άρμα είναι κι αυτή, νά! πήγαινε νά σκοτώσης κανένα εχθρό μ' αυτή, νά πάρης τ' άρματά του καί ν' αρματωθής καί νά φορέσης τά ρούχα του.
- Μά λές;
Καί χωρίς νά χάση καιρό πηδώντας μέ τή βοήθεια τής μαγγούρας του - όπ! όπ! - ανακατεύτηκε μέ τούς πολεμιστές.
Τό βράδυ, όταν τελείωσε η μάχη, ένοπλος καί αγνώριστος μέ ρούχα κάποιου Τούρκου, πού είχε σκοτώσει, ξαναστάθηκε επιδειχτικά εμπρός στόν Κολοκοτρώνη.
- Τί είσαι σύ, βρέ Έλληνα; τόν ρωτά ο αρχιστράτηγος.
- Δέ μέ γνωρίζεις, καπετάνιε; Εγώ είμαι πού μ' έστειλες τό μεσημέρι νά πολεμήσω μέ τή μαγκούρα, μέ τήν προσταγή σου καί μέ τήν ευχή σου, καπετάνιε, έκανα όπως
μού είπες.»
Αναγνωστικόν Έκτης Δημοτικού 1952 (Kαμμία σχέση μέ τά βιβλία τού
2014 πού προωθεί τό Παιδαγωγικό Ινστιτούτο σέ συνεργασία μέ τό τουρκικό
Υπουργείο Εξωτερικών, τά οποία, εκτός τού ότι προστατεύουν τήν τουρκοκρατία καί τόν κεμαλισμό,
γράφουν γιά τούς πιστούς μουσουλμάνους πού προσεύχονται πέντε φορές τήν ημέρα, γράφουν οδηγίες
γιά καφετιέρες, γιά τούς κατοίκους τής Ματμάτα,
γιά τόν Πετροτσουλούφη, γιά τή Φινμαρκσβίντα, γιά τό καναρινί ποδήλατο καί φυσικά γιά
τήν κακιά χούντα τού Παπαδόπουλου. Στά παιδιά μας προτείνουν
νά διαβάσουν τόν Ιμπραήμ Φορουζέ, τόν Μοχάμετ Αλί Ταλέμπι καί τόν Μπάρτζη Γιάννη πού έγραψε τό Τιριγκλίκ!!!!)
Όταν ξέσπασε η επανάσταση, οι Τούρκοι τού Μωρηά - ακόμα καί οι ξακουστοί γιά τόν αφοβιά
καί τή σκληράδα τους οι Βαρδουνιώτες - τρέξανε ν' ασφαλιστούν στά
κάστρα. Οι μόνοι πού δέν τό καταδέχτηκαν ήταν οι Λαλιώτες. Κι
ούτε απόμειναν στό καραούλι τους. Ροβόλησαν κατά κάτω νά συντρέξουν τή γύρω απ' αυτό
Τουρκιά. Τό πρώτο πού καταπιάστηκαν ήταν νά λευτερώσουν
τούς μπλοκαρισμένους από τόν Σισίνη στό Χλεμούτσι (κάστρο Κυλλήνης) Οθωμανούς.
Χίλιοι πεντακόσιοι Λαλαίοι κράταγαν ντουφέκια.
Οι δικοί μας λάκισαν πρίν τ' ακούσουν κάν νά βροντάνε.
Έπειτα τράβηξαν νά κτυπήσουν τόν Πύργο, πολιτεία πλούσια
καί πολυάνθρωπη γιά κείνα τά χρόνια. Τήν κατοικούσαν εφτά χιλιάδες ψυχές, όλοι Χριστιανοί. Αρχηγός
τών αρμάτων στόν Πύργο ήταν ο Χαράλαμπος Βιλαέτης, αδελφός τού
Γιάννη Βιλαέτη πού βρισκόταν όμηρος στήν Τριπολιτσά. Γενναίος άντρας κράτησε θαρρετά
κεφάλι στούς Λαλαίους. Μά εκείνοι κατάφεραν νά μπούνε στόν Πύργο, νά τόν διαγουμίσουν καί νά τόν κάψουν.
Στίς 10 τού Μάη, μπλόκαραν τόν Βιλαέτη στό χωρίο Λατζόϊ. Πέντε ώρες κράτησε άνισο πόλεμο.
- Όποιος είναι Χριστιανός καί τό λέει η καρδιά του ας μ' ακολουθήσει.
Σκοτώνει έναν μπέη, μά σύγκαιρα χτυπιέται πισώπλατα κι έπεσε ξέψυχος
μπρούμυτα αγκαλιάζοντας τά χώματα τής πατρίδας πού ήρθε νά λευτερώσει. Οι Λαλαίοι
κόψανε τό κεφάλι του καί τό στήσανε τρόπαιο σέ κοντάρι.»
Δημήτρη Φωτιάδη, Επανάσταση τού 21 - Λάλα τό τουρκοχώρι τής Ηλείας
- Έρχονται οι Τούρκοι!
Οι περισσότεροι από τούς στρατολογημένους έφευγαν χωρίς
νά ρίψουν κάν ένα πυροβολισμόν. Εις τήν ψυχήν των υπήρχεν ο τρόμος αιώνων.
Τούς είχε συγκεντρώσει
εις τά στρατόπεδα ο πόθος τής ελευθερίας καί η αγανάκτησις κατά τού
τυράννου, αλλ' ήσαν άνθρωποι μέ εξησθενημένην τήν ψυχικήν αντοχήν. Είχαν συνηθίσει νά
κατεβάζουν τό κεφάλι πρό τού Τούρκου, νά ζούν ταπεινωμένοι,
νά υφίστανται μοιρολατρικώς τήν αγριότητα τού τουρκικού αυταρχισμού. Οι θαραλλέοι
είχαν πληρώσει τήν τόλμην των μέ τό κεφάλι των καί μέ τήν εξόντωσιν τών οικογενειών των.»
Διονύσιος Κόκκινος (1884 - 1967) - Η Ελληνική Επανάστασις
Κατήγετο από τό χωρίον Γαράντσα (Άνω Μέλπεια Μεσσηνίας).
Ούτος μέ τά παιδιά του καί τούς συγγενείς του, καί όλον τό χωρίον Γαράντσα είχον όλοι όνομα
επίσημον κατά τήν επανάστασιν ως παλληκάρια, διότι
εις οποιανδήποτε μάχην καί άν ευρέθησαν, διεκρίθησαν. Ιδίως δέ διεκρίθησαν καί ηνδραγάθησαν εις τήν
ένδοξον μάχην τού Βαλτετσίου,
ένθα αφήκαν μνημεία αιώνια, καί μέχρι τής σήμερον λέγονται καί μαρτυρούνται τά ταμπούρια
τού Μητροπέτροβα καί τών Γαραντσαίων, διότι ίσα ίσα ταύτα
εβάστασαν τάς ορμάς τών Τούρκων, κείμενα εις τό κάτω μέρος τού χωρίου Βαλτέτσι,
όπου ήτον ολίγος κάμπος καί τό τουρκικόν ιππικόν τά εκτύπα, τά δέ
κανόνια δέν ηδύναντο νά τά κτυπήσουν.
Ο Μητροπέτροβας υπηρέτησεν εν γένει καθ' όλον τόν αγώνα. Εφυλακίσθη δέ καί αυτός εις Ύδραν μετά τών λοιπών.»
Φώτιος Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος) - Βίοι Πελοποννησίων ανδρών
Αφού μάς ήλθεν η βοήθεια τούς εκυνηγήσαμε εμείς εξοπίσω τους έως τού Μπολέτα καί Κάρτσοβα. Ο Νικηταράς τότε τούς είπε
"διά τί φεύγετε Περσιάνοι, σταθήτε νά
πολεμήσωμεν" καί πλέον από τότε τούς έλεγαν οι Έλληνες τούς Τούρκους Περσιάνους.
Υπήρχε πατροπαράδοτος η ιδέα εις τούς Έλληνας ότι οι Τούρκοι
κατάγονται από τήν Περσίαν καί από τήν Κόκκινην Μηλιάν.
Εις τήν μάχην ταύτην ανδραγάθησεν ο Αναγνώστης Σταυρόπουλος από Ζυγοβίστι.»
Φωτάκου Απομνημονεύματα (Οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν τούς Τούρκους Πέρσες καί ήλπιζαν νά τούς στείλουν από εκεί πού ήλθαν, δηλαδή στήν μυθική Κόκκινη
Μηλιά. Η συνέχεια τού Γένους μάς αποδεικνύεται καί από τό αναλλοίωτον τών θρύλων καί τών δοξασιών τών Ελλήνων κατά τήν διάρκεια τών τεσσάρων αιώνων
τού βάρβαρου οθωμανικού ζυγού).
--------------------------------