Υποταγή τής Κρήτης (1824)
Η Υψηλή Πύλη είχε διδαχτεί από τίς εμπειρίες τών τριών τελευταίων ετών ότι θά έπρεπε νά αλλάξει τά σχέδιά
της γιά τήν υποταγή τής επαναστατημένης Ελλάδος. Αλλά καί αυτό δέν ήταν αρκετό. Θά έπρεπε
νά ταπεινωθεί ζητώντας βοήθεια από τόν πανίσχυρο σατράπη τής Αιγύπτου Μωχάμετ Άλη.
Ο ηγεμόνας τής Αιγύπτου, τυπικά υποτελής στήν Πύλη αλλά στήν ουσία ανεξάρτητος, είχε καταφέρει νά
οργανώσει σέ τέλειο βαθμό τήν Αίγυπτο, κτίζοντας μεγάλες πόλεις,
αναπτύσσοντας τή γεωργία καί τό εμπόριo καί ενδυναμώνοντας τήν οικονομία της. Μά πάνω απ' όλα
δημιούργησε ένα πανίσχυρο στόλο καί ένα άριστα πειθαρχημένο στρατό, στηριζόμενος πάντα στίς
γνώσεις τών Ευρωπαίων καί κυρίως τών
Γάλλων αξιωματικών. Ο Τουρκαλβανός στήν καταγωγή ηγέτης τής Αιγύπτου, υποσχέθηκε νά αναλάβει τήν εκστρατεία
υποταγής τής Ελλάδος καί νά στείλει τόν γιό του Ιμπραήμ πασά νά καθυποτάξει τούς άπιστους,
ξεκινώντας από τήν Πελοπόννησο.
Η συμφωνία τού Μωχάμετ Άλη μέ τόν σουλτάνο Μαχμούτ Β' ήταν
νά κρατήσει υπό τήν εξουσία του όσες περιοχές θά κατάφερνε
νά υποτάξει, νά μεταφέρει τούς αιχμαλώτους Χριστιανούς στήν Αίγυπτο καί νά εποικίσει τίς ελληνικές
περιοχές μέ Αιγυπτίους καί άλλους μωαμεθανούς. Ο Ιμπραήμ πασάς θά αναλάμβανε τή διοίκηση τού Μοριά, όταν
μέ τό καλό θά εξαφανίζονταν οι γκιαούρηδες από προσώπου γής.
(Ο αναγνώστης όταν διαβάζει τά ιστορικά γεγονότα,
καλό θά είναι νά εξάγει συμπεράσματα γιά τό παρόν καί τό μέλλον. Βλέπουμε ότι μέ τόν εποικισμό μωαμεθανών οι τότε
κρατούντες τών ισλαμικών χωρών εξασφάλιζαν τήν κυριαρχία τους σέ εδάφη πού διεκδικούσαν καί είχαν ως άξιους
συμπαραστάτες γιά τό έργο τους αξιωματούχους από τήν Ευρώπη. Όποιος δέν βλέπει ομοιότητες μέ τό σήμερα
κοιμάται τόν ύπνο τού δικαίου, εάν νομίζει ότι οι σημερινοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ονειρεύονται μία
Ευρώπη δημοκρατική,
αντιρατσιστική καί πολυπολιτισμική! Γιά τόν πλουτισμό τους ενδιαφέρονται καί μόνο.
Λαμβάνουν άφθονα χρήματα, μέσω τών μή κυβερνητικών οργανώσεων καί τών παρατηρητηρίων πού έχουν στηθεί από
ανθρώπους πού δουλεύουν γιά τήν Τουρκία, τή Σαουδική Αραβία, τό Κατάρ καί τό Πακιστάν υπό τήν υψηλή πάντοτε
επιστασία τής Αμερικής, πού μέ τήν αρρωστημένη πολιτική της νομίζει ότι θά κρατήσει έτσι μακρυά τή Ρωσσία από τή
Μεσόγειο. Οι ΗΠΑ, σήμερα έν έτει 2013, φροντίζουν γιά τήν εγκαθίδρυση φανατικών ισλαμικών στοιχείων στή βόρεια
Αφρική (Τυνησία, Λιβύη, Αίγυπτο), τή Μέση Ανατολή (Συρία) καί τά Βαλκάνια (Κόσσοβο, Βοσνία) καί
στηρίζουν μέ όλες τους τίς δυνάμεις τήν Τουρκία γιά νά τής ξαναδώσουν τόν ρόλο πού είχε τόν 19ο αιώνα,
ώστε νά κρατήσουν μακρυά από τή στρατηγική θάλασσα τής Μεσογείου τή Ρωσσία. Τά νομοσχέδια πού θά επιβάλλουν τήν κυριαρχία τού
ισλαμικού στοιχείου έρχονται μέ τή μορφή νομοσχεδίων κατά τού ρατσισμού. Η Τουρκία βεβαίως βεβαίως φρόντισε
γιά τήν εισαγωγή τής τουρκικής γλώσσας στά σχολεία, ώστε νά τουρκοποιηθούν τά παιδιά τών μουσουλμάνων καί
έχει δώσει εντολές στήν ελληνική κυβέρνηση γιά τήν κατασκευή τζαμιών ώστε νά διατηρήσουν καί τήν μουσουλμανική τους
πίστη. Δύο στοιχεία πού κάνουν αδύνατη τήν αφομοίωση τών εποίκων - μεταναστατών στήν χώρα πού τούς
φιλοξενεί).
Επανερχόμαστε στό 1824. Η Αίγυπτος καί η Οθωμανική αυτοκρατορία αποφάσισαν
νά επιτεθούν ταυτόχρονα από βορρά καί νότο, ενώ οι Γάλλοι αξιωματικοί τούς συμβούλεψαν νά
ξεκινήσουν τίς ναυτικές τους
επιχειρήσεις εν μέσω τού χειμώνα ώστε νά αιφνιδιάσουν τόν ελληνικό στόλο.
Καθώς προετοιμαζόταν εναντίον τής Ελλάδος, ο Μωχάμετ Άλη έκρινε αναγκαίο νά κρατήσει
αμείωτη τήν εξουσία του στήν Κρήτη, επειδή θεωρούσε δικαίως εκείνο τό νησί ως γέφυρα γιά τή μεταφορά
δυνάμεων από τήν Αλεξάνδρεια στήν Πελοπόννησο. Πράγματι, ο γαμπρός τού Αιγύπτιου ηγεμόνα,
Χουσεΐν μπέης, κατάφερε νά σβήσει οριστικά τήν επανάσταση στήν Κρήτη, αναγκάζοντας
τόν αρμοστή Εμμανουήλ Τομπάζη, αβοήθητο τελείως από τήν ελληνική κυβέρνηση, νά αποχωρήσει από τό νησί.
«Εν τοσούτω αρχίζουσιν αι συμφοραί τής πατρίδος, τάς οποίας επήνεγκον αι διχόνιαι καί ο
εμφύλιος πόλεμος. Τό Νομοτελεστικόν διακηρύξαν εκ Κρανιδίου τήν σύστασίν του τήν 7ην Ιανουαρίου 1824 λέγει
ότι τό προσεκάλεσεν η φωνή τής πατρίδος καί η ζήτησις ολοκλήρου τού έθνους. Αλλά δέν τό προσεκάλεσεν η
φωνή τής πατρίδος καί η ζήτησις τού έθνους, αλλά η βία, η παρανομία, η διαίρεσις,
η διαφθορά καί ο εμφύλιος πόλεμος.
Διά τούτο όχι μόνον η Εύβοια, τά φρούρια τής Μεσσηνίας (Μεθώνη - Κορώνη) καί τών Παλαιών Πατρών καί η
Ναύπακτος έμειναν εις τήν εξουσίαν τών Τούρκων, αλλά κυριεύεται υπ' αυτών ήδη καί η Κρήτη.
Οι Έλληνες απέτυχον νά κυριεύσουσιν τήν Γραμβούσαν. Ο δέ αρμοστής γράφει πάλιν εις τήν κυβέρνησιν τού Κρανιδίου
καί ζητεί τρείς χιλιάδας ξένους στρατιώτας διά νά σώση τήν Κρήτην. Τά δέ πράγματα έφθασαν εις τοιούτον
βαθμόν παραλυσίας, ώστε ο όλεθρος τών Χριστιανών ήτο προφανής. Τότε ο Τομπάζης καί τινες τών προκρίτων
ωκονόμησαν ολίγα χρήματα, καί κατά τόν Φεβρουάριον τού 1824 έστειλαν εις Ύδραν, ζητούντες πλοία τινά καί χιλίους
πεντακοσίους στρατιώτας μισθοδοτουμένους από τήν κυβέρνησιν εις βοήθειαν τής νήσου. Αλλ' αυτή δέν έλαβε
καμμίαν πρόνοιαν εν δεόντι. Καί μ' όλον τούτο οι Κρήτες μάχονται ακόμη καί κατά τού Χουσεήνμπεη, πλήν
κατά δυστυχίαν μή λαβόντες καμμίαν βοήθειαν, ηττήθησαν εις δύω μάχας εις Αμουργέλλας, καί απεδειλίασαν
τόσον πλέον, όσον εθεώρουν εαυτούς εγκαταλελειμμένους από τό έθνος.
Τότε δή κατά τόν Μάρτιον 1824, θαρρήσαντες οι Τούρκοι, καί εξορμήσαντες όλοι από τά φρούρια εισέβαλον
πανταχόθεν εις τάς επαρχίας καί εις αυτά τά Σφακιά, κατέσφαξαν, έθυσαν (θυσίασαν), απώλεσαν,
ηχμαλώτισαν τούς Χριστιανούς,
καί κατηνάγκασαν άλλους μέν τών διασωθέντων νά καταφύγωσιν εις τά όρη, άλλους δέ νά φύγωσιν εις τήν Κάσσον,
εις τά Κύθηρα καί αλλαχού, καί τό μέγα μέρος τού λαού υπετάγησεν.
Ολίγοι Κρήτες οχυρωθέντες εις Αγιαρουμέλην καί εις Τρυπητήν, καί άλλοι εις Μιράμπελο καί Λασίθι, εμάχοντο
καρτεροψύχως κατά τών Τούρκων, εφόνευον εξ αυτών καί ετίμων τά όπλα των.»
Τούς πρώτους μήνες τού 1824, χιλιάδες Χριστιανοί εγκατέλειψαν τήν Κρήτη, υπό τό φόβο τής μεταφοράς τους
στήν Αίγυπτο από τόν Χουσεΐν μπέη. Μέχρι τά μέσα τού έτους ο Χουσεΐν έσβησε κάθε εστία αντίστασης
ενώ οι Τουρκοαιγύπτιοι επαναλάμβαναν σέ κάθε περιοχή πού έβρισκαν αντίσταση, τίς ίδιες πράξεις θηριωδίας.
Οι επαρχίες Κισσάμου, Σελίνου
κατεστράφησαν ενώ μόνο όσοι κατέφυγαν στά απόκρημνα όρη καί στό φαράγγι τής Αγίας Ρούμελης κατάφεραν
νά σώσουν
τίς ζωές τους καί τίς οικογένειές τους. Πολλά από τά μικρά σκάφη πού πήγαν στά Ελαφονήσια, έγιναν
αντιληπτά από τά
τουρκικά πολεμικά, τά οποία τά βύθισαν αύτανδρα παρασύροντας στό βυθό όλους τούς επιβάτες τους.
Η υποταγή τής Κρήτης συντελέστηκε
μέσα σέ ένα όργιο σφαγών, βιασμών καί βασανιστηρίων. Σειρά τώρα είχε η γειτονική Κάσος.
«Ο Χουσεΐν μολοντούτο επέσπευδε νά δώση τέλος καί διά τού τρόμου εις τήν
επανάστασιν τής Κρήτης, διότι ενόμιζεν ευνοϊκήν δι' εαυτόν τήν περίστασιν εκείνην. Εισέβαλον λοιπόν τότε οι στρατοί
εις τάς επαρχίας τής Κισάμου καί τού Σελίνου. Μή δυνηθέντες όμως οι κάτοικοι τούτων ν' αντισταθώσιν εις τήν
μεγάλην καί θηριώδη ορμήν τών πολεμίων, πολλοί μέν απόλεμοι καί γυναίκες έμενον εις τά οικίας των, μέ τήν
ελπίδα ότι δύνανται ούτω ταπεινωθέντες νά σωθώσιν. Εθανατούντο όμως καί αυτοί ανιλεώς. Τινές δέ κατέφευγον
δρομαίοι εις τά όρη καί αλλαχού. Καταδιωκόμενοι λοιπόν κατά γήν υπό τών στρατών, κατά θάλασσαν υπό
τών εχθρικών πλοίων, άτινα αμέσως επανέλαβον τήν πολιορκίαν πρός τά δυτικά πάλιν τής Κρήτης, άμα
ανεχώρησαν τά ελληνικά καί δέν εφάνησαν πλέον εκεί, κατεξολοθρεύοντο δίκην κτηνών καί πληθυνδόν καί σποράδην.
Εξακόσιοι δέ περίπου άνδρες, γυναίκες καί παιδιά είχον καταφύγει τότε εις
νησίδα, τά Ελαφόνησα καλούμενα, κείμενα
επί τής δυτικής ακτής τής Κρήτης, κατέναντι τού ακρωτηρίου Κρισό Μέτωπον, κατά τών οποίων
εφώρμησαν μανιωδώς
οι Τούρκοι ιππείς. Καί κατ' αρχάς μέν αντέκρουσαν τήν ορμήν τούτων έως σαράντα ευρεθέντες μετά τών λοιπών
ένοπλοι, φονεύσαντες καί τινας τών εφορμησάντων, τούς οποίους καί εκώλυσαν μέχρι τινό τού νά διαβούν τό
μεταξύ Κρήτης καί τών ρηθεισών νήσων αβαθές μικρόν στένωμα, αλλ' υπερίσχυσαν επί τέλους μετά πολλάς εφορμήσεις
οι ιππείς. Διαβάντες λοιπόν εκείθεν πολλοί, άλλους μέν κατέσφαξαν αδιακρίτως, τών οποίων ήθελον
κατασπαράξει
καί αυτών τών αγριωτέρων θηρίων τά σπλάχνα. Άλλοι δέ ριπτόμενοι εις τήν θάλασσαν επ' ελπίδι ότι ηδύναντο
νά εύρωσι σωτηρίαν απεπνίγησαν ανηλεώς! Ούτως ετελείωσαν μέχρις ενός καί οι εις τάς ειρημένας νήσους καταφυγόντες.
Τοιαύτα πολλά άξια οίκτου συνέβησαν καί εις άλλας ομοίας θέσεις τών ειρημένων επαρχιών, καθώς καί κατά τήν
Τρυπητήν τού Σελίνου, ώρμησαν μέν καί εντεύθεν επί τέλους οι Τούρκοι νά καταβούν καί μέχρι τής φάραγγος τής
Αγίας Ρούμελης, αλλ' αποκρουσθέντες εκείθεν υπό τινων ενόπλων Ελλήνων, ωπισθοδρόμησαν φονευθέντων
καί τινων. Ποίοι δ' έπραττον τάς απανθρώπους εκείνας ωμότητας; αυτοί πλειότερον οι Τούρκοι τού Σελίνου, τούς
οποίους ο αρμοστής Τομπάζης εφιλανθρωπεύθη (ο Τομπάζης σέ προηγούμενη μάχη τούς είχε αφήσει νά φύγουν
ελεύθερους) καί διά τούς οποίους οδύρεται ο ιστοριογράφος Τρικούπης, ότι
τούς εδολιεύθησαν οι πολυτρόπως κατατυραννηθέντες Έλληνες.
Παραπλήσια δέ συνέβησαν εν εκείναις ταίς ημέραις καί κατά θάλασσαν. Πολλά πλοιάρια έτυχον διαπλέοντα περί
τά Ελαφονήσια, παρουσθιασθέντων αίφνης εκείσε τών εχθρικών, τά οποία μετεκόμιζον οικογενείας Κρητικάς
είτε εις Κύθηρα είτε εις Πελοπόννησον. Καταδιωχθέντα αιφνιδίως όλα ταύτα καί κανονοβοληθέντα σφοδρώς,
τινά μέν υπέστρεψαν μισοπνιγμένα οπόθεν κατέπλευσαν, η δέ γολέτα τού Κουλετογιάννη, η γιαλότα τού Ρούσου
καί άλλα τινά μικρά πλοιάρια ερρίφθησαν καταναγκαστικώς εις τήν παραλίαν τής Κισάμου κατά τάς θέσεις
Σφηνάρι καί Αμυγδαλοκέφαλο.
Απεβιβάσθη λοιπόν πληθύς τοιούτων δυστυχών καί εκεί, οίτινες καί υπέπεσαν εις παρόμοια δυστυχήματα ως καί οι λοιποί.
Επιτεθέντες λοιπόν οι Τούρκοι κατ' αυτών, τούς μέν άνδρας καί τάς προβεβηκυΐας γυναίκας μετά τών ανηλίκων
τέκνων κατέσφαξαν, τάς δέ λοιπάς ηχμαλώτισαν. Έπεσαν λοιπόν καί ενταύθα θύματα τής ωμότητος τών απανθρωποτάτων
τυράννων υπέρ τούς διακοσίους αδυνάτους, μεταξύ τών οποίων καί ο σεβάσμιος γέρων Χ. Ιωάννης Δαμβέργης Ρεθύμνιος,
μετά τής γυναικός αυτού καί δύο ανηλίκων τέκνων καί ηχμαλωτίσθησαν σχεδόν ισάριθμοι τών φονευθέντων.
Ηχμαλωτίσθησαν δέ τότε καί αι οικογένειαι τού Ανδρέου Φασούλη, Στρατή Δεληγιαννάκη, καί οι γονείς ωσαύτως
καί αι αδελφαί τού Μάρκου Καλούδη καί Αναγνώστη Παπαδάκη. Οι δέ κατά τάς δύο διαληφθείσας επαρχίας απολεσθέντες
ήσαν υπέρ τάς 1.500 χριστιανικάς ψυχάς.»
Ολοκαύτωμα τής Κάσου (7 Ιουνίου 1824)
Τό 1824, ο πληθυσμός τής Κάσου είχε φθάσει στίς 7.000 καί ο εμπορικός της στόλος αποτελείτω από 100 πλοία, τά οποία οι
Κασιώτες είχαν εξοπλίσει μέ κανόνια. Μέ αυτά τά πλοία οι ατρόμητοι ναυτικοί τής Κάσου παρενοχλούσαν
τόν οθωμανικό στόλο, ενώ είχαν βοηθήσει σημαντικά καί τήν επανάσταση στήν Κρήτη. Εξέχοντα ρόλο είχαν οι
καπετάνιοι Θεόδωρος Κανταριτζής, Μάρκος Μαλλιαράκης (Διακομάρκος) καί Χατζή Μαυρής.
Η Κάσος απέχει μερικά μίλια από τήν Κρήτη καί εκείνη τήν περίοδο είχε τέσσερα χωριά: τήν Αγία Μαρίνα,
τό Αρβανιτοχώρι, τήν Παναγιά καί τήν Πόλη. Οι απόκρημνες ακτές τής Κάσου καθιστούσαν πολύ δύσκολη τήν απόβαση
στρατευμάτων καί αυτό εφησύχασε τούς κατοίκους της μέ ολέθρια όπως θά δούμε αποτελέσματα.
Στήν ανατολική πλευρά τού νησιού υπήρχαν 30 κανόνια καί είχαν συγκεντρωθεί οι περισσότεροι ένοπλοι, ενώ στά
υπόλοιπα παράλια πού θεωρούνταν απόκρημνα είχαν τοποθετηθεί μικρές φρουρές.
Στίς 14 Μαΐου 1824, αιγυπτιακά πολεμικά πλοία απέπλευσαν από τήν Αλεξάνδρεια καί ενώθηκαν μέ τό στολίσκο τού
Γιβραλτάρη, στόν κόλπο τής Σούδας. Κατόπιν έπλευσαν πρός τήν Κάσο, κανονιοβόλησαν τίς
οχυρώσεις της καί επέστρεψαν άπρακτα. Οι Κασιώτες, διαβλέποντας τόν άμεσο κίνδυνο, έστειλαν δεκάδες
επιστολές στήν ελληνική κυβέρνηση
τού Κουντουριώτη, τού Κωλέττη καί τού Μαυροκορδάτου, εκλιπαρώντας γιά βοήθεια.
«Σεβαστή Διοίκησις
«Η Διοίκησις, ως κοινή μήτηρ, δέν θέλει αδιαφορήσει καί εις τάς πολεμικάς χρείας,
καί φθάσαντος τού δανείου θέλει σάς οικονομίσει αναλόγως. Τά πολεμικά πλοία εξ Ύδρας καί Σπετσών δέν
εκπλέουσιν ακόμη εξ αιτίας όπου τό ταμείον δέν έχει χρήματα νά πληρώσει τούς ναύτας, άμα
όμως φθάσουν τά χρήματα καί πληρωθούν οι ναύται θέλουν έβγει ευθύς επειδή είναι έτοιμα.
Μέ μέγιστην βίαν, γράφομεν όλοι οι ομογενείς κάτοικοι τής νήσου Κάσσου, κλαιόμενοι εις τήν
Σεβαστήν Διοίκησιν,
ειδοποιούντες τήν υμετέραν κορυφήν, ότι τρείς ημέρας έχει σήμερον ο αιγυπτιακός στόλος όπου έχει πλόκον τήν
νήσον ημών, καθ' όλα τά μέρη, μάλιστα τήν ημέραν τής Αναλήψεως μάς έκαμε καί ένα φοβερόν πόλεμον,
πλήν, χάριτι θεία, δέν εβλάφθη ουδείς τών Χριστιανών. Λοιπόν παρακαλούμεν τήν Σεβαστήν ημών Διοίκησιν καί μητέρα
νά μάς προφθάση βοήθειαν θαλάσσιον καί λοιπά, δι' όνομα καί αγάπην Θεού, κάμετε έλεος διά ημάς τούς
κατοίκους τής νήσου Κάσσου, επειδή καί η γενναιότης καί μεγαλοψυχία ημών είναι μέν πρόθυμοι, όμως κατά τήν
θαλάσσιον δύναμιν πολύ σάς παρακαλούμεν νά μάς προφθάσετε.
Η κατάστασις τής αιγυπτιακής αρμάδας έχει ούτως. Έχει φρεγάτας τέσσαρας, καί μία όπου απέρασεν εις Ρόδον,
από ιμβρίκια δέκα, καί από μικρά πλοία, γαλλιώτες, δέκα. Ταύτα ιδεάζοντες τήν Σεβαστήν καί Υπερτάτην ημών
Διοίκησιν τήν παρακαλούμεν μετά δακρύων, αμέσως καί χωρίς αναβολήν καιρού νά μάς προφθάσετε εις
τήν άνωθεν θαλάσσιον δύναμιν. Έτι παρακαλούμεν εις μπαρούτια καί εις βόλια, από μίαν, ή δύο, έως τριών οκάδων
τό βάρος. Ταύτα αύθις παρακαλούντες μένομεν καί υπογραφόμενοι.
Εκ Κάσσου, τώ αωκδ' (1824) τή 17 Μαΐου
Όλοι οι κάτοικοι τής νήσου Κάσσου.»
Απορεί η Διοίκησις παρατηρούσα ότι έχετε έλλειψιν εφοδίων, ενώ ειξεύρει ότι καί πρότερον ήσθε εφωδιασμένοι
από αυτά καί τελευταίον λαβόντες τά όσα εκ Κρήτης έφθασαν αυτόθι, εφοδιασθήτε έτι μάλλον τούτο. Αν ο
εχθρικός στόλος αποτολμήση νά πλησιάση εις τήν νήσον ταύτην καί νά φροντίση νά κάμη έφοδον, η Διοίκησις
γνωρίζουσα τήν γενναιότητά σας καί τήν απόφασίν σας νά θυσιασθήτε πάντες υπέρ πίστεως καί πατρίδος,
πληροφορηθείσα ότι καί αρκετά ξένα άρματα ευρίσκονται εις τήν νήσον σας είναι βεβαία ότι θέλετε δώσει τρόμον
εις τόν εχθρόν.
Εν Μύλοις Ναυπλίου τή 27 Μαΐου 1824
Ο Πρόεδρος
Γεώργιος Κουντουριώτης»
Οι Κάσσιοι μετά δακρύων αναφέρονται εις τήν Διοίκησιν, ως κοινήν μητέρα, παρακαλούντες
αυτήν εν ονόματι τού Θεού νά τοίς πέμψη θαλάσσιον δύναμιν καί βοήθειαν, διότι καί γενναιότητα καί προθυμίαν καί
μεγαλοψυχίαν, αλλά καί ανάγκην τής θαλασσίου δυνάμεως έχουν, εξιστορούσι καί τήν θαλάσσιον εχθρικήν
δύναμιν διά νά γνωρίζη η Διοίκησις τί πλοία νά πέμψη απέναντι αυτής. Επί τέλους παρακαλούν πάλιν αυτήν
θερμώς καί μετά δακρύων, άνευ αναβολής, νά πέμψη τήν θαλάσσιον δύναμιν καί πολεμοφόδια.
Οποία τωόντι ειρωνεία! οι Κάσσιοι αναφέρονται μέ κλαυθμούς καί οδυρμούς διά τόν κίνδυνον, όν τρέχουσιν,
επικαλούμενοι εν ονόματι τού Υψίστου νά τούς πέμψη βοήθειαν καί πολεμοφόδια, η δέ Διοίκησις τούς
απαντά ότι δέν υπάρχουσι χρήματα καί τούς δίδει καί ελπίδας ότι άμα έλθη τό δάνειον αμέσως θά πέμψη
πλοία. Ως ει ο εχθρός ώφειλε νά περιμένη νά λάβωσι πρώτον οι Κάσσιοι τήν περιμενομένην βοήθειαν
καί έπειτα νά τούς κτυπήση! Παράδοξος τωόντι Διοίκησις, αφού άλλα αιτούν οι Κάσσιοι καί άλλα διατάττει αυτή.
Αιτούσι πολεμοφόδια οι Κάσσιοι, η δέ Διοίκησις φειδομένη καί αυτών τών εφοδίων καί πειθομένη εις αβασίμους
φήμας, έχετε όπλα τής Κρήτης, τούς απαντά. Πέμψατε μας βοήθειαν πλοίων γράφουσιν οι Κάσσιοι. Είμεθα βέβαιοι
ότι θέλετε θυσιασθή πάντες υπέρ πίστεως καί πατρίδος τούς αποκρίνεται η Διοίκησις.
Οι "εκλαμπρότατοι" καί η "Σεβαστή Διοίκησις" όμως ήταν απασχολημένοι μέ τόν εμφύλιο πόλεμο
καί τήν εξόντωση τών οπλαρχηγών τής Πελοποννήσου. Δέν τούς περίσσευαν χρήματα γιά νά σωθεί η Κάσος.
Ο Κουντουριώτης, ο οποίος ήταν υποχείριο τού Κωλέττη καί σκορπούσε τίς
λίρες τού αγγλικού δανείου δεξιά καί αριστερά, στήν επιστολή τού πρός τούς άτυχους κατοίκους τής Κάσου
απάντησε ότι ... δέν υπάρχουν λεφτά γιά τόν
ελληνικό στόλο καί απορούσε γιά τόν λόγο γιά τόν οποίο οι Κασιώτες δέν είχαν πολεμοφόδια.
«Έπειτα από λίγες μέρες, στίς 27 τού Μάη, φάνηκε πάλι μπροστά στήν Κάσο η
αρμάδα τού Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Τούτη
τή φορά πάνω στά φορτηγά πού τήν ακολουθούσαν βρισκόταν ο Χουσεΐν μπέης μ' ασκέρι πού ξεπέρναγε
τίς τρείς χιλιάδες. Οι δικοί μας τούς καρτέραγαν ταμπουρωμένοι κάτω από τήν Αγία Μαρίνα, όπως τό μέρος εκείνο
στεκόταν τό πιό πρόσφορο γιά απόβαση. Ο Ισμαήλ δυό μερόνυχτα αδιάκοπα κτυπά μέ χοντρή φωτιά.
Λένε πώς τούς έριξε ίσαμε τέσσερεις χιλιάδες μπόμπες. Τ' απομεσήμερο τής δεύτερης μέρας στέλνει 18
φελούκες γεμάτες ασκέρια νά κάνουνε ντισμπάρκο (απόβαση).
Τότε πιά όλοι, Κασιώτες καί Κρητικοί, τρέχουν κατακεί. Μά μόλις πέσανε τά σκοτάδια μπαρκάρει ο Χουσεΐν σέ
24 άλλες φελούκες ίσαμε δυό χιλιάδες νοματαίους καί, δίχως νά πάρουν είδηση οι δικοί μας, τούς βγάζει στ' Αντιπέρατο,
πού τό φύλαγαν έξι μονάχα Κασιώτες. Οι εχθροί τούς ξέκαναν, οδηγημένοι από έναν προδότη, τόν Κασιώτη Ζαχαριά
πού από χρόνια είχε εγκατασταθεί στή Ρόδο, βρέθηκαν, μόλις αχνόφεγγε, στίς πλάτες τών δικών μας στήν Αγία Μαρίνα,
πού ίσαμε εκείνη τή στιγμή αντιβγαίνανε σ' όσους αποβιβάστηκαν σ' αυτή.
Μά ξάφνου κτυπιούνται από δυό μεριές, κι από τά ψηλώματα κι από τό γιαλό. Μεμιάς αποφάνηκε πώς δέν τούς απέμενε
η παραμικρή ελπίδα καί άλλοι σκορπίσανε νά βρούνε τρόπο νά σωθούν κι άλλοι ρίξανε τ' άρματα καί παραδόθηκαν.
Μονάχα σαράντα, μ' αρχηγό τόν Μάρκο Μαλλιαράκη, τόν Διακομάρκο όπως τόν έλεγαν, ξακολούθησαν τόν πόλεμο
μ' όλο τό πλήθος τού εχθρού ώσπου λιώσανε όλοι εκεί, τιμώντας τήν παλικαριά πού βάζει πάνω από τή σκλάβα ζωή τόν
ελεύθερο θάνατο.
Ο Χουσεΐν μπέης έδωσε τό λεύτερο στ' ασκέρι του νά διαγουμίσει εικοσιτέσσερεις ώρες τό νησί. Μέσα σ' αυτές οι νικητές
ξεδίψασαν μέ αίμα καί χόρτασαν τήν πείνα τους γιά γυναικεία σάρκα. Όταν πήρε τέλος τό πανηγύρι τού ολέθρου, ο
ναύαρχος Ισμαήλ Γιβραλτάρ, πού είχε ανάγκη από μαρινάρους (ναύτες), διαλάλησε στό νησί πώς πλερώνει
πενήντα γρόσια σ' όποιον δέχεται νά μπεί στή δούλεψή του, τάζοντας πώς θά τούς βοήθαγε νά εξαγοράσουν τίς
φαμέλιες τους πού σκλαβώθηκαν. Ως πεντακόσιοι, μέσα στή μαύρη απελπισία τους, τό δέχτηκαν. Αποδώ κι εμπρός
τούτοι οι χτεσινοί αγωνιστές τής λευτεριάς θά πολέμαγαν τ' αδέλφια τους, πού θά ξακολούθαγαν στίς θάλασσες
τό χαροπάλεμά τους. Αφού ο Ισμαήλ Γιβραλτάρ ζώγρησε (αιχμαλώτισε) δεκαπέντε καράβια τής Κάσου, πού στέκονταν
η δύναμη καί τό καμάρι της, καί φόρτωσε πάνω σ' αυτά ως δυό χιλιάδες γυναικόπαιδα νά πουληθούν στά
σκλαβοπάζαρα τού Μισιριού, έκανε πανιά κι έφυγε, αφήνοντας τήν ερήμωση νά συντροφεύει τό θάνατο
πάνω στό περήφανο ως χτές θαλασσόβραχο.»
Στά τέλη Μαΐου τού 1824, εμφανίστηκαν μπροστά στήν Κάσο 45 πλοία
πού μετέφεραν 4000 άνδρες μέ αρχηγό τόν ίδιο τόν Χουσεΐν μπέη, πού είχε πνίξει στό αίμα
τήν επανάσταση στήν Κρήτη. Τά οθωμανικά πλοία
αγκυροβόλησαν κοντά στό νησάκι τής Μακρίας καί επί δύο ημέρες κανονιοβολούσαν χωρίς αποτέλεσμα τήν
Αγία Μαρίνα, όπου ήταν συγκεντρωμένη η μεγαλύτερη δύναμη τών Ελλήνων. Οι έμπειροι Κασιώτες απαντούσαν μέ
εύστοχους κανονιοβολισμούς. Περίπου 4000 βόμβες έπεσαν στό νησί από τά δεκάδες κανόνια τών πολεμικών
πλοίων τών Οθωμανών.
Τή νύκτα τής 7ης Ιουνίου 1824 αποσπάστηκαν από τήν κύρια δύναμη τού εχθρικού στόλου,
25 βάρκες υπό τόν χιλίαρχο
Μουσά, οι οποίες κατευθύνθηκαν χωρίς νά γίνουν αντιληπτές πρός τή θέση Αντιπέρατος, νοτίως τής Αγίας Μαρίνας.
Οδηγό τους είχαν έναν Κασιώτη προδότη, ονόματι Ζαχαριά. Οι μωαμεθανοί στρατιώτες σκότωσαν τούς έξι
αμέριμνους φρουρούς καί κατευθύνθηκαν στίς πλάτες τών Ελλήνων, οι οποίοι είχαν τήν προσοχή τους στήν
κύρια δύναμη τού στόλου πού βομβάρδιζε ανηλεώς ώστε νά τούς αποσπάσει τήν προσοχή από τήν ομάδα πού
επιχείρησε τήν απόβαση.
«Η νήσος Κάσος είχε κατοίκους 5000, εξ ών 500 ναύται· παρήσαν καί 300 οπλοφόροι Κρήτες.
Εξ αιτίας δέ τής κρημνώδους φύσεώς της είναι μόνον εύβατος κατά τό πρός τήν Ελλάδα βλέπον μέρος τριών μιλίων
μήκους· επί τής γραμμής ταύτης έκειντο 30 κανόνια· ήσαν καί αλλού σκοποί. Αλίμενος είναι η νήσος, καί τά πλοία της
προσωρμίζοντο συνήθως εις Κάρπαθον· αλλ' εκείναις ταίς ημέραις ήσαν συσσωρευμένα εξ αιτίας τού καλοκαιρίου
εις Αυλάκι.
Ελθόντα τά οθωμανικά ηγκυροβόλησαν έμπροσθεν τού παρακειμένου νησιδίου τής Μακρυάς καί εκανονοβόλουν
δύο ημέρας ανωφελώς τήν Αγίαν Μαρίναν, αντεκανονοβολούντο δέ παρά τών επί τής ξηράς. Τήν δέ νύκτα τής 7ης Ιουνίου
1824, είκοσι τέσσαρες ολκάδες, φέρουσαι στρατεύματα εις απόβασιν, έπλευσαν πέραν τής Αγίας Μαρίνας πρός τήν δύσβατον
καί κρημνώδη άκραν τής νήσου τήν βλέπουσαν πρός τήν Κρήτην. Ταυτοχρόνως πλοία τινα τού στόλου καί άλλαι
ολκάδες φέρουσαι στρατεύματα εκανονοβόλουν καί ετουφέκιζαν πρός τήν άλλην άκραν τής νήσου εις έλκυσιν τής
προσοχής τών εναντίων, καί εις επιτυχίαν διά τού τρόπου τούτου τής επί τής άλλης άκρας μελετωμένης αποβάσεως.
Επτά μόνον ήσαν οι φυλάσσοντες τήν θέσιν ταύτην· η απότομος φύσις της εφαίνετο αυτοφύλακτος· αλλά καί οι
ολίγοι ούτοι ήσαν αμελέστατοι. Τά δ' εχθρικά στρατεύματα, ούσης άκρας νηνεμίας, απέβησαν τήν νύκτα αφανή καί
κατέλαβαν καί τά τέσσαρα χωρία αμαχητί, διότι οι πολεμισταί τής νήσου, όντες επί τής παραλίας, όπου υπώπτευαν
απόβασιν, δέν έλαβαν γνώσιν τού συμβάντος, ειμή αφ' ού εξημέρωσεν.
Είς τών πλοιάρχων τής Κάσσου, ο Μάρκος, διέπρεπε διά τήν ανδρίαν του καί εδικαίωσε κατά τήν κρίσιμον ταύτην
περίστασιν ήν είχεν υπόληψιν. Ούτος εν μέσω τής γενικής απελπισίας διά τό απροσδόκητον τού συμβάντος συνέλεξέ
τινας ακούσαντας τήν πατριωτικήν φωνήν του, παρέστη ένοπλος υπερασπιστής τής πατρίδος καί μεγάλως
ηνδραγάθησε· λέγεται ότι 30 εχθρούς εσκότωσε μόνος αυτός· ζωγρηθείς δέ καί οπισθαγκωνισθείς απήχθη πρός
τόν Χουσεήμπεην· αλλά καί ενώπιον αυτού επεσφράγισεν ενδόξως τάς ανδραγαθίας του· έσπασε τά δεσμά του,
ήρπασεν από τής ζώνης ενός τών περιισταμένων τήν μάχαιράν του, εσκότωσε δύο τών φυλάκων καί έπεσε καί αυτός
υπό τά τραύματα τών άλλων.
Μετά τήν άλωσιν τών χωρίων κατεστράφη ο αγών· πολλοί εφονεύθησαν, παιδία καί γυναίκες ηχμαλωτίσθησαν,
τινές κατέφυγαν εις τά όρη, οι δέ λοιποί επροσκύνησαν. Εκ τών εντοπίων δέ πλοίων μόνον έν επρόφθασε
καί ανήχθη, καί διελθόν τόν εχθρικόν στόλον διέσωσέ τινας εξ όσων δεινών υπέφεραν οι λοιποί.
Οι Τούρκοι ελεηλάτησαν τά χωρία, επεβίβασαν τά επί τής ξηράς κανόνια καί ύψωσαν επί τής νήσου τήν σημαίαν των.
Ο δέ Χουσεήμπεης εγκαταστήσας κατ' αίτησιν τών ψευδοπροσκυνησάντων διοικητήν τής νήσου Τούρκον,
απέπλευσεν εις Αλεξάνδρειαν, όπου έφερε τά συλληφθέντα πλοία καί τούς αιχμαλωτισθέντας· παρέλαβε καί τινας
ναύτας εις υπηρεσίαν τού στόλου, προσελθόντας αυθορμήτως επ' ελπίδι λυτρώσεως τών αιχμαλωτισθέντων συγγενών
των· διεδέχθη δέ αυτόν εν Κρήτη ο ανεψιός του Μουσταφάμπεης.»
Τό ξημέρωμα τής 7ης Ιουνίου 1824 βρήκε τούς Κασιώτες τρομοκρατημένους. Έβλεπαν πίσω τους
τά τούρκικα μπαϊράκια καί τά τέσσερα
χωριά τους πατημένα από τό πόδι τών Αγαρηνών. Η μάχη είχε πλέον χαθεί καί όλοι οι Κασιώτες διέλυσαν τίς γραμμές
γιά νά τρέξουν νά σώσουν τίς οικογένειές τους. Οι μουσουλμάνοι άρχισαν τό σύνηθες έργο τής σφαγής, τής λεηλασίας,
τών βιασμών καί τών βασανιστηρίων. Τά κεφάλια πήγαιναν μέ τή σωρό στόν Χουσεΐν μπέη γιά νά στήσει τήν πυραμίδα
του καί νά ανταμείψει μέ γρόσια τούς "γενναίους" πολεμιστές τού Αλλάχ.
Μαύρο πουλάκι κάθεται στής Κάσου τ' αγριοβούνι
βγάλλει φωνίτσα θλιβερή καί μαύρο μοιρολόι,
- "Μάνα κλαμός καί βουγκητός εις τό νησί τής Κάσου!"
Η μάνα κλαίει τό παιδί καί τό παιδί τή μάνα
κι ο αδερφός τήν αδερφή κι άουρος τήν καλή του.
Γίνονται στίβες τά κορμιά, τά αίματα ποτάμια.
Μπάς καί πανούκλα πλάκωσε, μπάς καί σεισμός εγίνη;
Μήτε πανούκλα πλάκωσε μήτε σεισμός εγίνη.
Χουσέν-Πασάς επλάκωσεν από τήν Αλεξάντρα.
Στό Φρύ επήγε κι ήραξεν η φοβερή αρμάδα.
Βγάλλ'αρβανίτες περισσούς, βγάλλει στραβαραπάδες,
γιά νά πατήσου τό Σταυρό, γιά νά πατήσου τ' Άγια
νά μαγαρίσουν εκκλησιές κι ούλα τά Μοναστήρια.
Σφάζουν τούς γέρους καί τίς γριές κι ούλα τά παληκάρια
τίς κοπελιές καί τά μωρά στή φλόττα τούς μπαρκάρουν,
σκλάβους νά τούς πουλήσουσι στής Μπαρμπαριάς τά μέρη.
Κι μι'απ'τίς σκλάβες έλεγε μέ θλιβερή φωνίτσα:
-"Χίλια κι αν κάμεις Χουσεΐν, χίλια κι αν μάς πουλήσεις
εμείς τού τούρκου τό σπαθί δέ θά τό φοβηθούμε,
ή θά μάς κόψεις όλους μας, ή λευτεριά θά δούμε."
Ένας από τούς πλοιάρχους τής Κάσου, ο Μάρκος Μαλλιαράκης, πού ξεχώριζε γιά τήν ανδρεία του,
δικαίωσε μετά από λίγο τή
φήμη του. Μέσα στή γενική απελπισία, μάζεψε μερικούς συντρόφους του καί πολέμησε μέχρι τέλους τούς εισβολείς.
Λέγεται ότι σκότωσε μόνος του περισσότερους από τριάντα Τούρκους. Τελικά όμως πιάστηκε αιχμάλωτος καί
οδηγήθηκε στόν Χουσεΐν μπέη. Ούτε εκεί λύγισε καί αφού έσπασε τά δεσμά του, άρπαξε τό μαχαίρι από τή
ζώνη ενός Οθωμανού, σκότωσε άλλους δύο γιά νά βρεί ηρωϊκό θάνατο κατατρυπημένος από τά κτυπήματα τών
μαχαιριών τών υπόλοιπων Τούρκων.
Ο Μάρκος Μαλλιαράκης, γνωστός καί σάν Διακομάρκος, ήταν από τούς πρώτους
καραβοκύρηδες πού εξόπλισε
τό μπριγαντίνι του "Λεωνίδας", γιά νά σηκώσει τό λάβαρο τής επανάστασης στήν Κάσο τόν Απρίλιο τού 1821.
Τόν Ιούνιο τού 1821, είχε βοηθήσει μέ δικά του εφόδια καί έξοδα τούς Κρητικούς, ενώ στίς 28 Ιουλίου
είχε ενωθεί μέ τόν ελληνικό στόλο καί είχε επιτεθεί στόν εχθρό πού έπλεε κοντά στήν Κώ.
Τό 1823 διορίστηκε έπαρχος καί οργάνωσε αποτελεσματικά τή διοίκηση καί τήν άμυνα τού νησιού.
Αντιπροσώπευσε τήν Κάσο στή Β' Εθνοσυνέλευση τού Άστρους Κυνουρίας, τό 1823.
Ύστερα από τίς σφαγές, η Κάσος τών 7000 κατοίκων ερήμωσε. Τό νησί γέμισε από τά κουφάρια τών ανθρώπων
πού κάποτε τό κατοικούσαν καί τού έδιναν ζωή. Οι όμορφες γυναίκες μέ τά παιδιά τους γλύτωσαν τή ζωή τους, αφού
οι Τουρκοαιγύπτιοι τίς μετέφεραν γιά νά τίς πουλήσουν στά σκλαβοπάζαρα τής Αλεξάνδρειας.
Ο Γιβραλτάρ, όμως πού ήθελε πληρώματα γιά τά πλοία του, υποσχέθηκε στούς επιζήσαντες άνδρες ότι θά τούς
ελευθέρωνε
τίς οικογένειες εάν αυτοί επάνδρωναν τά πλοία του. Δυστυχώς, πολλοί ήταν εκείνοι πού τόν πίστεψαν καί
μπήκαν στήν υπηρεσία τού Αιγύπτιου ναυάρχου, χωρίς φυσικά νά δούν ποτέ τά αγαπημένα τους πρόσωπα, πού ήδη
είχαν πουληθεί καί διασκορπιστεί στίς εσχατιές τών μουσουλμανικών χωρών.
Ο Γιβραλτάρ, όταν μετά από λίγο καιρό συνάντησε τό Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ, τού είπε κομπάζοντας:
"Η Κάσος σβήστηκε από τό χάρτη. Δέν αφήσαμε ούτε ρουθούνι ζωντανό..." Ο Γάλλος, προφανώς εκνευρισμένος
μέ τήν αλαζονεία τού μουσουλμάνου, τού απάντησε: "Αγαπητέ μου, δέν έκανες τίποτα σπουδαίο. Οι Έλληνες θά
επανέλθουν καί θά αναγεννηθούν από τίς στάχτες τους, όπως ο μυθικός Φοίνιξ τής ελληνικής μυθολογίας."
Ο ελληνικός στόλος κινητοποιήθηκε όταν ήταν πλέον πολύ αργά. Στίς 20 Ιουνίου 1824 η μοίρα τής Ύδρας υπό τόν
Γεώργιο Σαχτούρη, ενώθηκε στά ανοιχτά τής Σαντορίνης μέ τήν μοίρα τών Σπετσών πού είχε αρχηγό τόν
Κωνσταντίνο Μπουκουβάλα καί ενωμένες οι δύο μοίρες έφθασαν στήν Κάσο τήν επομένη.
Ο Σαχτούρης συνάντησε ελάχιστους
ανθρώπους καί στό χωριό τής Αγίας Μαρίνας δέν βρήκε ούτε ένα σπίτι όρθιο. Όλα ήταν γκρεμισμένα καί καμμένα.
Οι ελάχιστοι διασωθέντες, μόλις είδαν τούς ναύτες, άρχισαν μέ κλάματα καί θρήνους νά τούς εξιστορούν τά συμβάντα.
Ο στόλος απέπλευσε από τήν Κάσο, τήν ίδια ώρα πού παιζόταν ένα ακόμα δράμα στά Ψαρά καί δέν θά προλάβαινε
ούτε εκεί νά δώσει τήν βοήθειά του.
Καταστροφή τών Ψαρών (21 Ιουνίου 1824)
Η δράση τών ψαριανών πολεμικών πλοίων καί οι αμέτρητες πειρατικές ενέργειες κατά τών Τούρκων τής Ιωνίας,
τής Θράκης καί τής Μακεδονίας προκάλεσαν τήν οργή καί τή μήνη τών Οθωμανών
υπηκόων εναντίον τών Ψαριανών πειρατών. Εστάλησαν πρός τήν Υψηλή Πύλη δεκάδες επιστολές γεμάτες
διαμαρτυρίες καί παράπονα γιά τίς καταστροφές πού υπέφερε τό δοβλέτι τού σεβαστού πατισάχ.
Ο σουλτάνος, θυμωμένος γιά τίς ταπεινώσεις πού τού προξενούσαν οι αχάριστοι Ρούμ, μόλις είδε στόν χάρτη τό
μικροσκοπικό σχήμα τού νησιού, απλά τό έξυσε μέ τό νύχι του, δίνοντας
έτσι μέ αυτό τόν τρόπο τή διαταγή γιά τήν πλήρη καταστροφή του.
Από τόν Ιανουάριο τού 1824 οι πρόκριτοι τών Ψαρών είχαν πληροφορίες από Ρωμιούς πού διέμεναν στήν
Κωνσταντινούπολη καί τή Σμύρνη γιά επικείμενη κάθοδο τού τουρκικού στόλου, ο οποίος θά ένωνε τή δύναμή του
μέ πολεμικά πλοία από τήν Αλγερία καί τήν Τυνησία καί εν συνεχεία θά έπλεε από κοινού μέ τούς βορειοαφρικανούς
στό Αιγαίο Πέλαγος γιά νά καταστρέψει τή Σάμο, τά Ψαρά, τίς Σπέτσες καί τήν Ύδρα. Ήταν η σειρά
τών Ψαριανών νά στείλουν δεκάδες επιστολές πρός τό
Βουλευτικό καί τό Εκτελεστικό, γιά νά ειδοποιήσουν τούς Έλληνες παραστάτες γιά τήν ετοιμασία τού
τουρκικού στόλου καί νά τούς ικετεύσουν νά πάρουν μέτρα ώστε νά αντιμετωπίσουν τόν άμεσο κίνδυνο πού
απειλούσε τά τέσσερα νησιά καί όχι μόνο. Προβλέποντας οι Ψαριανοί τήν βέβαιη τουρκική επίθεση,
φρόντισαν νά μεταφέρουν στό νησί τους, τούς Μακεδόνες ενόπλους πού είχαν απομείνει από τό σώμα τού
Καρατάσσου στή Σκόπελο καί στή Σκιάθο.
«Από τών πρώτων ημερών τού Ιανουαρίου τού 1824 υπήρχον πληροφορίαι ότι οι Τούρκοι
θά επεχείρουν κατά θάλασσαν εκστρατείαν - μεγαλυτέραν τών προηγουμένων. Οι Ψαριανοί είχον πληροφορηθεί ότι
η νήσος των θά απετέλει ιδιαιτέρως τόν στόχον τού τουρκικού στόλου καί είχον ειδοποιήσει σχετικώς τήν κυβέρνησιν.
Τήν 23ην Μαρτίου 1824 επιστολή Έλληνος εκ Σμύρνης πρός τούς προκρίτους τής Ύδρας παρείχε λεπτομερείς
πληροφορίας περί τών συγκεντρουμένων δυνάμεων καί τής παρασκευαζομένης εκστρατείας.
"Τό αίτιον τού παρόντος μου είναι νά σάς ειδοποιήσω, αδελφοί μου φιλογενείς, ότι σήμερον έφθασεν ο κουριέρης
(αγγελιοφόρος) από Κωνσταντινούπολιν καί μάς γράφουν τάς μεγάλας δυνάμεις καί τάς ετοιμασίας, οπού εκστρατεύει ο σουλτάνος
πρός τό μέρος τής Ελλάδος διά ξηράς καί θαλάσσης. Ο στόλος του είναι από κομμάτια 58, από τριπόντες έως μπρίκια.
Είναι οι τριπόντες 2, ντιλίνια 8, βάζει όμως καί 60 ορτάδες (λόχους) γιανιτσάρων μέσα, προσέτι έπεμψε καί εις όλην τήν
επικράτειαν προσταγές, ήτοι φιρμάνια αφοριστικά διά νά τρέξουν όσοι πιστοί Ανατολή καί Ρούμελη.
Προσέτι (επιπλέον) προστάζει όλην του τήν δύναμιν καί τούς δίδει τήν άδειαν νά κτυπήσουν, νά αφανίσουν, νά σκλαβώσουν
όλον τό μέρος τής Ελλάδος καί τά νησιά - Ψαρά πρώτον, Σάμον, Τήνο, Ύδρα, Σπέτσες καί Κάσον. Από επτά χρονών
καί πάνω σκλάβον δέν θέλει, μόνο σπαθί...".
Τήν 16ην Μαΐου 1824 ελήφθη πληροφορία εις Ψαρά ότι ο τουρκικός στόλος ήτο πλέον έτοιμος νά αποπλεύση διά
νά κτυπήση τά Ψαρά. Οι Ψαριανοί απηυθύνθησαν πρός τήν κυβέρνησιν, ζητούντες νά ληφθούν επειγόντως μέτρα
πρός αντιμετώπισιν τού κινδύνου, αλλά τό εκτελεστικόν επέδειξε τήν συνήθη του αδιαφορίαν. Δέον νά σημειωθή
ότι μεταξύ τών τριών νήσων είχεν εκδηλωθή αντιμαχία, οι δέ Σπετσιώται καί Ψαριανοί εδυσπίστουν πρός τήν
Ύδραν, τήν οποίαν κατηγόρουν ότι εφρόντιζε μόνον περί αυτής, ενδιαφερομένη διά τήν είσπραξιν τών εσόδων τού
Αιγαίου πρός τόν σκοπόν όπως διαθέτη τά χρήματα μόνον πρός ενίσχυσιν τού στόλου της.
Όταν ο τουρκικός στόλος εξήλθε τών Στενών, η Βουλή τών Ψαρών απέστειλε, τήν 12ην Ιουνίου 1824, επιστολήν
πρός τούς παραστάτας τής νήσου εις τό βουλευτικόν μέ έγγραφον πρός τήν διοίκησιν, διά τής οποίας εζητείτο
νά εκπλεύση ο στόλος πρός αντιμετώπισιν τού κινδύνου. Εις τήν έκκλησιν ταύτην η κυβέρνησις απήντησε δι' εγγράφου
υπό ημερομηνίαν 17 Ιουνίου, υπογραφομένου υπό τών Γεωργίου Κουντουριώτου, Παναγιώτη Μπόταση,
Ιωάννου Κωλέττη, Αναγνώστη Σπηλιωτάκη εις τό οποίον ανεφέροντο μεταξύ άλλων καί τά εξής:
"Σείς ενώ περιμένετε περίστασιν, καί αύθις τούς εχθρούς νά τρομάξετε, ηξεύρετε ότι καί όλοι οι λοιποί Έλληνες
στέκονται προσεκτικοί νά χειροκροτήσωσι τόν ελληνικόν στόλον. Χθές έλαβεν η διοίκησις τήν χαροποιόν αγγελίαν
ότι εξέπλευσαν τά υδραιοσπετσιώτικα πλοία, καί ελπίζει μέχρι τούδε νά έφθασαν αυτόθι (εκεί) καί συνεννοηθήτε
καθ' όλα."
Είναι όμως γνωστόν ότι οι στόλοι τής Ύδρας καί τών Σπετσών ανεχώρησαν διά Κάσον καί όχι διά Ψαρά, ο δέ Νικόδημος
ορθώς παρατηρεί εις τό "Υπόμνημά" του ότι ψευδώς τό εκτελεστικόν ανήγγειλεν εις τούς Ψαριανούς περί τής αφίξεως
τού ελληνικού στόλου τήν 17ην Ιουνίου 1824, διότι καί τήν ημερομηνίαν τής αναχωρήσεως καί τόν προορισμόν του
εγνώριζε.»
Η ελληνική κυβέρνηση έδειξε εγκληματική αμέλεια στίς αμέτρητες εκκλήσεις τών Ψαριανών. Ο Κωλέττης
καί οι αδελφοί Κουντουριώτη απαντούσαν αόριστα μέ υποσχέσεις, εκθειάζοντας απλώς τή γενναιότητα
τών Ψαριανών. Οι πολιτικοί τής εποχής, από τή μία δήλωναν ότι δέν υπήρχαν χρήματα γιά νά κινηθεί ο στόλος καί από
τήν άλλη κινητοποιούσαν όλες τίς διαθέσιμες
στρατιωτικές δυνάμεις τους γιά νά εξοντώσουν τούς εγχώριους αντιπάλους τους. Ο Καραϊσκάκης καί ο
Μακρυγιάννης αργότερα θά καταλάβαιναν τό
λάθος τους νά τρέξουν νά πολεμήσουν εναντίον τού Κολοκοτρώνη, γιά νά ικανοποιήσουν τή ματαιοδοξία καί τή δίψα
γιά εξουσία τών καλαμαράδων καί τών Υδραίων καραβοκύρηδων.
Τό Εκτελεστικό, αντί γιά βοήθεια στούς Ψαριανούς, τούς έστειλε μία επιστολή μέ τήν οποία ψευδώς τούς πληροφορούσε
ότι ο ελληνικός στόλος έπλεε πρός τό νησί τους. Τήν ψεύτικη αυτή επιστολή πού υπέγραψαν οι Κωλέττης,
Κουντουριώτης, Μπότασης καί Σπηλιωτάκης μάς τήν παραθέτει ο Κωνσταντίνος Νικόδημος (1796-1877), στήν ιστορία
του γιά τά Ψαρά. Στήν επιστολή αυτή, η τότε κυβέρνηση δήλωνε ότι ο ελληνικός στόλος ξεκινούσε γιά τά Ψαρά,
ενώ ήταν η ίδια η κυβέρνηση πού τού είχε δώσει διαταγή νά πλεύσει πρός τήν Κάσο, σέ αντίθετη δηλαδή κατεύθυνση!
Μάταια οι Ψαριανοί παραστάτες Νικόλαος Βελισσάριος, Γεώργιος Καλαφάτης, Απόστολος Νικολάου καί Νικόλαος
Λουμάκης επιχειρούσαν νά πείσουν τό Εκτελεστικό νά μή στείλει τό στόλο στήν ήδη κατεστραμμένη
Κάσο, αλλά νά τόν κατευθύνει βορείως πρός τά Ψαρά, πού βρίσκονταν υπό άμεση απειλή.
«Οι παραστάται τών Ψαρών λαβόντες τά γράμματα τής Βουλής των τά ενεχείρησαν εις τήν
Διοίκησιν. Καταχωρώ τό πρός τούς παραστάτας έγγραφον τής Βουλής τών Ψαρών.
"Ημέτεροι Παραστάται!
Σπεύδομεν αύθις νά σάς περικλείσομεν επιστολήν μας πρός τήν υπερτάτην Διοίκησιν, πληροφορητικήν τών
κινημάτων καί σκοπών τού εχθρικού στόλου από 70 πλοία μικρά καί μεγάλα, ός τις ευρίσκεται ήδη εις Μυτιλήνην,
εξ ών 17 μεγάλα είναι εις τήν επιφάνειαν κατά τό Σίγρι. Έχει εμβαρκάτους έως 15.000 στρατόν, κηρύττει ότι θέλει
κτυπήσει ή τήν Σάμον, ή τήν νήσον μας καί σήμερα ή αύριον τόν περιμένομεν...
Τή 12η Ιουνίου 1824 - Η Βουλή τής νήσου Ψαρών."
Εκ τών αποφασισθέντων πρός έκπλευσιν πλοίων, πεντήκοντα ενός τόν αριθμόν καί
δεκατεσσάρων ηφαιστείων, εξέπλευσαν μέρος μετά παρέλευσιν πεντήκοντα πέντε ημερών (Υδραίων καί Σπετσιωτών),
αλλά διά πού; διά τά κινδυνεύοντα Ψαρά; όχι. Διά τήν καταστραφείσα Κάσσον. Οι δέ πρόκριτοι τών Σπετσών αναγγέλουσι
τήν έκπλευσιν των πρός τήν Διοίκησιν διά τής επομένης αναφοράς.
"Πρός τό Σεβαστόν Εκτελεστικόν Σώμα.
Ειδοποιούμεν τήν Σεβαστήν Διοίκησιν ότι όλος ο ημέτερος στόλος αναχωρεί ήδη εντεύθεν, καί κατ' ευθείαν
πρός Κάσσον διευθύνει τάς πρώρας. Ευχόμεθα τοιγαρούν (επομένως) πρός Θεόν, νά επιβραβεύση εις αυτόν ουρανόθεν
τήν νίκην, πρός δόξαν τού ονόματός του, καί ευλόγησιν τού λαού του.
Εκ Σπετσών, τήν 16ην Ιουνίου 1824 - Οι πρόκριτοι τής νήσου Σπετσών."
Τό δέ Εκτελεστικόν πέμπει τήν εξής διαταγήν.
"Προσωρινή Διοίκησις Ελλάδος
Τό Εκτελεστικόν Σώμα, πρός τούς κυρίους προκρίτους τής νήσου Σπετσών.
Ελήφθη η χθεσινή επιστολή σας ειδοποιούσα τήν έκπλευσιν καί διεύθυνσιν πρός τήν νήσον Κάσσον τών πλοίων σας.
Η Διοίκησις επήνεσε τόν πατριωτισμόν καί τόν ζήλον όπου βασιλεύει εις τάς ευαισθήτους καρδίας σας καί χαίρει
κατά πολλά διά τήν προθυμίαν, ήν έχετε διά τήν καταστροφήν τών εχθρών τής πατρίδος, καί εύχεται διά νά επιστρέψουν
εστεμμένα μέ τά νικητήρια.
Εν Ναυπλίω, τήν 17ην Ιουνίου 1824 - Ο πρόεδρος"
Επί δέ τής αναφοράς τής Βουλής τών Ψαρών τής 12ης Ιουνίου, πέμπει τήν εξής διαταγήν.
"Προσωρινή Διοίκησις Ελλάδος
Τό Εκτελεστικόν Σώμα, πρός τούς ευγενεστάτους προκρίτους τής νήσου Ψαρών.
Ελήφθη η αναφορά σας από τάς 12 τού τρέχοντος καί εξ αυτής βεβαιούται η Διοίκησις όσην πεποίθησιν πατριωτισμού,
καρτερίας καί γενναιότητος συνέλαβε διά τούς ανδρείους Ψαριανούς, καί όσην ελπίδα ελληνικής προόδου καί
καταδιωγμού εχθρικού έχει από τούς απτοήτους σας προμάχους ναύτας.
Χθές έλαβεν η Διοίκησις τήν χαροποιάν αγγελίαν ότι εξέπλευσαν τά υδραιοσπετσιώτικα πλοία, καί ελπίζει μέχρι τούδε
νά έφθασαν αυτόθι (ακριβώς εκεί) καί συνεννοηθήτε καθ' όλα. Εκπλεύσετε λοιπόν κύριοι καί τά υμέτερα (δικά σας) πλοία, οδηγηθήτε
από τάς περιστάσεις καί τά εχθρικά κινήματα καί συμφώνως πράξατε ό,τι περιμένει πάλιν τό ενεστώς νά ιδή από τάς
τρείς ναυτικάς νήσους.
Τή 17η Ιουνίου 1824, εν Ναυπλίω
Ο πρόεδρος Γεώργιος Κουντουριώτης, Παναγιώτης Μπότασης, Ιωάννης Κωλέττης, Αναγνώστης Σπηλιωτάκης."
Τέλος πάντων εστάλη εις τούς Ψαριανούς διαταγή, ουχί ειλικρινής, ίνα εκπλεύσωσι τά πλοία των, αλλά πρός τίνα
πλέον σκοπόν; ήτο πλέον αργά. Αι ανωτέρω διαταγαί πρός τούς προκρίτους Σπετσών καί Ψαρών φέρουσι τήν αυτήν
χρονολογίαν. Ώστε εγράφησαν τήν αυτήν ημέραν, εκ δέ τού αύξοντος αριθμού δηλούται ότι εγράφησαν
καί τήν αυτήν ώραν. Ο δέ σκοπός των είναι ανεξήγητος καί τά γραφόμενα ακατάληπτα, διότι εις μέ τούς
προκρίτους Σπετσών λέγει "χαίρω διά τήν έκπλευσιν τών πλοίων εις Κάσσον", εις δέ τούς Ψαριανούς κρύπτει τήν
αποστολήν εις Κάσσον καί τούς λέγει ότι τά υδραιοσπετσιώτικα εξέπλευσαν καί ελπίζει νά έφθασαν αυτόθι (εις Ψαρά)...»
Αντίθετα από τούς Έλληνες, ο σουλτάνος κινήθηκε αποφασιστικά καί γρήγορα. Ανέθεσε εκ νέου στό ναύαρχο Χοσρέφ
πασά τήν οργάνωση τού στόλου του καί ο τελευταίος στά μέσα Απριλίου τού 1824 εξήλθε από τόν Ελλήσποντο
καί έπλευσε πρός τή Λέσβο. Τήν αρμάδα του τήν αποτελούσαν δύο ντελίνια τών 74 κανονιών, πέντε φρεγάτες,
καί δεκάδες κορβέτες, μπρίκια, σκούνες μαζί μέ φορτηγά τά οποία θά παραλάμβαναν φανατισμένα ασιατικά στρατεύματα
από τίς μικρασιατικές ακτές.
Ο Μαχμούτ είχε φροντίσει μέ φετβά (θρησκευτικό διάταγμα) νά καλέσει τούς πιστούς σέ
ιερό πόλεμο κατά τών απίστων μέ αποτέλεσμα νά συγκεντρωθούν στά παράλια τής Μικράς Ασίας χιλιάδες
άτακτοι στρατιώτες οι οποίοι περίμεναν τά πλοία πού θά τούς μετέφεραν στίς εστίες τής ελληνικής επανάστασης.
Ο Χοσρέφ παρέλαβε επιπλέον Αλβανούς στρατιώτες από τήν Θεσσαλονίκη, ούτως ώστε
νά έχει στή διάθεσή του μία αξιόλογη αποβατική δύναμη. Τό μεγαλύτερο μέρος τού στόλου του περιπολούσε ανοιχτά στό
Σίγρι τής Λέσβου, γιά τυχόν επίθεση από τόν ελληνικό στόλο, η οποία όμως δέν θά γινόταν ποτέ. Τά Ψαρά ήταν πλέον
στό έλεος τών γενιτσάρων καί τών ατάκτων μουσουλμανικών στιφών τής Ανατολής.
Τήν ημέρα πού ο ελληνικός στόλος ξεκινούσε από τίς Σπέτσες καί τήν Ύδρα μέ κατεύθυνση τήν Κάσο, φάνηκε ο
τουρκικός στόλος έξω από τά Ψαρά. Μόνο η εμφάνιση τού ελληνικού στόλου, θά ήταν δυνατή νά τρέψει τόν
άτολμο Τούρκο ναύαρχο σέ φυγή. Οι Ψαριανοί όμως θά αντιμετώπιζαν ολομόναχοι τόν εχθρό, μέ εξαίρεση
μερικούς Μακεδόνες καί Αρβανίτες οπλαρχηγούς, οι οποίοι μάλιστα τούς εξανάγκασαν
νά χαλάσουν τά πηδάλια τών πλοίων τους ώστε νά μήν τούς εγκαταλείψουν σέ περίπτωση ήττας από
τόν τουρκικό στρατό. Η ολέθρια
αυτή απόφαση θά στοίχιζε αργότερα τή ζωή σέ χιλιάδες αμάχους.
«Στίς τέσσερις τό πρωΐ, ημέρα Παρασκευή 20 τού Ιούνη 1824, άρχισε νά ξεμπουκάρει
από τό Σίγρι, η αρμάδα. Φύσαγε μαϊστράλι. Σέ λίγο, όταν σκόρπισε τό αυγινό πούσι, οι βιγλάτορες από τόν Τηλέγραφο
τήν ξεδιακρίνουν νά έρχεται ολόϊσια γιά τό νησί τους. Δίνουν αμέσως τό σινιάλο καί σέ λίγο οι Ψαριανοί βρίσκονται
στό πόδι κι ο καθένας τρέχει στό πόστο πού είχε ταχθεί.
Γέμισε η θάλασσα καράβια, ίσαμε 235 μεγάλα καί μικρά πλεούμενα. Πολλά από τά φορτηγά, τά γεμάτα στρατό, ήταν
ευρωπαϊκά καί γιά τούτο αρμένιζαν δίχως παντιέρα. Έτσι στέκονταν εν τάξει μέ τήν ουδετερότητα πού είχαν προκηρύξει
οι κυβερνήσεις τους. Σ' αυτά βρίσκονταν στοιβαγμένοι πάνω από 15.000 πολεμιστές. Μά κι από τούς πιλότους
οι περισσότεροι Ευρωπαίοι. Τούς προμήθεψαν στούς Τούρκους οι Λεβαντίνοι (Ευρωπαίοι τής Σμύρνης), πού μέ
κάθε τρόπο γύρευαν νά λείψει τούτη η σφηκοφωλιά πού έβλαφτε τό εμπόριό τους.
Προστάζει ο Χοσρέφ ν' αρχίσει η απόβαση. Φελούκες, σαλούπες, σκαμπαβίες, λαντσόνια γεμάτα ασκέρι, αθώρητα μέσα στή
θολούρα τής μάχης φτάνουν στήν ξηρά. Μπήγοντας οι Τούρκοι τίς πολεμικές τους κραυγές ορμάνε νά πατήσουν
τά ταμπούρια τών Ψαριανών. Θερίζονται όμως από τή φωτιά τών δικών μας, πισωδρομάνε, ξαναμπαίνουν στά
πλεούμενά τους καί φεύγουν. Λυσσομανάει ο Χοσρέφ. Στέλνει καινούργιο ασκέρι μέ τήν προσταγή στά πληρώματα
μόλις τούς βγάλουν στήν ξηρά ν' αποτραβηχτούν, έτσι πού νά μήν τούς απομένει τίποτ' άλλο παρά είτε νά νικήσουν
είτε νά χαθούν. Προσπάθησαν, πολέμησαν καί χάθηκαν.
Μόλις θαμποχάραξε η άλλη μέρα (Σάββατο, 21 Ιουνίου 1824) τά κανόνια τής αρμάδας αρχίζουν νά κτυπάνε τίς ντάπιες
(προμαχώνες) τού Κάναλου. Σύγκαιρα ώς εκατό σαλούπες καί λαντσόνια ξαναρίχνουν καινούργια στρατεύματα στήν
ξηρά. Κι όπως λογαριάζουν πώς τά πρώτα κύματα τής νέας επίθεσης τους θά τσακίζονταν, είχαν δεμένες τίς
σαλούπες μέ σκοινιά από τά καράβια τους, νά τίς τραβάνε πίσω, νά τίς ξανακαργάρουν (ξαναγεμίσουν)
πολεμιστές καί νά τίς
ξαναστέλνουν στή στεριά. Τέσσερις ώρες κράταγε ο πεισματικός αυτός πόλεμος δίχως κανένα κέρδος τών Τούρκων.
Βλέποντας ο Χοσρέφ, τά ρετζάλια (αξιωματικοί) του καί οι Ευρωπαίοι αξιωματικοί πού είχε συμβουλάτορές του
πώς τόσο αίμα χύσανε νά ξεφωλιάσουν από τά ταμπούρια τού Κάναλου τούς δικούς μας δίχως τίποτα νά πετύχουν,
προστάζουν, τά ευρωπαϊκά φορτηγά νά βγούνε από τήν παράταξη καί νά τραβήξουνε αλλού. Πίσω από τά σύννεφα
καπνού, πού τά έκανε αθώρητα στούς Ψαριανούς, προχωράνε κατά τή βορειοανατολική άκρη τού νησιού,
συνοδευόμενα από πολλές φρεγάδες.
Αφού πέρασαν τόν κάβο Μαρκάρη, τράβηξαν στήν ανατολική αγκαλιά του, σέ μιά μικρή αμμουδιά πού τό μάκρος της
δέν ξεπερνά τίς εκατό δρασκελιές καί τό φάρδος της τίς σαράντα. Ερινό λέγανε οι Ψαριανοί τούτον τόν ορμίσκο
πού στάθηκε μοιραίος γι' αυτούς.
Μπροστά στήν ξακουστή αυτή γή καί τήν παράδοξη σιωπή οι Οθωμανοί κοντοστέκονται. Οι Τουρκαρβανίτες
αρνιούνται νά πηδήξουν πρώτοι στ' ακρογιάλι. Οι ρέμπελοι καί οι μιλίτσια πέφτουνε σ' αμάχη. Κάμποσοι τέλος
εθελοντές, συνεπαρμένοι από τόν ενθουσιασμό τους, ρίχνονται στό γιαλό. Οι Αρβανίτες τούς ακολουθάνε.
Πατάνε τή μικρή αμμουδιά στόν Ερινό κι αρχίζουν νά σκαρφαλώνουν στήν απότομη πλαγιά. Φτάνουν σέ στενό
μονοπάτι, όπου κάποιος μοναχικός Έλληνας, βιγλάτορας εκεί, τούς σταματά. Καθώς οι Τούρκοι δέν μπόραγαν
μ' άλλο τρόπο ν' ανεβούν παρά ο ένας πίσω από τόν άλλον, σκοτώνει ίσαμε έντεκα. Τρομαγμένος όμως
από τό πλήθος τών εχθρών πού μεγάλωνε αδιάκοπα, γυρεύει νά φύγει. Τόν κυνηγάνε καί τόν ξεκάνουν. Ξεμπουκάρουν
τότε πάνω στήν κορυφή τού κάβου, ορμάνε καί φτάνουν στήν ντάπια μέ τά τρία κανόνια πού κουλάντριζαν ως
τριάντα Ψαριανοί πού ξαφνιάζονται, πισωδρομάνε, λιώνουν. Οι Τούρκοι, συνεπαρμένοι από τήν επιτυχία τους,
χύνονται πάνω στούς Λιάπηδες (Αρβανίτες), πού μ' αρχηγό τους τόν Κότα ήταν ταγμένοι νά υπερασπίσουν τήν
ντάπια. Ο Κότας, μπροστά στό χρήμα πού καρτέραγε νά πάρει από τόν εχθρό, ξεχνά καί δόξα καί τιμή καί όρκους
καί προστάζει τούς δικούς του νά ρίξουν τ' άρματα καί νά παραδοθούν.
Ίσαμε δέκα χιλιάδες Τούρκοι ροβόλαγαν πιά χωρισμένοι σέ δύο κολώνες, πάνω στά Ψαρά. Η μία τράβαγε γιά τό
Φτελιό καί η άλλη γιά τήν πολιτεία. Οι δικοί μας στό Φτελιό αντισκόβουν τήν πρώτη ορμή τους καί τούς
αναγκάζουν νά πισωδρομήσουν. Μπαίνουν οι μπαϊραχτάρηδές τους μπροστά καί ρίχνονται σέ νέο γιουρούσι.
Αντιβγαίνουνε μέ τόσο πλήθος οι λίγοι εκείνοι Έλληνες, πού τούς αναγκάζουν νά πισωγυρίσουν γιά δεύτερη φορά.
Οι ντερβισάδες (δερβίσηδες), ανεμίζοντας τ' αστραφτερά τσεκούρια τους, φανατίζουν τ' ασκέρι μέ ρητά από τό Κοράνι,
προσκαλώντας το, στ' όνομα τού Μωάμεθ, νά ξεπαστρέψει τούς γκιαούρηδες. Τότε οι εχθροί, κρατώντας μέ τό ένα
χέρι μία πέτρα στό κούτελο νά προφυλαχτούν, προχωράνε όσοι κι άν σωριάζονται. Σέ λίγο πολεμάνε στήθος μέ στήθος.
Δουλεύει πιά μονάχα τό σπαθί καί τό γιαταγάνι. Οι δικοί μας, σπρωγμένοι από τό μπούγιο τού εχθρού, κλείνονται τέλος
στό στρατώνα πού είχανε φτιάσει από καιρό κι όπου βρισκόταν καί η μπαρουταποθήκη. Οι Τούρκοι, μπήγοντας
τίς νικητήριες κραυγές, χυμάνε νά τόν πάρουν μέ ρεσάλτο. Μία φλόγα αναπηδά καί τό νησί τραντάζεται.
Οι κλεισμένοι τινάχτηκαν στόν αέρα μαζί μέ τούς εχθρούς.»
Οι Τούρκοι, όπως καί στήν Κάσο, πάτησαν τά Ψαρά από μία αφύλαχτη περιοχή. Υπάρχει καί η υποψία ότι ο
Αρβανίτης οπλαρχηγός Κότας χρηματίστηκε καί άφησε τούς Τούρκους νά περάσουν, αλλά τό γεγονός ότι
ο Κότας σκοτώθηκε πολεμώντας τόν εχθρό, δέν μπορεί νά επιβεβαιώσει τήν προδοσία του.
Χιλιάδες πλέον βάρβαροι πάτησαν τό νησί τών Ψαρών καί ήταν αδύνατο νά αντιμετωπιστούν από τούς
λίγους Ψαριανούς ενόπλους. Στό νησί τών 7000 κατοίκων είχαν βρεί καταφύγιο 25.000 πρόσφυγες, κυρίως
γυναικόπαιδα, οι οποίοι αποτελούσαν εμπόδιο γιά τίς προσπάθειες τών πολεμιστών, οι οποίοι έπρεπε νά σκεφθούν
κυρίως γιά τήν σωτηρία τών ανυπεράσπιστων αυτών όντων.
Οι ομηρικές μάχες πού δίνονταν σέ κάθε γωνιά τού νησιού είχαν τό ίδιο αποτέλεσμα. Οι Ψαριανοί έπειτα από σύντομη
αναμέτρηση είτε τινάζονταν στόν αέρα είτε μέ ξαφνικό γιουρούσι, όταν τούς τελείωναν τά πυρομαχικά έβρισκαν
ένδοξο θάνατο από τά γιαταγάνια τού εχθρού. Τά πλοία πού θά μπορούσαν νά τά χρησιμοποιήσουν γιά νά διαφύγουν
ήταν αχρηστευμένα στό λιμάνι τών Ψαρών, αφού δέν είχαν τιμόνια. Ο πανικός έκανε τίς μανάδες νά τρέχουν
μέ τά μωρά στά χέρια γιά νά
σωθούν. Αλλά πού νά τρέξουν; Πώς νά σωθούν; Πολλές έπεφταν στή θάλασσα γιά νά γλυτώσουν τήν ατίμωση καί
πνίγονταν, ενώ άλλες πήδαγαν στίς βάρκες καί ήταν τόσοι πολλοί οι απελπισμένοι πού έμπαιναν σ' αυτές, πού έκαναν
τίς βάρκες νά αναποδογυρίσουν.
Τό κατάφορτο από γυναικόπαιδα μπρίκι τού Δημήτρη Λενού, πού κατάφερε νά σηκώσει πανιά, βρέθηκε
μετά από λίγο περικυκλωμένο από τά τούρκικα πλοία. Υπήρχαν μόνο πέντε άνδρες πάνω στό μπρίκι καί ένας από
αυτούς, ο Γιάννης Κουτέπας πήρε ένα δαυλό καί φώναξε δυνατά.
- "Αδέλφια, σκλαβιά ή θάνατος;"
Όλοι απάντησαν "Θάνατος!" καί ο ναυτικός έριξε τό δαυλό στήν μπαρουταποθήκη γιά νά βρεθεί μαζί μέ τούς
συντρόφους του στά Ηλύσια Πεδία. Μερικά μόνο μπρίκια καί πυρπολικά κατάφεραν νά ξεφύγουν από τόν
κλοιό τού τουρκικού στόλου καί νά τρέξουν πρός τήν σωτηρία τής ανοιχτής θάλασσας. Τίς περισσότερες
αργοκίνητες βάρκες γεμάτες μέ γυναίκες καί παιδιά, οι Τούρκοι τίς συλλαμβάνανε εύκολα, σφάζανε τούς άνδρες,
πετούσαν τά βρέφη στή θάλασσα καί αιχμαλώτιζαν τίς γυναίκες. Ο κυβερνήτης τής γαλλικής κορβέτας "Ίσις",
σύμφωνα μέ τόν Graviere, μέτρησε σέ λίγα μόνο λεπτά τριάντα πτώματα γυναικών καί παιδιών. Πολλά από
τά πτώματα θά έφθαναν αργότερα μέχρι τίς ακτές τής Μυκόνου καί τής Τήνου.
Ο Εγγλέζος πλοίαρχος Γιόρκ ανέβηκε στή ναυαρχίδα τού Χοσρέφ γιά νά τού ζητήσει χάρη γιά κάποιον
φίλο του αρχιμανδρίτη. Ο Τούρκος πασάς πού καθόταν στήν άνετη καρέκλα του καί μοίραζε φλουριά σέ όσους
ακουμπούσαν μπροστά του τά κεφάλια τών γκιαούρηδων, χαμογέλασε στόν πλοίαρχο καί έδωσε εντολή σέ ένα
υπηρέτη του. Αυτός έφερε μπροστά ένα κεφάλι μέ μία μεγάλη γενειάδα καί ο Τούρκος είπε στόν Εγγλέζο:
"Ιδού ο φίλος σου...". Ας σημειωθεί ότι ο Χοσρέφ εθεωρείτο από τούς Οθωμανούς ως ο περισσότερο πράος καί
συμβιβαστικός από τούς Οθωμανούς αξιωματούχους. Ο καπουδάν πασάς κατά τήν επιστροφή του στήν
Ιστανμπούλ θά
παρέδιδε στόν πατισάχ του 500 κεφάλια καί χιλιάδες μύτες καί αυτιά Χριστιανών γιά νά στολίσει μέ αυτά
ο σουλτάνος τό σαράϊ του. Υπολογίζεται ότι στά Ψαρά χάθηκαν ή σκλαβώθηκαν περίπου 20.000 ψυχές.
«Αγόμενος υπό τού βορείου ανέμου ο στόλος τού Χοσρέφ κατελάμβανε τό στενόν τών
Αντιψάρων καί εκύκλου τήν πόλιν. Πλήθος μικρών νηών (πλοίων) πανταχόθεν απεπειρώντο νά διαπλεύσωσιν, ενώ
τά τουρκικά πλοία κατεπυροβόλουν ανηλεώς τούς φεύγοντας, αι λέμβοι εδίωκον αυτούς, καί οι Αρναούται
(Αλβανοί) μεθύοντες εκ τού ρέοντος αίματος, επήδων από λέμβου εις λέμβον σφάζοντες πάντας τούς δυστυχείς
όσων εφείσθησαν αι σφαίραι. Τά ύδατα τού λιμένος εν μικρώ εβάφησαν ερυθρά καί ο κυβερνήτης τής "Ίσιδος"
ηρίθμησε πλέων, εν εκτάσει εκατόν είκοσι μέτρων τριάκοντα πτώματα γυναικών καί παιδίων.
Τό φρούριον μόνον τού Αγίου Νικολάου ανθίστατο έτι. Ο ασθενής ούτος προμαχών αντεπυροβόλει μετ' εκπληττούσης
δυνάμεως κατά τών σφαιροβολούντων αυτό φρεγατών, καί κατά τού πειρωμένουν νά καταλάβη αυτό πεζικού.
Τετρακόσιοι Έλληνες υπό αθλίου περιβόλου προασπιζόμενοι, ανθίσταντο κατά εξακισχιλίων καί πλέον Τούρκων.
Περί τήν έκτην εσπερινήν ώραν ευρίσκοντο εις απόστασιν φωνής από τού φρουρίου καί τότε ήρξαντο μετά τών
εντός αι αμοιβαίαι προκλήσεις διά μυρίων ύβρεων. Περί τήν έκτην καί ημίσειαν, φοβερά εγείρεται βοή, οι Τούρκοι
πανταχόθεν κυκλώσαντες ανέρχονται τόν λόφον, τά εξωτερικά χαρακώματα περιπίπτουσιν εις χείρας των.
Εκ τής "Ίσιδος" διακρίνουσι, παρακολουθούσι τά ελάχιστα τής μάχης επεισόδια. Οι Γάλλοι αξιωματικοί, μέ τό
τηλεσκόπιον εις τήν χείρα, θεωρούσιν αδιαλείπτως τήν ελληνικήν σημαίαν. Εφ' όσον τό ιερό τούτον ράκος
κυματίζει επί τού πυροβολείου, πάσα ελπίς δέν απωλέσθη ακόμη.
Εις Τούρκος ορμά. Δέν είχε έτι εγγύση τόν ιστόν εφ' ού μόλις κινείται η σημαία υπό τής θνησκούσης πνοής τού ανέμου
σαλευομένη, καί φοβερά έκρηξις έσεισε τό στερέωμα. Τό φρούριον, οι υπερασπίσαντες αυτό ήρωες, ο εισβαλών
εις αυτό πολέμιος, τά πάντα ανετινάχθησαν εις μυρία τεμάχη. Οι Ψαριανοί ετήρησαν τόν λόγον των, ουδείς αυτών
προέδωκε τόν υπέρ πατρίδος καί πίστεως αγώνα.
Μόλις τό σκότος τής νυκτός ηδυνήθη νά καλύψη τάς κινήσεις αυτής, η "Ίσις" πλησιάζει τό βάραθρον ούτινος δεσπόζει
τό καταστραφέν φρούριον. Βαθεία σιγή αποκρίνεται εις τάς κλήσεις αυτής. Δέν υπάρχουσι πλέον εκεί θύματα πρός
διάσωσιν. Ουδένα ελησμόνησεν η λύσσα τών Τούρκων. Τή επαύριον πρωΐα τά εφόλκια (βάρκες) τής "Ίσιδος"
επισκέπτονται τούς σκοπέλους τής βορείας ακτής. Οι Γάλλοι ναύται ερευνώσι μετά θρησκευτικής ακριβείας, τά
άντρα, τάς χαράδρας, τάς ελαχίστας τών βράχων κοιλότητας. Νύν δέ, χάριτι Θεία, αι έρευναι αυτών δέν
αποβαίνουσι μάταιαι, γυναίκες, παιδία, βαρέως τετραυματισμένοι στρατιώται κατέφυγον εις τήν από τού πεδίου
μάχης μεμακρυσμένην ταύτην γωνίαν τής νήσου καί λησμονηθείσαν κατά συνέπειαν υπό τών Τούρκων.
Περί τών πρώτην ώραν μετά μεσημβρίαν η γαλλική σημαία έσκεπε υπό τήν προστάτιδα αυτής σκιάν εκατόν
πεντήκοντα έξ άτομα από βεβαίου θανάτου διασωθέντα.
Από τής καταστροφής τής Χίου, ουδέποτε τοιαύτη σφαγή είχε καθαιμάξη τό θέατρον τού πολέμου, ουδέποτε
τοσούτον φοβερά συμφορά είχεν εφελκύση τήν συμπάθειαν τής Ευρώπης. Έξ επτά χιλιάδων Ψαριανών, τρισχίλιοι
μόνον διεσώθησαν φεύγοντες, δεκαεπτά δέ χιλιάδες προσφύγων κατεσφάγησαν ή ήχθησαν εις αιχμαλωσίαν.»
Oι ελάχιστοι πλέον εναπομείναντες μαχητές άρχισαν νά τρέχουν πρός τό μέρος τής Μαύρης Ράχης ή Παλιόκαστρο.
Οι Τούρκοι τούς κυνηγούσαν κατά πόδας. Ανάμεσά τους βρισκόταν καί μία μάνα μέ τά τέσσερα παιδιά της. Στήν
αγκαλιά της είχε δύο μωρά καί τά άλλα δύο ήταν γατζωμένα στά φουστάνια της. Οι περισσότεροι άντρες τήν
προσπέρασαν. Κάποιοι
πού είχαν απομείνει τελευταίοι καί προσπάθησαν νά τήν υπερασπιστούν, έπεσαν νεκροί από τίς σπαθιές τών
Τούρκων. Η μάνα, πού είχε απομείνει πλέον μόνη
ανάμεσα στά τουρκικά κτήνη, άρπαξε τό μαχαίρι ενός νεκρού καί άρχισε νά σφάζει τά ίδια της τά παιδιά, γιά νά μήν
πέσουν στά χέρια τών μουσουλμάνων καί γίνουν γενίτσαροι. Όταν έσφαξε καί τά τέσσερα παιδιά της, γύρισε τό
μαχαίρι στά στήθη της καί τό έμπηξε μέ όλη της τή δύναμη.
Στό Παλιόκαστρο κατάφεραν νά συγκεντρωθούν 150 ένοπλοι άνδρες Ψαριανοί καί Αρβανίτες.
Μαζί τους είχαν 1000
γυναικόπαιδα. Οι μωαμεθανοί καθ' όλη τή διάρκεια τής ημέρας επιχειρούσαν απανωτά
γιουρούσια γιά νά ανέβουν τή μάντρα,
ενώ τά πλοία τους κανονιοβολούσαν τίς θέσεις τών Χριστιανών. Στά ανοιχτά υπήρχαν καί γαλλικά πολεμικά, πού
παρατηρούσαν αμέτοχα τήν μάχη μεταξύ δύο διαφορετικών κόσμων. Τής βαρβαρότητας τής Ασίας καί τού
πολιτισμού τής Ευρώπης.
Πολεμούσαν οι Ψαριανοί γιά τήν πατρίδα τους καί οι μουσουλμάνοι γιά τήν άλωση κι άλλης χριστιανικής πόλης.
Πολεμούσαν οι Έλληνες γιά τήν προστασία τής πατρίδας τους καί οι Τούρκοι γιά νά τήν κατακτήσουν.
Τό Ισλάμ μαχόταν τόν Σταυρό.
Τό τυραννικό καί απάνθρωπο καθεστώς τού
σουλτάνου πολεμούσε τήν δημοκρατική Βουλή τών Ψαρών.
Πολεμούσαν αυτοί πού διψούσαν γιά αίμα καί αυτοί πού διψούσαν γιά ελευθερία καί αξιοπρέπεια.
Πολεμούσαν αυτοί πού πεινούσαν γιά γυναικεία σάρκα εναντίον αυτών πού αγωνιούσαν γιά τήν τύχη τών παιδιών τους.
Τελικώς η απέραντη πολυπολιτισμική καί χωρίς σύνορα
Οθωμανική αυτοκρατορία θά έσβηνε από τό χάρτη μία μικρή μονοεθνική καί ελεύθερη χριστιανική οντότητα,
όπως ήταν τά Ψαρά.
Μέ τή σημερινή ορολογία, οι πράκτορες τών Τούρκων πού κοσμούν τήν ελληνική
Βουλή μπορούν νά μιλούν χωρίς νά ντρέπονται γιά τόν συνωστισμό τών Ψαρών.
Έπεσε η νύκτα καί βρήκε τή μάντρα στή Μαύρη Ράχη απάτητη καί τή σημαία τού Σταυρού νά κυματίζει
μπαρουτοκαπνισμένη καί ξεσκισμένη πάνω στόν ιστό της. Οι αμυνόμενοι τσακισμένοι από τήν κούραση καί τή δίψα
έπρεπε νά αντέξουν όχι μόνο γιά τούς εαυτούς τους αλλά καί γιά τά παιδιά καί τούς άμαχους πού είχαν υπό τήν
προστασία τους. Τό καράβι, δίχως τιμόνι, τού Αναγνώστη Τζώρτζη ήταν αραγμένο
κάτω από τό Παλιόκαστρο. Τή νύκτα οι άνδρες άρχισαν νά κατεβάζουν από τά βράχια τίς γυναίκες μέ τά παιδιά
γιά νά επιβιβαστούν στό μπρίκι, πού θά επιχειρούσε νά διαφύγει μέσα από τόν εχθρικό κλοιό. Η Μαρία Σπανού ήταν από
εκείνες πού αρνήθηκαν νά ανέβουν στό καράβι, λέγοντας:
- "Όχι, θά μείνω νά πεθάνω εδώ μαζί σας."
Οι Τούρκοι αντιλήφθησαν τήν κίνηση κι έστειλαν σκαμπαβίες γιά νά συλλάβουν τό μπρίκι, αλλά τά κανόνια από τό
Παλιόκαστρο τίς ανάγκασαν νά γυρίσουν πίσω. Πάνω στό μπρίκι ανέβηκαν οι Δημήτρης Κοτζιάς, Χατζηαντρέας
Μοναρχίδης, Αλέξανδρος Μαμούνης καί Γιάννης Σίδερος. Τήν τελευταία στιγμή γύρισαν καί έβαλαν άλλους στή θέση τους.
- "Θά μείνουμε νά πεθάνουμε στό βράχο μας. Τραβάτε στό καλό αδέλφια. Θά σμίξουμε πάλι στήν άλλη ζωή."
Τό μπρίκι κατάφερε χωρίς τιμόνι καί μέ μόνο βοηθό του τά πανιά νά ξεγλυστρήσει πρός τή σωτηρία.
Εκείνη τή νύκτα οι υπόλοιποι μαζεύτηκαν στό εκκλησάκι τού Άη Γιάννη καί πήραν τήν απόφαση νά μήν τούς πιάσουν
ζωντανούς οι Αγαρηνοί. Ανάμεσά τους ήταν ο γέρο - τυφλός Δημήτρης Βρατσάνος μέ τόν γιό του Αντώνη καί
ο γενναίος Ράντος σλαβικής καταγωγής. Τό αχνό φώς τού καντηλιού φώτιζε τά χλωμά πρόσωπα πού είχαν τήν όψη τού θανάτου.
Τό πρωϊνό τής Κυριακής στίς 21 Ιουνίου 1824 ο Γάλλος Γκραβιέρ από τό πολεμικό πού παρακολουθούσε μέ τό τηλεσκόπιό
του έβλεπε πάνω στήν Μαύρη Ράχη νά ανεμίζει η σημαία τών Ψαρών μέ τόν κόκκινο σταυρό καί τίς λέξεις
"ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ". Από τά ευρωπαϊκά φορτηγά ξεκίνησαν οι λέμβοι φορτωμένες ασκέρια τής Ανατολής πού
είχαν ορκιστεί μπροστά στό δερβίση τους καί στό όνομα τού Αλλάχ ότι θά καταλάβουν τή μάντρα καί θά
κόψουν τά κεφάλια όλων τών Ρωμηών πού βρίσκονταν μέσα σ' αυτή. Ο Χοσρέφ γιά καλό καί γιά κακό είχε προστάξει τούς
γκαλιοντζήδες (πεζοναύτες) του νά βρίσκονται στίς πλάτες τών ατάκτων καί σέ περίπτωση πού αυτοί υποχωρούσαν
νά τούς ρίξουν στό ψαχνό. Οι άτακτοι στρατιώτες τού Αλλάχ μέ αλαλαγμούς όρμηξαν στή μάντρα, ενώ βροντούσαν τά
κανόνια τής αρμάδας πού έστελναν πάνω στό Παλιόκαστρο τή μία βόμβα μετά τήν άλλη.
Τό ένα γιουρούσι έδινε τή θέση του στό επόμενο, μά η μάντρα δέν έπεφτε. Οι πολεμίστρες ξερνούσαν φωτιά καί ατσάλι.
Όσο κι άν έβριζαν καί απειλούσαν
οι αξιωματικοί καί οι τσαούσηδες, τά άτακτα στίφη τό μόνο πού κατάφερναν ήταν νά γεμίζουν μέ τά πτώματά τους
τό χώρο μπροστά στό τείχος. Όποιος ανέβαινε τό τείχος γέμιζε μέ μολύβι. Η σημαία εξακολουθούσε νά κυματίζει
καί ο Χοσρέφ νά λυσσάει από τό κακό του. Είχε αποτραβήξει τίς βάρκες από τήν παραλία καί είχε δηλώσει στό
στρατό του ότι θά τίς έστελνε πίσω μονάχα όταν θά έπεφτε τό τείχος.
Τό απόγευμα έφτασε καί ο ήλιος άρχισε νά πλαγιάζει. Οι αμυνόμενοι είχαν λιώσει από τήν κούραση καί τίς λαβωματιές.
Ο ιδρώτας από τήν κούραση κολλούσε πάνω τους μαζί μέ τόν καπνό από τό μπαρούτι. Δέν άντεχαν άλλο. Οι γενίτσαροι
πάτησαν τό τείχος. Τό τελευταίο ίχνος αντίστασης τών Ψαρών είχε σβήσει καί μαζί του θά χανόταν γιά πάντα
η ηρωϊκότερη βραχονησίδα τού Αιγαίου. Ο Αντώνης Βρατσάνος,
περιτριγυρισμένος από τά γυναικόπαιδα μέσα στήν μπαρουταποθήκη κοιτούσε τούς συντρόφους του
κρατώντας αναμμένο τόν δαυλό πού θά έφερνε τή λύτρωση.
- "Βάλε φωτιά Αντώνη!"
Εκείνος περίμενε νά μπούν καί άλλοι εχθροί μέσα στήν αποθήκη καί έριξε τό δαυλό στό μπαρούτι.
Οι Γάλλοι στήν έκθεσή τους θά έγραφαν αργότερα ότι η έκρηξη έμοιαζε μέ τήν έκρηξη ηφαιστείου. Τά καράβια κουνήθηκαν
σάν νά επρόκειτω γιά σεισμό. Όσες γυναίκες είχαν απομείνει ζωντανές έπεσαν από τά βράχια στή θάλασσα μέ τά παιδιά
τους στήν αγκαλιά τους. Από τούς άντρες δέν επέζησε κανένας. Μέ τή θυσία τους, οι Ψαριανοί ήρωες
έστειλαν τό μήνυμα ότι οι απόγονοι τού Λεωνίδα είχαν σπάσει μιά γιά πάντα τίς αλυσίδες τής σκλαβιάς.
περπατώντας η Δόξα μονάχη,
μελετά τά λαμπρά παλληκάρια,
καί στήν κόμη στεφάνι φορεί,
γινομένο από λίγα χορτάρια
πούχαν μείνει στήν έρημη γή."
Τρία μπορούμε νά πούμε ότι ήταν τά ολέθρια λάθη τών Ψαριανών προεστών.
Τό πρώτο ήταν ότι μόλις πληροφορήθηκαν
τίς ετοιμασίες τού ενωμένου μουσουλμανικού στόλου, έπρεπε νά στείλουν όλα τά γυναικόπαιδα στήν Ύδρα γιά
προστασία καί νά απαιτήσουν τήν άμεση επιβίβαση στρατιωτικών σωμάτων, καί όχι νά ανταλλάσουν
ανούσιες επιστολές μέ τούς πολιτικούς. Τό δεύτερο λάθος ήταν ότι δέν άκουσαν τήν πρόταση τού
Κανάρη, ο οποίος επέμενε νά μεταφερθεί ο πόλεμος στή
θάλασσα, καθώς τά ταχύτατα ψαριανά πλοία θά μπορούσαν νά ξεφεύγουν από τά δυσκίνητα τουρκικά πλοία καί
νά τά παρενοχλούν στήν ανοιχτή θάλασσα. Η επιτυχής φύλαξη από λίγους ενόπλους όλων τών ακτών τής
νήσου ήταν αδύνατη. Καί τό τρίτο λάθος ήταν η αφαίρεση τών τιμονιών από τά πολεμικά πλοία.
«Αι γυναίκες εν τή περιστάσει ταύτη προέκριναν τόν έντιμον μάλλον θάνατον, ή τήν άτιμον
ζωήν, καί τούτου ένεκα, πλείσται όσαι εξ αυτών ριπτόμεναι εν τή θαλάσση επνίγοντο, άλλαι δέ εν τώ επί τού
Παλαιοκάστρου φρουρίω ερχόμεναι, εγένεντο παρανάλωμα τού πυρός. Αι δέ ευειδείς καί ωραίαι παρθένοι, ορώσαι ταύτα,
βαρείαν επί τής συνειδήσεως λύπην έφερον, καί θέλουσαι ίνα διατηρήσωσιν εαυτάς αμολύντους καί τήν παρθενίαν
αδιάφθορον, σωρειδόν καί αυταί εν τοίς θαλασσίοις ύδασιν ερρίπτοντο καί απεπνίγοντο.
Οι εις τάς βορείας θέσεις οπλαρχηγοί Αντώνιος Σαρής, Αντώνιος Κατσουλιέρης, Νικόλαος καί Ανδρέας αυτάδελφοι
Μαυραγιανναίοι, όταν είδον σμήνη τούρκων ασιατικών κατ' αυτών ερχομένων είπον:
"Ώ αδελφοί! μή δειλιάσωμεν τά ταγκαλάκια (Τούρκοι στρατιώτες από τήν Ασία), αλλ' άς ορμήσωμεν κατά τών ανάνδρων ασιατικών
τούρκων. Σήμερον άς είπωμεν ότι εγεννήθημεν, σήμερον πάντες υπέρ Πίστεως καί Πατρίδος άς αποθάνωμεν, καί η
δεξιά τού Υψίστου θά μάς στεφανώση!"
Ποιήσαντες δέ τό σημείον τού Σταυρού καί όντες περί τούς τριακοσίους σχεδόν άνδρας ώρμησαν κατ' αυτών,
εκκενώσαντες τά όπλα των, έπειτα δέ ξιφουλκήσαντες συνεπλάκησαν μανιωδώς μετ' αυτών, εφόνευσαν δέ εκατοντάδας
τούρκων ασιατικών, περικυκλωθέντες όμως έπειτα καί αυτοί εκ τού πλήθους απέθανον υπέρ Πίστεως καί Πατρίδος
ενδόξως.
Μόλις βλέπων ο επί τών βαρβάρων στρατάρχης τούνομα Πανούσης (Τουρκαλβανός αρχηγός) τόν εαυτόν του κύριον
τής νήσου, εντέλλεται καί αυστηρώς διατάσσει τούς ομοίους αυτώ βαρβάρους, κρατών καί αυτός ανά χείρας τήν
εαυτού αιμοσταγούσαν μάχαιραν, ίνα φονεύωσι πάντα Χριστιανόν. Όθεν, ως λύκοι ορυώμενοι, καί ως λυσσώδεις κύνες
γαυγίζοντες, εισέρχονται εις τήν χώραν, διασκορπίζονται εις τάς οικίας, προχωρούσιν εις τόν λιμένα, φονεύουσιν,
αρπάζουσι, λεηλατούσι καί αιχμαλωτίζουσι. Τότε προχωρούσιν εις τό ακρωτήριον τών μύλων, περικυκλούμενοι
από ασιατικούς βαρβάρους οι ιερείς τού Υψίστου Γαβριήλ ο Ανέζης καί ο εκκλησιάρχης τού Αγίου Νικολάου
Μελέτιος, φονεύουσι τινάς διά πιστολίων καί επιτέλους εκμετρούσι καί αυτοί τού ζήν διά φασγάνων (τούς μαχαίρωσαν μέ
σπαθιά).
Αυτόθι ο Κωνσταντίνος Κυπαρίσσης έχων οικίσκον επί τού ακρωτηρίου τού λιμένος κάι κλεισθείς εν αυτώ μετά τής
συζύγου του, εμάχετο γενναίως καί απελπιστικώς, μέχρις ού εξηντλήθη η εν αυτώ πυρίτις καί φονεύει πολλούς τών
εχθρών. Απατηθείς δέ μετά ταύτα εκ τών λόγων τού οπλαρχηγού Πανούση, τού αλβανού, παραδίδεται αυτώ, καί
παραδίδει αυτόν ούτως τοίς στρατιώταις, ούτοι δέ δέσαντες αυτόν χείράς τε καί πόδας, τόν καίουσιν εις πυράν!
Απέναντι δέ, κατά τά Λιμονάρια λεγόμενα, κυκλωθέν τό πλοίον τού εν μακαρία τή λήξει καπετάν Δημήτρη Λένου
καί τινων εκεί παρευρεθέντων ανδρών καί πλήρες όν γυναικοπαίδων, ίνα μή αιχμαλωτισθώσιν, ανθίσταντο μετά καρτερίας
ηρωϊκής καί ψυχικής γενναιότητος, καί πολεμούντες, εθαυματούργησαν υπερανθρωπίνως. Επαπειλούμενοι δέ,
καί ουδαμού ευρίσκοντες άσυλον ή σμικράν τινα βοήθειαν, ευρισκόμενοι δέ καί εντός κινδύνου, προετίμησαν τόν θάνατον
μάλλον, ή τήν αιχμαλωσίαν! Διό ρίψαντες πεπυρακτωμένους άνθρακας εις τήν πυριταποθήκην, κατεκάησαν άπαντες!
Τήν επιούσαν, ημέραν Κυριακήν, εξέρχεται ο ναύαρχος αυτών Χοσρέφης εις τήν ξηράν, προσκαλεί τόν επί τής
ξηράς στρατάρχην Πανούσην, καί διατάσσει, ίνα μετά τού στρατού του, καί μεθ' ετέρων βαρβάρων ασιανών, καταλάβη
τό φρούριον τού Παλαιοκάστρου. Εν τούτοις μεσιτεύει ο κατά τύχην τότε ευρεθείς εκεί διοικητής τής
βασιλογαλλικής Γαμβάρας, ίνα παραλάβη τούς εν τώ φρουρίω Έλληνας, καί νά κατάσχη, ως έλεγεν, αυτό αμαχητί,
αλλ' ο βάρβαρος διψών εισέτι αίματος, απορρίπτει τήν πρότασιν ταύτην, καυχώμενος δέ καί μεγαλορρημονών, διατάσσει
διά κήρυκος τήν επίθεσιν.
Ενισχυθέντες όθεν οι βάρβαροι εκ τών υποσχέσεων τού αλλαζώνος στρατάρχου, επιπίπτουσι λυσσωδώς κατά τού επί
τού Παλαιοκάστρου φρουρίου. Οι δέ εν αυτώ, ευάριθμοι όντες, εμάχοντο ανδρείως καί καρτερικώς, τών βαρβάρων
τετράκις εις φυγήν τραπέντων, ως μή δυναμένων αποκρούσαι τήν γενναίαν τών Ελλήνων αντίστασιν.
Τέλος πλήθος ασεβών αλαλαζόντων καί τών μιαρών αυτών κραυγών μέχρι τού ουρανού αναβαινόντων, εισπηδώσι δέ εντός
αυτού από πολλά μέρη καί συμπλέκονται μετ' αυτών. Η εκατέρωθεν σφαγή υπήρξε φρικωδεστάτη. Ιδόντες οι ημέτεροι,
ότι αι γυναίκες καί τά τέκνα ηρπάζοντο, προετίμησαν μάλλον τόν έντιμον καί ένδοξον θάνατον, ή τήν άτιμον καί άδοξον
ζωήν! Διό καί άμα είδον ότι ο περίβολος τού φρουρίου ήτο πλήρης βαρβάρων, λαμβάνουσι πύρ, καί χωρίς νά φεισθώσι
τής εαυτών ζωής, θέτουσι αυτό επί τής πυριταποθήκης καί πάραυτα ανατινάσσονται εις τόν αέρα καί καταφλέγονται!
Ο Νάννος (Ιωάννης Τσόντζας από τή Μακεδονία) σχεδόν πεντηκοντούτης εδιωρίσθη επί τού νησιδίου Δασκαλειό, επί τού οποίου είχον
δύο μεγάλα πυροβόλα, είχε πολλούς μετ' αυτού. Ελθόντος δέ τού Ορταλάμπεη μέ μίαν φρεγάδα καί πολεμούντος
κατ' αυτού, μή δυνηθέντος δέ νά τούς βλάψη, επενόησεν άλλως νά τούς συλλάβη μέ απάτην. Εξήλθεν ο ίδιος
μετά πολλών, καί τινος Χριστιανού, όν εξαπέστειλεν εξ ονόματός του, ειπόντος αυτώ νά τοίς είπη νά παύση τό
πύρ καί ορκίζεται εις τόν προφήτην του νά τοίς χαρίση τήν ζωήν, καί νά τοίς δώση καί αξιώματα.
Τότε τώ είπεν ο Νάννος, τί ενομίσας; ότι ελεύθερος Έλλην, θά προσκυνήση βαρβάρους; προτιμότερος είναι εις ημάς
ο θάνατος, παρά νά κλίνωμεν τάς κεφαλάς ημών εις άστατον καί βάρβαρον δοβλέτιον (κράτος). Ορμησάντων δέ τινων
διά νά τόν συλλάβωσιν, εξεκένωσεν όπλον κατ' αυτών καί εφόνευσε δύο. Πλησιασάντων δέ κατόπιν πολλών
διά νά τόν συλλάβωσιν εξεκένωσαν αύθις τά όπλα των έκαστος τούτων. Ο δέ Νάννος εξεκένωσε τότε έν πιστόλιον
εις τήν πυριταποθήκην καί ούτω εγένοντο πάντες παρανάλωμα τού πυρός υπέρ πατρίδος καέντες.»
Μάχες στή Στερεά Ελλάδα(1824)
Τό 1824 ήταν ένα έτος πού έβλαψε τήν επανάσταση. Εκείνη τή χρονιά κορυφώθηκε ο εμφύλιος πόλεμος
καί οι βασικοί αρχηγοί τών όπλων Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος
τέθηκαν στό περιθώριο. Ακολούθησε η καταστροφή τών Ψαρών,
τό ολοκαύτωμα τής Κάσου καί η υποταγή τής Κρήτης. Οι
συγκρούσεις μέ τόν εχθρό στήν ξηρά ήταν ελάχιστες καί όμως παρά τίς
εσωτερικές διαμάχες, στέφθηκαν μέ επιτυχία. Άραγε πόσο θά μπορούσε νά είχε προχωρήσει η επανάσταση, εάν δέν
υπήρχε η αντιπαλότητα γιά τήν εξουσία καί εάν όλοι οι Έλληνες σάν μία γροθιά αποφάσιζαν νά
κινηθούν βορειότερα πρός τή Μακεδονία, εκμεταλλευόμενοι πρός όφελος τής επανάστασης τά
λεφτά τού αγγλικού δανείου;
Εν τώ μεταξύ, ο σουλτάνος οργάνωσε νέα εκστρατεία γιά τήν υποταγή τής Στερεάς Ελλάδος. Αφού καθαίρεσε καί εξόρισε τόν
άγριο Αβδούλ Αμπούτ πασά, διόρισε Ρούμελη Βαλεσή τόν Δερβίς πασά μέ τήν εντολή νά καθυποτάξει τήν
Στερεά Ελλάδα.
Ο Δερβίς πασάς ήταν βαλής του Βιδινίου καί
είχε καταστείλει τήν επανάσταση τού Αλέξανδρου Υψηλάντη στή Μολδοβλαχία, αλλά στήν προκειμένη περίπτωση
δέν αποδείχθηκε ιδιαίτερα δραστήριος. Ο Δερβίς πασάς αντί νά συγκεντρώσει ισχυρό στράτευμα,
άρχισε νά στέλνει επιστολές στούς Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς απαιτώντας τους νά
ζητήσουν συγγνώμη καί νά δηλώσουν υποταγή. Προφανώς ο εν λόγω πασάς εισέπρατε έσοδα γιά
έναν ισχυρό στρατό, τόν οποίο όμως ποτέ δέν συγκέντρωσε, όπως ήταν συνήθεια τότε στούς εκάστοτε πασάδες,
ώστε μετά τό πέρας κάθε εκστρατείας νά βγαίνουν οικονομικώς κερδισμένοι από τά χρήματα πού θά έπρεπε νά είχαν
δαπανήσει γιά τούς μισθούς τών στρατιωτών τους. Οι σημερινοί υπουργοί δέν πρέπει λοιπόν νά κατακρίνονται
αφού στηρίζουν ένα θεσμό πού προέρχεται από τούς ...πολιτικούς τους προγόνους!
Παρακάτω παραθέτω τήν απάντηση τού Πανουργιά στίς προτάσεις τού Δερβίς πασά, πού καταδεικνύει
τή διαφορά νοοτροπίας τού υπερήφανου καί αμόρφωτου Ρουμελιώτη Κλέφτη μέ τούς
σημερινούς Έλληνες πολιτικούς αρχηγούς.
Η επιστολή αυτή αποτελεί μία ακόμα μαρτυρία τής απίστευτης τυραννίας πού έζησαν οι Ρωμιοί
ως ραγιάδες (κτήνη), κάτω από τόν οθωμανικό ζυγό τών τεσσάρων αιώνων τής δουλείας.
Οι Έλληνες μόνο όταν απέκτησαν σύνορα καί μονοεθνικό κράτος μπόρεσαν νά αναπνεύσουν καθαρό αέρα!
Τί αντίθεση έχουν οι μαρτυρίες τών ανθρώπων εκείνης τής εποχής, μέ αυτά πού προπαγανδίζει η ελληνική τηλεόραση
μέσω τών σειρών καί τών προγραμμάτων της! Μία τηλεόραση πού μιλά γιά πολυπολιτισμό καί ανεκτικότητα
ενός πολυεθνικού κράτους όπως ήταν τό οθωμανικό, τό οποίο πρέπει νά ...επιστρέψει στά Βαλκάνια!
Μάς κρύβουν όμως ότι τό κράτος αυτό δημιουργήθηκε από τίς μεταναστεύσεις τών μουσουλμάνων καί
τήν γενοκτονία τών γηγενών Χριστιανών!
«Οι Έλληνες δέν εκινήθησαν ασκέπτως, αλλ' έβαλον όλα πρό οφθαλμών καί αφού
υπέμειναν εις μάτην τόσους αιώνας νά αλλάξη ύφος ο βασιλεύς σας, σκεψάμενοι καλώς, ύψωσαν τήν
ακαταμάχητον σημαία τού Τιμίου Σταυρού, έλαβον τά όπλα, απετίναξαν τόν ζυγόν τής τυραννίας καί
ελευθέρωσαν
τήν πρό τόσων αιώνων καταθλιμμένων πατρίδα τους. Τούτο εφάνη αρεστόν καί εις άπαντα τά ευνομούμενα έθνη.
Λάθος λοιπόν έχετε νά στοχάζεσθε αποστάτας τούς Έλληνας, διότι αποστάται λέγονται εκείνοι, οίτινες παραλόγως
εγείρουν τά όπλα εις βασιλέα καλώς διοικούντα. Ο βασιλεύς σας είχε τέσσαρας αιώνας καιρόν νά αλλάξη διαγωγήν
ως είπον, αλλά ελάνθασε καί τώρα είναι πλέον αργά. Οι Έλληνες ως τόσον εσύστησαν νόμιμον διοίκησιν καί χαίρονται
ζώντες ελεύθεροι υπό τήν υπεράσπισιν αυτής καί αναπνέοντες καθαρόν αέρα, όθεν καί ποσώς στοχάζονται τά
προβλήματα τού βασιλέως σας, αλλά τούς φαίνονται τόσα παραμύθια καί διασκεδάσεις. Διό καί αδύνατον νά δεχθούν
εκ νέου τό όνομα ραγιάς ή νά ζητήσουν συγχώρησιν, επειδή ούτε έκαμαν κανένα σφάλμα.»
Η έλλειψη δραστηριότητας εκ μέρους τού Δερβίς πασά είχε σάν αποτέλεσμα νά συγκεντρωθούν λίγα στρατεύματα
καί αυτά τόν Ιούνιο τού 1824. Ο Δερβίς πασάς στρατοπέδευσε στό Λιανοκλάδι Φθιώτιδος καί από εκεί έστειλε
διαταγές στούς Γιουσούφ πασά Περκόφτσαλη καί Αμπάζ πασά νά εισβάλλουν στά Σάλωνα. Αντίστοιχα
διέταξε τόν Ομέρ τής Καρύστου νά εκστρατεύσει κατά τών Αθηνών καί τόν Ομέρ Βρυώνη τών
Ιωαννίνων νά εισβάλλει στήν Αιτωλοακαρνανία. Τόπος συνάντησης όλων τών στρατευμάτων ορίστηκε η Ναύπακτος.
Ο Νάκος Πανουργιάς όταν αντιλήφθηκε ότι τουρκικές δυνάμεις θά ξεκινούσαν από τή Γραβιά μέ προορισμό τά
Σάλωνα (Άμφισσα), οχύρωσε μέ δέκα προμαχώνες τή θέση Άμπλιανη, μία ώρα έξω από τή Γραβιά
κοντά στήν Βάργιανη καί περίμενε τόν εχθρό.
Πράγματι, τή νύκτα τής 14ης Ιουλίου 1824, ο εχθρός ξεκίνησε από τή Γραβιά καί τή θέση "τού Σανδάλη τό
μνήμα", μέ αρχηγούς τούς
Γιουσούφ Πασά Περκόφτζαλη,
Μεχμέντ Αμπάζ Πασά Ντίμπρα, τόν μπίμπαση (χιλίαρχο) Μπράχο Πρεβίστα, καί τόν Σουλεϊμάν Μπέη Ζίχνα,
οι οποίοι οδηγούσαν 10.000 μουσουλμάνους από τήν Αλβανία, τήν Μικρά Ασία, τή Μακεδονία καί τή Θράκη.
Στή θέση Άμπλιανη τά έλατα πού είχαν κόψει οι Έλληνες ανάγκασαν τούς Τουρκαλβανούς νά σταματήσουν.
Ξαφνικά άρχισαν νά δέχονται βροχή τίς σφαίρες μέσα από τό πυκνό ελατόδασος.
Ο αιφνιδιασμός ήταν άμεσος καί οι στρατιώτες τού Αλλάχ σκόρπισαν. Οι άνδρες τού Πανουργιά θέριζαν τούς
εχθρούς ενώ είχαν προσέλθει σέ βοήθειά τους οι ατρόμητοι Σουλιώτες
τών Γεωργίου Δράκου, Διαμαντή Ζέρβα, Κίτσου Τζαβέλα,
Λάμπρου Ζάρμπα, Γιώτη Δαγκλή, Γιαννούση Πανομάρα,
Γεωργίου Ζίκου Τζαβέλα, Χριστόφορου Περραιβού,
οι Κορίνθιοι τού Παναγιωτάκη Νοταρά, οι Ρουμελιώτες τού Βασίλη Μπούσγου καί
τού Γεωργίου Χαλμούκη καί οι Αιγιώτες τού Ανδρέα Λόντου.
«Ο Ισούφ πασάς Μπερκόφτσαλης καί Αμπάζ πασάς Δίμπρας μέ 14.000 πεζικόν καί
ιππικόν
εστρατοπέδευσαν εις τό Χάνι τής Γραβιάς. Τό στράτευμα τούτο εσύγκειτο από 4.000 Τουρκαλβανούς, 5.000
Μακεδονοθράκας καί επίλοιπους Ασιανούς, μία τοιαύτη δύναμις επροξένησε πολύν φόβον, καί απελπισία εις τό,
υπό τήν οδηγίαν τού Πανουριά ελληνικόν στρατόπεδον, άν δέν επρολάμβανον τήν θέσιν ταύτην οι τέσσαρες
οπλαρχηγοί Δαγκλής, Ζέρβας, Δράκος καί Περραιβός μέ διακόσιους πεντήκοντα συντρόφους,
εκινδύνευε νά σκορπίση
ένθεν κακείσε, καί εκ τούτου νά συνέβη επομένως κατά τήν Φωκίδα καί τήν Ανατολική Ελλάδα τρομερά σφαγή
καί αιχμαλωσία.
Κατά τήν 14ην Ιουλίου 1824 ημέρα Δευτέρα εστράτευσαν κατ' αυτών οι Οθωμανοί, ως εφεξής.
Περί τάς δύο ώρας τής ημέρας εν σώμα Τουρκαλβανών συμποσούμενων από 3000 εκλεκτούς στρατιώτας
υπ' οδηγίαν τού Αμπάζ πασά καί χιλιάρχου Μπράχου Πρεβίστα εσχημάτισε τήν δεξιάν πτέρυγα, ήτις πλησιάσασα εις τό
πρώτον οχύρωμα πυροβόλου βολής διάστημα εκάθισεν εις τό δάσος. Η αριστερά ούσα καί αύτη εκ 4000 Μακεδονοθράκων
καί Ασιανών οδηγούμενη εκ διαφόρων χιλιάρχων, διευθύνθη κατά τού έκτου οχυρώματος καί τό κέντρο
οδηγούμενον από τόν Μπερκόφτσαλη μέ τό επίλοιπον πεζικόν καί ιππικόν πλησιάσαν συγχρόνως εις τά
δεύτερα καί τρίτα οχυρώματα, υψώσαν τήν σκηνήν του, στήσαν δύο κανόνια ανεπαύθη δι' έν τέταρτον τής ώρας.
Μετά τούτο αναστάντες άπαντες ταυτοχρόνως άρχισαν νά πυροβολίζωσι κατά τό σύνηθες. Αποπερατωθέντος τού
πυροβολισμού, απέσπασαν τά ξίφη εκ τών θηκών καί ώρμησαν εκ συμφώνου κατά τών Ελλήνων αλλαλάζοντες.
Οι Έλληνες θεωρούντες τά γεινόμενα ερεθίζοντο αλλήλοις. Τό μέγεθος τού κινδύνου ηύξησε τήν ανδρείαν των
καί ο απελπισμός ανεπλήρωσε τό επίλοιπον. Πλησιάσαντα ως έγγιστα τά στρατεύματα άρχισαν οι Έλληνες νά τά
πυροβολίζωσιν αδιακόπως καί ευστόχως. Η μανιώδης επίθεσις καί η πληθύς εφαίνοντο ακαταμάχητα. Τρείς
εκ διαλλειμμάτων εφώρμησαν πεζοί τε, καί ιππείς διά ν' ανοίξωσι τήν οδόν, αλλ' εξώσθησαν μ' αισθαντικήν των ζημίαν
μή δυναμένου τού ιππικού προπορεύεσθαι, διότι είχαν φράξει πρό ημερών οι Έλληνες τό πλάτος τής οδού μέ δένδρη
ελάτων μεγάλα.
Αφού μετά τρείς πεισματώδεις εφορμήσεις δέν ίσχυσαν νά προχωρήσωσιν, οπισθοδρομήσαντες ετοποθετήθησαν εις
τάς πλησιεστέρας προφυλακτικάς θέσεις, εξ ών αντεμάχοντο αδιακόπως διά τών πυροβόλων όπλων
καί δύο κανονιών. Κατά τήν ενδεκάτην ώραν εις τών αξιωματικών τού Πανουργιά, Γέωργιος Χαλμούκης
ερχόμενος εις επικουρίαν από τό μέρος τού Κωρυκείου άντρου μέ διακόσιους συντρόφους, καί ωρμήσας
κατά τής αριστεράς πτέρυγος έβαλεν αυτήν εις μικράν αταξίαν. Ο Λάμπρος Ζάρμπας,
Γεωργάκης Τζαβέλλας,
Γιαννούσης Πανομάρας καί Τασούλας, οίτινες αντεμάχοντο μ' αυτήν, ιδόντες τήν σύγχυσίν της χωρίς νά τής δώσουν
τήν παραμικράν ευκαιρίαν εφώρμησαν κατ' αυτής. Μή δυνηθείσα ν' ανθέξη ετράπη εις φυγήν διευθυνθείσα
πρός τό κέντρον. Οι τό δεύτερον, τρίτον καί τέταρτον φυλάττοντες οχύρωμα ιδόντες τήν ήτταν τής αριστεράς
πτέρυγος, εξελθόντες επέδραμον κατά τού κέντρου αλλ' απήντησαν ικανήν ανθίστασιν, διότι περιεστοιχήθησαν
άπαντες διά τήν σωτηρίαν τού αρχηγού των, όστις ορών τόν κίνδυνον ιππεύσας αμέσως έφυγε δρομαίως,
τού οποίου τό παράδειγμα εμιμήθη όλον τό κέντρον.
Ήτον τωόντι απορίας άξιον τό νά έβλεπε τις πρό ολίγου ένα στράτευμα εκλεκτόν, υπερήφανον, πομπώδες,
πνέον φρίκην, καί παντελή όλεθρον τοίς Έλλησι, καί μετ' ολίγον άνανδρον, μικροπρεπές, κατησχημένον, κλίνον
τόν τράχηλον εις σφαγήν, αιτούν γοερώς εξ ύψους βοήθειαν μέ τό αδιάκοπον αλλάχ, αλλάχ, αλλάχ, ρίπτοντα τά όπλα
κατά γής διά νά πλανούν τούς Έλληνας εις τά λάφυρα, καί υποκλέπτη τήν σωτηρίαν, φθάσαντες διωκώμενοι εις τό στενόν
τής Γραβιάς, καί μή δυνάμενοι πολλοί ομού νά συντρέχωσιν ένεκα τής οδοιπορίας, τρόμου, καί πληγών,
έπιπτον χαμαί καί κατεπατώντο από τούς ιππείς. Οι πλείστοι ωθούμενοι αλλήλοις εκρημνίζοντο εις βράχους.
Έν σώμα τής αριστεράς πτέρυγος συμποσούμενον από 700 Μακεδονοθράκας υπ' οδηγίαν τού Σουλεϊμάν μπέη
αγωνιζόμενον νά ενωθή μέ τό κέντρον εμποδίσθη παρά τών Ελλήνων, διωκόμενον δέ διά τινος ράχης έφθασεν εις τό
άκρον αυτής, όπου ήν υψηλός τις καί πετρώδης βράχος. Βλέπον αμφοτέρωθεν κίνδυνον επρόκρινε νά ριφθή,
καί κατασυντριβή εις τόν κρημνόν, παρά νά αιχμαλωτισθή καί θυσιασθή από τούς Έλληνας.»
Στήν Άμπλιανη, οι Τούρκοι έπαθαν μεγάλη συντριβή. Tρέχοντας γιά νά σωθούν πετούσαν τά
όπλα τους καί τίς αποσκευές τους ώστε νά πάψουν νά τούς ακολουθούν οι επαναστάτες, οι οποίοι διψούσαν
γιά λαφυραγωγία. Στό πεδίο τής μάχης οι μουσουλμάνοι στρατιώτες εγκατέλειψαν χιλιάδες νεκρούς, μεταξύ αυτών καί
τόν Σουλεϊμάν Ζίχνα, πού είχε έρθει νά πολεμήσει από τή Θράκη.
Ανάμεσα στά λάφυρα πού πήραν οι Έλληνες ήταν 23 σημαίες, εκατοντάδες άλογα καί μουλάρια, δύο κανόνια καί
η σκηνή τού Περκόφτζαλη μέ τούς θησαυρούς του.
Οι Έλληνες συνέχισαν νά παρενοχλούν τίς τουρκικές δυνάμεις καί στίς 13 Σεπτεμβρίου 1824 επιτέθηκαν στό
εχθρικό στρατόπεδο πού βρισκόταν ανάμεσα στό χωριό Βόργιανη καί στό χωριό Πανάσσαρη.
Στή μάχη πήραν μέρος πάλι οι Σουλιώτες
μέ αρχηγούς τούς Δράκο, Περραιβό καί Δαγκλή καί οι
Ρουμελιώτες μέ αρχηγούς τούς Πανουργιά,
Καλύβα, Χορμοβίτη καί Καραϊσκάκη, ο οποίος ήταν άρρωστος καί τόν
κουβαλούσαν οι άνδρες του μέ φορείο.
Οι Τούρκοι αντέδρασαν άμεσα καί πέρασαν στήν αντεπίθεση. Ο γενναίος αρχηγός τών Τουρκαλβανών Τζέλο
Πίτζαρης όρμησε πρώτος εναντίον τών Ελλήνων καί απείλησε σοβαρά τίς θέσεις τού Δράκου καί τού Πανουργιά,
οι οποίοι εξάντλησαν τά πολεμοφόδιά τους καί πολεμούσαν ακόμα καί μέ πέτρες τόν εχθρό.
Στήν απόγνωσή τους οι Έλληνες άρπαξαν τά ξίφη, βγήκαν από τά οχυρώματα καί κτυπώντας τόν εχθρό προσπάθησαν
νά βρούν διέξοδο από τόν εχθρικό κλοιό. Όταν ο αρχηγός τών Αλβανών σκοτώθηκε από τόν ίδιο τόν Βασίλη Δαγκλή
οι μουσουλμάνοι στρατιώτες άρχισαν νά φεύγουν πανικόβλητοι μέ αποτέλεσμα οι Έλληνες νά τούς καταδιώξουν
γιά αρκετά χιλιόμετρα. Οι Τούρκοι είχαν σοβαρές απώλειες καί οι Έλληνες λιγότερες αλλά ανάμεσα στούς νεκρούς
ήταν καί ο πιστός αξιωματικός τού Καραϊσκάκη Γκιόκας Χορμοβίτης.
Μία άλλη προσπάθεια τών εχθρών νά φθάσουν στά Σάλωνα εμποδίστηκε από τούς
άνδρες τών Γιάννη Δυοβουνιώτη, Κομνά Τράκα καί Γιώργη Χαλμούκη πού κρατούσαν τό πέρασμα Σουβάλα.
Οι νικητές, έστειλαν κομμένα τούρκικα κεφάλια στά Σάλωνα, μιμούμενοι τό απαίσιο μουσουλμανικό έθιμο.
Τελικώς ο Δερβίς πασάς, αντί νά συναντηθεί μέ τούς υπόλοιπους στρατηγούς στή Ναύπακτο, τούς
συνάντησε στό Λιανοκλάδι τής Υπάτης. Αργότερα αποτραβήχτηκε πρός τή Λάρισα λεηλατώντας καί καταστρέφοντας
τά χωριά πού έβρισκε στό πέρασμά του καί στή συνέχεια διέλυσε τόν στρατό του. Ο Δερβίς πασάς ακολουθώντας τή μοίρα
προηγούμενων πασάδων κατηγορήθηκε από τόν σουλτάνο γιά
τήν αποτυχία τής εκστρατείας του καί στό τέλος καρατομήθηκε.
Ο Ομέρ πασάς τής Καρύστου, ακολουθώντας τίς διαταγές τού Δερβίς πασά, αποβιβάστηκε στίς
αρχές Ιουλίου 1824 στόν Ωρωπό, έχοντας μαζί του τρείς χιλιάδες στρατιώτες καί γενίτσαρους.
Στή συνέχεια έστησε τό στρατόπεδό του πρώτα στό Χαλάνδρι καί μετά στό Καπανδρίτι,
καί από εκεί άρχισε νά λεηλατεί τά περίχωρα τών Αθηνών.
Ο Ομέρ πασάς τής Καρύστου, μαζί μέ τόν Γιουσούφ πασά τών Πατρών ήταν οι περισσότερο
ικανοί καί δραστήριοι τοπικοί πασάδες, οι οποίοι κατάφεραν νά κρατήσουν τά κάστρα τους άπαρτα από τούς επαναστάτες.
Η Αθήνα βρέθηκε νά απειλείται σοβαρά από τόν Ομέρ τής Καρύστου. Ήδη στήν πόλη τού Περικλή, τό άστρο
τού Οδυσσέα Ανδρούτσου είχε αρχίσει νά σβήνει. Τά λεφτά τού αγγλικού δανείου είχαν φέρει πολύ κοντά στήν κυβέρνηση
καί ιδιαίτερα στόν Κωλέττη, τόν Ιωάννη Γκούρα, ο οποίος είχε αποδυναμώσει τόν Ανδρούτσο από τούς
στρατιώτες του καί ουσιαστικά τόν είχε περιορίσει στό απόκρημνο άντρο του στόν Παρνασσό. Ο Κωλέττης διόρισε
φρούραρχο τών Αθηνών τόν Γκούρα καί χιλίαρχους τούς αφοσιωμένους αξιωματικούς του Ιωάννη Ρούκη καί Ιωάννη
Μαμούρη.
Η αρχή του τέλους ζύγωνε γιά τόν Ανδρούτσο. Μάταια ο "Δαίμονας" προσπαθούσε μέσω τών
αδελφών Κουντουριώτη νά αποκτήσει τή θέση πού τού άρμοζε στήν Ανατολική Στερεά. Μάλιστα στό Ναύπλιο όταν
διέμενε στό σπίτι τού φίλου του Νικηταρά, λίγο έλλειψε οι άνθρωποι τού Κωλέττη νά τόν δολοφονήσουν.
Πικραμένος από τήν συμπεριφορά τής Διοικήσεως έφυγε μέ τόν πιστό του Trelawny, τόν οποίο
είχε κάνει καί γαμπρό του νυμφεύοντάς τον μέ τή μικρή του αδελφή, τήν Ταρσίτσα. Τούς πιστούς
στρατιώτες πού τού είχαν
απομείνει τούς πλήρωνε μέ δικά του χρήματα, ενώ φέρεται νά έλεγε διαρκώς στόν Άγγλο φιλέλληνα:
"Μή λέγης κυβέρνησιν καί κυβέρνησιν. Όσον καιρό δέν είχαμε κυβέρνησιν, κάθε οπλαρχηγός μέ τά παλληκάρια του
επολέμα τούς Τούρκους καί οι Τούρκοι μάς έτρεμαν. Οι ξένοι πού τώρα θέλουν νά μάς διοικήσουν δέν τολμούσαν
νά φέρουν τό κεφάλι τους μέσα εις τήν Ελλάδα. Αγαπώ τό Γένος μέ τήν ψυχήν μου καί ό,τι έκαμον διά τούτο
τό έκαμον μόνος μου άνευ τής κυβερνήσεως καί άνευ βοηθείας."
Σέ γράμμα του πρός τόν φίλο του Stanhope είχε γράψει ότι είχε συλλάβει τούς επίδοξους δολοφόνους του καί
τούς είχε παραδώσει στήν κυβέρνηση, αλλά εκείνη είχε αδιαφορήσει. Πληροφορούσε τόν Άγγλο αξιωματικό ότι
τά χρήματα τού δανείου τά σπαταλούσαν όχι γιά τίς ανάγκες τού πολέμου αλλά γιά νά εξαλείψουν τούς οπλαρχηγούς
πού δέν τούς ήταν αρεστοί. Λυπόταν τούς έρημους Ρωμιούς, οι οποίοι έφευγαν από τόν ζυγό τών
Τούρκων πασάδων καί πήγαιναν στόν ζυγό τών Ελλήνων πολιτικών.
Ο νέος φρούραρχος τών Αθηνών, μόλις πληροφορήθηκε ότι οι Τούρκοι πάτησαν τήν Αττική, αποφάσισε νά τούς
κτυπήσει. Στίς 3 Ιουλίου 1824 ανεχώρησε γιά τόν Μαραθώνα επικεφαλής εξακοσίων ανδρών καί
οχύρωσε τό λόφο τής πεδιάδος μέ τό παλαιό τείχος, από όπου θά περνούσε ο Ομέρ τής Καρύστου.
Εκεί όπου κάποτε οι Αθηναίοι είχαν συντρίψει
τούς Πέρσες, πάλι οι Αθηναίοι θά πολεμούσαν τούς Τούρκους ή τούς Περσιάνους όπως τούς αποκαλούσαν οι Βυζαντινοί.
Τά συνεχόμενα γιουρούσια καί οι κανονιοβολισμοί από τά κανόνια τού Ομέρ δέν έφεραν αποτέλεσμα.
Οι λιγοστοί άνδρες τού Γκούρα απαντούσαν μέ εύστοχες βολές. Ο Ομέρ πού πολεμούσε στό πλευρό τών
ανδρών του, απειλούσε θεούς καί δαίμονες, αλλά οι στρατιώτες του δέν μπορούσαν νά προχωρήσουν ούτε
ένα βήμα μπροστά.
Τότε, η ξαφνική εμφάνιση στρατιωτικού σώματος από τόν Ισθμό υπό τόν Διονύσιο Ευμορφόπουλο, έφερε
τόν πανικό στούς Τούρκους, οι οποίοι άρχισαν νά υποχωρούν. Ο Γκούρας, ακολουθούμενος από
τόν Ρούκη πού διακρίθηκε στή μάχη, τόν Μαμούρη καί τόν Πρεβεζιάνο, έδωσε τήν εντολή νά
βγούν τά γιαταγάνια από τά θηκάρια
καί όρμησε στό κατόπι τών εχθρών πού έτρεχαν πλέον γιά νά σώσουν τά κεφάλια τους.
Στό Μαραθώνα, ο Ομέρ πασάς έχασε 300 άνδρες μεταξύ τών οποίων ήταν καί ο αρχηγός τών γενιτσάρων
Ιμπραήμ. Ο Γκούρας μετά τή μάχη έστειλε στήν Αθήνα
τριάντα τουρκικά κεφάλια μαζί μέ δύο σημαίες μέ τήν ημισέλινο.
Ο τρίτος πασάς πού είχε εντολή νά κατέβει στήν επαναστατημένη Ελλάδα ήταν ο Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος όμως
είχε αρχίσει νά γίνεται ύποπτος καί η Υψηλή Πύλη προσπαθούσε μέ διάφορες ενέργειες νά τού
αποσπάσει από τή δικαιοδοσία τήν Πρέβεζα, τήν Άρτα, τήν Πάργα καί τή Βόνιτσα. Απρόθυμος όπως
πάντα ο πασάς μέ τήν χριστιανική καταγωγή, συγκέντρωσε στόν Κραβασαρά (Αμφιλοχία) πέντε χιλιάδες
Αλβανούς, πεζούς καί ιππείς, μαζί μέ δύο κανόνια. Τό στρατό του τόν χώρισε σέ δύο σώματα καί τόν διέταξε
νά κινηθεί πρός τά χωριά τού Βάλτου. Στό ένα σώμα έθεσε
επικεφαλής τόν Αχμέτ πασά καί στό άλλο μπήκε επικεφαλής ο ίδιος έχοντας επικουρία
τόν Δημήτρη Μπακόλα (γιό τού Γώγου πού είχε στό μεταξύ πεθάνει) καί τόν Βαρνακιώτη.
Οι Έλληνες μέ αρχηγούς τούς Δημήτριο Μακρή, Γεώργιο Τσόγκα καί Αλέξιο Βλαχόπουλο έπιασαν τή θέση
Λιγοβίτσι (Φυτείες) καί οχύρωσαν τή μονή τής περιοχής, όπου τούς συνάντησε λίγο αργότερα καί ο Μαυροκορδάτος,
ενώ οι Ράγκος, Στουρνάρης καί Λιακατάς παρακολουθούσαν από κοντά τίς κινήσεις τού εχθρού.
Στίς 3 Ιουνίου 1824 οι Τσόγκας καί Ράγκος επιτέθηκαν στή Σκουληκαριά καί ανάγκασαν τούς Τούρκους στρατιώτες
νά υποχωρήσουν μαζί μέ τόν Δημήτρη Μπακόλα πού πολεμούσε στό πλευρό τους. Οι Έλληνες τούς
καταδίωξαν καί τούς ανάγκασαν νά τρέξουν νά οχυρωθούν μέσα στήν Άρτα.
Ο Ομέρ Βρυώνης απέφυγε νά κάνει κάποια σοβαρή πολεμική ενέργεια, μέ αποτέλεσμα νά γίνουν μόνο μικρές
συμπλοκές μεταξύ Ελλήνων καί Τούρκων σέ διάφορες περιοχές. Σέ μία από
αυτές ο Κώστας Γιολδάσης καί ο αδελφός
του Ζαχαρίας κτύπησαν τούς Τούρκους στό Μαυρίλο στίς 10 Αυγούστου 1824, προκαλώντας αρκετές απώλειες. Ο
Σωτήρης Στράτος μέ εκατό στρατιώτες σκόρπισε τούς εχθρούς στό Σπαρτοβούνι ενώ ο Ράγκος επιτέθηκε στό
Ραδοβίτσι σκοτώνοντας πολλούς Τούρκους καί από εκεί έστειλε προκήρυξη στούς μπέηδες καί τούς αγάδες τής
Άρτας καλώντας τους νά δηλώσουν υποταγή γιατί ο στρατός τού Δερβίς πασά είχε διαλυθεί καί ο τουρκικός στόλος
είχε καεί από τά πυρπολικά τών Ελλήνων. Οι Τούρκοι απάντησαν μέ μία επίθεση στό Βραχώρι (Αγρίνιο) όπου
αιφνιδίασαν τούς κατοίκους καί αφού σκότωσαν τριάντα χωρικούς άρπαξαν πολλά γυναικόπαιδα. Κατόπιν
κούρεψαν τίς γυναίκες καί αφού τούς έκοψαν τά κεφάλια, τά έστειλαν στόν Δερβίς πασά ώστε νά φαίνονται
κεφάλια εχθρών πού έπεσαν στή μάχη.
Μία αξιόλογη πολεμική ενέργεια έγινε στή Γοτίστα, κοντά στά Ιωάννινα, από τόν Γρηγόρη Λιακατά, ο οποίος
επιτέθηκε μέ 500 άνδρες στό χωριό καί πολιόρκησε τούς Τουρκαλβανούς πού είχαν κλειστεί σέ ένα πύργο,
ο οποίος ανήκε στόν Χρήστο Παλάσκα, πού είχε δολοφονηθεί από τούς άνδρες τού Ανδρούτσου. Τελικά ο Λιακατάς
συνέλλαβε τούς Αλβανούς καί η επιθετική αυτή κίνηση τόσο κοντά στήν πόλη τών Ιωαννίνων δημιούργησε
πανικό στούς Τούρκους κατοίκους τής πόλης, οι οποίοι κατέφυγαν στό φρούριο γιά νά βρούν ασφάλεια.
Στίς 23 Σεπτεμβρίου 1824 οι Ράγκος, Στουρνάρης, Σαδήμας καί Λιακατάς επιτέθηκαν στό
Βουργαρέλι αλλά χωρίς επιτυχία.
Ο Ομέρ Βρυώνης, χωρίς νά δώσει ούτε μία σημαντική μάχη, ανεχώρησε στίς αρχές Νοεμβρίου, μέσω τού Μακρυνόρους
γιά τά Ιωάννινα, χωρίς νά τόν ενοχλήσει κανένας από τούς Έλληνες οπλαρχηγούς.
Όλες όμως αυτές οι μικρές επιθέσεις από μέρους τών μικρών οπλαρχηγών, κοντά στά ισχυρά κέντρα ανεφοδιασμού τών
Τούρκων όπως ήταν τά Ιωάννινα καί η Άρτα, απέδειξαν γιά μία ακόμα φορά τίς δυνατότητες τών
Ελλήνων, οι οποίες δυστυχώς γιά τήν
εξάπλωση τής επανάστασης βορειότερα, θά έμεναν ανεκμετάλλευτες λόγω τής διχόνοιας καί τής ματαιοδοξίας
ορισμένων αρχηγών.
Ο ελληνικός στόλος υπερασπίζεται τή Σάμο (Ναυμαχία Μυκάλης)
Η καταστροφή τής Κάσου καί τών Ψαρών συγκλόνισε όλους τούς νησιώτες καί τούς γέμισε μέ τρόμο.
Οι κάτοικοι τών περισσότερων νησιών τού Αρχιπελάγους - Σαντορίνη, Μήλος, Νάξος, Πάτμος κ.ά. -
ήταν έτοιμοι νά προσκυνήσουν τόν σουλτάνο καί νά δεχθούν
τουρκικές φρουρές στά νησιά τους. Άν χανόταν τό Αιγαίο χανόταν μαζί του καί ολόκληρη η επανάσταση.
Η Ύδρα καί οι Σπέτσες
κινητοποίησαν άμεσα τούς στόλους τους γιά νά διασώσουν ότι ήταν δυνατόν νά διασωθεί, ενώ
ενώθηκαν μαζί τους καί τά λίγα
ψαριανά καράβια πού είχαν γλυτώσει από τόν όλεθρο. Πρώτος ο Γεώργιος Σαχτούρης έφθασε στά
ερημωμένα πλέον Ψαρά, μέ μία πολεμική μοίρα στίς 25 Ιουνίου 1824, γιά νά τόν ακολουθήσει δέκα ημέρες
αργότερα ο Ανδρέας Μιαούλης μέ τό μεγαλύτερο μέρος
τού στόλου. Οι Έλληνες αποφάσισαν νά κάνουν απόβαση στά Ψαρά καί νά διώξουν τούς
1500 Τούρκους τής φρουράς
πού είχε αφήσει ο Χοσρέφ στό νησί. Πράγματι οι εμπειροπόλεμοι ναύτες κατάφεραν νά αιφνιδιάσουν τόν
εχθρό, ο οποίος εγκατέλειψε τίς θέσεις του, τρέχοντας νά βρεί σωτηρία στά καράβια πού ήταν αραγμένα στό λιμάνι.
Τά τουρκικά πλοία πού ήταν λίγα σέ αριθμό καί μικρά σέ μέγεθος έκοψαν τίς άγκυρες καί εγκατέλειψαν τά
Ψαρά μέ κατεύθυνση
τή Χίο. Ο ελληνικός όμως στόλος τά ακολούθησε καί κατάφερε νά τά βυθίσει σχεδόν όλα, στέλνοντας στό βυθό τής
θάλασσας εκατοντάδες Οθωμανούς στρατιώτες από αυτούς πού είχαν πνίξει στό αίμα τό νησί τών Ψαρών.
Πολλά από τά πτώματα τών πνιγμένων ανήκαν σέ Ευρωπαίους, όπως αυτά αναγνωρίστηκαν από τίς διαφορετικές φορεσίες τους.
Οι απώλειες τών Ελλήνων μετά από τή μικρής έκτασης ναυμαχία πού έγινε στά ανοιχτά τών Ψαρών ήταν μόνο ένας νεκρός.
Όταν ο ελληνικός στόλος εγκατέλειψε τά Ψαρά, ο Χοσρέφ βρήκε τήν ευκαιρία καί κατέλαβε εκ νέου τό νησί,
εγκαθιστώντας αυτή τή φορά μεγαλύτερη φρουρά. Ο ίδιος ο καπουδάν πασάς μέ τό στόλο του βρισκόταν στή Λέσβο,
όπου σχεδίαζε νέα εκστρατεία κατά τής Σάμου.
Τά Ψαρά δέν θά έβρισκαν ξανά τήν αίγλη τού παρελθόντος. Η τουρκική λαίλαπα έσβησε τό νησί από τό
χάρτη όπως τό είχε ζητήσει ο σουλτάνος καί έσβησε μαζί του καί σημαντικές πληροφορίες γιά τόν τρόπο οργάνωσης
καί γιά τή θαυμαστή διοίκηση τής νήσου. Οι Ψαριανοί ήταν ανώτεροι σέ ήθος από τούς συναδέλφους τους
Υδραίους καί Σπετσιώτες, καί ήταν αγνοί καί αφιλοκερδείς. Δέν ενεπλάκηκαν σέ εμφυλίους πολέμους καί είχαν μία
αξιοζήλευτη καί δημοκρατική διοίκηση, σέ αντίθεση μέ τήν διοίκηση τών προεστών τής Ύδρας καί τών Σπετσών, οι
οποίοι επιζητούσαν μαζί μέ τήν επανάσταση νά εξυπηρετήσουν καί τά προσωπικά τους συμφέροντα. Αρκεί νά αναφέρουμε ένα
παράδειγμα. Μετά τήν καταστροφή τών Ψαρών, οι Υδραίοι ναυτικοί πού έφτασαν στό κατεστραμμένο νησί,
άρπαξαν ότι δέν είχαν λεηλατήσει οι βάρβαροι καί αντί νά φροντίσουν νά τά επιστρέψουν στούς εξαθλιωμένους
Ψαριανούς πρόσφυγες, τά κράτησαν γιά τόν εαυτό τους.
«Ανεχωρήσαμεν από τήν Ύδραν τήν 25ην Ιουνίου 1824 καί τήν 27ην πλέοντες
απαντήσαμεν έν βρετανικόν βρίκιον, από τό οποίον εμάθαμεν βεβαίως, ότι οι Έλληνες, οι οποίοι είχαν κλεισθή
εις τό φρούριο τής νήσου τών Ψαρών, όντες εξακόσιοι τόν αριθμόν, καί διά τούτο μή δυνάμενοι ν' ανθέξουν
κατά τών επανειλημμένων εφόδων τών Τούρκων, συμποσουμένων υπέρ τάς δώδεκα χιλιάδας, έβαλαν τό πύρ
εις τάς αποθήκας τών πολεμεφοδίων, τό δέ φρούριον ανεποδογυρίσθη καταστραφέν, αφ' ού επήδησαν εις τόν
αέρα καί αυτοί οι ίδιοι Έλληνες μεθ' ενός μικρού αριθμού οικογενειών, αίτινες είχαν εις αυτό καταφύγει, καί
επέκεινα τών τριών χιλιάδων από τούς εχθρούς, καί ότι ο τουρκικός στόλος ήτον αγκυρωμένος εισέτι εις Ψαρά.
Αμέσως επατείναμεν τά πανία διά νά ταχύνωμεν τόν εκείσε πλούν μας, αλλ' ο άνεμος πνέων σφοδρώς από τήν
άρκτον, μάς ηνάγκασε νά σαλεύσωμεν προσωρινώς εις τήν Τήνον, καί εκείθεν μόλις εις τάς 3 Ιουλίου 1824 περί
τήν πρωΐαν εφθάσαμεν εις τά Ψαρά. Ο καπετάν πασάς είχεν ήδη τραβηχθεί εις τήν Λέσβον μέ όλα τά μεγάλα πλοία του.
Εύρομεν δ' εκεί έν βρίκιον δεκαέξ κανονίων, καί τριάντα τέσσαρας σαλούπας καί γαλιώτας. Είναι δέ ταύτα πλοία,
ή μάλλον σκάφαι μακραί, κατασκευασμέναι επίτηδες διά νά μετακομίζουν καί ν' αποβιβάζουν στρατεύματα, έχουσαι
εις τήν πρώραν έν ή δύο κανόνια σαράντα έως σαράντα τεσσάρων λιτρών. Διά μέσου αυτών ηδυνήθη ο καπετάν πασάς
εις καιρόν γαλήνης ν' αποβιβάση τά στρατεύματά του εις τήν νήσον τών Ψαρών, διά μέσου αυτών τών σκαφών
ήλπιζε προσέτι νά κατορθώση τι εναντίον τής νήσου Σάμου, κατά τής οποίας έκαμνε τρομεράς ετοιμασίας εις τήν
Μυτιλήνην, όπου εσύλλεγε νέα στρατεύματα πολύ περισσότερα από τά εις Ψαρά αποβιβασθέντα, τών οποίων ο αριθμός
είχεν ελαττωθή κατά τά δύο τρίτα εις τήν άλωσιν τής νήσου ταύτης.
Τά πλοιάρια λοιπόν τών εχθρών μετά τού βρικίου ήσαν προσωρμισμένα εις τόν λιμένα, άμα δέ είδαν ημάς ν' αράξωμεν
εις τό ακρωτήριον τού Αγίου Γεωργίου, όπου ήτον έν οχύρωμα από έξ κανόνια, εγκαταλειφθέν υπό τών Τούρκων
άμα επεφάνημεν ημείς, ήπλωσαν τάς σημαίας των, καί ήρχισαν νά μάς κανονοβολούν. Εν τώ άμα εδώσαμεν τό
σημείον τής αποβιβάσεως ανά τριάντα άτομα από κάθε πλοίον, καί έπειτα αρχίσαμεν ν' αντικρούωμεν
τούς κανονοβολισμούς των. Δέν ήθελεν ημπορέσει τις νά παραστήση ικανώς τήν αγανάκτησιν τών ιδικών μας, καί
τήν οποίαν έπνεαν εκδίκησιν, οπόταν είδαν τήν ερυθράν σημαίαν νά κυματίζη υπερηφάνως εις τόν λιμένα τών
συναδέλφων των. Χίλιοι πεντακόσιοι απέβησαν παρευθύς καί ώρμησαν εναντίον χιλίων περίπου Τούρκων, οι
οποίοι εκρατούσαν τήν κατά ανατολάς κειμένην θέσιν τών μύλων, ως ιέρακες λιμώττοντες επιπατούσι κατά τής
λείας των χωρίς νά λογισθώσι ποσώς τόν οποίον τρέχουσι κίνδυνον, καί εις ολίγας στιγμάς τούς έτρεψαν εις
τοιαύτην αισχράν φυγήν, ώστε εις διάστημα ολιγώτερον ημισείας ώρας τούς ηνάγκασαν νά επιβιβασθώσιν
εις τά πλοία των, αλλά μέ τοιαύτην αταξίαν, ώστε επνίγησαν περισσότεροι τών εκατόν από τήν βίαν των.
Τοιουτοτρόπως λοιπόν εκυριεύσαμεν τό φρούριον μετά τών εις αυτό κανονίων, όλας τάς οχυρωμένας θέσεις,
καί ολόκληρον τήν πόλιν εξαιρουμένων έξ οικιών, εις τάς οποίας διακόσιοι εκ τών Οθωμανών, μή προφθάσαντες
νά επιβιβασθώσι μετά τών άλλων εις τά πλοία των, κατεκλείσθησαν μετά τού χιλιάρχου των. Τόσον ταχεία
εστάθη η εκδίωξις τών Οθωμανών από τήν νήσον. Τότε εδιπλασιάσαμεν τά πολεμικά μας επιχειρήματα.
Εδόθη αμέσως τό σημείον διά νά κανονοβολήσωμεν αυτούς από τό φρούριον, καί τούς μνησθέντας μύλους, όπου
ήσαν δύο κανόνια, αποστείλαντες προσέτι καί δύο σαλούπας εφωδιασμένας μέ κανόνια, αι οποίαι πλησιάσασαι αρκετά
εις τούς εχθρούς, ενέπνευσαν εις αυτούς τοιούτον τρόμον, ώστε φοβηθέντες νά γείνη παρανάλωμα τού πυρός
αύτανδρος ο στολίσκος των, ηναγάσθησαν νά πετάσωσι τά ιστία των, καί νά εξέλθωσιν όσον τάχιστα εκ τού
λιμένος, τόν οποίον εθεωρούσαν ήδη ως τάφον των.
Ήτο περί τάς τρείς ώρας πρό τής μεσημβρίας, ότε εξήλθαν τού λιμένος, διευθυνόμενοι πρός τήν Χίον, όπου
ήλπιζαν νά διασωθώσι, καί νά διαφύγωσι τόν οποίον ενόμιζαν αναπόφευκτον κίνδυνον τού ολέθρου των.
Ο άνεμος έπνεε βορειοδυτικώς, καί άνευ αναβολής αρχίσαμεν νά τούς καταδιώκωμεν, καί εις ολιγώτερον
τού τετάρτου τής ώρας διάστημα καταφθάσαντες αυτούς, τούς εκάμαμεν νά εννοήσουν, ότι ο σκοπός ημών
δέν ήτο νά τούς αφήσωμεν νά καταφύγουν ησύχως εις τήν νήσον τής Χίου, αλλ' οι σχέτλιοι (απάνθρωποι)
ούτοι τόσον κατεπλάγησαν, ιδόντες ημάς πλησίον των, ώστε δέν ετόλμησαν νά κάμουν μήτε τόν παραμικρόν
πυροβολισμόν εναντίον μας. Μία δέ σφαίρα τών κανονίων μας, διαπεράσασα εις τήν αποθήκην τών πολεμεφοδίων
μιάς σαλούπας, ανέρριψεν αυτήν αύτανδρον εις τά μετέωρα, καί άλλη μία σαλούπα καί δύο γαλιώται εκυριεύθησαν
υφ' ημών, αφ' ού εφονεύθησαν τά τρία τέταρτα τού πληρώματός των. Η σαλούπα αύτη ήτον η ναυαρχίς τού
στολίσκου, εις τήν οποίαν μέσα εύρομεν πρό τοίς άλλοις καί τό βιβλίον τών συνθημάτων. Όλαι αι άλλαι εστάθησαν
ευτυχείς, φθάσασαι εις τά παράλια τής Χίου, άμα δ' έφθασαν, έρριψαν εκουσίως τά πλοία των εις τήν ξηράν, καί
παραδώσαντες αυτά εις τήν βοράν τού πυρός χωρίς νά φροντίσουν νά εκβάλουν απ' αυτά μήτε ιστίον, μήτε κανόνι,
μήτε πολεμεφόδια, φοβούμενοι μήπως, διά τήν περί ταύτα χρονοτριβήν, τούς καταφθάσωμεν
καί κυριεύσωμεν τά λείψανα τού στολίσκου, ανεχώρησαν εις τά ενδότερα τής νήσου.
Μεθ' ημέρας ολίγας μάς ανεκάλεσαν εις Ύδραν, ένθα είχεν αποφασισθή νά διαιρεθώσιν όλαι αι ναυτικαί ημών
δυνάμεις εις δύο μοίρας, εξ ών η μία υπό τήν διοίκησιν τού Γεωργίου Σαχτούρη νά υπάγη εναντίον τού
σουλτανικού στόλου τού εκ Κωνσταντινουπόλεως, καί η άλλη υπό τήν διοίκησιν τού Ανδρέα Μιαούλη
εναντίον τού αιγυπτιακού στόλου, διοικουμένου από τόν Ιμπραήμ πασά υιόν τού Μεχμέτ Αλή αντιβασιλέως τής
Αιγύπτου, όστις ήτον πολύ δυνατώτερος καί τρομερώτερος εχθρός διά τό μέγα πλήθος τών
πολεμικών πλοίων του, καί διά τήν συρροήν πολλών αρνησιχρίστων Ευρωπαίων, οίτινες διά τήν εις τά
ναυτικά εμπειρίαν των καί τό εις τάς ναυμαχίας εμπειροπόλεμον, απήλπισαν ημάς διά τήν σωτηρίαν τής Ελλάδος.
Ανεχωρήσαμεν από τήν Ύδραν μέ τήν μοίραν μας μίαν ημέραν ύστερον από τήν αγγελίαν τής γενομένης κατά τά
παράλια τής Ασίας κατέναντι τής Σάμου κρατεράς ναυμαχίας εναντίον τού στόλου τής Κωνσταντινουπόλεως,
καθ' ήν η κατ' αυτού διορισθείσα μοίρα ενίκησε κατά κράτος τόν καπετάν πασάν, εμπρήσασαν μίαν φρεγάταν,
μίαν κορβέταν καί έν βρίκιον.»
Οι κάτοικοι τής Σάμου μέ αρχηγό τόν Λυκούργο Λογοθέτη ήταν αποφασισμένοι νά
υπερασπιστούν τό νησί τους μέχρι
θανάτου. Εγκατέλειψαν τά παράλια καί οχύρωσαν τίς ορεινές θέσεις περιμένοντας τήν άφιξη τού ελληνικού στόλου.
Στίς 30 Ιουλίου 1824 ο ελληνικός στόλος μέ αρχηγούς τόν Γεώργιο Σαχτούρη καί
τόν Ανδρέα Μιαούλη πλέοντας δυτικά τής Σάμου αντελήφθη τουρκικά πλοιάρια γεμάτα στρατεύματα
νά ετοιμάζονται γιά απόβαση
στό Καρλόβασι. Ο Σαχτούρης διέταξε τά ελληνικά πλοία νά τόν ακολουθήσουν καί κυνήγησε τά
τουρκικά αποβατικά σκάφη μέ αποτέλεσμα νά βυθίσει τά περισσότερα από αυτά παρασύροντας στό βυθό καί τό
μεγαλύτερο μέρος τών Τούρκων στρατιωτών. Τά υπόλοιπα τουρκικά πλοιάρια έτρεξαν νά σωθούν στά μικρασιατικά
παράλια μεταφέροντας καί τήν πληροφορία ότι πλέον η Σάμος ήταν υπό τήν προστασία τού ελληνικού στόλου
καί ότι θά ήταν δύσκολη κάθε προσπάθεια κατάληψής της.
Εν τώ μεταξύ, η χερσόνησος τής Μυκάλης είχε πλημμυρίσει από οθωμανικά στρατεύματα, τά οποία ο
Χοσρέφ σχεδίαζε νά μεταφέρει
απέναντι στή Σάμο. Τά ελληνικά πλοία πλησιάσαν στά λιμανάκια τής Μυκάλης, όπου βρίσκονταν αραγμένες οι
τουρκικές σακολέβες, καί τίς κανονιοβόλισαν, σκορπίζοντας ταυτόχρονα καί τούς στρατιώτες πού είχαν
στρατοπεδεύσει κοντά στήν παραλία. Ο Τούρκος ναύαρχος βλέποντας ότι δέν υπάρχει περίπτωση νά
αποβιβάσει στρατεύματα
στή Σάμο, έδωσε διαταγή στό στόλο του γιά επίθεση. Ο Σαχτούρης μέ τή σειρά του
έδωσε τήν εντολή νά μήν υποχωρήσει κανένα ελληνικό
πλοίο, αλλά όλα μαζί νά κτυπήσουν ταυτόχρονα τόν εχθρό μέ τά κανόνια τους. Πυκνοί κανονιοβολισμοί άρχισαν νά
πέφτουν καί από τίς δύο πλευρές, ενώ τά δύο πυρπολικά τών Ρομπότση καί Τσάπελη, πού προσπάθησαν κρυμμένα
μέσα στούς καπνούς νά προσβάλουν δύο τουρκικές κορβέτες ανάγκασαν τόν Χοσρέφ νά διατάξει υποχώρηση.
Οι κάτοικοι τής Σάμου μέσα στίς εκκλησίες δοξολογούσαν τόν Θεό γιά τή σωτηρία τους.
Η συντονισμένη δράση τών
στόλων τής Ύδρας καί τών Σπετσών τούς είχαν σώσει από τό θάνατο καί τήν αιχμαλωσία.
Στίς 4 Αυγούστου 1824, ο καπουδάν πασάς επιχείρησε νέα έφοδο κατά τού ελληνικού στόλου, ο
οποίος απάντησε
μέ εύστοχες βολές τών κανονιών του, έχοντας καί τήν κάλυψη από τά πυροβόλα πού είχαν στήσει οι Σάμιοι στίς ακτές τους.
Αυτή τή φορά ήταν τό πυρπολικό τού Κανάρη πού προσπάθησε μέσα στόν καπνό τής μάχης νά
πλησιάσει τήν τουρκική
ναυαρχίδα. Ο ατρόμητος Κανάρης, ανάμεσα στίς σφαίρες πού σφύριζαν καί στίς βολές τών κανονιών πού έπεφταν
δίπλα από τό πυρπολικό του, προχωρούσε ακάθεκτος. Τελικά δέν κατάφερε νά προσκολλήσει τό μπουρλότο του
σέ κάποιο πλοίο, αλλά ο εχθρικός στόλος υπό τόν φόβο τών πυρπολικών απομακρύνθηκε όταν έπεσε η νύκτα.
Τήν επόμενη ημέρα ο οθωμανικός στόλος επανήλθε. Ο Σαχτούρης όμως αγρυπνούσε καί έχοντας καταλάβει τή
σημασία τών πυρπολικών, είχε δώσει διαταγές νά ετοιμαστούν έξι πυρπολικά μέ συνοδεία πολεμικών καί νά
επιτεθούν μέ τήν πρώτη ευκαιρία. Ο πρώτος πού όρμησε εναντίον τών μεγάλων τουρκικών πλοίων ήταν ο Υδραίος
πυρπολητής Δημήτριος Τσάπελης, ο οποίος προσπάθησε νά κολλήσει τό μπουρλότο του στήν
φρεγάτα "Μπρουλότ κορκμάζ" (τό πλοίο πού δέν φοβάται τά μπουρλότα). Ενώ αγωνιζόταν νά δέσει τό μπουρλότο του,
τέσσερεις βάρκες τού εχθρού τόν πλησίασαν γιά νά τόν συλλάβουν. Ο Τσάπελης, ο οποίος είχε εγκαταληφθεί
από τούς άνδρες του, βιάστηκε νά βάλει φωτιά στήν
πυρίτιδα μέ αποτέλεσμα ο ίδιος νά πάθει βαριά εγκαύματα στό πρόσωπο καί τό πυρπολικό νά καεί αναίτια.
Ο πανικός όμως
πού επικράτησε στήν τουρκική φρεγάτα τήν ανάγκασε νά προσαράξει στά μικρασιατικά παράλια, καθώς οι άνδρες της,
τό μόνο πού είχαν στό νού τους ήταν πώς νά σώσουν τούς εαυτούς τους. Τότε ο Κωνσταντίνος Κανάρης άρδαξε
τήν ευκαιρία καί
πλησίασε τό δικό του πυρπολικό στήν παγιδευμένη φρεγάτα. Αφού κόλλησε τό πυρπολικό πάνω στό εχθρικό πλοίο,
τού μετέδωσε τό πύρ καί σέ λίγο ακούστηκε σέ ολόκληρη τή Σάμο μία τρομερή έκρηξη. Από τήν υπερήφανη
φρεγάτα είχαν απομείνει μόνο κομμάτια πού έπλεεαν πάνω στή θάλασσα μαζί μέ τά πτώματα τών εξακοσίων
μουσουλμάνων ναυτών της. Ο Κανάρης κινδύνεψε σοβαρά από τήν παράτολμη επιχείρηση καί έχασε δύο από τούς άντρες
του.
Μετά τήν επιτυχία τού Κανάρη, ο ελληνικός στόλος ξεκίνησε αντεπίθεση μέ πρώτο τό πλοίο τού Ανάργυρου Λεμπέση.
Ο πυρπολητής Βατικιώτης τίναξε ένα τυνήσιο μπρίκι καί οι Ραφαλιάς καί Λέκας Ματρόζος μία φρεγάτα από τήν
Τρίπολη τής Λιβύης. Ο καπετάν πασάς, βλέποντας τήν υπεροχή τού ελληνικού στόλου, οπισθοχώρησε πρός τό
Αγαθονήσι καί τήν επομένη εγκατέλειψε τή Σάμο μέ κατεύθυνση τήν Κώ, όπου θά παρέμενε αραγμένος
αναμένοντας τήν άφιξη τού αιγυπτιακού στόλου.
Ναυμαχία τού Γέροντα (29 Αυγούστου 1824)
Οι Αιγύπτιοι σύμμαχοι τών Τούρκων είχαν ετοιμάσει έναν τεράστιο στόλο τόν οποίο αποτελούσαν
56 πολεμικά πλοία καί
300 μεταγωγικά, γεμάτα στρατιώτες, ζώα καί πολεμοφόδια. Τά περισσότερα μεταγωγικά πλοία
είχαν ναυλωθεί από Ευρωπαίους καί είχαν σημαία αγγλική, αυστριακή, ισπανική καί γαλλική.
Τήν αρχηγία τού στόλου τήν είχαν ο Ισμαήλ Γιβραλτάρης
καί ο ικανότατος γιός τού βασιλιά τής Αιγύπτου Ιμπραήμ πασάς, ενώ τήν
οργάνωση τού στρατού τήν είχε αναλάβει ο
Γάλλος αξιωματικός Λετελλιέ. Οι Ευρωπαίοι πρόξενοι τής Αλεξάνδρειας στίς αναφορές τους έδιναν
στήν ελληνική επανάσταση έξι μήνες ζωή.
Ο αιγυπτιακός στόλος κατευθύνθηκε στή θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στή
Μάκρη τής Μικράς Ασίας καί στή Ρόδο καί ένωσε τίς δυνάμεις του μέ τόν τουρκικό στόλο,
δημιουργώντας μία πανίσχυρη
μουσουλμανική ναυτική δύναμη, η οποία μπορούσε νά υπερισχύσει εύκολα σέ μία αναμέτρηση μέ τόν
χριστιανικό στόλο τών Ελλήνων. Ο ελληνικός στόλος συγκεντρώθηκε στήν περιοχή ανάμεσα
στή Λέρο, τήν Πάτμο καί τούς Λειψούς μέ αρχηγούς τούς
Μιαούλη καί Σαχτούρη από τήν Ύδρα, τόν Γεώργιο Ανδρούτσο από τίς Σπέτσες καί τόν
Νικολή Αποστόλη από τά Ψαρά.
Απενάντί του είχε 100 μεγάλα πολεμικά πλοία μέ 2.500 κανόνια καί εκατοντάδες μεταγωγικά γεμάτα στρατιώτες, ενώ
οι Έλληνες διέθεταν 70 μετρίου μεγέθους πολεμικά πλοία μέ 800 κανόνια καί 15 πυρπολικά.
Τό πρωϊνό τής 24ης Αυγούστου 1824, ο Μιαούλης μέ μία προφυλακή 24 πλοίων κινήθηκε πρός τό στενό ανάμεσα
στήν Κώ καί τήν Αλικαρνασσό καί έτρεψε σέ φυγή μία εχθρική φρεγάτα πού αποτελούσε τήν εμπροσθοφυλακή
τού τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Τό στενό πέρασμα καί η θαλασσοταραχή
δέν ευνοούσαν τήν κίνηση τού τεράστιου εχθρικού στόλου καί επιπλεόν ο άνεμος ήταν ευνοϊκός γιά τά ελληνικά πλοία.
Πολλά πλοία τών μουσουλμάνων συγκρούστηκαν μεταξύ τους καί αυτή ακόμα η ναυαρχίδα τού Χοσρέφ έπαθε
σημαντικές ζημιές πρίν ακόμα ξεκινήσει η μάχη.
Στή ναυμαχία πού ακολούθησε διαφάνηκε αμέσως η υπεροχή τού αιγυπτιακού στόλου καί η άρτια οργάνωσή του
από τούς Ευρωπαίους αξιωματικούς. Η ναυαρχίδα τού Γιβραλτάρ αψηφούσε τά κανόνια τών ελληνικών πλοίων
καί περνούσε επανειλημμένα μπροστά από τήν ελληνική παράταξη.
Αλλά καί η τόλμη τών Ελλήνων πλοιάρχων εκθειάζεται σέ ημερολόγιο Γάλλου αξιωματικού πού υπηρετούσε
υπό τίς διαταγές τού Ιμπραήμ πασά, όπου έγραφε γιά τό σπάνιο θάρρος μέ τό οποίο οι
ναύτες τών πυρπολικών οδηγούσαν τά μικρά τους σκάφη ανάμεσα στά μεγάλα εχθρικά καί
προσπαθούσαν ανάμεσα σέ μία βροχή από σφαίρες νά τά κολλήσουν στίς αιγυπτιακές φρεγάτες.
Η ημέρα τελείωσε χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα
καί γιά τούς δύο στόλους. Στίς 26 Αυγούστου 1824, ο ελληνικός στόλος πέρασε μπροστά από τό νησί τού Ιπποκράτη
καί άραξε στόν κόλπο τού Γέροντα, εκεί πού βρίσκονταν οι
αρχαίες πόλεις τής Πριήνης καί τής Μιλήτου.
Ο ενωμένος μουσουλμανικός στόλος έριξε άγκυρα στή γενέτειρα τού Ηροδότου.
Δέν μπορώ νά αφήσω ασχολίαστο τό γεγονός ότι οι Έλληνες πολεμούσαν γιά τά εδάφη τών προγόνων τους,
εδάφη πού τά είχε μολύνει μέ τήν παρουσία του ο βάρβαρος μουσουλμάνος. Πολεμούσαν γιά τίς
αρχαίες πόλεις τής Μικράς Ασίας καί τού Αιγαίου Πελάγους, πόλεις πού τίς είχε
ισοπεδώσει καί τίς είχε κατακάψει
ο Οθωμανός όταν είχε εισβάλλει 2000 χρόνια μετά τήν γέννηση τού Ηροδότου, τού Ιπποκράτη, τού Βία, τού
Αναξίμανδρου καί τού Θαλή.
«Ο Νικολής Αποστόλης πλήρωσε ακριβά τό χαλασμό τού νησιού του.
Χάθηκε η γυναίκα του
καί η μιά του κόρη πού δέν μπόρεσαν νά ξεφύγουν. Η κόρη του η Μαρία άρπαξε τά δυό παιδιά της καί μέσα στήν
αναταραχή ρίχτηκε στή θάλασσα βαστώντας τά παιδιά της γιά νά γλυτώση κολυμπώντας. Μπόρεσε νά ζυγώση κάποιο
ελληνικό καΐκι καί νά σωθή, μέ τό ένα μονάχα παιδί της. Τό άλλο τής ξέφυγε από τά χέρια τήν ώρα πού κολυμπούσε.
Τό αρπάξανε τά κύματα καί πνίγηκε, Από τά αγόρια τού καπετάν Αποστόλη κανένα δέν έπαθε τίποτα. Είχε πέντε
γιούς. Τόν Κωνσταντή, τόν Αποστόλη, τόν Γιάννη, τόν Δημητρό καί τόν Αντρέα. Όλοι τους ήταν μέσα σέ διάφορα
ψαριανά καράβια καί πολεμούσαν. Τόν Αποστόλη τόν είχε στόν "Λεωνίδα" μαζί του ο πατέρας του.
Ύστερα από τήν καταστροφή τών Ψαρών, αφού ξεμάκρυναν τά τούρκικα καράβια, ο Αποστόλης μετέφερε τούς
κακοπαθημένους Ψαριανούς στή Μονεμβασιά. Έπρεπε όμως νά κτυπήση τήν αρμάδα. Νά εκδικηθή τόν αφανισμό τής
πατρίδος του, νά πάρη πίσω τό αίμα τής μάνας τών παιδιών του, τής κόρης του κι όλων τών Ψαριανών. Δέν πρόσμενε
παρά τήν ώρα καί τή στιγμή. Βάλθηκε στά γρήγορα νά ετοιμάση ψαριανό στόλο.
Ο Αποστόλης μέ τά καράβια του έσμιξε μέ τόν ελληνικό στόλο κι άραξε στήν Πάτμο. Τής τούρκικης αρμάδας μαζί
μέ τής αιγυπτιακής κάμποσα καράβια της πόντισαν στήν Αλικαρνασσό καί μερικές φρεγάτες στήν Κώ. Ο καπετάν
Νικολής έστειλε στή Λέρο τρία καράβια καί τρία μπουρλότα γιά νά ριχτούν νύκτα στήν αρμάδα. Αυτός μέ τά
υπόλοιπα καράβια αντάμωσε τόν Μιαούλη. Ο ελληνικός στόλος είχε τώρα εβδομήντα πολεμικά καράβια καί μπουρλότα.
Ο καιρός όμως ήταν αντίθετος καί τούς εμπόδιζε νά κτυπήσουν τήν αρμάδα στήν Αλικαρνασσό. Αποφάσισαν
νά στείλουν είκοσι καράβια καί έξη μπουρλότα νάμπουν μέρα στό στενό τής Κώ καί νά κτυπήσουν τίς αρμάδες.
Ο υπόλοιπος στόλος θά περίμενε στά νησιά Τσατάλια (Τσάταλα).
Μέ πρίμο τόν καιρό τά καράβια κι ολόμπροστα τά μπουρλότα, είχαν γραμμή γιά τήν Κώ. Οι αρμάδες μόλις είδανε
τά ρωμέϊκα κάνανε πανιά καί στίς έντεκα η ώρα τό πρωΐ άρχισε ο θαλασσοπόλεμος. Βάστηξε ως τό βασίλεμα.
Τά μπουρλότα στρώσανε στό κυνηγητό τά εχθρικά πλεούμενα πού κείνα τρομαγμένα όλο κι αλάργευαν. Δέν
άργησαν όμως ελληνικά καί τούρκικα νά ζυγώσουν τόσο πού μπλέχτηκαν. Δέν χρησιμοποιούσαν πιά τά κανόνια τους,
μά τά τρομπόνια καί τά καριοφύλια τους. Κάποιος εγγλέζικο πολεμικό βρέθηκε αραγμένο στήν Αλικαρνασσό.
Γιά νά τό ξεχωρίζουν τά ελληνικά καί νά μήν τό κτυπήσουν αναγκάστηκε νά σηκώση στό μεσανό του άλμπουρο
τήν εγγλέζικη σημαία. Οι ναύτες του γιά νά παρακολουθήσουν τόν παράξενο αυτό ελληνοτουρκικό θαλασσοπόλεμο
ανέβηκαν στά άλμπουρα καί τίς αντέννες.
Βγαίνοντας ο ελληνικός στόλος απ' τό μπουγάζι (πορθμό) τής Κώ, φουντάρισε στό λιμανάκι τού
κάβου (ακρωτηρίου) τού Γέροντα γιά νά
ετοιμαστή. Ο τουρκοαιγυπτιακός, έρριξε άγκυρα στό λιμάνι τής Αλικαρνασσού.
Η αιγυπτιακή αρμάδα είχε καράβια από τήν Αλεξάνδρεια, τό Αλγέρι, τήν Τύνιδα καί τήν Τριπολίτιδα. Οι
τρείς ναύαρχοι Μιαούλης, Κολαντρούτσος καί Αποστόλης κουβέντιαζαν στήν ναυαρχίδα.
- "Θά μείνουμε αραγμένοι δώ στόν Γέροντα ως τό μεσονύχτι. Ύστερα βγάζει στεριανό αγέρα. Μέ πρίμο λοιπόν τόν
καιρό, θά σαλπάρουμε γιά ν' αντιμετωπίσουμε τήν αρμάδα."
Μέ τή γνώμη τού Μιαούλη μείνανε σύμφωνοι ο Σπετσιώτης καί ο Ψαριανός καί τά ξημερώματα
στίς 29 Αυγούστου 1824,
όταν άρχισε νά φυσάη αέρας από τή στεριά, τά ψαριανά καράβια κάνανε πανιά. Βγαίνοντας ο ήλιος
συναντήθηκαν μέ καμιά δεκαριά καράβια τού Μιαούλη καί τού Σαχτούρη πού η απανεμιά τά έκανε νά ξεκόψουν
από τό στόλο. Στό μεταξύ ο Χοσρέφ μέ τίς δύο αρμάδες του, μέ πρίμο καιρό φάνηκε στά νησάκια Τσατάλια.
Ρϊχτηκε νά κτυπήση τά ελληνικά καράβια πού η απανεμιά τά είχε σκορπίσει καί βρίσκονταν σέ δύσκολη θέση.
Γιά τόν Μιαούλη καί τόν Σαχτούρη κρίσιμη η περίσταση. Κάποιος Υδραίος καραβοκύρης κατάφερε
νά ζυγώση τόν
"Λεωνίδα" καί μέ τό χωνί ξεφώνισε:
- "Καπετάν Νικολή! Στείλε τά μπουρλότα κατά τήν αρμάδα γιατί τά καράβια μας βρίσκοντας σοττοβέντο (απάνεμα)
καί χανόμαστε!"
Ο Αποστόλης διώχνει μέ μιάς τόν Παπανικολή καί τό Νικόδημο μέ τά μπουρλότα τους νά
πέσουν στό κέντρο στίς
δύο αρμάδες. Αναστατώθηκε ο εχθρός. Βρήκε τήν περίσταση ο Μιαούλης καί μέ τά καράβια του ρίχνεται κι αυτός
κατά τού εχθρού. Ο Χοσρέφ τά χάνει. Σηκώνει σήμα νά κάνουν πίσω καί νά βάλουν ρότα γιά τήν Λέρο. Από κοντά
οι Έλληνες καί τά μπουρλότα τού Ματρόζου, τού Ανδρέα Πιπίνου καί τού Λαζάρου Μουσσού.
Προκάνουν τά εχθρικά καράβια
καί καταφέρνουν νά κολλήσουν τά μπουρλότα τους. Τρομαγμένοι οι Τούρκοι γιά νά γλυτώσουν απ' τά μπουρλότα
πηδάνε στή θάλασσα.
Μιά τουνέζικη φρεγάτα καταφέρνει νά τή ζυγώση τό μπουρλότο τού Γιώργη Θεοχάρη. Σαστίζει τό τσούρμο
(πλήρωμα) τής
φρεγάτας. Αντί νά κάνη μανούβρες νά ξεφύγη, άθελά της πέφτει πάνω του. Βρίσκει καιρό ο Θεοχάρης κολλάει στά
πλευρά της τό μπουρλότο του καί βάζει φωτιά. Ο Μιαούλης πού απ' τά μακρυά παρακολουθεί, γιά νά βοηθήσει
τόν Θεοχάρη, στέλνει μέ τό μπουρλότο του τόν Γιώργη Βατικιώτη. Κολλάει απ' τήν άλλη μεριά τής φρεγάτας
καί βάζει φωτιά. Τήν τουνέζικη φρεγάτα τήν τυλίγουν οι φλόγες από παντού. Πολλοί απ' τό τσούρμο
τής φρεγάτας καίγονται. Όσοι πέφτουν στή θάλασσα ή πνίγονται ή τούς πιάνουν οι Ρωμιοί αιχμάλωτους, ακόμα κι
αυτόν τόν καπετάνιο της.»
Τό πρωϊνό τής 28ης Αυγούστου 1824 εμφανίστηκαν ξαφνικά στόν
κόλπο τού Γέροντα (Δίδυμα Μιλήτου), απέναντι από τήν Κώ,
επτά αιγυπτιακά πλοία, τά οποία ο ελληνικός στόλος αμέσως καταδίωξε. Λόγω όμως τής κακοκαιρίας ή τής
κακής συνεννόησης,
μόνο 22 ελληνικά πλοία μέ αρχηγό τόν Μιαούλη ξαναγύρισαν στόν κόλπο, ενώ τά υπόλοιπα διασκορπίστηκαν.
Τήν επόμενη ημέρα επικράτησε άπνοια καί τά 22 ελληνικά πλοία ακινηποιήθηκαν μέσα στόν κόλπο τού Γέροντα
παρατηρώντας τά εχθρικά πλοία νά τά πλησιάζουν, εκμεταλλευόμενα τό ελαφρύ αεράκι.
Τά ελληνικά πλοία ήταν ανήμπορα πλέον νά αντιδράσουν, καθώς ο αιγυπτιακός στόλος είχε αντιληφθεί τήν
κατάστασή τους καί πλήσιαζε αργά καί σταθερά μέ σκοπό νά τά συντρίψει.
Στά παγιδευμένα πλοία βρίσκονταν οι σπουδαιότεροι Έλληνες ναυτικοί. Γεώργιος Σαχτούρης, Κολανδρούτσος
(Γεώργιος Ανδρούτσος),
Ιωάννης Κυριακός, Αντώνιος Κριεζής, Εμμανουήλ Τομπάζης, Αναστάσιος Τσαμαδός, Ανάργυρος Λεμπέσης.
«Εν τώ μεταξύ τούτω ητοιμάσθη καί η υπό τόν Μιαούλην μοίρα, καί απάρασα τήν 10ην
Αυγούστου 1824 εξ Ύδρας ηγκυροβόλησεν αυθημερόν· υπό τό Σούνιον συνηνώθησαν τήν 14 καί τά πλοία τών
Σπετσών, καί όλα ομού ηγκυροβόλησαν τήν 21 υπό τήν Λειψόν παρά τήν Πάτμον. Τήν δέ 23ην Αυγούστου 1824
συνήλθαν πρός εκείνα
τά νερά όλα τά πλοία, ό εστιν αι δύο υδραϊκαί μοίραι, η υπό τόν Κολανδρούτσον τών Σπετσών, καί η υπό τόν
Αποστόλη τών Ψαρών. Τήν δέ 24 έπλευσεν ολόσωμος ο στόλος υπό
τήν αρχηγίαν τού Μιαούλη προς τήν Κών
καί τό Μπουδρούμι (Αλικαρνασσόν), όπου ελλιμένιζαν οι στόλοι, ο τουρκικός καί ο αιγύπτιος, συγκείμενοι εξ
ενός δικρότου, 25 φρεγατών, άλλων τόσων κορβεττών καί ως 50 βρικίων καί γολεττών· παρηκολούθουν τούς
στόλους καί πάμπολλα φορταγωγά ένοπλα καί άοπλα· συνηριθμούντο δέ όλα, πολεμικά καί φορτηγά, μικρά καί
μεγάλα, ένοπλα καί μή, ως πεντακόσια· ελέγετο δέ ότι έφεραν 80,000 ναύτας καί στρατιώτας, καί είχαν υπέρ
τά 2500 κανόνια· 70 δέ πλοία μόνον ήσαν τά ελληνικά φέροντα ως 5000 ναύτας καί 850 κανόνια.
Αφιχθέντος δέ τού ελληνικού στόλου όπου εσκόπευεν, διέταξεν ο Ανδρέας Μιαούλης 24 πλοία, εν οίς καί 6
πυρπολικά, νά προχωρήσωσιν
ως προφυλακίδες· τά δέ λοιπά έπλεαν κατόπιν. Μίαν ώραν δέ προ μεσημβρίας προσέβαλεν η προφυλακή μίαν φρεγάταν
έμπροσθεν τού Μπουδρουμίου καί τήν έτρεψεν εις φυγήν· ανήχθησαν τότε οι δύο εχθρικοί στόλοι, επλησίασεν
όπου ηκούσθη ο ακροβολισμός καί όλος ο ελληνικός καί ήρχισε γενική ναυμαχία μεταξύ Κώ καί Μπουδρουμίου.
Στενή ήτον η παλαίστρα καί σφοδρός ο πνέων άνεμος· διά τούτο σύγχυσις πολλή επήλθεν, ατάκτως κινουμένων
όχι μόνον τών εχθρικών πλοίων αλλά καί αυτών τών ελληνικών, καί συγκρούσεις πλοίων ενός καί τού αυτού
στόλου εγένοντο.
Ανίκανος εφάνη ο τουρκικός, καί τόση ήτον η απειρία των εν αυτώ, ώστε προσείχαν μάλλον νά μή βλάπτωσι τούς
οικείους ή νά βλάπτωσι τούς εχθρούς. Καί αυτή η ναυαρχίς του, η έχουσα αναμφιβόλως τούς επιτηδειοτέρους
ναύτας, έπαθεν εν ώ ελοξοδρόμει διά τήν απειρίαν αυτών· ουδενός δέ πλοίου τό πλήρωμα εδείχθη
φιλοπόλεμον εκτός μίας φρεγάτας, ής εφονεύθησαν επί τής ναυμαχίας ο πλοίαρχος καί πολλοί ναύται· αλλ' ο
αιγύπτιος στόλος διεκρίθη καί διά τήν τόλμην καί διά τήν επιτηδειότητα τού ναυτικού του.
Δίς ο Γιβραλτάρης διήλθεν όλην τήν γραμμήν τών ελληνικών πλοίων επί τής φρεγάτας του κανονοβολών καί
κανονοβολούμενος· καί αυτός ο Ιβραήμης εξετέθη υπέρ πάντα άλλον· αλλά τόση ήτον η στενοχωρία, ώστε
έν πλοίον υδραϊκόν λοξοδρομούν έπεσεν είς τί πυρπολικόν ψαριανόν, έσπασε τό κατάρτιόν του καί ηνάγκασε
τόν πλοίαρχον νά τό καύση κινδυνεύον νά συλληφθή υπό τού εχθρού. Περί δέ τήν α' ώραν τής νυκτός, εν
ώ διεχωρίζοντο οι στόλοι, μία κανονία, πεσούσα από τού φρουρίου τής Κώ εις άλλο πυρπολικόν, έρριψε
τό κατάρτιόν του, οι δέ εν αυτώ ναύται, μή δυνάμενοι πλέον νά τό κυβερνήσωσιν, έβαλαν πύρ καί έφυγαν·
αλλά τό φυτίλιον εσβέσθη, καί οι εχθροί τό συνέλαβαν άκαυστον.
Απομακρυνθείς δέ ο ελληνικός στόλος εξημερώθη υπό τά Τσάταλα, καί περί τήν δύσιν τού ηλίου ηγκυροβόλησεν υπό τόν
Γέροντα. Τήν δέ 26ην Αυγούστου 1824 εστάλησάν τινα πλοία εις κατασκοπήν τών εχθρικών, καί
τήν 28ην ηκούσθησαν
κατά τήν Κών κρότοι κανονίων, διότι εχθρικά τινα πλοία προσέβαλαν τά εις κατασκοπήν σταλέντα, καί εξ αιτίας
τού ακούσματος ανήχθησαν όλα τά ελληνικά. Αυθεσπερί δέ εφάνησαν επιπλέοντα καί τά τουρκοαιγύπτια
97 τόν αριθμόν. Τήν δέ επαύριον εξημερώθησαν καί οι τρεις στόλοι πρός τά Τσάταλα καί ο μέν ελληνικός έπεσεν
εις άκραν γαλήνην, οι δέ άλλοι αρμένιζαν υπ' ολιγανεμίαν επί τόν ελληνικόν.
Ήρχισεν η δευτέρα ναυμαχία.
Εννέα ελληνικά πλοία, εν οίς καί η ναυαρχίς καί δύο πυρπολικά, ευρέθησαν υπήνεμα καί έπλεαν πρός τόν Γέροντα.
Η θέσις των ήτο δεινή. Εις βοήθειαν αυτών ώρμησαν άλλα ελληνικά ευρεθέντα υπερήνεμα, εν οίς καί τό
πυρπολικόν τού Δημήτρη Παπανικολή. Ο πυρπολητής ούτος, περιφέρων τό σκάφος του ποτέ κατά τής μιάς ποτέ
κατά τής άλλης φρεγάτας, ανέστελλε τήν ορμήν των φοβίζων αυτάς· αι σφαίραι εν τοσούτω καί οι μύδροι
έπιπταν ως χάλαζα εις τό σκάφος του, τό ετρύπησαν, καί επροξένησαν άλλας ζημίας, αλλ' ούτος καί τόσα
παθών δέν επόδισεν έως ου τό πυρπολικόν του κατήντησεν ακυβέρνητον, καί τότε τό έκαυσε. Περιέπλεαν
δέ συγχρόνως καί άλλα πυρπολικά εν μέσω τών εχθρικών στόλων βοηθούμενα υπό τών πολεμικών
απαύστως κανονοβολούντων.
Ο πυρπολητής Ματρόζος έρριψεν εις έν δικάταρτον τό πυρπολικόν του, όπερ περιπλεχθέν μετέδωκε τάς
φλόγας· αλλ' οι ναύται τού δικατάρτου καί τό πυρπολικόν εξεκόλλησαν καί τάς φλόγας έσβεσαν.
Εν ώ δέ τό σκάφος τούτο εκαίετο, καί τό κινδυνεύσαν δικάταρτον έφευγεν, ίθυνεν εις αυτό ο Πιπίνος
τό πυρπολικόν του, αλλά, πληγωθέντος αυτού επικινδύνως, εδειλίασαν οι ναύται, τό άναψαν προτού κολλήση, καί
έφυγαν. Ώρμησεν εις τό αυτό δικάταρτον τρίτον πυρπολικόν, αλλ' εκάη καί αυτό εις μάτην. Η
δέ αποτυχία τριών πυρπολικών εθάρρυνε τά φεύγοντα εχθρικά πλοία νά στραφώσι πρός τά ελληνικά.
Εξ αυτών δύο φρεγάται, τρεις κορβέτται καί πέντε βρίκια εκύκλωσαν τό πλοίον τού Σαχτούρη, τού έσπασαν
κεραίας, τού έσχισαν πανία, καί ετρύπησαν καταμεσής τό μεγάλον του κατάρτιον, αλλά δέν τό έρριψαν,
τό πλοίον επόδισε καί ούτως απηλλάχθη τού μεγάλου κινδύνου.
Τά αυτά εχθρικά πλοία εναυμάχησαν μετ' ολίγον καί μετά τών παραπλεόντων εννέα ελληνικών υπ' άνεμον ευρεθέντων.
Επί τής ναυμαχίας δέ ταύτης έρριψεν ο Παπαντώνης τό πυρπολικόν του εις μίαν τών φρεγατών 44 κανονίων,
τό περιέπλεξεν εις τά δεξιά εξάρτια τού εμπροσθινού καταρτίου της καί μετέδωκε τας φλόγας·
αλλ' επειδή τό πυρ έβοσκε βραδέως καί ενδεχόμενον ήτο νά σβεσθή, εκόλλησε καί ο Βατικιώτης τό
πυρπολικόν του αριστερόθεν αυτής, καί μετά ημιώριον η φρεγάτα εκάη· δύο ναύται τού πυρπολικού τού
Παπαντώνη εσκοτώθησαν καί τέσσαρες επληγώθησαν, εν οίς καί αυτός ο Παπαντώνης· πολλοί
δέ τών εν τή καιομέννη φρεγάτα έπεσαν εις τήν θάλασσαν, εξ ών οι μέν εν τώ πλοίω τού Τσαμαδού
εζώγρησαν 22 τακτικούς, οι δέ εν τώ τού Αντώνη Κριεζή 15· εγνώσθη δέ ότι η καείσα φρεγάτα ήτον η τού
Τουνεζίνου μοιράρχου, ότι δύο τών ζωγρηθέντων ήσαν αυτός καί τίς χιλίαρχος τού Μεχμέτ-Αλή, ότι
είχεν η φρεγάτα 500 ναύτας καί 800 τακτικούς, καί ότι ο σκοπός τών εχθρών επί τού παρόντος ήτο η
καταστροφή τής Σάμου. Μετά τό συμβάν τούτο οι μεν εχθρικοί στόλοι επανέπλευσαν εις Κών, οι δέ Έλληνες,
διανυκτερεύσαντες όπου εγένετο η ναυμαχία, ελλιμένισαν τό πρωί υπό τόν Γέροντα.»
Οι καπετάνιοι τών πυρπολικών ανέλαβαν πρωτοβουλία. Πρώτος ο Ψαριανός Δημήτριος Παπανικολής έστρεψε τό
πυρπολικό του εναντίον μίας φρεγάτας καί προσπάθησε νά τής βάλει φωτιά. Μόλις καί μετά βίας γλύτωσε τή σύλληψη
αυτός καί τό πλήρωμά του. Στή συνέχεια ο Γιάννης Ματρόζος προσπάθησε καί αυτός χωρίς
επιτυχία νά προσκολλήσει τό μπουρλότο του
σέ ένα μεγάλο εχθρικό πλοίο, αλλά τραυματίστηκε βαριά καί έκαψε τό πυρπολικό γιά νά μήν πέσει στά χέρια τού εχθρού.
Οι Πιπίνος, Τζερεμές, Ραφαλιάς καί Νικοδήμος οδήγησαν καί αυτοί τό δικά τους σκάφη εναντίον τού
μουσουλμανικού στόλου, ο οποίος όμως τά ανάγκασε νά υποχωρήσουν. Πάντως τόσος ήταν ο φόβος τών αντιπάλων
γιά τά πυρπολικά, ώστε ο ίδιος ο Ιμπραήμ πασάς αναγκαζόταν τή νύκτα νά σβήνει τελείως τά φώτα τής
φρεγάτας του, ώστε νά μήν είναι ορατή από τούς Έλληνες μπουρλοτιέρηδες.
Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες τών Ελλήνων πυρπολητών ενθάρρυναν τούς μουσουλμάνους, οι οποίοι πλησίαζαν τόν
ακινητοποιημένο στολίσκο τού Μιαούλη μέ περισσότερο θάρρος. Τό καράβι τού Σαχτούρη
βρέθηκε σέ μεγάλο κίνδυνο αφού είχε γίνει ο βασικός στόχος τών εχθρικών κανονιών, τά οποία κατάφεραν
νά τού σπάσουν τά κατάρτια καί τελικώς νά τό θέσουν εκτός μάχης. Μπροστά στόν επερχόμενο κίνδυνο
ο Μιαούλης έδωσε εντολή νά κατεβάσουν τίς λέμβους από τά πλοία καί νά τά ρυμουλκήσουν
κωπηλατώντας οι ναυτικοί,
μέχρι νά βγούν έξω από τόν κόλπο. Τό σχέδιο πέτυχε. Τά ιστιοφόρα όταν βγήκαν από τόν κόλπο
συνάντησαν τό αεράκι τής σωτηρίας πού φούσκωσε τά πανιά στά κατάρτια καί τά ελληνικά πλοία
μπόρεσαν νά αντιμετωπίσουν τά εχθρικά πλοία μέ ίσους όρους.
Η ναυμαχία τότε εντάθηκε καί οι Χριστιανοί πυρπολητές ενθαρρυμένοι από τήν αλλαγή τής κατάστασης, αγνοώντας
τό πυκνό πύρ τών μεγάλων τουρκοαιγυπτιακών πλοίων πλησίαζαν πρός αυτά. Τά τρία πυρπολικά
τού Λέκκα Ματρόζου, τού Ανδρέα Πιπίνου καί τού Λαζάρου Μουσούς κατάφεραν νά στριμώξουν ένα
αιγυπτιακό μπρίκι είκοσι πυροβόλων καί νά τού βάλουν φωτιά, τινάζοντάς το στόν αέρα καί στέλνοντας στό
βυθό τής θάλασσας 300 μουσουλμάνους στρατιώτες.
Ο Υδραίος Γεωργάκης Θεοχάρης (κατά τόν Τρικούπη ο Παπαντώνης) κόλλησε τό
πυρπολικό του πάνω σέ μία τυνησιακή φρεγάτα,
η οποία είχε 44 κανόνια καί πλήρωμα 650 καί τής έβαλε φωτιά. Πάνω στή φρεγάτα επικράτησε πανικός. Πολλοί
έπεσαν στή θάλασσα αλλά κάποιοι είδαν τή σκαμπαβία τού Θεοχάρη νά ξεμακραίνει καί άρχισαν νά
πυροβολούν, μέ αποτέλεσμα δύο από τούς συντρόφους τού Θεοχάρη νά σκοτωθούν καί πέντε νά τραυματιστούν
βαριά. H φρεγάτα όμως είχε ήδη αρπάξει φωτιά. Ο Μιαούλης τότε έστειλε τόν Γεώργιο Βατικιώτη
μέ δεύτερο πυρπολικό, τό οποίο ολοκλήρωσε τόν εμπρησμό τής φρεγάτας. Ακολούθησε ισχυρή έκρηξη,
η οποία σκόρπισε σέ χίλια κομμάτια τήν άλλοτε υπερήφανη φρεγάτα παρασύροντας στόν θάνατο
1000 μουσουλμάνους, σύμφωνα μέ τό ημερολόγιο τού Σαχτούρη.
Η πανίσχυρη αρμάδα τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέ τό πλήθος τών Ευρωπαίων αξιωματικών στά
επιτελεία της
καί τή μεγάλη ισχύ πυρός, δέν κατάφερε νά διαλύσει τά εμπορικά πλοία τών Ελλήνων
καί γι' αυτό η ναυμαχία τού Γέροντα μπορεί νά θεωρηθεί ως μία μεγάλη νίκη.
Ο πεισματάρης Ιμπραήμ
προσπάθησε στίς 4 Σεπτεμβρίου 1824 νά στείλει 200 μεταγωγικά καράβια γεμάτα Τουρκαλβανούς στή Σάμο,
γιά νά κάνουν αιφνιδιαστική απόβαση. Ο ελληνικός στόλος επαγρυπνούσε καί βρέθηκε παραταγμένος μπροστά
από τόν Μαραθόκαμπο καί τό ακρωτήριο τής Αγίας Μαρίνας, αναγκάζοντας τά εχθρικά πλοία νά υποχωρήσουν.
Ο ναύαρχος Χοσρέφ, εξαντλημένος καί απογοητευμένος, αποσύρθηκε στήν ασφάλεια τού
ναυστάθμου τής Κωνσταντινουπόλεως, αφήνοντας στήν διάθεση τού Ιμπραήμ,
μερικές δεκάδες πλοία. Αυτό τό έκανε όχι επειδή συμπαθούσε τόν Αιγύπτιο πασά, αλλά επειδή θά βρισκόταν
σέ δύσκολη θέση όταν ο σουλτάνος ανακάλυπτε τήν απώλεια τόσων πλοίων. Έχουμε ξαναγράψει ότι τήν οργή
τού σουλτάνου τήν έτρεμαν οι δικοί του άνθρωποι. Μπορούμε νά φανταστούμε πόσο περισσότερο φοβερός ήταν
ο σουλτάνος Μαχμούτ γιά τούς υπηκόους του καί ιδιαιτέρως γιά τούς γκιαούρηδες Ρούμ.
Αλλά καί ο Ιμπραήμ πασάς ήταν
τό ίδιο αμείλικτος πρός τούς υφισταμένους του. Μετά τήν ήττα τού Γέροντα, απαγχόνισε ένα πλοίαρχο πού είχε
εγκαταλείψει τό πλοίο του όταν αυτό κάηκε από ένα ελληνικό πυρπολικό ενώ διέταξε νά μαστιγώσουν μέχρι
θανάτου έναν άλλο πλοίαρχο πού είχε δειλιάσει.
«Τετράδη 30 Ιουλίου 1824
Εξημερώθημεν εις τό άκρον τής Ικαρίας. Είδομεν πλοίον εκείσε, ευρεθείς δέ εμπροστά ο καπετάν Κιβωτός τού εκάμαμεν
σημείον νά υπάγη νά τό επισκεφθή, μετ' ολίγον διεκρίναμεν ότι είναι ιδικόν μας πυρπολικόν. Εν τοσούτω η βάρδα (σκοπιά)
μάς ειδοποιεί ότι φαίνονται δεκαπέντε πλοία εχθρικά πλησίον τής Σάμου. Εκάμαμεν σημείον νά ακολουθήση όλος ο
στόλος τόν δρόμον μας καί πηγαίνομεν κατ' αυτών. Μετ' ολίγον διεκρίναμεν έως είκοσι σακολέβες καί άλλα τριάντα
μικροκάϊκα. Αυτά όλα ήτον γεμάτα στρατεύματα τουρκικά καί εσκόπευον κατ' αυτήν τήν ώραν νά κάμουν απόβασιν
εις τήν Σάμον κατά τό μέρος Καρλόβασι, τρία ευρεθέντα έμπροσθεν πλοία τού στόλου μας τών καπετάνιων
Δημήτρη Σαχτούρη, Α. Κιβωτού καί Λαζάρου Παναγιώτα, ρίπτονται κατ' αυτών τά επλησίασαν
καί άρχισαν τόν πυροβολισμόν.
Τό πλοίον τού Μεθενίτου τό οποίον καπετανεύει ο ρηθείς Κιβωτός αφ΄ού επολέμησεν αρκετήν
ώραν μίαν σακολέβαν γεμάτην στρατεύματα, επήγεν κατ' αυτής μέ τήν πλώρην καί τήν εκυρίευσεν εις τήν μίαν ώραν.
Ο Δημήτρης Σαχτούρης επέπεσεν κατά τινος άλλης σακολέβας τήν εκανονοβόλισε ικανώς, αύτη είχε μέσα υπέρ
τούς πενήντα γενίτσαρους, πολλοί εσκοτώθησαν από ταίς μπάλαις τού καπετάν Δημήτρη, εν ώ αυτοί ρίπτοντες μέ
τουφέκια τούς εθανάτωσαν τέσσαρας καί ελάβωσαν δύο συντρόφους των. Δέν έδειξεν ολιγωτέραν γενναιότητα
ο καπετάν Παναγιώτας, ούτος αφ' ού εκύνηγησεν επλησίασε καί εκανονοβόλισεν ικανώς μέ μισδράλια μίαν άλλην
μεγάλην σακολέβαν ήτις είχε μέσα υπέρ τούς εξήντα εχθρούς ώρμησε κατ' αυτής μέ τήν πλώρην. Μέ τρείς
κανονιαίς μπάλα μισδράλια οπού έρριψεν κατ' αυτών έκαμε νά μείνωσι τέσσαρες μόνον ζωντανοί...
Κυριακή 24 Αυγούστου 1824
Ήτον ήδη εις τά πανιά ο ναύαρχος Μιαούλης οπόταν ο αντιναύαρχος Σαχτούρης άρας από
τούς Αρκιούς μετά τής
μοίρας του ευρίσκετο έξω τής Λειψώ. Ο ναύαρχος Σπετσών Κολανδρούτσος (Γεώργιος Ανδρούτσος)
έκαμε τό ίδιον,
άμα είδε τόν αντιναύαρχόν του, Μπόταση άραντα από Πάτμον κατά τήν διαταγήν του, καί πλησιάσαντα.
Μετ' ολίγον έφθασεν καί ο ναύαρχος Ψαρών Νικολής Αποστόλης όστις ηνώθη μέ τάς άλλας μοίρας άρας από Πάτμον
καί αυτός τό ίδιον πρωΐ. Ήτο η ώρα έκτη τής ημέρας οπόταν ενωθείσαι όλαι αι ελληνικαί μοίραι απεκατέσταινον
τήν θαλάσσιον ελληνικήν δύναμιν τήν κατά τών εχθρών διευθυνομένην μέ εβδομήντα ελληνικάς σημαίας κυματουμένας.
Πληροφορηθέντες δέ από τινας πατριώτας Καλυμνίους, ότι ο οθωμανικός στόλος άρας από Ποτέζι απέρασεν εις τό
Μπουντρούμι (Αλικαρνασσό) φοβούμενος τά πυρπολικά πολλότατα τών οποίων επληροφορήθη ότι μάς έφθασαν,
κοινής συνελεύσεως γενομένης εν τή ναυαρχίδι απεφασίσθη νά εισέλθουν τό στενόν είκοσι εκλεκτά πλοία μέ έξ πυρπολικά
διά νά πολεμήσουν τόν εχθρόν, τά δέ λοιπά νά μείνωσιν οπίσω δύω ή τρία μίλια, μόνον διά νά εμπνέουν φόβον εις τόν
εχθρόν χωρίς νά εισέλθουν.
Περί τάς επτά ώρας εξεκινήσαμεν, θεωρία αξιόλογος τά εικοσιέξι πλοία προοδεύονται τά λοιπά τού ελληνικού ναυτικού
ακολουθούν μέ εύδιον άνεμον διηρημένα εις δύο πτέρυγας. Περί τάς εννέα ώρας επλησιάσαμεν εις τόν πορθμόν τής
Κώς καί άρχισεν ο πόλεμος εναντίον μιάς φρεγάτας ήτις εσηκώθη από τήν Κώ, καί τρέχει όλαις δυνάμεσι νά καταφύγη
εις τό Μπουντρούμι. Τά πυρπολικά μας τήν εδίωξαν επιμόνως αλλά δέν ηδυνήθησαν νά τήν φθάσωσιν. Είδον δέ εντός
αυτής πολλούς μέ ευρωπαϊκά καί πολλούς μέ αλβανικά φορέματα ερυθρά. Εν τοσούτω απηντήθημεν μέ
διαφόρους φρεγάτας εχθρικάς οθωμανικάς καί αυγυπτιακάς, ακόμη καί μέ αυτό τό δίκροτο ντελίνι τού τοπάλ (κουτσού)
Χοσρέφ πασσά.
Τά πυρπολικά μας χωρίς νά φοβηθούν τά βόλια καί μισδράλια των ρίπτονται κατ' αυτών, όν τρόπον τά σαψώνια κατά
τών ταύρων, καί τά τρέπουσιν εις φυγήν, πάλιν επιστρέφουσιν καί πάλιν τά στρέφουσιν, ότι καί άν ειπή τινάς πρός
έπαινον τών πυρπολιστών δέν ήθελεν είσθαι παρ' αξίαν. Τά πυρπόλικά είναι η ψυχή τού ναυτικού μας καί χωρίς
αυτά τίποτα ή πολλά ολίγον δυνάμεθα νά βλάψωμεν τόν εχθρόν, διά τό ασύγκριτον τών πλοίων μας μέ τά υπέρογκα
τού εχθρού.
Εν τοσούτω τά πολεμικά μας δέν παύουσιν από τό νά κανονοβολίζουν τόν εχθρόν, μιάς φρεγάτας έσπασεν ο
παπαφίγκος, άλλη φρεγάτα από τήν σάστισιν της άφησε τήν μεγάλην της σκαμπαβίαν (λέμβον) μέ διαφόρους
κωπηλάτας, οίτινες φαίνεται εξήλθον νά πιάσουν τήν σκαμπαβίαν τού πυρπολικού, αλλά τά βόλια καί τά μισδράλια
τών Ελλήνων καί εξαιρέτως τού Αναργύρου οπού ήτον κοντά τήν έτρεψαν εις φυγήν όχι μέ λίγην βλάβην της.
Αυτό δέ τό ίδιον ντελίνι τού καπουδάν πασσά αφ' ού άφησεν από τόν φόβον του τήν βασιλική βάρκα του,
μέ μεγάλη βίαν καί διά τά πολλά πανιά όπου έκαμνε διά νά φύγη γρήγορα, έκαμε νά τού σπάση η γάμπια
(δεύτερο τετράγωνο ιστίο),
διά τούτο επήγε καί άραξε μέσα εις τό Μπουντρούμι (Αλικαρνασσό). Εκεί είδομεν καί μίαν φρεγάτα αγγλικήν ήτις ύψωνε
υψηλά τήν σημαίαν διά νά γνωρίζεται, αυτός λέγεται νά ήτον ο προσωρινός ναύαρχος τής Αγγλίας Φόρτ, τού οποίου
ακόμα καί τά ξάρτια ήτον γεμάτα θεωρόντες τόν πόλεμον.
Πρός τό εσπέρας η φρεγάτα τού Ισμαήλ Γιβραλτάρ ήλθε νά μάς πάρη τό σοβράνο (προσήνεμο), τής ερρίφθησαν όμως επάνω
δύω πυρπολικά τών Δημήτρη Παπανικολή καί Ρομπότση Υδραίου καί τήν έτρεψαν εις φυγήν μ' όλον ότι έρριπτε
κατ' αυτών μισδράλια ακατάπαυστα. Τό στενόν μεταξύ Κώ καί Ποτέζι καί Μπουντρούμι ήτον τό στάδιον τού πολέμου.
Οι Τούρκοι έρριπτον καθ' ημών ακόμα καί από τό φρούριον τής Κώ. Οπόταν φθάσας ο ναύαρχος Μιαούλης καί κατόπιν
αυτού άλλα διάφορα πλοία γέμισε τό στενόν από πλοία ελληνικά, ώστε δέν έμενεν πλέον φροντίς νά
κανονοβολίσωμεν τόν εχθρόν, αλλά νά προφυλαττώμεθα διά νά μήν τσακίσωμεν τό ένα μέ τό άλλο.
Εν τοσούτω ο Γιβραλτάρ εζήτησε νά πάρη εις τόν στόλον μας τά υπερδεξιά. Ο Μιαούλης τόν κανονοβολίζει,
καί μέ τό πυρπολικόν τού Ανδρέα Πιππίνου τόν τρέπει εις φυγήν. Τά πυρπολικά
όλα τρέχουσιν εδώ καί εκεί διώκοντας
τάς εχθρικάς φρεγάτας.»
Στίς 24 Σεπτεμβρίου 1824, ο ελληνικός στόλος προσέγγισε τήν Ερυθραία τής Μικράς Ασίας στό
ακρωτήρι Καραμπουρνά
(απέναντι από τίς Οινούσσες), όπου οι πυρπολητές Θεοδωράκης, Θεοφάνης καί Καλογιάννης έκαψαν
ένα εχθρικό μπρίκι. Λίγο αργότερα ο Ψαριανός Κωνσταντίνος Νικόδημος τίναξε στόν αέρα μία κορβέτα. Οι Αιγύπτιοι,
μέ πεσμένο τό ηθικό, έριξαν μερικές κανονιές καί ξαναγύρισαν στό στενό τής Λέσβου. Μετά από μερικές ημέρες
ανεχώρησαν από τή Λέσβο γιά τήν Αλικαρνασσό.
Τόν Οκτώβριο δέν σημειώθηκαν ιδιαίτερες αψιμαχίες μεταξύ τών αντιπάλων. Σέ μία περιπολία τους,
τά ελληνικά πλοία πού περιπολούσαν στά ανοιχτά τής Λέρου, είδαν νά έρχεται
πρός τό μέρος τους μία λέμβος από τήν οποία ακούγονταν ζωηρές κραυγές χαράς. Σέ λίγο διαπίστωσαν ότι ήταν
μία βάρκα από τή ναυαρχίδα τού Ιμπραήμ γεμάτη ναυτικούς από τήν Κάσο, οι οποίοι είχαν στρατολογηθεί μετά
τήν καταστροφή τού νησιού τους καί στή συνέχεια αυτομόλησαν από τόν αιγυπτιακό στόλο.
«Ο δ' Ιβραΐμης, μείνας εις Μυτιλήνην μετά τού στόλου του, καί τών υπό τάς διαταγάς
αυτού σουλτανικών πλοίων, εφάνη τήν 22αν Σεπτεμβρίου 1824 πλέων μεταξύ Λέσβου, Χίου καί μέλανος
ακρωτηρίου (Καράμπουρνα). Οι δ' Έλληνες, συγκεντρωθέντες άπαντες περί τά μεσημβρινά παράλια καί τόν
πορθμόν τής Χίου, απεφάσισαν κατά πρώτον νά περιμείνωσιν εκεί τόν εχθρόν καί τότε νά τού επιτεθώσον, αλλά τήν
24ην, μεταβάλλοντες σχέδιον, προέκριναν νά πλεύσωσι κατ' αυτού, όπου καί άν τόν εύρωσιν. Ιδού δέ τί συνέβη
τότε κατά τήν επίσημον έκθεσιν τού ναυάρχου Σπετσών τής 26ης Σεπτεμβρίου 1824.
"Ιδού καί τρίτον παρά τ' άλλα επισημότερον ελληνικόν ανδραγάθημα. Από τήν προλαβούσαν εισέτι όντες
εις τά Ψαρά διά τάς κακοκαιρίας αραγμένοι, εμάθομεν παρά τών κατασκόπων πλοίων μας, ότι οι δύο εχθρικοί
στόλοι ευρισκόμενοι εις Μυτιλήνην, διηρέθησαν καί ο μέν σουλτανικός απήρχετο εις Κωνσταντινούπολιν,
ο δ' αιγυπτιακός εις τήν Κώ καί Αλικαρνασσόν.
Διό καί αφήσαντες τά πολυθρύλλητα, εκινήσαμεν διά νά τόν απαντήσωμεν μεταξύ Χίου καί Σάμου, απερχόμενοι
δέ εκεί δέν περιμένανεν νά καταφθάση, αλλ' αμέσως επιστραφέντες ωρμήσαμεν, έχοντες τόν νότον κατά πρύμνην,
νά διέλθωμεν διά τής Χίου, καί φθάσαντες εις τάς Αργινούσας εσυναπαντήθημεν. Ο ήλιος έκλινε τότε πρός τήν
δύσιν. Ο μέν εχθρός όταν μάς είδεν έστρεψε τά νώτα καί εδόθη εις φυγήν, ζητών τήν Μυτιλήνην, ημείς
δέ, όπισθεν έχοντες τόν άνεμον υπερδέξιον καί τήν σελήνην λάμπουσαν μέ τό πανσέληνον αυτής
εξαστράπτον φώς ακολουθούντες, τόν κατεφθάσαμεν μεταξύ Καράμπουρνα καί Καρδάμηλα
κατά τήν 5ην ώραν τής
νυκτός εις τάς 24 τρέχοντος, καί πολεμούντες μετά ημίσειαν ώραν, διευθύναμεν δύο πυρπολικά πλοία υδραϊκά
εις μίαν κορβέταν 24 κανονίων, εκ τών οποίων τό μέν απέτυχε, τό δέ επέτυχε, παραδόσαν αυτήν εις τό πύρ
μ' όλους τούς στρατιώτας καί ναύτας. Έλαβε μέρος εκ τούτων καί ο Ποσειδών (πνίγηκαν), εζωγρήθησαν (αιχμαλωτίστηκαν)
δέ καί πολλοί υπό τών ελληνικών πλοίων.
Ο δ' εχθρός τότε εις τοιαύτην περίστασιν ευρισκόμενος, αντί νά δώση βοήθειαν, ή νά βάλη εαυτόν εις τάξιν
ν' αντιμάχηται πρός τούς αντικρούοντας Έλληνας, εβάλθη εις αταξίαν καί εζήτει μόνον καί μόνον νά φύγη.
Οι Έλληνες ενθουσιασμένοι, εφιλοτιμούντο άπαντες τίς πρώτος νά προοδεύση, πυροβολών κατά τού εχθρού.
Αύτη η ευγενής άμιλλα διήρκεσε μέχρι τών 9 ωρών τής νυκτός, μεταξύ τών οποίων επεπέσαμεν εις άλλην μίαν
κορβέταν ίσην τή πρώτη, καί πολεμούντές την, διευθύναμεν έν πυρπολικόν πλοίον τού
Κωνσταντίνου Νικοδήμου Ψαριανού, συνωδευμένον από ημέτερα πλοία, τό οποίον επιπεσόν αμέσως τήν
κατεβύθισε, διότι τό πύρ, διαδοθέν από τάς θυρίδας τής πρύμνης, εύρε τήν πυριτιδαποθήκην ανοικτήν, καί ούτως
ήναψε καί διά τόν κρότον ανοίξασα κατεβυθίσθη μ' όλους τούς ναύτας καί στρατιώτας, εξ ών πολλά ολίγοι
διεσώθησαν, λειφθέντες από διάφορα ελληνικά πλοία.»