Κάθοδος τού Δράμαλη πασά
Στά μέσα Ιουνίου 1822, ο αρχιστράτηγος Χουρσίτ πασάς οργάνωσε στή Λάρισα ένα τεράστιο στρατό άνω τών 30000
ανδρών καί έδωσε εντολή στόν
Μαχμούτ Δράμαλη πασά νά τόν οδηγήσει στό νότο καί
νά δώσει ένα οριστικό τέλος στήν εξέγερση τών "βδελυρών Ρούμ".
Ο στρατός τού Δράμαλη ήταν ο μεγαλύτερος στρατός πού θά επιχειρούσε νά κατέβει στό Μοριά
καθόλη τή διάρκεια τής επανάστασης. Είχε
10000 ιππείς, 20000 τακτικό πεζικό, 30000 μουλάρια, 500 καμήλες, έξι κανόνια καί τόν συνόδευαν επτά πασάδες καί
δεκάδες μπέηδες καί σπαχήδες τής Μακεδονίας καί τής Θράκης.
Γιά τό μόνο πού δέν είχε φροντίσει μέ ιδιαίτερη φροντίδα ο Χουρσίτ ήταν τά τρόφιμα καί τό νερό.
Ο υπεύθυνος τής επιμελητείας
Καραοσμάνογλου Γιακούμπ πασάς είχε ενημερώσει τόν αρχηγό του γιά αυτή τήν αμέλεια, αλλά ο
υπερόπτης Δράμαλης αδράνησε επίσης.
Η εκστρατεία δέν ανετέθη στόν Χουρσίτ,
διότι ο σερασκέρης είχε αρχίσε νά πέφτει στή δυσμένεια τού σουλτάνου. Οι θησαυροί τού Αλή πού απέστειλε στήν Κωνσταντινούπολη θεωρήθηκαν
μηδαμινοί (40 εκατομμύρια γρόσια),
δεδομένου ότι υπήρχαν φήμες ότι ο πασάς τών Ιωαννίνων είχε στήν κατοχή του 500 εκατομμύρια γρόσια.
Έτσι καί ο Χουρσίτ μέ τή σειρά του δέν φρόντισε ιδιαίτερα τήν τροφοδοσία τού στρατού τού εκλεκτού τού
σουλτάνου Δράμαλη πασά, διότι μία επιτυχία τού τελευταίου θά είχε
ως αποτέλεσμα νά πέσει ο ίδιος ο Χουρσίτ στήν υπόληψη τής Υψηλής Πύλης.
Ο σουλτάνος εξ άλλου δέν ήθελε νά αποκτήσει μεγάλη δύναμη
καί δόξα κάποιος στρατηγός του, διότι μετά τόν θεωρούσε ως απειλή γιά τήν εξουσία του
καί ο Χουρσίτ ήταν καί άξιος στρατηγός καί πανίσχυρος.
Ο οθωμανικός στρατός προχώρησε ανενόχλητος πρός τή Λαμία, πέρασε από τήν Αλαμάνα καί κατέβηκε στίς πυρπολημένες από τόν Κιοσέ Μεχμέτ
πόλεις τής Λιβαδειάς καί τής Θήβας, χωρίς νά συναντήσει ούτε ίχνος επαναστατών. Πράγματι, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν αδύνατο νά αντιμετωπίσει
τούς χιλιάδες άνδρες τού Δράμαλη καί τούς άφησε νά περάσουν ατουφέκιστους μέ σκοπό νά τούς αποκόψει τούς ζαϊρέδες (τροφοδοσία),
παρενοχλώντας τά νώτα τους. Τά πρώτα σημάδια τής αμέλειας τού Χουρσίτ φάνηκαν από τήν
αρχή τής εκστρατείας, όταν η υπερβολική ζέστη τού καλοκαιριού καί η αφόρητη δίψα είχαν
σάν αποτέλεσμα νά αρρωσταίνουν πολλοί στρατιώτες
καί νά αφήνονται στήν τύχη τους, αφού δέν υπήρχαν αρκετοί γιατροί γιά νά τούς φροντίσουν.
Στίς 20 Ιουνίου 1822, ο Δράμαλης άφησε στήν Θήβα μία δύναμη 500 ανδρών μέ τόν Τσερχατζή πασά, η οποία προοριζόταν
γιά τήν Χαλκίδα καί συνέχισε τήν πορεία του πρός τά Δερβενοχώρια
ή τά Μεγάλα Δερβένια τών Γερανείων. Στά δύσβατα μονοπάτια τής διαδρομής αυτής οι κρυμμένοι Έλληνες τό μόνο πού κατάφεραν ήταν
νά κλέψουν μερικά μουλάρια φορτωμένα μέ εφόδια καί νά σκοτώσουν μερικούς απομονωμένους Τούρκους.
Ο Δράμαλης πάντως είχε κινηθεί μέ μεγάλη ταχύτητα καί μόλις πού πρόλαβαν οι Χριστιανοί κάτοικοι
τής Αττικής καί τής Βοιωτίας
νά τρέξουν νά σωθούν είτε στά ορεινά χωριά, είτε στήν Αίγινα, είτε στήν Κούλουρη (Σαλαμίνα).
Τόσο τό Εκτελεστικό τού Μαυροκορδάτου, τού Κανακάρη καί τού Κωλέττη όσο καί ο Άρειος Πάγος τού Νέγρη αποδείχθηκαν ανίκανα
νά αντιμετωπίσουν τήν απειλή πού πλησίαζε. Οι λιγοστοί άνδρες πού έστειλαν
στά Μεγάλα Δερβένια τών Γερανείων μέ επικεφαλής
τούς Γεώργιο Σέκερη, Γεώγιο Αγαλόπουλο, Μπιλίδα καί Ρήγα Παλαμήδη
δείλιασαν μπροστά στόν τεράστιο όγκο τών εχθρικών
δυνάμεων καί όχι μόνο υποχώρησαν ατάκτως, αλλά σκόρπισαν καί τόν πανικό στούς κατοίκους τής Κορινθίας.
Τό ίδιο ανίκανος αποδείχθηκε
ο φρούραρχος τού κάστρου τής Ακροκορίνθου καί αγαπητός στήν κυβέρνηση Ιάκωβος Θεοδωρίδης (Αχιλλέας).
Σϋμφωνα μέ τόν ιστορικό τής ελληνικής επανάστασης Διονύσιο Κόκκινο, ο Μέττερνιχ είχε συμβουλέψει τόν σουλτάνο Μαχμούτ
νά τελειώνει γρήγορα μέ τήν ενοχλητική αυτή εξέγερση, διότι μία μακροχρόνια επαναστατική κατάσταση θά μπορούσε νά αντιστρέψει τήν
πολιτική τών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Ο ίδιος ιστορικός θεωρεί τήν άνοιξη τού 1822 ως μία "θλιβερά εποχή", λόγω τού παραγκωνισμού τού
Κολοκοτρώνη στήν Πελοπόννησο καί τού Ανδρούτσου στήν Ανατολική Στερεά, ενώ όλοι γνώριζαν ότι ο Χουρσίτ πασάς
εκείνη τήν περίοδο
σχεδίαζε μία μεγάλη εκστρατεία ώστε νά δώσει τό τελειωτικό κτύπημα στήν επανάσταση.
«Ετοιμάζαμε τά καράβια. Μάθαμε μπήκε ο Δράμαλης εις Κόρθο αντουφέκηγος, ότι οι κάτοικοι πήγαν νά κρύψουν τίς φαμελιές
τους. Εις τά Ντερβένια (Δερβενοχώρια βορείως τών Μεγάρων, ντερβέν σημαίνει στενό πέρασμα, κλεισούρα) τούς χτύπησαν. Κι' αφού τούς είδε τούς Τούρκους από μακρυά ο Αχιλλέας,
ο νέος αξιωματικός τής κυβερνήσεώς μας, άφησε 'φοδιασμένο κάστρο καί πήρε τόσο ασκέρι κ' έπιασε τά βουνά. Κι' ύστερα σκοτώθηκε.
Τέτοιους αξιωματικούς θέλει η κυβέρνησή μας νά λευτερώση τήν πατρίδα, νέους. Τούς παλιούς σκότωμα. (Ειρωνεύεται τήν κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, Νέγρη καί Κωλέτη γιατί όρισε ανίκανους
αξιωματικούς νά αντιμετωπίσουν τόν εχθρό, ενώ τούς έμπειρους οπλαρχηγούς επιχειρούσε ακόμα καί νά τούς δολοφονήσει).
Μπεζέρισαν ν' ακούνε Γώγο μέ ογδοήντα ένα άνθρωπον νά βαστήξη έξι χιλιάδες καί νά γιομίση ο τόπος σκοτωμένους.
Ν' ακούνε εφτακόσους ανθρώπους νά χαλάσουν τόσες χιλιάδες. Ν' ακούνε Δυσσέα μ' εκατό ανθρώπους σέ μίαν
μάντρα (Χάνι Γραβιάς) νά κόψουνε τήν πρώτη ορμή τών Τούρκων. Θέλουν Αχιλλέα οι Κυβερνήται ν' αφίνη αντουφέκηγον κάστρο, οπού 'ναι πλησίον
τού ουρανού εις τό ψήλωμα κ' είχε κι' όλα του τ' αναγκαία. Η μαγαρισιά τό φκυάρι της θέλει.
Βαρέθηκαν οι άνθρωποι ν' ακούνε Αλέξη Νούτζο, πού ξόδιασε
όλα του τά χρήματα καί πούλησε καί τά τζιβαϊρικά του μισοτιμής εις τήν Αγιαμαύρα
(Λευκάδα) καί πλέρωνε τούς ανθρώπους εις τόν πόλεμον, καί εις τήν
Λαγκάδα έκοβα εγώ ξύλα νά φκειάσουμε φωτιά νά ζυμώσουμε ψωμί κι' ο Αλέξη Νούτζος φορτώνεταν τά ξύλα καί τά κουβάλαγε. Τόν στείλανε
καί σκοτώθηκε σάν σκυλί.
Άχ, ουρανέ, μήν τό φτουράς, μή βαστάς τήν επιβουλή τών αχάριστων ανθρώπων!
Κι' ο Δυσσέας δέν ήταν καλύτερος. Αυτόν θά τόν κρέμαγε
ο Αλήπασσας εις τά Γιάννενα, οπού τό φταιξε, ο Νούτζος τόν γλύτωσε. 'Εκαμε κι' αυτός τήν ανταμοιβή εις τόν ευεργέτη του.
(Κατηγορεί καί τόν Ανδρούτσο γιά τό θάνατο τού Νούτσου πού τού είχε γλυτώσει τή ζωή στά Γιάννενα όταν ο Αλής ήθελε νά τόν κρεμάσει.)»
Ο φρούραρχος πού είχε διατάξει τό Εκτελεστικό νά κρατήσει τό κάστρο στήν Ακροκόρινθο,
εγκατέλειψε άρον άρον
τή θέση του, άν καί είχε στή διάθεσή του άφθονο πολεμικό υλικό καί τρόφιμα γιά νά κρατήσει μία μακροχρόνια πολιορκία.
Πρίν φύγει, είχε δολοφονήσει τόν Κιαμήλ μπέη πού ήταν αιχμάλωτός του καί είχε γευτεί τίς γυναίκες τού χαρεμιού του.
Ο Δράμαλης μπήκε ανενόχλητος στίς 7 Ιουλίου 1822 στήν πόλη τής Κορίνθου.
Εκεί τόν συνάντησε ο Γιουσούφ πασάς
διοικητής τών Πατρών καί τόν συμβούλεψε νά παραμείνει στήν Κόρινθο,
ώστε νά έχει μία βάση ανεφοδιασμού τού τεράστιου στρατού του
καί από εκεί νά οργανώνει τίς στρατιωτικές του επιχειρήσεις πρός τό εσωτερικό τού Μοριά.
«Kurchid Pasha having resigned the prosecution of the war in western
Greece to Omer Vryonis, turned his whole attention to the
raising of a large army at Larissa. He succeeded in collecting newly thirty thousand men, and having ordered the Pasha,
Mehemet of Drama, commonly
called Dramali Pasha, to take command of these as an advance army, while he himself should collect others as a reserve, he gave the signal for moving;
They crossed the ridges of Othrys and Oeta, without opposition. It was expected that Thermopylae, and the passes of Mount Callidromus and Cnemis,
which were then occupied by Ulysses, son of Andritso, would have presented a vigorous resistance. But it was not so; to the astonishment of every one,
Ulysses left open the "gates of Greece;" and the Turkish hordes rushing through them, scattered themselves over Phocis and Boeotia,
plundering and burning, enslaving, torturing, and murdering.
No resistance was made none could be made; the peaceful villages, scattered over the country, were in apparent security; and the peasantry would hardly
get the terrible news of an invasion, the tramp of horses, and the wild hurra of the horsemen would be heard, as they came rushing into the village, and
cut down all they met. They then galloped up and down the streets waving their bloody scimetars and firing their pistols, till they were certain nothing was left to
oppose and endanger themselves.
When bursting into the rooms, where the half distracted females had shut themselves up, they would butcher one or two, the more to intimidate the rest,
and then force them to tell where their husbands, brothers, or sons, had hid themselves. These were dragged forth, hacked to pieces, and their heads
severed from their bodies. "Give us your money," cried the brutal Turks; and when all was done, when those poor females had suffered indignities
worse than death, they were stabbed; their noses and ears cut off, and they left to writhe on the headless bodies of their relatives.
None were spared, except, perhaps, the most beautiful, who were loaded with the spoils and often with a string of ears and noses, and driven off like beasts
of burden. But the scene closed not here; some fugitives might still be concealed, or the wounded might live; the fire would find what the sword had missed;
then the torch was applied, and as the flames arose, these human tigers mounted their horses, and galloped away with wild yells, to seek in other
villages, new scenes of triumph.
Having collected his troops, which had scattered over the country to destroy the villages. Dramali leaving Athens, on the left hand,
bent his way for the strong passes of Megara, which command the entrance to the isthmus of Corinth. These he expected to
find occupied, but alas! The dissensions and imbecility of the government had left them open; and not that alone, but left the fortress of Corinth
in the hands of a few soldiers, commanded by a Hydriote priest, utterly unqualified for it.»
Ο Δράμαλης πού είχε κάνει περίπατο από τή Λαμία μέχρι τήν Κόρινθο, όχι μόνο οικειοποιήθηκε τούς αμύθητους θησαυρούς τού Κιαμήλ μπέη αλλά νυμφεύθηκε καί τήν πανέμορφη χήρα του. Οι θησαυροί τού Κιαμήλ ήταν κρυμμένοι μέσα σέ ένα πηγάδι καί ανέρχονταν σέ είκοσι εκατομμύρια γρόσια. Η χήρα ξέχασε γρήγορα τόν προηγούμενο σύζυγο καί παρηγορήθηκε μέ τόν νέο κάτοχο τής περιουσίας τού μακαρίτη μπέη τής Κορινθίας. Γιά γαμήλιο δώρο ο Δράμαλης έδωσε στή νύφη Ρωμιούς αιχμαλώτους, τούς οποίους η Τουρκάλα τούς έχτισε στά τείχη, γιά νά πάρει εκδίκηση γιά τήν ατίμωσή της από τόν Ρωμιό φρούραρχο τού κάστρου. Δύο ιερείς αιχμάλωτοι κρεμάστηκαν κατωκέφαλα.
Στή συνέχεια ο πασάς κινήθηκε πρός τό Άργος.
Στό πέρασμά του, άφηνε καμμένα χωριά, αποκεφαλισμένους άνδρες καί βιασμένες γυναίκες. Τίς πιό όμορφες τίς έπαιρναν στά χαρέμια τους
οι μπέηδες καί τίς υπόλοιπες τίς σκότωναν. Δέν παρέλειψε νά στείλει μετζίληδες στόν Χουρσίτ νά τού αναγγείλει τά ευχάριστα νέα ότι δηλαδή
καταπνίγηκε τό ζορμπαλίκι τών γκιαούρηδων στό Μοριά καί ο σερασκέρης μέ τή σειρά του τό ανήγγειλε στόν σουλτάνο, ο οποίος οργάνωσε
γιορτές καί πανηγύρια στήν Ιστανμπούλ γιά νά λάβει καί τά συγχαρητήρια από τόν πρεσβευτή τής Αγγλίας λόρδο Στράγκφορντ.
Στίς 8 Ιουλίου 1822, σαράντα ιππείς τής εμπροσθοφυλακής τού στρατού τού Δράμαλη μπήκαν καλπάζοντας στό Ναύπλιο
καί έφεραν τή χαρμόσυνη είδηση τών ενισχύσεων στούς κλεισμένους στό Παλαμήδι ομοθρήσκους τους, οι οποίοι έχοντας φτάσει στά όριά τους
από τήν πείνα καί τίς αρρώστειες, ετοίμαζαν τήν παράδοση τού κάστρου.
Αντίθετα ήταν τά συναισθήματα στήν άλλη πλευρά. Ο πανικός τών κατοίκων τής Αργολίδος ήταν απερίγραπτος. "Ο σώζων εαυτόν σωθήτω".
Όλοι έτρεχαν πρός διάφορες κατευθύνσεις νά μαζέψουν τό βιό τους καί νά φύγουν.
Καί μόνο η κραυγή "πλάκωσαν οι Τούρκοι" ήταν ικανή νά ερημώσουν τά χωριά.
Μάταια ο Δημήτριος Υψηλάντης προσπαθούσε νά
μαζέψει ενόπλους, φωνάζοντας "όσοι πιστοί διά τήν πατρίδα νά μέ ακολουθήσουν!". Οι κάτοικοι έτρεχαν πρός τούς Μύλους μήπως
βρούν κάποιο πλοίο νά τούς περάσει στά κοντινά νησιά. Πολλοί στόν πανικό τους έπεφταν στή θάλασσα καί πνίγονταν.
Οι πρόσφυγες από τήν Χίο καί τίς Κυδωνιές πού είχαν προηγουμένως ζήσει σφαγές ήταν σέ έξαλλη κατάσταση.
Πολλοί από αυτούς έπεσαν θύματα ληστείας από τούς ντόπιους καί κυρίως από τούς Μανιάτες.
Η αδελφή τού Βάμβα Μαρία βιάστηκε καί πέθανε ύστερα από μερικές μέρες στή Μήλο.
Αυτά τά γεγονότα ανάγκασαν πολλούς φιλέλληνες νά εγκαταλείψουν τήν Ελλάδα,
αηδιασμένοι από τήν μεταχείριση πού είχαν οι Έλληνες από
άλλους Έλληνες. Πολλοί από αυτούς τούς ξένους έγραψαν άσχημες αναφορές γιά τήν Ελλάδα, αμαυρώνοντας
τήν εικόνα της στό εξωτερικό.
«Οι δέ εχθροί επροχώρουν χωρίς ανθίστασιν καί τέλος πάντων έφθασαν εις τήν Κόρινθον αναιμωτί καί εστρατοπέδευσαν
εκεί τήν 6ην Ιουλίου 1822. Οι δέ φεύγοντες Τριπολιτζιώται διεσκορπισμένοι εκ τού φόβου εις διαφόρους δρόμους διέσπειραν μέγαν τρόμον
εις τά μέρη, όθεν διέβαινον, κηρύττοντες έκαστος εις τόν λαόν, ότι αυτός μόνος εσώθη από τήν μάχαιραν τών εχθρών καί κατήντησαν τούς
χωριάτας εις τόσην απελπισίαν, ώστε κατέφευγον εις τούς δρόμους καί τά σπήλαια.
Πανταχόθεν ηκούετο ολολυγμός τών γυναικών καί παιδίων καί μάλιστα τών εκεί ευρισκομένων ξένων φαμιλιών εκ τής Χίου, τών Κυδωνιών
(Αϊβαλί) καί άλλοθεν, οίτινες ήρπασαν εις τούς ώμους των, ό, τι εδύναντο από τό πράγμα τους καί έφευγον έξω τής πόλεως.
Οι δέ Μανιάται διετηρήθησαν εις αυτήν τήν περίστασιν απανθρώπως, επειδή άλλοι μέν εξ αυτών προκατέλαβον τούς δρόμους έξω τής πόλεως
επί προφάσει διά νά εμποδίζουν τούς φεύγοντας ενόπλους καί εγύμνωσαν πάντας τούς διαβαίνοντας άνδρας καί γυναίκας.
Άλλοι δέ Μανιάται ώρμησαν εις τό οσπήτια καί εργαστήρια καί τά εγύμνωσαν εν ω ήσαν παρόντες οι οικοκύριοι, πρός τούς οποίους έλεγον
ότι, άν τούς τά αφήσουν θέλει τά κυριεύσουν οι Τούρκοι. Αφ' ού έπραξαν ταύτα άτοπα, οι πλείονες εξ αυτών ανεχώρησαν διά τήν Μάνην,
ενεργούντες καί καθ' οδόν εις τά χωρία όχι ολιγώτερα.
Τά δέ μέλη τής Διοικήσεως, χωρίς νά συνέλθωσιν εις έν καί νά λάβωσι κοινά μέτρα περί τού ποιητέου, διεσκορπίσθησαν, επειδή πρώτον
έδωσε τό παράδειγμα τούτο τό Εκτελεστικόν Σώμα, τό οποίον εφοβείτο μάλλον τήν οργή τού λαού ή τούς εχθρούς πλησιάζοντας
καί διά τούτο δέν εφρόντισεν άλλο ειμή τίνι τρόπω νά διασωθή μέσα εις τά πλοία, όπου ευρίσκοντο εις τούς Μύλους.
Ο δέ Δημήτριος Υψηλάντης επροσπάθει νά συναθροίση στρατιώτας καί
νά συγκροτήση έν σώμα, διά νά προκαταλάβουν μίαν θέσιν οχυράν
πρός βλάβην τών εχθρών, αλλ' ουδείς τόν ηκολούθει.»
Στή γολέτα "Τερψιχόρη" τού Λάζαρου Κουντουριώτη βρισκόταν καί η σεβαστή κυβέρνηση μέ πρώτους τόν Ιωάννη Κωλέτη καί τόν
Θεόδωρο Νέγρη, οι οποίοι γιά τό μόνο πού νοιάστηκαν ήταν πώς νά σώσουν τό τομάρι τους. Είχαν εξαντλήσει όλες τίς ραδιουργίες
δίδοντας αξιώματα σέ ανίκανους ανθρώπους πού δέν είχαν ασχοληθεί ποτέ μέ τά στρατιωτικά καί τώρα δέν γνώριζαν
αλλά ίσως καί νά μήν τούς ένοιαζε, πώς θά αντιμετωπιστεί ο Τούρκος πού πλησίαζε.
Ο Κωλέτης είχε προηγουμένως φροντίσει νά απομακρύνει τελείως τόν
Κολοκοτρώνη μέ μία επιστολή του, μέ τήν οποία τού έδινε εντολή
νά ...πάει στήν Πάτρα νά συνεχίσει τήν πολιορκία, ενώ τόν χαρακτήριζε καί σκανδαλοποιό.
Ποιός μπορούσε άραγε νά σταματήσει τόν Δράμαλη;
«Τού δέ Δράμαλη προσεγγίζοντος, ο μέν λαός καί αι αρχαί αι εν Κορίνθω, υπό πανικού καταληφθέντες φόβου καί εις τά
ορεινά ή τά παράλια καταφεύγοντες διά νά σώσωσι τάς οικογενείας των, κατέλιπων τήν πόλιν παντέρημον. Ο δέ τόν Ακροκόρινθον
φρουραρχών Αχιλλεύς (κληρικός διάκονος) Υδραίος, καίτοι επελθόντος καί τού Δημητρίου Κριεζή καί ενισχύοντος αυτόν, δέν επείσθη νά κρατήση τό
φρούριον εκείνο, άν καί καλώς εφοδιασμένον καί ν' απασχολήση εκεί τόν εχθρόν, αλλ' αφού διέταξε καί εφόνευσαν μόνον τόν Κιαμίλμπεην
καί τούς λοιπούς εκλείδωσαν εις τινα αποθήκην, εγκαταλιπών τό φρούριον απέδρα εγκαίρως μετά τής φρουράς του.
Η δέ Κυβέρνησις μετά τής Βουλής, οιωνεί δικαιολογούμενοι επί τούτοις καί εντός τών εν Μύλοις πλοίων ησφαλισμένοι,
εκεραυνοβόλουν μέχρι τής 10ης Ιουλίου 1822 τόν Κολοκοτρώνην δι΄εγκυκλίων πρός τόν ελληνικόν λαόν καί τής προκειμένης
συμφοράς τήν αιτίναν εις αυτόν αποδίδοντες...
Πάντες έφυγον εκείθεν, μετ' αυτούς δέ καί οι κάτοικοι εκ φόβου επελεύσεως αιφνιδίας τού πολυπληθούς εχθρού καί αιχμαλωσίας, αφήσαντες
τάς οικίας των ερήμους καί ανοικτάς πρός σύλησιν. Άπασαι αι συμφοραί εις τόν απόντα Κολοκοτρώνην
ως αίτιον απεδίδοντο από τούς τής Διοικήσεως.
Εν τούτοις ο Δράμαλης επί κεφαλής επτά υποδεεστέρων πασάδων καί δυνάμεως στρατού υπολογισθέντος εξ ιππικού πλέον τών 22 χιλιάδων,
ομού δέ μετά πεζών καί τών υπηρετικών υπέρ τάς 40 χιλιάδας εισελθών απροσκόπτως εις Κόρινθον καί τόν τόσον οχυρόν καί καλώς εφοδιασμένον
Ακροκόρινθον, εγκαταλελειμμένον καί έρημον αμαχητί καταλαβών, εφοδιάσας έτι πλεόν αυτόν καί φρουράν ικανήν επ' αυτού καταστήσας, έπεμψεν
ευθύς έν απόσπασμα ιππικού πρός κατασκόπευσιν τών πρός τό Άργος καί Ναύπλιον.
Ο Αργείος Αλή πασάς μετά 700 ιππέων απελθών τότε επιδεικτικώς εις Ναύπλιον ως φρούραρχος, εκπροσωπών δέ καί τήν όλην στρατιάν,
υπεδέχθη μετά πομπής καί παρατάξεως, πυροβολισμών απείρων, πανδήμου τών Τούρκων χαράς καί ντουβάδων (δεήσεων) ευχαριστηρίων
πρός τόν Αλλάχ καί τόν προφήτην, διά τήν σωτηρίαν εαυτών καί τόν θρίαμβον! Όθεν δικαίως αι περί τούτων επιστελλόμεναι
εις Κωνσταντινούπολιν καί πανταχού ειδήσεις, έκαμαν νά πιστευθή καί πανηγυρισθή ως οριστικώς κατασταλείσα εν Πελοποννήσω η
επανάστασις.»
Ο πανικός είχε ήδη μεταδοθεί καί στήν Τριπολιτσά, τήν οποία εγκατέλειψαν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι. Κυβέρνηση δέν υπήρχε αλλά είχαν παραμείνει
κάποια μέλη τής Πελοποννησιακής Γερουσίας, μεταξύ τών οποίων ήταν οι Ασημάκης Φωτήλας, επίσκοπος Κορίνθου Κύριλλος, Διονύσιος Παπαγιαννόπουλος (Δεληγιάννης),
Καλογεράς, Δημήτριος Καλαμαριώτης καί Νικολής Τζανέτος. Ο Κολοκοτρώνης, φυσικά δέν ακολούθησε τήν εντολή τού Κωλέτη
νά πάει στήν Πάτρα, αλλά κατευθύνθηκε στήν Τρίπολη γιά νά αναλάβει τήν κατάσταση. Η Γερουσία η οποία πρό ολίγου τόν είχε κηρύξει
Ηρόστρατο τόν υποδέχθηκε μέ κανονιοβολισμούς καί τόν παρακάλεσε νά κινηθεί διότι: "Η πατρίδα χάνεται!".
Στήν έρημη πόλη, όπου πρίν λίγο κυριαρχούσε ο τρόμος καί ο πανικός, ξεχώρισε μονάχα μία μορφή.
Ήταν αυτός πού από τά 15 του χρόνια πολεμούσε τούς πασάδες.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επέδειξε θαυμαστή ψυχραιμία, τήν ώρα πού όλα κατέρρεαν γύρω του.
Κάλεσε όλους τούς άνδρες πάνω από 18 ετών νά έρθουν μέ ό,τι όπλο διέθετε ο καθένας. Μέ ένα του νεύμα έτρεξαν κοντά του νέοι καί γέροι,
πρόκριτοι καί χωριάτες, φίλοι καί αντίπαλοι. Άρχισε νά πνέει άνεμος αισιοδοξίας καί ελπίδας, καθώς ο Γέρος τού Μοριά εμψύχωνε τούς
Έλληνες μόνο όπως εκείνος ήξερε: "Βρέ Έλληνες, τούτοι οι Περσιάνοι καί οι Κακλαμάνοι πού ήρθαν είναι πολύ χειρότεροι πολεμιστές από
τούς ντόπιους πού νικήσαμε, Φέρανε καί πολλά πλούτη μαζί τους. Καί ξέρετε ποιοί θά τά πάρουν; Όσοι τρέξουν πρώτοι. Οι ύστεροι δέν θά
προφθάσουν."
Ο αρχιστράτηγος ανέθεσε σέ έμπιστα πρόσωπα νά αναλάβουν στρατιωτικά καθήκοντα καί όρισε τόν Βασίλη Δημητρακόπουλο,
γνωστό καί ως Τουρκοβασίλη γιά τήν αυστηρότητά του, νά αναλάβει τήν τροφοδοσία τών στρατιωτών, κυρίως μέ γεννήματα καί αλεύρι από
τήν επαρχία Καρύταινας. Ο ίδιος ο γέρο Κλέφτης, ξεκίνησε μέ 1500 Καρυτινούς γιά νά συναντήσει τόν εχθρό.
Στό δρόμο τραγουδούσε καί έλεγε αστεία γιά νά εμψυχώσει τά παλληκάρια του.
Έξαφνα εμφανίστηκε μπροστά του ο Ρήγας Παλαμήδης, πού ακόμα έτρεχε γιά νά γλυτώσει από τούς Τούρκους,
καί άρχισε νά εξιστορεί ψεύτικες ιστορίες καί στόν Κολοκοτρώνη.
Ο Κολοκοτρώνης φυσικά δέν τόν πίστεψε καί τόν μάλωσε γιά τά ψέματα πού διέδιδε. Άν ο πατέρας τού
Ρήγα δέν είχε βαφτίσει τόν Κολοκοτρώνη δέν θά γλύτωνε τό ξύλο ο ρίψασπις Παλαμήδης.
Πρώτη στάση ο γέρο Κλέφτης έκανε στό χάνι Ταβούλι κοντά στόν Αχλαδόκαμπο.
«Αφ' ού δέ έφθασεν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εις τό κατά τόν Αχλαδόκαμπον ξενοδοχείον τού Αγά πασσά, συναπηντήθη
μετά τού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη καί τού Δημητρίου Υψηλάντου, καί συσκεφθέντες περί τής εισβολής τών Οθωμανών, απεφάσισαν νά
καταβώσιν ομού εις τούς Μύλους, ο δέ Κολοκοτρώνης, πρίν ή καταβώσιν εις τούς Μύλους εγκρίνας αναγκαίαν τήν διατήρησιν τής ερειπίου
ακροπόλεως τού Άργους, διέταξε τόν Πέτρον Μπαρμπιτζιώτην, τόν Αντώνιον Κουμουστιώτην καί τόν Θεόδωρον Ζαχαρόπουλον (γιό τού περίφημου
Ζαχαριά), νά καταλάβωσι τήν ακρόπολιν τού Άργους μέ διακόσιους Έλληνας.
Τήν δέ 10ην Ιουλίου 1822 εισήλθον εις τήν ακρόπολιν καί ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης,
ο Δημήτριος Υψηλάντης καί ο Πάνος Κολοκοτρώνης μέ
τριακόσιους στρατιώτας καί τήν 11ην Ιουλίου εισήλθον καί άλλοι διακόσιοι στρατιώται.
Ο Κολοκοτρώνης από τό ξενοδοχείον τού Αχλαδόκαμπου αποχωρισθείς, μετέβη διά τής κώμης Τορνικίου εις τόν Μεγάλον Γεώργιον (Νεμέα).
Καθ' οδόν δέ συναπαντηθείς μετά τού Γρηγορίου Δικαίου (Παπαφλέσσα), ομοθυμαδόν απήλθον εις τήν κώμην Μαλανδρίνι, όπου ευρόντες δεκατρείς
Οθωμανούς εκ τών τού Δράμαλη, ελθόντας νά λαφυραγωγήσωσι τήν κώμην, απέκλεισαν αυτούς εντός μιάς οικίας, μή θελήσαντας δέ νά
παραδοθώσι, κατέκαυσαν άπαντας αυτούς εντός τής αυτής οικίας.
Ο Δημήτριος Πλαπούτας διαμένων μετά 800 Ελλήνων εις τό Σκηνοχώρι καί πληροφορηθείς τήν εις τάς πεδιάδας περιφοράν τών Οθωμανών,
μετέβη μετά 280 Ελλήνων πεζών καί ολίγων εξ αυτών εφίππων εις τάς αυτού πεδιάδας. Ιδών δέ ολίγον μακρόθεν τούς περιφερομένους
Οθωμανούς, έδραμε μετά τών εφίππων εις τό Χαρβάτι (Μυκήνες), καί εν ώ έσυρε τήν σπάθην του διά νά φονεύση έναν Οθωμανόν, προλαβών ο Οθωμανός
μέ τό γιαταγάνι διεχώρισεν εις δύο τήν σπάθην τού Πλαπούτα. Αλλ' εις τήν στιγμήν προφθάσαντες καί άλλοι Έλληνες, εφόνευσαν τόν
Οθωμανόν εκείνον, μετ' αυτού δέ καί άλλους δεκατρείς.
Διαθέσας δέ ο Γενικός Αρχηγός τά αυτόθι εν τάξει, επέστρεψε πάλιν εις τούς Μύλους καί εις τό Κεφαλάρι τού Άργους, όπου συνέρρεον
πανταχόθεν πελοποννησιακά στρατεύματα εκ τών επαρχιών Καλαμών, Ανδρούσης, Ιμλακίων, Κουτζούκ Μάνης, Νησίου (Μεσσήνη),
Φαναρίου (Ολυμπίας), Λεονταρίου, Τριπολιτζάς, Λακεδαιμονίας, Αγίου Πέτρου καί Τζακωνίας.»
Ο Κολοκοτρώνης σέ πολεμικό συμβούλιο πού έκανε στό χάνι τού Αγά Πασά στόν Αχλαδόκαμπο, μαζί μέ τούς
Υψηλάντη, Παπαφλέσσα,
Παναγιώτη Κρεββατά, Πετρόμπεη, Διονύση Ευμορφόπουλο, Ανδρέα Μεταξά καί
Πάνο Κολοκοτρώνη σχεδίασε τόν τρόπο μέ τόν οποίο θά αντιμετώπιζε τόν Δράμαλη.
Πρώτη του ενέργεια ήταν νά στήσει μικρά στρατόπεδα
ώστε νά ελέγχει τά στενά περάσματα τής Αργολίδος.
Ήδη ο Αντώνιος Κολοκοτρώνης μέ τόν Δημήτριο Πλαπούτα είχαν πιάσει τόν
Άγιο Γεώργιο (Νεμέα). Στή συνέχεια οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί οχύρωσαν
τό κάστρο τού Άργους καί έστειλαν επιστολές, μέ τίς οποίες ζητούσαν από τά πλοία τών Σπετσών καί τής
Ύδρας νά στείλουν τρόφιμα καί πολεμοφόδια στούς Μύλους. Πρώτη η
Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα μέ τόν Χατζηγιάννη Μέξη ανταποκρίθηκαν μέ
προθυμία στό κάλεσμα, ενώ κατέφτασε καί ο Νικηταράς από τή Ρούμελη.
Ο Κολοκοτρώνης ήθελε νά αναγκάσει τόν Δράμαλη νά παραμείνει στόν αργίτικο κάμπο πού γνώριζε μία πρωτόγνωρη ξηρασία γιά τήν εποχή
καί όχυρωσε τήν ακρόπολη τού Άργους, ώστε νά τήν χρησιμοποιήσει σάν δόλωμα. Ο Δράμαλης έπρεπε νά παραμείνει στό Άργος, καί νά μήν
προχωρήσει πρός τούς Μύλους ή τήν Τρίπολη, τήν καρδιά δηλαδή τής επανάστασης. Ο Έλληνας αρχιστράτηγος όμως
ήθελε νά υποφέρει ο τουρκικός στρατός όχι μόνο από τήν δίψα αλλά καί από τήν πείνα. Αποφάσισε νά εφαρμόσει τό κλασικό σχέδιο τής
καμμένης γής.
Φωτιά σέ όλο τόν αργίτικο κάμπο καί ψόφια ζώα μέσα στά πηγάδια ήταν τό δώρο τού Κολοκοτρώνη στό ασκέρι τών
40000 ανδρών τού Δράμαλη
πού προχωρούσε μέ κατεύθυνση τό Άργος. Τά τρόφιμα πού περίμενε από τήν Ρούμελη δέν θά έφταναν ποτέ, καθώς οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί
μέ πρώτο τόν Ανδρούτσο είχαν κλείσει τά νώτα του. "Σάς στέλνω τριάντα χιλιάδες Τούρκους γιά νά μονοιάσετε. Κάμετέ τους ό, τι θέλετε.
Εγώ υπόσχομαι νά μήν αφήσω νά περάσουν άλλοι καί παίρνω πάνω μου τόν σερασκέρ Χουρσίτ πασά."
Στίς 12 Ιουλίου 1822, ο Δράμαλης μπήκε στό Άργος, όπου είδε τήν ακρόπολη τής πόλης (Λάρισα) οχυρωμένη καί αποφάσισε νά
τήν πολιορκήσει. Τήν άμυνα τού κάστρου τήν είχαν αναλάβει οι
Αντώνης Κουμουστιώτης, Πέτρος Βαρβιτσιώτης καί Θεόδωρος Ζαχαρόπουλος.
Ο Πάνος Κολοκοτρώνης μέ 150 άνδρες είχε καταλάβει τούς Μύλους Ναυπλίου καί εκεί συνάντησε τήν Μπουμπουλίνα μέ τά πλοία της.
Λίγα χρόνια αργότερα η Σπετσιώτισα θά πάντρευε τήν κόρη της Ελένη Μπούμπουλη μέ τόν Πάνο Κολοκοτρώνη.
Τό στράτευμα τού Δράμαλη ήταν ήδη εξαντλημένο από τήν πορεία τόσων ημερών. Μέ τά λιγοστά τρόφιμα καί τό μολυσμένο νερό οι στρατιώτες
δυσανασχετούσαν καί οι μπέηδες είχαν αρχίσει πλέον νά κατηγορούν ανοιχτά τόν Δράμαλη. Παντού συναντούσαν μαύρη σκυθική γή, καμμένα σπαρτά,
σκόρπια ψοφίμια, μολυσμένα πηγάδια. Οι αρρώστιες έγιναν μεγαλύτερος πονοκέφαλος από τούς γκιαούρηδες. Οι Τούρκοι έτρεχαν στά αμπέλια
νά θερίσουν τά σταφύλια, αλλά εκεί οι Έλληνες τούς περίμεναν κρυμμένοι καί τούς πυροβολούσαν.
Επειδή τά σταφύλια ήταν ακόμα άγουρα, πολλοί Τούρκοι αρρώσταιναν μέ αποτέλεσμα νά υποφέρουν από δυσεντερίες.
Ο Δημήτριος Πλαπούτας έλαβε τήν εντολή νά μεταβεί στήν Ακροκόρινθο καί
νά ρίξει μερικούς πυροβολισμούς γιά νά ενθαρρύνει τήν ελληνική φρουρά
πού νόμιζαν οι Έλληνες ότι βρισκόταν εντός τού φρουρίου. Τό σώμα τού Πλαπούτα συνάντησε στόν δρόμο τόν Παλαιών Πατρών Γερμανό, τόν
Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο πλούσιο έμπορο από τήν Πάτρα, τόν Νικόλαο Δεληγιάννη καί τόν
Παναγιώτη Ζαριφόπουλο, πού όδευαν πρός τήν Τρίπολη. Οι
στρατιώτες τού Πλαπούτα έδειξαν εχθρικές διαθέσεις κατά τών πολιτικών αυτών προσώπων, αλλά ο Πλαπούτας, υπακούοντας στίς διαταγές πού είχε
από τόν αρχηγό, δηλαδή νά μήν επιτραπεί καμμία εχθρική πράξη εναντίον τών πολιτικών του αντιπάλων, συγκράτησε τούς στρατιώτες του.
Αργότερα ο Πλαπούτας συγκρούστηκε μέ Τούρκους ιππείς, οι οποίοι τού έσπασαν τό σπαθί στά δύο, αλλά σώθηκε από τόν
σίγουρο θάνατο μέ τήν βοήθεια τού Μπούκουρα καί τού Μαστρογιώργη. Κατόπιν, τό μικρό σώμα τού Πλαπούτα έφθασε στό Μαλανδρίνο καί
αφού ενώθηκε μέ άλλους τριακόσιους άνδρες, προχώρησε πρός τό Χαρβάτι (Μυκήνες) γιά νά κατασκοπεύσει τίς κινήσεις τού εχθρού.
Στό δρόμο συνάντησε καί άλλο απόσπασμα 50 Τούρκων ιππέων καί αφού τούς απέκλεισε στό χωριό Φίχτιον τούς εξόντωσε μέχρι ενός.
«Εκείθεν τήν 13ην Ιουλίου 1822 εκατέβη εις τό κάτω Μπέλεσι (Λυρκεία) καί εκείθεν εις ταίς Στέρναις καί Μαλανδρίνο όπου
ήτον μικρόν σώμα Τούρκων καβαλαραίων καί πεζών. Όσοι Τούρκοι από αυτούς επρόφθασαν καί έφυγαν εγλύτωσαν, οι δέ άλλοι εκλείσθησαν
εκεί από τόν Κολοκοτρώνην καί αρχιμανδρίτην Φλέσαν, πρώτον εις ολίγα σπίτια, έπειτα όλοι εις ένα σπίτι. Τούς εζήτησεν ο αρχηγός
τά άρματα καί νά παραδοθούν, αλλ' εκείνοι απεκρίθησαν δέν παραδιδόμεθα, διότι είμεθα Γέγγιδες. Μάλιστα δέ τόν Κολοκοτρώνην καί τόν
αρχιμανδρίτην τούς ύβρισαν.
Ο αρχηγός τούς εζήτησε νά προσκυνήσουν καί δέν εδέχθησαν, είπε τό κρίμα στόν λαιμόν τους καί διέταξε τούς στρατιώτας νά μαζώξουν ταίς
φράκταις τού χωριού καί νά βάλουν φωτιά νά τούς κάψουν. Δέν γνωρίζομεν σωστά πόσοι ήσαν 10 ή 15 ή ολιγώτεροι. Εις τόν μικρόν αυτόν πόλεμον
ο Φλέσας εζύγωσεν εις τήν πόρταν τού κατωγείου, άρπαξεν ένα Τούρκον μισοζώντανον, αλλά δέν επρόφθασε νά τού πάρη όλα τά άρματα.
Ο Γκέγκας εκαίετο καί η φωτιά τού σπιτιού δέν μάς άφινε νά πλησιάσωμεν, αλλ' ο Φλέσας τόν ετράβηξεν έξω.
Αφού λοιπόν έφθασεν εις τόν Άγιον Γεώργη (Νεμέα) ο αρχηγός διέταξεν αμέσως νά πάν 300 στρατιώται εις Δερβενάκι εις τήν θέσιν
Αγριλόβουνο νά κάμουν
ταμπούρι κλειστό καί νά μείνουν εκεί υπό τάς διαταγάς τού Αντώνη Κολοκοτρώνη. Τόν δέ παπά Δημήτρη Χρυσοβιτσιώτη νά πάγη εις τό
χωριό Ζαχαριά παρακάτω εις τήν ανατολικήν πλευράν τού Δερβενακίου μέ τούς δικούς του στρατιώτας, περισσοτέρους τών εκατόν πενήντα
καί νά ταμπουρωθούν καί αυτοί. Εκεί δέ εις τόν Άγιον Γεώργη, όσας ημέρας εστάθηκε ο αρχηγός διέταξε τά πάντα, εσύστησεν εις τό
χωρίον Κούτσι τό φροντιστήριον τών τροφών καί άλλων αναγκαίων τού στρατού.
Μετέπειτα επήρεν όλους τούς σωματοφύλακας μαζί του, τήν σημαίαν καί όσους καβαλαραίους είχε τότε καί επήγε νύκτα, τήν 20ην Ιουλίου 1822, είς
τό Σκοινοχώρι, όπου ηύρε τό άλλο στρατόπεδον καί φροντιστήριον τού Πλαπούτα.
Εκείθεν τήν αυτήν ημέραν ετράβηξε κατά τήν Άκοβα, όπου μέ τό έβγαλμα τού ηλίου αντάμωσε τόν Πλαπούταν, τόν Τζανέτον
Χριστόπουλον, τόν Δημητράκη Δεληγιάννην καί πολλούς Τριπολιτσιώτας, οι οποίοι κάθε ημέραν επολέμουν μέ τόν
Δράμαλη καί δέν τόν άφηναν ποτέ νά ανασάνη, ούτε
νά αποκλείση εις τό φρούριον τούς εδικούς μας. Τό ίδιον έκαμε καί ο Δημήτριος Τσόκρης μέ τούς Αργείους καί επειδή εγνώριζαν καλά ως
εντόποι τόν τόπον έκαμαν χωσιαίς καί εσκότωναν κάθε ημέραν πολλούς Τούρκους.
Εις τάς 16 Ιουλίου 1822, ο Πλαπούτας συνεννοηθείς μέ τούς αρχηγούς, οι οποίοι ήταν εις τό Κεφαλάρι, άναψαν γύρω τού φρουρίου τόν πόλεμον
καί ανάγκασαν τούς Τούρκους νά ανοίξουν τό φρούριον. Ο Πλαπούτας τότε μέ τούς άλλους εμβήκε μέσα εις
τό φρούριον (Άργους), άφησε πολεμοφόδια
καί τροφάς καί αφήσαντες μέρος στρατιωτών διά φρουράν αφού τούς υποσχέθησαν ότι θέλουν έλθει νά τούς βγάλουν καί δέν θά τούς αφήσουν
νά χαθούν, ο μέν Υψηλάντης πήγε εις τό Κεφαλάρι, ο δέ Πάνος εις τό Σκοινοχώρι.
Εκείθεν ο αρχηγός επήγεν εις τό Κεφαλάρι καί ηύρε τόν Υψηλάντην, τούς Μαυρομιχαλαίους, τόν Κεφάλαν, τόν
Παπατσώνην καί λοιπούς. Όλοι αυτοί ήταν
τόσον φοβισμένοι, ώστε αίμα δέν είχαν εις τό πρόσωπόν τους, διότι τήν περασμένην ημέραν (19 Ιουλίου 1822) είχαν χάσει μίαν μεγάλην μάχην
πολεμούντες μέ τόν στρατόν τού Δράμαλη, εις τήν οποίαν εσκοτώθησαν περισσότεροι τών διακοσίων Ελλήνων.»
Είδαμε λοιπόν ότι από τίς πρώτες φροντίδες τού Γέρου τού Μοριά ήταν νά στήσει στρατόπεδα δίπλα στά Δερβενάκια, πού βρίσκονταν στόν
δρόμο Κορίνθου - Άργους, γιά νά αποκόψει τά νώτα τού Δράμαλη. Ήταν ένας στρατιωτικός ελιγμός πού θά έκρινε τήν τύχη τής στρατιάς τού Δράμαλη.
Στή συνέχεια κατευθύνθηκε στούς Μύλους, από όπου είχαν ήδη αναχωρήσει ο
Δημήτριος Υψηλάντης, ο Πάνος
Κολοκοτρώνης καί ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης
και είχαν μεταβεί στό φρούριο τού Άργους γιά νά ενισχύσουν τή φρουρά του.
Οι Έλληνες είχαν καταφέρει νά συγκεντρώσουν στήν Αργολίδα περίπου 10000
ενόπλους, οι οποίοι όμως δέν διέθεταν ούτε πυροβολικό, ούτε
ιππικό, αλλά ούτε καί καλό εξοπλισμό. Οι Καρυτινοί είχαν αρχηγούς τόν Πάνο Κολοκοτρώνη, τόν Γενναίο, τόν Μάρκο Κολοκοτρώνη, τόν
Αντώνη Κολοκοτρώνη, τόν Αγγελή Γάτσο, τόν Δημήτριο Ροϊλό κ.ά. Οι Λακεδαιμόνιοι τόν Γιατράκο, οι Κυνούριοι τόν Ζαφειρόπουλο, οι Μεσσήνιοι
τόν Κεφάλα, τόν Μήτρο Πέτροβα καί τόν Παπατσώνη, οι Μανιάτες τόν
Ηλία Τσαλαφατίνο καί τόν Αντώνη Μαυρομιχάλη,
οι Αργείοι τόν Τσόκρη καί τόν Δαγρέ, οι Αρκάδιοι τόν Παπαφλέσσα, τόν Αναγνωσταρά, οι Ρουμελιώτες τόν Νικηταρά, οι
Υδραίοι τόν Δημήτριο Κριεζή, οι Καλαβρυτινοί τόν Αναγνώστη καί τόν Βασίλειο Πετμεζά κ.λ.π.
Στίς 12 Ιουλίου 1822, ξεκίνησε ο Δράμαλης τήν πολιορκία τής ακρόπολης τού Άργους. Ο
Υψηλάντης είχε αφήσει νά διαρρεύσουν
πληροφορίες
ότι στό κάστρο υπήρχαν άπειρα λάφυρα προερχόμενα από τίς προηγούμενες νίκες,
μεγάλες ποσότητες ζωοτροφών καί οι ικανότεροι Ρωμιοί
οπλαρχηγοί. Ο Οθωμανός αρχιστράτηγος αποφάσισε νά επιμείνει στήν πολιορκία τού κάστρου, παρά τίς αντιρρήσεις τού Αλή πασά τού Άργους, ο οποίος τόν συμβούλευε
νά μήν χάσει τό χρόνο του εκεί, αλλά νά προχωρήσει πρός
τό κέντρο τής Πελοποννήσου. Σίγουρος γιά τήν εύκολη νίκη του ο πασάς διέταξε
έφοδο στό κάστρο, αδιαφορώντας γιά τίς απώλειες.
Οι Έλληνες όχι μόνο απέκρουσαν μέ επιτυχία όλες τίς εφόδους τού οθωμανικού στρατού, αλλά οχύρωσαν καί τήν εκκλησία τής Κοιμήσεως τής
Θεοτόκου, έξω από τό φρούριο, ενώ κρύφτηκαν καί στά γύρω αμπέλια. Δεκαεπτά επιθέσεις έκανε τό τουρκικό ιππικό αλλά οι αμυνόμενοι
μέ πρώτους τόν Δημήτριο Τσόκρη, τόν Αντώνη Μαυρομιχάλη, τόν Μήτρο Πέτροβα, τόν Παναγιώτη Κεφάλα,
τόν Παπατσώνη καί τόν Ηλία
Τσαλαφατίνο τίς απέκρουσαν όλες. Τότε ξαφνικά ένας καλόγερος τράπηκε σέ φυγή φωνάζοντας ότι έσπασαν τίς γραμμές οι Τούρκοι.
Ο πανικός μεταδόθηκε σέ όλους τούς Έλληνες μέ αποτέλεσμα νά τρέχουν μέσα στήν πεδιάδα γιά νά γλυτώσουν. Οι σπαχήδες επιτέθηκαν
εκ νέου καί ήταν εύκολη πλέον υπόθεση γι' αυτούς νά νικήσουν τούς Έλληνες
πού έτρεχαν στήν πεδιάδα. Τά γιαταγάνια γύριζαν στόν
αέρα πάνω από τά άλογα καί έπαιρναν κεφάλια. Στή μάχη αυτή χάθηκαν 153 Έλληνες.
«Τήν 24ην Ιουλίου 1822 εβγήκεν από τό Άργος ο Χριστιανός γραμματικός τού Δράμαλη, σταλμένος από αυτόν νά παρατηρήση
τήν κατάστασιν τού στρατοπέδου μας καί νά μάς εξαπατήση. Ως Χριστιανός δέ, ως έλεγε, μάς εσυμβούλευε νά φυλάγωμεν καλά τόν δρόμον
τής Τριπολιτσάς, διότι εκεί θά τραβήξη όλον τό στράτευμα τού Δράμαλη, αλλ' ο Κολοκοτρώνης δέν έδωσε καμμίαν προσοχήν εις τά λόγια του.
Τήν αυτήν δέ ημέραν ήλθε καί ο Πετρόμπεης από τούς Μύλους τού Ναυπλίου εις τό Κεφαλάρι τού Άργους.
Τήν ακόλουθον ημέραν εβγήκαν Τούρκοι καβαλαραίοι οι ονομαζόμενοι ντελήδες έως 6000 καί επέρασαν τήν Ξερόβρυσιν, διευθυνόμενοι κατά τό
Κεφαλάρι. Οι εκεί Έλληνες όσοι είχαν άλογα έως σαράντα έκαμαν ακροβολισμόν, εις τόν οποίον διεκρίθη ο
Δημήτρης Παπατσώνης, ο Κότσος
Βούλγαρης, ο γέρο Κωνσταντής Παλαμήδης, ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης, ο Πάνος Κολοκοτρώνης
καί ο Δημήτριος Τσόκρης, οι δέ
Τούρκοι δέν επροχώρησαν περισσότερον, αλλ' εγύρισαν πίσω εις τό Άργος.
Τό έβγαλμά των ήτον νά παρατηρήσουν άν ήσαν εκεί στρατεύματα ελληνικά. Μετέπειτα οι
Κολοκοτρώνης, Υψηλάντης, Τσόκρης, Σέκερης
καί λοιποί καπεταναίοι συνήλθαν εις συμβούλιον πολεμικόν εις τό Κεφαλάρι τού Άργους, εις τό οποίον είπεν ο αρχηγός νά μοιράσουν τάς θέσεις πρός
αποκλεισμόν τών Τούρκων εις τάς δύο επαρχίας Άργους καί Κορίνθου, διότι προβλέπει ότι οι Τούρκοι θά φύγουν, δέν ειμπορούν νά σταθούν
πλέον, επειδή ο τόπος δέν τούς βαστά, καί δέν έχουν τροφάς διά πολλάς ημέρας ούτε νερόν.
Έλεγεν ακόμα ο Κολοκοτρώνης ότι οι Τούρκοι θά πάν στήν Κόρινθον πίσω νά πάνε στήν Βοστίτσαν καί Πάτραν νά πιάσουν τήν Γαστούνη καί τότε θά
μάς πάρουν όλους τούς κάμπους.
Μολονότι δέν εσυμφώνησαν εις τό συμβούλιον, ο Κολοκοτρώνης απεφάσισε νά φύγη κα είπεν εις τούς εδικούς του
νά ετοιμασθούν νά φύγουν.
Τότε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είπε: "νά ο Κολοκοτρώνης πάγει νά γείνη κλέφτης σταίς ράχαις τών βουνών", αλλά ο Υψηλάντης τόν μάλωσε
διά τούς λόγους αυτούς καί μάλιστα τόν έκαμεν προσεκτικόν, διότι ευρισκόμεθα εκεί ο Σπηλιωτόπουλος καί εγώ.»
Καταστροφή τού Δράμαλη (Δερβενάκια)
Εκείνη η βαριά ήττα, στήν Εκκλησιά τής Παναγίας τού Άργους κλόνισε πάλι τό ηθικό τών Ελλήνων στρατιωτών.
Αλλά καί η διχόνοια καλά κρατούσε
σέ τέτοιες τρομερές στιγμές κινδύνου.
Γιά νά καταλάβουμε τά πάθη τής εποχής καί τό μίσος τών προεστών κατά τού Κολοκοτρώνη, αρκεί νά
παραθέσουμε απόσπασμα από μία επιστολή πού έστειλε ο Νικόλαος Δεληγιάννης πρός τόν
αδελφό του Κανέλλο: "Ηττήθημεν. Ας έχη δόξαν ο Θεός. Άλλως άν νικώμεν, ο Δήμος (χλευαστικό παρατσούκλι τού Κολοκοτρώνη) εγίνετο
βασιλεύς".
Πώς θυμίζει τήν
ήττα τού Ρωμανού στό Μάντζικερτ, τήν οποία επεδίωξε τό παλάτι γιά νά μπορέσει στή συνέχεια νά εξοντώσει τόν
άτυχο αυτοκράτορα! Ο εσωτερικός εχθρός είναι αυτός πού τρώει τήν πατρίδα καί όχι ο εξωτερικός. Διαχρονικά...
Εν τώ μεταξύ οι κλεισμένοι στό φρούριο είχαν αρχίσει νά υποφέρουν από τή δίψα. Είχαν απομείνει μόνο 250 υπερασπιστές, καθώς οι
υπόλοιποι είχαν
κατορθώσει νά φύγουν έπειτα από έναν αντιπερισπασμό πού είχε κάνει ο Πλαπούτας στίς 16 Ιουλίου. Ο Δημήτριος Υψηλάντης μαζί
μέ τόν Γεώργιο Μαυρομιχάλη καί τόν Πάνο Κολοκοτρώνη ήταν ανάμεσα σέ εκείνους πού βγήκαν από
τό κάστρο τής Λάρισας τού Άργους.
Τό βράδυ τής 23ης Ιουλίου 1822, ο Κολοκοτρώνης επιχείρησε νυχτερινή επίθεση στούς πολιορκητές από τέσσερα σημεία. Τό σώμα τού
Πλαπούτα πού επιτέθηκε στόν Προφήτη Ηλία κατόρθωσε νά αντιμετωπίσει μέ επιτυχία
4000 ιππείς τού εχθρού, δίνοντας έτσι τήν ευκαιρία στούς αμυνομένους
νά βγούν από τό φρούριο καί νά ενωθούν μέ τούς υπόλοιπους. Τήν επομένη τό πρωΐ οι Τούρκοι εισήλθαν στό φρούριο καί δέν βρήκαν ούτε
θησαυρούς, ούτε ζωοτροφές, ούτε Έλληνες, πλήν ενός ο οποίος είχε αποκοιμηθή καί δέν αντιλήφθηκε τήν έξοδο τών συντρόφων του.
Ο Ρωμιός φόρεσε τούρκικα ρούχα, έβαλε στό κεφάλι του ένα κακάβι (μικρό κατσαρόλι) καί ανακατεύτηκε μέ τό πλήθος τών Τούρκων.
Οι μεμέτηδες τόν θεώρησαν ότι ήταν κάποιος από τούς δικούς τους πού κουβαλούσε λάφυρα καί δέν τού έδωσαν σημασία.
Η κατάληψη τού κάστρου από τόν Δράμαλη δέν βελτίωσε καθόλου τίς συνθήκες πού επικρατούσαν στό στράτευμά του. Είχε καθυστερήσει τόσες
μέρες στόν αργολικό κάμπο καί οι στρατιώτες υπέφεραν από τήν έλλειψη νερού καί τροφών, ενώ τά 25000 άλογα καί τά άλλα τόσα μουλάρια
είχαν μεγαλύτερο πρόβλημα καθώς η ξηρασία είχε ερημώσει τή γή καί δέν μπορούσαν νά βρούν ούτε βοσκή, ούτε νερό.
Αντίθετα οι Έλληνες στρατιώτες είχαν αφθονία τροφών, ενώ είχαν τυχαία ανακαλύψει στό χωριό Κεφαλάρι καί μία πηγή από
τήν οποία έτρεχε άφθονο καθαρό νερό. Αυτό τό περιστατικό τό απέδωσαν σέ
θαύμα από τήν Παναγία, τήν "Τύχη τής πατρίδος μας", όπως
τήν αποκαλούσε ο Γέρος τού Μοριά.
«Οι Τούρκοι έρριχναν βόμβες από τό Άργος καί έβαναν δύο κανόνια από μία ράχη καί επολιορκούσαν τό Παλιόκαστρο
(κάστρο τού Άργους). Οι κλεισμένοι δέν είχαν τίποτε μέσα καί ήτον στενοχωρημένοι (υπόφεραν από τή δίψα). Στές 20 Ιουλίου 1822,
στήν ημέραν τού Αγίου Ηλία, έκραξα τά στρατεύματα εις τούς Μύλους τούς αργίτικους καί τούς ομίλησα δύο ώρες:
"Νά πολεμήσομε, νά βγάλομε τούς κλεισμένους, οι Τούρκοι είναι όλοι σαβούρα".
Απεφάσισα νά κτυπήσωμε τό βράδυ από όλες τές μεριές τούς Τούρκους, διατί δέν ημπορούσε νά πάγει άνθρωπος νά τούς ιδεί, αλλ' ό,τι
έκαναν τά σινιάλα. (Οι συνεννοήσεις γινόταν μέ φωτιές, διότι δέν μπορούσε νά διαπεράσει κανένας Έλληνας τόν κλοιό τών πολιορκητών).
Τότενες, διατάττω τές επαρχίες νά κτυπήσουν τόν εχθρό εις τήν θέση καθεμιά πού είχε. Τότε καί τόν Κολιόπουλο
(Δημήτριο Πλαπούτα) καί τούς Αρκαδιανούς (αγωνιστές από τήν Τριφυλία) τούς έβαλα εις τό κέντρον,
νά κτυπήσουν τούς Τούρκους οπού είχαν τά κανόνια. Καί οι Αρκαδιανοί
καθώς επήγα τό βράδυ καί εκτύπησα από όλες τές μεριές, επήγαν καί εχάλασαν μέ τά πόδια τά ταμπούρια.
Αναχωρούν πάλιν διά νυκτός,
διότι οι άλλοι Έλληνες δέν εκινήθησαν, εκείνοι έμειναν ακόμη κλεισμένοι εις τό Παλιόκαστρο.
Τήν άλλην ημέρα εστενοχωρήθηκα διά τούς μέσα, νά μή βλαφθούν. Έκαμα ένα στρατήγημα: νά πάμε όλοι
ολοτρόγυρα νά αδειάσομε από δύο τουφέκια, νά κάμομε φανό καί εκείνοι νά κάμουν τρόπο νά έβγουν από τό Παλιόκαστρο.
Έτζι εζυγώσαμε κοντά, εκείνοι εβγήκαν τότε αβλαβείς από τό Παλιόκαστρο καί άφηκαν μέσα ένα ασκί τυρί,
καί εβγήκαν όλοι εις τούς Μύλους τού Άργους υγιείς. Τήν αυγήν μπαίνουν οι Τούρκοι στό Κάστρο καί δέν εύρισκαν ουδέν. (Έτσι έγινε η
έξοδος από τό κάστρο τού Άργους).
Τά στρατεύματα τήν αυγήν βγαίνουν καμμιά δεκαριά χιλιάδες καβαλλαραίοι καί βγαίνουν εις τούς Μύλους τούς αργίτικους (Κεφαλάρι Άργους)
νά ιδούν. Βλέποντας ημείς τήν καβαλλαρία, εγώ έκαμα τούς δικούς μου κολόνα εις τούς πρόποδας τού λόφου
καί κατέβηκαν καμμιά εικοσαριά
καβαλλαραίοι καί έκαμαν ακροβολισμούς εις τούς κάμπους, διότι οι Τούρκοι εβγήκαν νά ιδούν, όχι νά κάμουν πόλεμο. Εγύρισαν εις τά αμπέλια,
ότι ήτον προβαλμένα τά σταφύλια καί επήραν.
Δίδαξα τά στρατεύματα εις τούς Μύλους τούς αφεντικούς (Ναυπλίου) νά πιάσουν εκεί καί νά ανάψει
από καθένας 20 φωτιές, καί τό Τριπολιτζώτικο τό έβαλα αντίκρυ εις τές ράχες νά κάμουν καί αυτοί τό ίδιο.
Ο Κολιόπουλος μέ τό στράτευμά του νά πιάσει τό Σκηνοχώρι ανάμεσα εις τές δημοσιές πού πάνε εις τήν Τριπολιτζά.
Βλέποντας οι Τούρκοι ότι τόσες φωτιές ολοτρόγυρα, απεφάσισαν ότι δέν ημπορούν νά περάσουν διά Τριπολιτζά.
Είχαν έλλειψη από τροφάς, διότι ο Τζόκρης είχε κάψει μπροστύτερα τόν κάμπον τού Άργους.
Έκαμαν συμβούλιο νά γυρίσουν πίσω στήν Κόρθο, ν' απεράσουν στή Βοστίτζα, νά πάνε στή Γαστούνη διά τροφάς, διότι δέν είχαν. Εγώ
έκαμα συνέλευση μέ όλους τούς οπλαρχηγούς εις τούς Μύλους τούς αργίτικους (Κεφαλάρι Άργους), τούς είπα:
"Οι Τούρκοι θέ νά γυρίσουν οπίσω κατά τήν Κόρθο.
Τό βλέπουν ότι από εδώ δέν ημπορούν νά περάσουν, μόνον σταθήτε εδώ νά πάγω νά πιάσω τό Δερβενάκι, διατί οι Τούρκοι θά απεράσουν".
Αφήνω τόν Γιατράκο τόν Παναγιώτη εις τά σώματα οπού ήτον εις τούς Μύλους, καί αυτοί δέν ήθελαν, έλεγαν νά κάτζω εγώ, τούς έλεγα νά
πάγουν αυτοί. Αναχώρησα γιά νά πιάσω τό Δερβενάκι, από εκείθε ήμουν βέβαιος, ότι θά περάσουν καί όχι από τήν Τριπολιτζά.
"Ο Κολοκοτρώνης, έλεγε ο Πετρόμπεης, πάγει κλέφτης εις τά βουνά".
(Ο Κολοκοτρώνης διαφώνησε μέ τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όσο αφορά τήν πορεία πού θά
ακολουθούσε ο Δράμαλης. Ο Μανιάτης
επέμενε ότι ο Δράμαλης θά κινηθεί πρός τήν Τριπολιτσά. Ο Κολοκοτρώνης, ορθώς είχε
προβλέψει ότι ο Δράμαλης θά γύριζε πίσω πρός τήν
Κόρινθο γιά νά ανεφοδιάσει τό στρατό του καί έτσι αποφάσισε νά τόν περιμένει στά Δερβενάκια.
Τελικά ο Μαυρομιχάλης θά κρατούσε
6000 στρατό καθηλωμένο στούς Μύλους καί δέν θά συμμετείχε στή μάχη πού θά επακολουθούσε).»
Από συνομιλίες μέ Αλβανούς στρατιώτες, οι Έλληνες είχαν αντιληφθεί
τήν απόγνωση τού Δράμαλη. Ο μουσουλμάνος στρατηγός ήταν τελείως αποκομμένος από τό στρατηγείο τού Χουρσίτ στή Λάρισα
καί δέν είχε καμμία ελπίδα γιά νά τροφοδοτήσει τό στρατό του μέ τά αναγκαία. Πήρε λοιπόν τήν ταπεινωτική απόφαση νά γυρίσει πίσω στήν Κόρινθο,
ενώ στήν Πόλη ο σουλτάνος πανηγύριζε τήν καταστροφή τών γκιαούρηδων!
Ούτε καί οι αγγελιοφόροι πού έστελνε στόν Χουρσίτ δέν κατάφερναν νά περάσουν
τίς ενέδρες πού έστηνε ο Ανδρούτσος στήν Ρούμελη μέ αποτέλεσμα νά μένει τελείως απληροφόρητος γιά τίς κινήσεις τού τουρκικού στόλου,
μέ τόν οποίο είχαν ορίσει τόπο συνάντησης τό Ναύπλιο.
Στίς 24 Ιουλίου 1822, ο Δράμαλης έστειλε 6000 ιππείς στό Κεφαλάρι
γιά νά εξακριβώσει τίς διαθέσεις τών Ελλήνων.
Οι Έλληνες μέ επικεφαλής τόν Δημήτρη Παπατσώνη, τόν Κώτσο Βούλγαρη, τόν Κωνσταντίνο Παλαμήδη, τόν
Γεώργιο Μαυρομιχάλη, τόν Πάνο Κολοκοτρώνη καί τόν Δημήτριο Τσώκρη, οχυρώθηκαν στούς γύρω
λόφους καί τούς υποδέχτηκαν μέ πυροβολισμούς. Οι Τούρκοι όμως είχαν
έρθει μόνο γιά νά εποπτεύσουν καί επέστρεψαν στό Άργος.
Ο πασάς είχε πάρει τήν απόφασή του, αλλά έπρεπε νά ξεγελάσει τούς γκιαούρηδες γιά τίς πραγματικές του προθέσεις.
Έτσι ανέθεσε σέ ένα Χριστιανό προδότη αυτή τήν αποστολή. Πράγματι, ο γραμματικός τού Δράμαλη
Παναγιώτης Μανούσος έφθασε στό
Κεφαλάρι μέ γραφή από τό Δράμαλη, μέ τήν οποία ο Τούρκος σερασκέρης προσκαλούσε τούς ραγιάδες νά παραδώσουν τά άρματα υποσχόμενος
"εν ονόματι τού θεοστήρικτου καί πολυεύσπλαχνου σουλτάνου", πλήρη αμνηστεία. Εμπιστευτικά όμως ο προδότης Μανούσος βεβαίωσε τούς
Έλληνες στό όνομα τού Χριστού καί τής Παναγίας, ότι ο Δράμαλης είχε σκοπό νά κινηθεί
πρός τήν Τριπολιτσά καί νά κλείσουν τά περάσματα.
Όλοι τόν πίστεψαν πλήν ενός. Εκείνος πού είχε ζήσει τίς προδοσίες τών Ελλήνων είκοσι χρόνια πρίν,
όταν τόν κυνηγούσαν οι προεστοί, οι παπάδες
καί οι Τούρκοι, δέν έδωσε πίστη στά λόγια τού λακέ τού Δράμαλη.
Στό συμβούλιο πού επακολούθησε φυσικά ξαναέγινε τσακωμός καί ο Κολοκοτρώνης μόνος μέ τά παλληκάρια του έφυγε γιά τή
Νεμέα. Ο Μαυρομιχάλης μέ τούς δικούς του δέν ακολούθησε. Στίς 26 Ιουλίου 1822, ημέρα Τετάρτη ο Κολοκοτρώνης μέ τήν
ανατολή τού ηλίου άρχισε νά μετράει τούς στρατιώτες του γιά νά τούς ορίσει τίς θέσεις τους. Εκείνη τήν ώρα οι
βίγλες ανάψανε φωτιές
στίς ράχες τών βουνών. Τό τούρκικο ασκέρι είχε βγεί από τό Άργος καί κατευθυνόταν πρός τήν Κόρινθο.
Μία μέρα νά καθυστερούσε ο Κολοκοτρώνης νά φτάσει στή Νεμέα καί ο Δράμαλης θά έφτανε ατουφέκιστος στήν Κόρινθο.
Ο δημόσιος ή αφεντικός λιθόστρωτος δρόμος (καλντερίμι από τό βυζαντινό καλιδρόμιον),
πού οδηγούσε στήν Κόρινθο ήταν κατάλληλος γιά νά τόν διαβεί
τό μεγάλο ασκέρι τού αλαζόνα πασά. Αυτόν θά ακολουθούσε ο Δράμαλης καί όχι τά δύσβατα μονοπάτια. Καί αυτός
ο δρόμος περνούσε από τά Δερβενάκια,
ανατολικά από τή Νεμέα. Στά Δερβενάκια λοιπόν θά έστηνε τήν παγίδα ο αρχηγός, ο οποίος χωρίς νά χάσει καιρό,
ανέβηκε στήν οροφή ενός σπιτιού καί μίλησε στά παλληκάρια του.
«Έλληνες, σήμερα εγεννήθημεν καί σήμερα θά πεθάνωμεν διά τήν σωτηρίαν τής πατρίδος μας καί διά τήν εδικήν μας.
Ιδού τί πρέπει νά κάμετε, αμέσως νά πάτε στά κονάκια σας νά πάρετε τό ταΐνι (τροφή) σας. Εδιάταξα νά σάς δοθή καθώς καί τά φουσέκια, αλλά
νά ήσθε έτοιμοι στό γελέκι (χωρίς αποσκευές) όλοι οι δυνατοί. Τούς δέ αδύνατους καί τά περιττά πράγματα, τά ζώα καί ταίς καπόταις σας νά τά στείλετε εις τό
αντικρυνό βουνό τού Αγίου Γεωργίου, όπου εδιέταξα νά πάν καί τά δικά μου πράγματα. (Σέ εκείνο τό βουνό ο Κολοκοτρώνης μετακινούσε
τά μουλάρια διαρκώς ώστε νά φαίνεται από μακρυά μεγάλη δύναμη καί νά στραφούν οι Τούρκοι στίς Χρυσοκουμαριές πού τούς περίμεναν
κρυμμένοι οι άντρες τού Αντώνη Κολοκοτρώνη καί τών υπολοίπων).
Απόψε ήλθεν η Τύχη τής πατρίδος μας (εννοεί τήν Παναγία)
καί μού είπεν ότι είμεθα νικηταί τόσον πολύ, όπου άλλην νίκην καλλιτέραν από τήν
σημερινήν δέν εκάναμεν, αλλ' ούτε θέλομεν κάμει. Έχω τόσην βεβαιότητα νά σάς ειπώ νά μήν πάρετε ούτε τά άρματά σας, διά νά πάρωμεν τών Τούρκων.
Σήμερα ο καθείς από εμάς θά καταδιώκη πολλούς, θά πάρητε λάφυρα πολλά καί τούς θησαυρούς τού Αλή πασιά θά τούς μοιράσετε
μέ τό φέσι τά φλωριά. Τά χρήματα πού έχουν οι Τούρκοι είναι χρήματα χριστιανικά. Τά είχεν ο τύραννος τής Ηπείρου παρμένα από τούς
αδελφούς μας. Ο Άγιος Θεός μάς τά έστειλε καί είναι κελεπούρι δικό μας.
Αύριον αυτήν τήν στιγμήν θά σάς ιδώ όλους μέ τ' άρματα τών Τούρκων, μέ τ' άλογά τους, λαμπροφορεμένους μέ τά ρούχα τους.
Ο Θεός είναι μέ ημάς νά μή σάς μέλλη τίποτε, πηγαίνετε νά ετοιμασθήτε καθώς σάς είπα καί νά ελθήτε εδώ όλοι νά ξεκινήσωμεν μαζί.»
Ο αρχηγός έστειλε αμέσως επιστολές γιά ενισχύσεις, αλλά τά μηνύματα δέν έφτασαν εγκαίρως στόν προορισμό τους.
Εν τώ μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης μέ τό κυάλι του
προσπαθούσε νά μαντέψει τήν ακριβή πορεία τού εχθρού. Έστειλε τόν Φωτάκο (Φώτιο Χρυσανθόπουλο) νά δεί πόσες
κολώνες είναι ο εχθρός. Ο Φωτάκος έτρεξε μέ τό άλογο καί είδε ότι μία κολώνα τού εχθρού κατευθυνόταν πρός τά Δερβενάκια καί έριξε έναν
πυροβολισμό, όπως είχαν συνεννοηθεί.
Μόλις άκουσε τόν κρότο από τήν πιστόλα τού Φωτάκου, ο Κολοκοτρώνης έβαλε τόν
Γεώργιο Δημητρακόπουλο μέ 700 Αλωνιστιώτες στό
Αγριλόβουνο, (ονομασία πού πήρε από τίς πολλές άγριες ελιές πού είχε). Απέναντι στό
Παναγόβουνο έστειλε άλλους 700 Δημητσανίτες μέ αρχηγούς τούς Αντώνη Κολοκοτρώνη, Ζάκκα καί
Ζέρβα, κλείνοντας καί από τίς δύο πλαγιές τό στενό τών Δερβενακίων. Στό Παληόχανο καί
στίς Χρυσοκουμαριές έβαλε 800 άνδρες
καί τούς έκρυψε μέσα στά χαμόκλαδα
καί τούς θάμνους, ώστε νά μήν διακρίνονται καθόλου από τόν εχθρό.
Δυτικότερα στό χωριό Ζαχαριά, οχυρώθηκαν 150 άνδρες υπό τόν
ιερέα Δημήτριο Χρυσοβιτσιώτη.
«Οι Τούρκοι εβγαίνανε από τό Κάστρο (Λάρισα Άργους) καί οι ομπροστινοί εκαρτερούσαν νά συναχθούν όλοι. Όσο νά συναχθούν οι Τούρκοι,
έβαλα τές σημαίες καί τά ζώα καί καπότες (κάπες), τά έβαλα όλα εις μία ράχη, διά νά νομίσουν, ότι εκεί είναι οι πολλοί στρατιώτες καί νά κάμουν κάτω,
νά μήν έλθουν επάνω μας καί μάς χαλάσουν. Εγώ εστεκόμουν μέ δέκα
ανθρώπους στήν κορφή, οι ψυχογιοί μέ τά μουλάρια αράδα.
(Ο στρατός ήταν τόσο μεγάλος, ώστε ενώ η εμπροσθοφυλακή είχε πλησιάσει στά Δερβενάκια, η οπισθοφυλακή έβγαινε από τήν πόλη τού
Άργους. Ο Κολοκοτρώνης ήταν σέ μία πλαγιά χωρίς στρατιώτες καί είχε βάλει πολλά μουλάρια στήν κορυφή σκεπασμένα μέ κάπες
καί τά πηγαινοέφερνε ώστε νά φαίνεται ότι υπάρχει ισχυρός στρατός σέ εκείνο τό σημείο).
Τού δέ Νικήτα ο πεζός τού είπε, ότι εβγήκαν οι Τούρκοι, καί όχι ότι έρχονται ν' απεράσουν εις τό Δερβενάκι.
Οι Κορίνθιοι εσκόρπισαν. Ο Κολιόπουλος (Δημήτριος
Πλαπούτας) έξι ώρες αλάργα, ενύκτωσε έως νά πάγει εκεί ο πεζός.
(Ο Κολοκοτρώνης έστειλε αγγελιοφόρους νά ειδοποιήσουν τόν Νικηταρά, τόν Πλαπούτα καί τόν Παπανίκα μέ τούς Κορίνθιους, αλλά αυτοί
δέν εξετέλεσαν σωστά τήν αποστολή τους. Δυστυχώς η αναρχία καί η έλλειψη πειθαρχίας
είχαν ως αποτέλεσμα νά μήν συγκεντρωθούν τά στρατεύματα
πού έπρεπε. Μόνο ο Νικηταράς κατάφερε καί ήρθε τήν τελευταία στιγμή καί κτύπησε τούς Τούρκους στόν Άγιο Σώστη).
Στές 3 η ώρα συνάχθηκαν όλοι οι Τούρκοι, καί οι πασάδες ήτον
στήν πίσω μεριά. Οι δέ έξι
χιλιάδες, πού ήταν εις τούς Μύλους, δέν είχαν βάρδια διά νά ιδούν, ότι άδειασε τό Άργος, νά έλθουν από κοντά.
(Οι άνδρες τού Πετρόμπεη δέν κουνήθηκαν από τούς Αργίτικους Μύλους ή
Κεφαλάρι, γιά νά έρθουν νά βοηθήσουν στά Δερβενάκια.
Αν κτυπούσε καί ο Πετρόμπεης η συντριβή τού Δράμαλη θά ήταν ακόμα μεγαλύτερη).
Οι 4 κολόνες τούς είχα τεμπίχι (προειδοποίηση),
νά μήν κάμουν αρχή πολέμου, παρά αφού ακούσουν τά δέκα
τουφέκια, καί έτζι εστέκονταν. Οι Τούρκοι,
σάν εσυνάχθηκαν όλοι, διέταξε ο πασάς νά κινήσει η μπροστέλα. Καί έτζι οι Τούρκοι εξεκαβάλικαν διά τόν τόπο καί εκίνησαν μέ
τά πόδια, καί ο Αντώνης ήτον ταμπουρωμένος. Ο Αντώνης εκτύπησε, αφού έφθασαν εκατό
βήματα οι Τούρκοι καί εκράτησαν καμμιά
δεκαριά Τούρκους. Εκείνοι έδωσαν τές πλάτες καί έκαμαν κατά τόν Άγιο Σώστη, καί εκεί είναι ρεύματα, καί επήρε τό ασκέρι τό τούρκικο
τές ράχες. (Ο Αντώνης Κολοκοτρώνης κτύπησε από τήν Παναγοράχη τούς Τούρκους καί τούς έκλεισε τά Δερβενάκια καί έτσι αυτοί στράφηκαν
μέσω ενός στενού περάσματος πρός τόν άλλον δρόμο πού περνούσε από τό μοναστήρι τού Αγίου Σώστη).
Ο Αντωνάκης δέν έπεσε κοντά εις εδαύτους, παίρνει ένα μπαϊράκι μέ τριάντα
νομάτους καί πέφτει εις τόν Άγιο Σώστη εμπρός,
οι Τούρκοι εγένηκαν τρείς κολόνες, μία οπίσω, οι πασάδες, μία στήν μέση, η άλλη κατά τόν Αντωνάκη. Έως
10000 εκίνησαν κατά τόν
Αντωνάκη. Οι τριάντα εσκότωσαν πολλούς, δύο μόνον εσκοτώθηκαν, ανίψια μου. (10000 Τούρκοι πού είχαν περάσει από τό στενό τού
Αγίου Σώστη, αφού είχε κοπεί ο δημόσιος δρόμος τών Δερβενακίων, κατάφεραν καί βγήκαν στήν πεδιάδα τής Κουρτέσας καί από εκεί πήγαν
στήν Κόρινθο).
Ακούοντας ο Νικήτας, ο Υψηλάντης, ο Φλέσσας, έφθασαν εις τόν Άγιο Σώστη καί έπιασαν τόν δυνατότερον τόπον εις τόν Άγιο Σώστην.
Τό μεσιανό στράτευμα όπου εσκότωναν οι Έλληνες, έδωσε νά περάσει καί εκείνο, καί έπεσεν εις τόν Νικήτα. Εκεί εσκότωσαν έως
1000. (Όταν ήρθε ο Νικηταράς, έπιασε τόν Άγιο
Σώστη κλείνοντας καί αυτό τό πέρασμα, αναγκάζοντας τούς πασσάδες νά γυρίσουν πίσω
στήν Γλυκειά, τή σημερινή Τίρυνθα).
Επέρασε καί αυτήνη η κολόνα κατά τήν Κουρτέσα καί έσμιξε μέ τούς αλλουνούς, οι δέ πασάδες πού έμειναν οπίσω ενύκτωσε καί
δέν ημπόραγαν ν' απεράσουν. Ομίλησαν τούς Έλληνας καί τούς είπαν: "Ποιός καπετάνιος ομπροστά;" αποκρίθηκε ένας παπάς από τό Χρυσοβίτζι:
"Ο Κολοκοτρώνης είναι".»
Ο Γέρος γιά νά μειώσει τίς πιθανότητες αλλαγής πορείας τών Τούρκων πρός τή Νεμέα όπου δέν υπήρχαν
μεγάλες δυνάμεις, τοποθέτησε σέ ένα ύψωμα
δυτικά τού Ζαχαριά, πολλά υποζύγια μέ τίς κάπες καί τά κόκκινα φέσια τών αγωνιστών, τά οποία από
μεγάλη απόσταση έδιναν τήν εντύπωση
πολυάριθμου στρατεύματος. Ακολούθησε δέηση στή Θεοτόκο καί τήν Αγία Παρασκευή πού γιόρταζε από
τόν ιερέα Γεώργιο Παπαζαφειρόπουλο καί έπειτα ο Έλληνας αρχιστρατηγός έδωσε αυστηρή
διαταγή πρός όλα τά τμήματα νά περιμένουν νά
δώσει αυτός τό σύνθημα γιά νά ανάψουν φωτιά τά τουφέκια τους.
Η εμπροσθοφυλακή τού Δράμαλη μπήκε στά Δερβενάκια καί προχώρησε πρός τό Παληόχανο, τό απόγευμα τής ίδιας μέρας.
Οι προπορευόμενοι ήταν Αλβανοί, δηλαδή οι καλύτεροι μαχητές τού οθωμανικού στρατού, οι οποίοι καί ζήτησαν από τόν Κολοκοτρώνη
νά τούς αφήσει νά περάσουν. Ο αρχηγός καθυστερούσε νά απαντήσει γιά νά πέσει λίγο ο ήλιος καί νά τόν έχουν απέναντί τους οι Τούρκοι,
αλλά καί γιά νά έρθει μεντάτι ο Νικηταράς, πού βρισκόταν στό χωριό Στεφάνι.
«Τότε ο αρχηγός έβαλε τήν φωνήν. "Επάνω τους Έλληνες καί μή φοβάστε, σκοτώστε όσους θέλετε από δαύτους".
Αφού άκουσαν οι κρυμμένοι εις τά χαμόκλαδα τήν φωνήν τού αρχηγού ο καθένας έρριχνε τά τουφέκια των ώστε όλο τό πλάγι εκάπνισε καί
εφώναζαν όλοι επάνω τους. Οι Τούρκοι βλέποντες τήν χωσιά (ενέδρα) έστριψαν ευθύς ταίς πλάταις όλοι καί ετραβούσαν κατά τόν Άγιον
Σώστην. Τότε ο Αντώνης Κολοκοτρώνης, ο γέρο Μάρκος Κολοκοτρώνης, οι σωματοφύλακες τού αρχηγού καί οι
Αρκουδορεματίτες επήραν τόν ζυγόν καί τό βουνό Πανάγο,
από δίπλα τών Αλβανών διά νά μή πάρουν οι Τούρκοι τήν
ράχην καί πέσουν εις τόν δημόσιον δρόμον, ο οποίος πάει εις τήν
Κουρτέσαν.
Αι φωναί τού αρχηγού, "βάρτε τους", έκαμαν τούς στρατιώτας νά κυνηγήσουν τούς Τούρκους εις όλην τήν ρεμματιάν καί τό πλάγι διά νά πάν
εις τόν Άγιον Σώστην. Δέν δυνάμεθα νά περιγράψωμεν τόν θρήνον καί ταίς φωναίς τών Τούρκων. Όλοι Τούρκοι καί Έλληνες
ανεκατώθησαν καί όποιος εδύνατο εσκότωνε τόν άλλον. Οι Τούρκοι από τήν πολλήν τους βίαν νά κολλήσουν τό βουνόν καί
όταν εύρισκαν καμμίαν αντίστασιν από τούς Έλληνας, είτε απαντούσαν κανένα τόπον κρημνώδη καί δύσβατον, άφηναν
όλα τους τά πράγματα, τά άλογά των καί τά φορτηγά ζώα των.
Τέλος πάντων οι εμπροστινοί Τούρκοι έφθασαν εις τόν Άγιον Σώστην καί εκαθάρισε ο δημόσιος δρόμος (Δερβενάκια), ο οποίος βγαίνει από τήν
ρεμματιά εις τόν κάμπον εις τό Χαρβάτι (Μυκήνες). Οι πασιάδες όμως όλοι καί ο ίδιος Δράμαλης μέ 7000 καβαλαραίους, μέ ταίς 500 καμήλαις των καί μέ
τά φορτηγά των ζώα καί τά κανόνια, ταίς μπάλαις καί όλαις ταίς αποσκευαίς τού πολέμου, καί τούς αρρώστους των έμειναν πίσω καί ούτω
τό τουρκικόν στράτευμα εχωρίσθη εις δύο. Οι μέν ετράβηξαν νά περάσουν τόν Άγιον Σώστην καί οι Έλληνες, άλλοι μέν τούς
ετουφέκιζαν από πίσω από ταίς πλάταις, ο δέ Αντώνης Κολοκοτρώνης καί λοιποί έπιασαν
τόν ζυγόν καί δέν τούς άφησαν νά γύρουν
τήν άλλην πλευράν τού βουνού, αλλά τούς έσπρωξαν κατά τόν Άγιον Σώστην πού είναι μονοπάτι στενό. Εδώ
οι Τούρκοι ηύραν τόν τόπον αφύλακτον καί επέρασαν κοντά 10000 πεζοί καί καβαλαραίοι.»
Όταν ξέσπασε η φωτιά καί τό τουφεκίδι, οι Τουρκαλβανοί αιφνιδιάστηκαν. Δυσκίνητοι καθώς ήταν μέσα στό πλήθος τών αμαξών καί τών υποζυγίων
δέν είχαν τήν άνεση νά κινηθούν μέσα στό φαράγγι. Οι Έλληνες ξεχύθηκαν μέ τά γιαταγάνια γυμνά από τίς πλαγιές τών δύο βουνών
(Αγριλόβουνο καί βουνό Πανάγου) καί έκλεισαν τόν δρόμο τών Δερβενακίων, μέ αποτέλεσμα οι εχθροί νά ψάξουν γιά διέξοδο στό δρόμο
πού περνούσε από τό μοναστήρι τού Αγίου Σώστη, λίγο ανατολικώτερα. Οι περισσότεροι από αυτούς χάθηκαν στή θέση Ανεμόμυλος,
όπου τούς συνέτριψε τό σώμα τού Αντώνη Κολοκοτρώνη.
Εκεί πού έβλεπε μέ τό κυάλι του ο Κολοκοτρώνης τήν εξέλιξη τής μάχης, είδε ένα νεαρό τσοπάνη πού σταυροκοπιόταν καί έλεγε.
- "Παναγιά μου βοήθησέ μας".
- "Τί κάνεις εκεί ωρέ; Τράβα νά σκοτώσης Τούρκους."
- "Δέν έχω άρματα καπετάνιο. Μέ τί νά τούς σκοτώσω;"
- "Μέ τή γκλίτσα σου ωρέ."
Πράγματι μετά από πολύ ώρα όταν επανήλθε ο τσοπάνης στόν αρχηγό, ήταν πάνοπλος καί ο Κολοκοτρώνης δέν τόν γνώρισε.
- "Ποιός είσαι τού λόγου σου ώρε;"
- "Δέν μέ γνώρισες καπετάνιε; Είμαι ο τσοπάνης πού μ' έστειλες νά σκοτώσω Τούρκους!"
Γύρω στούς 10000 Τούρκους πρόλαβαν νά περάσουν από τό στενό τού Αγίου Σώστη καί νά ξεχυθούν στήν πεδιάδα τής Κουρτέσας, όπου
ήταν ανοικτός ο δρόμος πρός τήν Κόρινθο. Όμως όσοι πρόλαβαν πρόλαβαν, γιατί έφθασε ο
Νικηταράς ο Τουρκοφάγος
μαζί μέ τούς Παπαφλέσσα, Υψηλάντη, Νικήτα Φλέσσα, Γεώργιο Φλέσσα, Ιωάννη Φλέσσα, Δημήτριο Φλέσσα,
Παπαρσένη Κρέστα,
Χατζηχρήστο, Δημήτρη Κριεζή, Διονύσιο Ευμορφόπουλο, Παναγιώτη Κεφάλα καί άλλους 1000 άντρες καί έκλεισαν καί τό στενό τού Αγίου Σώστη.
Οι Τούρκοι τότε παγιδεύτηκαν σέ δύο πυρά καί η μάχη μετατράπηκε σέ σφαγή. Τό σκοτάδι ήρθε σάν σωτήρας γιά τούς παγιδευμένους
μουσουλμάνους, διότι τότε σταμάτησαν οι πυροβολισμοί από τό μέρος τών Ελλήνων καί ακούγονταν μόνο οι κραυγές τών τραυματισμένων ανθρώπων
καί τά γρυλίσματα τών καταπλακωμένων ζώων.
«Τώρα δέν είναι μάχη ετούτο, είναι σφαγή. Μέσα στό ρέμα η τούρκικη κολόνα, χτυπημένη, αναγκασμένη, δέν πολεμάει,
γίνεται πηγμένη μάζα, σιδερένιος, πελώριος λοστός, πού σπρώχνει μέ τή φυσική δύναμη τού κορμιού μονάχα, ν' ανοίξει δρόμο κατά τήν Κουρτέσα
καί τήν Κόρινθο. Τό καταφέρνει κάποτε, μά ανάμεσα τού Άη-Σώστη καί τής ρεματιάς γίνεται άγριος χαλασμός. Από μπροστά
χτυπάει ο Νικήτας, από πίσω τά παλικάρια τού Κολοκοτρώνη. Ο Αντώνης, ο γέρο Μάρκος,
πού θυμήθηκε τά καλύτερα
χρόνια τής κλέφτικης ζωής κι' οι αδελφοί Φλεσσαίοι από τά πλάγια.
Οι Τούρκοι σαστίζουν, τά χάνουν, τσακίζουν, όλα τά κοτρώνια, τά βράχια, τά σκίνα,
τά θυμάρια τούς φαίνονται σάν Έλληνες μέ γιαταγάνια. Οι καπνοί τούς τυφλώνουν, ο
βρόντος τών αρμάτων κι' ο φοβερός αντίλαλος στά
φαράγγια τούς ζαλίζει, βόλια, λιθάρια, σπαθιά κοφτερά, όλα καταπάνω τους. Άλλος γλυτωμός δέν είναι απ' τή φυγή, αφήνοντας τά
πάντα ρίχνονται σάν ποτάμι μπροστά. Μά σά φτάνουν στόν Άη - Σώστη αντικρίζουν πυκνή τή φωτιά, βάζουν τό χέρι στά μάτια, νά μή
βλέπουν καί πέφτουν στό ρέμα.
Καί καθώς είναι απ' τή μιά μεριά τ'αναμμένο μολύβι τών Ελλήνων κι' απ' τήν άλλη κατηφοριά καί γκρεμός, κυλούν μοιραία
οι περισσότεροι εκεί μέσα, μέ γδούπους, κρότους ξεφωνητά τρομάρας, θρήνους, άλογα σκοτωμένα μ' ανθρώπους γερούς, νεκροί μέ ζωντανούς,
λαβωμένοι μέ μουλάρια, μ' όλα τά σαμάρια καί τά φορτώματα. Κεφάλια κυλούν από τά κορμιά χωρισμένα καί παντού τρέχει το αίμα.
Κι' αυτός
ο ήλιος πού βυθά, σ' ολοπόρφυρο σύγνεφο, σάν κεφάλι φαίνεται, κομμένο, μέσα στά αίματα. Είναι τέτοιο φριχτό ανακάτωμα, πού οι Έλληνες τήν
άλλη μέρα, τραβούν μέ σκοινιά τούς ζωντανούς από τή ρεματιά. Ο σκοτωμός δέν έπαυε ούτε τή νύχτα. Κι' όταν δέν βλέπουν πιά, ρίχνουν στά
στραβά, στό σωρό, στή βουή τού εχθρού πού ακόμα περνάει τρέχοντας νά γλιτώσει κατά τήν Κουρτέσα. Όλη νύχτα στό μέρος τούτο ακούγονται
καλπασμοί αλόγων, αφηνιασμένων, πού 'χαν χάσει τόν καβαλάρη τους. Κι' έτρεχαν εδώ κι εκεί καί χλιμιντρούσαν, βογκητά λαβωμένων καί φωνές
από τούς χαμένους, σκόρπιους ανθρώπους.»
Οι ελληνικές απώλεις ήταν ελάχιστες. Σκοτώθηκαν τρία ανήψια τού Κολοκοτρώνη καί ο Κώστας Οικονομόπουλος από τό
Αρκουδόρεμα Γορτυνίας.
Μετά τή μάχη, τό τουρκικό στράτευμα κόπηκε στά δύο. Οι πασάδες πού δέν κατάφεραν νά περάσουν γύρισαν πίσω καί πήγαν πρός τήν Γλυκειά
(Τίρυνθα), αφού οι Τούρκοι τού Ναυπλίου δέν τούς επέτρεψαν νά εισέλθουν στήν πόλη.
Εκείνη τή μέρα τής 26ης Ιουλίου 1822, 4000 τούρκικα κουφάρια σκέπασαν τά Δερβενάκια καί ο θάνατός τους σήμανε τήν δημιουργία τού
νέου ελληνικού κράτους. Σήμανε τή δημιουργία συνόρων τά οποία θά εξασφάλιζαν σύμφωνα μέ τόν Καποδίστρια τή δικαιοσύνη καί τήν
ελευθερία στόν Έλληνα. Σήμανε τήν εδραίωση ενός καί μόνο ενός πολιτισμού, τόν οποίο τόν συνεχίζουμε εδώ καί 3000 χρόνια, σήμανε
τόν διωγμό όλων τών αλλόφυλων κατακτητών πού ήρθαν απρόσκλητοι στήν πατρίδα μας, σήμανε τήν κυριαρχία μας στά χώματα τών παππούδων μας.
«Καθ' όλον αυτόν τόν δρόμον μας εις τήν ρεμματιάν τήν νύχτα ευρίσκαμεν κατάστρατα πτώματα Τούρκων καί ακούαμε
εις τά πλάγια διάφοραις φωναίς πονεμέναις παιδιών πάσης ηλικίας, γυναικών καί τών πληγωμένων καί μάς εκυρίευσε φόβος καί τρόμος έως νά
περάσωμεν όλην τήν ρεμματιάν καί εδώ και εκεί έπεφταν καί τουφέκια.
Τί ήταν αυταίς οι φωναίς; Οι Τούρκοι είχαν σκλαβώσει, όθεν επερνούσαν κατά τά Δερβενοχώρια τά Μεγάλα τής Κορίνθου καί αλλού Χριστιανούς
καί είχαν πάρει μαζί τους καί κάμποσαις φαμίλιαις. Όλους τότε τούς σκλάβους των τούς άφησαν εις τήν απώλειαν καί όπου ευρέθη ο καθένας τήν
νύχτα μέσα εις τόν λόγκον έμεινε καί δέν ήξευρε πού νά πάη. Έκλαιε τόν πόνον του καί εφώναζε τούς γνώριμούς του άλλος τούρκικα, άλλος
αρβανίτικα καί άλλος ρωμέϊκα: Όρε Χασάνη, όρε Δερβίση, όρε Αχμέτ, όρε Θανάση, όρε Κωνσταντή, γιάμ Γκέκα, γιάμ Σκόνδρα, γιάμ Χριστιάν.
Εγώ είμαι Χριστιανός, εγώ είμαι σκλάβος.
Έως νά περάσωμεν καί νά έβγωμεν εις τό Παληόχανον από τό φόβον μας, από τήν λύπην μας καί τήν πείνα μας ήλθεν η ψυχήν μας εις τά
δόντια μας. Τά άλογά μας επατούσαν τούς νεκρούς καί φοβισμένα καί κουρασμένα από τόν πολύν δρόμον τά ταλαίπωρα ζώα εβαρέθηκαν καί αυτά
τήν ζωήν των. Έβλεπαν τούς ανθρώπους ξαπλωμένους κατά γής εδώ καί εκεί όπου εβόγκαγαν καί εξεψύχαγαν καί οι πληγωμένοι ετινάζοντο από τούς
πόνους.
Τέλος πάντων εβγήκαμεν εις τόν τόπον τόν ήσυχον εις τό Παληόχανον, όπου ο δρόμος πάγει εις τήν κωμόπολιν Άγιον Γεώργιον. Εκεί ηύραμεν
τούς στρατιώτας, ερωτήσαμεν πού είναι ο αρχηγός καί μάς είπαν ότι επήγε εις τόν Αγιώργη. Τούς είπαμεν τί κάνετε εσείς εδώ; Κουβαλούμεν
μάς είπαν τά λάφυρά μας. Είχαν κάμει δύο δρόμους σάν τά μυρμήγκια, ένας πήγαινε καί άλλος ήρχετο. Έπαιρναν τά λάφυρα φορτωμένοι καί τά
επήγαιναν εις τόν Αγιώργη εις τά σπίτια, όπου είχαν κονάκι τό κάθε χωρίον μάγκαις μάγκαις.»
Μόνο 2000 ελληνικά τουφέκια ήταν στά Δερβενάκια καί έκαναν τόση ζημιά. Οι υπόλοιποι καί κυρίως οι πολιτικοί απουσίαζαν.
Ας μή γελιόμαστε. Ανέκαθεν λίγοι ήταν οι Έλληνες πού αγωνίστηκαν γιά αυτή τήν πατρίδα.
Στίς Θερμοπύλες ήταν λίγοι. Στά τείχη τής Πόλης ήταν λίγοι. Στά Δερβενάκια ήταν λίγοι.
Σήμερα πού γράφονται αυτές οι γραμμές (2012), τό βιώνουμε καθημερινά. Πλήθος Ελλήνων έχουν ταχθεί στό πλευρό τής παγκοσμιοποίησης,
τού πολυπολιτισμού καί τής τουρκαλαγνείας. Κανάλια, πολιτικοί, κόμματα, συνδικαλιστές, πανεπιστημιακοί, εκπαιδευτικοί, δημοσιογράφοι,
επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, συγγραφείς συνεργάζονται μέ τόν προαιώνιο εχθρό τής Ρωμιοσύνης, τόν γενοκτόνο τής Μικράς Ασίας,
τόν πορθητή τής Πόλης μας.
Υμνούν τήν τουρκοκρατία
καί ποθούν νά τήν επαναφέρουν. Οι υπόλοιποι παρακολουθούν τόν Σουλεϊμάν τόν Μεγαλοπρεπή πού προβάλλει η
ελληνική; τηλεόραση καί ο
οποίος κατά τή διάρκεια τής τυραννίας του αφάνισε εκατοντάδες ρωμέϊκα χωριά, άρπαξε δεκάδες χιλιάδες
σκλάβους, τούς οποίους
τούς είχε αλυσοδεμένους στίς γαλέρες του,
έκανε γενίτσαρους μυριάδες ελληνόπουλα καί άρπαξε γιά τά χαρέμια του πλήθος από νεαρές Χριστιανές.
«Ευρισκομένων λοιπόν τών ανωτέρω εκεί καί ουδεμίαν ειδοποίηση λαβόντων διά τήν εις τήν
Κόρινθον επιστροφήν τού Δράμαλη, καί ανέτοιμων όντων, αίφνης τούς ειδοποιούν αι σκοπιαί των, ότι πλήθος
Τούρκων έφθασαν εις τάς Μυκήνας,
εις τόν τάφον τού Αγαμέμνωνος, καί διευθύνονται εκεί. Έτρεξαν εκείνοι ευθύς καί κατέλαβον τάς οχυρωτέρας θέσεις καί συγχρόνως έφθασε καί η
εμπροσθοφυλακή τού εχθρού, καί ώρμησεν αμέσως διά νά απεράση τά στενωπά εκείνα μέρη, άλλα τούς εκτύπησαν κατά μέτωπον
ατρομήτως, ώστε μ' όσας προσβολάς απεπειράθησαν νά κάμουν δέν ηδυνήθησαν νά κλονίσουν
τήν καρτερίαν τους διά νά προχωρήσουν έν
βήμα. Έφθασε καί τό μεγάλον κέντρον, υπέρ τάς είκοσι πέντε χιλιάδας πεζοί τε καί ιππείς καί ώρμησαν αγεληδόν διά νά περάσουν νά σωθούν
από τόν κίνδυνον, παραιτήσαντες καί ζώα καί πλούτη καί πάν ό,τι έφερον μεθ' εαυτών, νά σώσουν μόνον τήν ζωήν τους, ώστε μόλις εξέσπασαν
εις έν μέρος καί απέρασαν εις τόν Άγιον Σώστην οκτώ ώς έγγιστα χιλιάδες καί έφθασαν είς τόπον ομαλόν καί διεσώθησαν εις τήν Κουρτέσαν.
Οι δέ λοιποί βλέποντες τήν σωρείαν τών πτωμάτων καί τήν εγκατάλειψιν τών ζώων καί πραγμάτων τους απεδειλίασαν εις τοιούτον
βαθμόν, ώστε οπισθοδρόμησαν ατάκτως, τρέχοντες ποίος ν' απεράση τόν άλλον νά διασωθή, χωρίς νά ρίψη πλέον ουδείς μήτε έν τουφέκι από τήν
φρίκην τους. Εφονεύθηκαν υπέρ τάς δύο χιλιάδας καί πεντακόσιοι, τών οποίων τά πτώματα έμειναν εις τό Δερβενάκι. Πόσοι δέ επληγώθησαν,
ουδείς οίδε, οι δέ νικηταί ήρπασαν τόσα πλούσια λάφυρα, ώστε εχόρτασαν καί αυτοί καί πολλοί χωρικοί, οίτινες
υπήγον μετά τήν μάχην έπειτα
μίαν εβδομάδαν, καί εύρισκον διάφορα πράγματα. Επήραν υπέρ τάς πέντε χιλιάδας άλογα καί μουλάρια, εκατόν περίπου καμήλους, άπειρα
πολεμοεφόδια καί αποσκευάς όλα τά πέριξ εκείνα χωρία, ώστε δέν είχον τί νά τά κάμουν.
Ο δέ Κολοκοτρώνης, άμα ειδοποιηθείς ότι ο εχθρικός στρατός διευθύνεται πρός τό Δερβενάκι συμπαραλαβών
μεθ' έαυτού τούς
ονομαζόμενους
σωματοφύλακάς του, τούς οποίους ωνόμαζον οι στρατιώται βλαχοκούταβα καθότι δέν ευρίσκοντο ποτέ εις
καμμίαν μάχην άλλ' ήτον μόνον
διά πιλάφι, έως διακόσιους πεζούς τε καί ιππείς ανέβη εις τό ανατολικόν όρος τού Αγιωργιού, απέχον μίαν καί
ημίσειαν ώραν τών Δερβενακίων, ως
ο προφήτης Ηλίας, καθώς επρομάντευσεν ο γέρων Μαυρομιχάλης, καί εθεώρει μέ τό κανοκιάλι,
τήν τρομεράν καί φρικαλέαν
εκείνην μάχην χωρίς
νά δυνηθή νά δώση εις τούς ατρομήτους εκείνους μαχητάς ουδέ τήν παραμικράν συνδρομήν, αλλά
τήν επιούσαν υπήγεν εκεί καί τούς ήρπασε κάμποσα λάφυρα.»
Ο Δράμαλης δέν σκόπευε νά παραμείνει αποκλεισμένος στόν καταραμένο κάμπο τής Αργολίδος. Θά προχωρούσε πάσει θυσία στήν Κόρινθο.
Αυτό τό γνώριζε ο Κολοκοτρώνης καί οργάνωσε σχέδιο μέ τό οποίο θά προσπαθούσε νά
αποκλείσει τόν πασά, τόν
οποίους ήλπιζε νά πιάσει ζωντανό. Έστειλε αμέσως τό Νικηταρά, τόν Δημήτριο Υψηλάντη, τόν Ευμορφόπουλο,
τόν Κεφάλα, τόν Χελιώτη,
τόν Χατζηγιάννη Σοφικιώτη καί τούς αδελφούς Φλέσσα (Γρηγόριο, Νικήτα καί λοιπούς) νά πιάσουν
τό στενό στό χωριό Αγιονόρι, πού βρίσκεται ανατολικά από τό χωριό Στεφάνι καί νότια από τό Χιλιομόδι. Επίσης έστειλε
ταχυδρόμο στόν Πλαπούτα γιά νά βιαστεί νά πιάσει τά Δερβενάκια καί ταχυδρόμο στό Γιατράκο γιά νά καταλάβει τό Χαρβάτι (Μυκήνες) καί νά
ακολουθήσει από πίσω τό στράτευμα τού Δράμαλη, ώστε νά τό κτυπήσει από τά νώτα στήν κατάλληλη στιγμή. Τό σχέδιο τού αρχηγού ήταν
έξυπνο, αλλά ως συνήθως έμεινε στά χαρτιά, διότι γιά διαφόρους λόγους ούτε ο Πλαπούτας πρόλαβε, ούτε ο Γιατράκος κινήθηκε.
Ο Γιατράκος ήταν δυσαρεστημένος μέ τόν Κολοκοτρώνη διότι είχε ευνοήσει τόν προσωπικό του αντίπαλο Κρεββατά καί δέν
θέλησε νά ακολουθήσει τίς οδηγίες τού αρχιστράτηγου.
Πάλι ο Νικήτας Σταματελόπουλος θά έβγαζε τό φίδι από τήν τρύπα.
«Φεύγοντας οι Έλληνες γιά νά πιάσουν τίς καινούργιες θέσεις στό Αγιονόρι, ακούστηκε κάποιος νά τραγουδάη τούτο τό
τραγούδι πού είχε κιόλας σκαρώσει:
Οι μπέηδες τής Ρούμελης, τού Δράμαλη οι πασάδες
στό Δερβενάκι κείτονται κορμιά δίχως κεφάλια.
Στρώμα ΄χουνε τή μαύρη γής, προσκέφαλο μιά πέτρα
καί τ' από πάνω σκέπασμα τού φεγγαριού τή λάμψη.
Κολοκοτρώνης πέρασε μέ τούς καπεταναίους
καί τά κεφάλια τήραε καί τά κορμιά τηράει.
Ο Νικηταράς μέ τούς δικούς του έπιασε μετερίζια πίσω από τούς βράχους στό Αγιονόρι καί τό Στεφάνι. Ο Δράμαλης στίς 27 Ιουλίου τό βράδυ
ξεκίνησε γιά τήν Κόρινθο. Δέ θά ξαναπερνούσαν τά ασκέρια του από κείνα τά καταραμένα Δερβενάκια καί τόν Αϊ Σώστη. Διάλεξε τό
άλλο πέρασμα. Τό Αγιονόρι. Γιατί θαρρούσε πώς οι Γραικοί δέ θά είχαν προκάνει νά πιάσουν καί αυτό τό στένωμα.
Ξημερώματα στίς 28 Ιουλίου 1822 βρέθηκαν τ' ασκέρια του στ' Αγιονόρι. Είδαν όμως τότε πώς κι αυτός ο δρόμος ήταν αποκλεισμένος.
Ο σερασκέρης δέν τά έχασε. Θέλει νά ξεσηκώση πρώτα μέ φανατισμό τούς πιστούς τού Αλλάχ. Προστάζει όλους τούς χοτζάδες, μουεζίνηδες,
ιμάμηδες πού τόν ακολουθάνε ν' αρχίσουν αμέσως τό ναμάζι (προσευχή). Μά τίς προσευχές τους οι Έλληνες τίς σκεπάζουν μέ σφυρίγματα, χωρατά
καί μέ γιουχαΐσματα.
Οι Τουρκαλβανοί σταματάνε τό δρόμο τους καί κάνουν πίσω. Μά ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης δέν σκιάζεται. Τούς δίνει θάρρος ξεφωνίζοντας:
"Χίλιοι μονάχα κλέφτες είναι. Πιάστε τους μέ τά χέρια σας γενναία καί περήφανα παιδιά τού Οσμάν!"
Ξαναμμένοι οι μουσουλμάνοι ρίχνονται στίς ανηφόρες μέ ξεφωνητά καί βρισιές νά πιάσουν τούς Ρωμιούς. Μά τά βόλια τούς αναγκάζουν νά
γυρίσουν πίσω καί πολλοί σωριάζονται νεκροί. Τώρα απ' όλα τά μετερίζια αστραποβροντάνε καριοφίλια.
Ο Νικηταράς όπως πάντα ξεπετιέται πρώτος μέ τήν πάλα στό χέρι καί κατηφορίζει γιά τ' ασκέρια. Από κοντά πολλοί δικοί του. Από δώ καί πέρα
αρχίζει τό μακελειό. Όσους προκάνουν απ' τούς τρομαγμένους Τούρκους τούς κατακομματιάζουν. Τούς κυνηγάνε ως τό άνοιγμα πού κάνει τό
στένωμα.
- Πουλί πώς πάει ο πόλεμος, τό κλέφτικο ντουφέκι;
- Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσ' ο Κολοκοτρώνης
καί παραπίσω οι Έλληνες μέ τά σπαθιά στά χέρια.
Γράμματα πάνε κι έρχονται στών μπέηδων τά σπίτια.
Κλαίνε τ' αχούρια γι' άλογα καί τά τζαμιά γιά Τούρκους,
κλαίνε μανούλες γιά παιδιά, γυναίκες γιά τούς άντρες.»
Στό Αγιονόρι έγινε τών Δερβενακίων. Τό στενό πέρασμα έγινε ο τάφος περίπου χιλίων Τούρκων. Όταν δέ ένα βόλι από τό
τουφέκι τού
Νικηταρά κτύπησε τό μπαρούτι, πού ήταν φορτωμένο σέ μία καμήλα, επακολούθησε έκρηξη η οποία προκάλεσε
περαιτέρω σύγχυση στόν
αποκλεισμένο πλέον εχθρό, αφού τά άλογα αφηνίασαν, έριξαν τούς αναβάτες καί έτρεχαν ασυγκράτητα
ποδοπατώντας τούς πεζούς.
Οι Έλληνες μέ γυμνά τά γιαταγάνια αποτελείωναν τούς πανικόβλητους εχθρούς πού έπεφταν από τούς
γκρεμούς μαζί μέ τά φορτωμένα ζώα τους.
Ο Νικηταράς γιά νά πολεμήσει καί τίς τύψεις του από τό θάνατο πού σκορπούσε μέ τό σπαθί του πού τό άλλαξε
τέσσερεις φορές, ακούστηκε νά
μονολογεί: "Κουράγιο Νικήτα, Τούρκους σφάζεις".
Ένας άλλος Νικηταράς, ο αδελφός τού Παπαφλέσσα Νικήτας Φλέσσας σκότωσε τόν Τοπάλ Αλή πασά σέ
μονομαχία πού ξεκίνησαν
μέ τά σπαθιά τους καί κατέληξαν νά μάχονται μόνο μέ τά χέρια. Σάν λάφυρο πήρε τό πανάκριβο αδαμαντοκόλλητο
σπαθί τού πασά αξίας
700.000 γροσίων καί μία ακριβή γούνα πού τήν χάρισε στόν αδελφό του Παπαφλέσσα.
Οι νεκροί θά ήταν ακόμα περισσότεροι, εάν οι στρατιώτες δέν έπεφταν μέ τά μούτρα στά πλούσια λάφυρα καί στά φλουριά τά οποία
μάζευαν μέ τό φέσι όπως είχε προβλέψει ο Κολοκοτρώνης, όταν τούς
έλεγε ότι "θά πάρετε τά πλούτη τών Τούρκων πού είναι κλεμμένα από τούς Χριστιανούς". Γούνες,
βαριά χαλιά,
χρυσαφικά, ασημένιες πιστόλες, χρυσοστόλιστα γιαταγάνια, πανύψηλα αραβικά άλογα, μουλάρια κατάφορτα μέ
πραμάτειες, καμήλες, σκηνές, σημαίες, τουμπερλέκια, αργυρά σκεύη,
ήταν μερικά από τά λάφυρα πού μοιράστηκαν οι άντρες τού Νικηταρά τού Τουρκοφάγου.
Ο μόνος πού δέν ακούμπησε λάφυρο ήταν ο αγνός Νικηταράς. Oι άνδρες του τού χάρισαν ένα
δαμασκηνό σπαθί
(προερχόμενο από τήν περίφημη οπλοποιία τής Δαμασκού τής Συρίας) καί ένα
κατάλευκο άλογο χωρίς ουρά, τό οποίο τό χάρισε σέ έναν γραφικό τύπο τής εποχής μέ τό παρατσούκλι "Τσοπανάκος". Ο Τσοπανάκος, πού
ήταν ένας πάμφτωχος καμπούρης, λεγόταν Παναγιώτης Κάλλας, καταγόταν από τήν Δημητσάνα καί ακολουθούσε τό στράτευμα τού Νικηταρά
απαγγέλοντας εύθυμους στίχους. Καθότι δέν είχε τά μέσα νά συντηρήσει τό πανύψηλο αραβικό άλογο απήγγειλε στό Νικηταρά τό κάτωθι ποίημα:
Τό δώρο τού Νικηταρά
είν' άλογο δίχως ουρά
ή μού στέλνεις τό κριθάρι
ή σού στέλνω τό τομάρι.
Ο στρατάρχης Δράμαλης ντροπιασμένος πλέον έχασε μεταξύ άλλων καί τό άλογό του καί τό μόνο πού βρήκε νά καβαλήσει ήταν ένα γαϊδούρι.
Έτσι έφτασε στήν Κόρινθο
νηστικός καί κουρασμένος. Αλλά εκείνο πού φοβόταν περισσότερο ήταν η οργή τού σουλτάνου του. Τό ασκέρι τών
30000 ανδρών
είχε σκορπίσει όπως είχαν σκορπίσει καί οι θησαυροί πού κουβαλούσε. Ο Δράμαλης θά πέθαινε λίγο αργότερα ή θά αυτοκτονούσε
γιά νά αποφύγει τήν τιμωρία πού ήταν βέβαιο ότι θά ακολουθούσε.
Οι Τούρκοι αποκλεισμένοι πλέον στήν Κόρινθο αποδεκατίζονταν από τίς ασθένειες. Καθημερινά έβγαιναν πρός αναζήτηση
τροφής ενώ προσπαθούσαν νά διασπάσουν τόν κλοιό τών Ελλήνων καί νά κινηθούν πρός τήν Πάτρα, όπου υπήρχε πλήθος εφοδίων. Οι Τούρκοι πασάδες
είχαν εγκαταλείψει πλήρως τόν εξαθλιωμένο στρατό τού Δράμαλη καί δέν ενδιαφέρονταν νά τόν ανεφοδιάσουν, ενώ ο Κολοκοτρώνης είχε πιάσει
τά περάσματα καί είχε στήσει στρατόπεδα στό Σούλι Κορινθίας, στά Βασιλικά τού Κιάτου (Αρχαία Σικυών), στό Μάτσανι (Κρυονέρι), στήν
Κλένια, στόν Άγιο Βασίλειο, στά Μεγάλα Δερβένια Γερανείων καί στούς υπόλοιπους δρόμους πού οδηγούσαν στήν Κόρινθο.
Ο αρχηγός είχε δώσει διαταγές κάθε βράδυ νά ανάβει έκαστος στρατιώτης από τρείς φωτιές ώστε νά φαίνεται ότι η Κόρινθος
είναι αποκλεισμένη από χιλιάδες Ρωμιούς ενόπλους.
Στίς 12 Αυγούστου 1822, οι Τούρκοι τής Κορίνθου κινήθηκαν πρός τό Κιάτο, όπου ήταν στρατοπεδευμένοι οι Έλληνες μέ αρχηγούς τόν Γενναίο
Κολοκοτρώνη, τόν Παναγιώτη Γιατράκο, τόν Δημήτριο Πλαπούτα καί τούς Πετμεζαίους.
Οι εχθροί προσποιήθηκαν ότι οπισθοχωρούν αλλά αυτή τη φορά δέν έφυγαν παρά κρύφτηκαν στά αμέτρητα αμπέλια
μέ τίς σταφίδες, πού είχε κάποτε η Κορινθία. Άφησαν κάποια άλογα γιά παγίδα καί περίμεναν.
Οι Έλληνες δέν κατάλαβαν τήν χωσιά (ενέδρα) καί βγήκαν χωρίς προφυλάξεις νά αρπάξουν τά άλογα.
Οι Τούρκοι έκαναν ξαφνικό γιουρούσι αιφνιδιάζοντας τό απόσπασμα τού Αναγνώστη Πετιμεζά μέ τούς
Φαναρίτες (κατοίκους Αρχαίας Ολυμπίας)
καί τούς Μιστριώτες. Ο γενναίος Καλαβρυτινός οπλαρχηγός παρέμεινε στή θέση του μαζί μέ τόν δεκαεπτάχρονο γιό του
Σωτήρη,
γιά νά συγκρατήσει τούς συντρόφους του πού υποχωρούσαν ατάκτως. Εκεί στή θέση Βασιλικά σκοτώθηκε μέ τό
παιδί του καί άλλους
εξήντα Έλληνες, μεταξύ τών οποίων ήταν ο παπά - Καλομοίρης από τό Μυστρά καί ο Γιαννετάς από τό Γιοργίτσι.
Εκείνη τήν εποχή έφθανε στή Νεμέα καί ο Άγγλος φιλέλληνας Άστιγξ (Frank Abney Hastings).
Ο Άστιγξ είχε γεννηθεί τό 1794 καί ήταν γιός τού στρατηγού Καρόλου Άστιγξ. Είχε υπηρετήσει από μικρή ηλικία στό
βρετανικό βασιλικό ναυτικό
λαμβάνοντας μέρος στή μεγάλη ναυμαχία τού Τραφάλγκαρ σέ ηλικία μόλις 12 ετών.
Μετά όμως από έναν απρόσεκτο χειρισμό του στην πορεία ενός πλοίου που διοικούσε αποτάχθηκε από τό ναυτικό καί
έφθασε στήν
τουρκοκρατούμενη Ελλάδα γιά νά προσφέρει τίς υπηρεσίες του. Ο Κολοκοτρώνης τοποθέτησε τό νεαρό Άγγλο στό
χωριό Κουτσομόδι.
«Ήταν ασκέρι τούρκικο, μιά κοσαριά χιλιάδες.
Ήταν πασάδες ξακουστοί, πολοί ντερεμπεήδες,
δέν ετηράξανε στρατό, μηδέ καί παλληκάρια,
καί άλα - άλα κάνανε, στόν Άγιο Σώστη πάνε.
Μά κεί τούς καρτεράγανε μέ δυνατό ντουφέκι,
ο καπετάν Νικηταράς κ' οι Κολοκοτρωναίοι.
Δώστε Φωτιά, μωρέ παιδιά, προσέχτε παλληκάρια.
Κ' ευθύς εξεσπαθώσανε, τούς έδωκαν ντουμάνι,
θέλτε ν' ακούστε κλάματα, δάκρυα καί μοιρολόγια;
Κλαίνε τ' αχούρια γι' άλογα καί τά τζαμιά γι' αγάδες,
κλαίνε καί οι χανούμισες τούς άντρες, τά παιδιά τους,
τ' είν το κακό που γίνηκε, τ' είν' το κακό που πάθαν,
τής Ρούμελης οι μπέηδες καί τού Μωριά οι λεβέντες;
Στά Δερβενάκια κείτονται, κορμιά χωρίς κεφάλι,
στρώμα 'χουνε τή μαύρη γης, προσκέφαλο τήν πέτρα,
κ' έχουνε γιά παπλώματα τούς πάγους καί τά χιόνια.
Κι' όσοι διαβάτες κι' άν περνούν στέκουν καί τά ρωτάνε:
κορμιά, πούν τά κεφάλια σας κορμιά πούν τ' άρματά σας;
- Οι κλέφτες μάς τά πήρανε, οι Κολοκοτρωναίοι,
Το κρίμα ν' άχει ο Δράμαλης, τ' ανάθεμα ο Σουλτάνος,
μάς έστειλαν μεσ' τό Μωριά, τούς κλέφτες νά βαρούμε.
Εδώ κλέφτες δέν πήραμε. Ευρήκαμε λιοντάρια,
στά δόντια σούρνουν τό σπαθί, στά χέρια το ντουφέκι.
Φυσάει αγέρας Κορθινός, μαΐστρος τραμουντάνας
καί πάει τά χαιρετίσματα στού Δράμαλη τ' ασκέρια.
Πιάνουν καί κάνουν γράμματα στά δόλια τά χαρέμια.
- Νά μή μάς παντυχαίνετε, νά μή μάς καρτεράτε.
Γιατί επαντρευτήκαμε στά Δερβενάκια μέσα,
πήραμ' τήν πέτρα πεθερά, τή μαύρη γής γυναίκα
κι' αυτά τά λιανολίθαρα ούλα γυναικαδέλφια.»
Πτώσις τού Ναυπλίου - 30 Νοεμβρίου 1822
Mετά τήν καταστροφή τού Δράμαλη, ο Κολοκοτρώνης υπέφερε από μία πτώση από άλογο καί διέμενε στήν
Τριπολιτσά μέχρι νά αναρρώσει.
Η πολιορκία τού Ναυπλίου χαλάρωσε από τούς απείθαρχους Έλληνες μέ αποτέλεσμα Τούρκοι ιππείς νά εξέρχονται
καθημερινώς από τήν πόλη
καί νά επιδράμουν στά γειτονικά χωριά πρός ανεύρεση τροφών. Σέ μία τέτοια επιδρομή, σκοτώθηκε στίς
14 Αυγούστου 1822 ο Νικόλαος
Σταματελόπουλος (αδελφός τού Νικηταρά), ενώ κατεδίωκε έναν Τούρκο έφιππο.
Τόν Οκτώβριο τού 1822 επανήλθε ο Κολοκοτρώνης στούς Μύλους τούς Αφεντικούς (τού Ναυπλίου)
καί απέστειλε επιστολές στούς μπέηδες πού ήταν κλεισμένοι στό
Ναύπλιο καί τό Παλαμήδι καλώντας τους νά παραδοθούν. Η πολιορκία έγινε στενότερη καί πλέον
ο τουρκικός πληθυσμός άρχισε σοβαρά
νά υποφέρει από τήν πείνα καί από τίς διάφορες μολυσματικές ασθένειες. Στίς 5 Νοεμβρίου 1822, ένα αγγλικό πλοίο
προσπάθησε νά μπεί στόν
κόλπο τού Ναυπλίου, αλλά οι Έλληνες πού είχαν καταλάβει τό Μπούρτζι τό κανονιοβόλησαν.
Τό Μπούρτζι τό είχαν οχυρώσει Επτανήσιοι καί
ο επικεφαλής τους Διονύσιος Σεμπρικός ήταν αυτός πού συνέλαβε τό αγγλικό πλοίο καί είδε ότι ήταν
γεμάτο σιτάρι πού προορίζονταν γιά τούς
πολιορκημένους.
Λίγο αργότερα, 150 Τούρκοι εξήλθαν από τό Ναύπλιο ντυμένοι ρωμέϊκα μέ φουστανέλλες. Γνώριζαν άπταιστα ελληνικά καί
κατάφεραν
χωρίς πρόβλημα νά φθάσουν στήν Κόρινθο καί νά ζητήσουν βοήθεια. Στις 28 Νοεμβρίου, τουρκικό στράτευμα
7000 ανδρών ξεκίνησε από τήν
Κόρινθο μέ προορισμό τό Ναύπλιο. Τά στενά τών Δερβενακίων ήταν πιασμένα από
τόν Νικηταρά, τόν Παπαρσένη Κρέστα, τόν
Δημήτριο Τσόκρη, τόν Δαρειώτη (Κολιό Μπακόπουλο) καί τόν Λεβιδιώτη.
Ξεκίνησε η μάχη μεταξύ τών δύο πλευρών, η οποία ήταν αμφίρροπη αλλά οι 150 ελληνόφωνοι Τούρκοι πού είχαν περάσει ανενόχλητοι επειδή φορούσαν ελληνικές
φορεσιές βρέθηκαν στά νώτα τών Ελλήνων, τούς αιφνιδίασαν καί σκότωσαν τόν Παπαρσένη καί τόν
Σπανό Κρανιδιώτη.
Ο Παπαρσένης είχε προμαντεύσει ότι «τό κεφάλι μου
θά πέσει, αλλά σπειρί στάρι δέν θά φτάσει στ' Ανάπλι».
Ο Κολοκοτρώνης μόλις είδε τούς Τούρκους νά υπερισχύουν έστειλε ενισχύσεις τούς
Ζαφειρόπουλο, Τζαννέτο Χριστόπουλο, Γενναίο καί Χατζη - Χρήστο,
οι οποίοι αντεπιτέθηκαν καί έτρεψαν τούς Τούρκους σέ φυγή πρός
τήν πεδιάδα τής Κουρτέσας, από όπου επέστρεψαν στό κάστρο τής Κορίνθου.
«Ο δέ Κολοκοτρώνης από εκεί όπου είχε τά τσαντήρια του ειδοποιήθη κοντά τά ξημερώματα από ταίς βάρδιαις, εβγήκε καί είδε
ταίς φωτιαίς τών τουφεκιών ανάποδα καί εννόησεν ότι οι Τούρκοι επήραν ταίς πλάταις τών εδικών μας. Αμέσως εδιέταξε τόν Τσανέτον
Χριστόπουλον μέ τούς Φαναρίτας, τόν Γενναίον καί άλλους πολλούς νά πάνε από τό πίσω μέρος νά προφθάσουν τούς εδικούς μας.
Κατά καλήν τύχην οι ειδοποιηθέντες από τό βράδυ από τόν αρχιστράτηγον,
Δημήτριος Τσόκρης καί λοιποί έφθασαν εγκαίρως καί δέν επροχώρησε τό κακόν
περισσότερον. Συγχρόνως πολλά πρωΐ ήλθε καί ο Χατζή Χρήστος από τό Στεφάνι καί Μετόχι μέ τούς στρατιώτας του εις τόν Άγιον Σώστην
κατά τήν διαταγήν τήν οποίαν από τό βράδυ είχε λάβει από τόν Νικήταν νά ξημερωθή εκεί.
Μετά τόν ερχομόν αυτών τών δύο έγεινε πόλεμος καλός καί εστείλαμεν πολλούς Τούρκους εις τόν Άδην, τούς επήραμεν μπροστά, τούς
εκυνηγήσαμεν καί τούς ερρίξαμεν κατά τήν Κουρτέσαν όπου είχεν έλθει τό μεγάλο σώμα τών Τούρκων καί είχε βάλει τά κανόνια του διά νά
κτυπήση τούς πύργους τών Ελλήνων.
Τότε ο υπασπιστής τού Κολοκοτρώνη (ο Φωτάκος εννοεί τόν εαυτό του) καβαλάρης εκυνήγησεν ένα Τούρκον χωρίς νά
γνωρίζη ότι αυτός είχε τά
κεφάλια τού Παππά Αρσένη καί τού Σπανού, τόν εξεκάμπισε καί τόν εχώρισεν από τούς άλλους
Τούρκους καβαλαραίους καί αφού άδειασε τά
πιστόλια του καί δέν είχε πλέον τί νά ρίξη ετράβηξε τό σπαθί του διά νά τόν κόψη, τόν εκτύπησεν, αλλά
δέν ημπόρεσε νά τού κάμη τίποτε.
Ο Τούρκος τότε διά νά σωθή άρχισε νά πετά τά άρματά του, τά κεφάλια καί ότι άλλο είχε διά νά τόν χασομερήση
καί ούτως γλύτωσε.
'Επειτα ο υπασπιστής τού αρχηγού επέστρεψε τό πισάχναρο νά ιδή τί επέταγεν ο Τούρκος καί ηύρε τά πιστόλια του
καί τά δύο κεφάλια τού Αρσένη καί τού Σπανού από τά μαλλιά ζευγάρι δεμένα.»
Στίς 29 Νοεμβρίου 1822, οι Τούρκοι τού Ναυπλίου ζήτησαν από τό Στάϊκο Σταϊκόπουλο πού διηύθυνε τήν
πολιορκία, μετά τό θάνατο τού Νικόλα
Σταματελόπουλου, νά μηνύσει στόν Κολοκοτρώνη νά κάνουν τρατάτο (συμφωνία). Ο αρχιστράτηγος τούς απάντησε
νά φύγουν μέ τά ελληνικά καράβια καί νά πάνε όπου θέλουν, διαφορετικά άν οι 'Ελληνες έκαναν ρεσάλτο θά τούς
περνούσαν όλους από τό σπαθί.
Δύο Τουρκαλβανοί πού φρουρούσαν τή Γιουρούς ντάπια (προμαχώνα τού Αχιλλέα) τού Παλαμηδίου, είχαν βγει κρυφά
από τό κάστρο καί είχαν έρθει
σέ συνεννόηση μέ τόν Στάϊκο Σταϊκόπουλο γιά νά τού δώσουν πληροφορίες.
Σάν αντάλλαγμα ο Σταϊκόπουλος θά επέτρεπε
στούς Αλβανούς νά αποχωρήσουν ασφαλείς μέ τά όπλα τους.
Ο Σταϊκόπουλος έμαθε από αυτούς ότι εκείνη τή στιγμή η Γιουρούς ντάπια είχε λίγους φρουρούς. Τό ίδιο βράδυ
παρέλαβε διακόσιους άνδρες μαζί μέ τόν
αδελφό του Αθανάσιο Σταϊκόπουλο, τόν Δημήτριο Μοσχονησιώτη, τόν Μανώλη Σκρεπετό, τόν Κώστα Γκιόνη,
τόν Ιταλό Γκουβερνάτι καί μερικούς φιλέλληνες καί ανέβηκε
πρώτος στή σκάλα πού είχε στήσει στό σημείο πού τού είχαν υποδείξει οι Αλβανοί. Η βροχερή νύκτα τής 30ης Νοεμβρίου 1822 εορτής
τού Αγίου Ανδρέου, ήταν σύμμαχος τών Ελλήνων, οι οποίοι
μέσα σέ λίγα λεπτά βρέθηκαν πάνω στίς επάλξεις τού Παλαμηδίου, πέταξαν τήν ημισέλινο καί σήκωσαν τή σημαία τού
Σταυρού. Ο Σταϊκόπουλος πρίν ξεκινήσουν τήν επιχείρηση είχε πεί στά παλληκάρια του:
«Στρατιώτες τού Χριστού καί τής πατρίδας, η ημέρα τ' Αγιαντρέα πρέπει νά φωτίσει τούς Έλληνες
λεύτερους. Αλλά τό Ανάπλι, πού
τό μολεύει η πατούσα τών Αγαρηνών, αντιστέκεται ακόμα καί φαίνεται νά ξαστοχάει τήν παλικαριά σας. Οι Αγαρηνοί
πού τό κατέχουν, αφού
δείξανε τή μπαμπεσιά τους καί γράψανε στά τσαρούχια τους τή γραφή τού Γέρου πού τούς έλεγε νά παραδοθούνε καί
νά τούς έστελνε
στή Μικρασία ζωντανούς, ξαναπήρανε την πρώτη τους αυθάδεια. Θά τό αντέξετε τό λοιπόν, ακόμα, τούτοι οι βάρβαροι
νά παίζουνε μαζί μας;
Μοραΐτες, ομπρός, ας γιορτάσουμε σήμερα τή γιορτή τ' Αγιαντρέα,
πού μάς προστατεύει, πατώντας τό πιό δυνατό κάστρο τών οχτρών μας.»
Ο Στάϊκος Σταϊκόπουλος είχε γεννηθεί στή Ζάτουνα τής Γορτυνίας τό 1798.
Ήταν ο τελευταίος γιός τού Παναγιώτη καί τής Ζαχαρούλας Σταϊκοπούλου. Ήταν κοντόσωμος, νευρικός καί τολμηρός.
Ο μεγάλος γιός, ο Κωσταντής Σταϊκόπουλος, είχε σκοτώσει πάνω σέ καβγά έναν Τούρκο στή Ζάτουνα καί μίσεψε στή
Βλαχία, όπου κατατάχτηκε
στόν Ιερό Λόχο τού Υψηλάντη καί στή συνέχεια σκοτώθηκε. Ο Σταϊκούλης, όπως τόν έλεγαν στό χωριό, μαζί μέ τόν αδελφό του Αθανάσιο, έφυγε από τή Ζάτουνα καί πήγε
στήν Ύδρα, όπου μυήθηκε στή Φιλική Εταιρεία από τό Δημητσανίτη Νικόλαο Σπηλιωτόπουλο.
Τόν Απρίλιο τού 1821 συγκρότησε, μέ δικές του δαπάνες, στρατιωτικό σώμα. Ήταν πολύ αυστηρός μέ τούς άνδρες του καί όταν ένας
στρατιώτης του είχε κλέψει ένα ελάφι από ένα μοναστήρι τόν εκτέλεσε. Ήταν κάτι γιά τό οποίο θά είχε τύψεις γιά όλη του τή ζωή.
Ο μοναδικός φρουρός πού υπήρχε στό φυλάκιο τού κάστρου πού κατέλαβαν οι Έλληνες παραδόθηκε αμέσως. Ο
Μοσχονησιώτης τόν έδεσε καί τού
φίμωσε τό στόμα. Στή συνέχεια άνοιξε μέ λοστό τή σιδερένια πόρτα τού προμαχώνα καί ξεχύθηκαν μέσα καί οι υπόλοιποι, οι οποίοι μέσα στό
σκοτάδι κατέλαβαν όλες τίς ντάπιες τού Παλαμηδίου. Ο αρχιμανδρίτης Διονύσιος
Βυζάντιος στήν προσπάθειά του νά ανέβει στά τείχη
έπεσε καί έσπασε τό πόδι του.
Οι Τούρκοι, βλέποντας τούς Έλληνες νά ελέγχουν τό Παλαμήδι, κατέβηκαν τά 1000 σκαλιά πού καταλήγουν
στήν πόλη τρέχοντας,
ώστε νά βρούν καταφύγιο στά σπίτια τού Ναυπλίου. Μέ τίς φωνές τους ξύπνησαν τούς ομοεθνείς τους, οι οποίοι
έκπληκτοι άρχισαν νά ορύονται.
Οι πορθητές γύρισαν τά κανόνια καί άρχισαν νά βάλλουν κατά τής πόλης καί κατά τού φρουρίου τής
Ακροναυπλίας (Ίτς - Καλέ).
Ο Σταϊκόπουλος, μόλις έγινε κύριος τού Παλαμηδίου, έστειλε καβαλάρηδες στόν Κολοκοτρώνη πού βρισκόταν στά
Δερβενάκια, νά τού αναγγείλουν τά νέα. Ο Γέρος τού Μοριά έφτασε όσο μπορούσε πιό γρήγορα καί αμέσως
διέταξε νά κανονιοβολήσουν τήν πόλη, ώστε νά αναγκαστούν οι μπέηδες νά τήν παραδώσουν χωρίς νά χυθεί αίμα.
«Δύο Αρβανίτες κρεμούνται από τήν τάπια καί πάνε εις τόν Στάϊκο καί τού λένε, ότι οι
Τούρκοι εκατέβηκαν εις τήν χώρα (πόλη Ναυπλίου) καί πάμε νά
πάρομε τό Κάστρο (Παλαμήδι), καί άν δέν σάς λέμε αλήθεια, βαστάτε τόν ένα εδώ καί σκοτώστε μας έπειτα,
άν έβγει ψεύμα.
Ο Στάϊκος επήρε τούς στρατιώτας καί επήδησε μέσα. Οι Τούρκοι, οπού ήσαν εις τές άλλες τάπιες (προμαχώνες), εκατέβηκαν εις τήν χώραν,
καί μερικοί οπού ήσαν εις τήν Τζοτάρ εμβήκαν τά μεσάνυκτα ξημερώνοντας τού Αγίου Ανδρέος.
Έρριξε κανόνια καί εκατάλαβα ότι επήραν τό Παλαμήδι. Εκαβάλληκα ευθύς, επήγαινα στό δρόμο, απάντησα τόν πεζοδρόμο, οπού έστειλε ο
Στάϊκος διά νά μέ δώσει τήν είδηση. Εις τό ορδί (στρατόπεδο) είχα αφήκει τόν Πάνο, τόν Γενναίο κ.λπ.
Τόν πεζοδρόμο τόν έστειλα εις τό στράτευμα, διά νά δώσει τήν είδησιν καί τών άλλων, όσο νά πάγω εις τό Παλαμήδι,
ο Στάϊκος τό είχε παστρέψει από τούς Τούρκους.
Ανέβηκα εις τό Παλαμήδι, ρίχνοντας οι εδικοί μας 50 κανόνια (βολές).
Άμα επήγα επρόσταξα καί εγύρισαν τά κανόνια κατά τήν χώρα καί τόν Ίτζ Καλέ.
Έστειλα καί είπαν τών Τουρκών αρχηγών νά έλθουν νά ομιλήσομε. Ήλθαν εις τό Παλαμήδι οι μπέηδες καί ένας Αρβανίτης, αρχηγός τών Αρβανιτών,
τούς είπα: "Τί κάμνετε τώρα; Νά μού παραδώσετε όλα τά κάστρα καί τά άρματά σας, καί νά σάς γλυτώσω τήν ζωήν καί τά παιδιά σας, νά
πάρετε δύο μόνον αλλαξές καί νά σάς βαρκάρω εις καράβια ελληνικά, καί νά πάτε όπου θέλετε. Όταν μού δώσετε τά κλειδιά όλων τών κάστρων
καί βάλω ανθρώπους μου, τότε σάς δίδω στρατιώτας καί σάς συντροφεύουν καί σάς βαρκάρουν από τά Πέντε Αδέλφια (προμαχώνας απέναντι από
τό Μπούρτζι)".
Ο Αρβανίτης λέγει: "Τά άρματά μας δέν τά δίδομε καί θά πολεμήσομε, θά κάψομε τήν χώρα, καί νά μήν αφήσομε πέτρα εις τήν άλλην πέτρα".
Τού απεκρίθηκα: "Βρέ Αρβανίτη, τίνος τά λές αυτά; Ας πολεμήσομε καί μιά φορά καβάλλα, καί τότε βλέπετε! (εννοεί νά είχαν καί οι Έλληνες τό
ιππικό τών Τούρκων). Τήν χώρα άν τήν κάψετε, οι πρόγονοί μας τήν έφκιασαν, καί πάλι τήν φκιάνουμε, εσείς όμως θά σάς περάσομε όλους
από τό σπαθί".
Οι μπέηδες μέ είπαν: "Μήν τόν ακούς αυτόν, διότι είναι εργένης, ας ερωτήσει καί ημάς οπού είμεθα φαμελίτες. Εμείς πάμε κάτω,
κάμνομε τό τραττάτο, τό υπογράφομε καί σάς τό στέλνομε μέ τά κλειδιά, καί νά μάς δώκεις τό ίδιο από τό μέρος σας καί τόν όρκον σου".
Έτζι εκατέβηκαν κάτω, έκαμαν συνέλευση, υπόγραψαν τήν συνθήκη, καί τήν έστειλαν μέ τά κλειδιά. Ο Αλή πασάς (ο φρούραρχος τού Ναυπλίου)
καί άλλος ένας πασάς δέν υπόγραψαν, διατί εφοβούντο από τόν Σουλτάνο, καί εκείνους μέ 45 ψυχάς τούς εβάσταξα αιχμαλώτους τού πολέμου.
Μετά τού Αγίου Ανδρέος 3 - 4 ημέρες έστειλα στρατεύματα, έπιασα τόν Ίτζ Καλέ, τά Πέντε Αδέλφια, τού γιαλού τής ξηράς τήν τάπια,
καί έστειλα ανθρώπους κι εμάζωναν τά πράγματα τά τούρκικα εις τά τζαμιά. Έγραψα νά έρθουν από τήν Ύδρα καί Σπέτζες καί έστειλαν καράβια.
Τό Κάστρο (Παλαμήδι) τό είχα κλεισμένο, διά νά μή γενούν καταχρήσεις.
Εις τά φρούρια έστειλα από όλα τά σώματα. Τούς εμβαρκάρησα τούς Τούρκους διά τήν Σμύρνην καί έστειλε καί η Γερουσία διά νά
παρευρεθούν εις τήν πτώσιν καί εις τά λάφυρα.
Τά καράβια τά έκαμα παζάρι 110.000 γρόσια. όσο πράγμα έμεινε, τό έβαλαν εις τά τζαμιά, τό λοιπόν τό άρπαξαν οι Έλληνες.
Χρήματα μετρητά δέν ευρέθησαν, διότι τά είχαν εξοδεμένα διά ζωοτροφίας εις τήν πολιορκίαν. Ασημικά καί σκουτικά ήσαν πολλά,
τούς έδωσα ασημικά καί σκουτικά διά τόν ναύλον τους τών καραβιών. Εις τρείς ημέρες εκατέβηκα από τό Παλαμήδι εις τού Αγά πασά τά σπίτια.
Τά λάφυρα τά έβαλαν εις δημοπρασία, καί κάθε επαρχία καί τά νησιά επήραν τό ανάλογόν τους.
Έτσι εγλύτωσα καί από αυτήν τήν έγνοια τού Αναπλιού.
Τόν ίδιον καιρό οι μεινεμένοι Τούρκοι έως 3000 εις τήν Κόρινθον έμαθαν τήν πτώσιν τού
Αναπλιού καί εκίνησαν νά υπάγουν εις τήν
Πάτρα καί άφηκαν εις τό Κάστρο τής Κορίνθου 400. Οι Καλαβρυτινοί ετρώγοντο μεταξύ των. Ο
Ζαΐμης, Σωτήρ Χαραλάμπης καί Πετιμεζαίοι,
αυτοί ετοιμάζοντο νά κτυπηθούν, έμαθαν τούς Τούρκους, αφήνουν τές διχόνοιές των καί κτυπούν τούς Τούρκους, τούς χαλούν καί τούς
επολιόρκησαν εις τήν Ακράτα. Τό στράτευμα οπού είχα αφήσει εις τό Δερβενάκι τόν Πάνο, Γενναίο, έμαθαν ότι έφυγαν οι Τούρκοι από τήν
Κόρινθον, καί ήλθαν καί εκείνοι εις τό Ανάπλι. Μανθάνοντες ημείς, ότι τούς Τούρκους τούς επολιόρκησαν εις τήν Ακράτα ετοίμασα τόν Νικήτα, τόν
Γενναίο, τόν Πάνο, διά νά τούς στείλω εις βοήθειαν. Οι άρχοντες (κυβέρνηση) μάς γράφουν νά τούς στείλωμεν
πολεμοφόδια, καί νά μή στείλω
στράτευμα - καί η υπόθεσίς των ήταν διά τά λάφυρα. (Οι ανύπαρκτοι Κωλέττης, Κανακάρης καί Νέγρης
έστελναν γράμματα καί ζητούσαν τά λάφυρα).
Εις τήν Ακράτα τούς επολιόρκησαν δύο μήνας. Οι Τούρκοι, στενοχωρημένοι, έκαμνον συμφωνίες χωρίς νά τές εκτελούν.
Τά καράβια τά τούρκικα έφθασαν μέ μεντάτι, τούς επήραν καί τούς επήγαν εις τήν Πάτραν, ώστε από 32000
τού Δράμαλη μέ επτά πασάδες,
εγλύτωσαν 4000 οπού έμειναν εις τήν Αθήνα καί Εύβοια, καί 2000 οπού εγλύτωσαν εις τήν Ακράτα.
Ερωτούσα τόν Αλή πασά (τού Ναυπλίου) καί άλλους σημαντικούς Τούρκους, καί μού είπαν 28000
εμβήκαν εις τήν Πελοπόννησον,
20000 άλογα τής σέλλας καί 30000 αλογομουλάρια φορτηγά καί 500 καμήλια. Όλα αυτά έμειναν εις τήν Πελοπόννησον,
θησαυρούς καί άρματα ωραία τά επήραν οι Έλληνες. Αυτό τό στράτευμα
ήτον όλο πλούσιο, διότι τά είχαν πάρει από τόν θησαυρό τού
Αλή πασά (τών Ιωαννίνων), οπού τόν επολιορκούσε.»
Αφού ο Κολοκοτρώνης βομβάρδισε τήν πόλη τού Ναυπλίου, έστειλε μέ τόν υπασπιστή του μήνυμα πρός τούς αγάδες:
«Σάς προσφέρομεν τό χαιρετισμόν μας. Ιδού ο Θεός τού Παντός μάς έδωσε τό Παλαμήδιον υπό τήν κυριαρχίαν μας
καί σάς προσκαλούμεν εις τρείς ώρας νά μάς παραδώσετε τό φρούριον καί τόν Ιτς-Καλέν.
Τουναντίον θέλετε γίνει ανάλωμα τού πυρός καί τών κανονιών καί δέν τό επιθυμούμεν».
Οι Τούρκοι αγάδες παρέδωσαν τήν πόλη καί μέ τήν συνθήκη πού υπέγραψαν, ορίστηκε νά μπαρκάρουν
οι μουσουλμάνοι από
τήν αποβάθρα πού βρισκόταν στή θέση "Πέντε Αδέλφια" (πού
υπήρχαν παλαιότερα πέντε βενετικά κανόνια) στά καράβια
τών Γκίκα Τσούπα καί αδελφών Ορλώφ γιά νά μεταφερθούν
στή Σμύρνη. Ο φρούραρχος Αλής, φοβούμενος τήν οργή τού σουλτάνου,
αρνήθηκε νά υπογράψει.
Ο Κολοκοτρώνης διέταξε τούς Αγαμέμνονα Αυγερινό, Βασίλειο Χριστακόπουλο, Ιωσήφ Δούκα καί τόν
υπασπιστή του Φώτιο
Χρυσανθόπουλο ή Φωτάκο νά κατεβούν στήν πόλη για νά πάρουν τά κλειδιά τών φρουρίων. Αυτοί πράγματι πήγαν στό σπίτι τού φρούραρχου
Αλή πασά, εκείνος συγκινημένος παρέδωσε τά κλειδιά καί τούς είπε: «Πάρτε τά κλειδιά καί δώστε τα τού αρχηγού σας καί πέστε του
νά λυπηθεί τού Θεού τά πλάσματα».
«Στίς τριάντα Νοεμβρίου, τού Ανδρέα τού Αγίου,
Χριστιανοί τί καρτερείτε, στό Ανάπλι νά εμπήτε;
Στάικος μέ παλικάρια, μπήκανε σάν τά λιοντάρια.
Σήμερα τό Παλαμήδι στούς Ρωμιούς 'γινε παιχνίδι,
τού Παλαμηδιού τό κάστρο πάρθηκεν μέ ρεσάλτο»
Οι πορθητές τού Παλαμηδιού, γνώριζαν πώς υπήρχε κοντά στό φρουραρχείο, από τήν εποχή τών Βενετσιάνων,
η εκκλησιά τού Αγίου Ανδρέα
πού γιόρταζε τήν ημέρα εκείνη. Μέ τή βοήθεια τού γέρου Μανώλη Σκρεπετού,
τήν ανακάλυψαν. Οι Τούρκοι τήν είχαν βεβηλώσει καί τήν
είχαν μετατρέψει σέ αποθήκη. Οι Χριστιανοί, ενθουσιασμένοι, καθάρισαν τόν ιερό
αυτό χώρο καί ετέλεσαν δοξολογία πρός τιμήν τού ελευθερωτή τής
πόλης Αγίου Ανδρέου πού παρέδιδε τήν πόλη στούς Έλληνες, έπειτα από 600 χρόνια ξένης κατοχής.
Τά 600 χρόνια δέν ήταν αρκετά γιά νά σβήσουν τήν πατρίδα τους από τή μνήμη οι Ναυπλιώτες, όπως
προσπαθούν σήμερα νά τό κάνουν τά κανάλια τής Αριστεράς.
Καί άλλα τόσα χρόνια νά περάσουν δημοσιογράφοι τής συμφοράς,
θά εξακολουθούν νά ζούν οι χαμένες πατρίδες τής Μικράς Ασίας, τής Ανατολικής Θράκης καί τού Πόντου.
«Κατά δέ τήν 16ην Νοεμβρίου 1822, ερχόμενος ο Παναγιώτης Κρεββατάς εκ Σπάρτης εις Ερμιόνην εδολοφονήθη
κατά τώ Ευρώτα κακήν σκάλαν ή τήν Γέφυρα τού Κοπανίτζα καί η δολοφονία του απεδίδετο αδιστάκτως εις τούς περί τόν Γεώργιον Γιατράκον,
ραδιουργηθέντας ότι ο Κρεββατάς ενωθείς μέ τόν Κολοκοτρώνην, επροσπάθει νά φέρη εις Σπάρτην αρχηγόν τόν Νικήταν καί νά αποβάλη αυτούς.
Καί η ραδιουργία εκαρποφόρησε. Πολύ δέ ελύπησε πάντας ο θάνατος τοιούτου ανδρός!
Τότε καί οι Τούρκοι εντεύθεν τε καί εκείθεν εκ τε Κορίνθου καί εκ Ναυπλίου στενοχωρημένοι εξήρχοντο συχνά εις τά πέριξ επι συλλογή λαχάνων
ή αρπαγή τροφίμου τινος ή καί αποπείρα διαβάσεως, αποκρουόμενοι πάντοτε μέ ζημίας των. Αλλ' εν μιά τοιούτων εν Ναυπλίω εξόδων,
εν τή αποκρούσει αυτών ο Νικόλαος Σταματελόπουλος, αδελφός τού Νικήτα, προαχθείς άκων από τόν
δυσήνιον ίππον του εν μέσω τών Τούρκων, εφονεύθη.
Πρός δέ τά μέσα τού Νοεμβρίου 1822 καί ο Γεώργιος Σέκερης οπλαρχηγός τών Τριπολιτζωτών ασθενήσας καί εις Τρίπολιν επί φορείου κομισθείς
ετελεύτησεν εκεί ολίγον πρός τής τού Παλαμηδίου αλώσεως.
Στό Ναύπλιον υψώθη η σημαία τού Σταυρού καί επί τής ντάπιας εκείνης, δηλαδή τήν 30ην Νοεμβρίου 1822 υψώθη καί επί τών επτά φρουρίων,
Ντιζντάρ (νύν φρουραρχείον), Καρά (νύν Θεμιστοκλέους), Ταβίλ (νύν Φωκίωνος), Γιουρούς (νύν Αχιλλέως), Σεϊτάν (νύν Επαμεινώνδου), Μπεζεριάν
(νύν Μιλτιάδου) καί Τοπράκ (νύν Λεωνίδου) ήτοι επί τού όλου Παλαμηδίου.
Ημέραν, καθ' ήν εορτάζεται η μνήμη τού μόνου αγιάσαντος διά τού
αίματός του τήν Πελοπόννησον Αγίου Αποστόλου Ανδρέου τού Πρωτοκλήτου.»
Μαύρα Λιθάρια Κορινθίας (5 Ιανουαρίου 1823)
Ο στρατός τού Δράμαλη αποδεκατιζόταν μέ σταθερό ρυθμό στήν Κόρινθο από τίς ασθένειες καί τούς ελώδεις πυρετούς καί
ο επισιτισμός του διενεργείτο
από μικρά πλοιάρια πού κατέφθαναν από τήν Πάτρα. Γιά τήν μεταφορά τών
τροφίμων ο Γιουσούφ πασάς τών Πατρών εισέπραττε υπέρογκα ποσά από
τόν Δράμαλη, ενώ είχε απαγορεύσει σέ άλλα πλοιάρια νά προσεγγίζουν τό λιμάνι τής Κορίνθου.
Ο Δράμαλης πέθανε στίς 26 Οκτωβρίου 1822 καί τήν αρχηγία τήν
ανέλαβε ο υπαρχηγός Μαχμούτ πασάς, ο οποίος δέν παρέλειψε νά νυμφευθεί καί
αυτός τή χήρα τού Δράμαλη καί πρώην σύζυγο τού
Κιαμήλ μπέη.
Αλλά καί αυτός πέθανε λίγο αργότερα καί τήν αρχηγία ανέλαβε ο Ντελή Αχμέτ πασάς, αρχηγός τού ιππικού έως τότε.
Η κατάσταση χειροτέρεψε γιά τούς αποκλεισμένους Τούρκους τής Κορίνθου, όταν ο Κορινθιακός κόλπος πέρασε υπό
τόν έλεγχο
τού ελληνικού στόλου. Τά λίγα τρόφιμα πού χρυσοπλήρωναν στόν διοικητή τών Πατρών έπαψαν νά έρχονται, μέ αποτέλεσμα
νά πεθαίνουν δέκα Τούρκοι στρατιώτες καθημερινώς από τόν λιμό.
Ο Ντελή Αχμέτ, γιά νά σώσει τά απομεινάρια τού στρατού του αποφάσισε νά τόν
οδηγήσει στήν Πάτρα. Πράγματι, ανεχώρησε από τήν Κόρινθο στίς 4 Ιανουαρίου 1823 καί προχώρησε διά τής παραλιακής οδού, ελπίζοντας
νά μήν συναντήσει στό δρόμο του Ρωμιούς.
«Η λαμπρά τού Δράμαλη επιχείρησις, η τοσούτο θριαμβικώς αρξαμένη απέτυχεν οικτρώς. Μετ' ου πολύ ο Κολοκοτρώνης
απέκλεισε τόν δεκατευθέντα (αποδεκατισμένο)
εκείνον στρατόν εντός τής Κορίνθου, πείσας μέν τόν Οδυσσέα νά καταλάβη τά στενά τής Μεγαρίδος, αυτός δέ
περιζώσας πανταχόθεν τούς πολεμίους εν Πελοποννήσω.
Περί τά τέλη τού Οκτωβρίου απέθανεν εν Κορίνθω ο Δράμαλης. Τό Ναύπλιον μηδεμίαν λαβόν
από θαλάσσης βοήθειαν ελιμοκτόνει καί τή
30η Νοεμβρίου 1822 παρεδόθη εις τόν Κολοκοτρώνην διά συνθήκης, ήτις υπήρξεν η πρώτη
ακριβώς εκτελεσθείσα υπό τών ημετέρων εκ
τών πολλών όσαι πρότερον συνομολογηθείσαι πάσαι δυστυχώς είχον παραβιασθή.
Τά δέ ελεεινά τού στρατού τού Δράμαλη λείψανα, ελαττωθέντα εν Κορίνθω εκ τού πολέμου, τού λοιμού καί τού λιμού
εις 4000 άνδρας, εζήτησαν
μέν νά μεταβώσιν εις Πάτρας διά τής παραλίας τού Κορινθιακού κόλπου. Αλλ' εις Ακράταν περιζωσθέντα υπό τών δύο
Ζαϊμαίων, τού Λόντου, τού
Πετμεζά καί τού Χαραλάμπη καί παθόντα πάλιν εκεί νέας συμφοράς, μόλις επί τέλους κατώρθωσαν νά διασωθώσιν επί πλοίων τά οποία προσήγαγεν
ο τών Πατρών φρούραρχος Ιουσούφ πασάς.
Τοιαύτα εγένοντο εν Πελοποννήσω κατά τό δεύτερον ήμισυ τού έτους 1822, ουδείς δέ ηδύνατο νά αρνηθή ότι η από τού μεγάλου κινδύνου
τού επικρεμασθέντος επ' αυτής περί τά μέσα τού έτους τούτου σωτηρία ωφείλετο πρό πάντων εις τόν Κολοκοτρώνην.»
Εκείνη τήν περίοδο τά στρατεύματα πού είχαν ορισθεί νά φυλάνε τά περάσματα στήν Ακράτα καί τό
Δερβένι ήταν έτοιμα νά συμπλακούν μεταξύ τους. Ο Χαραλάμπης
πού εκπροσωπούσε τό πολιτικό κόμμα κινήθηκε κατά τών Πετιμεζάδων
πού ανήκαν στό στρατιωτικό κόμμα. Ευτυχώς ο γέρος Ασημάκης
Ζαΐμης πρόλαβε τό κακό. Όταν δέ έμαθαν καί τήν άφιξη τού Ντελή Αχμέτ, οι αρχηγοί τών δύο παρατάξεων συμφιλιώθηκαν καί αφού οχύρωσαν
τή θέση Μαύρα Λιθάρια, κοντά στό Δερβένι Κορινθίας, περίμεναν τόν εχθρό, μαζί μέ τούς
Σωτηράκη Θεοχαρόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη,
καί Γιωργάκη Χελιώτη. Εν τώ μεταξύ κατέβηκε από τό μοναστήρι τού
Προφήτη Ηλία τού Κούτου καί τόν Πύργο τού Κορδή ο
Παναγιώτης Γεραρής
μέ τά παλληκάρια του, ενώ πενήντα καλόγεροι ήρθαν από τό μοναστήρι τού Μεγάλου Σπηλαίου.
Η μάχη ξεκίνησε στίς 5 Ιανουαρίου 1823 καί τελικώς οι Τούρκοι υποχώρησαν καί βρήκαν καταφύγιο σέ ένα χάνι στήν Ακράτα. Πολλοί από τούς
Έλληνες ήταν οπλισμένοι μόνο μέ γεωργικά εργαλεία, όπως ο Μεταξάς από τή Ζάχολη (Ευρωστίνη) πού σκότωσε έναν έφιππο Τούρκο μέ ένα κλαδευτήρι.
Τραυματίστηκε σοβαρά ο Γεραρής, ενώ οι νεκροί Έλληνες ετάφησαν στόν Άγιο Γεώργιο τής Ζάχολης. Στούς τάφους τών ανωνύμων
φυτεύτηκαν επτά κυπαρίσσια.
Όταν έφτασαν ελληνικές ενισχύσεις μέ τόν Ανδρέα Λόντο καί τόν Ανδρέα Ζαΐμη οι Τούρκοι παρέμειναν στήν Ακράτα αποκλεισμένοι γιά ένα μήνα,
όπου υπέφεραν από τήν πείνα καί τό κρύο. Οι Έλληνες τούς παρακολουθούσαν πού έσφαζαν τά άλογά τους γιά νά τραφούν, ενώ πολλοί από
αυτούς σωριάζονταν στό χώμα καθώς βάδιζαν. Στίς 8 Φεβρουαρίου ήρθαν δεκαπέντε τουρκικά πλοιάρια, παρέλαβαν
τούς 1000 τελευταίους επιζώντες Τούρκους καί τούς μετέφεραν στήν Πάτρα.