Ενώ ο Ιμπραήμ πασάς σκορπούσε τόν τρόμο στήν Πελοπόννησο, ένας άλλος εξίσου ικανός αλλά καί βάρβαρος
μουσουλμάνος στρατηγός, ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς, γεωργιανής καταγωγής, ετοίμαζε τήν εισβολή στή Στερεά
Ελλάδα καί τήν εκπόρθηση τού Μεσολογγίου πού αποτελούσε τό βασικότερο εμπόδιο γιά
τά σχέδια τών Οθωμανών στή Δυτική Ρούμελη. "Τό Μεσολόγγι ή τό κεφάλι σου", ήταν η εντολή πού τού είχε
δώσει ο πατισάχ καί παντοδύναμος σουλτάνος τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Μαχμούτ Β'.
Ο Ρεσίτ πασάς ο επονομαζόμενος Κιουταχής γνώριζε πολύ καλά τί σήμαινε αυτή η διαταγή,
αφού δεκάδες ήταν οι πασάδες πού είχαν πληρώσει τίς αποτυχίες τους μέ τό κεφάλι τους.
Ο Ρεσίτ πασάς διορίστηκε Ρούμελη βαλεσής, στή θέση τού Ομέρ Βρυώνη πού ανέλαβε τή διοίκηση τής
Θεσσαλονίκης. Από τήν Υψηλή Πύλη τού αποδόθηκαν δικαιώματα ζωής καί θανάτου επί τών αξιωματικών του καί
έτσι μέ γεμάτα τά σεντούκια του από χιλιάδες γρόσια γιά μισθούς καί εφόδια
ο φιλόδοξος πασάς ξεκίνησε τόν χειμώνα τού 1825 μέ τόν πολυάριθμο στρατό του από τή Λάρισα.
Στή συνέχεια τό τούρκικο ασκέρι διανυκτέρευσε στά Τρίκαλα καί πέρασε τόν
Ασπροπόταμο (Αχελώο), κατευθυνόμενο πρός τήν Ήπειρο. Στό διάβα του σκορπούσε
τόν τρόμο στούς πληθυσμούς, οι οποίοι
αναγκάστηκαν νά βρούν καταφύγιο στά χιονισμένα βουνά τής Πίνδου.
"Αλλ' εν τοσούτω, μ' όλα τά επαπειλούμενα ταύτα κακά, κανένας δέν έλαβε τήν ιδέαν νά
υποκύψη εις τούς εχθρούς τής πίστεως καί τής πατρίδος". (Σπυρομίλιος)
Ο Ρεσίτ πασάς έδειξε από νωρίς τόν αιμοβόρο χαρακτήρα του καί
θανάτωσε τούς Αλβανούς Σούλτσα Κόρτσα
καί Δερβίς Χασάν μέ τήν κατηγορία τής απειθαρχίας. Τήν ίδια τύχη είχαν καί πολλοί
Ρωμιοί όμηροι πού δέν είχε προλάβει νά απελευθερώσει ο ηπιότερος Ομέρ Βρυώνης,
μέ πιό γνωστό τόν Αλέξιο Χαντζερλή από τήν Κωνσταντινούπολη,
ο οποίος αποκεφαλίστηκε στά Ιωάννινα. Ο Ρούμελη βαλεσής κάλεσε σέ στρατολογία όλους τούς πιστούς τού
Αλλάχ, μέ τήν υπόσχεση πλουσίων λαφύρων από τίς περιουσίες τών γκιαούρηδων. Ο μισθός πού θά λάμβανε
κάθε στρατιώτης θά ήταν μεγαλύτερος από κάθε
άλλη φορά. Οι πομπώδεις στρατιωτικές προετοιμασίες γιά τήν εκστρατεία στή Δυτική
Στερεά είχαν γίνει γνωστές στήν ελληνική κυβέρνηση καί κυρίως στόν Μαυροκορδάτο, πού είχε μεγαλύτερη
επιρροή στό Μεσολόγγι, αλλά δυστυχώς δέν έγιναν οι ανάλογες προετοιμασίες γιά νά εμποδιστεί η κάθοδος
τού οθωμανικού στρατού πρός τό νότο. Ο σερασκέρης έφθασε ανενόχλητος έξω από τά τείχη τού Μεσολογγίου στίς
15 Απριλίου 1825 μέ 40000 άνδρες.
Στό πέρασμά του δέν συνάντησε τήν παραμικρή αντίσταση. Όλα τά χωριά από τά οποία περνούσε μέ τό
ασκέρι του ήταν έρημα από κατοίκους καί ο πασάς χωρίς δεύτερη σκέψη τά παρέδιδε στίς φλόγες.
Οι περισσότεροι κάτοικοι τών χωριών τού Βάλτου καί τού Ξηρόμερου
βρήκαν καταφύγιο στόν Κάλαμο, αλλά όσοι δέν πρόλαβαν κατέφυγαν στό Μεσολόγγι,
αυξάνοντας σημαντικά τίς ανάγκες τής πόλης σέ τρόφιμα καί νερό.
Ο Κιουταχής στρατοπέδευσε έξω από τή βολή τών πυροβόλων τού Μεσολογγίου καί αμέσως
φρόντισε νά κατασκευάσει ελικοειδείς τάφρους γύρω από τό στρατόπεδο.
Γιά νά αποφύγει ξαφνικές επιθέσεις εκ μέρους τών Ρωμιών, τοποθέτησε φρουρές στά δερβένια (στενά περάσματα),
ώστε νά εξασφαλίσει τά νώτα του καί εξαπέστειλε 5000 άνδρες νά καταλάβουν τά
Σάλωνα (’μφισσα) ώστε νά μήν απειληθεί από τούς οπλαρχηγούς τής Ανατολικής Ρούμελης.
Μέ τή βοήθεια Γάλλων καί Αυστριακών
μηχανικών άρχισε τήν κατασκευή υπονόμων, χαρακωμάτων καί χωμάτινων λόφων κοντά στά τείχη τού
Μεσολογγίου. Εκεί κατασκεύασε κανονιοστάσια καί τοποθέτησε πυροβόλα
ώστε νά κάνει όσο τό δυνατό πιό στενή τήν πολιορκία τής πόλης. Γιά τήν εκτέλεση αυτών τών εργασιών είχε
στή διάθεσή του χιλιάδες Χριστιανούς σκλάβους, αφού οι Αλβανοί καί οι Τούρκοι στρατιώτες πού διέθετε
δέν καταδέχονταν νά τίς εκτελέσουν.
Στίς 20 Απριλίου 1825, άρχισε ο βομβαρδισμός τής πόλης
από τό οθωμανικό πυροβολικό, στό οποίο απαντούσαν
μέ ευστοχία οι Έλληνες πυροβολητές τού Μεσολογγίου.
Οι κανονιές αντηχούσαν στό Χλεμούτσι καί τίς άκουγε ο Νικόλαος Κασομούλης καθώς
κατευθυνόταν στό Μεσολόγγι, όπου πολεμούσαν κιόλας δύο αδέλφια του.
Οι κανονιές αντηχούσαν καί στή Ζάκυνθο,
όπου βρισκόταν ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός.
Οι Έλληνες σημάδευαν τούς σκλάβους πού εκτελούσαν τίς αγγαρείες καί τίς κατασκευές τών
χαρακωμάτων. Μία ημέρα κάποιοι απελπισμένοι από τό μαστίγωμα τών φρουρών καί από τίς φονικές βολές τής
φρουράς, ανέβηκαν σέ ένα λόφο καί φώναξαν: "Είμαστε Χριστιανοί καί ομογενείς σας. Σκοτώστε μας γιά
νά πάρουν τέλος τά βάσανά μας." Καί τότε σταμάτησαν οι πυροβολισμοί.
«Ο σουλτάνος εξέδωκε διατάγματα τού διορισμού τού Κιουταχή ως Ρούμελη βαλεσή καί σερασκέρη καί προσέτι τού προσέθηκε καί τάς ηγεμονίας Αυλώνα, Γιάννινα καί Δελβίνο Σαντζακλάρι, τόν δέ μέχρι τής εποχής αυτών ηγεμόνα Ομέρ πασσά Βρυώνη τόν μετέθεσεν εις τήν ηγεμονίαν τής Θεσσαλονίκης. Διαθέσασα ούτω πώς τά πράγματα η κυβέρνησις τού σουλτάνου εξέδωκε διατάγματα προσκαλούσα άπαντας τούς μουσουλμάνους τής Αλβανίας όπως εκστρατεύσωσι μετά ζήλου κατά τών απίστων ασίδων (επαναστατών), οίτινες αχαρίστως φερόμενοι πρός τό ευεργετήσαν πάντοτε αυτούς δοβλέτι (κράτος) επανεστάτησαν καί θέλουν νά κλονίσουν τήν βασιλείαν τών Οθωμανών, τοίς προσέθετε δέ νά μήν καταδεχθώσι νά βλέπουν τήν σημαίαν των, αλλά νά τρέξωσι τιθέμενοι υπό τάς διαταγάς τού Ρούμελη βαλεσή καί μετά θρησκευτικού ζήλου νά τρέξωσι κατά τών εχθρών διά νά τούς καταστρέψωσι μίαν ώραν πρωτύτερα, διότι όσον αργοπορεί τό πράγμα, τόσον γίνεται επικινδυνωδέστερος διά τούς μουσουλμάνους.
Μετά τήν έκδοσιν τών φερμανίων (διαταγών) εξέδοτο καί ο σερασκέρης διαταγάς πρός όλας τάς επαρχίας τού βεζυράτου τής Ρούμελης καί πρός τούς τής Αλβανίας διά νά στρατολογηθώσι σπουδαίως καί νά μεταβώσιν εις τά Ιωάννινα οπού είχε διατάξει νά γίνη τό γενικόν στρατόπεδον. Η στρατολογία αύτη εξετελέσθη συντόμως συναχθέντος τού διαταχθέντος στρατού, όλος δέ εσύγκειτο πλέον τών σαράντα χιλιάδων Οσμανλίδων, Γκέκιδων καί Αλβανών, τών τελευταίων ο αριθμός ήτον μεγαλήτερος, πρός τούς οποίους επί κεφαλής είχε προσδιορίσει ως αρχηγούς τούς Ισμαήλ πασσά Πλιάσα, Μπανούς Σεβρένην, Αγοβασιάρην, Ταχίρ Αμπάζην, καί άλλους τοιούτους προκρίτους τής Αλβανίας.
Ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασσάς εγνώριζεν ότι ο οθωμανικός στρατός δέν ηδύνατο νά παλεύση μέ τούς Έλληνας μόνον διά προσβολών καί τών επιθέσεων επί τού φρουρίου καί νά φέρη τό απαιτούμενον αποτέλεσμα, καθότι ήξευρε τό αδύνατον τής εφαρμογής εκ τών προηγουμένων εκστρατειών διά τούτο εφρόντισε νά εφοδιασθή μετά διαφόρων Ευρωπαίων μηχανικών κατ' εξοχήν Αυστριακών καί Γάλλων, τούς οποίους δι' αδράς μισθοδοσίας καί αμοιβής προσέλκυσεν εις εαυτόν. Οι ρενεγκάδες (αρνησίθρησκοι) ούτοι υπεσχέθησαν εις αυτόν, ότι διά τεχνιτών κινητών προχωμάτων θέλουν τόν εμβάσει εις τό φρούριον τού Μεσολογγίου, αλλ' απήτουν νά έχη έτοιμα άπαντα τά πρός τούτο εργαλεία καί τούς αναγκαίους εργάτας. Ο Κιουταχής ητοίμασε τά πάντα διατάξας όλας τάς υπ' αυτόν επαρχίας όπως στείλη εκάστη ανά ένα αριθμόν εργατών μεγάλον, ώστε εσυμπληρώθη ο αριθμός δύο χιλιάδες, τό αυτό έκαμε καί διά φορτηγά ζώα, τά οποία εσυνάχθησαν καί αυτά δύο χιλιάδες, ακολούθως διέταξε νά εκκινήση ο στρατός διά τήν Ακαρνανίαν καί τό Μεσολόγγιον.»
Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα
Στίς 6 Μαΐου 1825, οι Έλληνες επιχείρησαν τήν πρώτη τους
έξοδο, η οποία προκάλεσε πανικό στόν εχθρό. Από εκείνη τήν ημέρα οι κανονιοβολισμοί
τού εχθρού συνεχίζονταν καθημερινά
προξενώντας θανάτους καί τραυματισμούς στούς "Ελεύθερους Πολιορκημένους".
Είναι λυπηρό νά διαβάζεις στήν καθημερινή εφημερίδα τής εποχής "Ελληνικά Χρονικά", τήν οποία εξέδιδε
ο Ελβετός φιλέλληνας Ιάκωβος Μάγερ, γιά θανάτους μικρών αγοριών καί κοριτσιών από
τά θραύσματα τών οβίδων.
Ένα από τά θύματα τών βομβαρδισμών τών πρώτων ημερών τής πολιορκίας ήταν ο πυροβολητής
τού κανονιοστασίου "Τερρίμπιλε" ή "Φραγκλίνου" Κωστής Μπαλτάς από τίς Σέρρες.
Τό Μεσολόγγι τό είχαν αποκλείσει σαράντα πλοία τού τουρκικού στόλου πού
περιπολούσαν στή θαλάσσια
περιοχή μεταξύ Γλαρέντζας (Κυλλήνης) καί Κεφαλλονιάς. Μικρότερα μπρίκια βομβάρδιζαν τά παράλια κανονιοστάσια
ενώ τά τουρκικά φορτηγά πλοία αποβίβαζαν στό Κρυονέρι πολεμοφόδια καί
τρόφιμα, τά οποία παρελάμβανε ο Κιουταχής γιά τίς ανάγκες τού στρατού του.
Οι Μεσολογγίτες κάθε μέρα έστρεφαν τό βλέμμα τους στή θάλασσα, μήπως καί φανεί ο ελληνικός
στόλος γιά νά τούς μεταφέρει τά τόσο πολύτιμα τρόφιμα πού άρχισαν νά λείπουν από τό Μεσολόγγι.
Τήν πολιτική διοίκηση τής πόλης, υπεύθυνη γιά τήν τροφοδοσία τού πληθυσμού
καί τήν οργάνωση τής πόλης, τήν αποτελούσε ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος από τήν Πάτρα,
ο Δημήτριος Θέμελης από τήν Πάτμο καί ο Γεώργιος Καναβός.
Τή στρατιωτική διοίκηση τήν αποτελούσαν
ο Νότης Μπότσαρης, ο Γεώργιος Τσόγκας, ο Δημήτριος Μακρής, ο Νικόλαος Στουρνάρης, ο Ανδρέας Ίσκος,
ο Δημοτσέλιος, ο Γρηγόριος Λιακατάς, ο Σούκας καί ο Γιαννάκης Ραζικότσικας.
Έξω από τό Μεσολόγγι βρίσκονταν ομάδες ενόπλων Ελλήνων,
οι οποίες παρενοχλούσαν τίς εφοδιοπομπές τού εχθρού, παρεμποδίζοντας τήν
επικοινωνία τού Κιουταχή μέ τήν Ανατολική Στερεά.
Τό Μεσολόγγι ήταν άριστα οχυρωμένο καί εξοπλισμένο μέ 48 πυροβόλα.
Τό μισό τής περιμέτρου του, τό προστάτευαν τά ρηχά νερά τής λιμνοθάλασσας καί τό υπόλοιπο μισό
ένα τείχος τριών μέτρων μέ μία τάφρο μπροστά του, η οποία επικοινωνούσε μέ τή λιμνοθάλασσα.
O μηχανικός Μιχαήλ Kοκκίνης μέ καταγωγή από τήν Χίο καί μέ σπουδές στή Γαλλία,
ήταν εκείνος πού είχε αναλάβει τήν κατασκευή τών τειχών τού Μεσολογγίου, υπό τήν επίβλεψη τών Βύρωνα,
Μαυροκορδάτου, Σπανιολάκη, Μάγερ καί Πεταλά, τήν άνοιξη τού 1823.
Τό έργο τό ολοκλήρωσε έπειτα από ένα χρόνο καί ο μόνος πού μίλησε περιφρονητικά γιά τήν
οχύρωση τού Μεσολογγίου, ήταν ο Βρετανός πρόξενος Green, πού δήλωσε ότι δέν αξίζει κανένας
νά τήν ονομάζει οχύρωση.
Ο λαός τού Μεσολογγίου εργάστηκε νυχθημερόν γιά νά κατασκευάσει τό επταγωνικό
τείχος τής ξηράς, ακολουθώντας πιστά τίς εντολές τού αρχιμηχανικού, τόν οποίον καί υπεραγαπούσε.
Γιά τίς δυνατότητες εκείνης τής εποχής καί τά υποτυπώδη μέσα πού υπήρχαν,
η κατασκευή τού τείχους τού Μεσολογγίου αποτέλεσε έναν πραγματικό άθλο.
Ο Κοκκίνης είχε δώσει ονομασίες στούς προμαχώνες πού είχε κατασκευάσει, πρός
τιμήν επιφανών Eλλήνων καί ξένων. Μερικά ονόματα ήταν τών
Kανάρη, Σκεντέρμπεη, Pήγα, Mακρή, Γουλιέλμου τής Oράγγης,
Mάρκου Mπότσαρη, Kοραή, Φραγκλίνου (Tερρίμπιλε), Γουλιέλμου Tέλλου, Bύρωνος, Mιαούλη
ενώ στή βραχονησίδα Μαρμαρού, δυτικά τής πόλης, είχε κατασκευάσει έναν προμαχώνα πρός τιμήν τού Σαχτούρη.
Eκτός από τούς προμαχώνες τών τειχών, ο Kοκκίνης κατασκεύασε επάκτια κανονοστάσια στίς θέσεις:
Λητροβιό, Aνεμόμυλο, Mπούρμπαχη, Δουγάνα καί Γιαξίμη. Στήν Προκοπάνιστο νησίδα
χίλια μέτρα νοτίως τής πόλεως καί στήν γραμμή διαχωρισμού τής λιμνοθάλασσας μέ τόν Πατραϊκό Kόλπο,
θέση μέ στρατηγική σημασία, ο Kοκκίνης μέ χρηματική ενίσχυση τού Λόρδου Bύρωνος είχε
κατασκευάσει οχυρό τό οποίο ονόμασε "Φρούριο Bύρων".
Πλήθος οβίδων έπεφταν καθημερινά στήν πόλη. Όσο τά κανόνια κτυπούσαν τήν πόλη, τόσο οι σκλάβοι τού εχθρού
υπό τήν απειλή τού μαστιγίου έσκαβαν λαγούμια καί χαρακώματα καί πλησίαζαν τήν τάφρο τού Μεσολογγίου.
Οι σκλάβοι πέθαιναν είτε από τήν εξάντληση είτε από τά πυρά τών ομοθρήσκων τους καί οι Τούρκοι στρατιώτες
έκοβαν τά κεφάλια τους καί τά παρουσίαζαν ως κεφάλια τού εχθρού στόν Κιουταχή γιά νά
λάβουν τό μπαξίσι τους. Πολλοί σκλάβοι δραπέτευαν καί έφταναν κρυφά μέχρι τά τείχη, φωνάζοντας
"Είμαστε Χριστιανοί, ανοίξτε νά σωθούμε!".
Στήν αρχή οι Έλληνες διασκέδαζαν βλέποντας τόν καινούργιο τρόπο πού ακολουθούσαν οι πολιορκητές, σκάβοντας
ελικοειδή χαρακώματα καί χωμάτινα προπετάσματα. Οι νέες τακτικές τών Γάλλων συμβούλων δέν έφερναν
αποτελέσματα, παρά μόνο μεγάλωναν σημαντικά τίς απώλειες τών Οθωμανών πού εκτίθονταν περισσότερο στά
πυρά τών Ελλήνων. Τίς ώρες τής ηρεμίας, οι Έλληνες σκοποί επάνω στίς
επάλξεις είτε συνομιλούσαν φιλικά μέ τούς Τούρκους είτε αντάλλαζαν βρισιές.
Τά πυροβολεία τού Μεσολογγίου απαντούσαν ασταμάτητα στίς βολές τού
εχθρού καί όλοι οι άμαχοι συμμετείχαν στήν επισκευή τών ζημιών πού προκαλούσαν οι βόμβες τού Κιουταχή.
Τά μάτια τών στρατιωτών ήταν στραμμένα πάνω στό τείχος, μήπως τυχόν ξεπροβάλλει κανένα κεφάλι, αφού ο
πασάς είχε τάξει γερό μπαξίσι σέ όποιον κατόρθωνε νά ανέβει στό τείχος ή σέ όποιον έριχνε ένα
σακί γεμάτο χώμα μέσα στήν τάφρο. Μερικές φορές, οι αμυνόμενοι
επιχειρούσαν νυκτερινές εφόδους, προξενώντας σημαντικές απώλειες, ενώ είχαν φροντίσει
μέσα από τά εξωτερικά τείχη νά φτιάξουν νέα οχυρώματα, γιά
τήν περίπτωση πού οι Τούρκοι κατάφερναν νά ανέβουν πάνω στίς επάλξεις καί νά τά καταλάβουν.
Γνώριζαν ότι η πιθανή έκρηξη κάποιου υπονόμου θά είχε ως αποτέλεσμα νά
γεμίσει η τάφρος μέ χώμα καί ταυτόχρονα νά γκρεμιστούν τά τείχη πάνω από τό σημείο τής έκρηξης.
Καθημερινά σκοτώνονταν άμαχοι από τίς οβίδες πού έπεφταν καί διέλυαν τά σπίτια. Τό χειρότερο
όμως μαρτύριο ήταν αυτό τής πείνας, αφού ο ελληνικός στόλος δέν είχε εμφανισθεί καί έξω από τήν λιμνοθάλασσα
περιπολούσαν μεγάλες τουρκικές φρεγάτες. Εντός τής λιμνοθάλασσας υπήρχαν δεκάδες
εχθρικές λέμβοι χωρίς καρίνα, οι οποίες έφεραν πάνω τους καί μικρά κανόνια.
Μόνο ο πλοίαρχος Νέγκας είχε καταφέρει νά σπάσει τόν αποκλεισμό
καί νά φέρει μερικά τρόφιμα στούς Μεσολογγίτες. Σημείο κλειδί γιά τήν άμυνα από τή θάλασσα ήταν τό
νησάκι Βασιλάδι, τό οποίο μπορούσε νά εντοπίζει οποιοδήποτε πλοιάριο κατευθυνόταν πρός τό Μεσολόγγι
πού δέν διέθετε τείχη πρός τή μεριά τής θάλασσας. Οι Μεσολογγίτες είχαν κτίσει ένα μικρό φρούριο
πάνω στήν βραχονησίδα καί τό είχαν εξοπλίσει μέ έξι κανόνια.
Ύστερα από μία αποτυχημένη έφοδο στήν οποία σκοτώθηκαν οι οπλαρχηγοί Γεώργιος Μπίνας,
Αναστάσιος Λεπενιωτάκης καί Γουρνάρας, φάνηκε έξω από τά
τείχη μία ομάδα Τούρκων πού κρατούσε λευκή σημαία.
Ήταν μία αντιπροσωπεία τού Κιουταχή, μέ επικεφαλής τόν Ταχήρ Αμπάζη, ο οποίος
μίλησε στούς οπλαρχηγούς Νότη Μπότσαρη, Μήτσο Κοντογιάννη,
Ανδρέα Ίσκο, Λάμπρο Βέϊκο, Νικόλαο Στουρνάρη, Γεώργιο Βάγια καί Αθανάσιο
Ψαροδήμο. Μεταξύ άλλων ο παλιός γνώριμος τών Ελλήνων τούς είπε ότι
ο ανίκητος οθωμανικός στρατός ήταν έτοιμος γιά τήν τελική επίθεση καί
οι στρατιώτες ανυπομονούσαν νά ορμήσουν μέσα στήν πόλη καί νά αφανίσουν τά πάντα.
Γιά νά αποφευχθεί αυτή η αιματοχυσία ο "φιλεύσπλαχνος" πασάς ζητούσε από
τούς Ρωμιούς νά δεχθούν τήν προστασία του
καί αυτός θά τούς είχε εφεξής σάν παιδιά του. Νέοι καί γέροι αρνήθηκαν τίς προτάσεις
γιά παράδοση καί μάλιστα ο Λάμπρος Βέϊκος έγραψε στόν Ταχήρ μία επιστολή μέ τήν οποία τού εξέθετε
τήν άποψη ότι οι Σουλιώτες ήταν έτοιμοι νά πεθάνουν γιά τήν υπεράσπιση τής θρησκείας τους
καί δέν ήταν διατεθειμένοι νά παραδώσουν τό κάστρο στούς αλλόθρησκους,
ντροπιάζοντας έτσι τό ένδοξο όνομά τους. Μαζί μέ τήν επιστολή έστειλε στόν
Ρεσίτ πασά καί μερικές μπουκάλες ρούμι γιά νά πιούν οι στρατιώτες του καί νά αποκτήσουν θάρρος,
γιατί τό Μεσολόγγι θά έπεφτε μόνο μέ πόλεμο.
Στίς 21 Ιουλίου 1825 ακούστηκε μία εκκωφαντική έκρηξη καί έκπληκτοι οι Μεσολογγίτες είδαν νά καταρρέει η
ντάπια τού Φραγκλίνου, παρασύροντας καί τά πυροβόλα πού ήταν πάνω της. Αμέσως είκοσι χιλιάδες Τουρκαλβανοί
όρμησαν μέ αλαλαγμούς πάνω στό ρήγμα καί περνώντας πάνω από τά ερείπια καί τά σύννεφα σκόνης έστησαν τά
μπαϊράκια τους πάνω στήν κορυφή τού προμαχώνα. Ανάμεσα στούς Τούρκους βρίσκονταν καί
200 Κοζάκοι. Οι Έλληνες πήραν θέσεις στούς νέους
προμαχώνες πού είχαν κατασκευάσει πίσω από τό εξωτερικό τείχος καί έτσι οι Τουρκαλβανοί
βρήκαν μπροστά τους νέα τείχη. Βροχή από σφαίρες θέρισε τούς στρατιώτες τού Αλλάχ, οι οποίοι πολεμούσαν
γενναία καί μέ αυταπάρνηση. Νέα κύματα επιτιθέμενων έφθαναν νά τούς ενισχύσουν, αλλά τό μόνο
αποτέλεσμα ήταν νά βρίσκουν μπροστά τους άφθονο μολύβι από τά όπλα τών αμυνομένων.
Η σκληρή μάχη συνεχίστηκε γιά δυόμιση ώρες. Τελικά οι Οθωμανοί στρατιώτες άρχισαν νά κλονίζονται καί
νά εγκαταλείπουν τίς θέσεις πού είχαν πιάσει αφήνοντας στήν ντάπιες τού Μπότσαρη καί τού Φραγκλίνου
1500 νεκρούς. Οι απώλειες τών Ελλήνων ήταν είκοσι νεκροί καί τραυματίες.
«Seit dem Anlangen der turkischen Flotte im Golfe von Patras war die Belagerung von dem Seriasker mit grosser Thatigkeit aufgefasst worden. Er richtete, durch die Flotte mit schwerem Geschutze versehen, seien Feuer hauptsachlich gegen die Batterie Franklin und gegen die in der Eile aufgefuhrten Seitenbatterien Kyriakula und Sachturis. Die Turken bemachtigten sich nach und nach der einzelnen Inselchen in den Lagunen und griffen am 19. und 20. Juli das Vorwerk Vasiladi an. Dieses erhielt sich, aber Prokopanitse, ein vorderster Posten der Griechen, ging verloren. (Μόλις ήρθε ο τουρκικός στόλος, ο σερασκέρης συνέχισε μέ μεγαλύτερη ένταση τόν κανονιοβολισμό εναντίον τών προμαχώνων τού Φρανκλίνου, τού Κυριακούλη καί τού Σαχτούρη. Οι Τούρκοι απέτυχαν νά καταλάβουν τό Βασιλάδι, αλλά στίς 20 Ιουλίου 1825 κατάφεραν νά κυριεύσουν τό νησάκι Προκοπάνιστος).
Fast taglich bussten diese einen oder den anderen ihrer Offiziere ein. So in diesen Tagen die Obersten Binas und Lepenotakis. Am 22. nahmen die Turken die kleine Insel Skylla ungeachtet der Gegenwehr, die sechs kleine Fahrzeuge in den Lagunen gegen die Boote leisteten. Der Graben vor der Batterie Franklin war bereits mit Baumen und Aesten ausgefullt. Aber den Belagerten gelang es, sie in Brand zu stecken. (Κάθε μέρα έπεφτε ένας αξιωματικός τών Ελλήνων. Τότε έχασαν τούς αξιωματικούς Βίνα καί Λεπενοτάκη. Στίς 22 Ιουλίου 1825 οι Τούρκοι κυρίευσαν τό νησάκι Σκύλλα καί γέμισαν τήν τάφρο τού Φρανκλίνου μέ δέντρα καί κλαριά, τά οποία όμως οι πολιορκούμενοι κατάφεραν νά κάψουν).
Am 23. Juli forderte der Seriasker die Belagerten abermals auf, aber sie wiesen seine Antrage zuruck. Die Bewerfung geschah nun sowohl vom Lande als von den in die Lagunen eingedrungenen Booten aus, und der Kampf vor den Batterie Montalembert, Makrys, Franklin und Botsaris dauerte fast ohne Unterbrechung Tag und Nacht fort, da die Turken sich darin fortzusetzen, die Griechen aber sie daraus zu verjagen bestrebt waren. (Στίς 23 Ιουλίου 1825 μέ τό νέο ημερολόγιο, ο σερασκέρης ζήτησε παράδοση, αλλά αυτοί αρνήθηκαν. Ο κανονιοβολισμός συνεχίστηκε καί από ξηρά καί από τή θάλασσα χωρίς διακοπή νύκτα καί ημέρα μπροστά από τούς προμαχώνες τού Μπότσαρη, τού Μακρή καί τού Φρανκλίνου).
Am 28. zerstorten die Turken durch Minen einen Theil der Batterie Botzaris, konnten aber nicht durch die gut vertheidigte Bresche dringen. Am folgenden Tage pflanzten sie bereits ihre Fahnlein auf die Trummer, mussten aber zuletzt doch weichen. Die Griechen verloren den Capitain Jannis Sukas auf der Bresche; Dimos Rinjassas und mehrere andere Capitaine starben an ihren Wunden. (Στίς 28 Ιουλίου 1825 πάντα μέ τό νέο ημερολόγιο πού ακολουθούσε ο Αυστριακός αξιωματικός, οι Τούρκοι κατέστρεψαν μέ υπόνομο ένα τμήμα τού προμαχώνα τού Μπότσαρη καί επιχείρησαν επίθεση, χωρίς επιτυχία. Πέτυχαν νά στερεώσουν τίς σημαίες τους καί νά σκοτώσουν τούς οπλαρχηγούς Ιωάννη Σούκα καί Δήμο Ρινιάσα).
Am 2. August mit Anbruch des Tages ruckten diese zum Sturm gegen die Batterien der Mitte vor. Fast gleichzeitig sprangen Minen unter jeder derselben und die Turken erstiegen die Breschen, so dass bald zwanzig Fahnlein auf dem Schutte der Batterie Franklin zu sehen und bald auch die Batterien Botzaris, Makrys und Montalembert in ihren Handen waren. Dennoch konnten sie sich darin nicht halten, sondern zogen sich nach dritthalb Stunden mit Zurucklassung von etwas 500 Toten wieder heraus. (Στίς 2 Αυγούστου 1825, ανατίναξαν πολλούς υπόνομους καί επιτέθηκαν στά ρήγματα τών τειχών, κυριεύοντας τούς προμαχώνες τού Μπότσαρη καί τού Μακρή. Οι Τούρκοι έστησαν είκοσι σημαίες πάνω στά τείχη, αλλά ύστερα από τρείς ώρες υποχώρησαν αφήνοντας πίσω 500 νεκρούς).»
Prokesch Osten Geschichte des Abfalls der Griechen
Τό βράδυ τής 21ης Ιουλίου, οι πολιορκημένοι δοκίμασαν νέα χαρά, αφού έλαβαν γράμμα από τόν Καραϊσκάκη πού τούς πληροφορούσε
ότι βρισκόταν στά Κράβαρα καί ετοίμαζε έφοδο κατά τού τουρκικού στρατοπέδου. Τό σύνθημα ήταν η λέξη
"τσεκούρι", ώστε νά αποφευχθεί μέσα στή νύκτα η αλληλομαχία. Τήν έναρξη τής ώρας θά τήν έδινε ο Καραϊσκάκης
μέ μία φωτιά πού θά άναβε στό βουνό Βαράσοβα, ανατολικά τής πόλης.
Πράγματι τό βράδυ τής 25ης Ιουλίου 1825, η φρουρά τού
Μεσολογγίου είδε φωτιά στή Βαράσοβα (Χαλκίς). Αφού υπολόγισαν ένα τρίωρο γιά τή μετάβαση τών
τετρακοσίων ανδρών τού Γεωργίου Καραϊσκάκη, τού Κίτσου Τζαβέλα, τού Ανδρέα
ή Ανδρίτσου Σαφάκα
καί τού Χρήστου Φωτομάρα
στά ανατολικά όρια τού στρατοπέδου τού Κιουταχή, βγήκαν αθόρυβα από
τά τείχη καί περίμεναν. Όταν άκουσαν πυροβολισμούς από
τή μεριά τού εχθρικού στρατοπέδου, οι Μεσολογγίτες έπεσαν στά τουρκικά χαρακώματα. Από τήν άλλη μεριά οι
νυκτερινοί επιδρομείς, οδηγούμενοι από τρείς Χριστιανούς εργάτες πού είχαν δραπετεύσει, έτρεχαν ξιφήρεις κατεβαίνοντας
τήν πλαγιά τού βουνού. Ο στόχος τους ήταν η σκηνή τού σερασκέρη, τήν οποία πλησίαζαν μέ τά γιαταγάνια στά
χέρια, σφάζοντας δεξιά καί αριστερά.
«Διαλεχθέντες δύο χιλάδες εις τό γελέκι (χωρίς αποσκευές) εκινήσαμεν από Κράβαρι μέ τόν ντουρβάν (σάκος μέ τροφή) στήν πλάτην. Ο εχθρός όμως μέ τό νά είχε τάς αναγκαίας τοποθεσίας πιασμένας εις τούς δρόμους όλους, καραούλια καί κατασκόπους πολλούς, διά νά μή φανερωθώμεν, μάς ηνάγκασε νά τρέχωμεν τήν νύκτα από μονοπάτια κλέφτικα, τήν δέ ημέραν πάλι νά λημεριάζωμεν εις λημέρια κλέφτικα.
Πρός δέ τό εσπέρας εις τάς 25 τού ήδη λήγοντος, ημέρα Σάββατον, σχεδιάσαντες τό κίνημα καί μοιρασθέντες κατ' αναλογίαν τών θέσεων καί δυνάμεων τού εχθρού, καθώς μάς είχαν προϊδεάσει καί οι έσωθεν αδελφοί μας, εκάμαμεν τρείς φανούς καί αμέσως εκινήσαμεν εν τώ σκότει μέ άκραν σιωπήν καί ευταξίαν.
Τί σκοτωμός έγινεν! Οία παραφροσύνη, καί ολολυγμοί. Πολλοί τών Τούρκων εσφάζοντο κοιμούμενοι. Πολλοί ούρλιαζαν ως λύκοι από τήν τρομάραν τους καί πολλοί έφευγαν εδώ καί εκεί χωρίς νά ηξεύρουν πού πηγαίνουν. Τά τσαντίρια όλα εις ένα κάρτο τής ώρας τά άφησαν εις τήν εξουσιάν μας γεμάτα βιό. Αλλ' οι Έλληνες έχοντες αγανάκτησιν κατά τών εχθρών πολλά ολίγα πράγματα επήραν, δηλαδή μεμέδες, άρματα καλά, άτια, σάλια (σχεδίες ή πιρόγες) καί άλλα ευκολοσήκωτα. Τό περισσότερον δέ κατεγίνοντο εις δίωξιν καί αιματοχυσίαν τών εχθρών, μέ σκοπόν μήπως διασκορπίσωμεν τό στρατόπεδον αυτονυκτί καί διαλυθή η πολιορκία τού Μεσολογγίου»
Απόσπασμα από γράμμα τού Καραϊσκάκη πρός τό Εκτελεστικό
Μπροστά όμως στή σκηνή τού πασά, είχαν προλάβει νά πάρουν θέσεις 2000 επίλεκτοι σωματοφύλακες καί οι Έλληνες
αναγκάστηκαν νά αποσυρθούν πρός τόν Ζυγό αφήνοντας πίσω τούς εννέα νεκρούς. Οι απώλειες τού
εχθρού από τήν διπλή επίθεση ήταν 1000 νεκροί καί τραυματίες, αλλά εξίσου βαρύ ήταν καί τό κτύπημα στό
ηθικό τού εχθρικού στρατού, αφού από τήν επομένη άρχισαν νά σημειώνονται λιποταξίες στίς τάξεις του.
Οι απώλειες τών Ελλήνων ήταν πενήντα νεκροί, μεταξύ τών οποίων ήταν καί ο Κιτσάκης Τζαβέλας,
ξάδελφος τού στρατηγού, ο οποίος πλησίασε απειλητικά στήν σκηνή τού Κιουταχή, αλλά δυστυχώς ήταν
μόνος του καί τόν κατέκοψαν οι εχθροί.
Παρόμοια νυκτερινή επίθεση είχε κάνει ο Μάρκος Μπότσαρης
στό Κεφαλόβρυσο
Καρπενησίου δύο χρόνια νωρίτερα καί είχε καταφέρει νά διαλύσει τήν τουρκική εκστρατεία, αλλά ο πεισματάρης
Κιουταχής δέν θά τό έβαζε κάτω. Εξάλου θυμόταν "Τό Μεσολόγγι ή τό κεφάλι σου!".
Ένα πρωϊνό, οι Μεσολογγίτες παρατήρησαν τά εχθρικά πλοία νά σηκώνουν άρον άρον τά πανιά τους
καί νά αναχωρούν βιαστικά από τόν κόλπο τού Μεσολογγίου. Γρήγορα κατάλαβαν τήν αιτία.
Ο ελληνικός στόλος αποτελούμενος από
27 πολεμικά καί 5 πυρπολικά τά έτρεψε σέ φυγή καί ήρθε νά αράξει έξω από τή λιμνοθάλασσα, σκορπίζοντας αγαλλίαση
καί χαρά στούς "Ελεύθερους Πολιορκημένους", πού θά ελάμβαναν επιτέλους τρόφιμα καί πολεμοφόδια.
Οι αρχηγοί τού
στόλου Σαχτούρης, Κολανδρούτσος, Αποστόλης καί Μιαούλης έδωσαν εντολή
στούς ναύτες τους νά κατεβάσουν βάρκες καί νά κυνηγήσουν τά
εχθρικά λαντσόνια πού περιπολούσαν στήν λιμνοθάλασσα καί εμπόδιζαν τήν
επικοινωνία τού Μεσολογγίου μέ τό Ανατολικό καί τό Βασιλάδι.
Οι Μεσολογγίτες έστειλαν μέ τή σειρά τους δικές τους σχεδίες γιά νά παραλάβουν τά πολύτιμα εφόδια από
τό καράβι τού Σπετσιώτη Αναστάση Κυριακού.
Ο Κιουταχής, αντίθετα μέ τό στράτευμά του καί παρά τίς αλλεπάλληλες αποτυχίες του, συνέχισε μέ τήν ίδια
επιμονή καί δραστηριότητα τίς πολιορκητικές του εργασίες. Σύμφωνα μέ τόν Χειμαριώτη αγωνιστή Σπυρομίλιο,
πού ήταν κλεισμένος στό Μεσολόγγι: "Ούτε ο υπερβολικός καύσων τού ηλίου, ούτε τό σκότος τής νυκτός,
ούτε ο προφανής κίνδυνος τής ζωής του,
τόν εμπόδιζαν νά περιέρχεται μόνος του ημέρα καί νύκτα νά παρατηρή τούς προμαχώνας του, τάς
τάφρους καί τήν διεύθυνσιν τών εργασιών, νά διορίζη επιδιορθώσεις καί νέας επιχειρήσεις, ν' ανταμείβη τούς
αριστεύσαντες, ώστε νά κεντά τήν άμιλλαν εις τό στράτευμά του. Δέν τού ήτον επαισθητή η φθορά τών
ανθρώπων, διότι στρατεύματα ηδύνατο νά φέρη νέα καί ούτως νά αναπληρώνη τάς θέσεις τών φονευμένων".
Η πτώση τού ηθικού στό στράτευμα τού Κιουταχή είχε ως αποτέλεσμα νά αυξηθεί περισσότερο τό επιθετικό
πνεύμα τών "Ελεύθερων Πολιορκημένων". Έκλεβαν τό χώμα πού επισώρευαν οι Τούρκοι στήν εξωτερική τάφρο,
έριχναν ασταμάτητα οβίδες μέ τά κανόνια τους, έσκαβαν υπονόμους μέ τήν καθοδήγηση τού
Παναγιώτη Σωτηρόπουλου από τά Κράβαρα καί τού Κώστα Χορμοβίτη ή Λαγουμιτζή
από τό Χόρμοβο τής Βορείου Ηπείρου, ανατίναζαν τά λαγούμια τους κάτω
από τά χαρακώματα τών ανύποπτων εχθρών, στέλνοντας στόν κάτω κόσμο δεκάδες από αυτούς καί έκαναν
τολμηρές νυκτερινές εξόδους, μέ μόνο όπλο τό γιαταγάνι. Φυσικά στίς νυκτερινές εφόδους, πρωτεύοντα ρόλο
είχαν οι Σουλιώτες τού Νότη Μπότσαρη, οι οποίοι πολεμούσαν μέ αυτό τόν τρόπο γενιά πρός γενιά.
«Η φρουρά είχε συνηθίσει νά βαστά τό τζαπί, τό φκύαρι καί τό ντουφέκι εις τό χέρι, νά τρέχη από τόν πόλεμον εις τήν εργασίαν, καί από τήν εργασίαν εις τόν πόλεμον. Ιδού η διασκέδασίς των, καί τό σπαθί εις τήν μέσην ή τό γιαταγάνι εις τό ζωνάρι, μέ ταίς πιστόλαις, νά έχη σιμά του τό πετζί νά ζυμώνη, νά ψήνει ψωμί, τό γουδί διά τήν σκορδαλιάν του, νά μαγειρεύη κανένα ψαράκι, εις τήν θέσιν του, καί νύκτα ημέρα ακουράστως νά εργάζεται.
Αξιωματικοί, στρατιώται αμίμητοι διά τήν καρτερίαν, αμίμητοι διά τήν αφοβίαν, αμίμητοι διά τήν κακοπάθειαν καί κόπους, αμίμητοι διά τήν ομόνοιάν των τότες, δέν ήξευρεν μέ τί νά τούς παρομοιάση κανένας. Ημπορούσες νά τούς παρομοιάσης μέ τά πλέον άγρια ζώα. Δεμένα τά μανίκια τών υποκαμίσων όπισθεν εις τές πλάτες, μέ τούς βραχίονας έξω, τρέχοντες νά δώσουν βοήθειαν όπου ακούγετο αυξανόμενος ο πόλεμος, έτρεχαν ωσάν τυφλοί εις τήν φωτιάν.
Παύοντας ο δραστήριος πόλεμος, εδιηγείτο ο καθείς τά παράξενα τής συμπλοκής, άλλος εδώ γελούσεν, άλλος εκεί, άλλος λαλούσεν, άλλος τραγουδούσεν, άλλος χόρευεν καί επειδή οι Τούρκοι ήτον τόσον πλησίον καί τά άκουγαν, τούς εσκλήρυνεν, καί λύσσιαζαν περισσότερον από τήν μανίαν των. Τόν πληγωμένον τόν έπαιρναν αμέσως πέντε δέκα συντρόφοι του. Tόν συνώδευαν χαιρόμενοι. Η μεγαλυτέρα αισχύνη ήτον νά δακρύση ή νά κλάυση ή νά παραπονεθή ο πληγωμένος ή νά ειπή άχ, τόν πονεί. Ύβριζαν περισσότερον οι πληγωμένοι, διότι δέν ήτον εις κατάστασιν νά πάρουν τό δίκαιόν τους, παράγγελναν τούς άλλους νά τό πάρουν. ’ν εφονεύετο κανένας, άκουγεν όλους:
- "Γάμος χωρίς σφαχτά δέν γίνεται!"
Πνιγμένοι αξιωματικοί καί στρατιώται, εις τόν καπνόν καί εις τόν κονιορτόν, εις τόν ιδρώτα, καί από τήν πυρίτιδα αλειμμένοι τό πρόσωπον καί χείρας, μέ βραχνιασμένες φωνές, μόλις εγνώριζες τόν φίλον σου καί τόν διέκρινες εις τόν πόλεμον, άλλοι, από τούς Τούρκους οπού εφόνευαν, άλλοι, από τούς πληγωμένους Έλληνας καί φονευμένους, άλλοι, από πολλούς άλλους, τούς οποίους η βόμβα ή η σφαίρα τούς σήκωνεν από τήν συντροφιάν, εφαίνοντο όλοι βουτηγμένοι εις τό αίμα από τά ποδάρια έως τήν κορυφήν ωσάν χασάπηδες. Τό νερό τών στερνών, από τούς διαφόρους οπού εφονεύοντο εκ τών πυροβόλων τού εχθρού πλησίον, είχεν γίνει ένα μείγμα αλλόκοτον. Ότι ήθελες μέσα εύρισκες, μυαλά, εντόσθια, αίμα, κεφάλια.»
Ενθυμήματα Στρατιωτικά Νικολάου Κασομούλη (1795-1872)
Οι απώλειες στόν στρατό τού Κιουταχή μέχρι τήν 1η Αυγούστου 1825, σύμφωνα μέ τήν εφημερίδα τού Μεσολογγίου
"Ελληνικά Χρονικά" ήταν 6000 νεκροί, ενώ είχαν πεθάνει από αρρώστιες καί κακουχίες
οι περισσότεροι Χριστιανοί εργάτες. Οι Αλβανοί βρίσκονταν σέ συνεχή διένεξη μέ τούς Χαλδούπηδες (Τούρκοι
τής Μικράς Ασίας) καί εγκατέλειπαν σποραδικά τό στρατόπεδο γιά νά πάνε στίς οικογένειές τους.
Ο Ιάκωβος Μάγερ (Johann Jacob Meyer), μέσω τής αλληλογραφίας του
μέ τίς ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά καί μέ τά άρθρα του πού έστελνε
στίς ευρωπαϊκές εφημερίδες, είχε κάνει γνωστή σέ όλη τήν Ευρώπη, τήν πολιορκία
τού Μεσολογγίου.
Οι Ευρωπαίοι παρακολουθούσαν μέ ενδιαφέρον τίς μάχες στούς προμαχώνες τού Μπότσαρη καί τού
Φραγκλίνου μέσα από τίς επιστολές τού Ελβετού φιλέλληνα, ο οποίος ενίοτε τελείωνε τήν αφήγηση μέ τήν φράση:
"Καλέ Ουρανέ! Τί κακό κάναμε γιά νά εγκαταλειφθούμε από τή Χριστιανοσύνη καί νά παραδοθούμε
στή μανία ενός βάρβαρου λαού;"
Από τό διάστημα αυτό η πολιορκία έγινε πιό χαλαρή καί όλα έδειχναν ότι μόνος του ο Κιουταχής
δέν μπορούσε νά πατήσει τήν Ιερά Πόλη τού Μεσολογγίου. Ο πεισματάρης πασάς
σκότωσε όσους αιχμαλώτους κρατούσε
καί συνέχισε τόν βομβαρδισμό, ο οποίος κόστισε τή ζωή στόν Σπύρο Κοντογιάννη,
τόν Παντελή Πλατύκα, τόν Δήμο Ρηνιάσα, τόν
φιλέλληνα Γερμανό Ροσενέρο καί τόν Σουλιώτη οπλαρχηγό Κώστα Κίτσο.
Η φρουρά τού Μεσολογγίου ενισχύθηκε μέ 1450 άνδρες τού Κίτσου Τζαβέλα, τού
Γεωργίου Βαλτινού καί τού Χρήστου Φωτομάρα, τούς οποίους ο Υδραίος πλοίαρχος
Δημήτριος Κιοσσές παρέλαβε από τό Κρυονέρι, δίπλα στήν Κακή Σκάλα, όπως λεγόταν τότε η Κλόκοβα (Παλιοβούνα)
καί τούς αποβίβασε στό Μεσολόγγι.
«Reshid Mehemet Pasha, than whom Turkey has not had an abler general or prime minister since the days of Kiuperli, was originally a Georgian slave, and owed his advancement in early youth to the favour of Khosref Pasha. He was in the flower of life, quick, active, intelligent, personally brave, and, though rather below the middle stature, of prepossessing manners and appearance; but in his disposition cruel and treacherous. It was he who gained the battle of Petta, and, had his advice been followed, Messalonghi would have fallen in the autumn of 1822. During the last two years he was not employed against the Greeks; but at the close of the preceding campaign, the Sultan, dissatisfied with the inertness of his Seraskers, Yussuf and Dervish, and convinced that Omer Vriones merely consulted his own interests in Albania, appointed Reshid Roumeli Valesi, with extraordinary powers and unlimited authority, over the western provinces of the empire, his secret enemy, Vriones, being removed from the government of Yannina to that of Salonika.
His military chest being well filled from the Imperial treasury, Reshid Pasha came to Larissa in January, and proceeding to Yannina, appeased the troubles of Epirus by conciliatory measures, courting the most popular chiefs, and promising high pay to the Arnauts. The Greeks perceiving that the invasion would not, as heretofore, be delayed till the latter end of summer, Andreas Iskos was directed by the Executive to occupy the frontier passes; but the Roumeli Valesi, having with great celerity assembled his army at Arta, anticipated their precautions, and on the 6th of April intelligence reached Messalonghi, that he had already traversed Makrynoros, and penetrated into Acarnania. The people of Valtos and Xeromeros, unable to oppose him, took refuge either in the mountains or the Isle of Kalamos, which the Ionian government had set apart as an asylum for fugitive Greeks. Iskos and Makrys, after vainly attempting to dispute the fords of the Achelous, retreated upon Messalonghi, and on the 25th the Turks encamped within sight of that town.
During his advance, the Ottoman general detached 1500 Albanians across the Evenus (Εύηνος ποταμός) into the districts of Venetiko, Malandrino, and Kravari. They were at first worsted in some skirmishes by Sifakas; but a part of the garrison of Lepanto (Ναύπακτος) having joined them, they overpowered him, and marched upon Salona (’μφισσα). Ghouras, at the head of the forces of Eastern Greece, had undertaken its defence, and was stationed at Ampliani, observing Abbas Pasha, and leaving Panourias to guard the opposite quarter. While his attention was fixed on the valley of the Cephisus (Κηφισσός ποταμός), the hostile column from Lepanto, stated at 2500 infantry and 500 cavalry, following unfrequented pathways, surprised, 1825 May the 17th, the posts of Palatia and Pente Ornea, killed 200 Greeks, sacked the town of Salona, and carried into slavery a considerable number of its inhabitants. Ghouras fell back to Dystomo,where Tzavella (Κίτσος Τζαβέλας), Bozzaris (Νότης Μπότσαρης), and Karaiskaki (Γεώργιος Καραϊσκάκης) joined him from the Morea.
On the other hand, Abbas Pasha came to the assistance of his countrymen, and in concert with them burned Lidoriki. In a short time Reshid's troops and those of Lepanto returned to Etolia; but Abbas Pasha remained throughout the summer at Salona: however, his exploits were confined to the destruction of villages, and at Delphi he met with a repulse. Neither party was desirous of engaging, at least neither would venture to attack; Ghouras roamed about the roots of Parnassus, with 3000 or 4000 men, plundering the peasants of their sheep and goats, and drawing daily near 12000 rations of flour, which he received in boats from Peloponnesus; while Skalza Dimos and Sifakas, with 2000 Armatoles, occupied a strong position on the west side of Salona.
The Moslems at length began to want provisions; the Greeks intercepted in the straits of Thermopylae a large convoy coming from Zeituni (Λαμία); and the festival of St Demetrius, the epoch at which, according to their prejudices, military operations ought to cease, (26 Οκτωβρίου σταματούσαν οι θερινές επιχειρήσεις τών Οθωμανών) being nigh, the Albanians would stay no longer. Abbas Pasha evacuated Salona (6 Νοεμβρίου 1825) with such precipitation, that he abandoned two pieces of cannon and part of his baggage; and on the very day of his retreat, fifty-six Turks of Lepanto arriving by sea, and landing at Scala, were surrounded, and forced to lay down their arms. Although there was so little fighting, yet the marauding of the two armies, and the inroads of the Euboean Turks into Attica and Boeotia, completed the ruin of Eastern Greece, and brought famine in their train.
Having sketched these minor events, we now turn to the siege of Messalonghi. That town, built on the edge of a marshy plain, bounded by the high hills of Zygos, is protected towards the sea by shallow lagoons extending about ten miles along the coast, and five in breadth, and, with the exception of a very few tortuous channels, impervious to any vessel drawing more water than the monoxyla (or canoes) of the inhabitants, who derived competence and even wealth from the product of their abundant fisheries. The main channel to the south is commanded by the mud bank and blockhouse of Vassiladi (νησίδα Βασιλάδι), and those to the north by the islets of Poros and Anatoliko (Αιτωλικό). Under Byron's auspices, the Greeks had applied themselves to strengthening the works of Messalonghi, erecting what they called bastions, tenailles, lunettes; it would, however, be an error to attach to these words the value given to similar constructions in Europe, the fortifications consisting, in truth, of an avant fosse, a ditch, and rampart of earth faced with stone, from 2000 to 2400 yards in length, and presenting some flanks and angles, but without either covered way or outworks.
The ordnance, exclusive of that on Anatoliko and Vassiladi, comprehended forty-eight bad iron guns of every calibre, from four to forty-eight pounders, two brass ten-inch mortars, one howitzer of five and one mountain ditto of 4 inches. As the population was augmented by refugees from all parts of Occidental Greece, and Iskos, Makrys, Stornaris, Mitcho Kontoyani, Liaketas, Lambro Veikos, and George Kizzos had thrown themselves, with their bands, into Messalonghi and Anatoliko, the garrisons of both amounted to about 5000 fighting men, animated with an excellent spirit. The captains we have just mentioned, and the veteran Nothi Bozzaris, formed a council of defence, assisted by Nikitas (Νικήτας Σταματελόπουλος) until the middle of August, when he was recalled to the Morea; and the civil administration was in the hands of a committee of three persons, presided by Papadiamandopoulos, ancient primate of Patras. It may safely be affirmed, that Kutahi had no distinct notion of the fluctuating force of his own army; but as deserters reported that his commissariat distributed each day 25000 rations, it seems likely that, including detachments, it sometimes rose to 20000 men. Of these, 8000, Albanians, Bosniaks, and Ottoman Turks, were paid soldiers, as many armed traders, grooms, and servants, and 4000 pioneers, Christian peasants dragged from the villages of Macedonia and Thessaly.»
History of the Greek Revolution Gordon Thomas
Στίς 15 Αυγούστου 1825, ημέρα τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου,
ο λαγουμιτζής Παναγιώτης Σωτηρόπουλος από τά Μεγάλα Λομποτινά τών Κραβάρων (’νω Χώρα),
ολοκλήρωσε τόν υπόνομο, ο οποίος έφθανε
ακριβώς κάτω από τούς εχθρούς πού βρίσκονταν απέναντι από τόν προμαχώνα "Τερίμπιλε".
Σέ εκείνη τή θέση ο Κιουταχής είχε κατασκευάσει ένα πύργο πού ξεπερνούσε σέ ύψος τό τείχος τού Μεσολογγίου
καί είχε τοποθετήσει πυροβόλα, τά οποία προξενούσαν σημαντικές καταστροφές στήν πόλη
τού Μεσολογγίου. Σέ καθημερινή βάση οι σκλάβοι τού Κιουταχή ενίσχυαν τόν πύργο
μέ χώμα καί πέτρες μέ τελικό σκοπό νά ενωθεί μέ τό τείχος τού Μεσολογγίου. Οι Έλληνες είχαν ονομάσει
αυτή τήν κατασκευή "Ύψωμα τής Ενώσεως".
Ο Παναγιώτης Σωτηρόπουλος αφού έβαλε βόμβες κάτω από τή θέση τού εχθρού, τούς μετέδωσε τό πύρ
μέ αποτέλεσμα νά γίνει μία τρομερή έκρηξη, η οποία
τίναξε στόν αέρα πλήθος Τουρκαλβανών καταστρέφοντας τόν προμαχώνα τής Ενώσεως μέ όλα τά πυροβόλα του.
Αμέσως οι Έλληνες, βγήκαν μέ τά γιαταγάνια τους καί ξεκίνησε μία σκληρή μάχη,
η οποία κράτησε μέχρι τό βράδυ, αναγκάζοντας τούς εχθρούς νά υποχωρήσουν καί νά εγκαταλείψουν τήν
προκεχωρημένη αυτή θέση. Οι Έλληνες αξιωματικοί νεκροί ήταν ο Αποστολάκης Βαργιαδίτης καί ο
Γεωργάκης Ντάγκας καί οι τραυματίες ήταν ο Γεώργιος Τζαβέλας, ο
Γιαννάκης Ραζικότσικας, ο Μαρκαντώνης καί ο Κύρκος Μαλισσώβας.
Σκοτώθηκαν ακόμη 20 στρατιώτες τής φρουράς τού Μεσολογγίου καί εκατοντάδες στρατιώτες τού Αλλάχ.
Οι εκρήξεις τών υπονόμων καί οι διαρκείς έφοδοι τών Ελλήνων κατά τών εχθρικών χαρακωμάτων επέφεραν
σημαντικές απώλειες στόν στρατό τού Κιουταχή. Ο πασάς όμως δέν εγκατέλειπε τήν προσπάθεια διότι γνώριζε
ότι κάτι τέτοιο ισοδυναμούσε μέ τήν απώλεια τής κεφαλής του από τόν "φιλεύσπλαχνο" καί "ανεκτικό" πατισάχ.
Ο Κιουταχής ζητούσε από τόν Αυστριακό πρόξενο τής Ζακύνθου, μέ τόν οποίο είχε
φιλικές σχέσεις, νά τού στέλνει τήν εφημερίδα "Ελληνικά Χρονικά", γιά νά παρακολουθεί τίς εξελίξεις στό
ελληνικό στρατόπεδο. Ο εκδότης Μάγερ, όταν τό έμαθε αυτό, προσκάλεσε ειρωνικά μέσω τής εφημερίδας του,
τόν Κιουταχή νά γίνει συνδρομητής της, καί νά τού τήν στέλνει καθημερινά απ' ευθείας από
τό κανονοστάσιο τού Φραγκλίνου (Τερίμπιλε).
Μία ημέρα έπεσαν δύο βόμβες στή σκηνή τού Ρεσίτη, χωρίς νά προξενήσουν σημαντικές ζημιές. Όταν εξέτασε τά
θραύσματα, διαπίστωσε ότι ήταν τουρκικής προέλευσης, κατασκευασμένες από τό χυτήριο τής Κωνσταντινούπολης.
Κατάλαβε ότι ήταν μέρος τού πολεμικού υλικού πού είχε στείλει η Πύλη μέ τόν τουρκικό στόλο γιά τίς
ανάγκες τού δικού του στρατού, καί άρχισε νά βρίζει δυνατά μπροστά στούς στρατιώτες του τόν Τούρκο ναύαρχο
Τοπάλ, αφού οι γκιαούρηδες τόν πολεμούσαν μέ τά όπλα μέ τά οποία έπρεπε αυτός νά τούς πολεμάει.
«Μεσολόγγιον τή 13η Ιουνίου 1825
Από τινα Χριστιανόν συλληφθέντα προχθές από τόν Λιάλιον ομού μέ τόν Κακλαμάνον καί τά άλογα, μανθάνομεν τά εφεξής περί τών κατά τό εχθρικό στρατόπεδον.
Οι σκάπται τών εχθρών συμποσούμενοι κατ' αρχάς εις επτακόσιοι, μόνοι τριακόσιοι έμειναν ήδη, εκ δέ τών λοιπών, οι μέν εφονεύθησαν, οι δέ κείτονται περαιτέρω πληγωμένοι χωρίς τινος θεραπευτικής επισκέψεως, καί άλλοι από τάς ημερονυκτίους βασάνους απέθανον. Όταν καταβαίνωσιν οι Τούρκοι εις τά χαρακώματά των βάνουν εμπρός τούς σκάπτας αυτούς, καί άλλους πτωχούς Χριστιανούς κατά σειράν, διά νά τούς χρησιμεύωσιν ως προμαχώνες, καί ούτως ακινδύνως νά έρχωνται εις τά πλησίον περιταφρώματα. Όταν οι εργάται σκάπτωσιν, επιστατούν καί πολλοί τών βαρβάρων, επαγρυπνούντες μή καταφύγη κανείς εις ημάς. Τάς δέ κεφαλάς τών φονευομένων σκαπτών οφείλουν οι επιστατούντες νά παρρησιάζωσιν εις τούς ανωτέρους των, διά νά φαίνεται, άν κανείς ηυτομόλησεν, ή άν οι επιστάται ούτοι διαφθείρονται μέ χρήματα.
Μεσολόγγιον τή 15η Ιουνίου 1825
Νέος τις Χριστιανός, γέννημα τής Σόφιας, μή λαλών άλλην γλώσσαν παρά τήν τουρκικήν καί βουλγαρικήν, υπηρέτει ένα εκ τών πολιορκητών μας μπέην. Ούτος παρατηρήσας τόν δεσπότην του κοιμώμενον, έκρινεν αρμόδιον νά πάρη τά όπλα του, καί νά έλθη νά ενωθή μέ τούς αδελφούς του. Καταφυγών λοιπόν ενταύθα, καί παρρησιασθείς εμπρός στόν στρατηγόν Νότην Μπότζαρην, είδε τόν ιερέα τών Σουλιωτών, καί ιερέως τέκνον όν καί αυτός, μέ δάκρυα χαράς τόν εσφικταγκάλιασε, χαίρων επί πλέον διά τήν οποίαν απήλαυσιν ευδαιμονίαν νά σωθή από τόν βάρβαρον δυνάστην του, καί νά ευρεθή εις τούς κόλπους τών αδελφών του. Ιδού δέ πώς εκφράζεται ούτος περί τής καταστάσεως τού εχθρικού στρατοπέδου:
Οι Τούρκοι υπέπεσαν εις άκραν αθυμίαν αφ' ής ημέρας απέτυχον εις τήν κατά τής νήσου Μαρμαρού εφόρμησίν των. Φοβούνται μή γίνη έξοδος τις από μέρους μας, καί διά τούτο κατασκευάζουν καθημερινώς οχυρώματα, προχωρούντες, διά νά εμψυχώνεται τό στράτευμά των. Στενοχωρούνται δέ τά μέγιστα από τροφάς καί πολεμεφόδια, αναμένοντες νά τούς έρχωνται διά ξηράς.
Μετά τήν μεσημβρίαν εμβήκεν ο αρχιτέκτων μας Σταύρος Κουτζούκης εις έν πλοιάριον διά νά περιέλθη εις επίσκεψιν τού φρουρίου, καί κατά δυστυχίαν απαντηθείς από βόλι εχθρικόν, εφονεύθη. Κλαίει η πατρίς τόν άνδρα τούτον, όχι μόνον ως εμπειρότατον εις τό έργον του, αλλά καί ως πατριώτην ενάρετον.
Μεσολόγγιον τή 20η Ιουνίου 1825
Τήν νύκτα έν ω οι Τούρκοι ησύχαζον ήσυχίαν μεγίστην, προμελετημένως οι Έλληνες έκαμαν μερικήν έξοδον από τό κέντρον καί τάς δύω πτέρυγας τού περιτειχίσματος, αφ' ού πρώτον από τήν αριστεράν πλευράν έγινε τό σύνθημα τής εφορμήσεως. Η κατά τών εχθρικών χαρακωμάτων έκρηξις τής πυρπολικής μας υπονόμου πρό τινων ημερών κατασκευασθείσης, εστάθη η αρχή τού κινδυνώδους τούτου επιχειρήματος. Ως πεινασμένοι λέοντες εφώρμησαν οι Έλληνες καί εκτύπησαν τούς πλησίον βαρβάρους, εν ώ συγχρόνως από τά κανονοστάσια εγίνετο αδιάκοπος ο μέ μιδράλλια πυροβολισμός. Μή καταπαυομένη η ψιλή φωτία εσχημάτιζε βοήν πυκνοτάτων ηλεκτριζομένων νεφών. Τό αποβησόμενον τού συμβεβηκότος τούτου εστάθη, ότι επτά σημαίαι τής ημισελήνου εκυριεύθησαν, πλέον ή 200 Τούρκοι εφονεύθησαν εις τά χαρακώματα καί πέντε εζωγρήθησαν, εν οίς οι τρείς ήσαν Χριστιανοί από τούς σκάπτας των.
Η δέ μεγαλητέρα καταισχύνη τού εχθρού εστάθη, ότι εκτυπήθη, εν ώ αυτός εφαντάζετο τό αντίστροφον. Πολλά τουφέκια, πιστόλια, σπαθιά, ρούχα καί τόσα άλλα σκεύη τουρκικά ελαφυραγώγησαν οι Έλληνες. Θύμα τής αμιμήτου ανδρείας των έγιναν τρείς εκ τών ημετέρων κατασφάζοντες τούς τυράννους.
Μεσολόγγιον τή 16η Ιουλίου 1825
Μετά τό μεσονύκτιον έβαλεν ο εχθρός τό πύρ του εις ενέργειαν διά ξηράς καί θαλάσσης. Ημείς αντιστάμεθα διά τού τουφεκισμού καί μέ μιδράλλια πυροβολισμού. Τό πρωΐ εμετριάσθη ολίγον η εχθρική φωτία. Μετά δε τήν μεσημβρίαν ίδομεν αίφνης νά εκραγή τό προτείχισμα τού Μπότσαρη, νά σεισθή τό έδαφός μας, καί νά συμβή βροντώδης βοή. Οι Τούρκοι αφ' ού εγέμισαν τήν υπό τό κανονιοστάσιον τούτο τάφρον, κατεσκεύασαν εκείσε πυρπολικήν υπόνομον, εις τήν οποίαν βαλόντες τό πύρ, καί τό πλείστον μέρος ανατρέψαντες, ώρμησαν διά τής προθενηθείσης χαλάστρας, καί έστησαν τάς σημαίας των επί τού τείχους.
Αλλ' οι φυλάσσοντες τήν θέσιν ταύτην Έλληνες αντεστάθησαν μέ τόσην γενναιοκαρδίαν, ώστε, όχι μόνον τό κανονοστάσιον κατά τού εχθρού υπερασπίσθησαν, αλλά καί πολλοτάτους εφόνευσαν, καί τούς λοιπούς ηνάγκασαν νά επιστρέψωσιν εις τά όπισθεν. Τότε πάλιν εγεμίσαμεν τήν χαλάστραν μέ στρώματα καί προσκέφαλα, καί περιενδύσαμεν αυτά μέ σανίδας καί χώμα. Η εις τήν πράξιν ταύτην προξενηθείσα ζημία τών εχθρών εστάθη εις 300 φονευμένους καί άλλους τόσους σχεδόν πληγωμένους, εν ώ από ημάς επληγώθησαν δύω, ο αντιστράτηγος Δήμος Ρινιάσας καί ο χιλίαρχος Γιώτης Γκιώνης, καί εφονεύθησαν πέντε, οι τρείς από τούς οποίους ήσαν εργάται, σκάπτοντες εις εύρεσιν τής πυρπολικής τών εχθρών υπονόμου, καί διά τούτο πλακωθέντες εις τόν λάκκον όταν έγινεν η εκπυρσοκρότησις.
Μεσολόγγιον τή 21η Ιουλίου 1825
Όταν δέ η χρυσοειδής αυγή ήρχισε νά ρίπτη τάς κόκκινας ακτίνας της εις τόν ορίζοντά μας τόσον, ώστε μόλις ηδύνατο νά διακρίνη τις τά ενώπιόν του αντικείμενα, αίφνης οι υπό τό κανονιοστάσιον τού Φραγκλίνου εχθροί έβαλον πύρ εις τήν οποίαν είχον προκατασκευάσει εκείσε πυρπολικήν υπόνομον, καί μετά τήν εκπυρσοκρότησίν της ώρμησαν επάνω εις τό κανονοστάσιον τούτο, καί έστησαν έως είκοσι σημαίας των. Συγχρόνως έπραξαν τό αυτό καί οι υπό τά κανονοστάσια τού Μπότσαρη, Μακρή καί Μοντάλεμπερτ. Ενταυτώ ήρχισε καί από τά δύω μέρη γενικός τουφεκισμός καθ' όλην τήν γραμμήν τού περιτειχίσματός μας, ομού δέ καί ο αμοιβαίος πυροβολισμός τών κανονίων, πυροβολικών όλων καί ομπουζίων.
Εποσπάθησαν οι εχθροί νά εφορμήσωσι μετά τό στήσιμον τών σημαιών, καί νά εξουσιάσωσι τά κανονοστάσιά μας ταύτα, αλλά τά γενναία όπλα τών καρτεροψύχων Ελλήνων, οίτινες εκ τών πλευρών τού περιτειχίσματος καί εκ τών έσωθεν αντιπρομαχώνων εμάχοντο μέ τού θανάτου τήν απόφασιν καί μέ γενναιότητα απαραδειγμάτιστον, όχι μόνον τούς εμπόδισαν νά προχωρήσωσιν, αλλά καί 500 περίπου κατεσκότωσαν, πολλοτάτους επλήγωσαν, ικανάς τών σημαιών τής ημισελήνου, καί όχι ολίγα όπλα καί άλλα λάφυρα αφήρπασαν, καί τούς λοιπούς βαρβάρους τελευταίον μετά δύω ήμισυ ωρών μάχην κατεδίωξαν, καί ηνάγκασαν νά επιστρέψωσι κατατρομαγμένοι εις τά περιχαρακώματά των.
Μεσολόγγιον τή 25η Ιουλίου 1825
Τό ελθόν από ξηράς εις βοήθειάν μας στρατιωτικόν, συντιθέμενον από τά σώματα τών στρατηγών Καραϊσκάκη, Κίτσου Τζαβέλα καί λοιπών, φθάσαν επάνω τών εχθρικών κατασκηνωμάτων έκαμεν εκ συνθήματος εις τήν μίαν ώραν τής νυκτός τό σημείον τού ότι μέλλει νά εφορμήση, καί νά ήμεθα καί ημείς έτοιμοι νά πράξωμεν τό ίδιον. Τήν γ' ώραν λοιπόν τής νυκτός επέπεσον τά ειρημένα στρατεύματα εις τάς εχθρικάς σκηνάς ούσας εν ταίς υπωρείαις, καί ήρχισαν τήν μάχην. Μετ' ού πολύ ήρχισαν ωσαύτως τήν φωτίαν καί οι εξελθόντες από τήν ανατολικήν πτέρυγα καί από τό κέντρον τού περιτειχίσματός μας, καί έτρεξαν επί τών εχθρικών χαρακωμάτων μέ ορμήν αμίμητον. Η εμπροσθινή τούτων γραμμή συνισταμένη από παλληκάρια, μή φέροντα άλλο όπλον, παρά μόνο τό ξίφος γυμνωμένο, επιπεσούσα αίφνης εις τά εμπροσθινά χαρακώματα εθυσίασεν υπέρ τούς 300 εκείσε ευρεθέντας βαρβάρους, η δέ άλλη γραμμή αφού δίς εκένωσε τά τουφέκια, ώρμησε καί εξουσίασε τέσσαρα εχθρικά κανονοστάσια καί όχι μικρόν μέρος τών χαρακωμάτων τής πλευράς εκείνης.
Εν τούτω οι εχθροί κατατρομασμένοι ετραβήχθησαν, καί άφησαν τούς προμαχώνας τής ανατολικής πτέρυγος, συσσωματωθέντες περαιτέρω πρός τήν δυτικήν καί βόρειον. Οι δέ Έλληνες ευρεθέντες εν τώ μέσω τού μεγάλου λαβυρίνθου τών εχθρικών χαρακωμάτων, τό έντεχνον καί οχυρόν τών οποίων τά αποκαθιστά σχεδόν απόρθητα, έσφαξαν όσους απάντησαν, εζώγρησαν (αιχμαλώτισαν) πολλούς καί μάλιστα εκ τών εργατών τού εχθρού, αφήρπασαν πλήθος σημαιών καί όπλων, καί τελευταίον μετά τριών ήμισυ ωρών μάχης επέστρεψαν καί εισήλθον εις τό τείχος, αφήσαντες φρίκην εις τούς εχθρούς καί δειλίαν άκραν.
Αι περισσότεραι σκηναί τού εχθρικού στρατοπέδου ήσαν τοποθετημέναι εις τούς πρόποδας τών αντίκρυ τής πόλεώς μας ορέων. Μετά τήν μάχην λοιπόν τής 25 τού λήγοντος ήρχισεν ο εχθρός νά μεταφέρη αυτάς κατωτέρω εις τήν πεδιάδα, καί όλος ο στρατός ήδη είναι κατεσκηνωμένος πέριξ τών περιταφρωμάτων. Η πρασινόχροος τού Κιουταχή σκηνή σχηματίζει τό κέντρον τού κατασκηνώματος, καί πλησίον ταύτης είναι η τού Ισμαήλ Πλιάσα πασσά καί λοιπών μπέηδων. Πολύ δυσαρεστούνται καί αγανακτούν ίσως οι μαλθακοί πασσάδες καί μπέηδες διά τήν μετάθεσιν αυτήν, τήν οποίαν εξ αιτίας τών Ελλήνων ηναγκάσθησαν νά κάμωσι, καί διά τούτο στερημένοι τόν καθαρόν αέρα τών υπωρειών, ευρίσκονται τώρα εκτεθειμένοι εις τόν μολυσμένον τής πεδιάδος καί εις τήν διάκρισιν τών κωνώπων καί λοιπών ζωυφίων, ας υπομένωσι όμως μέ σταθερότητα όλας ταύτας τάς κακοπαθείας οι αγάδες διά τήν αγάπην τού τόσον πιστού καί ανταποδότου αυθέντου των. Ο Σουλτάνος δέν θέλει λείψει τού νά ανταμείψη τάς ειλικρινείς εκδουλεύσεις των μέ τήν συνήθη γαληνότητα καί ευγνωμοσύνην τής μάχαιράς του.»
Ελληνικά Χρονικά Εφημερίς εκδοθείσα εν Μεσολογγίω υπό τού Ελβετού Ιακώβου Μάγερ
Τήν 1η Οκτωβρίου 1825, ο Κώστας Χορμοβίτης κατασκεύασε ένα νέο λαγούμι στό
"Ύψωμα τής Ενώσεως" πού είχαν
κατασκευάσει οι Τούρκοι καί τήν κατάλληλη στιγμή τού έβαλε φωτιά. Τουρκικά σώματα
εκτοξεύτηκαν στόν αέρα καί η φρουρά τού Μεσολογγίου ενήργησε νέα έφοδο κατά τού
εχθρού πού υποχρεώθηκε νά υποχωρήσει πρός τά πίσω τριακόσιες οργιές (1 οργιά = 1,83 μέτρα).
Οι Έλληνες αποκόμισαν πλήθος από σημαίες καί όπλα τού εχθρού καί είχαν τρείς απώλειες. Τήν επομένη, οι
εχθροί απομακρύνθηκαν ακόμα περισσότερο από τά τείχη καί η φρουρά βγήκε εκ νέου γιά νά καταστρέψει
όλα τά έργα τού εχθρού, νά κάψει τίς σκηνές του καί νά πανηγυρίσει μέ πυροβολισμούς τήν υποχώρησή του.
Οι Σαδήμας καί Χριστόδουλος Χατζή Πέτρου
μπήκαν στό Μεσολόγγι μέ 200 άνδρες γιά νά ενισχύσουν τή
φρουρά του, ενώ ο Καραϊσκάκης δέν σταματούσε νά ενεργεί αιφνιδιαστικές επιθέσεις στίς εφοδιοπομπές καί
στά στρατόπεδα τού Κιουταχή στόν Καρβασαρά (Αμφιλοχία), στή Λάσπη (Λάσπες) καί στή Ρίγανη,
κάνοντας αισθητή πλέον τήν έλειψη τροφίμων
στό τουρκικό στρατόπεδο. Ο Τσόγκας πού βγήκε από τό Μεσολόγγι καί ο Ράγκος, επηρεασμένοι
από τόν Μαυροκορδάτο πού μισούσε τόν Καραϊσκάκη, δέν βοήθησαν καθόλου στίς επιχειρήσεις τού τελευταίου,
ο οποίος όμως είχε τήν στήριξη μικρότερων οπλαρχηγών, όπως τών Ανδρίτσου Σαφάκα, Βαγγέλη Κοντογιάννη,
Ζαχαράκη Γιολδάση, Δημοτσέλιου, Γιώργη Πεσλή καί άλλων.
Ο Κιουταχής ήταν πολύ εξοργισμένος μέ τήν στασιμότητα τών επιχειρήσεων. Συχνά ξεσπούσε τήν οργή του
στούς αιχμαλώτους, αδιαφορώντας αν ήταν γυναίκες ή παιδιά. Σύμφωνα μέ τόν Σπυρίδωνα Τρικούπη,
άλλοτε σούβλιζε μικρά παιδιά σέ εμφανή θέα από τά τείχη τού Μεσολογγίου καί άλλοτε έδενε γυναίκες μπροστά
από τίς μπούκες τών κανονιών του καί τίς τίναζε στόν αέρα βάζοντας πύρ στά κανόνια.
Τούς αιχμαλώτους τούς έβαζε σέ λάκκους, τούς οποίους τούς έκλεινε μέ σανίδες καί από πάνω τους τοποθετούσε
φρουρούς. Οι αιχμάλωτοι ήταν αναγκασμένοι νά ζούν μέσα στίς ακαθαρσίες τους καί σέ σύντομο χρονικό διάστημα
πέθαιναν από τίς αρρώστειες ή από ασφυξία.
Τό φθινόπωρο είχε φτάσει, οι βροχές καί η λάσπη έκαναν δύσκολη τή ζωή τών
πολιορκητών καί ο σουλτάνος γνώριζε πολύ καλά ότι τό Μεσολόγγι δέν θά έπεφτε χωρίς βοήθεια.
Όσο καί άν φανερά εξυμνούσε τόν βαλή τής Ρούμελης γιά τήν ανδρεία καί τήν τόλμη του, επαινώντας τον επειδή
"οι μουσουλμάνοι νίκησαν καί ξεκαθάρισαν τή Ρούμελη, ώστε δέν έμεινε πιά στά χέρια τών απίστων ούτε
μία φούχτα γής", από μέσα του γνώριζε ότι η πτώση τού Μεσολογγίου έπρεπε νά γίνει πολύ γρήγορα.
Ο Μέττερνιχ δέν έπαυε νά τόν προειδοποιεί ότι έπρεπε νά τελειώνει γρήγορα μέ τήν ελληνική
επανάσταση, διότι η Ρωσία καί η Μεγάλη Βρετανία είχαν συνάντηση στήν Αγία Πετρούπολη γιά νά λάβουν
αποφάσεις γιά τό ελληνικό ζήτημα. Ο σουλτάνος Μαχμούτ ταπεινώθηκε ακόμα γιά μία φορά στόν
Μωχάμετ ’λυ,
ζητώντας του εκ νέου βοήθεια. Ο σατράπης τής Αιγύπτου, ευτυχισμένος μέ τίς εξελίξεις πού τόν έφερναν βορειότερα,
έστειλε εντολή στόν γιό του Ιμπραήμ πασά, νά περάσει απέναντι στή Ρούμελη, γιά νά βοηθήσει
τόν Κιουταχή νά καταλάβει τόν "φράκτη".
«Ο εχθρός εν τοσούτω δέν έπαυε κυλίων τό χώμα καί διά τού τρόπου τούτου εισήλθε πάλιν εις τό κανονοστάσιον Τερίμπιλε. Οι πολιορκούμενοι κατεσκεύασαν καί αύθις δύο υπονόμους υπό τό χώμα, τήν μίαν μεγαλυτέραν τής άλλης, περί δέ τήν 2αν ώραν τής 9ης 7βριου ετέθη τό πύρ εις τήν μικράν υπόνομον, μέ τήν έκρηξιν τής οποίας ετινάχθησαν εις τόν αέρα έξ Τούρκοι, ταυτοχρόνως δέ ήρχισεν ο πυροβολισμός από τό κανονοστάσιον τού Κοτζίσκου μέχρι τών ερειπίων τού κανονοστασίου τού Βότσαρη. Οι εχθροί ήνοιξαν τό πύρ καί τότε σμήνος Αλβανών καί Κακλαμάνων (Τούρκων τής Μικράς Ασίας) έδραμεν εις βοήθειαν τών κινδυνευόντων συντρόφων των ως καί αυτός ο αρχιστράτηγος μεθ' όλης τής φρουράς του καί η μάχη εγένετο πεισματώδης.
Εις τήν ακμήν δέ τής πάλης μέγα μέρος Αλβανών καί Γκέγκιδων επειράθησαν νά εφορμήσωσιν εις έφοδον αλλ' αντεκρούσθησαν μέ πολλήν φθοράν. Νομίσας δέ ο εχθρός, ότι όλαι αι ελληνικαί δυνάμεις είχον συναθροισθή εκεί, καί θέλων φαίνεται νά φέρη αντιπερισπασμόν, επεχείρησεν έφοδον διά τών ενώπιον τών κανονοστασίων Ρήγα, Μακρή καί Μονταλαμπέρτ σωμάτων, αλλ' η φρουρά τών ρηθέντων κανονοστασίων, κτυπήσασα τούς εφορμώντας δραστηρίως, δέν τούς άφησεν ούτε βήμα νά προχωρήσωσιν εις τά εμπρός καί ηνάγκασε αυτούς μετά σπουδαίας απωλείας νά επανέλθωσιν άπρακτοι καί κακώς έχοντες εις τάς θέσεις των.
Περί δέ τήν 4ην ώραν μ.μ. αφού απεσωρεύθησαν πλήθος Τούρκων νομίσαντες, ότι απηλλάγησαν τού φόβου τής υπονόμου, ετέθη τό πύρ καί εις τήν άλλην υπόνομον, η έκρηξις τής οποίας ετίναξεν εις τόν αέρα πλήθος εχθρών, εξ ών άλλοι μέν έπεσον ένδον τού φρουρίου καί άλλοι εν τώ μέσω τών συντρόφων των. Οι διασωθέντες τότε έστρεψαν τά νώτα, μή δυνάμενοι ν' ανθέξωσιν εις τό ζωηρότατον πύρ τής φρουράς, μέρος τών ανδρών τής οποίας ελκύσαντες τά ξίφη, ώρμησαν εις τά εντός τού κανονοστασίου Τερίμπιλε ανεστραμμένα εχθρικά χαρακώματα καί εις τά λείψανα τού προχώματος, ενσπείραντες τήν φρίκην καί τόν όλεθρον εις τούς φεύγοντας εχθρούς.
Η μάχη διήρκεσε καθ' όλην τήν νύκτα, εφονεύθησαν δ' εκ τών Ελλήνων 17 καί επληγώθησαν 45, εν οίς καί ο σωματάρχης Γεώργιος Βάγιας καί ο υποσωματάρχης Κώστας Διαμαντή Τζαβέλας καί οι αξιωματικοί Βασίλειος Βαργιαδίτης, Κώστας Τζάνης καί Χρήστος Τασούλης. Η δέ ζημία τού εχθρού ανέβη εις 500 περίπου φονευμένους, εν οίς καί ο ανεψιός τού Μπανούση Σέβρανη, πλείστοι δέ επληγήθησαν, εν οίς ο ίδιος Μπανούσης Σέβρανης καί Ασλάμπεης Πούτζες, Αλβανοί ισχυροί τού πολιορκητού οπλαρχηγοί.
Τήν 12ην Δεκεμβρίου 1825 περί τήν 2αν ώραν μ.μ. έφθασεν έξω τού Μεσολογγίου ο Ιμπραήμ πασάς, άγων έξ περίπου χιλιάδας στρατόν τακτικόν εις πεζικόν, πυροβολικόν καί ιππικόν καί έστησεν αμέσως τάς σκηνάς του, αποχωρισμένος από εκείνας τού Κιουταχή. Τήν 27ην δύο αραβικοί λόχοι παρέλαβον εις τήν διεύθυνσίν των έν εκ τών τριών εχθρικών κανονοστασίων, τό απέναντι τής ανατολικής πλευράς τού φρουρίου.»
Απομνημονεύματα δευτέρας πολιορκίας Μεσολογγίου Αρτεμίου Μίχου
Τήν άνοιξη τού 1825 καί ενώ τά ρουμελιώτικα στρατεύματα ήταν ακόμα στήν Πελοπόννησο,
οι Τούρκοι μέ αρχηγούς τόν Αμπάζ πασά καί τόν Μουστάμπεη εισέβαλαν στήν Ανατολική Στερεά,
προερχόμενοι από τή Λαμία. Ταυτόχρονα, ένα τμήμα τού στρατού τού Κιουταχή, εισέβαλε από τά δυτικά
καίγοντας στό πέρασμά του χωριά, μεταξύ τών οποίων τό Μαλανδρίνο, τή Σεργούλα, τή
Βιτρινίτσα (Τολοφών) καί τό νησάκι Τριζόνια. Ο Γκούρας μέ τόν
Σκαλτσοδήμο καί τό Νάκο Πανουργιά έπιασαν
τή θέση Πέντε Όρνια (Πεντεόρια Φωκίδας), αλλά σκόρπισαν αμέσως μέ τήν εμφάνιση τού εχθρού.
Οι Τούρκοι επιτέθηκαν καί η μάχη κατέληξε σέ σφαγή τών Ελλήνων. Μέσα σέ μία ώρα είχαν σκοτωθεί 125
στρατιώτες μέ κυριότερους τούς Γεώργιο Χαλμούκη καί Αναγνώστη Κάρμα.
Οι κάτοικοι τών Σαλώνων ήσαν αμέριμνοι. Ο Γκούρας τούς είχε
καθησυχάσει μέ τή διαβεβαίωση ότι δέν διέτρεχαν κανένα απολύτως κίνδυνο.
Ο δρόμος όμως τών Τούρκων ήταν πλέον ανοικτός, αφού είχαν διαλύσει όλα τά ελληνικά στρατιωτικά σώματα
καί τό ιππικό τους κάλπαζε ήδη πρός τά Σάλωνα, μέ τήν ελπίδα τής λεηλασίας καί τής αιχμαλωσίας νεαρών γυναικών.
Πράγματι τό ιππικό μπήκε στήν πόλη σκοτώνοντας 150 ανήμπορους γέρους καί γριές πού δέν μπορούσαν νά τρέξουν
καί αιχμαλωτίζοντας 300 γυναίκες καί νεαρές κοπέλλες. Όσοι κάτοικοι πρόλαβαν νά κινηθούν στά ορεινά,
κατάφεραν νά σωθούν, αφού τό τουρκικό ιππικό δέν μπόρεσε νά τούς ακολουθήσει στά δύσβατα μονοπάτια.
«Αλλ' αρχάς Απριλίου 1825 Τούρκοι εκ τού Ζητουνίου ως τετράκισχίλιοι, πεζοί τε καί ιππείς, επί κεφαλής έχοντες τόν Αμπάζπασιαν καί Μουστάμπεην, εισέβαλον τήν 8ην τού αυτού εις τάς Θερμοπύλας καί προυχώρησαν εις τά πεδία τής Λεβαδίας καί έφθασαν εις Τουρκοχώρι, εις τά Λεύκτρα. Ο δέ Γκούρας αφήσας εις Λιβανάτας τόν Κριεζιώτην καί τόν Στ. Κατσικογιάννην, εκινήθη τήν 9η Απριλίου 1825 μέ τόν Ρούκην καί έφθασαν εις Δαύλειαν, όπου ήδη ευρίσκοντο ωχυρωμένοι ο Κομποταδίτης, Πρέβας, Κοντουσόπουλος, Δυοβουνιώτης καί Νάκος Πανουργιάς. Συνεκροτήθη δέ μάχη καί οι Τούρκοι αντεκρούσθησαν κρατερώς, καί εφονεύθησαν καί επληγώθησαν πολλοί καί ετράπησαν, αλλ' εστρατοπέδευσαν περί τήν Δαύλειαν.
Εστρατοπέδευσαν καί οι Έλληνες εις τό μοναστήριον τής Ιερουσαλήμ, έν τέταρτον τής ώρας μακράν απ' αυτών. Τήν 10ην ητοιμάσθησαν νά υπάγωσιν εις τά Σάλωνα, καί επειδή οι Έλληνες είχον αφ' εσπέρας καταλάβει τάς αναγκαίας θέσεις, αφ' ού τό πρωΐ τής 11ης έκαμαν οι Τούρκοι διάφορα κινήματα, καί εφονεύθησάν τινες καί ηχμαλωτίσθησαν πλειότεροι, υπέστρεψαν πάλιν εις Τουρκοχώρι. Ο δέ Στ. Κατσικογιάννης ακούσας ότι οι Έλληνες εμάχοντο εις τό μοναστήριον τής Ιερουσαλήμ, έδραμεν εις βοήθειαν. Φθάσας δέ εις Κάπραιναν ή Χαιρώνειαν, τής νυκτός επελθούσης, κατέλυσε, διότι είχε παύσει καί η μάχη. Αλλά τήν νύκτα αυτήν εκίνησεν ο Αμπάζπασιας μέ τούς ιππείς του ως χιλίους πεντακόσιους εκείσε, καί οι Έλληνες τούς είδον εις τά χαράγματα τής αυγής, καί ωχυρώθησαν εις υψηλόν μέρος, καί τούς αντέκρουσαν ορμήσαντας καί εφόνευσαν περί τούς 100 καί τούς έτρεψαν. Έπεσον καί εξ αυτών επτά, εν οίς καί ο αντιστράτηγος Κώστας Βασιλείου καί επληγώθησαν οκτώ, εν οίς καί ο αξιωματικός Κιτσιοκόρδας.
Ήδη αποσπάσματα Τούρκων από τό στρατόπεδον τού Κιουταχή διεσπάρησαν υπέρ τάς έξ χιλιάδας εις τάς επαρχίας υπό τόν Σούλτσε Κόρτσα, Μπανούση Σέβρανη, Ταχήρ Αμπάζ, ’γο Μουχουρδάρην καί άλλους κατά διαφόρους διευθύνσεις, διά νά θύσωσι καί ν' απολέσωσιν. Εκ τούτων δυσχίλιοι έφθασαν έξω τής Ναυπάκτου καί συμπαραλάβοντες πεντακοσίους από τήν φρουράν, εκινήθησαν τήν 14ην Απριλίου 1825 νυκτός εις Μαλανδρίνον, έκαυσαν τρία χωρία καί δύω μοναστήρια, επήραν πολλά ζώα καί ηνδραπόδισάν τινας αδυνάτους. Τήν 18ην εκινήθησαν εις τήν Σεργούλαν, τήν επυρπόλησαν καί έπραξαν τά αυτά, καί ο Σκαλτσοδήμος δέν ημπόρεσε νά τούς περιστείλη. Απήλθον έπειτα εις τά Τροιζώνια καί έπραξαν τά ίδια.
Τήν 19ην εκινήθησαν εις Λοιδωρίκι, προυχώρησαν χωρίς αντίστασιν εις τό ξενοδοχείον τού Φερχάτ εφέντη (βοεβόδας τών Σαλώνων) λεγόμενον, καί προσέβαλον τόν Τριαντάφυλον Αποκουρίτην, όστις τούς αντέκρουσεν οπωσούν καί απεχώρησεν εις τά υψηλά. Οι δέ Τούρκοι έκαυσαν καί χωρία καί μοναστήρια, καί ελεηλάτησαν τόν τόπον, άλλοι εκινήθησαν πρός τά Κράββαρα καί έκαυσαν τά Βελβίτσαινα (Παλαιόπυργος). Τήν δέ 21ην ανέβησαν εις τήν κορυφήν τού βουνού, Παπαδιά λεγομένου, πλησίον τής Λομποτίνας (’νω Χώρα Ναυπακτίας), καί προσέβαλαν τόν Ανδρίτσον Σιαφάκαν, όντα ωχυρωμένον εις δυνατήν θέσιν, καί εμαχήσαντο επτά ώρας καί τόν είχον αποκεκλεισμένον. Αλλά τήν δευτέραν ώραν τής νυκτός έδραμον έξωθεν Έλληνες εις βοήθειάν του, καί εξήλθον οι αποκεκλεισμένοι καί έφυγον όλοι αβλαβείς, αφ' ού εφόνευσαν καί επλήγωσαν ως 50 Τούρκους.
Ο δέ Γκούρας ήδη ευρίσκετο εις τά Σάλωνα, καί δέν εφρόντισε νά λάβη μέτρα διά ν' ασφαλίση τήν πόλιν εκείνην από τόν εχθρόν. Η επιτροπή τής Ανατολικής Ελλάδος τόν εζήτησε πληροφορίαν διά τήν κατάστασιν τού στρατού, καί αυτός είπεν ότι εννέα χιλιάδες Έλληνες κατείχον τάς αναγκαίας θέσεις, αλλά πραγματικώς δέν υπήρχον ειμή ως επτακόσιοι εις ’μπλιανην (Φωκίδας) καί τετρακόσιοι εις τά Πεντεόρια (Πέντε Όρνια), άθλιον σύστημα τού πλείστου μέρους, άν όχι όλων τών στρατιωτικών, οι οποίοι εστράτευον μέ πέντε καί επληρώνοντο δι' εκατόν. Ο Γκούρας είχε διατάξει τόν Ρούκην νά υπάγη εις βοήθειαν τού Σκαλτσοδήμου, καί αυτός δέν τόν εδέχθη διότι δέν είχεν, ως έλεγε, τροφάς, εν ώ ηδύνατο νά οικονομηθή αποχρώντως (αρκετά) δι' ολίγας ημέρας εξ ών η κυβέρνησις είχε στείλει εις Καλαμάκι.
Η δ' επιτροπή είχε διατάξει πολλάκις τούς Γαλαξιδιώτας νά στείλωσι πλοία εις Βοστίτσαν (Αίγιον), διά νά παραλάβωσι καί νά φέρωσι εις τά Σάλωνα τά εκεί ευρισκόμενα στρατεύματα, καί δέν υπήκουσαν. Λέγεται δέ ότι καί ο Γκούρας καί ο Πανουργιάς τούς εμπόδισαν, ειπόντες ότι δέν είχον ανάγκην απ' εκείνα τά στρατεύματα. (Ο Γκούρας έπαιρνε μισθούς γιά στρατιώτες πού δέν διέθετε καί εκτός τούτου, δέν επέτρεψε τήν μεταφορά τών ρουμελιώτικων στρατευμάτων από τήν Πελοπόννησο στήν Στερεά, γιατί ανάμεσά τους ήταν ο Καραϊσκάκης, τόν οποίον φοβόταν, αφού ο Καραϊσκάκης ήταν δυσαρεστημένος μέ τή σύλληψη τού Ανδρούτσου καί απειλούσε τόν Γκούρα. Έτσι ο δήμιος τού Ανδρούτσου άφησε τήν ’μφισσα στό έλεος τών Τούρκων, οι οποίοι τελικώς τήν κατέλαβαν καί τήν λεηλάτησαν).
Ωρμήσαντες οι Τούρκοι τούς κατεσκόρπισαν καί εφόνευσαν περί τούς 300 Έλληνας καί τούς αξιωματικούς Γεώργιον Χαλμούκην, Θανασούλην Σουλιώτην, Νίσταν, Αναγνώστην Κάρμαν, Κουτρουμπόγιαννον καί τόν Γιαννάκην γραμματέα τού Πανουργιά. Οι κάτοικοι εις τά Σάλωνα Χριστιανοί, περίπου δεκαπέντε χιλιάδες ψυχαί, οι οποίοι πιστεύοντες εις τάς δυνάμεις τού Γκούρα, έμενον ήσυχοι καί ησχολούντο εις τά έργα των, άν η επιτροπή δέν ελάμβανε πρόνοιαν διά τήν ασφάλειαν τούτων. Αυτή φοβηθείσα τήν ενδεχομένην ήτταν τών Ελλήνων, διέταξεν εν δέοντι νά φύγωσι οι κάτοικοι εις τά υψηλά καί οχυρά μέρη, έως ίδωσι τό αποβησόμενον τής γινομένης μάχης, καί εσώθησαν οι απόλεμοι καί αδύνατοι ως καί τά γυναικόπαιδα.
Αίφνης ηκούσθη φωνή: "Τούρκοι Τούρκοι!" και ευθύς οι κάτοικοι τών Σαλώνων εδόθησαν εις φυγήν υπό πανικού φόβου κυριευθέντα, καί έτρεχον νά σωθώσιν εις τά όρη. Καί τότε είδον τούς Τούρκους ερχομένους εις τά Σάλωνα, ότε καί τινες ιππείς διεσπάρησαν εις τάς πεδιάδας, πλήν δέν εύρον Χριστιανούς νά σφάξωσι καί νά αιχμαλωτίσωσιν, εκτός εννέα μόνων, οι οποίοι δέν ημπόρεσαν νά φύγωσιν. Εκυρίευσαν λοιπόν οι Τούρκοι τά Σάλωνα, καί εύρον εις τήν πόλιν πολλά λάφυρα όσα πράγματα οι Χριστιανοί δέν ημπόρεσαν ν' αποκομίσωσιν.»
Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου 2
Από τά Σάλωνα (’μφισσα) οι Τούρκοι συνέχισαν τίς επιδρομές σφάζοντας καί λεηλατώντας.
Έκαψαν τό Λιδωρίκι, τή Δεσφίνα
καί κατόπιν προχώρησαν πρός τό Δίστομο. Εκεί όμως έκπληκτοι συνάντησαν ισχυρές ελληνικές δυνάμεις.
Ήταν τά ρουμελιώτικα στρατεύματα τού Καραϊσκάκη, τά οποία είχαν καταφέρει επιτέλους νά βρούν πλοίαρια,
καί νά περάσουν απέναντι από τήν Πελοπόννησο. Αλλά καί οι Έλληνες δέν περίμεναν νά συναντήσουν τόσο
νότια τούς εχθρούς. Γιά μερικά λεπτά τά αντίπαλα στρατεύματα βρέθηκαν σέ αμηχανία, μή ξέροντας τί νά
κάνουν. Ξαφνικά ο Καραϊσκάκης όρμησε πρώτος φωνάζοντας: "Έλληνες αδελφοί, επάνω τους!".
Οι Τούρκοι δέν στάθηκαν νά πολεμήσουν αλλά υποχώρησαν ατάκτως κατευθυνόμενοι πρός τά Σάλωνα.
Οι Έλληνες έπιασαν τήν Αράχωβα, όπου δημιούργησαν στρατόπεδο, γιά νά αναχαιτίζουν τούς Τούρκους
πού ήταν κλεισμένοι στήν ’μφισσα. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης μέ τόν Κίτσο Τζαβέλα, κινήθηκαν πρός τή
Δυτική Στερεά, γιά νά βοηθήσουν τούς πολιορκημένους στό Μεσολόγγι καί ο Νικόλαος Κριεζιώτης μέ τόν
Βάσο Μαυροβουνιώτη πήγαν στή Μέγαρα καί τήν Ελευσίνα, αφήνοντας στό ελληνικό στρατόπεδο τούς
Κώστα Μπότσαρη, Γεώργιο Δράκο, Γιώτη Δαγκλή, Διαμάντη Ζέρβα, Ιωάννη Γκούρα καί Χριστόφορο
Περραιβό.
Οι μάχες συνεχίστηκαν καί τό καλοκαίρι τού 1825. Στό τέλος Ιουλίου,
οι Τούρκοι επιτέθηκαν στούς Έλληνες πού είχαν οχυρωθεί στό μοναστήρι
τού Προφήτη Ηλία στό χωριό Χρισσό, κοντά στούς Δελφούς. Στό μοναστήρι βρίσκονταν λίγοι υπερασπιστές, αφού
οι περισσότεροι είχαν σκορπιστεί στά γύρω χωριά αναζητώντας τροφές. Οι 74 Έλληνες πού πολέμησαν μέσα στό
μοναστήρι δέν άντεξαν τά απανωτά κύματα τών επιτιθέμενων. Οι εχθροί κατέλαβαν τό μοναστήρι καί τό έκαψαν,
αλλά οι περισσότεροι Έλληνες κατόρθωσαν νά ξεφύγουν, αφήνοντας πίσω τους 11 νεκρούς.
Οι μουσουλμάνοι εισβολείς συνέχισαν τίς λεηλασίες στά χωριά τής Αττικής καί τή Βοιωτίας.
Στό χωριό Μαυρομάτι είχε οχυρωθεί στήν
εκκλησία τού Σωτήρος ο Αθανάσιος Σκουρτανιώτης μέ 45 παλληκάρια. Εκατοντάδες εχθροί τόν περικύκλωσαν
καί τόν πολέμησαν επί ώρες. Στό τέλος οι Τούρκοι ανέβηκαν στήν σκεπή
τής εκκλησίας καί αφού άνοιξαν τρύπες έριξαν στό εσωτερικό της εύφλεκτα υλικά όπως θειάφι
καί πίσσα, τούς έβαλαν φωτιά καί έκαψαν τήν εκκλησία μέ όλα τά παλληκάρια πού ήταν παγιδευμένα μέσα,
διαπράτοντας ένα ακόμα χριστιανικό ολοκαύτωμα.
«Οι δ' εις Βοστίτσαν ευρισκόμενοι Τζαβέλας, Καραϊσκάκης καί λοιποί Σουλιώται, μεθ' ών ηνώθησαν καί οι εν Πάτραις Δράκος, Δαγκλής, Περραιβός, Ζέρβας, Χόρμοβας καί άλλοι, όλοι ομού εις 2000 συναριθμούμενοι, παρατηρούντες τά πυρά τών απέναντι καιομένων χωρίων, καί εκ τούτου κατανοούντες τήν κατάστασιν τών εκεί, καί στενοχωρούμενοι, καί βιαζόμενοι, εμελέτων ν' απέλθουν διά ξηράς. Αγαθή δέ τύχη διά προφθασάντων πλοιαρίων τινών διαπεραιωθέντες πέραν, ωχυρώθησαν εις Δίστομον, όπου ήλθε τότε καί ο Γκούρας μετά τών λοιπών, εσκόπουν δέ νά καταλάβωσι τήν Δεσφίναν, ήν όμως προκαταλαβόντες κατείχον οι Τούρκοι, οίτινες κινηθέντες κατά τών εν Διστόμω καί παρ' ελπίδα ιδόντες εκεί δύναμιν ουκ ευκαταφρόνητον, εδίσταζον νά επιτεθώσιν.
Ούτω δέ δισταζόντων αυτών, ο Καραϊσκάκης ειπών, "αφ' ού εκείνοι δέν τολμούν νά έλθουν καθ' ημών, ημείς κατ' αυτών!" καί ξιφουλκήσας ώρμησε πρώτος. Ακολουθήσαντες δ' αυτόν καί πάντες οι άλλοι μεθ' ορμής έτρεψαν καί κατεδίωξαν τούς Τούρκους μέχρι τών οχυρωμάτων των, φονεύσαντες καί πληγώσαντες εν τούτω τινάς αυτών. Τότε οι Τούρκοι καύσαντες τήν Δεσφίναν καί τό Καστρί (Δελφοί) υπέστρεψαν εις Σάλωνα. Οι δ' Έλληνες καταλαβόντες τήν Δεσφίναν, τήν Ράχοβαν (Αράχοβα), τόν προφήτην Ηλίαν καί τό μετόχιόν του, επολιόρκουν ούτω τούς εν Σαλώνοις.
Εν τούτοις εκστρατεύσαντες οι Αμπάζ πασάς καί Μουστάμπεης μέ 2000 πρός τό Λιδωρίκι, ηχμαλώτισαν πλέον τών 100 αδυνάτων καθ' οδόν έως Βελούχοβο (Κάλλιο Φωκίδας), όπου κατεσκήνωσαν καί όπου καί άλλοι Τούρκοι εκ Σαλώνων ελθόντες ηνώθησαν μετ' αυτών. Φθάσαντες δέ εις Λιδωρίκι καί τάς οικίας καύσαντες, εκινήθησαν μέν κατά τών ωχυρωμένων μέ 1000 εις τό βουνό Κλήμα Σκαλτσά, Κίτσου, Βαλτινού, Καραγιάννη καί Αινιάν, αλλά δέν επετέθησαν κατ' αυτών στραφέντες πρός τό Λευκαδίτι, όπου εν οχυρά τινι θέσει ήσαν ωχυρωμέναι πολλαί οικογένειαι υπό μόνο ογδοήκοντα οπλοφόρων προστατευόμεναι, μεθ' ών από πρωΐας μέχρις εσπέρας επί ματαίω πολεμήσαντες καί φονευθέντες καί πληγωθέντες ουκ ολίγοι, αναχωρήσαντες επέστρεψαν εις Λιδωρίκι.»
Ιστορικά τής Ελληνικής Παλιγγενεσίας Μιχαήλ Οικονόμου
Ο χειμώνας πού πλησίαζε, ανάγκασε τούς Τούρκους νά εγκαταλείψουν τά Σάλωνα, ύστερα από κατοχή πέντε μηνών
καί νά αποσυρθούν στό Ζητούνι (Λαμία). Οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τίς σπηλιές καί τά δάση καί
επέστρεψαν στήν κατεστραμμένη πόλη, ξανακτίζοντας τά σπίτια τους,
πού τά βρήκαν καμμένα καί λεηλατημένα. Τά περισσότερα στρατεύματα διατάχθηκαν
από τήν κυβέρνηση νά κινηθούν δυτικά καί νά παρενοχλούν τά στρατεύματα τού Κιουταχή, πού
πολιορκούσαν τό Μεσολόγγι.
Στό μεταξύ η πολιορκία τού Μεσολογγίου είχε μπεί στόν έβδομο μήνα. Ο ελληνικός στόλος, ελλείψει εφοδίων
καί χρημάτων δέν μπορούσε νά παραμείνει περισσότερο.
Ο Ανδρέας Μιαούλης απέπλευσε από τόν κόλπο τού Μεσολογγίου στά μέσα τού Οκτωβρίου τού 1825
γιά νά δώσει τή θέση του στόν τουρκικό στόλο πού καραδοκούσε.
Μάταια η πολιτική επιτροπή τής Ιεράς Πόλεως
εκλιπαρούσε τό Εκτελεστικό νά μήν αποσύρει τόν ελληνικό στόλο, μάταια ζητούσε τρόφιμα καί πολεμοφόδια,
μάταια ζητούσε μισθούς γιά νά πληρώσουν οι καπετάνιοι Κίτσος Τζαβέλας, Γεώργιος Κίτσος,
Λάμπρος Βέϊκος, Νότης Μπότσαρης, Χρήστος Φωτομάρας καί Νικόλαος Ζέρβας τά
στρατεύματά τους.
Στίς 11 Νοεμβρίου 1825, ο Ιάκωβος Μάγερ, ο οποίος είχε βαπτισθεί
Ορθόδοξος, έστειλε επιστολή στήν ελληνική κυβέρνηση ζητώντας βοήθεια.
Μέ τήν επιστολή αυτή εξέθετε τή δραματική κατάσταση τών κατοίκων τής πόλης.
1200 στρατιώτες είχαν πεθάνει καί περιφέρονταν στούς δρόμους οι χήρες τους καί τά ορφανά τους χωρίς νά
έχουν στόν ήλιο μοίρα.
Ο θάνατος από τίς αρρώστειες καί τήν πείνα ήταν καθημερινό φαινόμενο. Δέν υπήρχε χώρος μέσα στήν πόλη
γιά νά θάβονται οι πεθαμένοι. Τό τείχος είχε υποστεί σημαντικές φθορές, όπως καί τά σπίτια τών κατοίκων. Τό κρύο
άρχισε νά σκοτώνει τά μωρά καί τά μικρά παιδιά. Μά ήταν δυνατόν, έγραφε ο Μάγερ, νά μήν μπορεί η
Σεβαστή Διοίκησις νά στείλει λίγο ψωμί στό Μεσολόγγι, γιά νά μήν πεθάνει ο πληθυσμός από τήν πείνα;
Σέ δική του επιστολή, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, απευθυνόμενος στόν πρόεδρο τής
κυβερνήσεως Γεώργιο Κουντουριώτη, αφού τού εξέθετε τήν
τραγική κατάσταση τών κατοίκων καί τίς ανάγκες τους γιά τρόφιμα,
προέβλεπε ότι "άν δέν έρθη η θαλάσσια δύναμις,
τό Μεσολόγγι δέν χάνεται από τό τουφέκι καί τό σπαθί, αλλά χάνεται μόνο από λιμό.
Καί χανόμενο τό Μεσολόγγι, χάνεται η πατρίς". Ο Παπαδιαμαντόπουλος είχε πάει στή Ζάκυνθο γιά νά ζητήσει
τρόφιμα καί χρήματα. Οι Ζακυνθινοί φίλοι του, τού πρότειναν νά τόν φιλοξενήσουν καί νά μήν επιστρέψει στό
Μεσολόγγι όπου κινδύνευε η ζωή του. Ο Παπαδιαμαντόπουλος τούς απάντησε ότι
η θέση του ήταν στό Μεσολόγγι.
Τόν Δεκέμβριο τού 1825, οι πολιορκημένοι τής Ιεράς Πόλεως τού Μεσολογγίου
παρατήρησαν κόκκινα μπαϊράκια, τά οποία ανέμιζαν από τήν πλευρά τής Βαράσοβας.
Ήταν ο αιγυπτιακός στρατός τού Ιμπραήμ, πού
προχωρούσε μέ αργό ρυθμό μέ σκοπό νά στρατοπεδεύσει έξω από τά τείχη.
Τήν ίδια ώρα, ο μουσουλμανικός στόλος
τού Χοσρέφ Τοπάλ πασά πλησίαζε στή λιμνοθάλασσα από τόν κάβο τού Πάπα
(ακρωτήριο Αράξου). Τά λίγα ελληνικά πλοία πού βρίσκονταν εκεί σκόρπισαν, μέ εξαίρεση
τό πυρπολικό τού Θεόδωρου Βώκου. Ο ατρόμητος πυρπολητής προσπάθησε νά δέσει τό πυρπολικό του σέ μία
φρεγάτα, αλλά μία κανονιά τού έκοψε καί τά δύο χέρια. Ο Βώκος έπεσε στήν θάλασσα καί κατέληξε στόν βυθό
τού Πατραϊκού κόλπου, αφού δέν μπορούσε νά κολυμπήσει χωρίς χέρια.
Τό Αλωνάκι, όπως τό αποκάλεσε ο Διονύσιος Σολωμός, ήταν ζωσμένο από ξηρά καί από θάλασσα.
Μουσουλμάνοι από τήν Ευρώπη, τήν Αφρική καί τήν Ασία ανυπομονούσαν
νά καταλάβουν τήν πόλη καί νά τήν λεηλατήσουν. Η φρουρά ήταν εξαντλημένη από
τήν πολύμηνη πολιορκία, καί οι άμαχοι υπόφεραν από τό κρύο καί τήν πείνα.
Κανένας όμως δέν σκέφτηκε τήν παράδοση τής πόλης στόν εχθρό. Έναν εχθρό πού διαρκώς έφερνε προτάσεις
συνθηκολόγησης, είτε μέσω Αλβανών απεσταλμένων είτε μέσω τού Βρετανού πλοιάρχου ’μπατ.
«Μεσολόγγιον τή 13η Δεκεμβρίου 1825
Χθές τό εσπέρας ίδεν η γενναία φρουρά τού Μεσολογγίου καί αραβικάς φάλαγγας ερχομένας από τά σπλάχνα τής Αφρικής εναντίον της. Ούτε αι φυλαί τών Αλβανών καί Γκέκηδων, ούτε τών Γκριτζαλίδων, ούτε τών Καϊνταλήδων, ούτε τών Βιντινλήδων, ούτε τών Κοζάκων αυτών, ήτινες ήλθον από τάς εκβολάς τού Δουνάβεως, δέν εξήρκεσαν διά τόσον μικρόν αριθμόν Ελλήνων κλεισμένων εις τήν μάνδραν ταύτην, ούτε οι από τής Ασίας μεταβάντες Κιουταχήδες καί λοιποί δέν εστάθησαν ικανοί, αλλ' ήλθον καί ’ραβες από τήν Αφρικήν νά μάς πολεμήσωσιν;
Εν ώ ταύτα έλεγεν η φρουράν μας, η μουσική καί τά τύμπανα αντήχουν εις τά ώτα μας, οι δέ εις Κρυονέρι αποβιβασθέντες ’ραβες, συμποσούμενοι εις 4000 περίπου, καί οδηγούμενοι από τούς Γάλλους αξιωματικούς των, επλησίαζαν πρός τό εχθρικόν στρατόπεδον μ' όλην τήν πομπήν, προπορευομένης τής πυροβολικής, καί απ' οπίσω ακολουθούντος τού ιππικού. Έξ δέ σημαίαι εκυμάτουν επί τάς κεφαλάς των. Αμέσως φθάσαντες οι Αφρικανοί εις τό στρατόπεδον, έστησαν τάς σκηνάς των αποχωρισμένας από εκείνας τών από τής ασιατικής καί ευρωπαίας Τουρκίας, καί ήδη τό θέαμα τού εχθρικού στρατοπέδου είναι τωόντι μία χάρτα παριστάνουσα τά τρία μέρη τού παλαιού κόσμου.
Αλλά πώς ο καιρός μεταβάλλεται! Εξαλείφθησαν οι αιώνες εκείνοι, όταν τά Χριστιανικά γένη επολέμουν εις τήν Ανατολήν κατά τών οπαδών τού Μωάμεθ! Επί τών σταυροφόρων πρώτη εξεστράτευσεν η Γαλλία διά τήν απελευθέρωσιν τής Ιεράς Γής. Η Γαλλία τότε έχυσε τόσον αίμα διά τήν υπεράσπισιν τού Ευαγγελίου.
Σήμερον, συγχωρεί ο βασιλεύς της νά κατασκευάζωνται πλοία πολεμικά διά τούς απίστους, τά καράβια της νά μεταφέρουν τούς θησαυρούς τού Αιγυπτίου σατράπου, οι υιοί της, ενωμένοι υπό τάς σημαίας τής ημισελήνου, νά καταπολεμούν τούς υπό τήν σταυροφόρον σημαίαν Χριστιανούς, οι οποίοι συντρίψαντες τής οθωμανικής τυραννίας τάς αλύσους, αγωνίζονται νά ζήσωσιν ως Χριστιανοί καί νά αποκατασταθούν Έθνος Ανεξάρτητον!
Μεσολόγγιον τή 15η Δεκεμβρίου 1825
Τά μεγαλύτερα τών εχθρικών καραβίων εξέπλευσαν τού κόλπου Παλαιών Πατρών καί ήλθον, τά μέν αντίκρυ τού Βασιλαδίου, τά δέ αντίκρυ τού Πάπα (Αράξου). Εστάθησαν ικανήν ώραν κατ' ανέμου, καί περί τό εσπέρας πάλιν επέστρεψαν εις τά φρούρια.
Μεσολόγγιον 17η Δεκεμβρίου 1825
Δέκα τών εχθρικών καραβίων άραξαν σήμερον πρός τόν λιμέναν μας απέναντι τής Τουρλίδας. Παρατηρείται ότι οι ’ραβες όχι μόνον μένουν χωριστά κατασκηνωμένοι, αλλά ούτε καί εις τά κανονοστάσια, ούτε καί εις τάς άλλας εργασίας τού εχθρού λαμβάνουν μέρος. Ούτοι περιορίζονται νά κάμνουν καθ' ημέραν τήν συνήθη τών όπλων γύμνασιν, καί τίποτα περισσότερον.
Μεσολόγγιον τή 22η Δεκεμβρίου 1825
Η "Γενική Εφημερίς τής Ελλάδος" (όργανο τού Κωλέττη) περιέχει τήν εφεξής είδησιν: Τό Μεσολόγγιον είναι καλώς προμηθευμένον, καί ολοέν προμηθεύεται από ζωοτροφιών, διότι περί τούτου εφρόντισεν η Διοίκησις.
Πολύ ορέγεται η Γενική Εφημερίς τής Ελλάδος νά αναφέρη πράγματα, τά οποία, φθάνει μόνον νά προσβάλουν καλώς καί ολίγον φροντίζει άν μετέχουν ή όχι από τήν αλήθειαν. Όσον διά τό Ναύπλιον είμεθα βέβαιοι, ότι είναι καλά προμηθευμένον, καί έχει τά πάντα έν αφθονία, καί ίσως η Γενική Εφημερίς, επειδή ευρίσκεται εκεί, ένθα όλοι απολαμβάνουν τά πάντα πλουσιοπαρόχως, θέλει νά νομίζη ότι καί τό Μεσολόγγιον είναι καλά προμηθευμένον. Ο χορτασμένος δέν πιστεύει ποτέ τόν πεινασμένον!
Μεσολόγγιον τή 25η Δεκεμβρίου 1825
Τό πρωΐ επανηγυρίσθη η χαρμόσυνος ημέρα τών Χριστουγέννων, καί η ανάμνησις τής πρό τριών ετών γενομένης κατά τήν αυτήν ημέραν λαμπράς νίκης εναντίον τών στρατιών τού Ομέρ πασσά, αίτινες εφώρμησαν κατά τού αθανάτου τούτου περιφράγματος, αλλ' αι οποίαι κατεστράφησαν, καί εις επονείδιστον έπειτα εδόθησαν φυγήν.
Μετά δύω ωρών διάστημα, οι Γάλλοι ανεβίβασαν τάς αραβικάς φάλαγγάς των επί τόπου υψηλού, καί τέσσαρας περίπου ώρας τούς εδίδασκον τά κινήματα τής πολεμικής, καί εξαιρέτως τόν τρόπον τού ορμάν εναντίον εις τά τείχη. Η φρουρά μας εθεώρει ταύτα μέ αταραξίαν, καί έλεγε καθ' εαυτήν. Καθάρματα τής Γαλλίας!
Μεσολόγγιον τή 5η Ιανουαρίου 1826
Οι Γαλλοάραβες έβαλαν καί σήμερον μετά τήν μεσημβρίαν εις ενέργειαν τό πύρ των κατά κάθετον (μέ όλμους). Αι βόμβαι αυτών αποτελούν λάκκους ευρυχωροτάτους, εξ ού γίνεται γνωστόν, ότι καί είναι καθ' υπερβολήν μεγάλου όγκου. Μία οικογένεια συντιθεμένη από τέσσαρας ψυχάς έγινε πλήθος συντριμμάτων από τήν έκρηξιν μιάς γαλλοαραβικής βόμβας, ο δέ οίκος ούτος ανετράπη εξ ολοκλήρου.
Μεσολόγγιον τή 6η Ιανουαρίου 1826
Εορταζομένης σήμερον τής ημέρας τών Θεοφανείων, δι επιταγής τής ενταύθα τοπικής διοικήσεως καί τών στραταρχών, έγινεν εις τούς προμαχώνας τού αξιομνημονεύτου οχυρώματός μας γενική πρός τόν Ύψιστον Θεόν δέησις. Επεκαλέσθημεν τήν βοήθειάν του δι' ιεροπραξίας παντός τού κλήρου.
Μεσολόγγιον τή 11η Ιανουαρίου 1826
Ο εχθρός τής ξηράς επυροβόλησε σήμερον τήν πόλιν μας μέ βόμβας, μιάς εξ αυτών η έκρηξις απεκοίμισεν εν τώ μέσω τής αγοράς επταετές κοράσιον. Ιδού ότι οι τακτικοί καί εξευγενισμένοι Γαλλοάραβες πολεμούν κατά τούς νόμους τής Ευρώπης, προφυλαττόμενοι νά μήν βλάπτουν τά εις τήν πόλιν γυναικόπαιδα, αλλά μόνον τό τείχος καί τήν φρουράν του!
Μεσολόγγιον τή 23η Ιανουαρίου 1826
Η ναυτική μοίρα τού γενναίου Μιαούλη ήλθεν εις τόν λιμέναν μας καί προσωρμίσθη, Ο δ' εχθρός τής ξηράς ησυχάζει. Ο εχθρικός στόλος εξέπλευσε τού κόλπου Παλαιών Πατρών διευθυνόμενος κατά τής μοίρας μας, ήτις εβάλθη πάραυτα εις τά πανιά. Ήρχισεν λοιπόν νά γίνεται καί αύθις πεισματική ναυμαχία, ήτις επικρατεί ακόμη, ότε η εφημερίς τίθεται εις τά πιεστήρια.
Ο ελληνικός στόλος διοικούμενος από τόν ναύαρχον Μιαούλην, άμα πληροφορηθείς ότι εις τά ρηχά τού Καλαμωτού εκάθισε μία εχθρική φρεγάτα, τήν οποίαν επροσπαθούσε νά διασώση ο εχθρικός στόλος, εσηκώθη από τίς Σκρόφες τή 15η τού τρέχοντος πρός τό εσπέρας, έφθασεν εις τό καθισμένον πλοίον, τό οποίον δέν έπαυε νά πυροβολή. Η περί τόν κάβον Πάπαν προφυλακή τού εχθρικού στόλου συγκειμένη από είκοσι καλά κομμάτια, αντί νά τό βοηθήση, έφυγε διωκομένη από τέσσερα μόνα ελληνικά πλοία έως έμπροσθεν τής Πάτρας. Περί τήν 9ην ώραν τό πυρπολικόν τού γενναίου Γεωργίου Πολίτη Υδραίου διορισθέν από τόν ναύαρχον διά σημείου, έπεσεν εις τό εχθρικόν, εκόλλησε καί τό έκαυσε. Αύτη ήτον μία μεγάλη κορβέτα 26 κανονιών, κυβερνωμένη από κάποιον Μουσταφά Τσισμελή, νεοκατασκευασμένη καί ταχύπλους. Όταν εκάη, ευρέθη νά έχη μέσα υπέρ τούς 300 ανθρώπους, από τούς οποίους ήσαν 30 Χριστιανοί ναύται καί σκλάβοι.
Τήν ακόλουθον ημέραν, ο ελληνικός στόλος έφθασεν έμπροσθεν τού Μεσολογγίου, επέρασεν πλησίον από τόν κάβο Κρίο (Αντίρριο) διά νά έχη τόν καιρόν αρμόδιον, καί αμέσως διευθύνθη κατά τού εχθρικού στόλου, ο οποίος είχεν εκπλεύσει από Πάτραν καί Κρυονέρι όλος συμποσούμενος εις εξήντα περίπου κομμάτια. Περί τήν 6ην ώραν έγινεν ακροβολισμός, εις τόν οποίον οι Τούρκοι έδειξαν πάλιν τήν συνηθισμένην δειλίαν των καί άν δέν συνέπιπτεν η γαλήνη, οι Έλληνες ήθελαν αποδιώξει τόν εχθρόν από τόν κόλπον τής Πάτρας.
(Τά Ελληνικά Χρονικά έπαψαν τήν έκδοσή τους τόν Φεβρουάριο τού 1826, όταν μία αιγυπτιακή οβίδα κατέστρεψε ολοσχερώς τό τυπογραφείο).»
Ελληνικά Χρονικά Εφημερίς εκδοθείσα εν Μεσολογγίω υπό τού Ελβετού Ιακώβου Μάγερ
Τά Χριστούγεννα τού 1825, ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ (Ρογοί, χωριό τής επαρχίας Καλαβρύτων)
έδωσε εντολή νά κτυπήσουν οι καμπάνες τών εκκλησιών χαρμόσυνα. Όλοι οι κάτοικοι τού Μεσολογγίου
έτρεξαν στίς εκκλησίες νά γιορτάσουν τή Γέννηση τού Ιησού καί νά προσευχηθούν γιά τή
σωτηρία τής πόλης τους.
Τήν παραμονή τών Χριστουγέννων, ο καλός ιερέας πού στή νεαρή του ηλικία είχε
υποστεί βασανιστήρια καί φυλακίσεις από τούς
Τούρκους, είχε στείλει επιστολή πρός όλους τούς κληρικούς καί ιερομονάχους τής πόλεως,
μέ τήν προτροπή "αύριον μετά τό τέλος τής Θείας Λειτουργίας, οι μέν ιερείς, ιερομόναχοι καί μοναχοί νά
συναχθήτε εις τήν κατοικίαν μου όλοι διά νά πηγαίνωμεν εις τήν μεγάλην τάπιαν (προμαχώνα τού Μπότσαρη),
οι δέ πρόκριτοι, εντόπιοι καί ξένοι μαζί μέ όλον τόν λαόν χωρίς νά φροντίσουν καφέδες καί ρακιά, νά
τρέξουν εις τήν ιδίαν τάπιαν, μέ όλην τήν προθυμίαν, ο μέν μέ τσαπί, ο δέ φτυάρι, καί άλλος μέ καλάθι, όποιος
έχει, καί νά δουλεύσωμεν όλοι μέ πατριωτισμόν, καθώς καί άλλοτε διορθώνοντες αυτήν τήν τάπιαν."
Στίς 26 Δεκεμβρίου 1825, ο Ιμπραήμ πασάς έστησε τή σκηνή του έξω από τό
Μεσολόγγι. Ο στρατός του τοποθετήθηκε μακρυά
από τόν στρατό τού Κιουταχή, στό δεξί άκρο τής άμυνας τού Μεσολογγίου καί από τήν πρώτη στιγμή
οι Γάλλοι αξιωματικοί άρχισαν νά κάνουν γυμνάσια στούς
Αφρικανούς στρατιώτες, μέ ιδιαίτερη έμφαση στήν
ανάβαση τειχών. Τό μίσος τού Κιουταχή πρός τόν αλαζόνα Ιμπραήμ ήταν αμοιβαίο. Ο Αιγύπτιος πασάς
αμέσως έδειξε τήν περιφρόνησή του πρός τόν Χαλδούπη τής Τουρκίας, όταν ειρωνικά τού είπε:
"Καλά, τόσους μήνες εδώ καί δέν μπόρεσες νά πάρεις αυτόν τόν παλιοφράκτη;
Σέ δεκαπέντε ημέρες θά έχω πάρει τήν πόλη."
Ο Κιουταχής ταπεινωμένος από τήν στάση τού Ιμπραήμ, αποσύρθηκε από τίς πολεμικές επιχειρήσεις, αφήνοντας
ελεύθερο τό πεδίο στούς αραπάδες, ώστε νά καταλάβουν μόνοι τους τόν "παλιοφράκτη".
Ο Ιμπραήμ έδιωξε από τίς οχυρώσεις τούς Τουρκαλβανούς τού
Κιουταχή καί τοποθέτησε άνδρες τού δικού του στρατού.
Αρχικά προσπάθησε νά έρθει σέ διαπραγματεύσεις μέ τούς Μεσολογγίτες. Τούς ζήτησε απεσταλμένους,
οι οποίοι νά γνωρίζουν καί άλλη γλώσσα πλήν τής ελληνικής, γιά νά μπορέσουν νά συνεννοηθούν.
Η φρουρά τού Μεσολογγίου απάντησε:
"Εμείς είμαστε αγράμματοι. Γλώσσες δέν εμάθαμε, παρά μόνο τή γλώσσα τού πολέμου."
Ενώ αυτά συνέβαιναν στό Μεσολόγγι, στό Ναύπλιο η κυβέρνηση δέν ήθελε
ή δέν μπορούσε νά συγκεντρώσει ικανό αριθμό χρημάτων γιά νά επανδρώσει τόν στόλο καί νά εφοδιάσει
τούς Μεσολογγίτες μέ εφόδια. Ενώ είχε καταφέρει νά αποκομίσουν υπέρογκα ποσά οι Εβραίοι τραπεζίτες τού Λονδίνου,
οι μεσάζοντες, ο λόρδος Κόχραν καί κάθε λογής κερδοσκόποι από τά χρήματα τού αγγλικού δανείου, αδυνατούσε
νά συγκεντρώσει αλεύρι καί καλαμπόκι γιά νά τό στείλει στούς "Ελεύθερους Πολιορκημένους".
Ο Μιαούλης μόλις κατάφερε νά συγκεντρώσει είκοσι πλοία ξεκίνησε γιά νά σπάσει τόν αποκλεισμό
τού Μεσολογγίου καί στίς 7 Ιανουαρίου 1826 έφθασε στόν κάβο Σκρόφες, δίπλα στίς εκβολές τού Αχελώου.
Η άφιξη τού Μιαούλη χαιρετίσθηκε μέ κανονιοβολισμούς από τό Βασιλάδι. Ήταν πλέον καιρός. Οι Μεσολογγίτες
είχαν φάει όλα τά γαϊδούρια, τά άλογα, τίς γάτες καί τά σκυλιά καί
ζούσαν μόνο μέ τριάντα δράμια
(90 γραμμάρια) τροφής πού τούς παρείχε η πολιτική διοίκηση. Ο Μιαούλης ξεφόρτωσε τίς τροφές στό Βασιλάδι καί
αποχώρησε βιαστικά γιά νά αποφύγει τά τουρκικά πλοία πού είχαν βγεί γιά νά τόν καταδιώξουν.
Εν μέσω σφοδρής τρικυμίας καί θαλασσοταραχής, ο ελληνικός στόλος ανοίχτηκε στό πέλαγος γιά νά
μήν τόν αποκλείσουν οι μεγάλες τουρκικές φρεγάτες.
Μία τουρκική κορβέτα τών 24 κανονιών εξώκειλε στήν Προκοπάνιστο, καί αμέσως ο Μιαούλης έστειλε τόν
Γεώργιο Πολίτη νά τήν καύσει μαζί μέ τούς 300 άνδρες τού εχθρού πού βρίσκονταν σέ αυτή.
Μάταια οι Τούρκοι ναύτες προσπάθησαν νά εμποδίσουν τό πυρπολικό τής Ύδρας νά κολλήσει
πάνω στό πλοίο τους. Η κορβέτα έγινε παρανάλωμα τού πυρός καίγοντας ζωντανούς τούς περισσότερους
από τούς Τούρκους ναύτες.
Ο Μιαούλης, άν καί διέθετε λίγα πλοία κατάφερνε νά σπάσει τόν μουσουλμανικό θαλάσσιο κλοιό.
Τό θέμα όμως ήταν ότι η κυβέρνηση δέν τόν είχε προμηθεύσει μέ ικανό αριθμό τροφίμων, οι οποίες μόλις πού επαρκούσαν
γιά είκοσι ημέρες. Οι άτυχοι Μεσολογγίτες αισθάνονταν ξεχασμένοι από τήν υπόλοιπη Ελλάδα!
Στίς 12 Φεβρουαρίου 1826 ξεκίνησε σφοδρός κανονιοβολισμός, αυτή τή φορά από τά γαλλοαραβικά κανόνια, τά
οποία προκαλούσαν φθορές στά τείχη καί απώλειες ανάμεσα στόν άμαχο πληθυσμό. Οι Γάλλοι χειριστές ήταν
πολύ εύστοχοι καί επικέντρωναν τίς βολές τους κυρίως στήν ντάπια τού Μπότσαρη. Εκείνη τήν ημέρα σκοτώθηκαν
από τούς βομβαρδισμούς δύο στρατιώτες, τέσσερεις γυναίκες, τρία κορίτσια καί τρία μωρά. Κάθε μέρα,
σαράντα αιγυπτιακά κανόνια έσπερναν τόν θάνατο στούς Μεσολογγίτες, οι οποίοι μαστίζονταν από τήν
πείνα καί υπέφεραν από τό κρύο. Αλλά καί οι αραπάδες τού Ιμπραήμ κρύωναν επίσης, καί πολλές φορές
στήν προσπάθειά τους νά ζεσταθούν άναβαν φωτιά, η οποία μεταδιδόταν στίς σκηνές καί τά καλύβια τους,
καταστρέφοντας μεγάλο μέρος τού στρατοπέδου τους.
Ο Ιμπραήμ επιχείρησε τήν πρώτη του έφοδο.
Τή νύκτα τής 16ης Φεβρουαρίου 1826, ο αραβικός στρατός έκανε έφοδο
μέ τίς σκάλες στά χέρια κατά τού προμαχώνα τού Μπότσαρη πού είχε υποστεί καί τίς περισσότερες φθορές.
Οι Αιγύπτιοι πρός στιγμήν αιφνιδίασαν τήν φρουρά τού Μεσολογγίου. Όταν όμως άρχισε νά ξημερώνει, οι
Ρουμελιώτες καί οι Σουλιώτες στρατιώτες, έκαναν γιουρούσι μέ τά σπαθιά στά χέρια καί ανάγκασαν τούς
εχθρούς νά εγκαταλείψουν τίς θέσεις πού είχαν καταλάβει καί νά υποχωρήσουν. Οι Αιγύπτιοι αξιωματικοί
ανάγκασαν μέ τό μαστίγιο στό χέρι τούς στρατιώτες νά επαναλάβουν τήν επίθεση.
Ο αρχηγός τους παρακολουθούσε όπως πάντα εκ τού σύνεγγυς τήν εξέλιξη της μάχης.
Ξαφνικά, μία ισχυρή έκρηξη σέ ελληνικό λαγούμι
κάτω από τίς θέσεις τών Αιγυπτίων, εκτίναξε στόν αέρα τούς επιτιθέμενους,
μέ αποτέλεσμα καί η δεύτερη έφοδός τους νά πνιγεί στό αίμα. Οι Έλληνες συνέχισαν τότε νά πολεμούν
μέ περισσότερο θάρρος καί νά κόβουν εχθρικά κεφάλια.
Ο Ιμπραήμ ανάγκασε τούς στρατιώτες του νά κάνουν καί τρίτη έφοδο. Καί πάλι δέν κατάφερε τίποτα
καί τότε αποφάσισε νά αποσυρθεί.
Οι Μεσολογγίτες περιχαρείς γιά τή νίκη τους επέστρεψαν μέσα στά τείχη τους,
αποκομίζοντας 700 μουσκέτα μέ τίς λόγχες τους καί πλούσια λάφυρα από τούς Αιγυπτίους,
από τούς οποίους χάθηκαν παραπάνω από 1000. Η φρουρά τού Μεσολογγίου είχε 17 νεκρούς
καί αρκετούς τραυματίες μεταξύ τών οποίων ήταν ο οπλαρχηγός Γιαννάκης Σουλτάνης από τήν
Βόνιτσα, ο οποίος καί αρίστευσε.
Περιττό νά γράψουμε ότι εκείνος πού χάρηκε πιό πολύ μέ τήν αποτυχία τού Ιμπραήμ, ήταν ο Κιουταχής, στόν
οποίο τόσο επιτιμητικά είχε φερθεί ο αλαζόνας Αιγύπτιος. Τότε οι δύο πασάδες αποφάσισαν νά ξεκινήσουν
από κοινού τίς επιχειρήσεις μέ πρώτο στόχο τό νησάκι Βασιλάδι.
Εν τώ μεταξύ συνέχισαν νά καταφθάνουν ενισχύσεις
από τήν Αφρική γιά τόν στρατό τού Ιμπραήμ καί μαζί μέ αυτές έφθαναν καί δεκάδες λαντζόνια (βάρκες χωρίς
καρίνα) πού είχε παραγγείλει ο Ιμπραήμ από τόν πατέρα του. Η λιμνοθάλασσα τού Μεσολογγίου γέμισε μέ
δεκάδες μικρές βάρκες, γεμάτες στρατεύματα, έτοιμα νά καταλάβουν όλες τίς νησίδες πού είχαν οχυρώσει
οι Μεσολογγίτες. Ο Χουσεΐν μπέης, πού είχε τελειώσει τήν καταστροφική του
εκστρατεία στή Γαστούνη, ανέλαβε τήν επίθεση στό Βασιλάδι.
Τό Βασιλάδι ήταν οχυρωμένο μέ δεκατέσσερα κανόνια τά οποία τά χειρίζονταν είκοσι πυροβολητές μέ αρχηγό
τόν Αναστάση Παπαλουκά. Ο Σπύρος Πεταλούδης μέ 80 στρατιώτες
ήταν υπεύθυνος γιά τήν άμυνα τής βραχονησίδας. Δυστυχώς οι οπλαρχηγοί τού Μεσολογγίου δέν τού
είχαν στείλει αρκετές ενισχύσεις. Τό πρωΐ τής 25ης Φεβρουαρίου 1826
σαράντα εχθρικά πλοιάρια μέ 30 στρατιώτες τό καθένα
ξεκίνησαν από τίς Αλυκές, ταυτόχρονα μέ 20 λέμβους πού είχαν κατεβάσει οι φρεγάτες τού μουσουλμανικού στόλου.
Όλα μαζί τά μικρά σκάφη κινήθηκαν πρός τό Βασιλάδι καί επιχείρησαν διαδοχικές επιθέσεις, οι οποίες όλες
αποκρούστηκαν από τήν ολιγάριθμη φρουρά.
Η απροσεξία τού δεκάχρονου γιού τού Παπαλουκά, πού βρισκόταν στήν
πυριτιδαποθήκη τού οχυρού καί μοίραζε φυσέκια στούς αγωνιστές, προκάλεσε μία έκρηξη,
η οποία σκότωσε ακαριαία εννέα αμυνόμενους καί κατέστρεψε όλα τά πυρομαχικά.
Μετά από αυτό τό γεγονός, η εξέλιξη τής μάχης ήταν προδιαγεγραμμένη.
"Τότε, αφού κοντεύανε νά σωθούν καί τά φυσέκια πού κάθε παλικάρι είχε απάνου του, άφησαν τό νησάκι
και περάσανε φανερά, ενώ τ' αράπικα κανόνια καί ντουφέκια δουλεύανε μέ λύσσα γύρω τους, καί βγήκανε
στό νησί τής Τουρλίδας, κι από κεί περπατώντας μέσα στό νερό κι' ακολουθώντας ένα μονοπάτι κρυφό, τά
Κάκαρα, γλυτώσανε στό Μεσολόγγι, τριάντα όλοι τους. Μά τό έρημο Βασιλάδι χάθηκε, κι' αυτό ήταν χαμός
όχι μικρός γιά τή Μεγάλη Φρουρά." (Νικόλαος Δημητρίου Μακρή, Ιστορία τού Μεσολογγίου).
Μεταξύ τών νεκρών υπερασπιστών τού Βασιλαδίου ήταν ο Σπύρος Πεταλούδης, ο Αναστάσης Παπαλουκάς,
ο Σπύρος Ραζής, ο Ασημάκης Ζορμπάς καί ο Ιταλός φιλέλληνας Γιακουμότσι.
«Ο νέος πολιορκητής Ιμπραήμ πασσάς, φθάσας έξω τού Μεσολογγίου καί αναλαβών τήν διεύθυνσιν τής πολιορκίας, ανήγειρε τά αναγκαία περιταφρώματα καί κανονοστάσια. Αφού δέ τά πολιορκητικά έργα ετελειοποιήθησαν υπό τών συνοδευόντων αυτόν Γάλλων αξιωματικών, τήν 12η Φεβρουαρίου 1826 άμα ανέτειλεν ο ήλιος ήρχισε μανιωδώς νά πυροβολή τό φρούριον οριζοντίως (πυροβόλα) καί κατά κάθετον (όλμοι), εις τρόπον ώστε μέχρι τού μεσονυκτίου τής 15ης έρριψε 3314 βόμβας (όλμου) καί 5256 κανόνια (οβίδες πυροβόλων). Κατά τήν δευτέραν δ' ώραν μετά τό μεσονύκτιον ο εχθρός ήλθε καί ετοποθετήθη επί τού προφυλακτικού δρόμου τού κανονοστασίου ο Μάρκος Βότσαρης καί ήρχισε συνεχή κανονοβολισμόν καί αδιάκοπον τουφεκισμόν. Διά τού κινήματος τούτου απέβλεπεν εις έφοδον κατά τού φρουρίου, αλλ' αντικρουσθείς γενναίως υπό τής απτοήτου φρουράς, ήτις επεχείρησε δύο εξόδους κατά τήν αυτήν ημέραν, ετράπη εις φυγήν καί απεσύρθη κατησχυμμένος εις τά περιταφρώματά του.
Τήν 17ην τού ιδίου απέπλευσε καί ο εις ’σπρην Αλυκήν ευρισκόμενος, εκ τής θερινής πολιορκίας, εχθρικός στολίσκος πρός θαλάσσιον πολιορκίαν. Κατά τήν πρώτην εμφάνισίν του συνέκειτο εκ 32 λαντζονίων, τών οποίων τό σχήμα μετήλλαξεν ο εχθρός, διότι ούτε κατάρτια είχον ούτε πανιά αλλ' ούτε καί καρίναν καί ως εκ τούτου έπλεον καί εις νερά ελαχίστου βάθους. Μετά τινας ημέρας όμως ήλθον εκ τού εχθρικού στόλου πρός ενδυνάμωσίν του καί άλλα 50 πλοία μεγαλύτερα τών πρώτων καί τού αυτού σχήματος, πρός τούτοις δέ καί 5 σχεδίαι, ωπλισμέναι μετά κανονίων καί πυρπολικών όλμων καί ούτω ο πολιορκητικός στολίσκος συνέκειτο εξ 87 πλοίων.
Τήν 26ην Φεβρουαρίου 1826, τήν 9ην π.μ. ο εχθρικός στολίσκος, προπορευομένων τών σχεδιών, διευθύνετο συσσωματωμένος πρός τό Βασιλάδιον, άμα δ' έφθασεν εις απόστασιν βολής κανονίου, ήρχισε τόν κατά τού οχυρώματος τούτου κανονοβολισμόν καί βομβολισμόν διαρκέσαντα μανιωδώς μέχρι τής μεσημβρίας. Τότε δέ τά περισσότερα καί ελαφρότερα εχθρικά πλοία διευθύνθησαν ταχύτατα πρός τήν Αλυκήν καί πληρωθέντα στρατευμάτων, επέστρεψαν αύθις πλησίον τών άλλων καί προυχώρουν πρός τό Βασιλάδιον, πλησιάσαντα δέ εις εκατόν βημάτων απόστασιν, απεβίβασαν τούς στρατιώτας, οίτινες εμβάντες εις τό νερόν, ώρμησαν φαλαγγηδόν κατά τού Βασιλαδίου, αλλ' αντικρουσθέντες διά τών μιδραλίων καί απολέσαντες πολλούς, ετράπησαν εις φυγήν.
Τρίς αλλεπαλλήλως ώρμησαν κατά τού οχυρώματος, αλλά καί αι τρείς έξοδοι αυτών τήν αυτήν καί έτι χειροτέραν έλαβον τύχην καί ήθελε ματαιωθεί ολοτελώς ο σκοπός των, εάν δέν επήρχετο κατά κακήν τύχην τό ακόλουθον περιστατικόν. Κατά τήν τρίτην καταστρεπτικήν υποχώρησιν τών εχθρών, οι πυροβοληταί τού οχυρώματος, παρασυρόμενοι υπό ακράτου ενθουσιασμού, έθεσαν απερισκέπτως τόν πρυστήρα επί τής οπής τού πυροβόλου. Αποκοπέντος δέ τούτου εκ τής ορμής τής εκπυρσοκροτήσεως, μέρος αυτού πεπυρακτωμένον έπεσεν εντός τού βαρελίου, εν ώ ήτο η διά τά πυροβόλα πυρίτις, διηρημένη εις φυσέκια, τά οποία αναφλεγέντα κατέκαυσαν εννέα εκ τών δεκαπέντε πυροβολητών τών υπαρχόντων εις τό Βασιλάδιον. (Από ατύχημα καταστράφηκαν όλα τά πολεμοφόδια καί έπεσε τό Βασιλάδι, μέ αποτέλεσμα νά αποκοπεί τό Μεσολόγγι τελείως από τή λιμνοθάλασσα καί νά καταδικαστεί στήν μοιραία πείνα).
Τούτο ιδόντες οι εχθροί καί τυχόντες αρμοδίου ευκαιρίας, διά τήν έλλειψιν τής ενεργείας τών πυροβόλων, ώρμησαν καί αύθις πανταχόθεν εις έφοδον καί επέτυχον τήν άλωσιν τής θέσεως, καθότι οι εν αυτή στρατιώται, ολίγιστοι τόν αριθμόν, δέν ηδυνήθησαν ν' ανθέξωσιν εις τό ασυγκρίτω τώ λόγω πολυαριθμότερον τών πολεμίων (εχθρών), αλλ' εκκενώσαντες άπαξ τά όπλα των, ετράπησαν εις φυγήν.»
Απομνημονεύματα δευτέρας πολιορκίας Μεσολογγίου Αρτεμίου Μίχου
Ο Αιγύπτιος σερασκέρης, μετά τήν άλωση τού Βασιλαδίου, επιχείρησε νά καταλάβει τό νησάκι Ντολμάς, λίγο
νοτιότερα από τό Ανατολικό (Αιτωλικό). Ο Σαρακατσάνος Γρηγόριος Λιακατάς μέ
200 παλληκάρια είχε αναλάβει τήν υπεράσπιση
τής νησίδος, η οποία προστάτευε τό Ανατολικό από τή μεριά τής λιμνοθάλασσας τού Μεσολογγίου καί εξασφάλιζε
κατά κάποιο τρόπο τήν επικοινωνία τών δύο πόλεων.
Ο δικός του νταϊφάς (σόι) ήταν 80 νοματαίοι, συγγενείς καί φίλοι πού πολεμούσαν πάντα στό πλευρό του.
Τούς μάζεψε λοιπόν καί τούς είπε:
"Εμείς οι λίγοι όπου βρεθήκαμε εδώ θά βαστάξουμε ετούτη τήν ντάπια καί άν ο Θεός
βοηθήσει καί νικήσουμε τό νάμι (τιμή) είναι δικό μας. Μιντάτι (βοήθεια), δέν καρτεράμε από πουθενά."
Οι Γάλλοι μηχανικοί έστησαν τά κανονοστάσια, απέναντι από τόν Ντολμά, στή Φοινικιά
καί στίς 28 Φεβρουαρίου 1826, άρχισαν τό σφοδρό κανονιοβολισμό τής νησίδος.
Ταυτόχρονα επιβιβάστηκαν σέ πλοιάρια χωρίς
καρίνα, 2000 ’ραβες στρατιώτες, οι οποίοι μετά από σκληρή μάχη κατέσφαξαν όλους τούς υπερασπιστές τού
Ντολμά καί ανάμεσά τους καί τόν οπλαρχηγό από τό Κλεινοβό τού Ασπροποτάμου Γρηγόρη Λιακατά μαζί
μέ όλους τούς συγγενείς του. Σώθηκαν μόνο τέσσερεις Έλληνες.
Από τούς εχθρούς, πού είχαν εκατοντάδες νεκρούς, η σημαντικότερη απώλεια ήταν τού
Τουρκαλβανού οπλαρχηγού Σέβρανη.
Τρείς σταυραετοί ροβόλαγαν απ' τ' ’γραφα σταλμένοι,
Ο ένας πάει στ' Αντελικό, στό Βασιλάδι ο άλλος
Καί ο τρίτος ο καλύτερος στό Μεσολόγγι μπήκε.
Ντάπια σέ ντάπια περπατεί, ταμπούρι σέ ταμπούρι.
Ρωτάει τήν ντάπια τού Μακρή, στή ντάπια τού Δεσπότη
- "Γειά σας χαρά σας βρέ παιδιά. Καλώς τό παλικάρι.
Μήν είδατε τόν Λιακατά τόν καπετάν Γρηγόρη;"
- "Αϊτέ μου αυτός δέν είναι εδώ, καί δώ μήν τόν γυρεύεις,
μον' πέτα στ' Αντελικό καί πέρασε τόν Πόρο.
Εκεί θά βρείς πολλά κορμιά, σφαγμένα σκοτωμένα.
Καί ποιό είν τό πιό λεβέντικο τό ξανθομουστακάτο,
εκείνο είναι τό κορμί τού καπετάν Γρηγόρη."
Οι μουσουλμάνοι τώρα επικέντρωσαν όλες τους τίς προσπάθειες γιά τήν άλωση τού Ανατολικού.
Οι κάτοικοι όμως τής πόλης αφ' ενός είχαν ελάχιστους ενόπλους, αφ' ετέρου δέν διέθεταν τό
ισχυρό πυροβολικό τού Μεσολογγίου.
Τήν 1η Μαρτίου 1826 έστειλαν αντιπροσωπεία μέ λευκή σημαία στόν Ιμπραήμ, μέ τήν οποία τού παρέδωσαν τήν πόλη.
Ο Ιμπραήμ δέχτηκε τήν παράδοση, τήν οποία επικύρωσε καί ο Κιουταχής, μέ τή δέσμευση νά μεταφέρει όλους
τούς Ρωμιούς στήν ’ρτα καί νά σεβαστεί τήν τιμή τους καί τή ζωή τους. Ο Κιουταχής τήρησε τή
συνθήκη παράδοσης, αλλά κατά τήν έξοδο τών κατοίκων από τήν
πόλη, ο Ιμπραήμ άρπαξε μία νεαρή καί όμορφη κοπέλλα γιά νά τήν προσθέσει στίς
εκατοντάδες Χριστιανές σκλάβες πού είχε στό χαρέμι του. Οι πρόκριτοι Τάτσης Μαγγίνας καί Πάνος Γαλάνης
κρατήθηκαν αιχμάλωτοι από τόν Κιουταχή καί μάλιστα ο πρώτος συνεργάστηκε μαζί του στήν προσπάθεια
νά πείσει τούς ομογενείς του νά προσκυνήσουν τόν σερασκέρη τής Ρούμελης.
«Οι Αλβανοί, τό βράδυ, άρχισαν πάλι τά συνηθισμένα καλούντες πότε τόν ένα καπιτάνον, πότε τόν άλλον, λέγοντες:
- Τί καρτερείτε; καί τί ελπίδα ακόμη έχετε;
Αποκρίνονται οι εδικοί μας.
- Καί τί ανάγκην έχομεν, ωρέ; Διότι επήρατε τό Βασιλάδι, τόν Δολμάν καί Ανατολικόν, θαρρεύσετε ότι επήρετε τό Μισολόγγι; Ημείς αυτά μπελιάν (βάρος) τά είχαμεν. Ανθρώπους τεμπέληδες εθρέφαμεν. Ηθελήσαμεν νά τούς βοηθήσουμε απ' εδώ, μέ τούς συντρόφους μας, καί είδατε τί επάθατε εις τόν Δολμάν. (Οι Μεσολογγίτες έστειλαν τόν Κίτσο Τζαβέλα νά επιτεθεί, σέ μία κίνηση αντιπερισπασμού κατά τών Αιγυπτίων, όταν αυτοί πολιορκούσαν τό νησάκι τού Ντολμά. Ο Τζαβέλας τούς επέφερε βαριές απώλειες, αλλά ο Ντολμάς στό τέλος έπεσε.)
Όμως, καί άν τό κυριεύσετε νά ευχαριστάτε τόν Θεόν εκείνην τήν ημέραν, οπού δέν εβγήκαμεν πρωτύτερα, καί τότε νά σάς πελεκήσουν κι' εκεί, καθώς καί ημείς σάς επελεκήσαμεν. Σάς επελεκήσαμεν εδώ. Απέρασεν όμως αυτό. Έχωμεν καιρόν πάλιν. Ο πόλεμος μέ τόν Ιμπραήμ μόλις τώρα άρχισεν.
Αποκρίνεται ένας τουρκαλβανός.
- Ωρέ.
- Έϊ, τόν αποκρίνεται ο Έλλην.
- Καί ποιόν τά λέτε καημένε, καί θέλετε νά κάμετε κουρού γκαϊρέτι;
- Ωρέ, ο Αλβανός.
- Έι, ο Έλλην.
- Ξεύρετε έναν παπά από τόν Αντελικόν;
- Όχι!
- Εκείνος ο παπάς μάς είπε ότι τόν ζαϊρέ τόν εσώσατε καί δέν έχετε ούτε γιά δύο ημέρες ακόμα.
Τότε αποκρίνεται ο Γιάννης μπαϊρακτάρης αρβανίτικα.
- Όσον ακούς τά γαϊδούρια οπού γκαρίζουν, ωρέ Τούρκε μήν ελπίζεις γιά Μεσολόγγι. Μόνον φύλαξε τό κεφάλι σου.
- Ωρέ, τόν λέγει, πού είναι ο Μπάνος Σεβράνης; Ο Σεβράνης αρχηγός τέσσερα χιλιάδων Αλβανών επίσημος πολεμικός, εφονεύθει εις Δολμάν, διά τούτο οι Αλβανοί ήσαν καταλυπημένοι.
- Τί τόν θέλεις; λέγει ο Αλβανός.
- Θέλω νά μάθω, λέγει ο Έλληνας.
- Εδώ είναι, ωρέ εδώ... Καί άν δέν είναι αυτός είναι άλλος, ωρέ, καλύτερος. Ωρέ, ξέρετε τόν Τατζήν Μαγγίναν καί τόν Βασίλην Μπαρλά; ('Ελληνες πρόκριτοι τού Αιτωλικού, πού τούς κράτησε ο Κιουταχής.)
- Τούς ξεύρομεν.
- Αυτοί είναι έξω, ωρέ στά τσαντήρια.
- Καί τί χαμπέρι σπουδαίο μάς είπες; Λέγουν οι Έλληνες;
- Δύο ραγιάδες έχετε; Έχετε κανέναν απ' εδώ;
- Ισιαλά, καί σάς θά σάς έχομεν.
- Όπου καί νάναι φθάνει η ώρα, αγά, καί πάλιν τό βλέπεις.
Όλην τή νύκτα πλέον εις τούς προμαχώνας, δέν άκουγες άλλο παρά λογοτριβές καί παρακινήσεις νά κάμωμεν καί ημείς τά ίδια, νά σωθούμεν, καί αποκρίσεις πάλιν ανάλογοι νά φυλάττουν τά κεφάλια τους καλά καί τάς θέσεις των, διότι ο καιρός πλησιάζει καί άλλα.
Ένας Τούρκος Κρητικός από τήν λέμβον όλην τήν νύκτα άλλο δέν εφώναζεν παρά:
- Μωρέ, θέλω τήν νύφην τού παπά!
Έπειτα από δύο ημέραις κατά τάς 10 - 11 Μαρτίου 1826, ξαναήλθεν ο ίδιος. Ειδοποιήθησαν όλοι, εσυναθροίσθησαν, καί αφού έπεμψαν τούς δύο πάλιν αυτούς, έπεμψαν καί εμένα τρίτον εις τήν συνδιάλεξιν.
- Έ, τί σού είπεν ο βεζύρης νά μάς ειπής;
Ο Τούρκος μάς λέγει ότι:
- Ο βεζύρης είπεν, άν είναι νά γίνη κουβέντα μέ τά σωστά, πρέπει νά γίνη γεροντική. Λοιπόν, εβγαίνουν οι δικοί σας οι γέροντες, εβγαίνουν καί από ημάς οποίους θέλετε, καί τότες αρχίζομεν τήν κουβένταν. Έπειτα, καί άν εγώ τήν κάμω μέ εσάς, έχετε πληρεξουσιότητα νά τήν αποφασίσετε;
Ο Βάγιας λέγει:
- Ημείς τούς γερόντους δέν τούς έχομεν διά άλλο, παρά διά έναν τύπον, καί ότι θά αποφασίσουν τά παιδιά εκείνο θά γίνη. Ημάς οπού μάς βλέπεις καί μάς εμπιστεύονται καί μάς θέλουν εδώ, βέβαια κάτι τι θά μάς γνωρίζουν ότι ημπορούμεν νά ειπούμε καί νά κάμωμε, καί δι' αυτό μάς θέλουν. Πλήν, επειδή εσείς θέλετε νά βλέπετε γέροντες, ημείς δέν θέλομεν γέροντες εδικούς σας. Έχεις εσύ πληρεξουσιότητα νά αποφασίσης από τόν βεζύρην σου;
- Έχω! αποκρίνεται ο Τούρκος.
- Λοιπόν ημείς κράζωμεν τούς ιδικούς μας γέροντας, καί ομιλούμεν μαζί.
- Καί πάλιν ο λόγος επίστρεψεν εις τήν λάσπην, εις τά νερά τών τάφρων εις τήν πλημμύραν. Μάς ηρώτησαν μάλιστα πώς πηγαίνομεν εξερχόμενοι από τήν άκραν τού φρουρίου καί δέν ερχόμαστε τά ίσια.
Τόν είπαμεν ότι εκεί είναι τό αυλάκι καί στό άλλο τό φρούριον γύρα γύρα είναι δύο. Καί διά τούτο δυσκολευόμεθα. Έπειτα είναι αυτά τά δύο αυλάκια γεμάτα νερό καί πλατιά.
- Πώς εις τά γιουρούσια λοιπόν εμβαίνη καί εβγαίνη τό ασκέρι (στρατός) σας;
- Τά πηδούν, λέγει ο Βάγιας, παιδιά ελαφρά, καί ποιός τά βαστά;
- Όχι, λέγει ο Τούρκος, νά ειπούμεν τήν αλήθειαν, τό ασκέρι σας είναι καλόν.
Μέ τέτοιες φλυαρίαις επέρασεν έως μισή ώρα, καί ιδού καί οι γέροντες. Εβγαίνει ο γέρο Νότης Μπότσαρης, στολισμένος μέ τά άρματά του, μέ τόν ψυχογυιόν όπου έφερνε τό τζιμπούκι κοντά καί μέ όλην τήν μεγαλοπρέπειαν, μαζί καί ο Μήτσος Κοντογιάννης, μέ όλα τά χαρακτηριστικά τής πονηρίας. Επήραν μαζί τους καί πέντε παλληκάρια μέ τά όπλα.
Όταν πλησίασαν, επροσηκώθηκαν οι Τούρκοι, τούς καλημέρισαν οι τρείς, τούς ερώτησαν όρθιοι τί κάμνουν, πώς έχουν τό κέφι τους καί τί κάμνουν οι βεζυράδες. Αποκρίθηκαν οι Τούρκοι ότι όλοι καλά είναι καί θέλουν νά σιάσουν δουλειαίς.
- ’ν θέλουν αυτοί, λέγει ο Νότης, καί ημείς έτοιμοι είμαστε, άν δέν θέλουν ολίγον μάς πειράζει.
- Έ, τόν λέγει ο Νότης, τώρα άς πέσωμεν εις τήν κουβένταν.
Μαχμούτης:
- Μέ είπε νά σάς ειπώ, ότι αυτός είναι μπεσαλής, πιστός τίμιος. Αυτός τούρκικα δέν κάμνει. (Εννοεί τόν Ιμπραήμ). Είναι Ευρωπαίος, έχει στράτευμα τακτικόν, καί όλα θέλει νά τά κάμη μέ τάξιν. Ο βεζύρης θέλει νά σάς ευχαριστήση όπως εσείς θέλετε, άμα πλήν έχει καί αυτός τούς σιουμπεγέδες του, υποψίας από σάς, καί θέλη νά ασφαλιστή.»
Ενθυμήματα Στρατιωτικά Νικολάου Κασομούλη
Η απώλεια τού Αιτωλικού ήταν ένα πλήγμα γιά τό Μεσολόγγι πού έβλεπε νά χάνονται ένα ένα τά οχυρά
πού τό προστάτευαν. Ο εχθρός τό είχε αποκλείσει ασφυκτικά καί η μόνη ελπίδα τών υπερασπιστών τής πόλης
ήταν ο ελληνικός στόλος. Ελληνικά καράβια όμως δέν φαίνονταν στόν ορίζοντα.
Λίγο αργότερα θά σκοτωνόταν καί ο Πάτμιος
αγωνιστής Δημήτριος Θέμελης από εχθρικό βόλι, τήν ώρα πού εργαζόταν
γιά τήν επισκευή τών τειχών τού Μεσολογγίου.
Ο μεγαλύτερος καί ανίκητος όμως εχθρός ήταν η πείνα. Είχαν εξαντληθεί όλα τά τρόφιμα καί είχαν
φαγωθεί όλα τά ζώα. Καί όπως σωστά παρατηρούσαν οι Τουρκαλβανοί πού έπιαναν τήν
κουβέντα μέ τήν φρουρά τού Μεσολογγίου, τά γαϊδούρια είχαν πάψει νά γκαρίζουν.
Αλλά καί η λιμνοθάλασσα είχε κατακλυστεί από εχθρικά πλοιάρια πού καθιστούσαν τήν αλιεία
αδύνατη. Οι μανάδες έβλεπαν πλέον τά παιδιά τους νά πεθαίνουν από τίς αρρώστειες καί από τήν έλλειψη τροφής.
Τά πτώματα μαζεύονταν κατά δεκάδες από τούς δρόμους.
Καί όμως στίς προτάσεις τών δύο πασάδων γιά παράδοση τής πόλης, οι "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι"
απαντούσαν: "Πεθαίνουμε αλλά δέν προσκυνούμε".
Τό τελευταίο προπύργιο τών πολιορκημένων ήταν η Κλείσοβα, μία νησίδα νοτιοανατολικά από
τήν πόλη τού Μεσολογγίου. Τό μόνο κτίσμα στό νησάκι ήταν η εκκλησία τής Αγίας Τριάδος.
Η φρουρά είχε κατασκευάσει πολεμίστρες στήν οροφή τής εκκλησίας καί γύρω από αυτή
είχε σκάψει τάφρο. Δύο κανόνια ήταν στραμμένα πρός τήν ανατολική πλευρά καί άλλα
δύο ήταν στραμμένα πρός τή δυτική πλευρά. Λίγο κάτω από τήν επιφάνεια της θάλασσας είχαν τοποθετηθεί σειρές
πασσάλων, για νά παρεμποδίζουν τήν προσέγγιση εχθρικών πλοιαρίων. Οι πασσάρες (βάρκες χωρίς καρίνα) τού
Δήμου Δενδραμή καί τού Κωνσταντή Τρικούπη, αδελφού του Σπυρίδωνος Τρικούπη,
εκτελούσαν τή συγκοινωνία τής Κλείσοβας μέ τό Μεσολόγγι.
Η φρουρά τού μικρού νησιού αποτελείτο από 100 άνδρες, μέ αρχηγό τόν
Παναγιώτη Σωτηρόπουλο πού ήταν ειδικός στίς οχυρώσεις καί στή δημιουργία υπονόμων καί χαρακωμάτων.
Αυτός είχε προτείνει νά τοποθετήσουν πασσάλους κάτω
από τήν επιφάνεια τής θάλασσας γιά νά εμποδίζονται οι βάρκες τού εχθρού,
κάτι πού αποδείχθηκε σωτήριο στήν εξέλιξη τής μάχης τής Κλείσοβας.
Από τήν μεριά τού εχθρού, ο Ιμπραήμ παραχώρησε στόν Κιουταχή τό έργο τής κατάληψης τής Κλείσοβας.
Ο τελευταίος επιβίβασε σέ πλοιάρια 3000 Τουρκαλβανούς καί τούς διέταξε νά καταλάβουν τή νησίδα
καί νά αποδείξουν τή γενναιότητά τους στόν Αιγύπτιο σερασκέρη.
«Τήν 24ην λοιπόν Μαρτίου, μίαν ώραν πρό τής δύσεως τού ηλίου, εφάνησαν πλείστα σώματα εξερχόμενα τών κατασκηνωμάτων τού Κιουταχή καί διευθυνόμενα πρός τήν ’σπρην Αλυκήν, κειμένην πρός δυσμάς τού Μεσολογγίου εις ην ελλιμενίζετο πάντοτε ο εχθρικός στολίσκος καί ελάμβανε όλα τά αναγκαία. Τά σώματα ταύτα ήρχισαν νά επιβιβάζονται επί τών ελαφροτέρων εχθρικών πλοιαρίων, τών πρό ολίγου διευθυνθέντων εκεί, αλλ' η μετ' ολίγον επελθούσα νύξ κατεκάλυψε μέ βαθύ σκότος τά πέριξ καί δέν επέτρεψεν εις τήν φρουράν τού Μεσολογγίου νά ιδή τάς περαιτέρω κινήσεις τού εχθρού. Αλλ' υποπτευθείσα ουχ ήττον επικειμένην εχθρικήν έφοδον, έλαβεν αμέσως όλα τά πρός υπεράσπισιν απαιτούμενα μέτρα καί ανέμενε θαρραλέως τήν ημέραν.
Τωόντι τήν επιούσαν, μόλις ήρχιζε νά γλυκοχαράζη, ο εχθρικός στολίσκος επεφάνη συσσωματωμένος έμπροσθεν τού Μεσολογγίου καί ήρχισε ζωηρόν κατά τής πόλεως κανονιοβολισμόν καί βομβαρδισμόν, υποστηριζόμενος μετά τής αυτής δραστηριότητος καί υπό τών κανονοστασίων τής ξηράς. Τά παράλια κανονοστάσια τής πόλεως καί κατ' εξοχήν τό κανονοστάσιον τού ανεμομύλου αντεπυροβόλησαν τότε ευστόχως, όλοι δέ, υποθέσαντες ότι επέκειτο έφοδος κατά τού Μεσολογγίου, ετοποθετήθησαν εις τάς θέσεις των, περιμένοντες αυτήν μετά καρτερίας, αλλά μετά παρέλευσιν ολίγων στιγμών ο εχθρικός στολίσκος εστράφη αιφνιδίως καί διευθύνθη σωρηδόν πρός τήν Κλείσοβαν.
Ο φόβος αντιπερισπασμού κατέστησε τότε τήν φρουράν αμφιρρεπή επί τινας στιγμάς, αλλά μετ' ολίγον ο σκοπός τού εχθρού εγένετο καταφανής, καί ο σωματάρχης Κίτσος Τζαβέλλας, όστις μετά τήν άλωσιν τού Βασιλαδίου καί Ντολμά είχε ταχθή επί κεφαλής τριακοσίων γενναίων στρατιωτών, ως επικουρικόν σώμα, έτοιμος νά τρέξη εις τήν πρώτην επαπειλουμένην θέσιν, ευρεθείς κατά τήν στιγμήν ταύτην εις τήν οικίαν του πρός ανάπαυσιν, έδραμε μέ μόνους τούς παρ' αυτών έξ ή επτά στρατιώτας εις τό παράλιον καί ιδών τόν κίνδυνον τής Κλείσοβας καί τόν εχθρόν προσπαθούντα νά περικυκλώση όσον τό δυνατόν ταχύτερον τήν θέσιν, επιβιβάζεται, χωρίς νά περιμένη τήν άφιξιν τών άλλων ανδρών τού σώματός του, εις τινα μικρά πλοιάρια μετά μόνων τών ειρημένων επτά στρατιωτών του, διευθύνεται ταχύτατα πρός τήν Κλείσοβαν καί κατορθώνει, διαβάς αναιμωτί (αναίμακτα) διά τού εχθρικού στολίσκου, νά εισέλθη εις τό νησίδιον, καθ' ήν στιγμήν ο εχθρός ήρχιζε δραστηρίως τόν κατά τού οχυρώματος τούτου πυροβολισμόν. Τό παράδειγμά του ακολουθούσι ταυτοχρόνως καί ο υποσωματάρχης Κίτσος Πάσχος καί ο αξιωματικός Γεώργιος Ναβαρίκος εκ τών τού επικουρικού σώματος μετά τεσσάρων άλλων στρατιωτών.»
Απομνημονεύματα δευτέρας πολιορκίας Μεσολογγίου Αρτεμίου Μίχου
Τό πρωϊνό τής 25ης Μαρτίου 1826 οι πιστοί στό Μεσολόγγι γέμισαν τίς εκκλησίες
γιά νά γιορτάσουν τόν Ευαγγελισμό τής Θεοτόκου. Η λιμνοθάλασσα όμως γέμισε από λαντσόνια καί πάσαρες γεμάτες
τούρκικα ασκέρια, οι οποίες πλησίαζαν πρός τήν Κλείσοβα από όλες τίς κατευθύνσεις.
Τήν τελευταία στιγμή πρόλαβε ο γιός τού Φώτου Τζαβέλα, Κίτσος Τζαβέλας νά επιβιβαστεί
στή βάρκα τού δεκαπεντάχρονου Νταή ή Αναστάση Βορύλα μέ μόνο έξι άνδρες. Ο μικρός μέ επιδέξιους
χειρισμούς κατάφερε μέσα από μία βροχή από σφαίρες νά ξεπεράσει τούς πασσάλους πού ήταν στό νερό καί
νά οδηγήσει τή βάρκα του στήν Κλείσοβα. Ο Τζαβέλας πάτησε στεριά καί έτρεξε μέ τό σπασμένο από
εχθρική βολή γιαταγάνι του καί μέ τούς έξι άνδρες του νά ενισχύσει τή φρουρά τού Σωτηρόπουλου, πού
ήταν έτοιμη καί περίμενε τόν εχθρό μέ ψυχραιμία.
Όταν δόθηκε τό σύνθημα, άναψε τό τουφέκι καί τό κανονίδι. Οι βολές τών ελληνικών τουφεκιών
από τήν οροφή τής Αγίας Τριάδας ήταν υπερβολικά εύστοχες καί η θάλασσα γέμισε από τά πτώματα τών
Τουρκαλβανών πού δέν μπορούσαν νά περπατήσουν γρήγορα μέσα στό νερό καί τή λάσπη.
Οι βάρκες ήταν άχρηστες λόγω τών εκατοντάδων πασσάλων πού ήταν μπήγμένοι στόν βυθό τής θάλασσας.
Ο ίδιος ο Κιουταχής
φώναζε γιά νά εμψυχώσει τούς άνδρες του καί είχε πλησιάσει τόσο κοντά στό πεδίο τής μάχης,
ώσπου τραυματίστηκε σοβαρά στό πόδι καί αποχώρησε.
Δύο Αλβανοί μπαϊρακτάρηδες κατάφεραν νά σηκώσουν τήν ημισέληνο, αλλά γιά πολύ λίγο, αφού τούς τρύπησαν
τά ελληνικά βόλια. Ο γραμματικός τού Τζαβέλα Παπανδρέου έπεσε καί αυτός νεκρός.
Ο βαλής τής Ρούμελης έδινε διαταγές στούς στρατιώτες του νά κάνουν απανωτά γιουρούσια γιά νά
μήν πάρουν ανάσα οι αμυνόμενοι. Ήθελε νά κουράσει τούς γκιαούρηδες καί νά τούς τελειώσουν τά πολεμοφόδια, αλλά τό μόνο πού
κατάφερνε ήταν νά γεμίζει τή θάλασσα μέ εκατοντάδες πτώματα, πού
εμπόδιζαν τήν επίθεση τών δικών του ανδρών. Οι Έλληνες γεμάτοι πλέον αυτοπεποίθηση έριχναν
καί μέ τά λίγα κανόνια πού διέθεταν αποστερώντας οριστικά τήν ελπίδα στόν Κιουταχή νά πατήσει τήν
Κλείσοβα.
Ένας νεαρός Μεσολογγίτης ο Αντώνης Μπάκας οδήγησε ριψοκίνδυνα τή γαΐτα (αλιευτική βάρκα μέ πανί)
του από τήν Κλείσοβα μέχρι τό Μεσολόγγι, γιά νά ζητήσει πολεμοφόδια γιά τόν Τζαβέλα. Ο μικρός μόλις έφθασε
στήν ακτή καί είπε τήν παραγγελία, λιποθύμησε γιατί είχε πληγωθεί από εχθρικό βόλι καί είχε χάσει πολύ αίμα.
Οι Μεσολογγίτες παρακολουθούσαν μέ αγωνία τήν εξέλιξη τής μάχης. Αμέσως εκτέλεσαν τήν παραγγελία τού μικρού
καί ετοίμασαν τά κιβώτια μέ τά πολεμοφόδια, τά οποία τά φόρτωσαν σέ μία βάρκα μέ επτά στρατιώτες.
Ανάμεσα τους ήταν καί ο Μεσολογγίτης χιλίαρχος Κώστας Δροσίνης, παππούς τού ποιητή
Γεωργίου Δροσίνη, μαζί μέ τό Γεωργάκη Βαλτινό καί πέντε ακόμα στρατιώτες.
Η βάρκα σήκωσε πανιά γιά τήν Κλείσοβα καί αμέσως έγινε στόχος σφοδρού
κανονιοβολισμού, ο οποίος είχε σάν αποτέλεσμα νά
σκοτωθεί ο βαρκάρης Πέτρος Γαλλιώτος μέ τόν γιό του τόν Σωτηράκη.
Μέσα από μία βροχή από σφαίρες κατόρθωσαν οι επιζήσαντες νά φτάσουν μέ τό πολύτιμο
φορτίο στήν Κλείσοβα καί νά δώσουν ελπίδα σωτηρίας στούς αποκλεισμένους.
Ο αδελφός τού Κίτσου Τζαβέλα Γιαννάκης ο επονομαζόμενος Μπακατσέλος
δέν κατάφερε νά σπάσει τόν τουρκικό κλοιό καί νά βοηθήσει τόν αδελφό του πού κινδύνευε.
Τήν ίδια τύχη είχε καί η μεσολογγίτικη πάσσαρα του Κωνσταντή Τρικούπη, η οποία
κατατρυπημένη από τις εχθρικές βολές βυθίστηκε, μέ αποτέλεσμα ο τιμονιέρης τής βάρκας
νά τραυματιστεί σοβαρά.
Αυτή η μάχη ήταν ακόμα μία ταπείνωση γιά τόν Τούρκο πασά απέναντι στόν Αιγύπτιο σερασκέρη.
Ο Ιμπραήμ δέν έκρυψε τήν χαιρεκακία του από τόν Κιουταχή. Βέβαιος γιά τήν επιτυχία τού
ανίκητου στρατού του, έδωσε εντολή στόν γαμπρό του Χουσεΐν μπέη,
νά αναλάβει τήν επίθεση.
Ο μακελάρης τής Κρήτης καί τής Κάσου, παρέλαβε 3000 Αιγύπτιους στρατιώτες, τούς επιβίβασε σέ πλοιάρια
καί όρμησε κατά τής Κλείσοβας, τής οποίας η φρουρά είχε αποδυναμωθεί από τίς απώλειες τής προηγούμενης μάχης.
Εκατό περίπου Έλληνες βρέθηκαν αντιμέτωποι μέ πολλαπλάσιους εχθρούς, οι οποίοι είχαν στό ενεργητικό τους δεκάδες
νίκες. Η μάχη φαινόταν χαμένη. Ο Κίτσος Τζαβέλας έδωσε εντολή νά μήν πυροβολήσει κανένας. Ήθελε νά πλησιάσει πολύ
ο εχθρός ώστε νά μήν πάει κανένα βόλι χαμένο.
Ξαφνικά ο γενναίος Σουλιώτης έδωσε τό σύνθημα: "Φωτιά!"
Εκατό τουφέκια, εκατό εκρήξεις, 100 αραπάδες νεκροί.
Όμως οι εχθροί δέν πτοήθηκαν καί συνέχισαν ακάθεκτοι τίς εφόδους τήν μία μετά τήν άλλη,
αδιαφορώντας γιά τίς απώλειες. Ο Λαμπρινός Γκόρπας σκοτώθηκε σέ πάλη σώμα μέ σώμα από ένα
γιγαντόσωμο Αράπη. Ο Γεράσιμος Τζόρνας από τά Λεχαινά Ηλείας τινάχτηκε από τό κανόνι πού χειριζόταν.
Οι Έλληνες είχαν εντολή νά στοχεύουν τούς Γάλλους καί τούς Αιγύπτιους αξιωματικούς. οι οποίοι ξεχώριζαν
μέσα στίς χρυσοποίκιλτες στολές τους. Ο Παναγιώτης Σωτηρόπουλος διέκρινε έναν αξιωματικό τόν οποίο τόν έτρεμαν οι Αιγύπτιοι.
Μέ τό μαστίγιο στό ένα χέρι καί τό ολόχρυσο σπαθί στό άλλο φώναζε στούς στρατιώτες του νά
προχωρήσουν μπροστά. Έλαμπε μέσα στήν φανταχτερή στολή του,
η οποία γυάλιζε από τόν χρυσό. Στό σαρίκι του λαμποκοπούσαν
πολύτιμα διαμάντια. Ο Ρουμελιώτης σημάδεψε προσεκτικά. Πυροβόλησε.
Ο τρομερός αξιωματικός σωριάστηκε μέσα στό νερό. Αυτό ήταν τό τέλος τού Χουσεΐν μπέη μέ τίς αμέτρητες
σφαγές στό ενεργητικό του. Η Κρήτη, η Κάσος καί η Πελοπόννησος μέ τά αμέτρητα θύματά τους έπαιρναν εκδίκηση
εκεί μπροστά στήν Κλείσοβα! Σύμφωνα μέ τόν Τάκη Λάππα ο εκτελεστής τού βάρβαρου μουσουλμάνου
ήταν ο δεκαπεντάχρονος ψυχογιός τού Αποστόλη Νιχωρίτη, ο οποίος ήταν γνωστός στό Μεσολόγγι
μέ τό παρατσούκλι "Σφήκα".
Μόλις ο αραβικός στρατός είδε τόν στρατηγό του νεκρό, αμέσως υποχώρησε. Κανένας δέν μπορούσε νά
συγκρατήσει τό κύμα τών μουσουλμάνων πού υποχωρούσαν είτε τσαλαπατώντας στό νερό είτε σπρώχνοντας τίς
βάρκες τους.Ο έμπειρος Κίτσος Τζαβέλας αμέσως διέταξε επίθεση καί πήδηξε πρώτος από τή στέγη τής εκκλησίας
στό νερό, καταδιώκοντας καί σφάζοντας τούς εχθρούς πού έβρισκε μπροστά του.
Τό παράδειγμά του τό ακολούθησε σύσσωμη η φρουρά τής Κλείσοβας,
αλλά καί όσοι Μεσολογγίτες παρακολουθούσαν τήν εξέλιξη τής μάχης.
Όρμησαν όλοι από τά ταμπούρια τους καί όπου έβρισκαν Τουρκοαιγύπτιο ή Τουρκαλβανό
τόν θέριζαν μέ τό σπαθί τους. Η σφαγή τών μουσουλμάνων στρατιωτών συνεχίστηκε καί τήν επόμενη ημέρα,
αφού πολλοί από αυτούς είχαν χαθεί μέσα στή λιμνοθάλασσα, κατά τή διάρκεια τής νύκτας.
Οι Μεσολογγίτες τούς έβρισκαν αποκαμωμένους σέ διάφορες νησίδες ή πολύ κοντά στήν πόλη τού
Μεσολογγίου καί τούς σκότωναν επι τόπου παίρνοντας εκδίκηση γιά τά δεινά τής πολύμηνης πολιορκίας.
Σύμφωνα μέ τόν Κασομούλη η λιμνοθάλασσα είχε γεμίσει από πτώματα μουσουλμάνων σέ απόσταση βολής
τουφεκιού καί ο Αρτέμιος Μίχος αναφέρει ότι 1500 λογχοφόρα όπλα καί δεκατρείς σημαίες τής ημισελήνου
αποτέλεσαν ελληνικά τρόπαια, έπειτα από τήν ιστορική μάχη τής Κλείσοβας. Ο καπουδάν πασάς, πού
παρακολουθούσε τή μάχη μέ τό κανοκυάλι του, όταν σταμάτησε νά ακούει πυροβολισμούς, θεώρησε βέβαιη τή νίκη τού
οθωμανικού στρατού καί έστειλε μία βάρκα μέ τριάντα Τούρκους γιά νά δώσουν ...συγχαρητήρια στούς
δύο βεζύρηδες. Οι Τούρκοι πλησιάσαν τήν Κλείσοβα, αλλά δέν αντιλήφθηκαν τί είχε γίνει ούτε αντιλήφθηκαν
ότι ο μπέης πού τούς καλοσώρισε δέν ήταν δικός τους, αλλά ήταν ο καπετάν Γιαννάκης Τζαβέλας, αδελφός
τού στρατηγού, ο οποίος δέν συνήθιζε νά ξυρίζει τά γένεια του καί από μακρυά έμοιαζε μέ μουσουλμάνο
αξιωματικό. Ο Μπακατσέλος όμως πού ήταν μέσα στήν τρελλή χαρά, υποδέχτηκε τούς Τούρκους, τούς
αφόπλισε αλλά δέν τούς πείραξε, αντίθετα τούς οδήγησε στό εχθρικό στρατόπεδο γιά νά ...παρηγορήσουν
τούς υπερήφανους πασάδες πού μετά τήν μάχη ήταν απαρηγόρητοι.
Ακόμα κάι πέντε ημέρες μετά τή μάχη τής Κλείσοβας υπήρχαν αραπάδες πού ξετρύπωναν από τή λίμνη γιά νά τούς
αποτελειώσουν οι Μεσολογγίτες. Στό εχθρικό στρατόπεδο επικρατούσε βουβαμάρα καί τά κανόνια δέν ηχούσαν.
Ο Κωνσταντίνος Στασινόπουλος, στό βιβλίο του "Οι Μεσολογγίται,
η κατά τόν μέγαν αγώνα δράσις των, Αθήνα 1926" παρατηρεί ότι:
"Οι Τουρκοαιγύπτιοι είχαν καταληφθεί υπό τόσου πανικού, ώστε εάν οι πολιορκούμενοι
απεφάσιζαν νά κάμουν τήν Έξοδον τήν νύκτα εκείνην, όλοι θά εσώζοντο καί κανείς δέν θά έπιπτε".
Από τούς Τουρκαραπάδες 3500 δέν θά επέστρεφαν ποτέ στό στρατόπεδό τους,
ενώ από τούς Έλληνες οι απώλειες ήταν 40 νεκροί καί τραυματίες.
Στήν Κλείσοβα εκτός από τόν Κίτσο Τζαβέλα καί τόν Παναγιώτη Σωτηρόπουλο αρίστευσαν ο
Θεοφύλακτος Ψιλιανός καί ο πυροβολητής Πέτρος Τσίντζος.
Πείνα! Τόν Μάρτιο τού 1826 η κατάσταση ήταν απελπιστική. Τό Μεσολόγγι ψυχοραγούσε.
Οι σκελετωμένοι Μεσολογγίτες
έψαχναν τρόπους νά πολεμήσουν τήν πείνα τους, άλλοτε βράζοντας φύκια καί καβούρια, άλλοτε βράζοντας
ό,τι χορταράκι φύτρωνε από εδώ καί από εκεί. Οι πιό τυχεροί έβρισκαν νά φάνε μία γάτα ή έναν ποντικό.
Οι βρώμικες τροφές προκαλούσαν τύφο καί δυσεντερία καί προσέθεταν νέα δεινά στούς Μεσολογγίτες. Πολλοί
έπεφταν στούς δρόμους λιπόθυμοι γιά νά μήν ξανασηκωθούν. Περίπου 2000 πέθαναν από τόν λιμό
(πείνα) καί από τίς ασθένειες. Οι ζωντανοί βαρυγκομούσαν:
"Βάστα καημένο Μεσολόγγι... Βάστα!".
Η ελληνική κυβέρνηση σέ συνεργασία μέ τούς προεστούς τής Ύδρας δέν μπόρεσε ή δέν θέλησε νά οργανώσει
ένα ισχυρό στόλο πού θά μπορούσε νά σπάσει τόν θαλάσσιο αποκλεισμό τού Μεσολογγίου καί νά εφοδιάσει τούς
πεινασμένους μέ τά πολύτιμα τρόφιμα. Στή Ζάκυνθο είχαν συγκεντρωθεί προμήθειες χάρις στίς προσπάθειες
τού Ελβετού τραπεζίτη καί φίλου τού Καποδίστρια, Εϋνάρδου (Jean-Gabriel Eynard), οι οποίες περίμεναν τά πλοία
πού θά τίς μετέφεραν στούς "Ελεύθερους Πολιορκημένους".
Ο Ανδρέας Μιαούλης πού γνώριζε πολύ καλά τήν απελπιστική κατάσταση τών πολιορκημένων, εσπευσμένα καί
έχοντας στήν διάθεσή του μόνο λίγα μπρίκια, έφθασε στή Ζάκυνθο στίς 31 Μαρτίου 1826. Αφού φόρτωσε τά τρόφιμα,
άνοιξε πανιά γιά τήν λιμνοθάλασσα τού Μεσολογγίου. Δυστυχώς όμως ο ενωμένος μουσουλμανικός στόλος
τών Τούρκων, τών Αιγυπτίων καί τών Αλγερινών
περιπολούσε στήν περιοχή μεταξύ Κάβου Πάπα (ακρωτήριο Αράξου)
καί Κάβου Σκροφών, καθιστώντας αδύνατη τήν διέλευση τών μικρών ελληνικών πλοίων. Αλλά καί πάλι άν
περνούσε κανένα πλοίο, δέν θά μπορούσε νά προσφέρει καμμία βοήθεια στούς αποκλεισμένους, αφού τό
Βασιλάδι πού ήταν η θέση κλειδί γιά τήν επικοινωνία τών αποκλεισμένων μέ τόν ελληνικό στόλο,
βρισκόταν πλέον σέ εχθρικά χέρια.
Ο Μιαούλης κατόρθωσε νά φθάσει στό νησάκι Πεταλά, δυτικά από τό Μεσολόγγι,
όπου συνάντησε τόν Αναστάσιο Παπαλουκά, έναν από τούς ελάχιστους
διασωθέντες τής μάχης τού Βασιλαδίου, ο οποίος θά αναλάμβανε νά
μεταφέρει τά τρόφιμα διά μέσου κρυφών περασμάτων
πρός τήν πόλη τού Μεσολογγίου. Καμμία όμως από τίς βάρκες μέ τίς προμήθειες δέν κατάφερε νά σπάσει τόν
στενό αποκλεισμό καί γύρισαν όλες άπρακτες πίσω στόν Πεταλά. Τό Μεσολόγγι
καταδικάστηκε σέ θάνατο!
Η στέρηση τών τροφών ήταν γενική. Δέν υπήρχαν πλούσιοι καί φτωχοί ούτε άρχοντες καί υπηρέτες. Πλούσιος
ήταν μόνο όποιος έβρισκε ακόμα καί ένα κομμάτι δέρμα καί τό έβαζε στό στόμα του γιά νά τό μασήσει.
Ο Πατρινός έμπορος Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, από τούς
πρωτεργάτες τής επανάστασης στήν Πάτρα, είχε ένα άλογο τό οποίο τό συντηρούσε γιατί αυτό
αποτελούσε τήν μόνη του σωτηρία, στήν περίπτωση τής εξόδου.
Γέρος όπως ήταν, δέν θά μπορούσε νά τρέξει νά ξεφύγει. Τό έδωσε όμως τό άλογο στούς στρατιώτες πού φύλαγαν τίς
ντάπιες τού Μεσολογγίου καταδικάζοντας τόν εαυτό του σέ θάνατο.
Ο γιατρός Στεφανίτσης μαγείρεψε τόν σκύλο του καί σέ όλους έλεγε ότι ήταν τό
καλύτερο γεύμα πού είχε φάει ποτέ. Ο Σμυρνιός Νικολαΐδης, πού δούλευε μαζύ μέ τόν Μάγερ στήν εφημερίδα,
έσφαζε καί έτρωγε όποια γάτα έβρισκε κρυμμένη στά ερείπια. Η Μεσολογγίτισα Βαρβάρηνα έσφαξε τό γαϊδουράκι της
καί μάζεψε τίς γειτόνισσές της καί τό μοιραστήκανε.
Ο Ιάκωβος Μάγερ έστειλε τήν τελευταία του επιστολή στόν συνταγματάρχη Στάνχοπ:
"Κατηντήσαμεν εις τοιαύτην ανάγκην ώστε νά τρεφώμεθα από τά πλέον ακάθαρτα ζώα
καί νά πάσχωμεν όλα τά φρικτά αποτελέσματα τής πείνης καί τής δίψης.
1740 τών αδελφών μας ετελεύτησαν καί περίπου 100000 σφαίραι κανονίων καί βόμβαι,
ριπτόμεναι από τό εχθρικόν στρατόπεδον, κατεδάφισαν τούς προμαχώνας μας καί
κατεκρήμνισαν τάς οικίας μας. Τό δέ ψύχος μάς ενοχλεί υπερβολικώς,
καθότι έιμεθα διόλου εστερημένοι από ξύλα τής φωτιάς.
Μέ όλας τάς στερήσεις ταύτας είναι αξιοθαύμαστον θέαμα ο ένθερμος ζήλος καί η αφοσίωσις
τής φρουράς μας. Πόσοι γενναίοι άνδρες μετ' ολίγας ημέρας δέν θέλει είσθαι πλέον
ειμή σκιαί, κατηγορούσαι ενώπιον τού Θεού τήν αδιαφορίαν τού
Χριστιανικού κόσμου εις τόν αγώνα, όστις είναι ο αγών τής θρησκείας."
Ο απεσταλμένος τών Μεσολογγιτών στό Ναύπλιο Σπυρομίλιος είχε αηδιάσει από τά εμπόδια πού συναντούσε σέ
κάθε του βήμα. Η βραδύτητα τών ενεργειών τών πολιτικών γιά τήν σωτηρία τού
Μεσολογγίου ήταν αξιοπρόσεκτη καί ερχόταν σέ αντίθεση μέ τήν δραστηριότητά πού επιδείκνυαν
σέ σχέση μέ τήν Γ' Εθνική Συνέλευση. Πρωταγωνιστές στίς δολοπλοκίες καί στίς
σκευωρίες ήταν οι Γεώργιος Κουντουριώτης,
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος καί Ιωάννης Κωλέττης.
"Ως σπουδαιότερον αντικείμενον εθεώρουν τήν
Εθνικήν Συνέλευσιν, παρά τόν εχθρόν όστις επαπείλει τό Μεσολόγγιον".
Ο φρούραρχος Φωτομάρας, πού
βρισκόταν επίσης στό Ναύπλιο, υποχρέωσε μέ τή βία τά μέλη τού Εκτελεστικού νά συνεδριάσουν καί τά "εμάντρισε"
σέ ένα σπίτι, γιά νά πάρουν τήν απόφαση γιά τήν οργάνωση θαλάσσιας εκστρατείας, η οποία θά έλυνε
τόν αποκλεισμό τού Μεσολογγίου. Η λαϊκή μούσα έκανε τραγούδι τήν αδιαφορία τών πολιτικών δολοπλόκων τού
Ναυπλίου:
"Ένα πουλάκι ξ' έβγαινε μέσα από τ' Ανάπλι,
μέρα καί νύχτα περπατεί, μέρα καί νύχτα τρέχει.
Πάει χαμπέρι στούς Έλληνες καί τούς Μεσολογγίτες.
Σύρε πουλί μ'στή Ρούμελη, σύρε στό Μεσολόγγι,
νά πής στόν Διαμαντόπουλο καί τόν Κίτσο Τζαβέλλα,
μιντάτι νά μήν καρτερούν, ζαϊρέ νά μήν προσμένουν."
Τήν 6η Απριλίου 1826 συγκεντρώθηκαν οι οπλαρχηγοί καί οι προεστοί
καί πήραν τή μεγάλη απόφαση νά πραγματοποιήσουν Έξοδο, περίπου δύο ώρες μετά τό σούρουπο
τής 10ης Απριλίου 1826, Σάββατο τού Λαζάρου πρός Κυριακή τών Βαΐων.
Αποφασίστηκε τότε όλοι οι λαβωμένοι καί οι γέροι νά συγκεντρωθούν στά σπίτια πού είχαν πυριτιδαποθήκες
καί νά τιναχτούν στόν αέρα, όταν θά έμπαιναν οι βάρβαροι. Γιά τά μωρά υπήρχε η άποψη νά τά δηλητηριάσουν,
ώστε μέ τά κλάμματά τους, νά μήν προδώσουν τούς υπόλοιπους κατά τήν έξοδο, αφού χρειαζόταν απόλυτη σιγή.
Όμως ο επίσκοπος Ιωσήφ Ρωγών, μέ μία συγκινητική παρέμβαση, απέτρεψε τήν ανίερη αυτή πράξη.
Τούς αιχμαλώτους όμως μουσουλμάνους καί Χριστιανούς τούς θανάτωσαν όλους, ιδιαίτερα μετά τήν απόδραση
δύο από αυτών, οι οποίοι φέρεται νά πρόδωσαν τό μυστικό τής εξόδου στούς πασάδες.
Οι γυναίκες θά ντύνονταν μέ αντρικά ρούχα καί θά έπαιρναν στήν πλάτη τά μωρά τους. Οι άντρες θά άνοιγαν τόν δρόμο
μέ τό σπαθί στό χέρι. Ο γέρο Καψάλης γύριζε στίς γειτονιές καί καλούσε όλους τούς ανήμπορους νά μαζευτούν στό
σπίτι του. Τήν ίδια ημέρα είχε δεί τήν γυναίκα του νά πεθαίνει. Όταν αντίκρυσε τόν γιό του Αποστόλη
νά κλαίει γιά τό θάνατό τής μητέρας του, τού είπε:
- "Παιδί μου μήν κλαίς. Πιό καλά νά χαίρεσαι πού γλύτωσε η μάνα σου από τή σκλαβιά καί τήν ατίμωση. Κύτταξε τώρα
νά γλυτώσης εσύ. Όσο γιά μένα μήν νοιάζεσαι. Είμαι γέρος. Καί νάβγω μαζί σας πάλι δέν γλυτώνω."
Ο Καψάλης είχε πέντε παιδιά. Ο Παναγιώτης σκοτώθηκε στήν έξοδο. Ο Ασημάκης καί η Ελένη χάθηκαν στά
σκλαβοπάζαρα. Ο Αποστόλης γλύτωσε καί ο δεκάχρονος Μήτσος ήταν μαζί μέ τόν πατέρα του στήν ανατίναξη.
Ήταν όμως τυχερός αφού σώθηκε μέ μερικά τραύματα καί κατάφερε στό τέλος νά ξεφύγει.
Αρκετοί άρρωστοι καί πληγωμένοι πήγαν στά Καψαλέϊκα, αλλά υπήρχαν καί μερικοί πού
προτίμησαν νά δώσουν οι ίδιοι τέλος στή ζωή τους. Ο Γιώργος
Ρισάνος έφραξε μέ τό σώμα του τήν μπούκα τού κανονιού του καί τό πυροδότησε.
Ο Θανάσης Χινόπωρος σκότωσε τή μνηστή του καί μετά έστρεψε τό πιστόλι του στόν
κρόταφό του καί πυροβόλησε. Ακριβώς τό ίδιο έκανε καί ο Θεόδωρος Πετροχείλης.
Ο πεθερός τού Μάγερ, ο γέρο Ιγγλέσης αφού προέτρεψε τόν γενναίο Ελβετό νά σώσει τήν κόρη του
καί τά δύο του εγγόνια, στή συνέχεια αυτοκτόνησε.
Οι στιγμές ήταν συγκινητικές. Ο αδελφός χαιρετούσε τήν αδελφή, ο γιός αγκάλιαζε γιά τελευταία φορά τή μάνα,
η κόρη φιλούσε γιά τελευταία φορά τόν πατέρα. "Καλή αντάμωση στόν άλλο κόσμο!"
έλεγαν οι άμοιροι Μεσολογγίτες,
οι οποίοι πίστευαν. Πίστευαν στόν Θεό, πίστευαν στόν Χριστό, πίστευαν στόν
τιμημένο θάνατο, ο οποίος γιά αυτούς ήταν απλά τό πέρασμα στήν άλλη ζωή, όπου θά ζούσαν αντάμα μέ
τά αγαπημένα τους πρόσωπα. Ο επίσκοπος Ιωσήφ μέ τούς υπόλοιπους ιερείς δέν σταματούσε
νά δίνει κουράγιο καί νά κοινωνάει τούς πιστούς στίς εκκλησίες.
Ο Μάγερ έθαψε μαζί μέ άλλους Μεσολογγίτες τά αντίγραφα από τήν εφημερίδα του, πού είχε δουλέψει ασταμάτητα
γιά δύο χρόνια, μαζί μέ κάποια κομμάτια από τό πιεστήριο. Ήλπιζε ότι όταν θά τελείωνε η περιπέτεια αυτή θά
γύριζε νά τά ξεθάψει. Μά ο Μάγερ δέν θά γύριζε. Θά γύριζαν όμως άλλοι Μεσολογγίτες καί θά έβρισκαν τά
σιδερένια κομμάτια από τό πιεστήριο. Αρκετά χρόνια αργότερα, ένα παιδάκι θά έπαιζε κοντά στόν σιδερένιο
σκελετό τού πιεστηρίου, πού είχε βρεθεί στόν Κήπο τών Ηρώων.
Τό παιδάκι αυτό λεγόταν Κωστής Παλαμάς.
Οι μαραγκοί ετοίμασαν κινητές γέφυρες γιά νά περάσουν τήν τάφρο. Οι πολεμιστές έφτιαχναν τά τσαρούχια τους από
τίς μπαλάσκες τών αραπάδων καί στόν ώμο έβαζαν τό τουφέκι τους μέ μία τσάντα γεμάτη φουσέκια.
Τά γιαταγάνια τους τά είχαν δεμένα μέ σκοινί στά χέρια τους, γιά νά μπορούν νά γεμίζουν
τά τουφέκια τους χωρίς νά τά χάνουν μέσα στό σκοτάδι.
Οι Μεσολογγίτισσες Σάννα, Πιτούλαινα, Θεοδώρα Χρυσικοπούλου, Τασούλα Γυφτογιάννενα, Χρυσάνθη
Βορίλα καί Χρυσάϊδω Καραγγέλη έβαλαν αντρικές φουστανέλλες καί ετοιμάστηκαν γιά τήν Έξοδο.
Εξήντα χρόνια αργότερα, όταν η Γυφτογιάννενα κατάλαβε ότι θά πέθαινε παρήγγειλε στίς κόρες της νά τήν θάψουν μέ τά
αντρικά ρούχα πού είχε βάλει στήν ηρωική Έξοδο καί τά οποία είχε φυλάξει πεντακάθαρα καί
σιδερωμένα σέ μία κασέλα.
Ο γέρο κλέφτης Παναγιώτης Τζαλαχάς, έδωσε τά άρματά του στόν ανηψιό του Γιώτη Σεΐζη, μαζί μέ όλα τά γρόσια
πού είχε στό κεμέρι του. Ο γέρο Τζαλαχάς χάθηκε, αλλά τά άρματά του τά έσωσε μαζί μέ τή ζωή του ο νεαρός
ανηψιός του. Τό μεγάλο όμως μυστικό τών πολιορκημένων δέν αποτελούσε μυστικό.
Πιθανότατα οι δύο ξένοι πού είχαν αποδράσει, είχαν ειδοποιήσει τούς Τούρκους γιά τήν
Έξοδο τών απελπισμένων καί εκείνοι απλώς περίμεναν. Θά περίμεναν γιά νά
αποτελειώσουν τούς ζωντανούς νεκρούς όταν θά έκαναν τήν τελευταία απέλπιδα προσπάθεια γιά τήν σωτηρία τους.
Τό κείμενο τής απoφάσεως τής φρουράς τού Μεσολογγίου γιά τήν Έξοδο συντάχθηκε τό πρωΐ τής
10ης Απριλίου 1826 καί έχει ως εξής:
"Έν ονόματι τής Αγίας Τριάδος.
Η εξοδός μας νά γίνη βράδυ εις τάς δύο ώρας τής νυκτός 10 Απριλίου,
ημέρα Σάββατον καί ξημερώνοντας τών Βαΐων, κατά τό εξής σχέδιον, ή έλθη ή δέν ελθη βοήθεια.
Α' - Όλοι οι οπλαρχηγοί οι από τήν δάμπιαν (προμαχώνα) τού Στορνάρη έως εις τήν δάμπιαν τού Μακρή,
μέ τούς υπό τήν οδηγίαν των, μία κολώνα, νά ριχθουν εις τήν δάμπιαν τού εχθρού εις
τήν ακρογιαλιάν, εις τό δεξιόν. Η σημαία τού στρατηγού Νότη Βότζιαρη θέλει μείνει ανοικτή,
ως οδηγός τού σώματος τούτου. Ο Στρατηγός Μακρής νά τήν συνοδεύση μέ ειδήμονες, όπου γνωρίζουν τόν τόπον.
Β' - Όλοι οι οπλαρχηγοί οι από τήν δάμπιαν τού Στρατηγού Μακρή έως εις τήν Μαρμαρούν
μέ τούς υπό τήν οδηγίαν των, μία κολώνα όλοι, νά ριχθούν είς τόν προμαχώνα αριστερά κατά τών εχθρών.
Ο Στρατηγός Μακρής, μέ τήν σημαίαν του ανοικτήν, θέλει είναι ο οδηγός τού σώματος τούτου, αριστερά.
Γ' - Διά νά μή μπερδευτή τό στράτευμα μέ ταίς φαμελλιαίς, δίδεται τό γεφύρι τής δάμπιας
τού Στορνάρη, καί όλοι οι φαμελλίται, εντόπιοι καί ξένοι, νά ταίς συνοδεύσουν καί νά διαβούν απ' εκεί.
Τά δύο γεφύρια ειναι τό μέν διά τήν δεξιάν κολώναν καί τό τής Λουνέττας διά τήν αριστεράν.
Δ' - Κάθε οπλαρχηγός νά σηκώνη τούς στρατιώτας του
ανά έναν από τόν προμαχωνά του, ώστε ο τόπος νά μείνη εύκαιρος έως εις τήν ύστερην ώραν.
Ε' - Οι από τήν Μαρμαρούν, άμα σκοτειδιάση, νά τραβηχθούν από ένας ένας καί νά σταθούν εις
τήν δάμπιαν τού Χορμόβα.
ΣΤ' - Ο Τζαβέλας, μέ όλον τό βοηθητικόν σώμα, νά μείνη οπισθοφυλακή. Αυτός μέ όλους
θέλει περιέλθει όλον τόν γύρον τού φρουρίου νά δώση τήν είδησιν είς όλους καί νά τούς πάρη μαζί του.
Ζ' - Τό σώμα τής Κλείσοβας, οδηγούμενον από τούς οπλαρχηγούς του, νά
εξέλθη μέ τά πλοιάρια είς τήν μίαν τής νυκτός, σιγανά, καί άμα φθάση εις τήν ξηράν νά σταθή
έως εις τάς 2 ώρας, όπου θά γίνη τό κίνημα απ' εδώ, νά κινηθή καί αυτό.
Η΄ - Ο τόπος, τό σημείον τής διευθύνσεώς μας, θέλει είναι ο ’γιος Σιμεός.
Οι οδηγοί θέλουν προσέχει νά συγκεντρωθούμεν εκεί όλοι.
Θ' - Οι λαγουμτζήδες νά βάλουν εις τά φυτίλια φωτιά, λογαριάζοντες νά βαστάξουν
μετά τήν έξοδόν μας μία ώρα επέκεινα. Τό ίδιον νά οδηγηθούν καί οι εις τάς
πυριτοθήκας ευρισκόμενοι ασθενείς καί χωλοί. Ηξεύρομεν όλοι τόν Καψάλην.
Ι' - Επειδή θά πληγωθούν καί πολλοί εξ ημών εις τόν δρόμον, κάθε σύνδροφος χρεωστεί νά τόν βοηθή
καί νά παίρνη καί τ' άρματά του, καί εάν δέν είναι εκ τού ιδίου σώματος.
ΙΑ' - Απαγορεύεται αυστηρώς κανένας νά μή αρπάξη άρμα συνδρόφου του εις
τόν δρόμον, πληγωμένου ή αδυνάτου, αργυρούν ή σιδηρούν καί φύγη.
Όπου φανή τοιούτος, μετά τήν σωτηρίαν μας θέλει δίδει τό πράγμα οπίσω καί θέλει θεωρείσθαι ως προδότης.
ΙΒ' - Οι φαμελλίται όλοι, άμα προκαταλάβουν τούς δύο προμαχώνας αι άλλαι δύο κολώναις, θέλουν
κινηθή αμέσως, ώστε νά περιστοιχισθούν από τήν οπισθοφυλακήν.
ΙΓ' - Κανένας νά μή ομιλήση ή φωνάξη τήν ώραν τής εξόδου μας, έως ότου νά πέση τό δουφέκι
εις τό ορδί τού Κιουταχη από τήν βοήθειαν οπού περιμένομεν καί εάν, κατά δυστυχίαν,
δέν έλθουν βοήθειαν οι όπισθεν, πάλιν θέλουν κινηθή αμέσως, όταν κινηθούν αι σημαίαι.
ΙΔ' - Όσοι τών αδυνάτων καί πληγωμένων επιθυμούν νά εξέλθουν καί δύνανται, νά ειδοποιηθούν
από τά σώματά των τούτο.
ΙΕ' - Τά μικρά παιδιά όλα νά τά ποτίσουν αφιόνι (υπνωτικό) οι γονείς, άμα σκοτειδιάση.
ΙΣΤ. - Τό μυστικόν (σύνθημα) θέλει τό έχομεν: «Καστρινοί καί Λογγίσιοι».
ΙΖ' - Διά νά ειδοποιηθούν όλοι οι αξιωματικοί τό σχέδιον, επιφορτίζεται ο Νικόλας
Κασομούλης, γραμματεύς τού Στορνάρη, νά περιέλθη από τώρα νά τούς τό
διαβάση, ιδιαιτέρως είς τόν καθέναν. Εάν δέ, εις αυτό τό διάστημα, έξαφνα φανή
ο στόλος μας, πολεμών καί νικών νά μείνωμεν έως ότου ανταποκριθούμεν.
Εν Μισολογγίω 10 Απριλίου 1826"
Η Έξοδος θά γινόταν από τήν ντάπια τής Λουνέτας καί τού Ρήγα στήν ανατολική πλευρά τού φρουρίου.
Οι 10500 περίπου Έλληνες χωρίστηκαν σέ τρείς φάλαγγες ή κολώνες, όπως τίς έλεγαν τότε.
Η μία κολώνα είχε αρχηγό τόν Κίτσο Τζαβέλα, η δεύτερη τόν Νότη Μπότσαρη
καί η τρίτη τόν Δημήτριο Μακρή.
Η φρουρά τού Μεσολογγίου, κυρίως Ρουμελιώτες καί Σουλιώτες αριθμούσε
3500 άνδρες, οι οποίοι θά αποτελούσαν τήν εμπροσθοφυλακή τών τριών ομάδων
καί θά άνοιγαν τόν δρόμο ανάμεσα στόν εχθρικό
κλοιό. Θά ακολουθούσαν τά γυναικόπαιδα καί οι ελαφρά τραυματίες.
Η φρουρά είχε ειδοποιήσει τά ρουμελιώτικα σώματα
πού δρούσαν στόν Ζυγό καί τά Κράβαρα, ότι τήν συγκεκριμένη ώρα θά γινόταν η Έξοδος,
αλλά δυστυχώς οι οπλαρχηγοί τους αδράνησαν.
Ελαφρυντικά είχε μόνο ο φυματικός Καραϊσκάκης, ο οποίος ήταν βαριά άρρωστος καί βρισκόταν
στό χωριό Πλάτανος τής ορεινής Ναυπακτίας.
Τό βράδυ τής 10ης Απριλίου 1826, χίλιοι περίπου στρατιώτες
τής φρουράς, βγήκαν κρυφά από τίς γέφυρες καί
κρύφτηκαν στήν τάφρο περιμένοντας τό σύνθημα από τά ρουμελιώτικα στρατεύματα τού Ζυγού. Αυτοί
οι χίλιοι θά κτυπούσαν πρώτοι τά χαρακώματα τών εχθρών.
Δέν άργησαν νά ακούσουν τήν ομοβροντία τών όπλων τών Ρουμελιωτών,
τήν οποία υπολόγισαν ότι προήλθε από τό μοναστήρι τού
Αγίου Συμεών ή ’η Συμιού, όπως τόν έλεγαν τότε οι Μεσολογγίτες.
Πρώτος ξεκίνησε ο Νότης Μπότσαρης μέ τούς γενναίους Σουλιώτες του, φωνάζοντας
"Εμπρός! Θάνατος εις τούς βαρβάρους!". Οι δύο του σημαιοφόροι
Αργύρης καί Ελένη Μπαϊρακτάρη, ήταν μπροστά γιά νά καθοδηγούν όσους ακολουθούσαν μέσα στό
σκοτάδι τής νύκτας. Η σημαία πού οδηγούσε τούς Έλληνες ήταν δώρο τής Μεγάλης Αικατερίνης τής Ρωσίας
στόν μεγάλο αδελφό τού Νότη καί πρωτότοκο γιό τού Γιώργη Μπότσαρη, τόν Τούσια Μπότσαρη,
ο οποίος είχε πεθάνει νεώτατος τό 1792.
Οι Σουλιώτες άνοιξαν τόν δρόμο μέ τά σπαθιά στό χέρι. Ακολούθησαν οι άλλες δύο κολώνες.
Μά οι Έλληνες είχαν πολλές απώλειες. Οι Τουρκοαιγύπτιοι τού Ιμπραήμ καί οι Τουρκαλβανοί τού Κιουταχή
τούς περίμεναν κρυμμένοι μέσα στό σκοτάδι καί τούς έριχναν βροχή τά βόλια. Η κολώνα τού Νότη Μπότσαρη
κινήθηκε πρός τό Μποχώρι (Ευηνοχώρι), όπου ήταν τό στρατόπεδο τών Αιγυπτίων καί η κολώνα τού
Δημητρίου Μακρή κινήθηκε πρός τό Αιτωλικό, όπου καραδοκούσαν τά στρατεύματα τού Κιουταχή.
Ο Κίτσος Τζαβέλας προσπάθησε νά πηδήσει μέ τό
άλογό του πάνω από τήν τάφρο, αλλά δέν τά κατάφερε καί έπεσε μέσα
σέ αυτή. Τό άτυχο ζώο κόλλησε στήν λάσπη καί πέθανε, αλλά ο αναβάτης κατόρθωσε νά γλυτώσει καί μέ τούς
στρατιώτες του στό πλευρό του, όρμησε κατά τών εχθρών.
Ξαφνικά ακούστηκε μία φωνή:
"Οπίσω, οπίσω! Εις τούς τόπους σας, εις τά κανονοστάσια!".
Κανείς δέν μπορεί μέ σιγουριά νά πεί ποιός φώναξε. Τό μόνο
σίγουρο είναι ότι προκλήθηκε αναστάτωση, καθώς πολλοί νόμιζαν ότι υπήρχε αλλαγή στό σχέδιο,
καί γύρισαν πίσω στό Μεσολόγγι, τό οποίο όμως είχε πλημμυρίσει από τούς στρατιώτες τού Αλλάχ, πού
είχαν μπεί στήν πόλη από τίς αφύλακτες ντάπιες. Η σφαγή πού ακολούθησε ήταν τρομερή. Η εντολή ήταν μαχαίρι
γιά όλους τούς άνδρες άνω τών δέκα ετών καί ερήμωση τής πόλης τών γκιαούρηδων.
Οι Μεσολογγίτες πού είχαν κλεισθεί μέσα στά σπίτια τους πολέμησαν μέχρις εσχάτων, ενώ πολλοί ήταν εκείνοι
πού προτίμησαν νά τιναχτούν στόν αέρα μαζί μέ τίς γυναίκες τους καί τά παιδιά τους,
παρά νά παραδοθούν στά τουρκικά θηρία πού διψούσαν γιά αίμα καί γιά γυναικεία σάρκα.
Ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, πού επέλεξε νά γυρίσει από τή Ζάκυνθο καί νά μείνει
στό Μεσολόγγι έπεσε από τούς πρώτους. Ακολούθησαν οι Αθανάσιος Ραζηκότσικας,
Νικολός Στορνάρης, Σκαλτσοδήμος, Αντώνιος Ραζής, Μιχάλης Κοκκίνης,
Σαδήμας, Γρίβας, Παλαμάς, Μάνθος Τρικούπης,
παπά Ζαφείρης, Πέτρος Γουλιμής, Κωνσταντίνος Καρπούνης, Ντίτμαρ (Dittmar),
Βάλβης, ο Ιάκωβος Μάγερ (Dr. Johann Jakob Meyer) μέ τά δύο μικρά παιδιά του,
o Πρώσσος συνταγματάρχης Ντελωναί (Delaunay) καί
όλοι σχεδόν οι φιλέλληνες πού είχαν κλειστεί στό Μεσογόγγι.
Ο Σουλιώτης ιερέας Διαμαντής ή Παπαδιαμαντής έβαλε φωτιά στόν υπόνομο,
κάτω από τό γεφύρι τής Μεγάλης Ντάπιας τού Μπότσαρη, τήν ώρα πού περνούσαν από πάνω οι Τουρκαλβανοί,
παίρνοντας μαζί του στόν άλλο κόσμο δεκάδες από δαύτους.
«Σάν πεινασμένοι λύκοι σέ βαρυχειμωνιά ξεχύνονται καί χυμάνε οι Τουρκαραπάδες μέσα στήν πολιτεία. Μέ τά γιαταγάνια στά χέρια οι Τουρκαλβανοί καί τίς μπαγιονέτες οι Αραπάδες αρχίζουν τό άγριο κυνηγητό τους μέσα στούς δρόμους, στά σοκκάκια. Ψάχνουν τά σπίτια. Ό,τι ζωντανό βρίσκουν τό θανατώνουν. Λαβωμένους, αρρώστους, γέρους, γριές, τό λεπίδι δουλεύει. Τίς γυναίκες δέν τίς σκοτώνουν, τίς φυλάνες παράμερα. Έχουν τό σκοπό τους. Ξεφωνητά, κλάμματα από τά γυναικόπαιδα. Κραυγές από τούς διώκτες τους, πλημμυρίζουν τήν πόλη. Τό αίμα τρέχει μέσα στούς δρόμους καί φαίνονται οι πρώτες πυρκαϊές στά σπίτια.
Κόλαση σωστή τό Μεσολόγγι. Γκρεμίσματα, στάχτη, καπνός, κουφάρια καί τά σοκκάκια γεμάτα μέ αίματα. Μά ο αφανισμός τών Χριστιανών δέν είναι τόσο εύκολος. Οι άντρες ταμπουρώνονται έστω καί πρόχειρα στά σπίτια καί αρχίζουν νά αντιστέκονται. Μπόλικοι αλλόθρησκοι σκοτώνονται. Πολλοί Τουρκαραπάδες τραβάνε κατά τά Καψαλέικα σπίτια. Εκεί πού έχει κλειστεί ο Καψάλης καί τούς προσμένει. Γιά νά προκαλέση ο γέρο Χρήστος τόν εχθρό, βγαίνουν οι γυναίκες στά παράθυρα. Αυτές προτιμάει ο εχθρός γιά νά τίς πουλήση στά σκλαβοπάζαρα. Συνάζονται γύρω αρκετοί Τούρκοι. Από κοντά τρέχουν καί οι Αραπάδες. Πού νά ξέρουν τί τούς καρτεράει.
Ο Καψάλης παρακολουθεί από τό παράθυρο. Οι συναγμένοι ολόγυρα είναι τόσοι πού τόν φτάνουν πιά. Μέ τό δαυλό αναμμένο στό χέρι, μπαίνει στή μπαρουταποθήκη. Από κοντά του πηγαίνουν πολλοί από εκείνους πού έχουν κλειστεί μαζύ του. Έφτασε η στιγμή τής μεγάλης θυσίας.
- "Μνήσθητί μου Κύριε!"
Ο Καψάλης ζυγώνει τό δαυλό σέ ένα ανοιχτό μπαρουτοβάρελο. Λάμψη, καπνός καί κρότος τραντάζει τή γή. Η φωτιά σμίγει γή καί ουρανό. Κουνιέται συθέμελα ο τόπος. Ολοτρόγυρα τά πάντα σωριάζονται. Σέ μεγάλη περιοχή γκρεμίζονται τά σπίτια. Καί κάτω από τά γκρεμίσματα αμέτρητα κουφάρια.
Ο δεσπότης Ιωσήφ, μέ άλλους πολεμιστές καί κάμποσα γυναικόπαιδα κύτταξε πού θά μπορούσε νά κλειστή. Μαζύ του ήταν καί ο Γεώργης Τζαβέλας, ξάδελφος τού Κίτσου. Αποκόπηκε από τή φρουρά κι έμεινε ξωπίσω. Είχε μαζύ του καί μερικά παλληκάρια. Ο Τζαβέλας φεύγει καί καταφέρνει νά πάει στή Δερβέκιστα καί νά γλυτώσει. Ο Ιωσήφ μέ τά γυναικόπαιδα καί μερικούς πολεμιστές περνάει στόν Ανεμόμυλο, ενά μικρό νησάκι.
Οι Τουρκαραπάδες ξεχύνονται κατά κεί. Νά πατήσουν τόν Ανεμόμυλο. Μά οι πολεμιστές, ταμπουρωμένοι μέσα, τούς θερίζουν. Κοκκινίζει ολόγυρα η θάλασσα από τό εχθρικό αίμα. Πολλά κουφάρια βρίσκονται στόν αφρό τής λιμνοθάλασσας. Ματώνει τά χείλια του ο Ιμπραήμ από τό κακό του. Χιλιάδες Αραπάδες κουλουριάζουν τό μικρό νησάκι γιά νά τό πατήσουν. Είναι πολύς ο εχθρός καί οι κλεισμένοι λίγοι. Δέν μπορούν νά βαστάξουν άλλο.
- "Ο θάνατος μάς απομένει."
Τούς έχουν απομείνει μερικά βαρέλια μπαρούτη. Όλοι οι κλεισμένοι συνάζονται γύρω από τόν δεσπότη. Αυτός μέ άτρομο χέρι παίρνει τόν δαυλό καί τόν κατεβάζει. Φλόγες ξεπετιώνται, μαύρος καπνός, ο μύλος γκρεμίζεται, ταρακουνιέται τό νησάκι.
Όταν μπαίνουν στήν γκρεμισμένη πόλη οι πασάδες βρίσκουν τούς δρόμους καί τά σοκκάκια γεμάτα πτώματα. Μπαίνοντας ο Ιταλός γιατρός τού Ιμπραήμ δίνει μία φοβερή περιγραφή στό τί αντίκρυσε. Χριστιανό ζωντανό δέν συνάντησε μέσα στό Μεσολόγγι. Παντού νεκροί. Ο μανιασμένος εχθρός αφού τελείωσε μέ τούς ζωντανούς, τώρα καταπιάνεται μέ τούς νεκρούς. Ανασκάβουν τούς τάφους τού Μάρκου Μπότσαρη, τού Βύρωνα, πού έχουν θάψει τά σπλάχνα του, τού φιλέλληνα Γερμανού Νόρμαν. Πετάνε τά οστά έξω από τούς τάφους. Ο εγγλέζος πρόξενος στήν Πάτρα, ο Φίλιππος Γκρήν, βρίσκεται κι αυτός κοντά στόν Ιμπραήμ. Όπως περνάει από τόν τάφο τού Μπότσαρη, βρίσκει τόν σκελετό έξω. Απλώνει καί βγάζει από τό νεκροκέφαλο τού ήρωα δύο δόντια. Τά παίρνει γιά ενθύμιο.»
Τάκη Λάππα - Μεσολόγγι
Μά καί οι Έλληνες πού είχαν βγεί έξω θερίστηκαν σάν τά στάχυα. Πολλοί είχαν ορίσει σάν τόπο συγκέντρωσης τό
μοναστήρι τού ’η - Συμιού (Αγίου Συμεών), στή ρίζα τού όρους Αράκυνθος.
Μά από παντού ξεπηδούσαν οι Τουρκαλβανοί τού Κιουταχή.
Τό αιγυπτιακό ιππικό πού είχε έδρα του τό Μποχώρι μπήκε καί αυτό στή μάχη καί άρχισε νά θερίζει
ανθρώπινα κεφάλια. Στού Κότσικα τό αμπέλι στάθηκαν οι Μεσολογγίτες γιά νά ξεκουραστούν καί δέχτηκαν
νέα επίθεση Τούρκων, Αιγυπτίων καί Αλβανών. Ο Μουστάμπεης μέ 3000 άνδρες σέ ξαφνική επίθεση αποδεκάτισε
τά υπολείμματα τής φρουράς τού Μεσολογγίου πού είχαν κατορθώσει μέ τόσο κόπο καί προσπάθεια νά φτάσουν
στούς πρόποδες τού Ζυγού. 500 Έλληνες σκοτώθηκαν από τούς στρατιώτες τού Αλβανού αρχηγού.
Τόν Μουστάμπεη θά τόν πλήρωνε μέ τό ίδιο νόμισμα ο Καραϊσκάκης, αργότερα στήν Αράχωβα.
Όσοι επέζησαν καί κατάφεραν νά ανέβουν ψηλότερα στό βουνό, βρήκαν βοήθεια από τούς άνδρες
τού Πανομάρα καί τού
Γεωργίου Δράκου, οι οποίοι επιτέθηκαν στούς Αλβανούς τού Μουστάμπεη.
Μόνο οι πιό έμπειροι πολεμιστές
κατάφεραν μέ τή δύναμή τους νά ανοίξουν δρόμο μέσα από τούς εχθρούς. Ο αργός Νότης Μπότσαρης
μόλις καί μετά βίας κατόρθωσε νά σωθεί, ενώ ο πανύψηλος Δημήτριος Μακρής
ξάπλωνε τούς εχθρούς του στό χώμα, έχοντας φορτωθεί όλα του τά άρματα, τά οποία δέν αποχωρίστηκε καθόλη
τή διάρκεια τής πορείας. Ήταν ο μόνος
πού κράτησε ακόμα καί τήν κάπα του, ενώ δέν καταδέχτηκε ούτε στό άλογό του νά ανέβει, γιά νά έχει
τήν ίδια ταλαιπωρία μέ τούς στρατιώτες του.
Τά γυναικόπαιδα όμως δέν κατάφεραν νά ξεφύγουν. Τά περισσότερα χάθηκαν από τό τουρκικό σπαθί.
Η γυναίκα τού Κώστα Διαμαντή, ξαδέλφου τού Τζαβέλα,
τσάκισε από τήν κούραση. Πήρε τό κουμπούρι από τόν άνδρα της καί τό έστρεψε στό κεφάλι της.
Καλύτερος ο θάνατος από τήν ατίμωση από τούς μουσουλμάνους.
Από τόν Ζυγό οι καταματωμένοι καί κουρασμένοι Έλληνες τράβηξαν γιά τήν Δερβέκιστα (Ανάληψη)
όπου τήν βρήκαν έρημη καί τότε κατευθύνθηκαν πρός τόν Πλάτανο Κραβάρων (ορεινής Ναυπακτίας)
όπου βρισκόταν τό στρατόπεδο τού άρρωστου Καραϊσκάκη. Οι εκρήξεις πού ακούγονταν από τό Μεσολόγγι ήταν
συνεχόμενες.
Οικογένειες ολόκληρες πού είχαν συγκεντρωθεί στά παγιδευμένα μέ μπαρούτι σπίτια τους, ανατινάζονταν.
Η φωτιά, οι μπάλες τών κανονιών, οι βόμβες καί οι ανατινάξεις τών υπονόμων είχαν μεταβάλλει
τό Μεσολόγγι σέ ένα σωρό από καπνίζοντα ερείπια, ανακατωμένα μέ πτώματα καί διαμελισμένα κορμιά.
Η μεγαλύτερη όμως έκρηξη πού ακούστηκε από όλους όσους πολεμούσαν έξω από τό
Μεσολόγγι ήταν αυτή πού έγινε στό σπίτι τού Χρήστου Καψάλη, ο οποίος είχε συγκεντρώσει
όλους τούς γέρους, τούς τραυματίες καί τούς ανάπηρους. Μόλις
οι Αλβανοί προσπάθησαν νά σπάσουν τήν πόρτα, πέταξε τόν δαυλό στήν μπαρουταποθήκη
καί ανέβηκε κι αυτός στό Ηρώο τών πεσόντων τού Μεσολογγίου.
Ο ηρωϊκός δεσπότης Ιωσήφ τινάχτηκε σέ ένα μύλο πού είχε κλειστεί μαζί μέ τά γυναικόπαιδα.
Βαριά τραυματισμένο τόν βρήκαν οι μουσουλμάνοι καί αμέσως τόν απαγχόνισαν.
Ο Ιταλός γιατρός πού βρισκόταν στήν υπηρεσία τού Ιμπραήμ, Alfonso Nuzzo Mauro ήταν αυτόπτης μάρτυρας
τής σφαγής τού Μεσολογγίου. Αλλού έβλεπε νεκρούς τόν πατέρα μέ τό παιδί του αγκαλιά, αλλού μία μάνα
γυμνή καί σφαγμένη μέ τά παιδιά της δίπλα της νά ουρλιάζουν, αλλού μία ολόκληρη οικογένεια θερισμένη καί
κατακομμένη. Ένα νεαρό ζευγάρι αγκαλιασμένο καί στό θάνατο ακόμα, μέ έναν αράπη από πάνω τους
νά τούς σκυλεύει. Ένα βρέφος νά βυζαίνει τή νεκρή καί βιασμένη μάνα του. Τά θύματα αναρίθμητα, η φρίκη
ατελείωτη. Η κόλαση είναι εδώ στή γή, η κόλαση είναι μέσα στό Μεσολόγγι τού Απριλίου τού 1826.
13000 άνδρες, γυναίκες, παιδιά κείτονταν νεκροί, οι περισσότεροι κομμένοι από τά σπαθιά τών Οθωμανών.
Οι στρατιώτες τού Αλλάχ έκοβαν μύτες, αυτιά, κεφάλια γιά νά
παραλάβουν τήν αμοιβή τους από τούς πασάδες τους καί αυτοί μέ τή σειρά τους, θά τά έστελναν
στόν πατισάχ τους.
Σύμφωνα μέ τόν φιλότουρκο Ιταλό πρόξενο τής Αυστρίας αββά Βιτσέντσο Μικαρέλλι,
3000 ζευγάρια αυτιά καί χιλιάδες κεφάλια
αλατισμένα καί σφραγισμένα μέσα σέ βαρέλια, εστάλησαν πεσκέσι στόν εκπρόσωπο τής παγκοσμιοποίησης εκείνης
τής εποχής σουλτάνο Μαχμούτ Β', γιά νά τά κάνει πατσά νά τά φάει, όπως θά έλεγε
καί ο στρατηγός Μακρυγιάννης.
Ο καθολικός ιερέας σέ επιστολή του στόν πάπα
έγραψε ότι όλοι οι άρρενες άνω τών 12 ετών εσφάγησαν, ενώ μέ χαιρεκακία
στό τέλος συμπλήρωνε ότι η ελληνική επανάσταση έβαινε στό τέλος της γιά τό καλό τής ανθρωπότητας.
Η υποκρισία τής καθολικής εκκλησίας σέ όλο της τό μεγαλείο.
Η άνοιξη δέν θά ερχόταν εκείνη τή χρονιά στό Μεσολόγγι. Κανένα παιδί δέν θά έτρεχε στήν εξοχή γιά νά παίξει,
καμμία νεαρή κοπέλλα δέν θά έκοβε λουλούδι, κανένας αγρότης δέν θά καλλιεργούσε τό χωράφι του, κανένας χωρικός
δέν θά αλώνιζε στό αλώνι του καί μόνο ο ποιητής θά τραγουδούσε γιά τόν ηρωϊσμό όλων αυτών τών χαμένων
ψυχών. "Τά μάτια μου δέν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο τό αλωνάκι".
«Τήν αυγήν εσυναθροίσθησαν εις τού Τζιαβέλα τήν οικίαν νά σκεφθούν ωρίμως πώς έπρεπεν νά οικονομήσωμεν τόν λαόν ώστε oι εχθροί νά μή μάς καταλάβουν. Εις ταύτην τήν συνεδρίασιν ήτον μόνον οι αξιωματικοί, αι τοπικαί αρχαί καί ο αρχιερεύς Ιωσήφ Ρωγών. Μετά περίπου από μίαν ώραν συζήτησιν, είπαν ότι διά νά σωθή τό περισσότερον μέρος ημών πρέπει νά προλάβωμεν τά αίτια, τά οποία υποπτεύομεν ότι εις τήν εσχάτην ώραν ή από δειλίαν ή από φιλοζωίαν δύνανται νά μάς προδώσουν. Αποφασίσθη λοιπόν νά φονεύσωμεν όσους αιχμαλώτους έχομεν εις τήν φυλακήν, Τούρκους καί Χριστιανούς, οίτινες υπηρετούσαν εις τό δημόσιον, τήν ίδιαν ώραν, καί καθένας εάν έχη ύποπτον κοντά του, ή Τούρκον ή Χριστιανόν, νά τόν φονεύση.
Ο Τζιαβέλας επρόσταξε νά φονεύσουν αμέσως τόν αγαπημένον του καί πιστόν Αράπην Τούρκον, καί έβαλαν όλοι εις πράξιν. Αμέσως εφόνευσαν καί έκοψαν όλους τούς Κοζάκους, έως τριάντα, όπου είχομεν αιχμαλώτους μέσα, καί άλλους μαστόρους, όπου εδούλευαν τόν εχθρόν σκάπτοντες καί εσυλλήφθησαν παρ' ημών, καθώς καί όλους τούς Τούρκους. Η καρδία μας εσκληρύνθη τότες τόσον, ώστε δέν ηξεύραμεν τί εκάμναμεν.
Ο αυτάδελφός μου Μήτρος Κασομούλης, αναλαβών εώς τότες από τήν ασθένειαν καί ειδοποιηθείς τούτο, έτρεξεν καί έκοψεν δώδεκα μόνος του εις τήν ακρογιαλιάν. Ήλθεν καθημαγμένος από τά πόδια έως εις τό κεφάλι, χαρούμενος. Τόν επίπληξα διότι μόνον αυτός επιχειρίσθη ως πελεκάτωρ νά κόψη τόσους.
- "Ε, λέγει, αφησέ με τώρα. Πεντακόσιους κόπτω, κι άλλους ακόμη, άν μού πέσουν εις τό χέρι. Έπειτα, τί μάς έμεινεν πλέον τώρα παρά νά πιούμεν καί αίμα, διότι δέν έχομεν τίποτες νά φάγωμεν".
Ωμίλησαν έπειτα περί τών φαμελλιών, ότι έχοντες παιδιά μικρά, θά αρχίσουν νά κλαίγουν. Τούτο πώς πρέπει νά γίνη ώστε νά αποτραπή;
Αποφάσισαν όλοι νά φονεύσωμεν όλες τές γυναίκες, ανεξαιρέτως, καί τά μικρά παιδιά επί τώ λόγω νά μή προδοθούμεν από τάς κραυγάς των, καί τότε δέν μένει κανένας μας ζωντανός, καί προσέτι διά νά μή μείνουν αιχμάλωτοι εις τούς εχθρούς. Διά νά αποφύγωμεν δέ τήν φιλόστοργον συμπάθειαν τών πατέρων καί αδελφών, αποφασίσθη νά σφάξη ο ένας τού αλλουνού τήν οικογένειαν. Όλοι, μέ μίαν φωνήν, τό αποφάσισαν, καί ήσαν έτοιμοι νά κινηθούν καί νά ειδοποιήσουν τό στράτευμα νά αρχίση.
Μία τοιαύτη στρατιωτική απόφασις, άν καί γενναία, πλήν σκληρά καί απάνθρωπος, επαρακίνησεν τόν αρχιερέαν Ρωγών Ιωσήφ έν τώ άμα νά σηκωθή επάνω λέγων:
- "Έν ονόματι τής Αγίας Τριάδος, είμαι αρχιερεύς, άν τολμήσετε νά πράξετε τούτο, πρώτον θυσιάσατε εμένα! Καί σάς άφήνω τήν κατάραν τού Θεού καί τής Παναγίας καί όλων τών Αγίων καί τό αίμα νά πέση εις τά κεφάλια σας!"
Εκφώνησεν τούτο, εκάθισεν, καί άρχισεν νά κλαίγη. Μέ τές κατάρες του καί παρατηρήσεις εμπόδισεν τήν ορμήν τών αξιωματικών, καί ούτως άρχισαν νά σκέπτωνται πώς αλλώς δύνανται νά προφυλαχθούν από τά αίτια τής ενδεχομένης προδοσίας. Εμείναμεν έως μισή ώρα σιωπώντες. Ο ένας είπεν:
- "Καθένας νά ύποσχεθή διά τούς δικούς του, τόσον οι πάροικοι καθώς καί οι κάτοικοι Μεσολογγίου".
Ούτως άλλοι άλλο συζητούντες, αποφάσισαν νά μήν θανατωθούν μέν, πλήν οι υπανδρευμένοι καί οι συγγενείς νά πείσουν τάς οικογενείας των ότι κατά τήν έξοδον νά τρέξουν κοντά τους καί μέ όλην τήν ευχαρίστησιν νά σωθούν αλλά καί τίποτες δυσκολίες νά μήν τούς προβάλουν, αλλά όλας ίσα ίσα τάς ευκολίας χάριν τής κοινής σωτηρίας των, τά δέ μικρά παιδιά νά τά ποτίσουν αφιόνι, τήν ώραν τής εξόδου μας, νά κοιμηθούν καί νά μη κλαίγουν. Καί όποιος έχει τήν τύχην νά γλυτώση, καλώς, όποιος πεθάνη, ας πάγη εις τό καλόν κανένα βάρος εις κανέναν δέν μένει. Διότι τοιαύτη ήτον καί η υπόσχεσις τών υπανδρευμένων όταν, πρό τρείς μήνας, τούς είπον νά πέμψουν έξω τάς φαμελλιές των, καί δέν ηθέλησαν. Όλοι οι υπανδρευμένοι, εντόπιοι καί ξένοι, ενθυμήθησαν ετούτο, καί κανένας πλέον δέν αγανάκτησεν. Αποφασίσθη λοιπόν περί τούτου τό άνωθεν.
Περιφερόμενος ανά τούς προμαχώνας καί κοινοποιών εις τούς αξιωματικούς τό σχέδιον, ενύκτωσεν, καί επίστρεψα πάλιν εις τού Μακρή τήν Δάμπιαν, οπού ήσαν έτοιμοι όλοι, άκρα ησυχία καί άμιλλα· επείραζεν ένας τόν άλλον γελώντες:
- Ποιός ηξεύρει αύριον πού θά παίρνη η ράχη σου αέραν!
Ένας αξιωματικός τού Στορνάρη, Αποστόλης Τζαλαχάς, 55 χρονών άνθρωπος, μικρόθεν αρματολός, βλέπων τόν εαυτόν του αδύνατον ή ώστε νά σωθή, καί έχων άρματα χρυσά καί χρήματα έως δέκα χιλιάδας γρόσια εις τό κιμέρι του, εξεζώθη ετούτα όλα καί τά δίδει νά τά ζωθή καί αρματωθή ένας ανεψιός του γυμνός Γιώτης Σεΐζη. Ενδύσας τούτον καί λαβών εκείνος τά άρματα εκείνου, τόν έδωσεν ο Αποστόλης τήν ευχήν του λέγων:
- "Παιδί μου, λέγει, από μικρό παιδί Κλέφτης καί Αρματολός αυτά εκέρδισα, λάβε τα δέν τά εντρόπιασα εις κανένα μέρος. Τά γόνατά μου δέν βαστούν νά τρέξω τόσον κάμπον καί ανήφορον, σέ τά δίδω μέ τήν ευχήν μου, έλα νά σέ φιλήσω, καί νά δώσης εξ αυτών καί διά τήν ψυχήν μου. Εγώ πλέον μένω νά αποθάνω εδώ, όπου θέλει πλέξει τό βουβάλι εις τό αίμα, μετά τήν φυγήν σας."
Εκεί ήτον καί ο Στορνάρης. Τόν είπα λοιπόν ότι:
- "Εγώ πηγαίνω εις τήν θέσιν μου, καί θά περιμένω εκεί έως νά διαβή ο Τζιαβέλας, νά κινήσω μαζί του· πλήν εσύ νά μείνης αυτού οπού είσαι, νά μή χαθούμεν."
Όλοι οι οπλαρχηγοί καί στρατιώται επήγαμεν καί αποχαιρετίσαμεν τούς συναγωνιστάς μας, φίλους καί συγγενείς, πληγωμένους καί ασθενείς, οίτινες μέ δάκρυα χαράς μάλλον παρά μέ λύπην χωριζόμενοι από ημάς, έμειναν νά πεθάνουν πολεμούντες. Κανένας από αυτούς δέν αγανάκτισεν, διότι ο κίνδυνος τής ζωής ήτον επίσης ο ίδιος καί εις αυτούς καί εις ημάς. Όλοι εύχοντο πρός τούς αναχωρούντας τήν καλήν αντάμωσιν εις τόν άλλον κόσμον.
Φθάνοντας εις τόν Ανεμόμυλον, αμέσως επήγα καί ηύρα καί τόν Καψάλην εις τήν πυριτοθήκην εκοινοποίησα πρός αυτόν τί ώρα έπρεπεν νά βάλη φωτιά, αυτός μ' αποκρίθη ότι:
- "Δέν θέλω ερμηνείαν, μόνον ώρα καλή σας, καί όταν φθάσετε πρός τόν ριζόν τού βουνού, ακούτε καί βλέπετε τόν Καψάλην σας πού θά απετά."
Εις αυτήν τήν στιγμήν απέρασεν ο Τζιαβέλας από τό μέρος μας, καί μάς ειδοποίησεν νά τραβηχθούμεν. Διευθύνθη δέ βαδίζων τήν ακρογιαλιάν διά νά έβγη πρός τήν Μαρμαρούν, ώστε νά συνάξη όλους γύρωθεν. Όλα τά ανδρόγυνα εδιευθύνοντο εις τήν προσδιορισθείσαν γέφυραν, ωσάν αρνάκια μέ άκραν σιωπήν. Οι πατέρες μέ τά γιαταγάνια εις τό έν χέρι κρεμασμένα, τά δουφέκια από τό λουρί εις τόν ώμον, καί μέ τό άλλον καθένας νά βαστά ή κανέν παιδάκι του ή τήν σύζυγόν του, καί νά πηγαίνουν. Πολλαί γυναίκες ενδύθησαν ανδρίκεια καί αρματώθησαν, καί δέν εδιακρίνοντο εις τό βάδισμα από τούς άνδρας.
Διαβαίνοντας από τόν δρόμο τής οικίας τού Νότη, ηύρα μίαν γυναίκαν καί τρείς άλλους ασθενείς Μισολογγίτας συρομένους καί κυλιομένους εις τήν πλαταίαν. Η γυναίκα εκραύγαζεν: "πού μάς αφήνετε!", όσον εδύνατο. Οι ασθενείς έκλαιγαν. Τήν επίπληξα διά τές φωνές, αυτή εξακολουθούσεν. Εβιάσθην καί τήν έπαισα μέ τήν λόγχην. Ακούγω μίαν φωνήν γνωστήν:
- "Νικολάκη, εσύ φονεύεις τήν μητέραν μου;"
- "Ναί, λέγω, διότι θά μάς προδώση."
Εγνώρισα τόν άνθρωπον, καί ήτον ο ατρόμητος νέος καί ήρωας πρώην σαλπιγκτής μας Γρηγόρης, Μισολογγίτης· τόν εφίλησα μέ δάκρυα κι εγώ καί οι σύντροφοι, επί ποδός καί μέ βίαν, πλήν αδύνατον ήτο νά βοηθηθή. Τόν παρηγόρησα, καί τόν είπα νά κρεμάση τήν τύχην του εις τού Θεού τό χέρι, καθώς καί ημείς. Φθάσας εις τό καλύβι τού Μακρή, βλέπω ότι ο Στορνάρης έλειπεν εις άλλο, ενώ όλοι ήσαν έτοιμοι, διψώντες πότε νά φθάση η ώρα. Τρέχοντας νά εύρω τόν Στορνάρην απαντώ τόν μακαρίτην Κώσταν Νάστον.
- "Ωρέ Νικολάκη, μοί λέγει, γεφύρια δέν επήραμεν νά βάλωμεν εις τό αυλάκι τού Ουμέρ Πασιά·πώς θά περάσουν ο κόσμος λοιπόν; Τόν πήραμεν εις τόν λαιμόν μας." (Επρόκειτο γιά μία τάφρο έξω από τά τείχη τήν οποία είχε κατασκευάσει ο Ομέρ Βρυώνης στήν πρώτη πολιορκία.)
- "Τώρα μάς τό λέγεις; τόν λέγω, τί έκαμες; Από τόν Θεόν νά τό εύρης!"
Εκεί πλησίον ήτον ο Καπετάν Μήτρος Δεληγεώργης καί ο Βασίλης Χασάπης.
- "Ωρέ αδελφοί, τούς λέγω, εχάθη ο κόσμος, ογρήγορα στρώματα από τές καλύβες νά γιομίσωμεν εις ένα μέρος τό αυλάκι, διότι κανένας δέν θέλει δυνηθή νά έβγη."
Ενθυμήθησαν καί τούτοι ευθύς τόν κίνδυνον, καί ούτως αμέσως ο πρόθυμος Δεληγιώργης καί ο Βασίλης Χασάπης καί όλοι οι στρατιώται, όσοι ήμεσθον εκεί γύρωθεν, επήραμεν καθείς από έν στρώμα καί τό ερίξαμεν· καί άρχισαν όλοι οι στρατιώται νά κουβαλούν καί νά γιομίζουν. Πλήν η ώρα η προσδιορισμένη πλησίαζεν. Η σελήνη ήτον δεκαήμερος, εις τήν αύξησίν της. Πρό μισής ώρας εσκεπάσθη μέ έν σύννεφον σκοτεινόν καί δροσώδες· έβρεξεν ολίγον, καί άρχισεν ο τόπος νά γλυστρά. Πλήν εδοξάσαμεν τόν Θεόν, διότι εκείνην τήν στιγμήν εσκέπασεν τό φέγγος τής σελήνης, ώστε νά ωφεληθούμεν από τό σκότος εις τό κίνημα, πρίν οι εχθροί μάς καταλάβουν. Τρέχοντες λοιπόν όλοι, εδυνήθημεν νά σκεπάσωμεν από τό αυλάκι έως δύο οργιές τό πλάτος τόπον.
Επίστρεψα από τήν γιόμωσιν τού αύλακος, καί ηύρα τρυπωμένον τόν Στορνάρην, κατά συγκαιρίαν, εις έν καλύβι τού Βασίλη Χασάπη, ομού μέ τούς δύο αδελφούς μου καί στρατιώτας τού σώματός μας. Είδαμεν μέ αγανάκτησιν ένας τόν άλλον.
- "Τί έπαθες καί σ' εχάσαμεν;" μοί λέγει.
- "Εγώ τί έπαθα, τόν λέγω, ή εσύ οπού αλλού έβαλες τό σύνθεμα νά έλθω, καί αλλού πήγες;"
Ευρισκόμενοι όλοι οι Έλληνες ετοιμασμένοι εις τό γελέκι, μέ τό σπαθί καί τό μαχαίρι εις τό χέρι, καί μέ τό ντουφέκι εις τόν ώμον, ιδού φθάνει καί ο Νότης. Εδιάβαινεν ερχόμενος πρός τήν προσδιωρισμένην γέφυραν. Ερώτησεν ποιός ήτον μέσα. Τόν είπαμεν, ο Στορνάρης.
- "Σήκω!", τόν λέγει, "Στορνάρη. Εκινήσαμεν, εις τό όνομα τού Θεού!"
Ο Στορνάρης τόν αποκρίνεται:
- "Νά περιμένωμεν, έως ότου νά φύγουν αι γυναίκες πρώτα."
- "Ημείς κινούμεν", τόν λέγει ο Νότης, "καί όποιος έχει γυναίκα ας φροντίση πλέον δι' αυτήν, δέν γινόμεθα φύλακες τών γυναικών των αυτήν τήν ώραν!"
Ο Στορνάρης έφερνεν τήν κάπαν του μαζί του, τήν φλοκάταν καί τά άρματά του. Τόν είπα νά τά ρίξη όλα νά ελαφρωθή, δέν ηθέλησεν, "διότι κρυολογώ", αποκρίθηκεν. Τήν στιγμήν αυτήν, ο Ιμπραΐμης έρριπτεν ακατάπαυστα βόμβες εις τήν πόλιν, ενώ όλοι ευρισκόμεθα εις τό ποδάρι. Όλοι κρυφογελούσαν εννοήσαντες ότι δέν είχεν θετικήν πληροφορίαν τής ώρας καί τού τρόπου τής εξόδου μας. Φιλούντες τό χώμα τού Μεσολογγίου, αποχαιρετούσαμεν μέ δάκρυα μίαν θέσιν, ήτις μάς εφαίνετο ότι ήτον ο παράδεισος, καί εις τήν οποίαν αφήναμεν τόσους ήρωας ζωντανούς, μ' όλον οπού αγνοούσαμεν καί ημείς τήν τύχην μας.
Αμέσως εκινήθημεν, κατόπιν τού Νότη. Ο Στορνάρης έσερνεν καί τό άλογόν του μέ τό δισάκκι του· ενώ ακόμη ήμασθον συσσωρευμένοι, προστάζει έναν στρατιώτην νά τό εβγάλη τό άλογο περνώντας τό από άλλο μέρος. Τό πήρεν ένας σεΐζης του, καί ούτως εξήλθαμεν από τήν πρώτην γέφυραν. Ο Γεωργάκης Κίτζιου είχεν εβγάλει τό άτι του έξω από πρίν, καί επεριφέρετο ο σεΐζης του Κιαρμπαμπάς μέ αυτό έξω, ενώ ημείς εβγαίναμεν, άκουσαν οι Τούρκοι τόν κρότον τών ποδαριών εις τάς γέφυρας· διότι ακούγετο ως ένας βαθύς βουβουνισμός.
Επλησίασαν οι εμπροσθινοί έως εις τές άκρες τών αντίκρυ δύο εχθρικών προμαχώνων. Εγιόμωσεν η πλαταία εκείνη έως εις τό αυλάκι τού Ουμέρ Πασιά. Τό σύννεφον, τό οποίον εκάλυπτεν τήν σελήνην, ετραβήχθη καθ' ην στιγμήν εβγαίναμεν καί τό περισσότερον μέρος τής φρουράς είχεν έβγει, καί εξαπλώθησαν εις τήν πεδιάδα. Μάς είδαν οι Αράπηδες εξερχομένους, καί αρχίζουν τόν δουφεκισμόν καί τόν κανονοβολισμόν. Μία ώρα σχεδόν υπομείναμεν τήν φωτιάν εκεί, πλαγιασμένοι καί σιωπώντες. Ο Στορνάρης μέ τούς στρατιώτας του ευρέθη μέσα εις τόν αύλακα, καί επροσμέναμεν νά τραβηχθούν οι διαβάντες διά νά εύρωμεν τόπον νά κινήσωμεν καί ημείς κατόπιν. Τό μυστικόν ήτον "τζικούρι καί στορνάρι".
Ενώ μάς ακολουθούσαν οι ’ραβες όπισθεν καί οι Αλβανοί μάς βασάνιζαν ακατάπαυστα ακροβολιστικώς, έξαφνα ακούγαμεν δεξιά σάλπιγγες, φωνές, τυμπελέκια από τό μέρος τού Μποχωρίου καί βλέπομεν έως πεντακοσίους ιππείς τακτικούς καί ατάκτους καί φωνάζομεν.
- "Απάνω τους!"
Ενώ εκείνοι προχωρούσαν ρίπτομεν κατ' αυτών έως εκατό μόνον τουφεκιές καί ορμούμεν μέ τά σπαθιά μόνον καί τά γιαταγάνια. Τούς τρέπομεν εις φυγήν. Ακούσαντες οι παρακολουθούντες όπισθέν μας μέ τά πυροβόλα καί τύμπανα, εστάθησαν έως αυτού καί σιώπησαν. Εις αυτήν τήν περίστασιν έχασα από κοντά μου τόν Στουρνάρην. Όλα τά σώματα πλέον προχωρούντα έγιναν ένα, αι δύο σημαίαι βαδίζουσαι εμπρός μέ τόν Μακρήν, όστις εγνώριζε τόν τόπον. Καί περιπατούσαν οι σημαιοφόροι μέ τρόπον, ώστε δέν μάς κούραζαν.
Εκείνην τήν στιγμήν, ακούσθη μία φωνή, ότι εις τόν ’γιον Σώστην πολεμούν οι εδικοί μας· όλοι επιστρέψαμεν τά πρόσωπα νά ιδούμεν, καί νά σταθούμεν κατά τό σχέδιον, καί επιστρέψωμεν, πλήν ήτο ψέμα. Περιμείναντες τόσην ώρα νά κτυπήση η βοήθεια τό στρατόπεδον, είδαν οι εμπροσθινοί μας ότι καμία τοιαύτη βοήθεια δέν φαίνεται· μάς ειδοποίησαν νά είμεσθεν έτοιμοι, καί αμέσως οι μέν ορμήσαντες πρός τόν δεξιόν εχθρικόν προμαχώνα, οι δέ πρός τόν αριστερόν. Οι Τούρκοι άφησαν τούς προμαχώνας καί έφυγον άλλοι εδώθεν καί άλλοι εκείθεν.
Εβγήκεν ο σημαιοφόρος Αργύρης πρώτος, καί μέ τούς οδηγούς ομού καί μέ τόν Νότην άρχισαν συγκεχυμένως πλέον νά εξέρχονται ασπαζόμενοι καί αποχαιρετούντες καθείς τό ιδικόν του οχύρωμα εις τήν θύραν καί τάς βαθμίδας μέ αναστεναγμούς:
- "’χ, Μισολόγγι, άχ, αίματα οπού εχύσαμεν άδικα!"
Εφθάσαμεν τέλος πάντων εις τού Κότσικα τό Αμπέλι. Καθ' οδόν επροακούσαμεν μίαν τρομεράν προετοιμασίαν τύμπανων πεζικού, σαλπίγγων ιππικού, τουμπελεκίων ελαφρού ιππικού, έναν κρότον σύμμικτον από όλα τούτα μέγαν, ερχόμενα δέ όπισθεν μας, κατ' ευθείαν τόν πλατύν δρόμον, από τό εχθρικόν στρατόπεδον πρός ημάς, ενώ συγχρόνως τό ακατάπαυστον πυρ καί αι φωναί μέσα εις τό Μεσολόγγι ηχολογούσαν, καί ετρόμαζαν τόν τόπον καί τά βουνά.
- "Τό αμπέλι πιάστε, καί σταθήτε νά πεθάνωμεν όλοι μαζί, αυτού!" εφώναξαμεν όλοι.
Τό αμπέλι ήτον περιστοιχισμένον μέ αύλακαν καί χώμα υψωμένον ανέβημεν όλοι επάνω βοηθούμενοι ένας μέ τόν άλλον. Εκεί αναπνεύσαμεν. Επειδή τό αμπέλι ήτον εις ύψος, εστρέψαμεν τά πρόσωπα μας πρός τό Μεσολόγγι καί εσιωπήσαμεν όλοι. Ενώ όμως εγνωρίζαμεν ότι μάς παρακολουθούσαν έως εκεί όλα τά εχθρικά σώματα πυροβολώντας μας, καί πάλιν ηθέλαμεν νά ιδούμεν πού διευθύνονται αι συγκεχυμένες φωνές τών τύμπανων, σαλπίγγων καί τουμπελεκίων. Ήτον μακράν εισέτι, καί τό αμυδρόν φώς τής σελήνης δέν έφθανεν νά φώτιση ώστε νά τούς ιδούμεν. Εκείνην τήν στιγμήν, ακούγομεν τήν πυριτοθήκην τού Καψάλη ανάπτουσαν καί υψωμένην εις τόν αέραν, ώστε, φωτίσασα τήν πεδιάδα, είδαμεν τότε καί τό μέγα σώμα ερχόμενον, φάλαγγας πεζών, ιππείς τακτικούς καί άτακτους.
Επλησίασαν προχωρούντες όλοι ομού. Δέν δύναμαι νά περιγράψω τό είδος τούτο της θορυβώδους επιθέσεως. Πολλάκις εις τήν ζωήν μου άκουσα τουμπερλέκια, πλήν τόσον πολλά ποτέ. Όταν τέλος ώρμησαν πρώτοι οι τού ελαφρού ιππικού μέ τό "Χάλια, χάλια, χάλια", σύνηθες καί φυσικότατον παράγγελμα τών Δελήδων (ελαφρείς ιππείς), καί συγχρόνως κτυπούσαν, κατά τόν λογαριασμόν μας, περίπου από 150 200 τουμπερλέκια, ημείς ακούοντες δέν είπαμεν άλλο, παρά ότι όλον τό στράτευμα κατά μικρά σώματα βαστούσεν ίσως από ένα, ίσως από δύο τουμπερλέκια, καί τά κτυπούσαν διά νά μάς φοβίσουν. Ενώ λοιπόν εκείνοι ώρμησαν πρός ημάς, καί τό εχθρικόν τακτικόν ήρχετο μέ τό βήμα, συγκροτεί μία φωνή από τό αμπέλι καί ριπτόμεθα κάτω, ορμούμεν.
"Επάνω τους!" φωνάζομεν πάλιν. Αρχίζομεν νά ντουφεκούμεν. Παύουν ευθύς όλα, καί τύμπανα καί σάλπιγγες, καί δίδουν τά νώτα κατατσακισθέντες ποίος νά πρωτοφύγη. Λαβόντες αυτήν τήν ευκαιρίαν ετρέξαμεν έως ένα τέταρτο της ώρας, καί επιάσαμεν τόν ριζόν. Εκείνοι πλέον ούτε εφάνησαν. Βλέποντες μας οι Τούρκοι τρέχοντες ορμούν κατεπάνω μας.
"Απάνω τους!" φωνάζομεν στρέφομεν κατ' αυτών τά ντουφέκια, ορμούμεν. Παύουν τά τύμπανα, παύουν τίς σάλπιγγες, παύουν τά τουμπερλέκια, καί φεύγοντες εκοίταζον πού νά σωθούν κακήν κακώς. Εις ταύτην τήν περίστασιν άρπαξαν καί δύο τρία άλογα οι εδικοί μας από τούς φονευθέντας, καί εκαβαλίκευσαν. Τό ένα τό πήρεν ο Μπακατσέλλος Τζαβέλλας. Διώξαντες καί ετούτους, ενομίσαμεν πλέον ότι φθάσαντες εις τόν ριζόν, ελευθερώθημεν, καί εβαδίζαμεν αγάλι αγάλι. Εκεί εστάθημεν, καί ήπιαμεν από εν τσιγάρον ευχαριστήσαντες τόν Θεόν δια τό φώς τής σελήνης ο καθένας.
Εκεί είδαμεν ότι ήλθεν ο Βαγγέλης τού Μήτσου Κοντογιάννη καί ηύρεν τόν πατέραν του, καί τόν πήρεν εις τάς αγκάλας του, μέ τους στρατιώτας του. Εκεί ήλθεν καί κάποιος Κόρακας, ο Νικόλαος Κόπελος Ξερομερίτης, ο Φαραζλής τού Καραϊσκάκη καί ο Γιαννούσης Πανομάρας μέ έως 50 συντρόφους. Ιδόντες ετούτους εκαθίσαμεν πλέον ξεμέτοχα, καί παρατηρούσαμεν εις τό Μεσολόγγι καί εις τήν πεδιάδα. Όλη η πεδιάς έβραζεν από τήν ανταυγάζουσαν φωτιάν, έχουσαν τήν πηγήν της από τήν χωράν, η δέ λαμπάδα τού Μεσολογγίου διέδιδε τό φώς εκείνο, τό οποίον εσκορπίζετο έως εις τό Βασιλάδι, Κλείσοβαν καί εις όλην τήν πεδιάδαν, καί εβαστούσεν έως εις ημάς. Ο δέ παντού ανά τήν πόλιν τουφεκισμός εφαίνετο ωσάν πλήθος κωλοφωτιών. Από τό Μεσολόγγι ακούγετο ο βρασμός τών φωνών γυναικών, τουφεκιών, εκρηγνυομένων πυριτιδαποθηκών, υπονόμων, ένας συγκεχυμένος καί απερίγραπτος τρομερός ήχος. Φούρνος εφαίνετο η πόλις, από τό ακατάπαυστον πύρ. Ενώ εμακαρίζαμεν τήν τύχην μας, ότι έπαυσαν έως αυτού ημών τών ολίγων μεινάντων τά βάσανα.
"Σηκωθήτε!" Μάς λέγουν οι ελθόντες συνάδελφοι μας, εγκαρδιωθήτε ακόμη ολίγον έως νά πιάσωμεν τόν Ζυγόν, καί ύστερον πηγαίνομεν αργά σεργιανίζοντες. Ούτως αρχίσαμεν καί ετραβιούμασθον αγάλι αγάλι έως ότου εφθάσαμεν εις μίαν χούνην, οπού τότε εκρύφθη τό Μεσολόγγι από τά μάτια μας.»
Ενθυμήματα Στρατιωτικά Νικολάου Κασομούλη
«I Mesolongiotti, ed i Sulliotti gettano tutti allora il loro fucile, reso inutile, dietro le spalle; impugnano gli athegan, e coll' accento concentrato della disperazione gridano "Emprosten Emprosten". All' urto improvviso, e terribile e scossa la colonna degli Arabi, che l' accompagnava con un fuoco di fila ben sostenuto. Piu di trecento (300) di essi nel primo empito mordono la terra, il resto retrocede, ma la colonna non e rotta. (Οι Μεσολογγίτες καί οι Σουλιώτες βάζουν τά τουφέκια στίς πλάτες καί προχωρούν, φωνάζοντας "έμπροσθεν, έμπροσθεν!". Οι αράπηδες τούς πυροβολούν αδιάκοπα καί σκοτώνουν τριακόσιους, πολλοί γυρίζουν πίσω, αλλά η κολώνα προχωράει μπροστά).
I Mesolongiotti intanto guadagnano tanto di spazio da poter percorrere una diagonale dl quasi due miglia sino all'Acheloo che si vendico allora colle sue acque profonde, e con i tortuosi giri delle sue sconfitte su i discendenti del suo vincitore: Il Duce Egiziano con mille scelti cavalli aspetto il resto della infelice popolazione sempre accompagnata nella penosa marcia dalla sua armata vittoriosa alle sponde del fiume. Qui il macello fu spaventevole, e la carnificina fu satolla di vittime. Molti sperando un facile guado vi trovarono la tomba, molti caddero sotto la scimitarra turca. Qui il resto di si prode gente combattendo accanitamente peri. Poche centinaja, tra cui alcune donne piu coraggiose si fecero strada finalmente, e pervennero a salire la montagna, e salvarsi. (Οι Μεσολογγίτες προσπάθησαν νά περάσουν από τόν Αχελλώο, αλλά δέν μπόρεσαν νά διαβούν τά παγωμένα νερά. Ο Αιγύπτιος στρατηγός μέ τό ιππικό του κυνηγούσε τόν πληθυσμό. Η σφαγή ήταν φοβερή. Όσοι δέν βρήκαν τόν τάφο στά νερά τού ποταμού έπεσαν από τά τούρκικα γιαταγάνια. Μερικοί κατόρθωσαν μέ λίγες γυναίκες νά βρούν τήν σωτηρία στά βουνά).
In questo momento il nembo e dissipato, le nubi si allargano, e la luna intera nel suo disco fa brillare una luce malaugurata sulla vasta pianura di Mesolongi irrigala di sangue, e disseminata di corpi estinti. (Αυτή τή στιγμή διαλύθηκαν τά σύννεφα καί η σελήνη έριξε τό φώς στήν πεδιάδα τού Μεσολογγίου, η οποία ήταν ποτισμένη μέ αίμα καί σπαρμένη μέ πτώματα).
Addio, addio per sempre citta infelice, culla di Eroi, ma abisso d' infortunio, e di desolazione. (Αντίο, αντίο γιά πάντα άτυχη πόλη, λίκνο ηρώων, αλλά άβυσσος δυστυχίας καί ερημώσεως).»
La catastrofe di Mesolongi e la Schiava del bazar, Alfonso Nuzzo Mauro ιατρός τού Ιμπραήμ, Napoli 1830
Μετά τή σφαγή τού Μεσολογγίου ακολούθησε η τελευταία πράξη τής τραγωδίας. Τό σκλαβοπάζαρο.
Χιλιάδες ήταν τά γυναικόπαιδα πού έπεσαν στά χέρια τού εχθρού. Παιδιά πεινασμένα, γυμνά, τρομαγμένα.
είχαν δεί τούς πατεράδες τους σφαγμένους, τίς μανάδες τους βιασμένες. Σέ λίγο θά ταξίδευαν στά
αμπάρια τών τουρκικών πλοίων καί θά χάνονταν στίς εσχατιές τής
Ανατολής. Τά περισσότερα θά ξέχναγαν τήν καταγωγή τους καί θά γίνονταν φανατικοί μωαμεθανοί.
Ο γιατρός Mauro στό βιβλίο του περιέγραψε μέ λεπτομέρειες τήν αγορά ανθρωπίνου κρέατος, πού χαρακτήριζε
τήν πολυπολιτισμική μουσουλμανική κοινωνία τής εποχής εκείνης. Οι "ευάλωτες κοινωνικές ομάδες" τών
Αιγυπτίων, τών Τούρκων καί τών Αλβανών πουλούσαν καί αγόραζαν ανθρώπινες ψυχές.
Οι υποψήφιοι αγοραστές εξέταζαν τό ανθρώπινο εμπόρευμα σέ όλα τά σημεία τού σώματος
καί κυρίως στά πλέον απόκρυφα. ’ν τούς ικανοποιούσε η ποιότητα τό αγόραζαν, χωρίζοντας
γιά πάντα τή μάνα από τό παιδί, καί τήν αδελφή από τόν αδελφό. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι πού κατάφερναν
νά γυρίσουν πίσω από τά σκλαβοπάζαρα τής Αλεξάνδρειας, τής Σμύρνης, τής Πόλης ή τού Μαρόκου.
Οποία κατάντια! Η γενέτειρα τού Ομήρου, η Σμύρνη, η πόλη μέ τήν μεγαλύτερη βιβλιοθήκη τού κόσμου,
η Αλεξάνδρεια καί η Βασιλεύουσα είχαν καταντήσει ανατολίτικα παζάρια ανθρωπίνων ζωών.
Αυτή ήταν η Οθωμανική αυτοκρατορία, πού αγωνίζεται νά ξανακτίσει η γειτονική Τουρκία,
στέλνοντας εκατομμύρια εποίκους από τόν Έβρο καί από τίς ακτές τής Μικράς Ασίας. Μία Τουρκία,
πού έχει στό πλευρό της, άκουσον άκουσον, τά δύο ελληνικά κόμματα τής εξουσίας,
τά κόμματα τής "δημοκρατικής" καί "προοδευτικής" Αριστεράς, τά τουρκοκάναλα τής χυδαιότητας
καί τού μαύρου χρήματος, ελληνόφωνους επιχειρηματίες,
συνδικαλιστές, δημάρχους, πανεπιστημιακούς, κτλ κτλ.
Οι νοσταλγοί εκείνης τής εποχής δέν θά διαβάσουν ποτέ στήν ελληνική; τηλεόραση, η οποία έχει μοναδικό σκοπό
τήν υφαρπαγή τής ψήφου τού Έλληνα πολίτη, τό παρακάτω απόσπασμα από τό βιβλίο
"Μεσολογγίται" τού ιστορικού Κωστή Στασινόπουλου:
«Κρουνηδόν έτρεξε τό αίμα. Οι ένοπλοι ανθίσταντο, οι άοπλοι εφονεύοντο. Μεταγωγικά ζώα μέ καλάθια ηκολούθουν,
διά νά μεταφέρουν τάς κεφαλάς των, καί λάβουν τήν συνήθη αμοιβήν. Τόν μακαρίτην πατέρα μου,
οκταετή όντα καί μή δυνάμενον νά περιπατήση, τόν έβαλαν εις τά οπίσθια ζώου,
απέναντι τής κεφαλής τού πατρός του, η οποία ευρίσκετο εντός καλάθου, υπεράνω τής σωρού τών άλλων κεφαλών.
Τά δέ γυναικόπαιδα απήγονο εις αιχμαλωσίαν. Αι αγοραί τής Αλεξανδρείας καί τού Καΐρου, επλημμύρισαν από
τά ανθρώπινα αυτά θύματα.»
«La jeune femme de Missolonghi (Μία νέα κοπέλλα από τό Μεσολόγγι)
Il est huit heures du soir: le signal du depart se donne. Plus de 2,000 hommes et plusieurs centaines de femmes sont rassembles. La porte de l'Orient s'ouvre, nous en sortons. Nos braves sont ranges sur deux lignes profondes, au milieu se trouvent les femmes. Plusieurs d'entre elles, vetues en palicares, armees d'un fusil, sont confondues parmi les guerriers. En ce moment mon frere s'approcha de nous, et apres nous avoir donne le baiser de paix, il nous cria en s'eloignant: "J'ai promis de vous proteger ou de perir a l'arriere-garde." Quand je le vis m' embrasser et prendre le chemin des volcans destructeurs, je m' elancai a son cou, et tous les efforts de mon frere et d' Eudoxe ne purent m' en detacher. Mon pere, alors, eleva une voix solennelle, qui ne semblait plus appartenir a ce monde, et m' ordonna imperieusement de suivre un frere et un epoux. "Oui, ton epoux" ajouta t il en prenant ma main et celle d' Eudoxe, et les placant dans la sienne.
(Η αρραβωνιαστικιά τού Εύδοξου Ζαΐμη αποχαιρετά τόν γέροντα πατέρα της: "Όταν τόν είδα νά μέ φιλή καί νά φεύγη πρός τίς συνοικίες πού τίς είχαν υπονομεύσει, έτρεξα καί κρεμάστηκα απ' τό λαιμό του. Μάταια ο αδελφός μου καί ο Εύδοξος πολέμαγαν νά μέ ξεκολλήσουν από πάνω του. Τότε, ο πατέρας έβαλε τό χέρι μου μέσα στό χέρι τού αρραβωνιαστικού μου, μάς ευλόγησε, μάς φίλησε ύστερα καί τούς τρείς καί χωρίς νά πεί λέξη, χάθηκε μέσα στό καραβάνι τών γερόντων, πού τή στιγμή εκείνη περνούσε από εκεί.")
La troupe de heros s'ebranle en silence; devoree par la faim, elle a encore de la vigueur dans sa marche; elle atteint aux premieres lignes fortifiees de l'ennemi. O Ciel! cet ennemi - est sur ses gardes; la trahison l'a averti... Non, c'est le genie du mal; car aucun des Grecs n'a ete parjure. Les bataillons egyptiens sont ranges devant nous en bataille. Un seul cri d'effroi se fait entendre, la troupe sacree y repond par un elan d'heroisme: elle se precipite, le sabre a la main sur des remparts herisses de fer; conservant le meme ordre, elle culbute les barbares, en passe un grand nombre au fil do l'epee dans leurs batteries, et rompt toutes leurs lignes. Elle a franchi la foret de baionnettes; alors chaque brave prenant sa carabine, fait voler d'une main sure le plomb meurtrier, et arrete l'ennemi dans sa poursuite. Voila le triomphe dans tout son eclat. Voici le sang qu'il a coute: plus de 600 braves ont succombe, plus de 700 femmes ou enfans ont peri de la mitraille, ou ont ete enleves par les barbares, (600 παλληκάρια έπεσαν καί 700 γυναικόπαιδα χάθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν από τούς βαρβάρους) ne pouvant suivre la colonne heroique dans sa marche rapide. Et quand le fer des barbares a cesse de nous atteindre, les etreintes de la faim rendues plus terribles par la fatigue et les heures, ont seme sur la route de Plocopores les cadavres de nos freres.
Nous fumes joints a Apocoro par un corps grec qui nous fit une part de ses provisions; la, pour la premiere fois, nous touchames a une nourriture suffisante. Deja la gloire des heros de Missolonghi volait dans toute la Hellade: quand nous nous mimes eu marche pour Salona, les Grecs accouraient sur notre passage; ils regardaient nos freres comme des dieux; les uns les felicitaient, d'autres touchaient avec respect leurs armes, ou baisaient leurs vetement; et ces braves, ni plus fiers, ni moins malheureux, parlaient de leurs souffrances et des pertes irreparables qu'ils venaient de faire. Celui-ci regreltait son pere, ses enfans; celuila sa mere, son epouse; cet autre une fille, une soeur, un frere; il y en avait qui comptaient jusqu'a 15 parens devores par la catastrophe. Mon Dieu, elle fut terrible: les 140 braves de l'arriere-garde, parmi lesquels se trouvait mon frere, avaient ete separes du principal corps; ne pouvant se faire jour a travers une nuee d'ennemis, ils etaient rentres dans la ville, ou ils s'embusquerent; l'ennemi les y suivit, et cette poignee de braves se battit de poste en poste, laissant sur ses pas l'incendie et la mort. Apres avoir immole deux mille barbares, ils mirent le feu aux mines, et c'est dans cette terrible explosion qu'ils ont ete engloutis, eux, les femmes, les vieillards, les blesses et plus de 3000 Egyptiens. Ainsi, un heroique desespoir fit justice d'une victoire honteuse; ainsi, mon malheureux frere et ses compagnons virent couronner leur sublime devouement par un beau trepas.»
Les femmes Grecques aux dames Francaises recit de leurs malheurs, Bruxelles 1827
Οι απώλειες τών μουσουλμάνων στρατιωτών Τούρκων, Αιγυπτίων καί Αλβανών, μαζί μέ τίς ασθένειες, καθ' όλη τή
διάρκεια τής ετήσιας πολιορκίας είναι δύσκολο νά υπολογιστούν.
Ίσως νά ξεπερνούν τούς 25000 νεκρούς. Ο στρατός τού Ιμπραήμ αποδεκατίστηκε
Λίγο αργότερα θά δήλωνε στόν Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ, ότι ο στρατός του θά έλυωνε όπως λυώνει τό χιόνι στά βουνά,
αν κρατούσε ακόμα δύο εβδομάδες τό Μεσολόγγι. Τό Μεσολόγγι δέν έπεσε από τόν Ιμπραήμ. Έπεσε
από τήν πείνα καί από τήν ανικανότητα τής κυβερνήσεως νά φροντίσει νά τό εφοδιάσει μέ τά απαραίτητα τρόφιμα.
«Μόλις σταμάτησε τό πύρ από τά χαρακώματα, οι Αιγύπτιοι άρχισαν νά λαφυραγωγούν καί νά κόβουν τά αυτιά τών νεκρών Ελλήνων. Καί όποιους έβρισκαν πληγωμένους, τούς σκότωναν ανελέητα. Οι πυροβολισμοί, πού προέρχονταν από πολλά σπίτια καί από διάφορα σημεία τής πόλης, προκαλούσαν όλους εκείνους τούς άτακτους, πού φρουρούσαν τίς διακλαδώσεις τών χαρακωμάτων καί τίς πυροβολαρχίες, νά εισδύσουν στήν πόλη. Σμήνη από δούλους, από ιπποκόμους, από τεμπέληδες, πού δέν είχαν πάρει μέρος στίς μάχες, ενωμένοι τώρα σάν ένα σύννεφο από καταστροφικές ακρίδες σκορπίστηκαν γρήγορα στήν πόλη γιά λεηλασίες καί αρπαγές.
Η είσοδος τού πέμπτου συντάγματος στό φρούριο ήταν η στιγμή τού θανάτου γιά τούς θαρραλέους εκείνους Μεσολογγίτες, πού εφοδίαζαν τούς υπερασπιστές τής γραμμής τών οχυρώσεων. Αυτοί μέ αρκετούς νέους, παιδιά καί γυναίκες κάθε ηλικίας, έπεσαν όλοι κτυπημένοι από τίς σφαίρες, από τίς ξιφολόγχες καί από τά σπαθιά τών νικητών στή βάση εκείνων τών επάλξεων καί κοντά σέ εκείνα τά προχώματα πού υπερασπίζονταν. Ο αριθμός τών πτωμάτων καί τών δύο φύλων καί κάθε ηλικίας, μεγαλύτερος όμως τών ανδρών, πού κείτονταν σέ όλη τή γραμμή τών οχυρώσεων, στό διάστημα πού περιλαμβάνοταν ανάμεσα στόν προμαχώνα τού Ρήγα καί στίς δύο εσωτερικές τάφρους, στήν κύρια τάφρο, στίς δύο ημικυκλικές οχυρώσεις, καί στίς εξωτερικές τάφρους, υπολογίζεται ότι έφθανε στούς 590.
Ο Ιμπραήμ πασσάς, ακολουθούμενος από λίγους τσαούσηδές του, μπήκε έφιππος στό φρούριο στίς ένδεκα τή νύκτα καί διέταξε νά καίονται τά σπίτια, από τά οποία θά έφευγε καί ένας πυροβολισμός, νά κομματιάζονται αμέσως όσοι Έλληνες θά έπεφταν στά χέρια τών στρατιωτών του καί νά σκλαβώνονται οι γυναίκες, τά κορίτσια καί τά αγόρια πού θά βρίσκονταν κρυμμένα στά σπίτια τής πόλης.
Κατά τή διάρκεια τής νύκτας σκλαβώθηκαν 3600 γυναίκες νέες καί παιδιά καί τών δύο φύλων. Διακόσιες γυναίκες καί κορίτσια πού επιχείρησαν νά σωθούν μέσα από τή λιμνοθάλασσα, πιάστηκαν καί οδηγήθηκαν στή σκλαβιά. Η φωτιά πού είχε βαλθεί τήν προηγούμενη νύκτα σέ πάρα πολλά σπίτια συνεχίστηκε όλη τή μέρα τής 11ης Απριλίου 1826 καί έσβησε, αφού τά κατέστρεψε όλα. Τό ακμαίο άλλοτε καί πλούσιο Μεσολόγγι δέν ήταν πιά παρά ένας σωρός από ερείπια.
Τήν ίδια ημέρα ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασσάς τής Ρούμελης, γιά νά μή φανεί κατώτερος στήν αγριότητα καί στή σκληρότητα τού συντρόφου του Ιμπραήμ, τουφέκισε έξω από τό στρατόπεδο του 150 Έλληνες, πού είχαν πιαστεί από τούς Αρναούτες (Αλβανούς) του σέ διάφορα σημεία τών επαρχιών του. 60 από αυτούς έλειωναν από πολλές μέρες αλυσοδεμένοι στίς υπόγειες φυλακές τού στρατοπέδου ή καλύτερα θαμμένοι ζωντανοί. Ήταν αυτές οι φυλακές λάκκοι βάθους ενός μέτρου, σκαμμένες ακανόνιστα, σκεπασμένοι μέ σανίδια, επάνω στά οποία στέκονταν οι φρουροί. Εκεί κλεισμένοι καί στοιβαγμένοι οι δυστυχισμένοι έπρεπε νά ικανοποιήσουν όλες τίς ανάγκες τής ζωής τους στερημένοι από αέρα, ή αναπνέοντας μολυσμένο, καί πέθαιναν σέ λίγο από ασφυξία.
Ο πόλεμος πού έκαναν οι Τούρκοι στήν ηπειρωτική Ελλάδα καί οι Αιγύπτιοι στήν Πελοπόννησο, έφερε μαζί του τόν χαρακτήρα τής πλήρους καταστροφής. Όλοι οι άνδρες κατακομματιάζονταν χωρίς καμμία εξαίρεση, οι γυναίκες καί τά κορίτσια σέρνονταν στή σκλαβιά καί εξισλαμίζονταν. Η Υψηλή Πύλη ξαναποκτούσε ερημιές μεταμορφωμένες σέ απέραντα νεκροταφεία από άταφα πτώματα. Στίς 11 Απριλίου 1826, 20 Ελληνόπουλα πληγωμένα ή άρρωστα καί 52 γριές θανατώθηκαν άσπλαχνα, άλλοι στό στρατόπεδο καί άλλοι κατά μήκος τού δρόμου πρός τό Κρυονέρι, από τούς σκληρούς αφέντες τους στρατιώτες, πού δέν μπορούσαν νά τίς πουλήσουν ούτε καί νά τίς θρέψουν. Κατόπιν τούς έκοψαν τά αυτιά.
2700 ζευγάρια αυτιά Ελλήνων τών δύο φύλων κάθε ηλικίας, πού είχαν βρεί τόν θάνατο στό Μεσολόγγι, αλατισμένα καί στοιβαγμένα σέ βαρέλια, εστάλησαν από τόν Ιμπραήμ πασσά στήν Κωνσταντινούπολη ως τρόπαια καί αποδείξεις τής εξόντωσης τών εχθρών τής Υψηλής Πύλης. Ο Ρεσίτ πασσάς θανάτωνε τούς Έλληνες πού έπεφταν στά χέρια του, έκοβε τά κεφάλια τους, τά έγδερνε καί ευχαριστιόταν ιδιαίτερα νά τά τακτοποιεί σέ πυραμίδες, σέ ένα λάκκο κοντά στή σκηνή του, όπως τακτοποιούν τίς μπάλες τών κανονιών. Η ιστορία θά παραδώσει στούς μεταγενέστερους τά ένδοξα κατορθώματα τών ηρώων τού Μεσολογγίου, αλλά καί τίς πράξεις τής πιό ανήκουστης βαρβαρότητας τών μουσουλμάνων.»
Απομνημονεύματα του μισθοφόρου τού Ιμπραήμ καί μασόνου Ιωάννη Ρωμαίη (Giovanni Romei), "Δελτίον Ιστορικής καί Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος", Αθήνα 1982, Γιάννης Κορίνθιος (Jannis Korinthios)