Ανδρίτσος, ο πατέρας τού Οδυσσέα

Ο Ανδρίτσος (Ανδρέας Βερούσης), πατέρας τού Οδυσσέα Ανδρούτσου, γεννήθηκε τό 1750 στίς Λιβανάτες τής Λοκρίδας. Καταγόταν από οικογένεια Κλεφτών καί από πολύ νωρίς έδειξε τόν δρόμο πού θά ακολουθούσε, όταν σέ νεαρή ηλικία σκότωσε τόν μπέη τής Αταλάντης. Μετά τό φονικό κατέφυγε στά βουνά καί κατετάγη στό ένοπλο σώμα τού φημισμένου κλέφτη τής Λοκρίδας Μήτρου Βλαχοθανάση. 'Οταν ο γηραιός καπετάνιος αποσύρθηκε, ο Ανδρίτσος τόν διαδέχθηκε στήν αρχηγία. Τό 1775, ο Ανδρίτσος διενήργησε τήν πρώτη του μεγάλη επιθετική ενέργεια έξω από τόν Έπαχτο (Ναύπακτο). Έχοντας συμπολεμιστή του τόν ογδοντάχρονο πλέον Βλαχοθανάση, επιτέθηκε κατά τού Μουχτάρ πασά, πού διαφέντευε όλη τή Ναυπακτία. Οι Κλέφτες όμως ηττήθηκαν σέ αυτή τή μάχη καί ο Βλαχοθανάσης προσπαθώντας νά σώσει τό πρωτοπαλλήκαρό του Γιάννη Ξυλικιώτη, τραυματίστηκε θανάσιμα στό κεφάλι.

«Ο δερβέναγας τού Μαλανδρίνου είχε καταλύσει εις Πλέσσαν, ακολουθούμενος υπό εξήκοντα καί πλέον οπαδών, ότε ο προύχων τού χωρίου, εμφανισθείς περίτρομος, ανήγγειλεν εις αυτόν τήν αιφνιδίαν άφιξιν τού Ανδρίτσου. Κατά τήν εποχήν εκείνην ο διάσημος αρχικλέφτης περιήρχετο, ως απόλυτος κύριος ανά τήν Ρούμελην όλην, μή τολμώντος ουδενός ν' αντιπαραταχθεί πρός αυτόν. Τά μεγάλα κατορθώματά του, η γενναιότης καί η πολεμική ορμή τών παλληκαρίων του, είχον αναγκάσει τούς Τούρκους ν' αναγνωρίσουσι σιωπηλώς τήν υπεροχήν του καί νά φέρωνται πρός αυτόν όπως πρός ένα αυτοκέφαλον σωματάρχην, διά τόν οποίον δέν ίσχυον τά σουλτανικά φερμάνια. Διό ο δερβέναγας ήδη κατεταράχθη πολύ εις τήν είδησιν αυτήν τής παρουσίας του. Εγνώριζεν αυτόν σπεύδοντα πάντοτε πρός αναζήτησιν τών δερβεναγάδων, ανυπόμονον εις εκδίκησιν τής δεδουλωμένης πατρίδος, άπληστον πάντοτε εις πολεμικάς δάφνας καί δέν ηδύνατο νά πιστεύση ότι τώρα, άνευ σοβαρού τινος λόγου, είχεν έλθη εκεί. Θέλων δεί ίνα προκαταλάβη τάς διαθέσεις του, περιποιούμενος αυτόν, εζήτησεν ίνα συνομιλήσωσι κατά μόνας, αναγνωρίζων δήθεν τήν θέσιν του.

- "Σάν θέλει ας έλθει", είπεν αδιάφορα ο Ανδρίτσος.

Τώ όντι ο δερβέναγας, ακολουθούμενος υπό τεσσάρων οπαδών, ενεφανίσθη μετ' ολίγον εις τήν οικίαν τού προύχοντος Καραμπελόγιαννου, όπου ο Ανδρίτσος κατέλυε μετά τού Ηλία Βιδαλιώτη καί τού Βλαχοθανάση. Ενώ δέ ο δερβέναγας συνήπτεν ομιλίαν περί διαφόρων πραγμάτων μετά τού αρχικλέφτου καί ετρέπετο εις φιλικάς πρός αυτόν εξομολογήσεις, οι ακόλουθοί του περιεργάζοντο από κεφαλής μέχρι ποδών μετ' ακριβείας αυτόν καί τά πιστά αυτού πρωτοπαλλήκαρα, ευτυχείς διότι ηδύναντο ν' ατενίσωσιν εις αυτούς αφόβως, ως εις φίλους. Τό άγριον ύφος τού Ανδρίτσου καί τού Ηλία τό μεγαλοπρεπές παράστημα εκίνουν αυτούς εις έκπληξιν, ενώ τού Βλαχοθανάση η ανδρική καλλονή, η εντελής κανονικότης τών μελών του όλων, οι γλαυκοί καί πλήρεις σοβαρού μυστηρίου οφθαλμοί, τό ευρύ ηλιοκαές μέτωπον εν αντιθέσει πρός τήν άφθονον ξανθήν κόμην του, μόλις λευκάζουσαν πού καί πού εκ τής ηλικίας, έφερον αυτούς εις άμετρον συμπάθειαν καί θαυμασμόν.

Μετά από πολλάς νίκας, οι αρματωλοί διηυθύνθησαν πρός τά μέρη τού Μαλανδρίνου, συγκροτήσαντες δέ καί ενταύθα μάχην ενίκησαν τούς Τούρκους, κατά ταύτην όμως έπεσαν ανδρείως αγωνισθέντες ο εκ Γαλαξειδίου Κώστας Σουσμάνης, καί ο εξ Αγίας Ευθυμίας Μήτρος Δενδούσης. Μετά τήν μάχην ταύτην, οι αρματωλοί ήρχισαν ίνα περιορίζωνται εις αμυντικούς πολέμους, διότι μεγάλως επηρέασεν αυτούς ο εν Μαλανδρίνω θάνατος τών δύο ανδρειοτέρων συντρόφων αυτών, καί διότι τινές θέλοντες ιν' αναπαυθώσιν εκ τών αλεπαλλήλων πολέμων, απήλθον εις τάς πατρίδας των.

Οι αρματωλοί διαχειμάσαντες εις Βουνιχώραν, πατρίδα τού Βλαχοθανάση, ανεχώρησαν, άμα τή ανοίξει, πρός τά μέρη τής Ναυπάκτου. Ο Βλαχοθανάσης, υπέργηρος ήδη ων, απεφάσισεν ίνα παραιτηθή τού αγώνος καί αποθάνη ήσυχος εις τά χώματά του. Ο Ανδρίτσος, γνωρίζων τήν γενναιότητα καί εμπειρίαν τού γηραιού αρματωλού, θερμώς παρεκάλεσεν ίνα μεταβάλη σκοπόν καί ακολουθήση τούς συντρόφους. Αι παρακλήσεις εκλόνισαν τήν απόφασιν τού αρματωλού, όστις αρπάσας τό πυροβόλον ηκολούθησεν αυτούς, διότι ήτο πεπρωμένον ίνα αποθάνη πολεμών, ο εν πολέμω γεννηθείς καί γηράσας Βλαχοθανάσης.



Αναχωρήσαντες εκ Βουνιχώρας, διήλθον τό Μαλανδρίνον σφάζοντες καί πυρπολούντες. Μετ' ου πολύ δ' έφθασαν έξω τής Ναυπάκτου, προτιθέμενοι ίνα εισβάλωσι καί φονεύσωσι τόν διοικητήν Μουχτάρ πασσάν, καθ' ου ευλόγους αφορμάς μίσους είχον, διότι πρό ολίγου συλλαβών ούτος τόν εκ τού χωρίου Ξυλογαϊδάρας ψυχογυιόν τού Ανδρίτσου, απανθρώπως εφόνευσεν. Ο Μουχτάρ πασσάς στρατολογήσας, εξήλθεν επί κεφαλής μεγάλων δυνάμεων κατά τούτων, οίτινες υπεκφεύγοντας τήν μάχην εκαιροφυλάκτουν πρός γενναίαν επίθεσιν.

Τέλος μετά πολλάς υπεκφυγάς, ηναγκάσθησαν ίνα συμπλακώσι μετά τών πολεμίων, η μάχη διήρκεσε καρτερικώτατα εξ αμφοτέρων τών μερών επί πολλάς ώρας, καί πολλοί είχον πέσει, χωρίς η νίκη νά κλίνη πρός ουδένα. Λυσσών ο γέρων Βλαχοθανάσης, όρμησε ξιφήρης πρός τό κέντρον τών εχθρών, ίνα μετρηθή μετά τού Μουχτάρ πασσά σώμα πρός σώμα, αι σφαίραι διηυθύνοντο κατ' αυτού βροχηδόν, καύσασαι όλην τήν εις τούς αέρας κυματίζουσαν λευκοτάτην καί μακράν αυτού γενειάδα, δύο σφαίραι τόν επλήγωσαν εις τήν δεξιάν χείραν καί άλλη επί τού τραχήλου, ο αρματωλός, προφυλαττόμενος, επροχώρει, παρακολουθούμενος υπό τού γενναιοκάρδου Ιωάννου Ξυλικιώτη, καί μόλις επλησίαζον τό πρός ό διηυθύνοντο κέντρον, ο Ιωάννης κατατρυπηθείς υπό πολλών σφαιρών, έπεσεν επικαλούμενος τήν βοήθειαν αυτού, ο Βλαχοθανάσης έστρεψεν ίνα βοηθήση τόν εκπνέοντα αδελφόν του, αλλά σφαίρα τρυπήσασα τήν κεφαλήν, τόν έρριψε κατά γής.

Συνήθροισεν όλην τήν σβεννυμένην υπό τού θανάτου φωνήν αυτού, καί μόλις ηδυνήθη ν' απαγγείλη "παιδιά, πάρτε μας τά κεφάλια, καί νά 'χετε τήν ευχή μου", εξέπνευσε. Ο Ανδρίτσος ώρμησε μεθ' όλων τών αρματωλών ίνα καταλάβη τά πτώματα, τά οποία έσπευδον ιν' αρπάσωσιν οι Τούρκοι. Τά πυρά διεσταυρώθησαν, πολλοί έπιπτον αμφοτέρωθεν, αλλ' ουδείς εγκατέλιπε τό πεδίον. Οι αρματωλοί έχοντες απόφασιν ή νά λάβωσι τάς κεφαλάς τών δύο συντρόφων, η όλοι νά πέσωσι, κραυγάζοντες ώρμησαν ακάθεκτοι. Ήρχισεν νά τρέπηται εις φυγήν τό κέντρον τού στρατού τού Μουχτάρ, ότε ενεφανίσθη ο δερβέναγας τής Ναυπάκτου Μητσο Μπόνος μετ' αξιολόγου επικουρίας. Οι αρματωλοί ηναγκάσθησαν ίνα υποχωρήσωσιν εγκαταλιπόντες τάς κεφαλάς τού Μήτρου Βλαχοθανάση καί τού Ιωάννου Ξυλικιώτη, καταδιωκόμενοι δέ υπό υπεραρίθμων εχθρών, διεσώθησαν εις τού Σκορδά τό χάνι, ο αριθμός τών φονευθέντων Τούρκων υπήρξε σημαντικός, εκ τών αρματωλών εφονεύθησαν πέντε, εν οις ο γέρων Βλαχοθανάσης. Τούτους θρηνών ο Ανδρίτσος λέγει:

"Πέντε παιδιά μου σκότωσαν καί τόν Βλαχοθανάση,
πέντε πλευρά μου τσάκισαν, καί τή δεξιά μου πλάτη."


Η κεφαλή τού Βλαχοθανάση αποκοπείσα υπό τών Τούρκων περιήλθεν όλα τά πέριξ επιδεικνυομένη εν θριάμβω, καί οι Τούρκοι, πλήρεις χαράς επί τώ θανάτω τού τρομερού αρματωλού, έδιδον δώρα εις τούς περιφέροντας. Ακολούθως δέ παραδοθείσα, επί αδρά ανταμοιβή, εις τόν μπέην τών Σαλώνων, υπέστη τήν τελευταίαν καταφρόνησιν, κρεμασθείσα άνω κοπρώνος.

Διαβάτ' από τόν Έπαχτο, τήν άκρ' από τόν λόγκο,
Ν' ακούσετε τόν πόλεμο, πού πολεμάει Ανδρούτσος,
Ανδρούτσος κ' ο Μουχτάρ πασσάς κ' όλα τά βιλαέτια.
Πέφτουν τά βόλια σά βροχή, τά τόπια σά χαλάζι,
Κι΄αυτά τά λιανοτούφεκα σάν άμμος τής θαλάσσης.

Οι κλέφταις όλοι πολεμούν, κ' όλοι ρίχνουν τουφέκι,
κ' ο Βλάχος δέν ακούεται κ' ο Γιάννης Ξυλικιώτης.
Ο Βλάχος εσκοτώθηκε, κι' ο Γιάννης πάει ςτόν τόπο.

Ανδρούτσος εχουχούτιζε μέ τό σπαθί ςτο χέρι.
"Πάρτε τού Γιάννη τ' άρματα, τού Βλάχου τό κεφάλι,
νά μή τό πάρη η Τουρκιά, τό παν στά βιλαέτια,
βλέπουν εχθροί καί χαίρονται καί φίλοι καί λυπούνται."

Τό βλέπει καί μιά παπαδιά καί κάθεται καί κλαίει.
Στά Σάλονα τό στείλανε στή μέση στό παζάρι,
τό πήγανε στούς μπέϊδες κι' ούλοι φλωριά κερνάνε.
Βλάχο μου, τί εγύρευες ςτόν έρημο τόν τόπο;
Μ' εγέλασαν οι φίλοι μου κι΄ο καπετάν Ανδρούτσος.»

Αντρέας Καρκαβίτσας (1866 - 1922)

Ο Ανδρίτσος, ακούραστος συνέχισε τόν κλεφτοπόλεμο καί τήν άνοιξη τού 1780 βρέθηκε μέ 70 παλληκάρια στό μοναστήρι τού Οσίου Λουκά, περικυκλωμένος από μεγάλη δύναμη τού τουρκικού στρατού. Οι πολιορκούμενοι αμύνθηκαν ηρωικά γιά τέσσερα μερόνυκτα καί όταν τά πολεμοφόδια εξαντλήθηκαν, κατάφεραν νά ξεγλιστρήσουν μέσα στή νύκτα χωρίς σημαντικές απώλειες.

Τό 1784 ο Ανδρίτσος μέ τά παλληκάρια του μπήκε στήν Λειβαδιά καί πυρπόλησε τά σπίτια τών Τούρκων μπέηδων. Στήν επιχείρηση ο καπετάνιος τραυματίσθηκε στό πόδι καί κατέφυγε στήν Πρέβεζα, στό σπίτι τού πρόκριτου Δημήτρη Τσαρλαμπά. Εκεί γνώρισε τήν θυγατέρα του Ακριβή Τσαρλαμπά, τή νυμφεύτηκε καί απέκτησαν ένα παιδί τό οποίο γεννήθηκε στήν Ιθάκη. Λάμπρος Κατσώνης, Μαρουδιά Σοφιανού Τό γιό τού Ανδρίτσου τόν βάφτισαν η γυναίκα τού Λάμπρου Κατσώνη Μαρουδιά Σοφιανού από τήν Τζιά, καί ο Ιθακήσιος Γιάννης Ζαβός, δίνοντάς του τό όνομα τού ομηρικού ήρωα Οδυσσέα.

Τό 1790 ο Ρουμελιώτης οπαρχηγός μέ 800 παλληκάρια εντάχθηκε στή δύναμη τού Λάμπρου Κατσώνη καί έδρασαν από κοινού στό Αρχιπέλαγος (Αιγαίο πέλαγος). Στίς 17 Μαΐου τού ίδιου έτους, ο Κατσώνης δέχτηκε επίθεση στήν Άνδρο από ανώτερες εχθρικές δυνάμεις. Η συμπλοκή διήρκεσε όλη τήν ημέρα. Τήν επομένη, οι Οθωμανοί ενισχύθηκαν από αλγερινά πλοία, καί οι δυνάμεις τού Κατσώνη βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών μέ αποτέλεσμα νά υποκύψουν καί νά καταστραφούν ολοσχερώς. Ο πλοίαρχος Δημήτριος Αλεξόπουλος αφού είδε τό σύνολο τών ναυτών του νά χάνονται καί τό πλοίο του νά έχει καταληφθεί από τούς εχθρούς, έβαλε φωτιά στήν πυρίτιδα καί τινάχθηκε στόν αέρα μαζί μέ τό σκάφος του, ενώ ο πλοίαρχος Ευστράτιος Νικηφοράκης όταν περικυκλώθηκε από τούς εχθρούς, έριξε τό πλοίο στά βράχια καί διέφυγε μέ τό πλήρωμά του στό εσωτερικό τού νησιού. Οι απώλειες τών Ελλήνων ήταν 565 νεκροί, ενώ ο Κατσώνης μέ τόν Ανδρίτσο μόλις πού διέφυγαν μέ τά πλοία τού Ζιγούρη καί τού Παταράκη, πού ήταν τά μόνα πού σώθηκαν από τά εννέα συνολικά πού έλαβαν μέρος στή ναυμαχία. Από τότε έμεινε γνωστή η φράση: "Σάν σ' αρέσει μπάρμπα Λάμπρο ξαναπέρν' από τήν Άνδρο!...."

«Η εδική μας φλοτίλια όπου ήτον σέ εννέα κομάτια, ευρισκόμενη όλο μόναχη ανάμεσα νήσου Άντρο καί Κάβο Ντόρο, οκυνηγίθει εις ταίς 6 Μαΐου απερασαμένου από μία φλότα τουρκική 19 καραβιών, αναμεταξύ εις αυτά τής λύνεας καί φρεγάδαις. Καί εις καιρόν τού πλέον φρικτού πολαίμου οπού είμαστε εις στιγμήν νά κάμομεν μίαν νίκην ενάντια εις μίαν δύναμην τόσον ανώτερην, έφτασαν εφνιδίως άλλα 13 μέγαλα καράβια αλγερίνικα όθεν ευρέθειμεν στενοχωριμένοι ανάμεσα εις μίαν φοβεράν φωτηάν εις σέ 32 μεγάλα καράβια, οπού πολεμόντας εναντίον εις αυτά δυόμισει ημέρας, μάς επέτυχεν νά κατασακατέψομεν καί νά αφανήσομεν μέ ζημίαν άκραν πολλά από τά καράβια τους πλην έχοντας ύψει η μονιτζιόνε, τεσσάρον εδικόν μας πλέον μεγάλον παρτίδον.

Όλα κατασακτεμένα καί ανάξια πλέον διά πολαίμου, μέ όλον τούτο διά νά μήν πέσουν εις χείρας τού τουρκού, ημείς οι ίδιοι δίδοντάς τους φωτηάν τά εκάμαμε νά πετάξουν εις τά αέρα. Καί, μένοντας μας μόνον πέντε μικρά μπαστιμέντα, μέ τά ίδια, ύστερα αγοράζοντας εις ακριβότατην τιμήν τό έμα τών λαβωματίων μας καί τήν ζωήν ένους μεγάλου αριθμού τών εδικών μας ανδρείων συντρόφων, οπού εχάθεισαν ανδρειομένα μέ τά άρματα εις τό χαίρη εις τούτον τόν μνημόνητον πόλαιμον δεδοξασμένον, ετραβίχθειμεν μέ τόν ανδρείον κομαντάντε μας Λάμπρο, θανατιφόρος λαβομένος, εις τήν νήσον Τσερίγου.»

AVPRI, F. Snosenija Rossii s Greciej Άγνωστες πηγές γιά τόν Λάμπρο Κατσώνη

Οι Οθωμανοί, μετά τή νίκη τους, ξέσπασαν στούς κατοίκους τής Τζιάς (Κέας), πού αποτελούσε τή ναυτική βάση τού Κατσώνη, καί μεταξύ άλλων κρέμασαν τόν Ανδριώτη αρχιερέα πού είχε παντρέψει τόν Κατσώνη μέ τή Μαρία Σοφιανού κόρη του προεστού τής Τζιάς Πέτρου Σοφιανού. Αλλά καί οι απώλειες τών Τούρκων καί τών Αλγερινών ήταν σημαντικές, αφού ξεπέρασαν τούς 3000 νεκρούς καί ακόμα περισσότερους τραυματίες. Πολλά σκάφη τους μέ σοβαρές ζημιές αναγκάστηκαν νά ρυμουλκηθούν καί μερικά από αυτά βούλιαξαν κατά τή ρυμούλκηση. Τά υπόλοιπα έφτασαν στήν Κωνσταντινούπολη, όπου μέ πάταγο καί κανονιοβολισμούς γιόρτασαν τή νίκη κρεμώντας τούς αιχμαλώτους Ρωμιούς από τά κατάρτια τών καραβιών τους, όπως συνηθίζονταν σέ αντίστοιχες περιπτώσεις.

Ο ακαταπόνητος ναύαρχος δέν άργησε νά οργανώσει νέο στόλο, καί μέ αχώριστο σύντροφό του, τόν Ρουμελιώτη αρματολό οργάνωνε νέα σχέδια δράσης, αυτή τή φορά από τό Πόρτο Κάγιο στή Μάνη, όπου είχε μεταφέρει τό στρατηγείο του. Είχε ήδη λάβει από τόν αρχιστράτηγο Ποτέμκιν τό στρατιωτικό παράσημο τού Αγίου Γεωργίου καί τόν βαθμό τού χιλίαρχου γιά τίς στρατιωτικές του επιτυχίες. Στίς 9 Ιανουαρίου 1792 όμως, υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ τής Πύλης καί τής Ρωσσίας, στό Ιάσιο, καί ο Κατσώνης έλαβε εντολή νά αναστείλη τίς στρατιωτικές του επιχειρήσεις καί νά αφοπλίσει τό στόλο του. Οργισμένος γιά τήν νέα Ντελακρουά προδοτική στάση τής αυτοκράτειρας Αικατερίνης, ο υπερήφανος Λάμπρος απάντησε: "Εάν η αυτοκράτειρα συνωμολόγησε τήν ειρήνη της, ο Κατσόνης ακόμη δέν συνωμολόγησε τήν εδικήν του". Στή συνέχεια εξέδωσε τήν περίφημη "Φανέρωσις τού εξοχότατου χιλιάρχου καί ιππέος Λάμπρου Κατσώνη" στήν οποία εξέθεσε τούς λόγους γιά τούς οποίους θά συνέχιζε νά μάχεται.

Εγκαταλελειμμένος από όλους, ο κουρσάρος Κατσώνης μέ τόν κλεφταρματολό Ανδρίτσο συνέχισαν τή δράση τους εναντίον αλγερινών καί τουρκικών πλοίων καί όχι μόνο αυτών. Τόν Ιούνιο τού 1792, η Πύλη αποφάσισε τήν έξοδο νέου ισχυρού στόλου τριάντα πλοίων, μέ σκοπό τήν εξόντωση τών δύο ανδρών. Στήν επιχείρηση οι δεσποτικοί Οθωμανοί είχαν σάν συμμάχους καί τούς επαναστατημένους Γάλλους τής "ισότητας, αδελφότητας καί ελευθερίας"! Οι Ρωμιοί αρχηγοί, όμως είχαν μετατρέψει τό Πόρτο Κάγιο τής Μάνης σέ απόρθητο φρούριο καί προκάλεσαν σοβαρές φθορές τόσο στίς γαλλικές φρεγάτες όσο καί στίς τουρκικές.

Στίς 19 Ιουλίου 1792, ο καπουδάν πασάς επιχείρησε απόβαση. Ο Ανδρίτσος περίμενε τούς εχθρούς νά αποβιβαστούν στήν ακτή καί κατόπιν τούς επιτέθηκε μέ τούς κλέφτες του κατασφάζοντας εκατοντάδες από αυτούς. Απελπισμένος ο Τούρκος ναύαρχος, αφού είδε ότι δέν κατάφερνε τίποτα μέ τή δύναμη τών όπλων, έγραψε στόν μπέη τής Μάνης Τζανέτο Γρηγοράκη, ζητώντας του νά τού παραδώσει τόν Κατσώνη. Δυστυχώς ο Γρηγοράκης ενέδωσε καί ζήτησε από τόν Κατσώνη νά αποχωρήσει. Ο θρυλικός ναυάρχος διέφυγε νύκτα πρός τά Κύθηρα (Τσίριγο) καί από εκεί στήν Ιθάκη. Όντας ανεπιθύμητος από τούς Βενετούς πήγε στήν Ρωσία, εγκαταστάθηκε στήν Κριμαία, όπου καί πέθανε τό 1804.

Η μοίρα τού Ανδρίτσου ήταν πιό σκληρή. Μετά τόν πόλεμο τού Πόρτο Κάγιο, κατέφυγε στόν οπλαρχηγό Ζαχαριά ο οποίος τόν συνόδευσε από τή Μάνη μέχρι τήν Βοστίτσα (Αίγιο), από όπου κατάφερε νά περάσει απέναντι στή Ρούμελη. Οι δύο άνδρες πολέμησαν γιά σαράντα μερόνυχτα τούς Τούρκους πού τούς κατεδίωκαν καί είχαν στή συνοδεία καί τόν νεαρό τότε Κολοκοτρώνη: "Οταν ήλθε ο Ανδρούτσος, πατέρας τού Οδυσσέως εγνωρίσθηκα εις τήν Μάνη καί τόν εσυντρόφευσα έως τήν Κόρινθο. Εις τόν κατατρεγμό μας, διά δεκαπέντε ημέρες ούτε εκοιμώμεθα ούτε ετρώγαμε, εσώσαμε τά φουσέκια, καθημέρα πόλεμο."

Στή θυελλώδη πορεία τους φόνευσαν περισσότερους από 1500 Τούρκους, ενώ οι Κλέφτες άφησαν νεκρούς 100 περίπου συντρόφους τους Οι Ευρωπαίοι πρόξενοι τής Πελοποννήσου χαρακτήρισαν τήν τολμηρή αυτή πορεία τού Ανδρίτσου "Ξενοφώντειο". Σύμφωνα μέ τόν Κοντάκη (σύγχρονο τού Ζαχαριά) υπάρχει καί η ακόλουθη αναφορά τής Ξενοφώντειας καθόδου του Ανδρίτσου στό Μοριά:

"Εμβήκεν εις Πελοπόννησον ο Ανδρίτσας Ρουμελιώτης μέ τριακόσιους, μετερχόμενος κατά θάλασσαν τήν πειρατείαν καί κυνηγηθείς εβγήκεν εις τό Έλος, τόν οποίον εσυνόδευσεν ο καπετάν Ζαχαριάς διά νά τόν εκβάλη εις τήν Στερεάν Ελλάδα ασφαλώς, τό οποίον καί εξετέλεσε διά μέσου τής Πελοποννήσου, επολέμησε εις τούς Κήπους, εις Βαλτέτσι καί εις Δάρα μέ φθοράν τών Τούρκων. Φθάσαντες εις Βοστίτσα ημβαρκαρίστηκαν, ο δέ Ζαχαριάς επέστρεψεν εις τά ίδιά του. Από ατυχίαν έμεινεν έξω τής συνοδείας τού Ανδρίτσου ένας περίφημος άνδρας λεγόμενος Καραχάλιος μέ τεσσαράκοντα συντρόφους, τούς οποίους όλους απατήσαντες έπιασαν ζώντας καί τούς έφεραν εις Τριπολιτζάν, καί αφού αποφάσισαν νά τούς θανατώσωσι, τούς παρεκάλεσεν ο Καραχάλιος νά αφήσουν ύστερον απ' όλους, καί όταν αποκεφάλιζαν τούς άλλους διά πέντε ημέρας, αυτός ίστατο έμπροσθεν καί τραγουδώντας εμψύχωνε τούς αδελφούς του."



Ο Ανδρίτσος συνεχώς καταδιωκόμενος συνελήφθη στίς 8 Σεπτεμβρίου 1793, στό Σπάλατο (Σπλίτ τής Δαλματίας) από τούς Βενετούς, οι οποίοι τόν παρέδωσαν στούς Τούρκους. Ακολούθησε μία διπλωματική αντιπαράθεση Τουρκίας καί Ρωσίας, καθώς η δεύτερη επιχειρώντας νά σώσει τόν Ανδρίτσο, αξίωσε από τούς Βενετούς νά τόν παραδώσουν στόν ρωσικό στρατό, χωρίς όμως επιτυχία. Στό τέλος τού 1793 ο Ανδρίτσος μέ τόν Πάνο Τζίρα καί τόν ηγούμενο Ιωσήφ Γκινάκα οδηγήθηκαν στό "Μπάνιο", στίς πιό φοβερές φυλακές τής Κωνσταντινούπολης.

Η Μόσχα, μέ συνεχή διαβήματα προσπαθήσε νά αποτρέψει τή θανάτωσή τους. Δύο χρόνια αργότερα, οι Τούρκοι απελευθέρωσαν τούς δύο συγκρατούμενους τού Ανδρίτσου. Αλλά καί η γυναίκα τού Ανδρίτσου Ακριβή προσπαθούσε ακατάπαυστα νά απελευθερώσει τόν άντρα της. Τό τελευταίο γράμμα πού είχε λάβει από τόν αγαπημένο της είχε ημερομηνία 9 Απριλίου 1794. Τό 1798 παρακάλεσε τόν Γάλλο Δήμο Stephanopoli (καταγόμενο από τούς Μανιάτες πού είχαν αποικήσει τήν Κορσική) νά διαβιβάσει στήν πρεσβεία τής Κωνσταντινουπόλεως υπόμνημα μέ τήν έκκληση νά ελευθερωθή ο Ανδρίτσος. Ούτε οι ενέργειες τού Γάλλου πρέσβη είχαν αποτέλεσμα. Τόν ίδιο χρόνο καί ενώ ο Ρουμελιώτης πρωτοκαπετάνιος είχε συμπληρώσει πέντε χρόνια στίς φυλακές τής Πόλης, ξεψύχησε μετά από βασανιστήρια πού διήρκεσαν πολλές ημέρες. Οι Τούρκοι πέταξαν τό πτώμα του στόν Βόσπορο. Αξίζει νά σημειώσουμε ότι στήν πρόταση τού βεζύρη νά εξομώσει, δηλαδή νά γίνει μωαμεθανός, εκείνος αρνήθηκε.

«Καλοκαίρι, Ιούλιος μήνας ήταν καί η ζέστη ανυπόφορη. Τό σκοτεινό κελί στό κάτεργο, τό "μπάνιο", όπως τό έλεγαν οι Ρωμιοί, πίσω απ' τόν τούρκικο ναύσταθμο στήν Πόλη, μύριζε βαριά μούχλα. Τό λιοντάρι τής Κλεφτουριάς, ο αδάμαστος Ανδρίτσος, μαζί μέ τούς δύο συντρόφους του, τόν ηγούμενο Ιωσήφ Γκινάκα καί τόν αρματωλό Πάνο Τζίρα, ανάσαινε βαριά σάν τό άγριο θεριό πού κλείνεται στό κλουβί. Κοίταζε γύρω στούς τοίχους τούς σιδερένιους χαλκάδες, κοίταζε καί τίς αλυσίδες πού έσερνε στά πόδια του, θυμόταν καί τόν ελεύθερο αέρα πού ανάπνεε στά βουνά καί τά λημέρια τής κλεφτουριάς καί τόν έπνιγε η πίκρα καί η νοσταλγία. Ούτε στιγμή δέν έφευγε απ' τό μυαλό του καί η φαμίλια του. Η λατρευτή του γυναίκα, η Ακριβή καί τά αγαπημένα του παιδιά. Από τήν Τζάρα μόλις οι Βενετσιάνοι τόν παράδωσαν στούς Τούρκους, έγραψε στή γυναίκα του.

«Ακριβή σέ χαιρετώ. Σάς φανερώνω τήν ανέλπιστη δυστυχία μου, ότι τό Σενάτο αποφάσισεν καί μάς επαράδωσεν τών Τούρκων, οπού αυτό δέν τό ήλπιζα. Όθεν καί ανίσως καί ο Θεός καί μάθεις πώς μάς εθανάτωσαν, σέ παρακαλώ, εις τό ψωμί οπού εφάγαμεν, νά μού κάμης καλά τής ψυχής μου, οπού είμαι αμαρτωλός.

Συγχωρά μέ καί ο Θεός συγχωρά σας.

1793 Σεπτεμβρίου 4 Τζάρα.

Ο δικός σας Ανδρούτσος».


Καί τώρα απ' τό κάτεργο τής φυλακής του καταφέρνει νά τής ξαναγράψει:

«Ακριβή σέ χαιρετώ, τά παιδιά μας τά φιλώ στά μάτια, σύν τό Χριστός Ανέστη. 1974 Απριλίου 9.

Ακριβή συμβία.

Εψές έλαβα τό γράμμα σου καί εχάρηκα κατά πολλά τήν υγείαν σου, ας έχη δόξα ο Θεός οπού είστε όλοι καλά. Μού γράφεις ότι πικραίνεσαι διά λόγου μου κι εγώ τό ομοίως, ξεχωριστά τά βάσανα καθημερινώς, όμως ελπίζω εις τόν Θεόν καί εις τήν Κυρίαν Θεοτόκον νά έλθω νά αποθάνω μέ τά παιδιά μου.

Ο εδικός σας πάντα Ανδρούτσος»


Ένα πρωί άνοιξε ξαφνικά η πόρτα τής φυλακής. Μιά κρυφή ελπίδα φώτισε τό πρόσωπο του μήπως καί τού έφερναν κάποιο καλό μαντάτο. Ανασηκώθηκε, είδε τό πρόσωπο τού φύλακα στό αντιφέγγισμα τού λυχναριού πού κρατούσε καί τού φάνηκε περισσότερο αγριεμένο. Κατάλαβε πώς κάτι κακό θά τούς ανάγγελνε.

- "Τόν παπά καί τόν Τζίρα η Υψηλή Πύλη λευτερώνει. Μήν παντυχαίνεις Ζορμπά ποτέ κάτι τέτοιο καί γιά σένα", είπε ο φύλακας, κοιτάζοντας τόν Ανδρούτσο.

Σέ λίγο οι τρεις φυλακισμένοι φιλήθηκαν σταυρωτά πολλές φορές, ευχήθηκαν οι δυό λευτεριά καί στόν Ανδρούτσο κι αποχωρίστηκαν. Ο Ανδρούτσος, όταν έκλεισε ξανά Σκλάβες γιά τά χαρέμια τών Τούρκων η πόρτα τού κελιού του κι έμεινε μόνος, έπεσε μπρούμητα καί σκεφτόταν πώς δέν θ' αργούσε ο χαλασμός του. Καί η δόλια του μάνα, όταν έμαθε πώς οι άλλοι δύο κρατούμενοι λευτερώθηκαν κι έμεινε μονάχα ο γιός της στό κάτεργο, κατάλαβε πώς δέν θ' αργούσε ο χαμός του. Μαυροφορέθηκε καί καθημερινά τόν έκλαιγε. Ο λαός έκαμε μοιρολόι τό κλάμα της μέ τούς στίχους:

«Τ' Ανδρούτσου η μάνα χλίβεται,
τ' Ανδρούτσου η μάνα κλαίει.
Καί τά βουνά συχνογερνά, καί όλο τά μαλώνει.
-Αγράφων άγρια βουνά, Αγράφων κορφοβούνια,
τί κάματε τό γιόκα μου, τόν καπετάν Αντρούτσο;
πού είναι καί δέ φαίνεται τούτο τό καλοκαίρι;»

«Ανδρούτσο μ' γιά δέν φαίνεσαι τούτο τό καλοκαίρι,
νά βγεις ψηλά στή Λιάκουρα, ψηλά στά κορφοβούνια,
νά στείλεις τά μπουλούκια σου σ' ούλα τά βιλαέτια.
Μ' ούδ' είναι, μ' ούδε φαίνεται, μ' ούδε χαρτί τούς στέλνει.
Κύριε μου τί νά γίνηκαν ο καπετάν Ανδρούτσος;
Ούλος ο κόσμος καρτερούν κι η μάνα του παντεχένει».

Ο αδάμαστος όμως πρωτοκλέφτης, ο αετός τής Ρωμιοσύνης, αργόσβηνε στά μπουντρούμια. Η ελπίδα σιγά σιγά τόν εγκατέλειπε καί η πίκρα του σαράκωνε αγάλια αγάλια τήν καρδιά. Καθημερινά τόν έφερναν δεμένο μπροστά στό θρόνο τού πασά, πού πότε μέ τό καλό καί πότε μέ παιδεμούς καί φοβέρες προσπάθαγε νά τόν αλλαξοπιστήσει καί νά τόν κάμει τσιράκι του. Κι όσο ο λεοντόκαρδος έμεινε πεισματικά στή γνώμη του τήν πρώτη, τόσο καί τό πείσμα τού πασά μεγάλωνε καί τά μαρτύρια γίνονταν σκληρότερα.

"Όταν είπον εις τόν Ανδρίτσον, γράφει ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ότι ασπαζόμενος μέν τόν ισλαμισμόν θέλει αξιωθή τιμών εξαιρέτων, εμμένων δέ πιστός εις τό ίδιον θρήσκευμα θέλει αποθάνει οικτρώς εις τό κάτεργον, ο γενναίος αθλητής επροτίμησε τό δεύτερον."

Μια μέρα πήγαν τόν Ανδρούτσο δεμένο μπροστά στόν πασά Κιουτσούκ Χουσεΐν, ο οποίος τόν ρώτησε τί θάκανε άν τού ξανάδινε τή λευτεριά του. Ο αλυσσοδεμένος πρωτοκλέφτης απάντησε θαρρετά:

- "Θά σκότωνα τούς διπλούς Τούρκους από όσους σκότωσα ως τώρα!"

Μιά από κείνες τίς σκηνές πού ο πασάς καλούσε τόν Ανδρίτσο νά δηλώσει υποταγή στό δοβλέτι μάς ζωντανεύει η γλαφυρή πένα τού Δημήτρη Σταμέλου:

- "Όπου νάναι θά περάσει κι ο χειμώνας. Καί λόγου σου μπορείς στό σπίτι σου νά τήν καρτερέσεις τήν άνοιξη. Νισάφι πιά. Δέν απόκαμες τόσα χρόνια μακριά απ' τή φαμελιά σου;"

- "Η φαμελιά μου μπορεί καί υπομονεύει όπως υπομονεύω καί εγώ. Κουμαντάρει κι ο Θεός όσα δέν μπορούν νά τά κουμαντάρουν οι άνθρωποι."

- "Ο Θεός; Ποιός Θεός, ο Θεός τών γκιαούρηδων;"

- "Κουβέντα δέν έχουμε νά κάνουμε, πασά, μιά καί βλαστημάς τόν Θεό μου. Παίδεψε με, χάλασε με, κρατάς στό χέρι τό κορμί μου, μα τή ζωή μου άλλοι τήν ορίζουν."

- "Καλά, ας αφήσουμε τόν Θεό τού καθένα μας νά κουμαντάρει τούς δικούς του. Όμως γιά άλλα ήρθε η στιγμή νά κουβεντιάσουμε. Κρατάω φιρμάνι τού πολυχρονεμένου μας βεζύρη πού σέ καλό πιά δρόμο όλα τά πράγματα τά βάνει. Τού λόγου σου δίνεις υποταγή, παίρνεις τής Λιβαδιάς τ' αρματολίκι καί βγαίνεις ταχιά απ' τό κάτεργο."

- "Τί αρματολίκια τσαμπούνας, πασά μου; Ποιός τ' αποζήτησε καί ποιός τά θέλει; Ζορμπάς πολέμησα, κουρσάρος πιάστηκα, κλέφτης θέλω νά πολεμάω καί λόγου σας καί τήν αρβανιτιά."

- "Δέ λογαριάζεις τούς παιδεμούς; Δέ λογαριάζεις καί τή ζωή σου;"

- "Τή ζωή μου τήν ξέγραψα όταν βγήκα στό κλαρί."

- "Καί τή φαμελιά σου, τήν ξέγραψες κι αυτή;"

- "Θά καταλάβουν όλοι πώς δέν έκαμα τίποτα λιγότερο από όσα έπρεπε. Έχουνε τόν τρόπο νά βολευτούνε. Η λευτεριά νά μήν τούς λείψει. Κι απέ όλα τ' άλλα τ' αντέχει ο άνθρωπος."

- "Στήν κρεμάλα τό γκιαούρη καί μέ παιδεμούς."

- "Σκυλιά, ο χαλασμός μου ακριβά θά πληρωθεί. Τού ραγιά οι παιδεμοί κ' οι σκοτωμοί φωτιά θά γίνουν νά σάς κάψουν."

Φυλακές - βασανιστήρια Ο πασάς κατάλαβε μέ τί σόι άνθρωπο είχε νά κάμει. Απόκαμε καί παράγγειλε τά καθέκαστα στό σουλτάνο. Καί κείνος πήρε τήν απόφαση καί δίνει προσταγή μέ τόν κλέφτη νά τελέψουν. Όλες οι ενέργειες τής γυναίκας τού Ανδρούτσου καί οι επεμβάσεις τής Ρωσίας καί τών Φραντσέζων νά λευτερώσουν τόν ήρωα τής κλεφτουριάς στάθηκαν ανώφελες. Θεριό είχε γίνει ο βεζύρης μέ τή στάση του. Καί όταν τού προτάθηκε νά τόν αποφυλακίσει, απάντησε μέ πάθος:

- "Προτιμάω νά δώσω τρία εκατομμύρια, παρά ν' αφήσω ελεύθερο αυτόν τόν άνθρωπο."

Μέρες τού χειμώνα τού 1797 ήταν. Γενάρης, μέ τίς πυκνές γιορτές του. Φορτωμένες μέ χιόνια οι βουνοκορφές, π' αντιλαλούσαν τά κατορθώματα τ' Ανδρούτσου κι οι κάμποι πνιγμένοι στά βροχόνερα. Τότε φτερούγισε σ' όλα τά ελληνικά τά μέρη η θλιβερή είδηση πώς πάει, χαλάστηκε τό πρωτοπαλλήκαρο τής κλεφτουριάς, ο αετός τής Ρούμελης, ο Ανδρίτσος.

Όχι δέν πέθανε από χολέρα ή βλογιά, όπως υποστήριξε ο Φωριέλ. Χαλάστηκε μέσα στό κάστρο ο Ανδρίτσος. Καί κρέμασαν οι Αγαρηνοί τό αποκεφαλισμένο κουφάρι του σέ ανοιχτό χώρο στό ναύσταθμο γιά νά τό ιδούν οι ραγιάδες καί νά κιοτεύουν. Κι ύστερα τό ρίξανε στόν Βόσπορο. Ο χάρος πού δέν κατάφερε νά τόν ανταμώσει μέσα στις τόσες μάχες του, τόν καρτέρεσε στό υγρό κι ανήλιαγο κελλί μιας φυλακής. Τόν θρήνησε όλη η σκλαβωμένη ακόμα Ρωμιοσύνη. Μέσα στό χρόνο πέθανε κι η μάνα του. Η γυναίκα του Ακριβή έκρυψε τήν πίκρα στά φιλοκάρδια της, νά μήν μάθει τό μεγάλο κακό ο γιος της Οδυσσέας πού μοναδική παρηγοριά της τής απόμεινε.

Χάθηκε ο Ανδρούτσος. Τά νερά τού Βοσπόρου κατάπιαν τό βασανισμένο κορμί του. Δέν κατάφεραν όμως νά σβήσουν καί τ' όνομα του. Σέ λίγα χρόνια θ' ακουστεί ξανά στή Ρούμελη καί σ' όλη τήν Ελλάδα. Ο ορφανεμένος γιός του Οδυσσέας θά τιμήσει τή βαρειά πατρική κληρονομιά καί μέ τό παραπάνω. Θά στολίσει μέ τίς πιό πολύτιμες δάφνες τό όνομα Ανδρούτσος.»

Κώστας Παπαδημητρίου - Τελευταία λόγια τών αγωνιστών τού '21









Oδυσσεύς Aνδρούτσος

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε τό 1790 στήν Ιθάκη, στό σπίτι τού παπά Γιάννη Καραβία. Από παιδί ακόμα είχε δείξει μέ τή ζωηράδα του ότι Ανδρούτσος Οδυσσέας θά ξεχώριζε από τά συνηθισμένα παιδιά. Ο Αλή πασάς πού τιμούσε τόν πατέρα του, τόν πήρε στήν αυλή του καί εκεί όχι μόνο εκπαιδεύτηκε στήν χρήση τών όπλων, αλλά μορφώθηκε αρκετά γιά τήν εποχή του. Όταν μεγάλωσε, ο Αλής τόν αρραβώνιασε μέ τήν θυγατέρα τού Χρήστου Καρέλη από τούς Καλαρρύτες, Ελένη Καρέλη.

Ο Ανδρούτσος υπήρξε ατρόμητος, ασυμβίβαστος, ατίθασος, καί οξύνους. Ήταν ψηλός, μέ πλατύ στήθος, δασύτριχος, είχε μακρυά μαλλιά καί μεγάλο μουστάκι. Όταν οργιζόταν, γινόταν φοβερός καί ενέπνεε φόβο σέ φίλους καί αντιπάλους. Οι φυσικές του δυνάμεις ήταν εκπληκτικές. Μπορούσε νά κρατάει μέ τά δύο του χέρια δύο τραγιά, από ένα στό καθένα, ενώ άλλοι τά έγδερναν. Όταν ήταν στήν αυλή τού Αλή, καυχήθηκε πώς μπορούσε νά συναγωνιστεί σέ ανήφορο στή γρηγοράδα τό πιό καλό άλογο τού πασά. Πράγματι έγινε ο αγώνας καί νικητής βγήκε ο Οδυσσέας. "Σά βράχος είν' οι πλάτες του, σάν κάστρο η κεφαλή του καί τά πλατιά τά στήθια του τοίχος χορταριασμένος." Ο τύραννος τών Ιωαννίνων εκτιμώντας τίς ικανότητές του, τού ανέθεσε τό αρματολίκι τής Λιβαδειάς (1816) μέ τήν εντολή νά απαλλάξει τήν επαρχία αυτή από τούς κλέφτες.

Ο Ανδρούτσος έκανε πρωτοπαλλήκαρό του τόν Διάκο καί σάν πρώτη του αποστολή ανέλαβε νά υποτάξει τόν Πανουργιά. Πράγματι, συνέλαβε τόν Κλέφτη τής Ρούμελης καί τόν έστειλε στά Γιάννενα, παρακαλώντας όμως τόν πασά νά μήν τού κάνει κακό. Στό μεταξύ ο Ανδρούτσος έγινε μέλος τής Φιλικής Εταιρίας (1818) καί ορκίστηκε από τόν Κωνσταντίνο Σακελλίωνα στόν Σταυρό γιά τήν ελευθερία τής πατρίδος. Δέν είχε ξεχάσει ποτέ τά βασανιστήρια καί τόν φρικτό θάνατο τού πατέρα του στά φοβερά κάτεργα τού ναύσταθμου τής Πόλης.

«Η σύζυγος τού Ανδρίτσου, ελθούσα εις δεύτερον γάμον μετά τού Φιλίππου Καμένου έσχε μετ' αυτού τέσσαρας υιούς. Τόν Ευαγγέλην, τόν Ιωάννην, τόν Πάνον καί τόν Χαρίλαον καί μία θυγατέρα, τήν περιώνυμον Ταρσίτσαν, τήν συνελθούσαν βραδύτερον εις γάμον μετά τού Άγγλου Τρελώνη, τού ζώντος εισέτι.

Τόν δέ Οδυσσέα, διά τήν πολλήν αυτού ζωηρότητα η μήτηρ του, είχε πέμψει εις πλοίον εκ νεαράς ηλικίας. Ότε δέ ηλώθη η Πρέβεζα, ο Αλής καίτοι πολλάς άλλας μετελθών εν αυτή ωμότητας, εσεβάσθη όμως τήν οικογένειαν τού αρχαίου συναδέλφου τού Ανδρούτσου, ανεύρε βραδύτερον καί τόν Οδυσσέα καί παρέλαβεν εις τήν αυλήν του. Καί τό μέν πρώτον ανέτρεφεν ως ορφανόν υιόν αρχαίου συναδέλφου του καί φίλου, έπειτα δέ διώρισε σωματοφύλακα. Αλλά τόσον επί τής παιδικής του ηλικίας όσον καί μετά ταύτα ο Οδυσσεύς ήν λίαν ζωηρός καί εύτολμος.

Πολλάκις ήρχετο εις σπουδαίας καί δι' όπλων μάλιστα έριδας μετά τε τών ομηλίκων καί τών σωματοφυλάκων καί ποτέ επιστόλισε καί τινά σημαντικόν Αλβανόν, αντέστη καί εις τόν σπεύσαντα νά συλλάβη αυτόν Ταχίρ Αμπάζην, όστις, αποπειραθείς καί νά αφοπλίση, επιστολίσθη. Μετά τήν σπουδαίαν ταύτην αταξίαν ο Αλής διέταξε τήν αυστηράν φυλάκισιν τού Οδυσσέως καί επειδή διέτρεχε φήμη ότι ο τύραννος εσκόπευε νά τόν φονεύση, μαθών τούτο ο Αλέξης Νούτσος καί μεσιτεύσαν, έσωσεν αυτόν τής οργής τού σατράπου.

Μέλλων ο τύραννος νά εκστρατεύση κατά τών ασπόνδων του εχθρών Γαρδικιωτών, διέταξε καί τόν Οδυσσέα νά τόν ακολουθήση, ειπών αυτώ "Τώρα νά σέ ιδώ άν είσαι καί έν πολέμω κατά τών εχθρών μου άξιος υιός τού Ανδρούτσου, ή μόνον εν Ιωαννίνοις γιγνώσκεις νά ατακτής καί νά πιστολίζης!". Ο Οδυσσεύς εδικαίωσε πληρέστατα τάς προσδοκίας τού τυράννου, διότι καί διεκρίθη εν ταίς μάχαις καί ετραυματίσθη τόν πόδα. Τούτο απέβη καί πρός τί καλόν, διότι κλινήρης ών, δέν διετάχθη νά συμμεθέξη τού αληθούς σφαγείου, όπερ ο τύραννος έπραξε τότε κατά τών ατυχών Γαρδικιωτών, τούς μέν άνδρας αόπλους κλείσας εν χανίω, διέταξε νά πυροβολήσωσιν άπαντας εις οκτακοσίους συμποσουμένους. Τών δέ γυναικών κείρας τήν κώμην, επλήρωσε λέγεται, τάς στρωμνάς τής θηριωδεστέρας αυτού αδελφής Χαϊνίτσας διά τοιούτων ανθρωπίνων τριχών.»

Αναστάσιος Γούδας - Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι τού 1821

Η δεύτερη εντολή τού σατράπη τών Ιωαννίνων πρός τόν Ανδρούτσο ήταν νά παρενοχλεί τόν πασά τής Ευβοίας, προξενώντας στό νησί ταραχές, ώστε νά εκτεθεί στήν Υψηλή Πύλη καί νά τού αρπάξει τό πασαλίκι ο Αλής. Ο Οδυσσέας εκτέλεσε καί τήν εντολή αυτή καί σέ μία επιχείρηση, τό παλληκάρι του ο Μανίκας μέ εξήντα άνδρες λεηλάτησε τήν κωμόπολη τής Λίμνης, ταπεινώνοντας τόν πασά τής Εύβοιας. Ικανοποιημένος ο Αλής από τίς ενέργειες αυτές, ζήτησε από τόν Οδυσσέα να ξεπαστρέψει τόν προσωπικό εχθρό του, τόν Σουλεϊμάν Μπουλούκμπαση, πού βρισκόταν στήν Αθήνα. Ο Ανδρούτσος έστειλε τόν πιστό του φίλο Γιάννη Γκούρα νά εκτελέσει τήν αποστολή. Ο Γκούρας κατάφερε νά σκοτώσει τόν Αλβανό αλλά πιάστηκε αιχμάλωτος από τήν φρουρά τού βοεβόδα καί εστάλη μέ συνοδεία στήν Χαλκίδα, προκειμένου νά εκτελεστεί.

Ο παμπόνηρος Ρουμελιώτης αρματολός όμως μπήκε στή Λιβαδειά καί συνέλαβε τόν Μπάς αγά αυλάρχη καί τόν Σελιχτάρ αγά υπασπιστή τού πασά τής Ευβοίας. Ταυτόχρονα απειλούσε ότι θά επιτεθεί εναντίον τής Αθήνας. Τρομοκρατημένος ο πασάς αναγκάστηκε νά υποχωρήσει, αφήνοντας ελεύθερο τόν μελλοντικό δολοφόνο τού Ανδρούτσου.

Ο Ανδρούτσος υπηρέτησε πιστά τόν Αλή τών Ιωαννίνων εκτελώντας στό ακέραιο τίς διαταγές του. Έτσι, επόμενο ήταν νά αναγκαστεί νά αφήσει τό αρματολίκι τής Λειβαδιάς, όταν ο Αλής κηρύχθηκε αποστάτης από τόν σουλτάνο, ώστε νά μήν στραφούν τά σουλτανικά στρατεύματα εναντίον του. Εξάλλου είχε πλέον ταχθεί στό έργο πού τού είχε ανατεθεί από τόν αρχηγό τής Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρο Υψηλάντη καί τό έργο αυτό αφορούσε στήν οργάνωση τής επανάστασης τών Ρωμιών.

Ο Ανδρούτσος, από τήν μύησή του στό μεγάλο μυστικό, είχε αρχίσει νά μαζεύει χρήματα καί όπλα. Διέμενε στούς Παξούς μέ τήν οικογένειά του καί από εκεί έστελνε επιστολές ή έκανε ταξίδια σέ περιοχές πού βρίσκονταν άλλοι Φιλικοί. Κυρίως επικοινωνούσε μέ τόν φίλο του καί πρόξενο τής Ρωσσίας στήν Πάτρα Ιωάννη Βλασσόπουλο. Στίς αρχές τού 1821, έφτασε στή Λευκάδα, όπου συνάντησε στό σπίτι του Ζαμπέλιου τόν Καραϊσκάκη, τόν Βαρνακιώτη, τόν Πανουργιά, τόν Ηλία Μαυρομιχάλη καί τόν Τομπάζη. Εκεί μίλησαν γιά τήν επανάσταση καί καθόρισαν τίς αρμοδιότητες τού καθενός.



Είχε ήδη αρχίσει νά βράζει ο Μοριάς όταν ο Ανδρούτσος κίνησε στίς 15 Μαρτίου 1821 γιά τήν Πάτρα, όπου έμεινε κρυμμένος σέ ένα χάνι τής πόλης. Οι Τούρκοι έκαναν παντού έρευνες γιά νά ανακαλύψουν Ρουμελιώτες, αφού είχαν πληροφορίες από τούς χαφιέδες τους γιά ύποπτες κινήσεις. Τήν ίδια εποχή κρυβόταν στήν πόλη καί ο Μακρυγιάννης: "Ύστερα μέ πήγανε κι' ανταμώθηκα μέ τόν Δυσσέα καί τού είπα όλα τά τρέχοντα καί τού είπα οπού θά πάγω καί εις τόν Διάκο καί αλλουνούς καί μου είπε ότι αγροικήθη αυτός καί θά χτυπήσουνε καί πήρε πολεμοφόδια διά νά πάγη εις τό Ξερόμερον εις τήν Ζάβιτζα. Καί μου είπε νά πάμε αντάμα. Τού είπα θά ιδώ τό τέλος εδώ καί νά πάρω καί τό ντουφέκι μου, οπού είναι 'σ τό χάνι καί θά πάγω χαμπέρι έξω ό,τι μάθω καί μού είπες. Καί αναχώρησε τήν νύχτα". Πράγματι ο Οδυσσέας, από τήν Πάτρα πέρασε μέ μία σκούνα απέναντι στή Ρούμελη καί αποβιβάστηκε σέ ένα μοναστήρι κοντά στό Γαλαξείδι. Στό μοναστήρι έγραψε τήν περίφημη επιστολή του μέ τήν οποία προέτρεπε τούς Γαλαξιδιώτες νά ξεσηκωθούν καί νά κτυπήσουν τόν τύραννο.

«Αγαπητοί μου Γαλαξιδιώται,

Ήτανε βέβαια από τόν Θεόν γραμμένο νά δράξωμεν τά άρματα μία ημέρα καί νά χυθούμε καταπάνω στούς τυράννους μας, πού τόσα χρόνια ανελεήμονα μάς τυραγνεύουν. Τί τή θέλουμε, βρέ αδέρφια, αυτήν τήν πολυπικραμένη ζωήν, νά ζούμε αποκάτω στήν σκλαβιά καί τό σπαθί τών Τούρκων νά ακονιέται εις τά κεφάλια μας;

Δέν τηράτε πού τίποτα δέν μάς απόμεινε; Αι εκκλησίαι μας γενήκανε τζαμιά καί αχούρια τών Τούρκων, κανένας δέν μπορεί νά πή, πώς τάχα έχει τίποτα εδικό του, γιατί τό ταχύ βρίσκεται φτωχός, σά διακονιάρης στήν στράτα. Αι φαμελιές μας καί τά παιδιά μας είναι στά χέρια καί στή διάκρισι τών Τούρκων. Τίποτα αδέλφια, δέν μάς έμεινε. Δέν είναι πρέπον νά σταυρώσωμεν τά χέρια καί νά τηράμε τόν ουρανόν.

Ο Θεός μάς έδωκεν χέρια, γνώσι καί νού. Ας ρωτήσωμε τήν καρδιά μας καί ο,τι μάς απαντηχαίνει, ας τό βάλωμεν γλήγορα σέ πράξιν, καί ας είμεθα, αδέρφια βέβαιοι, τό πώς ο Χριστός μας ο πολυαγαπημένος, θά βάλη τό χέρι απάνω μας. Ότι θά κάμωμε πρέποντας είναι νά τό κάμωμε, μίαν ώραν αρχύτερα, γιατί ύστερα θά κτυπάμε τό κεφάλι μας. Τώρα η Τουρκιά είναι μπερδεμένη σέ πολέμους, καί δέν έχει ασκέρια νά στείλει καταπάνου μας.

Ας ωφεληθούμε από τήν περίστασιν, όπου ο Θεός, ακούοντας τά δίκαια παράπονά μας, μάς έστειλε διά ελόγου μας. Μία ώρα πρέποντας είναι νά ξεσπάση αυτό τό μαράζι, όπού μας τρώγει τήν καρδιά.

Στά άρματα, αδέρφια, ή νά ξεσκλαβωθούμε η νά πεθάνωμε! Καί βέβαια, καλύτερο θάνατο δέν μπορεί νά προτιμήση κάθε Χριστιανός καί Έλληνας.

Εγώ, καθώς τό γνωρίζετε καλότατα, αγαπητοί μου Γαλαξειδιώτες, εμπορώ νά ζήσω βασιλικά, μέ πλούτη, τιμές καί δόξες. Οι Τούρκοι, ο, τί καί άν ζητήσω μου τό δίνουνε παρακαλώντας, γιατί τό σπαθί τού Οδυσσέα δέν χωρατεύει. Έπειτα, κοντά στά άλλα, ενθυμούνται τόν πατέρα μου, πού τούς εζεμάτισε. Μά, σάς λέγω τήν πάσαν αλήθειαν, αδέρφια, δέν θέλω εγώ μονάχα νά καλοπερνώ, καί τό γένος μου νά βογγά στή σκλαβιά. Μού καίγεται η καρδιά μου σάν βλέπω καί συλλογούμαι πώς ακόμα οι Τούρκοι μάς τυραγνεύουν.

Από τό Μωρηά μού στείλανε γράμματα πώς είναι τά πάντα έτοιμα. Εγώ είμαι στό ποδάρι μέ τά παλληκάρια μου. Μά θέλω πρώτα νά είμαι βέβαιος τό πώς θά μέ ακολουθήσετε καί σείς. Άν εσείς κάμετε αρχή από τή μία μεριά, κι εγώ από τήν άλλη, θά σηκωθή όλη η Ρούμελη. Γιατί ο κόσμος φοβάται. Μά σάν ίδη ελόγου σας, πού έχετε τά καράβια καί ξέρετε καλύτερα τά πράγματα τό πώς σηκώνετε τό μπαϊράκι, θενά τελείωση ότι καλύτερο τό πράγμα.

Περιμένω απόκρισι μέ τόν ίδιο πού φέρνει τό γράμμα μου. Τή μπαρούτη καί τά βόλια τά έλαβα καί τά εμοίρασα. Νά μέ οικονομήσετε καί στουρνάρια καί άν σάς περισσεύη καί άλλη μπαρούτη νά μού στείλετε, γιατί θά τήν δώσω στούς Πατρατσικιώτας. Τού Πανουριά τά λόγια μήν τά πολυακούτε. Είναι φοβιτσιάρης. Μά σάν τό σηκώσωμε εμείς, αλλέως δέν μπορεί νά πράξη πάρεξ νά έρθη μέ τό μέρος μας.

Αύριο τό βράδυ νά έρθη ένας στό μοναστήρι καί θά εύρη τόν Γκούραν γιά νά μιλήση σάν νά ήμουνα εγώ ο ίδιος. Τόν Γκούρα νά τόν αγαπάτε. Είναι παιδί δικό μας καί καλό παλληκάρι. Χαιρετίσματα σ' όλους πέρα καί πέρα. Σάς χαιρετώ καί σάς γλυκοφιλώ.

Ο αγαπητός σας Οδυσσέας Ανδρούτσος.»

Γράμμα πρός Γαλαξιδιώτες - 22 Μαρτίου 1821

Καί βέβαια ο Ανδρούτσος έκανε λανθασμένες εκτιμήσεις όσον αφορά τόν Πανουργιά καί τόν Γκούρα. Αφενός ο Πανουργιάς ήταν ο πρώτος πού κήρυξε τήν επανάσταση στήν ανατολική Ρούμελη, αφετέρου ο Γκούρας κάθε άλλο παρά καλό παλληκάρι αποδείχτηκε εκ τών υστέρων. Ήταν απίστευτα φιλοχρήματος καί αυτή η αγάπη του γιά Γέφυρα τής Τατάρνας τά χρήματα θά τόν οδηγούσε στήν δολοφονία τού καπετάνιου του λίγα χρόνια αργότερα.

Ο Ρουμελιώτης αρματολός τράβηξε γιά τόν Βάλτο γιά νά ξεσηκώσει τόν Βαρνακιώτη καί τόν Τσόγκα. Δέν τά κατάφερε καί σκέφτηκε νά κτυπήσει μόνος του τούς Τούρκους, ώστε πλέον νά παρασύρει μαζί του καί τούς αναποφάσιστους καπετάνιους. Φτάνοντας στό μοναστήρι τής Τατάρνας πληροφορήθηκε ότι τήν επομένη, (22 Μαρτίου 1821), θά περνούσε απο τό γεφύρι τής Τατάρνας γιά τό Μεσολόγγι ο Τουρκαλβανός Χασάνμπεης Γκέκας μέ εξήντα Αλβανούς συνοδούς χρηματαποστολής. Έχοντας καί τήν ενίσχυση τού γενναίου ηγουμένου τής μονής Κυπριανού μέ δέκα ένοπλους μοναχούς, ο Ανδρούτσος τοποθέτησε έγκαιρα καί κατάλληλα τά παλληκάρια του πάνω από τό γεφύρι, έτσι ώστε οι Τουρκαλβανοί όταν θά περνούσαν νά βρίσκονταν ανάμεσα σέ δύο πυρά.

Οι Αλβανοί αιφνιδιάστηκαν καί οι περισσότεροι σκοτώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι παραδόθηκαν. Ο Οδυσσέας γιά νά αποδείξη ότι ο αγώνας πού ξεκινούσε ήταν αγώνας απελευθερωτικός, δέν πήρε τά χρήματα, καί τά άφησε νά μεταφερθούν στό Μεσολόγγι από τούς επιζώντες Τουρκαλβανούς.




Χάνι τής Γραβιάς


Αμέσως μετά τόν θάνατο τού Διάκου έγινε προσπάθεια ανασυντάξεως τών δυνάμεων τής περιοχής. Νέος οπλαρχηγός διορίστηκε ο Βασίλης Μπούσγος. Στό σώμα του, πού αποτελούνταν από 1000 άνδρες, ενώθηκαν καί όσοι από τούς άνδρες τού Διάκου είχαν διασκορπισθή καί σωθή μετά τή μάχη τής Αλαμάνας. Τό ηθικό όμως όλων είχε πολύ καταβληθή. Βέβαιος άλλωστε γι' αυτό καί ο Ομέρ Βρυώνης έσπευσε από τή Λαμία στό Ελευθεροχώρι, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι επαναστάτες καί τούς διέλυσε. Τά πάντα είχαν παραλύσει.

Πιστεύοντας ο πασάς ότι μπορούσε νά προσεταιρισθή τούς αρματολούς, πρότεινε καί στόν γνώριμό του Ανδρούτσο νά συμπράξη μαζί του μέ τήν υπόσχεση νά τού παραχωρήσει τό αρματολίκι ολόκληρης τής Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Τού όρισε μάλιστα σάν σημείο συνάντησης τή Γραβιά. Οι Έλληνες κατάλαβαν ότι ο πασάς θά κατέβαινε στό Γαλαξείδι γιά νά περάσει από εκεί απέναντι στόν Μοριά μέ τά πλοιάρια πού θά έβρισκε στήν Σκάλα (Ιτέα). Στίς 3 Μαΐου 1821, ο Ανδρούτσος έφτασε στό Χάνι τής Γραβιάς έχοντας μαζί του τόν Σουλιώτη Χρήστο Κοσμά, τόν Σπύρο Κατσικογιάννη καί 150 άλλα παλληκάρια. Σέ λίγο έφτασε ο Δυοβουνιώτης, ο Πανουργιάς καί ο Μπούσγος, ενώ ο Γκούρας πήγαινε στά Σάλωνα γιά νά σκοτώσει τούς αιχμαλώτους Τούρκους.

Από τό στενό τής Γραβιάς, πού σχηματίζεται από τόν Παρνασσό καί τήν Γκιώνα περνά ο μοναδικός δρόμος πού οδηγεί από τό Ζητούνι στά Σάλωνα καί από εκεί στό Γαλαξείδι. Η Γραβιά τότε δέν ήταν κτισμένη. Υπήρχε μονάχα ένα χάνι γιά νά διανυκτερεύουν οι αγωγιάτες πού πήγαιναν γιά τά Σάλωνα. Τό χάνι ήταν χτισμένο μέ πλίθες καί είχε γύρω του μία μεγάλη μάντρα. Τό μεγαλύτερο μέρος ήταν ισόγειο καί μόνο από τή μία μεριά είχε δεύτερο όροφο. Είχε δύο αυλόπορτες, η μία έβλεπε κατά τή ρεματιά καί η άλλη κατά τή δημοσιά. Υπήρχαν ακόμα δύο εκκλησάκια τού Άϊ Θανάση κοντά στό πανδοχείο καί τού Άϊ Δημήτρη καί μερικές καλύβες πού είχαν οι κάτοικοι τής Βάριανης, γιά νά μένουν τόν καιρό πού καλλιεργούσαν τά κτήματά τους.

Η άφιξη τού Ανδρούτσου εμψύχωσε τούς συγκεντρωμένους Έλληνες στή Γραβιά. Αμέσως μόλις έφτασε ο αρματολός, έγραψε παραγγελίες στά γύρω χωριά γιά μπαρουτόβολα. Ο Ομέρ Βρυώνης όμως δέν τού άφησε χρόνο γιά νά οργανωθεί. Ερχόταν ίσα καταπάνω του στήν Γραβιά μέ οκτώ χιλιάδες ασκέρι Γκέκηδες καί Τσάμηδες.

«Ο Πανουριάς διέταξε καθ' όλα τά χωρία τήν εις τά υψηλότερα όρη καί τούς κρυπτηρίους τόπους αποχώρησιν τών γυναικοπαίδων. Ο δέ Γούρας αποσταλείς παρ' αυτού εις Άμφισσαν, εφόνευσε τούς εκεί βέγιδας Τούρκους, φυλαττομένους παρά τού Μαμούρου καί τούς χωρικούς διέταξε τά ίδια, θανατώσαντας όλους τούς παρ' αυτοίς ως προείπομεν Τούρκους.

Πρώτου συμβουλίου πολεμικού γενομένου μεταξύ Οδυσσέως, Πανουριά καί Δυοβουνιώτου, συνωμολογήθη η θέσις τής Γραβιάς ως αρμοδία πρός αντίστασιν κατά τού εχθρού, διευθυνομένου κατά τής Αμφίσσης. Ο Οδυσσεύς ηρώτησε τότε τόν Πανουριάν καί Δυοβουνιώτην, εάν κλείωνται εν τώ πανδοχείω. Ούτοι δ' απεποιήθησαν καί εντεύθεν αυτός μέν ανεδέχθη τούτο, θέλων τούς αξιωτέρους τών στρατιωτών εξ όλων τών σωμάτων, εκείνοι δέ προσδιωρίσθησαν, ίνα καταλάβωσιν έξωθεν τά στενά τής οδού πρός αντιπερισπασμόν τών πολεμίων.»

Ιωάννης Φιλήμων - Δοκίμιον Ιστορικόν περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως

Όταν στίς 8 Μαΐου 1821, μέ τήν ανατολή τού ηλίου, φάνηκαν από μακρυά τά στρατεύματα τού Ομέρ Βρυώνη, οι καπετάνιοι έκαναν συμβούλιο γιά νά καθορίσουν πού θά κτυπήσουν τόν πασά μέ τούς Τουρκαλβανούς του. Κάθισαν κάτω από μία μεγάλη βελανιδιά πού βρισκόταν έξω από τό χάνι. Η πρόταση γιά νά ταμπουρωθούν στό γεφύρι τής Χαϊνίτσας απορρίφθηκε. Προτάθηκε τότε νά πιάσουν τίς γύρω ορεινές πλαγιές βάζοντας στή μέση τόν εχθρό πού θά περνούσε από τόν δρόμο γιά τά Σάλωνα.

Ο Ανδρούτσος, καθισμένος κι αυτός μέ τούς άλλους κάτω από τή βελανιδιά, παρακολουθούσε αμίλητος, τάχα αδιάφορος, καπνίζοντας τό τσιμπούκι του. Τό βλέμμα του ήταν καρφωμένο μπροστά. Μέσα στό μυαλό του δούλευε τό παράτολμο σχέδιο πού είχε συλλάβει. Ενώ οι άλλοι συζητούσαν πού θά πιάσει ο καθένας, τούς έκοψε απότομα καί κοιτάζοντας πρός τούς Δυοβουνιώτη καί Πανουργιά, τούς είπε:

- "Εδώ στό χάνι θά πολεμήσουμε. Ποιός θά κλειστεί μέσα;".

Κανείς δέν αποκρίθηκε. Ανδρούτσος Οδυσσέας Οι γεροαρματολοί δέν αντέκρουσαν τήν πρόταση, αλλά, γιά νά μή θεωρηθούν κιοτήδες, δικαιολογήθηκαν τάχα ότι τούς έλειπαν τά πολεμοφόδια. Ο Ανδρούτσος πετάχτηκε όρθιος καί φώναξε:

- "Ορέ, δέ βρίσκονται μέσα εδώ εκατό παλληκάρια ν' ακριβοπληρώσουμε τό αίμα μας;".

Δέν πρόλαβε νά τελειώσει καί μέσα από τούς στρατιώτες του ακούστηκε μία βροντερή φωνή.

- "Εγώ, καπετάνιε!"

Ένα σεμνό παλληκάρι βρέθηκε πλάι του. Ήταν ο Θανάσης Σεφέρης. Αμέσως μετά τή φωνή τού Σεφέρη ακούστηκαν σάν ηχώ καί οι φωνές άλλων παλληκαριών.

- "Καί εγώ, κι εγώ, κι εγώ!".

Ο Οδυσσέας, δίνοντας τό αριστερό του χέρι στόν Σεφέρη καί γυρίζοντας στούς υπόλοιπους άνδρες του είπε:

- "Ε, παιδιά, όποιος θέλει νά 'ρθει μαζί μου νά πιαστεί στό χορό."

Έβγαλε τότε από τό σελάχι του τό μαντήλι, τό ανέμισε μέ τό δεξί του χέρι καί άρχισε νά σέρνει τόν χορό:

."Κάτου στου Βάλτου τά χωριά
Ξηρόμερο καί Άγραφα
στά πέντε βιλαέτια.
Βάλτε μπρέ νά πιούμ' αδέρφια!"
.

Ένας ένας τά παλληκάρια άρχισαν νά πιάνονται στό χορό. Ο Θανάσης Σεφέρης, ο Καπλάνης, ο Γοβγίνας από τήν Λίμνη Ευβοίας, ο Γκούρας, ο Μαμούρης από τή Δρέμισα, ο Παπανδρέας από τήν Κοκοβίστα, ο Ζυγούρης, ο Μπουτούνης, ο Γιάννης Βλαχόπουλος, ο Αναστάσης Μάρος, ο Κόμνας Τράκας καί ο Παπανικόλας από τήν Αγόριανη, ο Βουτούνης, ο Καπογιώργος από τό Ξηρόμερο, ο Κλίμακας από τήν Ήπειρο, ο Ζαφείρης από τά Επτάνησα, ο Στάθης Κατσικόγιαννης από τή Βόνιτσα, ο Πετούνης, ο Γεραντώνης, ο Γερογιάννης από τά Σάλωνα, ο Χατζάρας από τό Ναύπλιο, ο Κουρκουμέλης από τήν Κεφαλλονιά, ο Νικόλας Κίρκος καί ο Γιάννης Μητρόπουλος μέ τριάντα ακόμα Γαλαξειδιώτες, ο Δήμος Φράγκου από τούς Δελφούς, ο Κοντοσόπουλος από τή Λοκρίδα. ήταν μερικοί από τούς 117 πού έπιασαν τό χορό. Ανάμεσά τους ήταν ο πιστός φίλος του Ανδρούτσου, ο Τούρκος Μουσταφά Γκίκας. Αυτός ακολούθησε σάν τό πιστό σκυλί τόν Οδυσσέα μέχρι τόν θάνατό του. Έπειτα συνέχισε νά πολεμά γιά τήν ανεξαρτησία τής Ελλάδος μέχρι πού πέθανε μέ τό βαθμό τού λοχαγού.

«Ο Οδυσσέας εισήλθε εις τό χάνι τής Γραβιάς. Πρίν όμως καταλάβη τό πλινθόκτιστον εκείνο οικοδόμημα ο υιός τού Ανδρούτσου, αποταθείς πρός τούς περί αυτόν ισταμένους ανδρείους, είπεν αυτοίς.

- "Έ παιδιά, όποιος θέλει νά μ' ακολουθήση άς πιασθή εις τό χορό!"

Καί ήρξατο πρώτος χορεύων ηρωϊκόν τινά χορόν. Έλαβον μέρος ς' τό χορό εις κατόπιν τού άλλου είκοσι καί εκατόν εκ τών εκλεκτοτέρων, εν οις καί ο Γκούρας καί ο Παπανδριάς καί ο Τράκας καί ο Αναστάσιος Μάρος καί ο Βουτούνης, όλοι αξιωματικοί, οι μέν τού Πανουργιά οι δέ τού Δυοβουνιώτου. Συνετάγησαν ωσαύτως εν τώ χορώ τούτω τής ζωής ή τού θανάτου καί εκ τών αμέσως ακολουθούντων τόν Οδυσσέα ο Αγγελής Νικολάου Γοβγίνας Ευβοεύς, ο Μουσταφάς Τουρκαλβανός, οι Ξηρομερίται Καπογεωργέοι, ο Ζαφείρης Επτανήσιος καί τινες Οιανθείς υπό τόν Κέρκον Οιανθέα.

Ούτω δέ, σύροντος τήν χορείαν τού Οδυσσέως, εισήλθον εν τώ πανδοχείω, όπερ δραστηρίως παρεσκεύασαν ευθύς πρός πόλεμον, οι μέν μεταφέροντες ύδωρ, οι δέ φράττοντες τάς θύρας διά πετρών, οι δέ ανοίγοντες τάς αναγκαίας τοξότιδας. Μετά τούτων συναπεκλείθησαν καί οι τρείς ξενοδόχοι.»

Αγαπητός - Οι Ένδοξοι Έλληνες τού 1821, Πάτραι 1877





Ο ενθουσιασμός ήταν απερίγραπτος. Οι φωνές καί τά σφυρίγματα αντηχούσαν στό φαράγγι τής Γραβιάς. Ο Ανδρούτσος κατάφερε νά ανάψει φωτιά στά στήθια τών παλληκαριών. Χορεύοντας μπροστά, αφού υπολόγισε πώς ήταν αρκετοί αυτοί πού τόν ακολουθούσαν, σταμάτησε μπροστά στόν μαντρότοιχο τού χανιού καί φώναξε:

- "Σταματήστε δέν χρειάζονται περισσότεροι."

Μέτρησε εκατόν δέκα τέσσερις καί τρείς ο πανδοχέας μέ τά δύο παιδιά του εκατόν δέκα επτά. Ο χώρος ήταν περιορισμένος καί όσοι δέν κατάφεραν νά μπούν άρχισαν νά διαμαρτύρονται. Τήν ώρα εκείνη ένας λαγός πετάχτηκε από ένα θάμνο. Ο Ανδρούτσος φώναξε νά μήν τόν πυροβολήσει κανείς καί έτρεξε καί τόν έπιασε ζωντανό. Τόν έδωσε στά παλληκάρια του μέ τήν ευχή ότι ήταν καλό σημάδι.



Όταν μπήκαν μέσα στό χάνι, η ώρα ήταν εννέα τό πρωΐ. Υπολόγιζαν ότι ο Ομέρ Βρυώνης θά έφτανε κατά τό μεσημέρι. Ο χρόνος δέν τούς έπαιρνε καί χωρίς αργοπορία άρχισαν νά ετοιμάζονται γιά τήν άμυνα. Πρώτη τους δουλειά ήταν νά γυρίσουν τό νερό από τή ρεματιά μέσα στόν περίβολο του χανιού γιά νά έχουν νά πίνουν. Μετά ο Μαστρογιάννης, πού ήταν κτίστης, άρχισε ν' ανοίγει μασγάλια (πολεμίστρες) στόν μαντρότοιχο καί στό χάνι. Καί γιά νά μή φαίνονται από μακριά, τίς κάλυψαν μέ αγριόχορτα. Ασφάλισαν επίσης τίς πόρτες μέ μεγάλες πέτρες.

Σέ λίγο φάνηκαν στόν κάμπο οι Τούρκοι. Δέν θά αργούσαν νά φτάσουν στή Γραβιά. Ενώ οι κλεισμένοι στό χάνι ετοιμάζονταν γιά τήν άμυνα, οι υπόλοιποι πού είχαν μείνει έξω έτρεξαν νά καταλάβουν τίς θέσεις τους. Ο Δυοβουνιώτης μέ τόν Πανουργιά πιάσανε τίς υπώρειες τού Χλωμού (παρακλάδι τής Γκιώνας) καί ο Κοσμάς Σουλιώτης μέ τούς Χάνι Γραβιάς Κατσικογιανναίους πιάσανε τήν πηγή τού Σόντσικα.

Τούς κλεισμένους στό χάνι όμως τούς προβλημάτιζε η έλλειψη πολεμοφοδίων. Αυτός πού είχαν στείλει γιά νά τούς εφοδιάσει δέν είχε φανεί ακόμα καί οι Τούρκοι είχαν φτάσει στό γεφύρι τής Χαϊνίτσας. Εκείνη τή στιγμή όμως έφτασε από τήν Άμφισσα ο τροφοδότης τού στρατοπέδου καί έφορος τής πόλης Αναγνώστης Κεχαγιάς σέρνοντας δύο μουλάρια φορτωμένα μέ μπαρουτόβολα καί τρόφιμα μαζί μέ τόν γαμπρό του Καραχάλιο. Αψηφώντας τόν κίνδυνο, γιατί ο εχθρός ζύγωνε, κίνησε γιά τό χάνι. Μόλις πρόφτασε κι έκοψε τίς τριχιές απ' τά σαμάρια καί πέταξε μέσα από τή μάντρα τά σακιά μέ τά μπαρουτόβολα καί τά τρόφιμα. Οι Τούρκοι είχαν αρχίσει νά πυροβολούν καί θά πλήρωνε μέ τή ζωή του, αν ο Καραπλής ή Πλάτανος πού βρισκόταν εκεί κοντά ταμπουρωμένος δέν άρχιζε στό τουφέκι τούς Τούρκους, δίνοντάς του καιρό νά φύγει.

Μέ τή μικροσυμπλοκή αυτή, ο έμπειρος Ομέρ Βρυώνης κατάλαβε ότι κάτι κρυβόταν στό χάνι. Αποφάσισε τότε νά ακολουθήσει τήν ίδια τακτική τής Αλαμάνας. Πρώτα θέλησε νά αποκλείσει τό χάνι από τούς υπόλοιπους Έλληνες. Μοίρασε τόν στρατό σέ τρείς κολόνες. Έριξε τή μία κατά τό Χλωμό καί τήν άλλη κατά τή βρύση τού Σόντσικα. Στίς δύο αυτές κολόνες έστειλε καί όλο τό ιππικό του. Τήν τρίτη, πού ήταν Γκέκηδες καί Τόσκηδες, τήν κράτησε γιά τό χάνι.

Η επίθεση στό Χλωμό καί στόν Σόντσικα ήταν τόσο ορμητική πού ύστερα από μικρή αντίσταση, οι άνδρες τού Πανουργιά καί τού Δυοβουνιώτη υποχώρησαν ψηλότερα. Σκοτώθηκε μονάχα ο Σουλιώτης Μπούχλας. Ο Ανδρούτσος μέ τούς κλεισμένους στό χάνι καρτερούσαν τή σειρά τους. Φοβερά ψύχραιμος κι ατάραχος, είπε στούς συντρόφους του, νά μή ρίξει κανείς.

Mπροστά από τό ασκέρι, ο Αλβανός πασάς εβαλε έναν μπεχτασή δερβίση, ο οποίος προχώρησε πρός τό χάνι. Όταν σταμάτησε σέ απόσταση βολής από τό χάνι, ο Χασάν ντερβίσης σκόρπισε μέ τό χέρι του δεξιά καί αριστερά άμμο, ψέλνοντας τό ντονά (προσευχή) γιά νά διαλυθούν οι εχθροί του σάν τήν άμμο. Ο Ανδρούτσος μίλησε μαζί του στά τούρκικα καί αφού αντάλλαξαν βρισιές τόν σημάδεψε καί τόν πυροβόλησε μέ τό καριοφίλι του στό μέτωπο.

Σεφέρης: "Τό νού σας. Η κολώνα όλο καί ζυγώνει τό χάνι."

Μαμούρης: "Καπετάνιε, γιά δές όξω απ' τό μασγάλι. Ένας καβαλλάρης ξεκόβει απ' τό ορδί κι έρχεται καταδώ."

Δερβίσης: "Αλλάχ εκπέρ, Αλλάχ εκπέρ, Μωχαμέτ ουρ ρές ούλ Αλλάχ!"

Αντρούτσος: "Ντερβίσης είναι. Δέν τόν βλέπετε; Κάνει τό ναμάζι γιά ν' αρχινέψουν τό γιουρούσι. Μή σκούξει κανείς. Άστε τόν νά ζυγώσει."

Τράκας: "Γιά δές τόν, είναι γέροντας. Καί σκορπάει άμμο μέ τά χέρια του δεξόζερβα."

Αντρούτσος: "Νέρεγιε γκιντέρσιν; (Πού πας;)"

Δερβίσης: "Σάλωνα γιά γκιντέριμ. (Πάω στά Σάλωνα νά σκοτώσω γκιαούρηδες)."

Αντρούτσος: "Στά Σάλωνα πάς ε; Τώρα θ' ακούσεις τό ντουφέκι μου, σαπιοκοιλιά."

Τάκης Λάππας - Τό Χάνι τής Γραβιάς

Βλέποντας νεκρό τόν ντερβίση τους, οι Τουρκαλβανοί σκύλιασαν καί όρμησαν νά πατήσουν τό χάνι. Μά τά καριοφίλια τών κλεισμένων ξερνούσαν φωτιά καί μολύβι. Η πρώτη σειρά έπεσε κάτω από τά βόλια. Ο Βρυώνης διέταξε δεύτερη επίθεση. Τά τουμπερλέκια βαρούσανε καί οι μπαϊρακτάρηδες ανέμιζαν τά μπαϊράκια τους. Μά τό χάνι συνέχισε νά ξερνάει κεραυνούς κι αστροπελέκια. Καί η δεύτερη σειρά σωριάστηκε στό χώμα. Νέα επίθεση διέταξε ο πασάς. Οι Τουρκαλβανοί δέν έπρεπε νά υποχωρήσουν γι' αυτό είχαν τό αριστερό τους χέρι στό μέτωπο γιά νά μήν βλέπουν τούς εχθρούς καί τό δεξί τους χέρι στό γιαταγάνι. Όρμησαν σάν τυφλοί.

Μερικοί κατόρθωσαν νά φτάσουν στή μάντρα καί τήν έσπρωχναν γιά νά τήν γκρεμίσουν κάτω. Άλλοι προσπάθησαν μέ πέτρες νά βουλώσουν τίς πολεμίστρες. Ένας Τουρκαλβανός πλησίασε σέ μία πολεμίστρα μέ μία βαριά πέτρα. Από μέσα βρισκόταν ο Μουσταφάς, ο πιστός σύντροφος τού Οδυσσέα. Ενώ απ' έξω ο Γκέκας τού Βρυώνη έσπρωχνε τήν πέτρα πρός τά μέσα, ο Γκέκας τού Ανδρούτσου μέ τήν μπούκα τού καριοφιλιού τήν έσπρωχνε πρός τά έξω. Τότε ο Τουρκαλβανός άρπαξε τό όπλο τού Μουσταφά καί τό τράβηξε πρός τά έξω. Ο Οδυσσέας πού παρακολουθούσε τήν πάλη, πήγε σέ διπλανή πολεμίστρα καί πυροβόλησε τόν εχθρό, απελευθερώνοντας έτσι τόν πιστό του σύντροφο.

Γοβγίνας: "Δέν τηράς; Τούς πρώτους τούς ξαπλώσαμε. Νά τήρα, καινούργιους μάς ρίχνει ο Βρυώνης."

Αντρούτσος: "Τά ίδια θά πάθουν κι' αυτοί."

Γοβγίνας: "Κείνος ο Παπαντρέας λές κι' ναι λυσσασμένο τσακάλι. Σάν ξερόκλαδα τούς γκρεμίζει τούς Αρβανίτες."

Αντρούτσος: "Άϊντε κατακαημένε παπά. Μ' αυτά πού κάνεις, στήν κόλαση αντάμα θά πάμε."

Παπανδρέας: "Καθέναν πού σκοτώνω, στήνω κι' ένα σκαλί ν' ανεβούμε ταχιά στόν Παράδεισο."

Αντρούτσος: "Κάνε νισάφι, ορέ ντελήπαπα (τρελόπαπα)! Άφησε καί κανέναν γιά τούς άλλους."

Μουσταφά: "Καπετάνιε! Ένας Τούρκος μού κρατάει απόξω τό καριοφύλλι καί δέν μπορώ νά τό τραβήξω μέσα νά τό γιομίσω."

Αντρούτσος: "Νά ορέ. Πάει κι αυτός."

Τάκης Λάππας - Τό Χάνι τής Γραβιάς



Ο Βρυώνης παρακολουθούσε τή μάχη από τό ξωκλήσι του Άϊ Θανάση. Ο χαλασμός πού γινόταν στό ασκέρι του από λίγους γκιαούρηδες τόν αναστάτωσε καί τόν εξόργισε. Άρχισε νά βρίζει δεξιά κι αριστερά. Τά απανωτά γιουρούσια πού κάνανε οι δικοί του απλώς γεμίζανε μέ κουφάρια τόν χώρο γύρω από τή μάντρα.

«Τώρα μανιάζει ο πασάς. Φωνάζει τά ρετζάλια (αξιωματικούς) καί τούς μπουλουξήδες καί τούς ξευτελίζει, καθώς ανίκανοι στάθηκαν νά σβήσουν από τό πρόσωπο τής γής τούτο τό παλιοχάνι. Προστάζει νά κολατσίσει τ' ασκέρι του, νά στυλωθεί λιγάκι, κι έπειτα νά ριχτεί νά τό πατήσει όση ζημιά κι άν πάθει.

Οι ντερβισάδες κάνουν ντουάδες στόν Αλλάχ, παρακαλώντας νά τούς συντρέξει. Aνεμίζοντας τ' αστραφτερά τσεκούρια τους φανατίζουν τ' αμίλητο ασκέρι, τάζοντάς του όλα τ' αγαθά τού ντουνιά στόν τουρκικό παράδεισο. Καί οι ντελάληδες φωνάζουν:

- Ο πασάς μας τάζει πέντε πουγγιά σ' όποιον πρώτος πατήσει τό χάνι!

Ο τυχερός πού θά τάπαιρνε θάχε μ' αυτά νά τρώη καί νά πίνη μιά ζωή. Πρώτοι προχωρούν ν' ανταμώσουν τό χάρο οι μπαϊραχτάρηδες. Ορμάνε καί πίσω τους ακολουθά ολόκληρο τ' ασκέρι. Ένας μονάχα καταφέρνει νά φτάση ως τό χάνι, πιάνοντας μιάν απυρόβλητη γωνιά του. Βλέποντας, όσοι βρίσκονταν παραπίσω, ν' ανεμίζει τό μπαϊράκι του λένε πώς πάει, πατήθηκε τούτου τό στέκι τού χάρου. Μπήγουν τίς νικητήριες κραυγές καί ρίχνονται σέ καινούργιο γιουρούσι. Μά ξανά θερίζονται.

- Κουράγιο αδέρφια καί τούς φάγαμε κι αυτούς!

Οι κάννες τών ντουφεκιών τους από τήν αδιάκοπη φωτιά, ανάβουν. Καί καθώς δέν είχανε νερό νά τούς ρίξουν νά κρυώσουν, τίς κατουράνε. Μάταια γυρεύουν οι Αρβανίτες νά σπάσουν τήν πόρτα μέ τίς χαντζάρες τους νά τοιχορίξουν τά πλιθιά. Άπαρτο μένει τό παλιοχάνι. Τώρα μπροστά του υψώνονται, παράδοξο ταμπούρι, τά κουφάρια τών σκοτωμένων. Έφτασε τό δειλινό κι ο χάρος δέν κουράστηκε νά κρεμά ψυχές στά καπούλια τού αλόγου του. Η Τουρκιά δέν υπομένει άλλο. Πισωδρομά καθώς τά λαβωμένα θεριά.»

Φωτιάδη - Επανάσταση τού 21

Όλες οι επιθέσεις απέτυχαν. Όλες οι τούρκικες σημαίες έπεσαν στή γή. Οι στρατιώτες τού Αλλάχ έπεφταν τρυπημένοι από τά βόλια κερδίζοντας τή θέση στόν παράδεισο πού τούς είχε τάξει ο δερβίσης τους. Άλλοι μέ τσεκούρια στά χέρια προσπάθησαν νά σπάσουν τήν εξωτερική πόρτα καί άλλοι σκαρφάλωσαν στή μάντρα. Μάταια! Ο Γκούρας τούς έπνιγε μέ τά ίδια του τά χέρια.

Αντρούτσος: "Φωτιά ορέ Έλληνες!"

Γοβγίνας: "Τούς αφανίσαμε."

Αντρούτσος: "Μεγάλο κακό. Η γή χόρτασε αίμα. Τηράτε κεί. Κεί όξω απ' τήν πόρτα τής εκκλησιάς τού Άϊ Θανάση. Τόν βλέπετε κείνον μέ τά κόκκινα μπουντούρια πού κρατάει τό τοπούζι (απελατίκι, σιδερένιο ρόπαλο ακιδωτό στήν άκρη); Αυτός είναι ο πασάς. Ρίξτε του! Ά ορέ Βρυώνη, ξαναμπήκες στήν εκκλησιά νά φυλαχτείς. Σέ σώσανε οι μπουλουξήδες σου παλιοκερατά!"

Παπανδρεάς: "Τό βόλι μου κτύπησε τήν πιστόλα του Δυσσέο. Μά ήτανε κρύο καί δέν τούκανε ζημιά."

Μητρόπουλος: "Καπετάνιο τόν έφαγα τόν γουρνομύτη."

Αντρούτσος: "Ποιόν ορέ;"

Μητρόπουλος: "Άμ' πού νά τό βρεις. Τό Χαλήλ μπέη."

Παπανδρεάς: "Κείνον ορέ, τό μπέη τού Ζητουνιού, πού παλούκωσε τό Διάκο;"

Μητρόπουλος: "Άμ' ποιόν άλλο!. Τόν μάτιασα από μακρυά πούρχοταν μέ τούς μουρτάτες καταπάνω μας. Τόν άφησα νά ζυγώσει καί τούριξα. Τού φώναξα. Νά ορέ Χαλήλ. Σέ ξοφλάμε γιά τό Διάκο μας."

Τάκης Λάππας - Τό Χάνι τής Γραβιάς



Ένας Τούρκος σημαιοφόρος κατόρθωσε νά στήσει τή σημαία μέ τήν ημισέληνο πάνω στόν μαντρότοιχο. Οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι πίστεψαν ότι τό χάνι πατήθηκε καί άρχισαν νά τρέχουν από όλες τίς πλευρές. Ο Γκούρας, κοντά στην πολεμίστρα τού οποίου βρισκόταν τό μπαϊράκι, προσπάθησε βρίζοντας νά σκοτώσει τόν Τούρκο. Τελικά σημάδεψε τό κοντάρι τής σημαίας, μέ αποτέλεσμα νά τό κόψει στά δύο καί η σημαία νά πέσει.



Ο Ανδρούτσος ακούραστος έτρεχε από τό ένα παλληκάρι στό άλλο φωνάζοντας γιά νά τά εμψυχώσει. Ένας Γκέκας κατάφερε νά ανέβει απαρατήρητος στή μεγάλη βελανιδιά όπου είχαν κάνει τή συνέλευση τους οι καπεταναίοι πρίν τή μάχη. Κρυμμένος στήν πυκνή φυλλωσιά τού δέντρου, είδε μέσα στό μικρό δωμάτιο πού ήταν σάν δεύτερος όροφος πάνω από τό χάνι νά ξεπροβάλουν κάθε τόσο δύο καριοφίλια. Ήταν οι δύο Θανάσηδες, ο Σεφέρης, τό παλληκάρι πού πιάστηκε πρώτο στόν χορό, καί ο Καπλάνης, ξακουστός γιά τήν τόλμη του. Από τά βόλια του Αλβανού έπεσαν καί οι δύο νεκροί.

Γκούρας: "Δυσσέο... Ο Σεφέρης κι ο Καπλάνης σκοτώθηκαν."

Αντρούτσος: "Τί λές μωρέ; Πώς στάθηκε τούτο;"

Γκούρας: "Καταπώς ήταν οι δυό Θανάσηδες πάνω στ' ανώγι καί ντουφεκάγανε στό σωρό, ένας Αρναούτης (Αλβανός) τούς μάτιασε απ' τ' αλάργα. Ανέβηκε στή βαλανιδιά πού είχατε κάνει τή σύναξη, κι άδειασε τό τουφέκι του καταπάνω τους. Βρήκαμε τό Σεφέρη χτυπημένο στόν αμήνιγγα καί τόν Καπλάνη στό ριζαύτι."

Αντρούτσος: "Καημένε Σεφέρη! Πρώτος μούδωσες τό χέρι. Ποιός νά τόλεγε;"

Τάκης Λάππας - Τό Χάνι τής Γραβιάς

Νέα επίθεση εκ μέρους τών Τουρκαλβανών μέ επικεφαλής τούς πιό γενναίους μπουλουξήδες πού ήταν τά ανήψια τού Ομέρ Βρυώνη. Ήταν η έβδομη επίθεση καί θά είχε καί αυτή τήν ίδια ακριβώς κατάληξη. Ανάμεσα στούς νεκρούς ήταν καί ένας μπέης, ανηψιός τού Ομέρ Βρυώνη. Ο ήλιος βασίλεψε πίσω από τά βουνά καί ο Βρυώνης αποφάσισε νά σταματήσει τήν επίθεση. Έστειλε ένα τάταρη (ταχυδρόμο) στό Ζητούνι γιά νά του στείλουν κανόνια.

Στήν υπηρεσία του ο πασάς είχε έναν Ρωμιό, τόν Χρήστο Παλάσκα. Ο Παλάσκας καταγόταν από τήν Πίνδο καί είχε υπηρετήσει ως αξιωματικός σέ ευρωπαϊκούς στρατούς. Ο Ομέρ Βρυώνης τόν χρησιμοποιούσε ως εκπαιδευτή τών στρατιωτών του καί τόν είχε σέ μεγάλη υπόληψη. Αυτός λοιπόν φώναξε κατά τό βράδυ στόν Ανδρούτσο καί τού είπε περιπαικτικά:

- "Ορέ Αντρούτσο, καλά σ' έχουμε κλεισμένο. Πού θά μας πάς; Αλίμονό σου, ταχειά μάς έρχονται δύο κανόνια απ' τό Ζητούνι καί θά σέ κάνουμε στάχτη. Στάχτη ορέ ούλοι σας θά γενείτε από τά τόπια. Τριακόσια πουγγιά Αντρούτσο τάζει ο Βρυώνης γιά κείνον πού θά πατήσει πρώτος τό χάνι. Δέ θά τό γλυτώσεις τό σουβλί ορέ Δυσσέα."

Καί μήπως καί δέν τόν άκουσαν, επανέλαβε τά λόγια του δύο καί τρείς φορές καί άρχισε νά τραγουδάει:

"Τώρα είναι μάης κι' άνοιξη, τώρα είναι καλοκαίρι,
τώρα φουντώνουν τά κλαδιά κι' ανθίζουν τά λουλούδια.
Τώρα κι' ο ξένος βούλεται στόν τόπο του νά πάγη.
Νύχτα σελώνει τ' άλογο, νύχτα τό καλιγώνει,
φκιάνει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια."


Ο Οδυσσέας αναγνώρισε τή φωνή τού Παλάσκα γιατί τόν ήξερε από τά Γιάννενα καί κατάλαβε πώς τού έστελνε μήνυμα γιά τίς προθέσεις τού πασά. Ο Ανδρούτσος, βέβαια, έμπειρος όπως ήταν, δέν είχε σκοπό νά περιμένει άλλο στό χάνι, γιατί καί τά πολεμοφόδια τέλειωναν καί η παραμονή τους θά ήταν σκέτη αυτοκτονία. Έτσι, σάν άλλαξαν τά καραούλια καί καθήσανε νά φάνε λίγο ψωμοτύρι καί νά ξαποστάσουν, ο Ανδρούτσος είπε:

- "Γιά ζυγώστε κοντά. Καταπώς βλέπετε τό χάνι άλλο δέ μάς κρατάει. Ο Μπαλάσκας είναι τίμιος καπετάνιος. Όσα μάς χούγιαξε είναι σωστά. Μέ τό τραγούδι του μάς ορμηνεύει μέσα σέ τούτη τή νύχτα νά φύγουμε. Τό πουρνό τά κανόνια θά ξημερωθούν απ΄τό Ζητούνι δώ. Πέντε τόπια άν πέσουν, κουρνιαχτός θά γίνουν ούλα τούτα τά πλιθούρια."

Κανένας δέν έφερε αντίρρηση στά λόγια του. Παρέκει ανοίγουν δύο λάκκους καί θάβουν τούς δύο Θανάσηδες Σεφέρη καί Καπλάνη.



Τό βαθύ σκοτάδι βρήκε τό τουρκικό στρατόπεδο εξαντλημένο από τήν κούραση. Οι Τούρκοι είχαν πέσει σέ βαθύ ύπνο, ξέγνοιαστοι γιατί τά κανόνια πού θά έφταναν από τό Ζητούνι θά τσάκιζαν τούς κλεισμένους στό χάνι. Τό φεγγάρι φώτιζε στό πεδίο τής μάχης τούς κοιμισμένους πού έμοιαζαν σάν πεθαμένοι καί τούς πεθαμένους πού έμοιαζαν σάν κοιμισμένοι. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, καπνίζοντας συνέχεια τό τσιμπούκι του, σκεφτόταν τίς κινήσεις του. Δύο ώρες πρίν ξημερώσει, ξύπνησε τούς συντρόφους του καί τούς ειδοποίησε νά ετοιμαστούν γιά τήν έξοδο.

Τό χάνι είχε δύο αυλόπορτες. Η μία κατά τή δημοσιά καί η άλλη κατά τόν κάμπο. Ο Κομνάς Τράκας, πού ήταν από τήν Αγόριανη καί γνώριζε τά κατατόπια, τούς είπε νά φύγουν από τήν πόρτα τού κάμπου. Από εκεί θά περνούσαν μέσα από τά αθέριστα χωράφια πού τά στάχυα τους ήταν ψηλά καί θά τούς προστάτευαν από τό φως τού φεγγαριού. Όλοι συμφώνησαν μέ τή Εξοδος από τό Χάνι γνώμη του. Άρχισαν τότε σιγά σιγά χωρίς θόρυβο νά βγάζουν τίς πέτρες πού ήταν πίσω από τήν αυλόπορτα καί νά τίς τοποθετούν σέ μία γωνιά. Σε λίγο η πόρτα ελευθερώθηκε. Έπρεπε όμως νά σιγουρευτούν ότι ο δρόμος ήταν ελεύθερος.

Ο Οδυσσέας, παμπόνηρος σάν τόν ομηρικό ήρωα, πήρε μία κάπα, τής έβαλε μέσα μερικές πέτρες γιά νά βαρύνει καί τήν πέταξε πάνω από τόν μαντρότοιχο γιά νά φανεί πώς κάποιος πηδούσε γιά νά φύγει. Η κάπα έπεσε καί δέν ακούστηκε τίποτε, ούτε ντουφεκιά ούτε φωνή. Γιά νά σιγουρευτεί, έριξε δεύτερη καί τρίτη κάπα. Τίποτα, η ίδια ησυχία. Οι Τούρκοι είχαν πέσει σέ βαθύ ύπνο. Στήν εμπροσθοφυλακή θά πήγαινε ο Παπαντρέας με τόν Μαμούρη μέ σαράντα άντρες. Τό κέντρο θά κρατούσε ο Γκούρας μέ άλλους τόσους καί τήν οπισθοφυλακή θά κρατούσε ο ίδιος ο αρχηγός μέ τούς υπόλοιπους. Ο Ανδρούτσος περίμενε ακόμα μερικά σύννεφα πού είχαν φανεί πάνω απ' τήν Γκιώνα, νά σκεπάσουν τό φεγγάρι.

- "Νά η Παναγιά μέ τήν τσέργα της (βελέντζα)".

Η στιγμή ήταν κατάλληλη. Ο αρχηγός έδωσε τό σύνθημα τής εξόδου. Οι κλεισμένοι βγήκαν από τήν αυλόπορτα μέ τά γιαταγάνια στά χέρια πατώντας πάνω από τά κουφάρια τών Τούρκων καί απομακρύνθηκαν από τό χάνι. Μπροστά βάδιζε ο γιγαντόσωμος Αντρέας Καραπλής ή Πλάτανος. Σέ μικρή απόσταση έπεσαν πάνω στούς Τουρκαλβανούς, οι οποίοι τρόμαξαν μέσα στόν ύπνο τους. Ώσπου νά συνέλθουν, οι επαναστάτες, χάθηκαν σάν τά φαντάσματα μέσα στά ψηλά στάχυα. Ήταν τόσο μεγάλη η αναταραχή στό εχθρικό στρατόπεδο, ώστε οι Τούρκοι πυροβολούσαν στά τυφλά χωρίς νά ξέρουν ποιοι είναι οι δικοί τους καί ποιοί οι Έλληνες.

Ο Οδυσσέας, έτρεχε φωνάζοντας αρβανίτικα δείχνοντας ότι κυνηγούσε αυτούς πού έφευγαν πρός τη βρύση τού Σόντζικα, ενώ οι Έλληνες έφευγαν από τήν αντίθετη κατεύθυνση. Γρήγορα βρέθηκαν στήν ασφάλεια τού βουνού, όπου συνάντησαν τούς Παπακώστα Τζαμάλα καί Απόστολο Γουβέλη. Εκεί μετρήθηκαν καί διαπίστωσαν ότι εκτός από τούς δύο σκοτωμένους Θανάσηδες είχαν καί δύο τραυματίες, τόν Κώστα Καπογιώργη καί τόν Κομνά Τράκα. Μέ τό ξημέρωμα έφθασαν στόν Άϊ-Λιά όπου βρίσκονταν τά σώματα τού Δυοβουνιώτη καί τού Πανουργιά. Οι γεροαρματολοί έτριβαν τά μάτια τους. Δέν περίμεναν ότι θά τούς ξανάβλεπαν. Η χαρά όλων ήταν μεγάλη αφού ταπείνωσαν τά εκλεκτότερα οθωμανικά στρατεύματα καί ταυτόχρονα πήραν εκδίκηση γιά τήν Αλαμάνα καί τόν Διάκο. Ο Ανδρούτσος έγινε η κυρίαρχη μορφή του Αγώνα στήν Ρούμελη. Από τή Γραβιά πήγε στή Μονή Δαδιού (Αμφίκλειας), όπου πρόκριτοι καί οπλαρχηγοί έτρεξαν νά τόν συγχαρούν γιά τή νίκη του.





Ο Ομέρ Βρυώνης μπήκε τό πρωί ο ίδιος στό χάνι καί είδε τό χώρο στόν οποίο δέν μπόρεσαν οι χιλιάδες στρατιώτες του νά κάνουν ζάφτι μερικούς Ρωμιούς. Στή συνέχεια αφού έκαψε τό χάνι, διέταξε νά θάψουν τούς εκατοντάδες σκοτωμένους. Παρέμεινε δέ οκτώ ημέρες στή Γραβιά χωρίς νά τολμήσει νά προχωρήσει γιά τά Σάλωνα καί στή συνέχεια γύρισε πίσω στή Μπουντουνίτσα.







Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους (Λάμπρος Κατσώνης)

Ο Λάμπρος Κατσώνης (1752-1804) εγεννήθη εις Λεβάδειαν τής Βοιωτίας ακριβώς σχεδόν περί τά μέσα τής παρελθούσης εκατονταετηρίδος. Νεώτατος έτι μετέσχε τού εν Πελοποννήσω καί εν τώ Αιγαίω πελάγει κινήματος, απήλθεν έπειτα εις Ρωσίαν, κατώκησεν εις Κριμαίαν, κατετάχθη ως αξιωματικός εις τό ιδρυθέν τότε αυτόθι ελληνικόν τάγμα τής βαλακλάβας (Μπαλακλάβα), διέπρεψε υπό τόν Ποτέμκην εις τόν κατά τής Περσίας ρωσικόν, απέδειξε διά ναυτικών τολμημάτων περί Κριμαίαν ότι ήτο ναύτης ουδέν ήττον επιτήδειος ή στρατιώτης, καί κατελθών τόν Ιανουάριον τού 1788 εις Τεργέστην ανέλαβε τήν ηγεμονίαν τού εν τή πόλει ταύτη εξοπλισθέντος στολίσκου.

Οποία καί πόσα ήσαν τά πλοία δι' ών ο Λάμπρος περιήγαγεν επί πέντε όλα έτη εν ταίς ελληνικαίς θαλάσσαις νικηφόρον τήν σημαίαν αυτού, ακριβώς δέν γνωρίζομεν. Εκ Τεργέστης εξέπλευσεν εν αρχή τού 1788 μετά τριών σκαφών, εξ ών τού ενός μόνον ηξεύρομεν τό όνομα καί τήν δύναμιν. Ήτο δέ τό σκάφος τούτο αμερικανικόν καταδρομικόν 26 πυροβόλων, όπερ αγορασθέν υπό τής αυτόθι κοινότητος ωνομάσθη υπ΄ αυτού "Αθηνά τής Άρκτου". Μετ' ου πολύ ο Λάμπρος κυριεύσας περί τό Αιγαίον μέν έξ εχθρικά πλοία καί περί Συρίαν έτερα έξ ώπλισεν αυτά καί συγκατέταξεν εις τόν ίδιον στολίσκον, αλλά τίς ήτο η δύναμις τών πλοίων τούτων άδηλον.

Βραδύτερον αναφέρονται εν τή μοίρα τού Λάμπρου οκτώ έτερα πλοία, δύο μέν κυβερνώμενα υπό τών Σπετσιωτών Αναργύρου καί Καρακατσάνη, πλήν δέ τούτων ο "Αχιλλεύς" υπό τόν Ζυγούρην, η "Μαρία" 24 πυροβόλων υπό τόν Πασχάλην Κασίμην καί τέσσερα προσέτι πλοία υπό τόν Εμμανουήλ Μπουρζουνάκην, τόν Δημήτριον Αλεξόπουλον, τόν Ευστράτιον Νικηφοράκην καί τόν Κωνσταντίνον Παταράκην. Μετά τής δυνάμεως ταύτης, ήτις εν τούτοις κατηρτίσθη κατά μικρόν, λέγεται ο Λάμπρος κατά τά δύο έτη 1788 καί 1789, ού μόνον αφανίσας πάσαν ναυτικήν τού οσμανικού κράτους εμπορίαν, ού μόνον κυριεύσας μέν τό φρούριον τού Καστελλορρίζου εις τά παράλια τής Λυκίας, καταστρέψας δέ τούς προμαχώνας τού Δυρραχίου, αλλά καί επανειλημμένως καταναυμαχήσας εκ παρατάξεως αυτόν τόν οσμανικόν στόλον.

Λάμπρος Κατσώνης

Τό 1789 η καταπλαγείσα τουρκική κυβέρνησις ηγωνίσθη νά προσοικειωθή τόν άνδρα διά τού διερμηνέως τού στόλου Στεφάνου Μαυρογένους. Ο διερμηνεύς έγραψε πρός τόν Λάμπρον επιστολήν δι' ης προσαγορεύει αυτόν ανδρειότατον ήρωα, επαγγέλεται δέ εις αυτόν τε καί τούς οπαδούς αυτού αμνηστίαν καί παραχωρεί αυτώ τήν διαδοχικήν καί αφορολόγητον ηγεμονίαν μιάς τών νήσων τού Ικαρίου πελάγους οίαν ήθελεν εκλέξει, επιχορηγών σύναμα καί αξιόλογον χρηματικόν ποσόν. Αλλ' ο Λάμπρος απέκρουσε πάντα ταύτα καί εξακολουθήσας τόν αγώνα συνεκρότησε τώ 1790 τήν πεισματωδεστέραν τών ναυμαχιών αυτού.

Απριλίω μηνί 1790 ο Κατσώνης εναυλόχει εις Κέαν μετά πλοίων εννέα, διότι είχε προεκπέμψει τά λοιπά πρός επιτέλεσιν τού καταδρομικού αυτών έργου. Πρό τινος δέ είχε παραλάβει μεθ' αυτού 500 κλέφτας υπό τόν Οπούντιον Λοκρόν Ανδρούτζον, τόν πατέρα τού Οδυσσέως εκείνου, όστις εν αρχή τής τελευταίας μεγάλης επαναστάσεως διετέλεσεν ο επισημότατος τών πολεμάρχων τής ανατολικής Ελλάδος.

Τή 6η Απριλίου η προφυλακή ανήγγειλεν εις τόν Λάμπρον ότι επεφάνη μεταξύ Άνδρου καί Ευβοίας ο οσμανικός στόλος εκ πεντεκαίδεκα μεγάλων πλοίων συγκείμενος. Ο Λάμπρος εξώρμησεν αμέσως εις συνάντησιν αυτού, αλλά μετά τρίωρον πυροβολισμόν οι πολέμιοι παραδόξως υπεχώρησαν, ίνα λάβωσι καιρόν νά ενωθώσι μετά τής περιμενομένης υπ΄ αυτών αλγερινής μοίρας. Ουδέν ήττον η υποχώρησις αύτη δέν δύναται νά λογισθή ειμή ως ήττα εάν αναλογισθώμεν ότι η δύναμις αυτών ήτο τουλάχιστον τετραπλασία τής ελληνικής, τά δ' ελληνικά πλοία δέν έπαυσαν καταδιώκοντα αυτούς μέχρι τής εσπέρας.

Αλλά καί ο στολίσκος τού Λάμπρου υπέστη βλάβην ου μικράν, δύο δέ τών πλοίων αυτού, τά τού Αναργύρου καί τού Καρακατσάνη, απομακρυνθέντα εν τή καταδιώξει δέν ηδυνήθησαν ουδέ τήν επιούσαν νά ενωθώσι μετά τών λοιπών ένεκα τών εναντίων ανέμων. Τήν δ' επιούσαν ταύτην προσήλθε καί η αλγερινή μοίρα, ώστε οι πολέμιοι επέπεσον μετά διπλασίας δυνάμεως. Ο Λάμπρος, καίτοι δέν είχεν ήδη ειμή πλοία επτά, καί ταύτα παθόντα από τής προτεραίας, δέν εδίστασε νά αντιπαραταχθή, ώστε συνεκροτήθη αγών φοβερός περί Καφηρέα (Κάβο Ντόρο), περί τόν χώρον δηλαδή εκείνον όπου μετά τριάκοντα καί πέντε έτη έμελλε νά διαπράξη ο Γεώργιος Σαχτούρης έν τών λαμπρών αυτού κατορθωμάτων.

Οι εχθροί περιζώσαντες τήν μοίραν τού Λάμπρου ήρχισαν νά πυροβολώσι πανταχόθεν κατ' αυτής, αλλά μετ' ολίγον επεχείρησαν νά κυριεύσωσι τά σκάφη εξ επί πλού. Καί πρώτη λοιπόν η οσμανική ναυαρχίς φέρουσα 74 πυροβόλα, απεπειράθη νά προσκολληθή εις τόν "Αχιλλέα", αλλ' ο κυβερνήτης αυτού, ο γενναίος Ζυγούρης, ανήψεν εν τώ άμα πυρά επί τών κεραιών, απειλών νά μεταδώση τάς φλόγας εις τόν πλησιάζοντα κολοσσόν. Τότε η ναυρχίς ωπισθοχώρησε καί ενωθείσα μετά πέντε αλγερινών φρεγατών επέπλευσε κατά τής "Μαρίας" τού Πασχάλη Κασίμη, όστις δέν ηδυνήθη νά διαφύγη τόν έσχατον κίνδυνον. Οι Αλγερινοί εισπηδήσαντες εντός τού πλοίου τούτου εφόνευσαν 147 Έλληνας καί τραυματίσαντε τόν τε κυβερνήτην καί τούς περιλειφθέντας τρισκαίδεκα ναύτας εκυρίευσαν τήν "Μαρίαν".

Έτερον δέ αλγερινόν πλοίον φέρον τριάκοντα καί έξ μεγάλα πυροβόλα προσεκολλήθη εις τήν "Αθηνάν", τής οποίας τό κατάστρωμα επληρώθη διά μιάς πολεμίων. Αλλ΄ ο Λάμπρος αντιπαραταχθείς εκ τού συστάδην καί καταβαλών τούς εισπηδήσαντας ηδύνατο ίσως νά κυριεύση τόν αντίπαλον, εάν είναι αληθές ότι εκ τών εξακοσίων τούτου ναυβατών δέν διεσώθησαν ειμή τριάκοντα καί έξ. Τό τού Εμμανουήλ Μπουρζουνάκη, αποβαλόν τόν πρυμνήσιον ιστόν καί τόν κυβερνήτην αυτού, κατόρθωσε μέν νά διελάση ανά μέσον τού εχθρικού στόλου αλλ' επί τέλους επυρπολήθη υπό τών ιδίων ναυβατών. Περί τόν Δημήτριον Αλεξόπουλον δέν έμειναν ζώντες ειμή δέκα, οίτινες έρριψαν τό σκάφος εις τήν νήσον Άνδρον καί οι μέν ναύται φυγόντες διεσώθησαν αλλ' ο ατρόμητος Αλεξόπουλος προσαγαγών θρυαλλίδα εις τήν εναπομείνασαν ολίγην πυρίτιδα ανετινάχθη μετά τού πλοίου καί τής σημαίας εις τόν αέρα.

Κατά τήν ναυμαχίαν λοιπον ταύτην ο Λάμπρος απώλεσε δύο μέν πλοία αιχμαλωτευθέντα, τό τού Κασίμη καί τού Νικηφοράκη, τρία δέ πυρποληθέντα υπό τών ιδίων κυβερνητών, περί τούς 650 δέ άνδρας καί αξιωματικούς. Μεταξύ τών φονευθέντων ήσαν καί πολλοί κλέφται. Εκ δέ τών πολεμίων βεβαιούται ότι εφονεύθησαν 3000 καί επληγώθησαν πολλοί. Αλλά καί η Αικατερίνα αυτή ετίμησε τόν Λάμπρον προβιβάσασα μέν αυτόν εις βαθμόν χιλιάρχου, απονείμασα δέ αυτώ τό παράσημον τού Αγίου Γεωργίου.

Ουδέ απέβαλε τό θάρρος καί τάς πεποιθήσεις αυτού ο ήρωας τής Βοιωτίας ένεκα του φοβερού εκείνου ατυχήματος. Αλλ' αναδιοργανώσας τήν ναυτικήν μοίραν αυτού ητοιμάζετο νά εξακολουθήση τόν αγώνα, ότε, έτι από τών μέσων τού 1791 αρξαμένων τών περί ειρήνης διαπραγματεύσεων μεταξύ Ρωσίας καί Τουρκίας, έλαβε τάς προαναφερθείσας διαταγάς, επαναληφθείσας τώ 1792, μετά τήν υπογραφήν τής εν Ιασίω συνθήκης, νά παύση πάσαν εχθροπραξίαν. Ο Λάμπρος αγανακτήσας ανεφώνησεν, ως βεβαιούται, ότι, "εάν η αυτοκράτειρα συνωμολόγησε τήν ειρήνη αυτής, ο Κατσώνης ακόμη δέν υπέγραψε τήν ιδικήν του", εξέδωκεν έντονον κατά τής ρωσικής πολιτικής διαμαρτύρησιν, κατά μήνα Μάιον 1792, καί κατέλαβε τήν περί τό Ταίναρον λακωνικήν παραλίαν μετά του Ανδρούτσου, ίνα, από του ορμητηρίου τούτου, εξακολουθήση τάς επιδρομάς αυτού. Εκεί προσβληθείς υπό του οσμανικού στόλου, μετά του οποίου συνέπραξαν παραδόξως καί δύο γαλλικά μονόκροτα, αντέστη μέν επί τινα χρόνον καί δεινήν επήνεγκεν σφαγήν εις τούς αποβιβασθέντας πολεμίους, αλλ' επί τέλους προτραπείς καί υπ' αυτού τού ηγεμόνος τής Μάνης Τζανέτου Γρηγοράκη, απέπλευσεν εις Ιθάκην καί εκείθεν επέστρεψεν εις Ρωσίαν. Μετ' ου πολύ κατεστάθη εις Κριμαίαν καί απέθανεν εν ακμή έτι τής ηλικίας, τώ 1804.

Ουδέν ήττον ευκλεής αλλ' οικτρά περί τά τέλη απέβη η τύχη του συνεταίρου του Ανδρούτσου. Ούτος μετά τών περί αυτόν αρματωλών απεφάσισε νά διασχύση εν σώματι τήν Πελοπόννησον, ίνα επιστρέψη εις Ρούμελην καί εκείθεν διαπεράση εις Επτάνησον. Εξελθών λοιπόν εκ τής Μάνης εις τήν Λακεδαιμόνα καί τήν Αρκαδίαν καί επί 40 ημέρας καί νύκτας υπό 6000 πολεμίων καταδιωκόμενος, επέτυχεν μέν τού σκοπού, αφού εφόνευσεν υπέρ τούς 1500 Τούρκους, δέν απέβαλε δέ ειμή 96 στρατιώτας καί έναν ανωτερον αξιωματικόν. Παραδοθείς όμως υπό τής Ενετίας εις τήν οσμανικήν κυβέρνησιν, απήχθη εις Κωνσταντινούπολιν, ερρίφθη δέσμιος εις τάς φυλακάς του ναυστάθμου καί εκεί δεινώς ταλαιπωρούμενος ετελεύτησεν.






Φανέρωσις του εξοχότατου χιλιάρχου καί ιππέος Λάμπρου Κατσώνη (1792)

Δέν είναι χρεία μήτε μέ λόγους δικανικούς, μήτε μέ πολλάς αποδείξεις νά βεβαιώση τινάς μίαν αλήθειαν οπού αφ' αυτή της λάμπει καθώς ο ήλιος, όταν τά πράγματα μαρτυρούν περισσότερον από τούς λόγους. Ήθελεν είναι λοιπόν ματαίως εξωδευμένος ο καιρός άν τινας εκαταγίνετο νά επαριθμήση μίαν πρός μίαν τάς εκδουλεύσεις οπού τό γένος τών Ρωμαίων εις κάθε περίστασιν επρόσφερε πρός βοήθειαν τής Ρωσσικής αυτοκρατορίας, όταν δέν είναι άνθρωπος οπού νά μήν εξεύρη τίς τί καί πώς καί πότε τούτο τό γένος εκινήθη κατά τών Οθωμανών, τώρα μέν από τήν ελπίδα τής ελευθερίας του, τώρα δέ από τάς υποσχέσεις τών ενταύθα στελλομένων Ρώσσων αρχηγών, καί τέλος εις όλα ταύτα καταπεπεισμένοι από τό ομόπιστον, καθώς καί κατά τόν ενεστώτα πόλεμον.

Ο σκοπός μας λοιπόν εις τό παρόν είναι νά σημειώσωμεν εις βραχυλογίαν ταίς ιδικαίς μας αιτίαις οπού ηνάγκασαν τόν κύριον κολωνέλον καί ιππέα Λάμπρον Κατζώνην, αρχηγόν τού εν τώ Αιγαίω πελάγει Ρωσσικού στόλου καί όλον εκείνον τόν εξακουστόν αριθμόν τών Ρωμαίων στρατιωτών οπού παριστώσι τό Ελληνικό Γένος καί συνιστώσιν ένα σώμα αξιόλογον, νά παραπονεθή πρός εκείνους από τούς οποίους αναξίως έμειναν αδικημένοι.

Ετούτος ο ανδρείος χιλίαρχος, Λιβάδιος τό γένος, άξιος τού ονόματος καί τής πατρίδος, αφού εδούλευσε τήν Ρωσσίαν εις τήν απερασμένην μάχην πιστώς καί επωφελώς, τέλος πάντων καί περί τάς αρχάς τού παρόντος πολέμου ευρεθείς μεταξύ τών μαχομένων στρατευμάτων γνωρισμένος από τόν αξιοθαύμαστον πρίγκηπα Ποτέμκιν τόν Ταυρικόν καί αγαπημένος απ' αυτόν διά τάς αξίας καί εκδουλευσίν του, ύστερον από αρκεταίς αποδείξεις τής ανδραγαθίας του, εστάλη από τόν αυτόν πρίγκηπα εις τό Αιγαίον πέλαγος διά νά ενεργήση εναντίον τού εχθρού...

Όθεν καί κατέστησεν έναν στόλον από δεκαοκτώ πλοία μέ τά οποία αυτός ως αρχηγός κατά τάς δοθείσας αυτώ προσταγάς ώρμησεν εις τό Αιγαίον κατά τών Οθωμανών. Αυτός ήτον ο κύριος τού Αρχιπελάγους καί ο οθωμανικός στόλος εφοβείτο νά απαντήση εκείνον τού Λάμπρου μ' όλον οπού εκείνος ήτον ασυγκρίτως ανώτερος από τούτον καί κατά τήν ποσότητα καί κατά τήν ποιότητα. Καί όμως ο μικρός στόλος τού Λάμπρου, σχεδόν μέσα εις τό κέντρον τής οθωμανικής επικράτειας, όχι μόνον δέν εκρύπτετο, αλλ' εκ τού εναντίου καί επεραίωσε τόν ναύσταθμόν του εις τήν νήσον τής Τζιάς, πλησιόν τόσων καί τόσων οθωμανικών δυνάμεων καί σχεδόν εις αυτάς τάς θύρας τής βασιλικής καθέδρας....

Τί έκαμνεν ο Κατσόνης καί τί ενήργησε πρός βλάβην του εχθρού καί ωφέλειαν τής Ρωσίας είναι γνωστόν εις όλους. Αυτός ήταν ο κύριος του αρχιπελάγους, καί ο οθωμανικός στόλος εφοβείτο. Άν δέν εφόβιζε τούς Οθωμανούς ήθελαν ενώσουν τόν εις τό Αιγαίον πέλαγος στόλον τους μέ εκείνον του Ευξείνου Πόντου, από τόν οποίον ακολουθούσε νά διπλασιασθή η δύναμις τών Οθωμανών κατά τών Ρώσων...

Οι Ρωμαίοι θέλει παύσουν νά εχθρεύωνται τούς εχθρούς, όταν λάβουν τά δίκαια οπού τούς ανήκουν...






Σάμουελ Γκρίντλεϋ Χάου, Ιστορική Σκιαγραφία τής Ελληνικής Επαναστάσεως - γιά τίς σφαγές στό Αϊβαλί

Κανένα μέρος δέν υπέφερε τόσο όσο οι Κυδωνιές (Αϊβαλί). Αυτό τό πλούσιο καί σημαντικό μέρος κατοικούνταν μόνο από Έλληνες, πού απολάμβαναν τό σπάνιο προνόμιο νά ζούν κάτω από δικούς τους νόμους. Οι κάτοικοι ήταν 30.000 στήν πόλη, πρίν από τήν επανάσταση. Εν συνεχεία όμως πολλοί είχαν Samuel Gridley Howe φύγει. Είχε ένα σχολείο καί ο πληθυσμός της θεωρείτο πολύ περισσότερο μορφωμένος απ' τούς κατοίκους κάθε άλλης ελληνικής πόλης.

Καθώς η πόλη βρισκόταν στήν καρδιά τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ούτε σκέψη δέν πέρασε ότι μπορούσαν νά επαναστατήσουν. Αλλά ο πασάς τής περιφέρειας πίστευε ότι ετοιμάζονταν. Μέ τό πρόσχημα λοιπόν ότι ανακαλύφθηκε κάποια συνωμοσία, έστειλε χίλιους στρατιώτες νά στρατοπεδεύσουν στήν πόλη. Τήν άλλη μέρα έφτασε ακόμα περισσότερος στρατός κι άρχισαν νά τρομοκρατούν τούς κατοίκους.

They wanted only an excuse, to fall upon and massacre them. The third day, the Greek fleet appeared off the harbour, but merely by accident, not having had any communication with it. This however was the signal for the Turks, who began to massacre all that fell in their way, and set fire to the houses. The inhabitants, in despair, rushed to arms; boats were sent off from the fleet; the sailors united with the inhabitants, and after a severe fight, the Turks were driven out of the town. But the inhabitants knew it was only a momentary respite; in the morning the Turks would return with immense forces, and the only refuge from death or slavery was on board the vessels.

That night was to them one of horror and confusion, more easily imagined than described; every one was anxious to get on board, with as many of his effects as be could save. About 5000 were received on board the fleet, and the next day as many more were butchered by the Turks. All the men, the young and aged, were murdered in cold blood; the women and boys, whose beauty made them valuable prizes, were carried off to sell in the markets of Constantinople, and serve the brutal lusts of the rich. The buildings were all burnt, and of the flourishing Aivali, there remained but the ashes of its houses and the bones of its inhabitants.

The fleet bore away with its melancholy charge - every vessel crowded full. That of Tombazi had more than 600 on board. They were distributed among the islands, and left to the compassion of the inhabitants; and the fleet returned - each division to its own port.






Προκήρυξη τού Ανδρούτσου πρός τούς Αθηναίους

"Πατριώται, πολεμούμε διά τά πολυτιμότερα προνόμια του κόσμου: διά τήν πίστην, τήν ελευθερίαν τής χώρας μας καί διά τήν Ελλάδα. Η πρώτη είναι αγία, καί ο Θεός είναι μαζί μας. Η δεύτερη είναι κληρονομιά μας καί τό ακατάλυτο δικαίωμα όχι μόνο τών Eλλήvων, αλλά κάθε φωτισμένου Έθνους. Όποιος νιώθει τήν αλήθειαν αυτήν τών αισθημάτων ας μέ ακολουθήσει πριν χαθεί τό παv."






Γράμμα τού Ανδρούτσου πρός τόν Κοραή

«Αφ' ου ηγωνίσθεις τόσους χρόνους νά διδάσκης μακρόθεν τούς δυστυχείς σου ομογενείς, δέν είναι πλέον δίκαιο σήμερον νά έλθης καί συ νά συντρέξης εις τήν ανεξαρτησίαν καί αυτονομίαν τής Ελλάδος προσωπικώς; Άν συγγράψης εις τούς ολίγους σου χρόνους τά υψηλότερα πράγματα, καί η Ελλάς πέση, τίς η ωφέλεια; Άν όλοι οι μετά ταύτα αιώνες στεφανώσωσι τούς κόπους σου μέ τούς λαμπροτέρους επαίνους, καί η Ελλάς μείνη πάλιν υπο ζυγόν, ποιά πλέον δόξα; Άν συ, εις ολίγα λόγια, απαθανατισθής συγγράφων, καί η πατρίς σου παραδοθή εις τάς χείρας του άγριου τυρράνου, ή εις τήν διάκρισιν τών ανθρωπίνων παθών, τί εκέρδισας;»






Αναστάσιος Γούδας - Βίοι Παράλληλοι τών επί τής Αναγεννήσεως τής Ελλάδος Διαπρεψάντων Ανδρών 1872

Σφαγές έξω από τήν Πρέβεζα στήν Σαλαώρα, από τόν Αλή πασά (1798).

Ο αιμοβόρος σατράπης έστησε τήν σκηνήν του εις Σαλαγόραν καί διέταξε νά εξάγωσιν ένα μετά τόν άλλον τούς δυστυχείς Πρεβεζάνους εκ τού κύτους τών πλοίων, ένθα τούς είχε συσσωρευμένους καί στερουμένους ατμοσφαιρικού αέρος. Τότε δέ οι μέν δήμιοι έσυρον αυτούς εις σφαγείον από τών τριχών τής κεφαλής, ο δέ Αλής, εξηπλωμένος εις χλόην, ήν είχε μετασχηματίσει ως ανακλιντήριον, μ' έν κίνημα τής κεφαλής καί μέ σατανικόν γέλωτα, έδιδε τό σημείον τής αποτομής εκάστης κεφαλής.

Επί τής σφαγιάσεως εκάστου τών θυμάτων, απάντων αποκεφαλισθέντων, ώσπερ άλλοτε οι ταύροι εν τοίς ναοίς τών Ευμενίδων, τό μέν πρώτον ηκούοντο ευφημίαι, έπειτα δέ οι θηριώδεις δορυφόροι τού Αλή επέπιπτον επί τών σφαγίων, καί εξύβριζον τά λείψανα αυτών, καί εν τοσούτοις ο ήλιος δέν ανεχαίτιζε τήν πορείαν του υπό τής φρίκης.

Ούσης περί τά τέλη τής αξιοδάκρυτου ταύτης σκηνής, ο βραχίων τού Αιθίοπος Οσμάν, όστις δέν έπαυε νά κόπτη κεφαλάς, επεσχέθη αίφνης, τό ημίγυμνο σώμα του ήρξατο νά πάσχη σπασμούς, τά γόνατά του εκάμφθησαν, έπεσεν ασφυκτικός εν τώ μέσω τών μαρτύρων καί απέπνευσε τήν ασεβή αυτού πνοήν υπό τάς όψεις εκείνου, ούτινος εχρησίμευεν ως θανατηφόρον όργανον...

Αίφνης επιφαίνεται εν τή θαλάσση πλοιάριον, επιπλέον μόνον διά τών κωπών, έφερε δέ τό πλοιάριον σημαίαν λευκήν, ήρχετο ν' αποσπάση από τού θανάτου Χριστιανούς. Ο Ιθακήσιος Γεράσιμος Σαγκινάτζος δεικνύει τό διαβατήριόν του εις τόν Αλή καί διαπραγματεύται τήν απελευθέρωσιν αδελφού καί εξαδέλφου. Όταν έσπευσε νά κομίση τά λύτρα είδε τάς προσφιλείς αυτώ κεφαλάς κολυμβώσας εις τό αίμα, κράτησε τά δάκρυά του καί έθεσε εις τούς πόδας τού τυράννου τό αιτηθέν χρυσίον.

Έδειξε ως συγγενείς του δύο Πρεβεζάνους πάντη αγνώστους αυτώ καί τούς απελευθέρωσε. Όταν αργότερα εισήλθε εις Λευκάδαν, εθρήνησεν αδελφόν καί εξάδελφον, καί εδόξασε τόν Ύψιστον, ότι αντ' αυτών εδυνήθη τουλάχιστον νά σώση δύο χριστιανούς, έστω καί αγνώστους από τής σφαγής.