Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΣΤ'
http://www.agiasofia.com
Αττική
Αλαμάνα
Πήλιο - Άνθιμος Γαζής
Μακεδονία



Επανάσταση στήν Αττική






Η Αθήνα μετά τήν άλωση τής Κωνσταντινούπολης από τούς Φράγκους (1204), είχε καί αυτή παρόμοια τύχη, αφού τήν κατέλαβαν οι Γάλλοι ευγενείς οι οποίοι μάλιστα διόρισαν Λατίνο αρχιεπίσκοπο, εξορίζοντας ταυτόχρονα τόν Έλληνα επίσκοπο Μιχαήλ Χωνιάτη. Ακολούθησαν καί άλλοι κατακτητές, όπως ήταν οι Καταλανοί τό 1311, οι Φλωρεντίνοι τό 1387 καί τέλος οι Οθωμανοί τό 1456. Τή διοίκηση τής πόλης επέβλεπε ο πασάς πού είχε τήν έδρα του στό Νεγρεπόντε (Χαλκίδα). O βοεβόδας μέ ένα μικρό στρατιωτικό τμήμα διέμενε στήν Ακρόπολη καί φρόντιζε γιά τήν τάξη τής πόλης. Ο Παρθενώνας είχε μετατραπεί σέ τζαμί μέ ένα κτίσμα πού έβλεπε πρός τήν Μέκκα καί βρισκόταν στό εσωτερικό τού αρχαίου ναού.

Τζαμί μουσουλμανικό μέσα στόν Παρθενώνα

Τό 1645 ο έλεγχος τών Αθηνών περιήλθε στόν αρχιευνούχο τού χαρεμιού πού διατηρούσε ο σουλτάνος στό παλάτι του στό Τόπ Καπί. Τό 1656 ένας κεραυνός έπληξε τά Προπύλαια στήν Ακρόπολη πού ανατινάχτηκαν αφού εκεί φύλαγαν οι κατακτητές τό μπαρούτι γιά τά κανόνια τους. Τό 1687 οι Βενετοί κατέλαβαν τήν Αττική, καί διατήρησαν εκεί τήν κυριαρχία τους γιά δύο χρόνια. Τότε ήταν πού ο Ενετός στρατηγός Μοροζίνι μέ βολή πυροβόλου κατέστρεψε τόν Παρθενώνα, τόν οποίον οι Τούρκοι συνέχιζαν νά χρησιμοποιούν ως πυριτιδαποθήκη.

Ο Μοροζίνι, φεύγοντας από τόν Πειραιά, πήρε μαζί του καί ένα κολοσσιαίο αρχαίο άγαλμα πού παρίστανε έναν λέοντα. Εξ' ού καί οι Βενετοί ονόμαζαν τό λιμάνι Αρβανίτες στήν Αττική Πόρτο Λεόνε. Τό λιοντάρι όπως γνωρίζουμε έμελλε νά αποτελέσει σύμβολο τής Γαληνοτάτης Δημοκρατίας τής Βενετίας. Στό άγαλμα αυτό ήταν χαραγμένες επιγραφές άγνωστης γλώσσας. Εκ τών υστέρων αποδείχθηκε ότι η γλώσσα ήταν σκανδιναβική καί οι επιγραφές ήταν χαραγμένες από τούς μισθοφόρους Ρώς τού Αυτοκράτορα Βασιλείου τού Βουλγαροκτόνου, ο οποίος τό 1018 είχε επισκεφθεί τήν πόλη τών Αθηνών, μετά τήν οριστική συντριβή τών Βούλγαρων τού Σαμουήλ στή Μακεδονία.

Τό 1688 οι Οθωμανοί επανήλθαν στήν Αθήνα όπου έκτισαν πολλά τζαμιά χρησιμοποιώντας πέτρες καί κίονες από αρχαίους ναούς. Τό 1775 έφθασε στήν Αθήνα ο Χατζή Αλή Χασέκης, ο οποίος διοίκησε τήν πόλη μέ πολύ μεγάλη σκληρότητα. Οι αγγαρείες, οι ξυλοδαρμοί καί οι απαγχονισμοί αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο. Τό 1799 ο Άγγλος Έλγιν πήρε άδεια από τήν Υψηλή Πύλη καί λήστεψε τά γλυπτά τού Παρθενώνα. Βοεβόδας τών Αθηνών Τήν προεπαναστατική περίοδο, η Αθήνα είχε 10000 κατοίκους καί μετρούσε έξι αιώνες ξένης κατοχής. Βέβαια εδώ τίθεται τό αιώνιο ερώτημα. Πρέπει ο Έλληνας νά παραιτείται τών εδαφών πού έχουν καταλάβει οι αλλόφυλοι κατακτητές, όταν περνάει μεγάλο χρονικό διάστημα; Στή σύγχρονη Ελλάδα τού 2011, τό ισχύον σύστημα θεωρεί ότι πρέπει νά ξεχνάμε τά εδάφη πού κάποτε κατείχαν οι πρόγονοί μας, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. Ευτυχώς οι επαναστάτες στήν Αττική είχαν διαφορετική άποψη. Δέν ξέχασαν ποτέ ότι ο Παρθενώνας ήταν κτίσμα Ελλήνων καί όσοι αιώνες καί νά περάσουν όφειλαν νά αγωνιστούν γιά νά επανέλθει στήν κυριότητα τους. Ο Μακρυγιάννης άλλωστε αυτό δήλωνε στά παλληκάρια του. Ότι πολεμούσαν γιά τά αρχαία μάρμαρα.

«Η Αθήνα μέ τήν αβασίλευτη δόξα καί τ' αθάνατα μάρμαρα ζούσε, αιώνες τώρα, κάτω από τήν πιό σκοτεινή κι οπισθοδρομική σκλαβιά - τόν τούρκικο ζυγό. Η πολιτεία όπου γεννήθηκε η δημοκρατία, κυβερνιόταν από άξεστους βοεβόδες. Η Ακρόπολη, πού κάποτε τή στόλιζαν πλήθος αγάλματα, ήταν πιά κάστρο γεμάτο από τούρκικα χαμόσπιτα καί στρατώνες, φτιαγμένα τά πιότερα από υλικά τών μισοερειπωμένων ναών. Ο Παρθενώνας, τό ανυπέρβλητο αρχιτεκτονικό δημιούργημα, είχε γίνει τζαμί κι ο μουεζίνης ανέβαινε στό μιναρέ του γιά νά διαλαλήσει πώς ένας είναι ο θεός καί προφήτης αυτού, ο Μωάμεθ.

Τρείς πολιτείες στήν τουρκοκρατούμενη Ελλάδα βρίσκονταν περιτριγυρισμένες μέ τειχί, η Τριπολιτσά, τ' Ανάπλι καί η Αθήνα. Τής τελευταίας, πού είχε επτά πύλες, τό έφτιασε τό 1778 ο περιβόητος βοεβόδας της Χατζή Αλήαγας Χασεκής. Μέσα στόν περιτειχισμένο περίβολο κατοικούσαν δέκα χιλιάδες ψυχές, πού τό ένα τέταρτο απ' αυτές ήταν Τούρκοι. Χαίρονταν μεγάλα κτήματα στήν Αττική, μά όλοι τους είχανε τά κονάκια τους στήν πολιτεία. Έξω απ' αυτή, σ' όλα τά χωριά, ζούσαν μονάχα Χριστιανοί.»

Δημήτρης Φωτιάδης - Επανάσταση τού 21

Στό χωριό Χασιά (Φυλή) είχε από τίς αρχές Απριλίου 1821 δημιουργηθή ένα σώμα ενόπλων από τόν γενναίο χωρικό Μελέτη Βασιλείου, ο οποίος ήταν ήδη μυημένος στή Φιλική Εταιρεία. Βρισκόταν σέ συνεννόηση μέ τόν Αναγνώστη Κιουρκατιώτη από τό Μενίδι (Αχαρναί) καί τόν Γιάννη Ντάβαρη από τό Λιόπεσι. Μόλις έφθασαν τά νέα τής επανάστασης στήν Πελοπόννησο καί τήν Άμφισσα, οι φτωχοί κάτοικοι τής υπαίθρου (ξωτάρηδες) ξεκίνησαν από τά χωριά τους γιά νά κτυπήσουν τούς Τούρκους τών Αθηνών. Οι Τούρκοι ήταν προετοιμασμένοι καί είχαν ήδη μεταφέρει τρόφιμα καί πολεμοφόδια στήν Ακρόπολη. Στίς 10 Απριλίου συνέλαβαν τούς άρχοντες τής πόλεως Προκόπιο Μπενιζέλο, Άγγελο Γέροντα, Παλαιολόγο Μπενιζέλο καί τούς κληρικούς Φιλάρετο Τριανταφύλλη, Άνθιμο Αγιοταφίτη καί αρκετούς άλλους καί περίμεναν τίς εξελίξεις. Bέβαια προηγουμένως είχαν σκεφτεί τό σύνηθες μέτρο γιά τούς Τούρκους, δηλαδή τή γενική σφαγή τού χριστιανικού πληθυσμού, γιά νά προλάβουν τήν εξέγερση. Αλλά τήν κατάσταση τήν έσωσε ο καδής Χατζή Χελήλ εφέντης, φιλάνθρωπος καί άξιος ευγνωμοσύνης από τούς Χριστιανούς, διότι έσωσε τόν πληθυσμό τών Αθηνών από τόν όλεθρο.

Αθήνα 1821

Δύο ώρες προτού νά φέξει στίς 25 Απριλίου 1821, οι Ρωμιοί χωρικοί επιτέθηκαν κατά τής πόλεως τών Αθηνών, μέ αρχηγό τους τόν Αρβανίτη Μελέτη Βασιλείου καί μέ σημαία ένα κόκκινο σταυρό, φωνάζοντας "Χριστός Ανέστη - Ελευθερία - Ελευθερία!". Κατέλαβαν αμέσως τόν λόφο τού Φιλοπάππου καί τόν Άρειο Πάγο ενώ οι Τούρκοι αποσύρθηκαν στόν βράχο τής Ακρόπολης. Ο Αθηναίος Παναγής Σκουζές μοίραζε σέ άοπλους επαναστάτες τά όπλα πού είχε αγοράσει από τήν Ευρώπη καί τά είχε παραλάβει από μία ολλανδική γολέττα. Στίς 28 Απριλίου ο Μελέτης Βασιλείου ύψωσε τή σημαία στό διοικητήριο τής πόλης.

«Συσσωμαθέντες δέ οι Αθηναίοι, οι εκ τής πόλεως καί τών χωρίων περί τούς χίλιους διακοσίους εις Μαινίδιον (Αχαρνάς) εμβαίνουσιν εις τήν πόλιν τήν 25ην Απριλίου 1821, έχοντες αρχηγόν τόν Μελέτιον Βασιλείου Χαστιέα καί οι Τούρκοι προλάβοντες απεκλείσθησαν εις τό φρούριον σύν γυναιξί καί τέκνοις, διορίσαντες μικράς φυλακάς τού τειχίου τής πόλεως κατά τάς πύλας. Η δέ είσοδος τών Αθηναίων εγένετο διά τής πύλης Βομβονήστρας καλουμένης, πρώτου εισπηδήσαντος ένδον καί ανοίξαντος τήν θύραν Δημητρίου Σαρκουδίνου, ότε ο Γεώργιος Κουρτέσης επιπίπτει πρώτος κατά τινος Οθωμανού Θεσσαλονικέως, τού αρπάζει τήν σπάθην από τάς χείρας, πολύτιμον ούσαν καί παρέδωκεν αυτόν εις τόν θάνατον.

Γενόμενοι δέ κύριοι τής πόλεως, έψαλον δοξολογίας πρός Κύριον. Καί επομένως εισελθόντες εις τάς οικίας τών Τούρκων, ήρπαζον πάν τό προστυχόν, καθυβρίζοντες εν εκδικήσει τών απαιδεύτων τινές καί εις αυτά τά άψυχα, μέ τό νά ήσαν τουρκικά, εξομοιούμενοι κατά τούτο μέ τούς Τούρκους, οίτινες ταυτά έπραττον κατά τών Χριστιανών αμοιβαίως.

Οι Αθηναίοι επεχείρησαν τόν αποκλεισμόν μετά σπουδής καί ζήλου, συνεισφέροντες έκαστος τά ίδια αυτού εις τάς κοινάς χρείας τού μεγάλου τούτου επιχειρήματος. Πανταχόθεν αντηχούσεν ο πατριωτισμός, ο ζήλος, η άμιλλα τού καλού μέ τήν γενικήν φωνήν "ή ζωή ελευθέρα ή θάνατος ένδοξος".

Ποιήσαντες τόν όρκον τής υπακοής υποτάσσονται οι Χασιώται υπό τόν Μελέτιον Βασίλειου καί Δημήτριον Σκευάν συνδημότας των, οι Μαινηδιάται υπό τόν Αναγνώστην Κιουρκατιώτην συνδημότην των. Οι Μεσογείται υπό τόν Ιωάννην Ντάβαριν, πρόκριτον τού χωρίου Λιόπεσι, οι δέ κάτοικοι τής πόλεως υπό τούς Ιωάννην Βλάχον, Νικόλαον Σαρήν, Συμεών Ζαχαρίτσαν, Νερούτζον Βενιζέλον, Λουκάν Νίκαν, Σωτήριον Βουζίκην, Δημήτριον Ξάνθην, Σπυρίδωνα Κυριακόν.»

Διονύσιος Σουρμελής - Ιστορία τών Αθηνών, 1853

Οι Αθηναίοι ξεκίνησαν τήν πολιορκία τού φρουρίου τής Ακρόπολης καί έτρεξαν νά τούς βοηθήσουν Αιγινήτες, Κύθνιοι καί Τζιώτες μέ επικεφαλής τόν Μιχαήλ Πάγκαλο καί ακόμα μερικοί Κεφαλλονίτες πού έφεραν μαζί τους κανόνια. Ακολούθησαν οι Υδραίοι οι οποίοι έστειλαν τόν Γεώργιο Νέγκα στόν Πειραιά μέ ένα μπρίκι έντεκα πυροβόλων. Τή διοίκηση τής Αθήνας τήν ανέλαβε πενταμελής επιτροπή τήν οποία αποτελούσαν ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Διονύσιος, ο Χατζη Παναγής Ζαχαρίτσας, ο Σπύρος Πατούσας, ο Νικόλαος Τυρναβίτης καί ο αρχιμανδρίτης Δημήτριος Αντωνόπουλος. Σέ μερικές ημέρες ο αριθμός τών Ελλήνων πού πολιορκούσαν τήν Ακρόπολη είχε φτάσει τούς τρείς χιλιάδες.


«Les Grecs ainsi que les Turcs supposent que tous les Francs ont des connaissances en medecine et des secrets particuliers. La simplicite avec laquelle ils s' adressent a un etranger dans leurs maladies a quelque chose de touchant, et rappelle les anciennes moeurs: c' est une noble confiance de l' homme envers l' homme. Les sauvages en Amerique ont le meme usage.

Un Grec vint donc me chercher pour voir sa fille. Je trouvai une pauvre creature etendue a terre sur une natte et ensevelie sous les haillons dont on l'avait couverte. Elle degagea son bras, avec beaucoup de repugnance et de pudeur, des lambeaux de la misere, et le laissa retomber mourant sur la couverture. Elle me parut attaquee d'une fievre putride.

O Γάλλος περιηγητής Σατωμπριάν, περνώντας από τά Μέγαρα γιά νά πάει στήν Αθήνα συνάντησε έναν Ρωμιό ο οποίος τόν παρακάλεσε νά έρθει νά γιατρέψει τήν κόρη του. Τό παιδί ήταν τυλιγμένο σέ κουρέλια, ψηνόταν στόν πυρετό καί ήταν τελείως αβοήθητο. Οι Ρωμιοί αλλά καί οι Τούρκοι θύμιζαν στόν Σατωμπριάν τούς άγριους τής Αμερικής. Τό βιοτικό τους επίπεδο σέ σύγκριση μέ τούς υπόλοιπους Ευρωπαίους ήταν πολύ χαμηλό καί οι άρρωστοι ήταν παρατημένοι στήν τύχη τους.»


Chateaubriand (Σατωμπριάν) - Itineraire de Paris a Jerusalem, 1811


«Quelques coups de canon tires de l' Acropolis annoncerent l' approche du bey. Ce cortege bizarre se composait d'Albanais a pied, de janissaires, de spahis a cheval; tous les Turcs considerables, suivis de leurs gens, caracolaient autour du bey, tandis que la plus basse milice musulmane criait, agitait des drapeaux er tirait des coups de fusil.

Les Grecs qui m' entouraient etaient mornes, embarrasses, et je vis des larmes genereuses mouiller encore ces marbres, vieux trophees de la puissance d' Athenes. Les Grecs esperent l'independance comme les Hebreux esperent le Messie.

O Γάλλος κόμης τού Φορμπίν επισκέφθηκε τήν Αθήνα τό 1817 καί μάς περιγράφει τήν θλίψη τών Ελλήνων κατά τήν υποδοχή τού μπέη τής Καρύστου. Επίσης αναφέρει ότι οι Έλληνες προσδοκούν τήν ελευθερία τους όπως οι Εβραίοι προσδοκούν τόν Μεσσία. Tούς δέ κατοίκους τής Σαλαμίνας τούς χαρακτηρίζει ως ημιάγριους (Quelques Grecs a demi sauvages s' enfuient des qu' on debarque a Salamine).»


Forbin, L. N. P. Auguste - Voyage dans le Levant en 1817 et 1818


«Ήδη δέ πρόκειται νά ομιλήσωμεν περί τών κατά τήν Αττικήν Αλβανών καί τής επικρατούσης αυτών γλώσσης. Αφού ο σουλτάνος τής Κωνσταντινουπόλεως κατέστρεψε τήν Αλβανίαν μετά τόν θάνατον τού ενδόξου Γεωργίου Σκενδέρμπεη, πολλοί Αλβανοί διά νά αποφύγωσι τήν σφαγήν καί τήν αιχμαλωσίαν προσέφυγον εις τήν κάτω Ελλάδα, Βοιωτία, Αττικήν καί Πελοπόννησον.

Οι Αθηναίοι λοιπόν υποδεχθέντες τούς πρόσφυγας τούτους ομοθρήσκους των, έδωκαν πρός αυτούς οι κτηματικοί τάς κατά τήν Αττικήν γαίας των διά νά τάς καλλιεργώσιν επί συμφωνίαν. Επειδή οι ενταύθα Χριστιανοί Αλβανοί εύρισκον παρά τοίς Τουρκαλβανοίς κάποιαν συμπάθειαν διά τό ομόφυλλον καί ομόγλωσσον, ίσως καί συγγένειαν, τούτου ένεκα ηναγκάσθησαν καί οι λοιποί κάτοικοι Έλληνες τών χωρίων νά συμμορφωθώσι κατά τό ένδυμα, ήθη καί διάλεκτον μέ τούς συνοίκους των Αλβανούς, διά νά αποφύγωσιν οπωσούν τήν σκληράν απανθρωπίαν τών διαρπαζόντων.

Προσέτι δέ, επειδή οι διοριζόμενοι παρά τού βοϊβόνδαν επιστάται εις τήν σύναξιν τού δικαιώματος τής δεκατείας (φόρος τής δεκάτης) ήσαν ως επί τό πλείστον Τουρκαλβανοί, οι κάτοικοι τών χωρίων, καθό γεωργοί άπαντες, διά νά έχωσι τάς σχέσεις αυτών καί νά οικειώνται μετ' αυτών επί τό συμφέρον, ηναγκάζοντο νά εξαλβανίζωνται κατά πάντα.

Καί οι τελευταίοι τών αλβανισθέντων είναι οι κάτοικοι τών Αχαρνών (Μενίδι), καί Αμαρουσίου, οίτινες παρεδέχθησαν τόν αλβανισμόν μετά τά μέσα τής ΙΗ’ (18ης) εκατονταετηρίδος. Καί μέχρι τής σήμερον σώζονται γέροντες τινές εις Αχαρνάς, ενθυμούμενοι τήν μεταβολή, καί διηγούμενοι τά περιστατικά.

Πάς γάρ λαός δουλωθείς άπαξ, ρέπει βεβαίως επί τά χείρω, οπόταν μάλιστα επίκηται αυτώ τό παχύ τής αμάθειας σκότος, η καταπίεσις τής πτωχείας καί αι καταστρεπτικαί προλήψεις. Εν τούτοις δέν απέμαθον ούτοι τήν πάτριον αυτών γλώσσαν καί πανταχού τής Αττικής όλοι οι κάτοικοι τών χωρίων γνωρίζουσι καί λαλούσι τήν σημερινήν ελληνικήν, όπως καί οι κάτοικοι τής πόλεως.

Ότι δέ τά ειρημένα περί τής εξαλβανίσεως τών κατοίκων τής Αττικής ήσαν ολιγώτατοι ως πρός τούς ανέκαθεν κατοίκους αυτής, έχονται αληθείας. Ταύτα δέ καί περί τών Αλβανών τής Αττικής, περί τών οποίων ηναγκάσθην νά γράψω τά ολίγα αυτά χάριν τών μεταγενεστέρων, διά νά μήν αγνοώσι τήν αφορμήν τής κατοικήσεως τών Αλβανών αυτών εις τήν Αττικήν καί νά μή νομίζωσιν ότι όλοι οι κάτοικοι κατάγονται εξ Αλβανών, διότι όσα άλλα παρά ταύτα είπον ξένοι τινές, πεποιθότες εις εικασίας μόνον, είναι ανυπόστατα καί χωρίς καμμίαν βάσιν.»


Σουρμελής Διονύσιος - Κατάστασις Συνοπτική τής Πόλεως τών Αθηνών 1842




Διά τού Σταυρού καί τής Ρομφαίας απέκτησε τό έθνος τήν ελευθερίαν του