Η Αθήνα μετά τήν άλωση τής Κωνσταντινούπολης από τούς Φράγκους
(1204), είχε καί αυτή παρόμοια τύχη, αφού τήν κατέλαβαν οι Γάλλοι ευγενείς οι οποίοι
μάλιστα διόρισαν Λατίνο αρχιεπίσκοπο, εξορίζοντας ταυτόχρονα τόν Έλληνα επίσκοπο Μιχαήλ Χωνιάτη.
Ακολούθησαν καί άλλοι κατακτητές, όπως ήταν οι Καταλανοί τό 1311,
οι Φλωρεντίνοι τό 1387 καί τέλος οι Οθωμανοί τό 1456.
Τή διοίκηση τής πόλης επέβλεπε ο πασάς πού είχε τήν έδρα του στό Νεγρεπόντε (Χαλκίδα).
O βοεβόδας μέ ένα μικρό στρατιωτικό τμήμα διέμενε στήν Ακρόπολη καί φρόντιζε γιά τήν τάξη τής πόλης.
Ο Παρθενώνας είχε μετατραπεί σέ τζαμί μέ ένα κτίσμα πού έβλεπε πρός τήν Μέκκα καί βρισκόταν στό εσωτερικό τού αρχαίου ναού.
«Η Αθήνα μέ τήν αβασίλευτη δόξα καί τ' αθάνατα μάρμαρα ζούσε, αιώνες τώρα, κάτω από τήν πιό σκοτεινή κι οπισθοδρομική σκλαβιά - τόν τούρκικο ζυγό.
Η πολιτεία όπου γεννήθηκε η δημοκρατία,
κυβερνιόταν από άξεστους βοεβόδες. Η Ακρόπολη, πού κάποτε τή στόλιζαν πλήθος αγάλματα, ήταν πιά κάστρο
γεμάτο από τούρκικα χαμόσπιτα καί στρατώνες, φτιαγμένα τά πιότερα από υλικά τών μισοερειπωμένων ναών. Ο Παρθενώνας, τό ανυπέρβλητο αρχιτεκτονικό δημιούργημα,
είχε γίνει τζαμί κι ο μουεζίνης ανέβαινε στό μιναρέ του γιά νά διαλαλήσει πώς ένας είναι ο θεός καί προφήτης αυτού, ο Μωάμεθ.
Στό χωριό Χασιά (Φυλή) είχε από τίς αρχές Απριλίου 1821
δημιουργηθή ένα σώμα ενόπλων από τόν γενναίο χωρικό Μελέτη Βασιλείου, ο οποίος
ήταν ήδη μυημένος στή Φιλική Εταιρεία. Βρισκόταν σέ συνεννόηση μέ τόν Αναγνώστη Κιουρκατιώτη από τό Μενίδι (Αχαρναί) καί τόν
Γιάννη Ντάβαρη από τό Λιόπεσι. Μόλις έφθασαν τά νέα τής
επανάστασης στήν Πελοπόννησο καί τήν Άμφισσα, οι φτωχοί κάτοικοι τής υπαίθρου (ξωτάρηδες) ξεκίνησαν από τά χωριά τους γιά νά κτυπήσουν τούς Τούρκους τών
Αθηνών. Οι Τούρκοι ήταν προετοιμασμένοι καί είχαν ήδη μεταφέρει τρόφιμα καί πολεμοφόδια στήν Ακρόπολη.
Στίς 10 Απριλίου συνέλαβαν τούς άρχοντες τής πόλεως Προκόπιο Μπενιζέλο,
Άγγελο Γέροντα, Παλαιολόγο Μπενιζέλο καί τούς κληρικούς Φιλάρετο Τριανταφύλλη,
Άνθιμο Αγιοταφίτη καί αρκετούς άλλους καί περίμεναν τίς εξελίξεις.
Bέβαια προηγουμένως είχαν σκεφτεί τό σύνηθες μέτρο γιά τούς Τούρκους, δηλαδή
τή γενική σφαγή τού χριστιανικού πληθυσμού,
γιά νά προλάβουν τήν εξέγερση. Αλλά τήν κατάσταση
τήν έσωσε ο καδής Χατζή Χελήλ εφέντης, φιλάνθρωπος καί άξιος ευγνωμοσύνης
από τούς Χριστιανούς, διότι έσωσε τόν πληθυσμό τών Αθηνών από τόν όλεθρο.
«Συσσωμαθέντες δέ οι Αθηναίοι, οι εκ τής πόλεως καί τών χωρίων περί τούς χίλιους διακοσίους εις Μαινίδιον (Αχαρνάς) εμβαίνουσιν
εις τήν πόλιν τήν 25ην Απριλίου 1821, έχοντες αρχηγόν τόν Μελέτιον Βασιλείου Χαστιέα καί
οι Τούρκοι προλάβοντες απεκλείσθησαν εις τό φρούριον σύν
γυναιξί καί τέκνοις, διορίσαντες μικράς φυλακάς τού τειχίου
τής πόλεως κατά τάς πύλας. Η δέ είσοδος τών Αθηναίων εγένετο διά τής πύλης
Βομβονήστρας καλουμένης, πρώτου εισπηδήσαντος ένδον καί ανοίξαντος τήν θύραν
Δημητρίου Σαρκουδίνου, ότε ο Γεώργιος Κουρτέσης επιπίπτει πρώτος κατά τινος Οθωμανού Θεσσαλονικέως,
τού αρπάζει τήν σπάθην από τάς χείρας, πολύτιμον ούσαν καί παρέδωκεν αυτόν εις τόν θάνατον.
Οι Αθηναίοι ξεκίνησαν τήν πολιορκία τού φρουρίου τής Ακρόπολης
καί έτρεξαν νά τούς βοηθήσουν Αιγινήτες, Κύθνιοι καί Τζιώτες μέ επικεφαλής τόν Μιχαήλ Πάγκαλο
καί ακόμα μερικοί Κεφαλλονίτες πού έφεραν μαζί τους κανόνια. Ακολούθησαν οι Υδραίοι
οι οποίοι έστειλαν τόν Γεώργιο Νέγκα στόν Πειραιά μέ ένα μπρίκι έντεκα πυροβόλων.
Τή διοίκηση τής Αθήνας τήν ανέλαβε πενταμελής επιτροπή τήν οποία αποτελούσαν ο
αρχιεπίσκοπος Αθηνών Διονύσιος, ο Χατζη Παναγής Ζαχαρίτσας, ο Σπύρος Πατούσας, ο
Νικόλαος Τυρναβίτης καί ο αρχιμανδρίτης Δημήτριος Αντωνόπουλος.
Σέ μερικές ημέρες ο αριθμός τών Ελλήνων πού πολιορκούσαν τήν Ακρόπολη είχε φτάσει τούς τρείς χιλιάδες.
«Les Grecs ainsi que les Turcs supposent que tous les Francs ont des connaissances en medecine et
des secrets particuliers. La simplicite avec
laquelle ils s' adressent a un etranger dans leurs maladies a quelque chose de touchant,
et rappelle les anciennes moeurs: c' est une noble confiance
de l' homme envers l' homme. Les sauvages en Amerique ont le meme usage.
«Quelques coups de canon tires de l' Acropolis annoncerent l' approche du bey. Ce cortege bizarre se composait d'Albanais a pied, de janissaires, de spahis a cheval;
tous les Turcs considerables, suivis de leurs gens, caracolaient autour du bey, tandis que la plus basse milice musulmane criait, agitait des drapeaux er tirait des coups de fusil.
«Ήδη δέ πρόκειται νά ομιλήσωμεν περί τών κατά τήν Αττικήν Αλβανών καί τής
επικρατούσης αυτών γλώσσης.
Αφού ο σουλτάνος τής Κωνσταντινουπόλεως
κατέστρεψε τήν Αλβανίαν μετά τόν θάνατον τού ενδόξου Γεωργίου Σκενδέρμπεη,
πολλοί Αλβανοί διά νά αποφύγωσι τήν σφαγήν καί τήν αιχμαλωσίαν προσέφυγον εις
τήν κάτω Ελλάδα, Βοιωτία, Αττικήν καί Πελοπόννησον.
Τό 1645 ο έλεγχος τών Αθηνών περιήλθε στόν αρχιευνούχο τού
χαρεμιού πού διατηρούσε ο σουλτάνος στό παλάτι του στό Τόπ Καπί.
Τό 1656 ένας κεραυνός έπληξε τά Προπύλαια στήν Ακρόπολη πού ανατινάχτηκαν αφού
εκεί φύλαγαν οι κατακτητές τό μπαρούτι γιά τά κανόνια τους.
Τό 1687 οι Βενετοί κατέλαβαν τήν Αττική, καί διατήρησαν εκεί τήν κυριαρχία τους
γιά δύο χρόνια. Τότε ήταν πού ο Ενετός στρατηγός Μοροζίνι
μέ βολή πυροβόλου κατέστρεψε τόν Παρθενώνα,
τόν οποίον οι Τούρκοι συνέχιζαν νά χρησιμοποιούν ως πυριτιδαποθήκη.
Ο Μοροζίνι, φεύγοντας από τόν Πειραιά, πήρε μαζί του καί ένα κολοσσιαίο αρχαίο άγαλμα πού παρίστανε έναν λέοντα. Εξ' ού καί οι Βενετοί ονόμαζαν τό λιμάνι
Πόρτο Λεόνε. Τό λιοντάρι όπως γνωρίζουμε έμελλε νά αποτελέσει σύμβολο τής Γαληνοτάτης Δημοκρατίας τής Βενετίας.
Στό άγαλμα αυτό ήταν χαραγμένες επιγραφές άγνωστης γλώσσας. Εκ τών υστέρων αποδείχθηκε ότι η γλώσσα ήταν σκανδιναβική καί οι επιγραφές ήταν χαραγμένες
από τούς μισθοφόρους Ρώς τού
Αυτοκράτορα Βασιλείου τού Βουλγαροκτόνου,
ο οποίος τό 1018 είχε επισκεφθεί τήν πόλη τών Αθηνών, μετά τήν οριστική συντριβή τών Βούλγαρων τού Σαμουήλ στή Μακεδονία.
Τό 1688 οι Οθωμανοί επανήλθαν στήν Αθήνα όπου έκτισαν πολλά τζαμιά χρησιμοποιώντας πέτρες καί κίονες από αρχαίους ναούς.
Τό 1775 έφθασε στήν Αθήνα ο Χατζή Αλή Χασέκης,
ο οποίος διοίκησε τήν πόλη μέ πολύ μεγάλη σκληρότητα. Οι αγγαρείες, οι ξυλοδαρμοί καί οι
απαγχονισμοί αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο. Τό 1799 ο Άγγλος Έλγιν πήρε άδεια από τήν Υψηλή Πύλη καί λήστεψε τά γλυπτά τού Παρθενώνα.
Τήν προεπαναστατική περίοδο, η Αθήνα είχε 10000 κατοίκους καί
μετρούσε έξι αιώνες ξένης κατοχής. Βέβαια εδώ τίθεται τό αιώνιο ερώτημα.
Πρέπει ο Έλληνας νά παραιτείται τών εδαφών πού έχουν καταλάβει οι αλλόφυλοι κατακτητές,
όταν περνάει μεγάλο χρονικό διάστημα;
Στή σύγχρονη Ελλάδα τού 2011, τό ισχύον σύστημα θεωρεί ότι πρέπει νά ξεχνάμε τά εδάφη
πού κάποτε κατείχαν οι πρόγονοί μας, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ευτυχώς οι επαναστάτες στήν Αττική είχαν διαφορετική άποψη.
Δέν ξέχασαν ποτέ ότι ο Παρθενώνας ήταν κτίσμα Ελλήνων καί όσοι αιώνες καί νά περάσουν
όφειλαν νά αγωνιστούν γιά νά επανέλθει στήν κυριότητα τους.
Ο Μακρυγιάννης άλλωστε αυτό δήλωνε στά παλληκάρια του.
Ότι πολεμούσαν γιά τά αρχαία μάρμαρα.
Τρείς πολιτείες στήν τουρκοκρατούμενη Ελλάδα βρίσκονταν περιτριγυρισμένες μέ τειχί,
η Τριπολιτσά, τ' Ανάπλι καί η Αθήνα. Τής τελευταίας, πού είχε επτά πύλες, τό
έφτιασε τό 1778 ο περιβόητος βοεβόδας της Χατζή Αλήαγας Χασεκής.
Μέσα στόν περιτειχισμένο περίβολο κατοικούσαν δέκα χιλιάδες ψυχές, πού τό ένα τέταρτο
απ' αυτές ήταν Τούρκοι. Χαίρονταν μεγάλα κτήματα στήν Αττική, μά όλοι τους είχανε τά κονάκια τους στήν πολιτεία.
Έξω απ' αυτή, σ' όλα τά χωριά, ζούσαν
μονάχα Χριστιανοί.»
Δύο ώρες προτού νά φέξει στίς 25 Απριλίου 1821, οι Ρωμιοί χωρικοί επιτέθηκαν κατά τής πόλεως τών Αθηνών, μέ αρχηγό τους τόν Αρβανίτη Μελέτη Βασιλείου
καί μέ σημαία ένα κόκκινο σταυρό,
φωνάζοντας "Χριστός Ανέστη - Ελευθερία - Ελευθερία!". Κατέλαβαν αμέσως τόν λόφο τού Φιλοπάππου καί τόν
Άρειο Πάγο ενώ οι Τούρκοι αποσύρθηκαν στόν βράχο τής Ακρόπολης. Ο Αθηναίος Παναγής Σκουζές μοίραζε σέ άοπλους επαναστάτες τά όπλα πού είχε αγοράσει από
τήν Ευρώπη καί τά είχε παραλάβει από μία ολλανδική γολέττα.
Στίς 28 Απριλίου ο Μελέτης Βασιλείου ύψωσε τή σημαία στό διοικητήριο τής πόλης.
Γενόμενοι δέ κύριοι τής πόλεως, έψαλον δοξολογίας πρός Κύριον.
Καί επομένως εισελθόντες εις τάς οικίας τών Τούρκων, ήρπαζον πάν τό προστυχόν, καθυβρίζοντες
εν εκδικήσει τών απαιδεύτων τινές καί εις αυτά τά άψυχα, μέ τό νά ήσαν τουρκικά,
εξομοιούμενοι κατά τούτο μέ τούς Τούρκους, οίτινες ταυτά έπραττον κατά τών
Χριστιανών αμοιβαίως.
Οι Αθηναίοι επεχείρησαν τόν αποκλεισμόν μετά σπουδής καί ζήλου,
συνεισφέροντες έκαστος τά ίδια αυτού εις τάς κοινάς χρείας τού μεγάλου τούτου επιχειρήματος.
Πανταχόθεν αντηχούσεν ο πατριωτισμός, ο ζήλος, η άμιλλα τού καλού μέ
τήν γενικήν φωνήν "ή ζωή ελευθέρα ή θάνατος ένδοξος".
Ποιήσαντες τόν όρκον τής υπακοής υποτάσσονται οι
Χασιώται υπό τόν Μελέτιον Βασίλειου καί Δημήτριον Σκευάν συνδημότας των, οι Μαινηδιάται υπό τόν
Αναγνώστην Κιουρκατιώτην συνδημότην των. Οι Μεσογείται υπό τόν Ιωάννην Ντάβαριν,
πρόκριτον τού χωρίου Λιόπεσι, οι δέ κάτοικοι τής πόλεως υπό τούς
Ιωάννην Βλάχον, Νικόλαον Σαρήν, Συμεών Ζαχαρίτσαν, Νερούτζον Βενιζέλον,
Λουκάν Νίκαν, Σωτήριον Βουζίκην, Δημήτριον Ξάνθην, Σπυρίδωνα Κυριακόν.»
Un Grec vint donc me chercher pour voir sa fille. Je trouvai une pauvre creature
etendue a terre sur une natte et ensevelie sous les
haillons dont on l'avait couverte. Elle degagea son bras, avec beaucoup de repugnance
et de pudeur, des lambeaux de la misere, et le laissa retomber
mourant sur la couverture. Elle me parut attaquee d'une fievre putride.
O Γάλλος περιηγητής Σατωμπριάν, περνώντας από τά Μέγαρα
γιά νά πάει στήν Αθήνα συνάντησε έναν Ρωμιό ο οποίος τόν παρακάλεσε νά έρθει νά
γιατρέψει τήν κόρη του. Τό παιδί ήταν τυλιγμένο σέ κουρέλια, ψηνόταν στόν πυρετό καί ήταν τελείως αβοήθητο.
Οι Ρωμιοί αλλά καί οι Τούρκοι θύμιζαν στόν Σατωμπριάν τούς άγριους τής Αμερικής.
Τό βιοτικό τους επίπεδο σέ σύγκριση
μέ τούς υπόλοιπους Ευρωπαίους ήταν πολύ χαμηλό καί οι άρρωστοι ήταν παρατημένοι στήν τύχη τους.»
Les Grecs qui m' entouraient etaient mornes, embarrasses, et je vis des larmes genereuses mouiller encore ces marbres, vieux trophees de la puissance d' Athenes.
Les Grecs esperent l'independance comme les Hebreux esperent le Messie.
O Γάλλος κόμης τού Φορμπίν επισκέφθηκε τήν Αθήνα τό 1817 καί μάς περιγράφει τήν θλίψη τών Ελλήνων κατά τήν υποδοχή τού μπέη τής Καρύστου.
Επίσης αναφέρει ότι οι Έλληνες προσδοκούν τήν ελευθερία τους όπως οι Εβραίοι προσδοκούν τόν Μεσσία. Tούς δέ κατοίκους τής Σαλαμίνας τούς
χαρακτηρίζει ως ημιάγριους (Quelques Grecs a demi sauvages s' enfuient des qu' on debarque a Salamine).»
Οι Αθηναίοι λοιπόν υποδεχθέντες τούς πρόσφυγας τούτους ομοθρήσκους των,
έδωκαν πρός αυτούς οι κτηματικοί τάς κατά τήν Αττικήν γαίας των διά νά τάς καλλιεργώσιν
επί συμφωνίαν. Επειδή οι ενταύθα Χριστιανοί Αλβανοί εύρισκον παρά τοίς Τουρκαλβανοίς κάποιαν
συμπάθειαν διά τό ομόφυλλον καί ομόγλωσσον, ίσως
καί συγγένειαν, τούτου ένεκα ηναγκάσθησαν καί οι λοιποί κάτοικοι Έλληνες τών χωρίων
νά συμμορφωθώσι κατά τό ένδυμα, ήθη καί διάλεκτον μέ τούς συνοίκους
των Αλβανούς, διά νά αποφύγωσιν οπωσούν τήν σκληράν απανθρωπίαν τών διαρπαζόντων.
Προσέτι δέ, επειδή οι διοριζόμενοι παρά τού βοϊβόνδαν επιστάται εις τήν σύναξιν
τού δικαιώματος τής δεκατείας (φόρος τής δεκάτης)
ήσαν ως επί τό πλείστον Τουρκαλβανοί, οι
κάτοικοι τών χωρίων, καθό γεωργοί άπαντες, διά νά έχωσι τάς σχέσεις
αυτών καί νά οικειώνται μετ' αυτών επί τό συμφέρον, ηναγκάζοντο νά εξαλβανίζωνται
κατά πάντα.
Καί οι τελευταίοι τών αλβανισθέντων είναι οι κάτοικοι τών Αχαρνών
(Μενίδι), καί Αμαρουσίου, οίτινες παρεδέχθησαν τόν
αλβανισμόν μετά τά μέσα τής
ΙΗ’ (18ης) εκατονταετηρίδος. Καί μέχρι τής σήμερον σώζονται γέροντες τινές εις
Αχαρνάς, ενθυμούμενοι τήν μεταβολή, καί διηγούμενοι τά περιστατικά.
Πάς γάρ λαός δουλωθείς άπαξ, ρέπει βεβαίως επί τά χείρω, οπόταν μάλιστα
επίκηται αυτώ τό παχύ τής αμάθειας σκότος, η καταπίεσις τής πτωχείας καί
αι καταστρεπτικαί προλήψεις. Εν τούτοις δέν απέμαθον ούτοι τήν πάτριον
αυτών γλώσσαν καί πανταχού τής Αττικής όλοι οι κάτοικοι τών χωρίων γνωρίζουσι καί
λαλούσι τήν σημερινήν ελληνικήν, όπως καί οι κάτοικοι τής πόλεως.
Ότι δέ τά ειρημένα περί τής εξαλβανίσεως τών κατοίκων τής Αττικής ήσαν ολιγώτατοι ως πρός τούς ανέκαθεν κατοίκους αυτής, έχονται αληθείας. Ταύτα δέ καί περί
τών Αλβανών τής Αττικής, περί τών οποίων ηναγκάσθην νά γράψω τά ολίγα αυτά χάριν τών μεταγενεστέρων, διά νά μήν αγνοώσι τήν αφορμήν τής κατοικήσεως
τών Αλβανών αυτών εις τήν Αττικήν καί νά μή νομίζωσιν ότι όλοι οι κάτοικοι κατάγονται εξ Αλβανών, διότι όσα άλλα παρά ταύτα είπον ξένοι τινές, πεποιθότες
εις εικασίας μόνον, είναι ανυπόστατα καί χωρίς καμμίαν βάσιν.»
Στίς αρχές Απριλίου 1821, η Ανατολική Στερεά φλεγόταν.
Ο μοναδικός οπλαρχηγός πού δίσταζε νά ξεκινήσει ήταν ο Μήτσος Κοντογιάννης
αρματωλός τού Πατρατζικίου (Υπάτης). Ο Διάκος μέ τόν Δυοβουνιώτη καί τόν Πανουργιά προσπάθησαν
επανειλημμένα νά τόν μεταπείσουν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Τελικά μετά από τήν πίεση τών ανηψιών
του ο Κοντογιάννης αποφάσισε νά συνεργαστεί καί ένωσε τίς δυνάμεις
του μέ τούς τρείς κλεφταρματολούς.
Στίς 18 Απριλίου οι Έλληνες μέ κεφαλές τούς Διάκο, Πανουργιά, Δυοβουνιώτη, Δημήτρη Καλύβα, Μπακογιάννη, Μήτσο Κοντογιάννη, Ανδρίκο Σαφάκα καί
Κομνά Τράκα
επιτέθηκαν στήν Υπάτη (Νέαι Πάτραι).
Δυστυχώς είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Ήδη πολυάριθμα τουρκικά στρατεύματα πλησίαζαν τίς επαναστατημένες περιοχές.
«Επειδή ο Χουρσήτ πασάς είχε καταπιαστεί μέ τήν πολιορκία τού Αλή Τεπελενλή στά Γιάννενα καί δέν τού ήταν βολετό ο ίδιος νά
κατηφορίσει στόν επαναστατημένο Μοριά, νά σώσει τούς θησαυρούς
του καί τά χαρέμια του πού κινδύνευαν, έστειλε τόν κεχαγιά του,
Κιοσέ Μεχμέτ μέ οχτώ χιλιάδες διαλεχτούς άντρες. Θά τόν ακολούθαγε κι' ο Ομέρ Βρυώνης, πασάς τού Μπερατιού. Ο Βρυώνης ήταν πασάς
βαθμού δυό "ιππουριτών" - αλογοουρές - γιά τούτο ο Χουρσήτ αναγκάστηκε νά βάλει τόν Κιοσέ Μεχμέτ "ανθ' εαυτού καί βαλήν τής Πελοποννήσου",
πού ήταν ανώτερος, δηλαδή πασάς μέ τρείς αλογοουρές.
Ο πραγματικός αρχηγός τής εκστρατείας ήταν ο Αλβανός Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος γνώριζε τόσο τά εδάφη όσο καί τούς Έλληνες αρματολούς από τήν εποχή πού
υπηρετούσαν μαζί τόν Αλή τών Ιωαννίνων. Ο Ομέρ Βρυώνης γνώριζε άπταιστα ελληνικά αφού προερχόταν
από εξισλαμισθείσα χριστιανική οικογένεια. Οι πρόγονοί
του ήταν Βυζαντινοί πρίγκηπες,
οι οποίοι μετά τήν άλωση τής Κωνστανινούπολης βρήκαν καταφύγιο στή Βόρειο Ήπειρο.
«Οι εν Κομποτάδαις συνηγμένοι οπλαρχηγοί, πρίν νά
σκεφθώσι τότε περί τού μέλλοντος κινήματος εαυτών, κατά πρώτον έλαβον λόγον υπ' όψιν
τήν εκ τών ενόντων ασφάλειαν τών κινηθεισών επαρχιών, ως επαπειλουμένην έξωθεν,
καί αναγκαίαν εύρον διατάξαντες τήν άμεσον εξάλειψιν όλων τών
παραδεδομένων Τούρκων τής Αμφίσσης, Δωρίδος, Λεβαδείας,
Λοκρίδος καί Οπούντος. Απόφασις τοιαύτη κρίνεται βεβαίως καί παράσπονδος καί σκληρά,
λαμβανομένης όμως υπ' όψιν τής εποχής, ως καί τού ηθικού τών Τούρκων,
ωμολόγηται εξ εναντίας έργον απολύτου ανάγκης.»
Οι αρματολοί αρχηγοί, αφού έδωσαν εντολή νά εκτελεστούν όλοι οι άντρες Τούρκοι αιχμάλωτοι πού
είχαν παραδοθεί από τίς προηγούμενες μάχες,
έπιασαν τά περάσματα. Τή σκληρή καί βάρβαρη αυτή απόφαση τήν
πήραν γιά νά μήν έχουν εχθρική απειλή στά μετόπισθεν.
Ο Πανουργιάς μέ εξακόσιους άντρες κατέλαβε τά χωριά
Μουσταφάμπεη (Ηράκλεια Φθιώτιδος) καί Χαλκωμάτα. Μαζί
του ήταν ο Παπανδρέας Κοκκοβιστιανός, ο
Επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας καί ο Κομνάς Τράκας.
Ο Δυοβουνιώτης μέ τετρακόσιους περίμενε στόν Γοργοπόταμο ενώ ο Διάκος
μέ πεντακόσιους οχυρώθηκε στή γέφυρα τής Αλαμάνας.
«Οι δέ οπλαρχηγοί, οι μετά τήν κατά τό Πατρατσίκι αποτυχίαν
υποχωρήσαντες εις Κομποτάδας, θέλοντες νά μάθωσιν ακριβέστερον τόν
αριθμόν τών ετοίμων νά
εισβάλωσιν εχθρών, υπέπεμψαν τήν εσπέραν τής 19ης Απριλίου 1821, τινάς τών τολμηροτέρων
στρατιωτών επί κατασκοπή, παραγγείλαντές τοις αυστηρώς μή τύχη
καί παροργίσωσι τούς εχθρούς τουφεκίζοντες ή άλλως πώς ενοχλούντες αυτούς,
διότι ήθελαν νά λάβωσι καιρόν καί τάς δυνάμεις των ν' αυξήσωσι καί θέσεις
οχυράς νά προκαταλάβωσιν. Αλλ' οι σταλέντες, πλησιάσαντες διά νυκτός εις τά άκρα
τού στρατοπέδου αφανείς, εζώγρησαν δύο εχθρούς καί εννέα ίππους καί πρός
τά χαράματα ετουφέκισαν καί επανήλθαν εις τό στρατόπεδον καυχώμενοι επί τοίς έργοις των.
Στήν Αλαμάνα (Σπερχειός ποταμός) άρχισε νά βρέχει καί ο
Διάκος ήλπιζε ότι τό βαλτωμένο χώμα θά εμπόδιζε τίς κινήσεις τού εχθρού.
Αφού γέμισε τόν τόπο κοφτερά παλούκια γιά νά εμποδίσει τό τουρκικό ιππικό νά προελάσει, άρχισε νά μιλάει στούς άντρες
του καί γιά νά τούς εμψυχώσει
τούς έδειξε τίς Θερμοπύλες όπου πρίν από δύο χιλιάδες χρόνια οι
τριακόσιοι Σπαρτιάτες τού Λεωνίδα είχαν προσπαθήσει νά σταματήσουν τούς
χιλιάδες Πέρσες. Στά ίδια ματωμένα χώματα θά έμεναν καί οι τριακόσιοι τού Διάκου γιά νά πολεμήσουν τούς χιλιάδες
Τούρκους. Πάλι οι λίγοι θά μάχονταν τούς πολλούς καί θά πέθαιναν.
«Σάν δόθηκε τό σύνθημα, οι Τουρκαρβανίτες ξεχύθηκαν κατά τής Χαλκωμάτας όσο μπορούσανε πιό άγρια. Γιά νά κιοτέψουν τούς Έλληνες,
τό ντουφεκίδι τους συμπλήρωναν μέ φωνές καί σφυρίγματα. Τού Πανουριά όμως τά λιγοστά παλληκάρια δέν δειλιάζουν. Τούς δέχονται μ' απανωτές μπαταριές.
Αντιστέκονται ηρωϊκά μ' όλο πού ο εχθρός είναι ασύγκριτα πιό πολύς. Μά η καλή θέληση δέν φτάνει. Η εχθρική κατεβασιά είναι τόσο μεγάλη πού δέν μπορούν νά τήν
κρατήσουν.
Μετά καί από τήν συντριβή τού Πανουργιά, οι δύο τουρκικές στρατιές τού Ομέρ Βρυώνη καί τού Κιοσέ Μεχμέτ στράφηκαν πρός τήν Γέφυρα τής Αλαμάνας καί τά
Πουριά όπου περίμενε ο Διάκος μέ πεντακόσιους άνδρες.
«Πλησιάσαντες λοιπόν οι εχθροί αντίκρυ τής γέφυρας
καί συσσωματωθέντες εις σχήμα κυκλοειδές, ηκροάζοντο μετ' άκρας
ησυχίας καί κατανύξεως τήν πρόν τόν Αλλάχ παράκλησιν, τήν
οποίαν ανεγίνωσκον τουρκιστί οι δερβισάδες. Τελειωθείσης δέ τής παρακλήσεως ώρμησαν κατά τών
Ελλήνων.
Οι περισσότεροι όμως από τούς μαχητές τού Διάκου τόν εγκατέλειψαν μπροστά στόν μεγάλο αριθμό τών
Τουρκαλβανών καί τελικά ο αρχηγός βρέθηκε νά πολεμάει μόνος
του μέ 48 συντρόφους του. Σέ κάποια στιγμή έστειλε τόν Καλύβα καί τόν Μπακογιάννη νά ενισχύσουν τή μικρή φρουρά πού βρισκόταν σέ ένα
χάνι δίπλα από τή γέφυρα τής Αλαμάνας.
«Οι Αλβανοί αρχίζουν νά ζυγώνουν τά Πουριά, τό μέρος πού βρίσκεται ο αρχηγός. Κι απ' τή φυσική
του κατασκευή ο τόπος κι απ' τήν
αντίσταση τών Ελλήνων δέν είναι εύκολο στούς Αλβανούς νά τό πατήσουν.
Ο Διάκος κουβαλώντας τό πτώμα τού αδελφού του, κατόρθωσε νά φτάσει μέχρι τά Μανδροστάματα τής μονής τής Δαμάστας, πού υπήρχαν βράχοι γιά νά
οχυρωθεί.
Αλλά δέν τού έμειναν, πλέον παρά δέκα άνδρες. Ο Διάκος μέ αχρηστευμένο τό δεξί χέρι, λόγω τραυματισμού στόν ώμο από βόλι, κρατούσε τό σπαθί
του πού είχε κι αυτό
σπάσει, μέ τό αριστερό καί μαχόταν μέ πείσμα. Δεν τού έμεινε παρά μόνο η λαβή.
«Εν τοσούτω απεδειλίασαν καί αυτοί οι πολεμούντες κατά τά Ποριά, καί εζήτησαν
εν τή φυγή τήν σωτηρίαν των. Μόνος ο Διάκος καί ολίγοι
τών οπαδών του, μιμούμενοι τό
παράδειγμά του, ησθάνθησαν ότι εκεί απέθανεν ο Λεωνίδας. Τώ όντι, ότε ο ψυχοϋιός του, βλέπων λιποτακτούντας τούς άλλους, τόν παρεκίνει εγκαταλειπόμενον νά φύγη
καί αυτός εις ωφέλειαν εν άλλη περιστάσει τής πατρίδος, καί τώ έφερε τόν ίππον, εκείνος απεκρίθη,
"ο Διάκος δέν φεύγει!"
Ο Διάκος μεταφέρθηκε στό στρατόπεδο τών Οθωμανών, όπου οδηγήθηκε μπροστά στόν Ομέρ Βρυώνη καί τόν Κιοσέ Μεχμέτ. Τριγύρω οι
Τούρκοι καί οι Αλβανοί φώναζαν χαρούμενοι καί άδειαζαν τά ντουφέκια τους στόν αέρα. Τά τουμπερλέκια καί οι σάλπιγγες αντηχούσαν χαρμόσυνα καί ο μουεζίνης
έψελνε ύμνους στόν Αλλάχ.
«- Εσύ είσαι ο Διάκος;
Παρ' όλα αυτά οι δύο πασάδες δέν ήθελαν νά τόν θανατώσουν. Κρίμα νά χαθεί τέτοιο παλληκάρι. Τού έταξαν πλούτη, δόξα καί αξιώματα εάν γινόταν μουσουλμάνος.
Εκείνος αρνήθηκε καί ο θρύλος λέει ότι τούς έβρισε: "Πάτε κι εσείς καί η πίστη σας,
Μουρτάτες νά χαθείτε. Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέ νά πεθάνω".
«Τότε διετάγη η ανασκολόπισις καί η διά πυράς όπτησις τούτου.
Εξουσία απαγχονίζουσα, ως τόν έσχατον κακούργον καί πατριάρχας
καί αρχιερείς, ουδόλως παράδοξον, άν εφήρμοττε καί κατά στρατιωτικών Ελλήνων
τήν ωμοτέραν θανατικήν ποινήν τού πασσάλου καί τής πυράς.
Ως άν μή ήρκουν δέ τοσαύται άλλαι θηριωδίαι, εδέησεν, όπως καί διά τής προκειμένης αποφάσεως κατά τού αιχμαλώτου Διάκου γνωσθή τί εστι Τούρκος πασσάς,
βαρβαρότης εν περιλήψει.
Οι πασάδες αποφάσισαν νά τόν θανατώσουν διά πασσαλώσεως, τό γνωστό γιά τήν
εποχή παλούκωμα (ανασκολοπισμός).
Στίς 24 Απριλίου 1821 τόν μετέφεραν στό Ζητούνι καί όπως έδωσαν τόν Σταυρό τού μαρτυρίου στόν
Ιησού, έδωσαν καί στόν Διάκο νά κρατάει τόν τρομερό πάσσαλο.
Μπροστά στήν πομπή βρίσκονταν οι Τούρκοι πού κρατούσαν τά μπαϊράκια καί τά κοντάρια μέ τά κεφάλια τών γκιαούρηδων. Ξεχώριζε τό κεφάλι μέ τή λευκή γενειάδα
τού δεσπότη Ησαΐα. Ακολουθούσαν τά μουλάρια πού ήταν φορτωμένα μέ τσουβάλια γεμάτα μέ αυτιά καί μύτες τών σκοτωμένων Ρούμ.
Στήν πόλη, οι Τούρκοι καί οι Τουρκάλες βγήκαν νά δούν τόν τρομερό Κλέφτη. Έβριζαν καί έφτυναν τόν γκιαούρη πού θέλησε νά χαλάσει τό ντοβλέτι.
«Η συνοδεία μέ τό μελλοθάνατο φτάνει στόν τόπο πού θά γινόταν η τιμωρία του. Ήταν στήν άκρη τής πολιτείας. Ένα μέρος πού χρησιμοποιούσαν
γιά σφαγεία, γιομάτο κοπριά. Παρέκει ένα ανοιχτό ρέμα πού ξεχύνονταν όλοι οι υπόνομοι καί πετούσαν τά σκουπίδια.
Ο εθνομάρτυρας βασανίστηκε γιά πολλές ώρες πάνω στό παλούκι καί ζητούσε επιμόνως κάποιος νά βρεθεί νά τόν θανατώσει. Μόνο ένας Αρβανίτης,
Γκέκας χριστιανός τόν λυπήθηκε καί τόν πυροβόλησε από μακρυά. Είχε έτοιμο τό άλογο καί αμέσως μόλις άδειασε τό τουφέκι
του τό καβάλησε καί
έφυγε καλπάζοντας έξω από τήν πόλη γιατί οι Τούρκοι φύλακες άρχισαν νά πυροβολούν πρός τό μέρος του. Τό βόλι όμως πού πέτυχε τόν Διάκο δέν τόν θανάτωσε,
απλώς τού πρόσθεσε κι άλλη βαριά λαβωματιά.
«Συνηγωνίσθησαν μετά τού Διάκου τετρακόσιοι περίπου μαχηταί. Αλλ' εξ αυτών μόνοι τεσσαράκοντα ή πεντήκοντα έμειναν μέχρι τέλους επί τού πεδίου τής μάχης,
οι λοιποί πτοηθέντες εκ τού μεγάλου όγκου τών πολεμίων, ουδ' επιρρωννύμενοι έστω καί εξ αμυδράς
τινος ελπίδος επιτυχίας, έστρεψαν απ' αρχής τά νώτα.
«Η υποχώρησις ήρχισε καί τέλος η Χαλκωμάτα εγκαταλείφθη.
Μία δύναμις Τούρκων εξηκολούθησε τότε τήν καταδίωξιν τού φεύγοντος σώματος τού Πανουργιά, η οποία
έλαβε δραματικόν χαρακτήρα. Ο αρχηγός ήτο τραυματισμένος καί ο αρχιεπίσκοπος Ησαΐας,
σωματώδης καί ασυνήθιστος εις τούς πολεμικούς δρόμους, δέν κατώρθωνε
νά βαδίζη. Ο παρακολουθών τότε τόν στρατόν έφορος
Σαλώνων Μαρκόπης ή Μαρκόπουλος εσήκωσε τόν Ησαΐαν εις τούς ώμους του.
Ήτο δυνατός, αλλά δέν ημπορούσε νά μεταφέρη επί πολύ άλλον άνδραν
καί μάλιστα τού όγκου τού αρχιεπισκόπου εις δρόμον ανώμαλον καί υπό τήν απηνή καταδίωξιν τού εχθρού.
«Ο Διάκος ήτο νέος, ήτο ωραίος, επέτειλεν ως μετέωρον
λαμπρόν εν τή αυγή τής επαναστάσεως καί εν ακαρεί άφαντος γενόμενος κατέλιπεν όπισθεν αυτού
τήν μνήμην μάρτυρος άμα καί μαχητού, ώστε ανήκει εις τήν
παράδοσιν άμα καί τήν ιστορίαν καί είναι κτήμα τού λαού μάλλον ή τής επιστήμης. Λέγει δέ ο λαός ότι,
όταν ο Διάκος ιστάμενος εις Αλαμάναν είδε πλακώσαντα τόν Ομέρ Βριώνην αναφώνησεν:
«Εκομίσθη εις τόν οντάν τού Χαλίλμπεη, ανεκρίθη καί νύν μέν ηπειλήτο,
νύν δ' εκολακεύετο, τόν εβίαζον νά είπη τά τής ιεράς ημών επαναστάσεως,
αλλ' ηρνείτο ειπών μόνον ότι τό ελληνικόν έθνος έλαβε τά όπλα σύσσωμον καί θέλει
τήν απελευθέρωσίν του. Διεμαρτυρήθησαν οι Τούρκοι προύχοντες, εξεμάνη ο
Χαλίλμπεης καί ο Κιοσέ, ενώ ο Ομέρ εσιώπα.
Τώ επρότεινεν ο Ομέρ ύστερον νά δεχθή τουρκικήν υπηρεσίαν κατά τής πατρίδος του, τήν απέρριψεν.
«Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στή Χαλκουμάτα.
«Καί ο μέν αριθμός τών εν τή μάχη ταύτη εκατέρωθεν φονευθέντων άγνωστος εστίν. Εικάζεται όμως ότι ει καί ηττηθέντων κατά τό φαινόμενον τών Ελλήνων,
οι Τούρκοι υπέστησαν ασυγκρίτως μείζονας ζημίας, διότι καίτοι εκτοπίσαντες ως είδομεν, αλλά μή διασκορπίσαντες τόν τε Πανουριάν καί τόν Δυοβουνιώτην, καίτοι
ζωγρήσαντες τόν Διάκον καί πάντη ελευθέραν έχοντες τήν μετάβασιν αυτών εις Αταλάντην ή εις Λεβαδείαν, ούτε βήμα όμως ετόλμησαν νά προβώσιν, αλλά βεβαιωθέντες
πρότερον περί τής ταυτότητος τού Διάκου, επανέκαμψαν εις Λαμίαν.
«Αφού ο εν Ιωαννίνοις Χουρσήτ Πασάς έμαθε τά επαναστατικά κινήματα τών Ελλήνων τής Ανατολικής Ελλάδος, διέταξε τόν Ομέρ Πασά Βριώνην καί τόν Μεχμέτ
Πασάν νά εισβάλωσιν εις τήν επαναστατήσανταν Ελλάδα. Ούτοι δ' ετοιμάσαντες στρατόν περί τάς 7.000 εισέβαλον περί τά μέσα Απριλίου εις τάς Θερμοπύλας.
Τήν δύναμιν ταύτην απεφάσισαν ν' απαντήσωσιν ο Πανουργίας μετά εξακοσίων, έχων παρ' αυτώ συναγωνιστήν καί τόν αξιοσέβαστον Επίσκοπον Σαλώνων Ησαΐαν,
ο Δυοβουνιώτης μετά τετρακοσίων καί ο ανδρείος Διάκος μετά πεντακοσίων.
«Πατρίς, νά μακαρίζης γενικώς όλους τούς Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν διά σένα νά σ' αναστήσουνε,
νά ξαναειπωθής άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνα
χαμένη καί σβησμένη από τόν κατάλογον τών εθνών. Όλους αυτούς νά τούς μακαρίζης.
Όμως νά θυμάσαι καί νά λαμπρύνης εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις τήν
Αλαμάνα, πολεμώντας μέ τόση δύναμη Τούρκων, κ' εκείνους οπού αποφασίστηκαν καί
κλείστηκαν σέ μίαν μαντρούλα μέ πλίθες, αδύνατη, εις τό χάνι τής Γραβιάς,
κ' εκείνους οπού λυώσανε τόση Τουρκιά καί πασσάδες εις τά Βασιλικά.»
Πραγματικά ο Χουρσίτ πασάς, μαθαίνοντας στά Ιωάννινα
τίς πολεμικές κινήσεις τών γκιαούρηδων, διέταξε τόν Κιοσέ Μεχμέτ νά κατέβει
επικεφαλής ισχυρών στρατευμάτων στήν Πελοπόννησο διά μέσου τής
Βοιωτίας καί τού Ισθμού καί νά καταστείλει αμέσως τήν επανάσταση.
Τόν Κιοσέ Μεχμέτ συνόδευσε καί ο Τουρκαλβανός Ομέρ Βρυώνης, ο
οποίος είχε μόλις διοριστεί πασάς στό Βεράτιον τής Βορείου Ηπείρου.
Στίς 17 Απριλίου οι δύο πασάδες έφθασαν στό Λιανοκλάδι δυτικά τής Λαμίας καί οι φωτιές πού άναψαν οι οκτώ χιλιάδες άντρες τους μαρτυρούσαν τήν παρουσία
ισχυρού στρατεύματος. Άρον - άρον οι επαναστάτες εγκατέλειψαν τό Πατρατζίκι καί έφυγαν γιά τούς Κομποτάδες.
Φεύγοντας απ' τά Γιάννενα - 9 τού Απρίλη 1821 - ο Μεχμέτ θά σύναζε τέσσερες χιλιάδες Κονιάρους τής Θεσσαλίας καί Σαρικιούληδες τής Μακεδονίας, φημισμένους
καβαλλάρηδες τής εποχής. Τή δύναμη αυτή ακολουθάγανε κι' οι αρχηγοί τών Τουρκαρβανιτάδων, ο Τελεχά μπέης, ο Χασάν Τομαρίτσας κι' ο Μεχμέτ Τσάπαρης.
Η ψυχή όμως σ' όλο τό ορδί ήταν ο Ομέρ Βρυώνης.»
Στό μεταξύ, οι οπλαρχηγοί έκαναν μία σύσκεψη στούς Κομποτάδες, χωριό πού βρίσκεται νότια από τό Ζητούνι (Λαμία). Εκεί κάτω από τέσσερα
θεόρατα πλατάνια τά οποία οι ντόπιοι ονόμαζαν >"τά τέσσερα αδέλφια", έγινε πολεμικό συμβούλιο. Ο Δυοβουνιώτης πρότεινε νά μήν χωρίσουν τίς δυνάμεις τους,
αλλά όλοι μαζί νά αντιμετωπίσουν τόν εχθρό στόν Γοργοπόταμο. Δυστυχώς η άποψη τού αρματολού από τά "Δυο Βουνά" τής Οίτης δέν εισακούστηκε.
Ο Διάκος επέμενε νά χωρίσουν τίς δυνάμεις τους καί νά κλείσουν τά περάσματα πού οδηγούσαν στίς επαναστατημένες περιοχές.
Οι οπλαρχηγοί, λυπηθέντες διά τό γεγονός, μετέβησαν εν βία όλοι ομού τήν 20ην
εις Χαλκωμάταν, τήν επί τής οδού Σαλώνων, όπου διηρέθησαν συνυποσχεθέντες
νά βοηθήσωσιν όποιον καί άν προσέβαλεν ο εχθρός, καί ο
μέν Πανουργιάς έμεινεν εκεί, καί κατέσχε καί τό χωρίον Μουσταφάμπεη μεθ' όλων τών υπό τήν οδηγίαν
του Σαλωνιτών, ως 600, έχων συναγωνιστήν καί τόν
αξιοσέβαστον επίσκοπον Σαλώνων Ησαΐαν, όστις πλήρης ζήλου ηκολούθει τό στράτευμα
ευλογών καί θαρρύνων αυτό εις τόν προκείμενον αγώνα.
Ο δέ Δυοβουνιώτης μετά 400 κατέλαβε τήν γέφυραν τού
Γοργοποτάμου, ο δέ Διάκος μετά 500 τήν τού Σπερχειού, τό κοινώς γεφύρι τής
Αλαμάνας, καί τήν άγουσαν εις Θερμοπύλας οδόν απέναντι τής γέφυρας ταύτης πρός τά Ποριά.»
Στίς 23 Απριλίου 1821, φάνηκε η στρατιά τού Ομέρ Βρυώνη,
η οποία μέ όλες τίς δυνάμεις της προσέβαλε καί διέλυσε εύκολα τό σώμα τού
Δυοβουνιώτη, ο οποίος αποτραβήχτηκε στήν ορεινή θέση Δέμα καί
από εκεί διαλύθηκε. Ο Μήτρος Βάγιας ήταν μεταξύ τών Ελλήνων πού σκοτώθηκαν κατά
τήν οπισθοχώρηση τού Δυοβουνιώτη.
Στή συνέχεια ο Ομέρ Βρυώνης διέταξε τόν Χασάν Τομαρίτσα καί τόν Μεχμέτ Τσαπάρη νά επιτεθούν
στό Μουσταφάμπεη. Εκεί οι λίγοι άνδρες
τού Κομνά Τράκα καί τού Παπαντρέα από τά σπίτια πού ήταν
οχυρωμένοι αντιστάθηκαν σθεναρά μέ αποτέλεσμα οι Τούρκοι νά αποσυρθούν καί νά
στραφούν πρός τή Χαλκωμάτα όπου βρισκόταν ο Πανουργιάς.
Φοβισμένοι οι Έλληνες φεύγουν ανάμεσα απ' τά πυκνά χαμόκλαδα καί τίς κουμαριές, ανεβαίνοντας πρός τά ψηλώματα τού Καλλίδρομου. Ξωπίσω τους οι
Τουρκαρβανίτες τούς κυνηγάνε μέ πείσμα. Ο ίδιος ο Πανουριάς φεύγει λαβωμένος.
Όμοια καί ο Γιάννης Μαμούρης
πού ήταν κοντά του. Τή στιγμή κείνη πέφτει κι' ο Δεσπότης Σαλώνων Ησαΐας.
Τήν ίδια τύχη μέ τό δεσπότη είχε κι' ο αδελφός
του παπα Γιάννης κι' ένας ανηψιός του.»
Ο Διάκος όμως διέταξε προλαβόντως νά φυλάττωσι καλώς τάς θέσεις καί νά μή τολμήση
τις νά πυροβολίση πρίν ο ίδιος δώση τό σημείον μέ τήν εκκένωσιν
τού ιδίου του όπλου, απεχόντων δέ τών εχθρών σχεδόν δέκα βημάτων,
άρχισαν νά πυροβολίζωσι κατ' αυτών ευστόχως καί αδιακόπως, ώστε η μάχη εγίνετο πεισματώδης
αμφοτέρωθεν.
Μετά μιάς ώρας σκληράς καί αιματώδης μάχης, μή δυνάμενοι νά διαβώσιν,
έστρεψαν τά νώτα συμφώνως, επανέλθοντες εις τόν πρώτον τόπον τής προσευχής.
Ο Βρύονης οργισθείς κατά τών οπλαρχηγών
του καί υβρίσας τό στράτευμα διά τήν κατησχημένην επιστροφήν του,
ώρμησε ο ίδιος προσωπικώς μετά διακοσίων
σωματοφυλάκων, οι δέ στρατιώται κεντούμενοι από φιλοτιμίαν καί
καταισχύνην προέδραμον εκείνου καί ούτως η μάχη εσυγκροτείτο μέ περισσότερον πείσμα.»
Ο πιστός του σεΐζης (ιπποκόμος) Ρουμάνης, τόν οποίο τόν λέγανε καί Μπισμπιρίγκο επειδή
ήταν μικρόσωμος, τού έφερε τή φοράδα
του τήν Αστέρω γιά νά
τήν καβαλλήσει ο καπετάνιος του καί νά φύγει. "Ο Διάκος δέν φεύγει",
ήταν η απάντηση τού τριαντατριάχρονου Κλέφτη καί αφού κτύπησε τό ζώο στά καπούλια γιά νά φύγει, προέτρεψε τόν υπηρέτη του νά φύγει κι αυτός. Καί ενώ τόσα
εμπειροπόλεμα παλληκάρια είχαν εγκαταλείψει τόν αρχηγό τους, ο κοντός καί αδύναμος υπηρέτης έμεινε γιά νά πεθάνει μαζί του.
- Κώστα, πόσοι έχουμε απομείνει;
- Δεκαοκτώ μείναμε Θανάση.
Ο εχθρός αρχίζει νά τριγυρίζει τόν λόφο τών Πουριών. Πιό πολλά είναι τά βόλια παρά η βροχή πού
πέφτει πάνω στούς Έλληνες. Από τούς δεκαοκτώ πού απόμειναν, πρώτος
πέφτει ο ηγούμενος τής Δαμάστας Νεόφυτος.
Ο Διάκος σέ κείνη τή στιγμή πετάει τό ντουφέκι του. Τού ήταν άχρηστο από βλάβη. Πιό κεί ήταν ένα παλληκάρι του,
ο Δημήτρης Τσαμαλής. Αρπάζει τό ντουφέκι τού αρχηγού
του καί καταφέρνει κρυφά νά φύγει καί νά γλυτώσει μέσα στά κλαριά.
Βόλι βρίσκει τόν Κώστα Μασαβέτα στό κεφάλι καί τόν σωριάζει νεκρό,
χωρίς νά προκάνει νά πεί λέξη. Ο Θανάσης πού βρίσκεται πλάϊ, σέρνει τό κουφάρι τού
αδελφού του μπροστά του λέγοντας μέ θλίψη:
- Κατακαϋμένε Κώστα! Τί κακά μαντάτα θά πάρει αύριο η μάνα μας...!
Τό κουφάρι τού αδελφού του τό βάζει μπροστά του. Κλέφτης παλιός ο Διάκος, ήθελε νά κρατήσει τήν παράδοση. Άν γλύτωνε αυτός θά έκοβε τό κεφάλι τού αδελφού
του καί θά τό έπαιρνε γιά νά μήν πέσει στού εχθρού τά χέρια.»
Λέγεται ότι ζήτησε σάν τόν
Κωνσταντίνο Παλαιολόγο
νά τού πάρει τό κεφάλι κανένας Χριστιανός. Αλλά είχε απομείνει πλέον ολομόναχος. Γύρω,
οι συντροφοί του κείτονταν νεκροί.
"Προσκύνα Διάκο τόν πασά νά σώσης τή ζωή σου." Καί η παράδοση βάζει στό στόμα τού Διάκου τά λόγια:
"Όσο είν' ο Διάκος ζωντανός πασά δέν προσκυνάει".
Έπεσαν τότε πάνω του πέντε Τουρκαλβανοί (Αλβανοί μουσουλμάνοι) καί τόν έπιασαν ζωντανό.
Ο Βασίλης Μπούσγος πού μαχόταν στό πλευρό
του κατάφερε νά ξεφύγει ανάμεσα στούς εχθρούς.
Ο Διάκος ήταν σέ τέτοια άθλια κατάσταση πού δέν μπορούσε νά περπατήσει καί τόν φόρτωσαν αλυσοδεμένο πάνω σέ μουλάρι. Τότε φώναξε στά παλληκάρια πού
πολεμούσαν στό χάνι: "Καλύβα, Μπακογιάννη, 10000 μέ κρατούν". Τέσσερα παλληκάρια άνοιξαν τήν πόρτα τού πανδοχείου, τράβηξαν τά σπαθιά τους καί
όρμησαν μέσα από τούς Τούρκους γιά νά σώσουν τόν καπετάνιο τους. Δέν τά κατάφεραν καί έγιναν κομμάτια από τίς σπαθιές τών βαρβάρων.
Εν τοσούτω επιπίπτουν οι εχθροί, φονεύεται
έμπροσθέν του ο αδελφός του, εμπλέκεται αυτός εν μέσω τών εχθρών καί μόλις μετά δέκα στρατιωτών μεταβαίνει είς τινας τραχείας πέτρας,
τά Μανδροστάματα τής
μονής τής Δαμάστας, όπου τοποθετείται καί μάχεται ολόκληρον ώραν. Φονεύονται οι ακόλουθοί
του εκτός τού ψυχοϋιού του, τραυματίζεται καί αυτός εις τόν δεξιόν
ώμον, πίπτει τό τουφέκι του, ανθίσταται βαστών διά τής αριστεράς χειρός τήν πιστόλαν, γνωρίζεται, περικυκλούται, καί συλλαμβάνεται ζων καί καταματωμένος.
Oι δέ κλεισθέντες τέσσαρες εν τώ ξενοδοχείω καί τουφεκίζοντες τούς διαβαίνοντας τήν εγκαταλειφθείσαν γέφυραν, ιδόντες μετ' ολίγον διά τών θυρίδων ότι ούτε ο Διάκος
ούτε άλλος τις εφαίνετο, ήνοιξαν τήν θύραν καί ώρμησαν ξιφήρεις διά μέσου τών εχθρών θαυμαζόντων τήν ανδρείαν των, ευρέθησαν δέ τήν ακόλουθον ημέραν
νεκροί πλησίον τής θέσεως όπου επιάσθη ο Διάκος. Τριακόσιοι Έλληνες
εσκοτώθησαν τήν ημέραν εκείνην καί πολλοί άλλοι επληγώθησαν, ολιγώτατοι δέ
Τούρκοι εχάθησαν.»
- Εγώ.
- Πώς σ' έπιασαν ζωντανό;
- Άν ήξερα ότι δέν θά σκοτωνόμουν, θά κρατούσα ένα φουσέκι γιά τόν εαυτό μου.
- Ποιός είναι ο σκοπός πού πιάσατε τά άρματα;
- Οι Χριστιανοί όλοι σηκώθηκαν στ' άρματα γιά νά ξεσκλαβωθούν.
- Άν θέλεις νά σού χαρίσω τή ζωή νά μπείς στήν υπηρεσία μου.
- Ούτε σέ δουλεύω, ούτε σέ ωφελώ, αν σέ δουλέψω.
- Άμα χαθείς πώς θά ελευθερώσεις τό μιλέτι (έθνος) σου;
- Τό Ρωμαίικο έχει πολλούς Διάκους.»
Εκείνη τή στιγμή όμως έπεσε στα πόδια τού Ομέρ Βρυώνη ο μπέης τού Ζητουνίου Χαλήλ πού βρισκόταν καί αυτός στό τσαντίρι τών πασάδων.
Τόν εξόρκισε νά θανατώσει τόν αρχηγό τής ανταρσίας. "Χάλασε τον πασά μου. Είναι αυτός πού έδωσε διαταγή νά σφάξουν όλους τούς Τούρκους σέ αυτό τό
βιλαέτι".
Μεθ' οπόσους αιώνας ανενεώθη η περιώνυμος σκηνή τών Θερμοπυλών καί τούς βαρβάρους
επολέμησαν οι νέοι Έλληνες εκεί, όπου
επολέμησε ποτέ τήν όλην Ασίαν η Ελλάς, τόν μέγαν βασιλέα τών Περσών
ο ήρως βασιλεύς τής Σπάρτης. Αυτόθι ο Σπαρτιάτης Λεωνίδας αντιπροσωπεύθη επαξίως
παρά τού Δωριέως Διάκου.
Καί ο είς καί ο άλλος, υπέρ τής όλης αγωνιζόμενοι Ελλάδος, τήν αυτήν έλαβον παρά τών βαρβάρων τύχην, ο μέν πρώτος μαστιγωθείς νεκρός, ο δέ δεύτερος
ανασκολοπισθείς ζών.»
Τότε λέγεται πώς ο Διάκος, σκεπτόμενος τήν Άνοιξη τής Ελλάδος, αυτοσχεδίασε αυτούς τούς στίχους: "Γιά ιδές καιρό πού διάλεξε ο χάρος νά μέ πάρει,
τώρα πού ανθίζουν τά κλαδιά καί βγάζει η γή χορτάρι...". Αναλογίστηκε γιά μία στιγμή
τό σκληρό καί ατιμωτικό μαρτύριο πού τόν περίμενε καί γυρίζοντας πρός
τούς Αλβανούς πού τόν συνόδευαν είπε: "Δέν βρίσκεται ανάμεσά σας κανένα παλληκάρι νά
μέ σκοτώσει μέ μία πιστολιά, νά μέ γλυτώσει από τούς Χαλδούπηδες (Τούρκοι τής Ασίας);"
Αλλά δέν βρέθηκε κανείς. Η φοβερή αυτή θανατική ποινή εκτελέστηκε στή Λαμία στίς 24 Απριλίου 1821.
Εδώ στά σφαγεία σταμάτησε η συνοδεία μέ τό μελλοθάνατο αρχηγό. Ήταν η ώρα δύο, ύστερα από τό μεσημέρι. Καί ο αράπης δήμιος εκτέλεσε τό έργο του.
Αφού τόν σούβλισαν, τόν σήκωσαν όρθιο μέ τή σούβλα. Ύστερα μπήξανε μέσα στήν κοπριά τό κάτω μέρος τής σούβλας, τόσο, όσο νά πατάνε καί τά πόδια
τού μάρτυρα, γιά νά κρατάνε τό βάρος καί στρίψανε τό κορμία κατά τό βασίλεμα. Τό κάνανε αυτό γιά νά χτυπάει αδιάκοπα ο ήλιος κατά πρόσωπο τόν
παλουκωμένο.
Ολόγυρα απ' τό σουβλισμένο βάλανε πάνω στήν κοπριά κοντά ογδόντα κεφάλια. Τά είχαν κόψει από τά πτώματα τών Ελλήνων. Μέσα σ' αυτά ήταν καί τό κεφάλι
τού Ησαΐα, τού αδελφού
του παπα Γιάννη, τού Κώστα Μασαβέτα (αδελφού τού Θανάση Διάκου), τού
Μπακογιάννη, τού Καλύβα, τού Γιαννάκη Παπαχατζή, τού Μπισμπιρίγκου καί τού ηγούμενου τής
Δαμάστας Νεόφυτου. Ύστερα από λίγο όλα τά κεφάλια τά γδάρανε μπροστά στόν σουβλισμένο αρχηγό τους.
Ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς, πρόσταξε έξι μέρες νά μείνει εκεί τό σουβλισμένο κουφάρι τού γκιαούρη γιά παραδειγματισμό. Έξη μέρες τό κράτησαν εκεί.
Μαζί μέ τά κομμένα κεφάλια. Η σήψη όμως έφερε βαριά αποφορά. Οι Τούρκοι αποφάσισαν τότε νά τό πάρουν από κεί.
Αγγάρεψαν τούς Λαμιώτες σιδηρουργούς Κεφάλα καί Φαραδήμο καί αυτοί μετέφεραν τό πτώμα στό ρέμα. Τό πέταξαν καί τό σκέπασαν μέ κοπριές.»
Όταν ξεψύχησε ο Ρουμελιώτης Κλέφτης, οι Τούρκοι πέταξαν τό λείψανό του σέ ένα κοντινό χαντάκι πού τότε τό ονόμαζαν Σκατόρεμα.
Λέγεται ότι κάποιοι Χριστιανοί βγήκαν κρυφά τή νύκτα καί έθαψαν τό σώμα του, άν καί
κάτι τέτοιο αμφισβητείται. Λόγω τού τρόμου πού είχαν πάρει οι Ρωμιοί,
έμειναν κλεισμένοι στά σπίτια τους.
Ο χώρος τής ταφής του είχε λησμονηθεί καί
ανακαλύφθηκε από τόν αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη, τό 1881. Τό 1886 ο Μιχαήλ Κατσίμπαλης χάρισε τήν γύψινη προτομή τού ήρωα καί έγινε τό πρώτο
μνημόσυνο. Η επιτροπή εκδουλεύσεων προηγουμένως τόν αναγνώρισε ως ανώτατο αξιωματικό πρώτης τάξεως καί
επεδίκασε μηνιαία σύνταξη στήν αδερφή του ως τόν θάνατό της, τό 1873. Τό 1892 ο συνταγματάρχης Χρήστος Κατσικογιάννης έστησε ένα ξύλινο σταυρό καί
καγκελόφραξε τό μέρος.
Ο Λαμιώτης Αλεξίου πού είχαν αγγαρέψει οι Τούρκοι νά ετοιμάσει τή σούβλα γιά τόν Διάκο τό έφερε βαρέως στή συνείδησή του γιά όλη του τή ζωή.
Πρίν πεθάνει, γέρος πιά 92 ετών (1882), ζήτησε συγχώρεση από τόν Θεό γι΄ αυτή του τήν πράξη.
Πλήν δέ τού αειμνήστου Ησαΐα καί τού εν Χριστώ αδελφού αυτού ιερομόναχου Παπαγιάννη,
πλήν τού Βακογιάννη καί τού Καλύβα οίτινες, αφού
κατέστησαν απόρθητον ακρόπολιν τό Χάνι τής Αλαμάνας, έπεσαν ξιφήρεις εις μέσον τών εχθρών
καί κατεκρεουργήθησαν, ονομαστί μνημονεύονται
ο Κόμνας Τράκας εξ Αγόργιανης τής Παρνασσίδος, ο Ιωάννης Μητρόπουλος καί Νικόλαος Κίρκος, οπλαρχηγοί Γαλαξειδίου καί ο Μήτρος Μασσαβέτας αυτάδελφος
τού Διάκου.
Ο δέ Μητρόπουλος, αφού επί ματαίω προσεπάθησε ν' αποσπάση εκείθεν τόν αρχηγόν, απέκοψε τήν κεφαλήν τού Μήτρου καί απήλθε σώσας αυτήν εκ τών ύβρεων.
Σ αυτόν τό λάκκο από βραδύς θαμμένος ειν' ο Διάκος,
ταστροπελέκι τού βουνού σβυέται 'ς αυτό τό μνήμα.
Χαρούμενο 'ς τ' αρπάγια του τόν έχει τό σφαλάγγι
καί τού βυζαίνει τήν ψυχή. Ξεραίς παλαμονίδαις
τού στρώνει μέσα 'ς τή σπηλειά καί τόνε ρίχνει επάνω.
Μέ δαγκανάρια, μέ σχοινί τά χέρια ξεκλειδώνει
καί τά φορτώνει σίδερα, τού δένει τά ποδάρια,
χαλκά τού σφίγγει 'ς τό λαιμό. Τά στήθια του πλακώνει.
Χιλιάδαις ήρθανε μέ μιάς τριγύρω 'ς τό Θανάση
ψυχαίς μεγαλοδύναμαις από τόν άλλο κόσμο
μέ τά παληά τους βάσανα, μέ τήν παλληκαριά τους.
Καί τού φιλούν τό μέτωπο καί τόν περιδροσίζουν.
Στή σκοτεινή του φυλακή, γαλανοφορεμέναις,
απλώνουν τά φτερούγια τους κ' επάνωθέ του ανοίγουν
βαθύν απέραντο ουρανό καί τού τόν αστερώνουν
μ' αθάναταις ενθύμησαις, μοσχοβολιαίς τού τάφου.
Καταίβηκε ο Φιλόθεος μέ θυμιατό 'ς τό χέρι
καί λιβανίζει κ' ευλογά. Μαζύ του κι ο Δημήτρης,
κρατώντας 'ς τό δισάκκι του κρυμμένα τού Δεσπότη
τ' άγαπημένα λείψανα, σάν νά ζητούσε ναύρη
λιγάκι χώμα, ψυχικό, ελεύθερη μιάν άκρη.
Γιά νά τά θάψη ο δύστυχος. Τούς συντροφεύει ο Κούρμας.
Πλατύς ψηλός σάν έλατος κι ο Πάνος Μεϊντάνης.
Μέ τό μικρό Χορμόπουλο καί μέ τό Σπαθογιάννη.
Είδε τού Βάλτου τό θεριό, τό Χρήστο τό Μιλλιόνη,
μέ τή στερνή του τήν πληγή. Τό Γιάννη Μπουκουβάλα.
Γυμνό βαστώντας τό σπαθί σάν νάφτανε τρεχάτος.
Ψηλ' από τό Κεράσοβο. Σιμά του ο Μητρομάρας.
Εφάνηκε ύστερα ο Σταθάς, θολός, ανταριασμένος,
θαλασσοπούλι πώσταζεν αφρούς απ' τήν Κασσάνδρα.
Ο Ζήδρος ο ανήμερος. Ο Θύμιος ο Βλαχάβας,
πούχε παράπονο κρυφό για' ήτον πεθαμένος
καί δέν μπορούσε μία φορά νά μαρτυρήση ακόμα.
Γιά τ' όνειρό του τό γλυκό. Ο Βλαχαρμάτας Βέργος.
Ο Λιάς από τή Βίδαβη. Επέρασε ο Λαμπέτης.
Καί δείχνει τ' Αστραπόγιαννου τήν κάρα ματωμένη
Στήν αγκαλιά του τήν πιστή. Εκεί κι ο Αμπελογιάννης
μέ τρείς θηλειαίς πού εσφίγγανε τόν άγριο τό λαιμό του.
Ο Κωνσταντάρας πώφερνε 'ς τόν ώμο τό παιδί του,
σφαγμένο μέ τά χέρια του, μονάκριβή του κλήρα,
γιατί, κακούργιο, εντρόπιαζε, τάρματα, τή γενειά του.
Ο Λάζος, ο Βρυκόλακας, ο γέρο Κώστα Πάλλας,
ο Καλλιακούδας ο Λουκάς, ο Χρόνης, ο Γυφτάκης.
Τ' Ανδρούτζου τάσπρο φάντασμα, τρανό σάν τό Βελούχι
μέ τόν ψυχοπατέρα του τό Βλάχο τό Θανάση,
Λιοντάρια πού δέν άφιναν τόν άδη 'ς ησυχία.
Ο Λιάκος απ' τόν Όλυμπο. Εκεί κι ο Κοντογιάννης
που γύρευε συχώρεση νά πάρη γιά τό Μήτζο.
Ο Κατζαντώνης πώδειχνε μέ κρυφοπερηφάνια
στά κόκκαλα του τό σφυρί. Ο Δίπλας 'ς τό πλευρό του.
Ο Αλέξης ο Καλόγερος, οι Κατζικογιανναίοι,
αχώριστοι 'ς τό σκοτωμό, 'ς τό μνήμ' αδερφωμένοι.
Τής Λάμιας ο σταυραητός πλακώνει ο Χρήστος Γρίβας.
Σέ φλογισμένο σύγνεφο διαβαίνει θρονιασμένος
εμπρός 'ς τό Διάκο ο Σαμουήλ, τής Κιάφας ο προφήτης.
Κρατεί 'ς τή ζώνη τά κλειδιά πού πήρε από τό Κούγκι.»
Ο Ησαΐας αντελήφθη ότι η ηρωϊκή προσπάθεια τού Μαρκοπούλου
θά κατέληγεν εις τόν θάνατον καί τών δύο καί τού είπεν:
- Αφησέ με, παιδί μου καί σώσε τουλάχιστον τόν εαυτόν σου, πού είσαι χρησιμώτερος.
Ο Μαρκόπουλος ηναγκάσθη νά τόν αφήση.
Αλλά δέν είχε προχωρήσει πολλά βήματα όταν ήκουσε τήν φωνήν του:
- Παναγιά μου, σώσον τουλάχιστον τήν Πατρίδα.»
- "Καρδιά, παιδιά μου", φώναξε, "παιδιά μή φοβηθήτε, ανδρεία ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθήτε."»
Ωργίσθη ο Χαλίλ. Τώ αντιπρότειναν νά γείνη μουσουλμάνος, αγανακτών εξύβρισε
τήν οθωμανικήν θρησκείαν καί ονομαστί τόν Μωάμεθ καί ερρίψας τόν καφέ,
τόν οποίον τώ είχον προσφέρει, επί τού σανιδώματος τού οντά,
ηγέρθη ρίψας καί τό φέσι του επί παρακειμένου παραθύρου. Τώ είπον:
"Θά θανατωθής Διάκο, αδίκως χωρίς νά ελευθερώσης τήν πατρίδα σου",
καί αυτός απεκρίθη: "η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους".»
Τό 'να τηράει τή Λειβαδιά καί τ' άλλο τό Ζητούνι,
τό τρίτο τό καλύτερο μοιρολογάει καί λέει:
- "Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σάν καλιακούδα.
Μήν ο Καλύβας έρχεται, μήν ο Λεβεντογιάννης;"
- "Νούδ' ο Καλύβας έρχεται νούδ' ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε μέ δεκαοχτώ χιλιάδες."
Ο Διάκος σάν τ' αγροίκησε πολύ τού κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τόν πρώτο τού φωνάζει.
- "Τόν ταϊφά μου σύναξε, μάσε τά παλληκάρια,
δώσ' τους μπαρούτη περισσή καί βόλια μέ τίς χούφτες,
γλήγορα γιά νά πιάσουμε κάτω στήν Αλαμάνα,
πού 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια".
Παίρνουνε τ' αλαφριά σπαθιά καί τά βαριά τουφέκια,
στήν Αλαμάνα φτάνουνε καί πιάνουν τά ταμπούρια.
"Καρδιά, παιδιά μου" φώναξε, "παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σάν Έλληνες καί σάν Γραικοί σταθείτε".
Ψιλή βροχούλα έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια έκαμαν, τά τρία αράδα αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στή φωτιά μέ δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρείς ώρες επολέμαε μέ δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τά ταμπούρια του κι ανάψαν τά τουφέκια
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε καί στή φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες
καί τό σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ' τή χούφτα
καί ζωντανό τόν έπιασαν καί στόν πασά τόν πάνουν.
Χίλιοι τόν παν από μπροστά καί χίλιοι από κατόπι.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στόν δρόμο τόν ερώτα:
- "Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, τήν πίστη σου ν' αλλάξεις,
νά προσκυνήσεις στό τζαμί, τήν εκκλησιά ν' αφήσεις";
Κι εκείνος τ' αποκρίθηκε καί στρίβει τό μουστάκι:
- "Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες νά χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θέ ν' αποθάνω.
Άν θέλετε χίλια φλωριά καί χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω νά μού χαρίστε,
όσο νά φτάσει ο Οδυσσεύς καί ο Θανάσης Βάγιας".
Σέν τ' άκουσε ο Χαλίμπεης, αφρίζει καί φωνάζει:
- "Χίλια πουγκιά σάς δίνω γώ κι ακόμα πεντακόσια,
τό Διάκο νά χαλάσετε, τό φοβερό τόν κλέφτη,
γιατί θά σβήσει τή Τουρκιά κι όλο μας τό ντοβλέτι".
Τό Διάκο τότε παίρνουνε καί στό σουβλί τόν βάζουν.
Ολόρτο τόν εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
τήν πίστη τους τους ύβριζε, τούς έλεγε, μουρτάτες:
- "Σκυλιά, κι α' μέ σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά καί ο καπετάν Νικήτας,
πού θά σάς σβήσουν τήν Τουρκιά κι όλο σας τό ντοβλέτι".»
Δημοτικό τραγούδι - Ο θάνατος τού Διάκου
Ο Βρυώνης προέτρεψεν τόν Διάκον νά αρνηθή τόν ελληνικόν αγώνα, ως ληστρικόν καί αποτυχόντα καί νά εξυπηρετήση επί μεγάλαις αμοιβαίς καί υποσχέσεσι τήν
Τουρκίαν, δυναμένην νά ικανοποιήση πάσαν φιλοδοξίαν του.
- "Ουδεμίαν είχον τοιαύτη, πλήν μόνης τού νά αποθάνω διά τήν πατρίδα μου".
- "Αλλά θά αποθάνης χωρίς νά ελευθερώσης αυτήν".
- "Η πατρίς έχει πολλούς Διάκους".
Ο Βρυώνης ηθέλησε νά αναβάλη τήν περί τού είδους τής ποινής απόφασιν, ελπίζων νά μεταπείση ίσως τόν Διάκον, αλλά τότε εις τών εγχωρίων Οθωμανών ο Χαλίλ
Βέης, πλούσιος ών καί πολλά έχων εν Λαμία κτήματα είπεν:
- "Άν δέν τιμωρήσωμεν σήμερον παραδειγματικώς μάλιστα τόν κλέφτην τούτον, εχάθημεν ημείς τε καί τά κτήματά μας."
Άπαντες δέ τότε εψήφισαν τόν δι' ανασκολοπισμού θάνατον
καί καθ' ήν μέν στιγμήν απήγετο εις τόν τόπον τής εκτελέσεως ο μάρτυς φέρων ως ο Χριστός επί τού ώμου
του τόν πάσσαλον, εξεφώνησε τό εξής δίστιχον:
- "Τήρα καιρόν πού διάλεξεν ο Χάρος νά μέ πάρη, τώρα π' ανθίζουν τά κλαδιά φυτρώνει τό χορτάρι".»
Οι υπό τόν Πανουριάν καί Δυοβουνιώτην μή δυνηθέντες νά βαστάσωσι τό βάρος τής δυνάμεως
ταύτης ετράπησαν εις φυγήν, ο δέ Διάκος κατέχων τήν πρός τάς Θερμοπύλας
άγουσαν οδόν, έμενε μαχόμενος. Εν τοσούτω δέ οι περί τόν Διάκον δειλιάσαντες έφυγον, μόνος
δέ ο Διάκος μετ' ολίγων εκ τών οπαδών του ησθάνθησαν ότι εκεί
απέθανεν ο Λεωνίδας. Εις τούς ειπόντας εις αυτόν νά φύγη διά νά χρησιμεύση
εις άλλην περίστασιν υπέρ τής πατρίδος απεκρίθη, "ο Διάκος δέν φεύγει".
Επιπεσόντων δέ κατ' αυτού τών εχθρών, ο μέν αδελφός
του καί όλοι οι περί αυτόν εφονεύθησαν, ούτος δέ μαχόμενος περικυκλούται υπό τών Τούρκων καί συλλαμβάνεται
ζών καί καθημαγμένος, κρατών εις τά χείρας αυτού τό όπλον.
Αχθείς δέ εις τήν Λαμίαν αλυσοδεμένος υπέστη μαρτυρικώτατον θάνατον, ψηθείς εις τήν σούβλαν.
Τοιαύτα μαρτύρια υφίστανται οι Χριστιανοί τής Ανατολής υπό τών αγρίων
τούτων θηρίων τής Ασίας επί τοσούτους αιώνας.»
Απομνημονεύματα Στρατηγού Μακρυγιάννη
Τό Πήλιο, από τά πρώτα χρόνια τής εισβολής τών Οθωμανών στά εδάφη τής βυζαντινής αυτοκρατορίας,
υπέστη πολλές επιδρομές μέ αποτέλεσμα τήν ερήμωση
καί τήν παρακμή, η οποία διήρκεσε μέχρι τίς αρχές τού 18ου αιώνα. Τότε σχηματίσθηκαν οι πρώτοι
οικισμοί καλλιεργητών τών κτημάτων τών μοναστηριών.
Οι οικισμοί εξελίχθηκαν σέ πλούσια χωριά, μέ αποτέλεσμα
τό Πήλιο νά γνωρίσει σημαντική οικονομική
ανάπτυξη ένα αιώνα αργότερα. Τά χωριά τού Πηλίου Πορταριά, Μηλιές, Νιοχώρι, Τσαγκαράδα, Ζαγορά,
Μακρυνίτσα, Καραμπάσι, Μετόχι, Πικανάτες καί Άϊ - Λαυρέντης
ανέπτυξαν σημαντική βιοτεχνία μεταξιού καί οι εξαγωγές τών προϊόντων τους έφθασαν μέχρι τήν Αίγυπτο.
«Ο Άνθιμος Γαζής εγεννήθη εις τό χωριό Μηλιές τό 1758. Ωνομάζετο
Αναστάσιος Γκάζαλης. Όταν ηκολούθησε τό ιερατικόν
στάδιον έλαβε τό όνομα Άνθιμος καί διά τό ευηχότερον μετέβαλε τό επώνυμό του διά περικοπής μερικών
γραμμάτων καί τό έκαμε Γαζής.
Τούτο ωφείλετο εις τόν θαυμασμόν του πρός τόν περίφημον Θεσσαλονικέα διδάσκαλον τού 14ου αιώνος
Θεόδωρον Γαζήν.
Ο Γαζής μετά τίς πρώτες σπουδές του στή Ζαγορά εργάστηκε ως δάσκαλος
στή Βεζίτσα καί μετά πήγε στήν Κωνσταντινούπολη, όπου είχε
ραγδαία εξέλιξη. Τό 1796, μετά από προτροπή τού Αγγελή Μαρμαρά,
ταξίδεψε στήν πρωτεύουσα τής Αυστρο - Ουγγαρίας Βιέννη, γιά
νά συνεχίσει τίς σπουδές του. Προσελήφθη εφημέριος
στό ναό τού Αγίου Γεωργίου τής ελληνικής κοινότητας τής
Βιέννης καί εξέδωσε τή γραμματική τών φιλοσοφικών επιστημών τού Βενιαμίν Μαρτίνου, ένα χάρτη τής Ελλάδος μέ τά παλαιά καί νέα
τοπωνύμια καί τόν "Λόγιον Ερμήν", φιλολογικό καί επιστημονικό περιοδικό τής Βιέννης τό οποίο χρησίμευσε γιά τούς σπουδαστές Έλληνες τού Πανεπιστημίου
τής Βιέννης.
«Συμπατριώται, τά βάσανά μας ετελείωσαν.
Χαίρετε αδελφοί χαίρετε. Όλον τό Γένος, απ' άκρου εις άκρον, είναι ανάστατον. Από τήν Ρωσσίαν
έως τήν Κρήτην, όλοι οι αδελφοί μας Χριστιανοί εσηκώθηκαν καί συντρίβουν τάς αλύσεις τεσσάρων αιώνων τυραννίας. Οι εχθροί μας είναι ολιγώτεροι καί πολεμούνται
αναμεταξύ τους. Τό αίμα χιλιάδων αθώων ψυχών έγινεν ωκεανός καί θά καταποντίση τούς τυράννους. Ο Μωάμεθ δέν θά σώση πλέον τούς Αγαρηνούς.
Οι αρχικοί φόβοι τών Ρωμιών τού Πηλίου σκόρπισαν. Όλοι πλέον ήθελαν τήν επανάσταση.
Ήθελαν εκδίκηση γιά τό αίμα τών προγόνων τους.
Ο Γιάννης Δήμου ύψωσε τή σημαία τής επαναστάσεως πού είχε κεντήσει η αδελφή του. Ήταν λευκή μέ κόκκινο σταυρό στή μέση καί μέ μικρότερους σταυρούς
στίς γωνίες. Αμέσως ξεκίνησαν γιά τά Λεχώνια. Όσοι Τούρκοι αντιστάθηκαν φονεύθηκαν καί
οι υπόλοιποι αιχμαλωτίστηκαν. Στή συνέχεια οι επαναστάτες επιτέθηκαν
κατά τού φρουρίου τού Βόλου.
«Άμα δέ φανέντων πλοίων εκ τών τού ελληνικού στόλου καί εις
τά παράλια τού Βώλου φερόντων τήν σημαίαν τού Σταυρού ή τής Επαναστάσεως,
τότε επιμελεία τού μεμυημένου τά τής εταιρείας διδασκάλου Ανθίμου Γαζή έλαβον μέρος
εις τήν επανάστασιν καί οι Θεταλλο - Μαγνήτες από τής 7ης Μαΐου 1821
υπείκοντες εις τό κήρυγμα τού συμπατριώτου των πρωτομάρτυρος Ρήγα τού εκ Βελεστίνου. "Καί κάμετε ν' ανάψη από παντού φωτιά".
Ο Δράμαλης πασάς τής Λάρισας κινήθηκε μέ ταχύτητα. Ο εκπαιδευμένος στρατός του
σκόρπισε γρήγορα τούς επαναστάτες οι οποίοι στερούνταν όπλων, αλλά ήταν καί απείθαρχοι.
Οι περισσότεροι Θεσσαλοί στρατιώτες, αντί νά πολεμούν τόν εχθρό,
έδιναν προτεραιότητα στή λεηλασία τών σπιτιών τών πλούσιων
Τούρκων καί στό τέλος κατέληγαν νά κοιμούνται μεθυσμένοι μακρυά από τά στρατόπεδά τους.
Ο Μαχμούτ Δράμαλης πασάς, ανενόχλητος, έκαψε τά χωριά Καπήρνα καί Κανάλια ενώ στή Μακρυνίτσα
έκαψε τά σπίτια τών Φιλικών. Οι πρόκριτοι πού ήταν εναντίον τής επανάστασης, έτρεξαν καί προσκύνησαν,
παρουσιάζοντας σάν υπαίτιους μερικούς μεμονωμένους
Θεσσαλούς καί στή συνέχεια προσπάθησαν νά δολοφονήσουν τόν Γαζή αλλά δέν τά κατάφεραν.
Κατάφεραν όμως νά δολοφονήσουν τόν Ιωάννη Δήμου. Ο Δράμαλης
επέβαλε βαρύτατα πρόστιμα σέ όλα τά χωριά τού Πηλίου καί επέστρεψε στήν Λάρισα.
Η επανάσταση στήν Θεσσαλία καταπνίγηκε προτού καλά καλά ξεκινήσει.
«Ο Αλή πασσάς τών Ιωαννίνων, πρίν ή πολιορκηθή, διέταξε τόν Οδυσσέα, ως υπαγομένης υπό τήν δικαιοδοσίαν αυτού τής Λεβαδείας, ίνα θανατώση αφεύκτως
Αλβανόν τινα Χασάν βελούκπασην, όν εδίωκε καταφυγόντα εις τάς Αθήνας. Αλλ' αι Αθήναι υπήγοντο τώ σατράπη τής Ευβοίας, ο δέ Οδυσσεύς ηναγκασμένος,
ίνα εκτελέση ή ούτως ή άλλως τήν διαταγήν τού Αλή πασσά, απέστειλεν ένα τών στρατιωτών αυτού, τόν Γούραν, αναθέσας αυτώ τόν φόνον τού προγεγραμμένου
Χασάν βελούκπαση.
«Dieses griechische hatten die Turken bei ihrem ersten Einbruchen wie Hirsch und Tiere gejagt...
Ο πλούτος καί η ομορφιά τών χωριών τού Πηλίου τά έφεραν στήν εξάρτηση τής βαλιδέ σουλτάνας,
πράγμα πού σήμαινε προνόμια αυτοδιοικήσεως.
Τότε δημιουργήθηκαν σχολεία μέ καλύτερο αυτό τής Ζαγοράς, τά οποία συνετέλεσαν στήν
δημιουργία σημαντικής πνευματικής κίνησης
στό Πήλιο Η ευημερία τών κατοίκων είχε προκαλέσει αδράνεια άν όχι αρνητική διάθεση όσον αφορά τίς
επαναστατικές κινήσεις κατά τών Τούρκων, οι οποίοι σημειωτέον
διατηρούσαν μεγάλα στρατιωτικά κέντρα στή Λάρισα καί τά Τρίκαλα,
πόλεις οι οποίες δέν απείχαν πολύ από τά χωριά τού Πηλίου.
Η παρουσία όμως ενός λόγιου καί σοφού ιερέα, τού Άνθιμου Γαζή,
επρόκειτο νά αλλάξει αυτή τήν κατάσταση.
Η φιλομάθεια τού Ανθίμου ήτο παροιμιώδης. Δέν τού αρκούσεν η ημέρα πρός μελέτην.
Ήθελε καί τή νύκτα. Αλλ' η νυκτερινή μελέτη είχεν ανάγκην από φώς καί η
μητέρα του - πτωχή χήρα μέ οκτώ παιδιά - τόν εμάλωνε τό πρωΐ όταν έβλεπεν ότι τό λάδι τού
λυχναριού είχε καεί κατά τήν νύκτα καί τέλος τού έκρυβε τό λυχνάρι.
Ο μικρός ευρέθη εις αμηχανίαν. Παρουσιάσθη τότε από μηχανής θεός μία
γυναίκα, πού τού εζήτησε νά τής γράψη γράμμα πρός τόν ξενιτεμένον άνδρα
της καί τού
έδωσε διά τόν κόπον του ένα παράν. Μέ αυτόν τόν παράν εκείνος ηγόρασε λάδι,
έστριψε φιτίλι καί μετέβαλεν εις λυχνάρι ένα όστρακον.
Ο μικρός μαθητής εφρόντισε νά γίνη ο επιστολογράφος τών αγραμμάτων τού χωριού του.
Ο Γαζής συνεπλήρωσε τάς σπουδάς του εις τό σχολείον τής Ζαγοράς καί έπειτα,
εις πολύ νεαράν ακόμη ηλικίαν, εχειροτονήθη διάκος καί αργότερα έγινεν ιερομόναχος.»
Ο Γαζής βρισκόταν υπό στενή παρακολούθηση από τήν αυστριακή αστυνομία καί
κάποιος πράκτοράς της είχε γράψει σέ μία έκθεσή του ότι:
"Ο Άνθιμος Γαζής εκδίδει μέ τήν άδεια τής Λογοκρισίας περιοδικό εις τήν νεοελληνική γλώσσα υπό τόν τίτλο
Ερμής ο Λόγιος. Τό περιοδικό τούτο καίτοι εξωτερικώς
επιδιώκει νά διαφωτίσει φιλολογικώς τό ελληνικό έθνος, αποτελεί εντούτοις συγχρόνως τό σημείο
συγκέντρωσης τών εν διασπορά Ελλήνων, οι οποίοι ειπέρ πότε καί
άλλοτε ονειρεύονται τήν αναγέννηση τής Ελλάδος. Ο Γαζής
ευρίσκεται ωσαύτως εις στενότατας σχέσεις μέ τόν μητροπολίτη Βλαχίας Ιγνάτιο, ο οποίος παίζει εκεί έναν
σπουδαίο ρόλο, πληρώνει ένα μέρος τών εξόδων τής εκδόσεως καί διανέμει δωρεάν αντίτυπα τού Λόγιου Ερμού".
Τό 1816 ο Γαζής έστειλε στό Πήλιο τόμους βιβλίων, όργανα φυσικής καί χημείας
καί αναχώρησε από τήν Βιέννη γιά τήν πατρίδα του.
Στούς Φιλικούς πού τού πρότειναν τήν αρχηγία υπήρξε κατ' αρχήν αρνητικός, αλλά
μετά μυήθηκε στή Φιλική Εταιρία καί έγινε ένα από
τά πιό δραστήρια μέλη της. Μεταξύ τών πολλών αρματολών πού μύησε στά μυστικά τής
Εταιρείας ήταν καί ο καπετάν Κυριάκος Μπασδέκης.
Στόν φίλο του ιερέα Γρηγόριο Κωνσταντά δέν τόλμησε νά φανερώσει τό μυστικό τής
Εταιρείας διότι αυτός ήταν σφόδρα αντίθετος σέ κάθε επαναστατική ιδέα.
Τήν 1η Μαΐου 1821,
ο Γαζής σέ ένα γεύμα, στό σπίτι τού φίλου του Γιάννη Δήμου, όπου είχαν κληθεί καί πολλοί
Φιλικοί, τρώγοντας τό κοκορέτσι καί έχοντας πιεί πολύ κρασί,
έβγαλε από τό ράσο του έγγραφα καί άρχισε νά τά διαβάζει δυνατά.
Ήταν έγγραφα τού Αλεξάνδρου Υψηλάντη καί περιείχαν τήν εντολή νά ξεκινήσει αμέσως
η επανάσταση στήν Θετταλομαγνησία. Μόλις τέλειωσε τήν ανάγνωση ευχήθηκε γιά
τήν Ανάσταση τού Γένους. Οι πρόκριτοι πού είχαν αντιρρήσεις καί μεταξύ τους ο
Κωνσταντάς έμειναν άφωνοι. Όταν συνήλθαν από τήν ταραχή τους
διατύπωσαν τίς αντιρρήσεις τους καί τρομαγμένοι τού φώναξαν νά μήν προχωρήσει διότι
θά πάρει τόν κόσμο στό λαιμό του.
Στίς 5 Μαΐου 1821 εμφανίστηκαν στόν Παγασητικό δύο υδραίϊκα πλοία υπό τόν Αναστάσιο Τσαμαδό
καί τόν Λάζαρο Παπαμανώλη, δύο σπετσιώτικα υπό τόν
Ιωάννη Κυριακού καί τόν Ιωάννη Κούτση καί τρία τρικκεριώτικα. Οι
Τούρκοι μέ τήν εμφάνιση τών πλοίων κατέφυγαν στό κάστρο τού Βόλου.
Οι Μηλιές τού Πηλίου έγινε τό κέντρο τών επαναστατών. Στίς 7 Μαΐου 1821
έγινε δοξολογία, όπως γινόταν σέ όλες τίς πόλεις πού επαναστατούσαν κατά
τού τυράννου καί τότε συνέβη κάτι απρόοπτο. Ο παπά Γρηγόρης Κωνσταντάς, πού
αρχικά ήταν ενάντιος στήν επανάσταση, έχοντας κατανικήσει τούς αρχικούς του
φόβους, απήγγειλε τόν κάτωθι λόγο, σκορπώντας ρίγη συγκίνησης
στούς επαναστατημένους Έλληνες:
Αγάπην καί ομόνοιαν, αδελφοί. Αγάπη καί όμονοιαν έχετε καί σωζόμεθα. Η ένωσις είναι η δύναμις.
Είναι προτιμότερος ο ένδοξος θάνατος παρά η άτιμη ζωή.
Ας αποθάνωμεν όμως εκδικούμενοι τό αίμα τών αθώων αδελφών μας, τό αίμα τόσων γενεών Χριστιανών, πού τούς έσφαζαν αθεόφοβα οι άπιστοι Αγαρηνοί,
τό αίμα τών πατέρων μας όπου έτρεξε ποτάμι. Αλλ' όχι. Δέν θά αποθάνωμεν, θά νικήσωμεν.
Θά βασιλεύση η πίστις τού Χριστού. Ζήτω η Ελευθερία!»
Ούτοι εγερθέντες υπό τόν οπλαρχηγόν Κυριάκον Μπαζδέκην, εφόνευσαν πρώτον διοικητήν
τινα Τούρκον σκοπούντα νά συλλάβη τούς προεστώτας καί τούς
κατοίκους τού χωρίου Λεχωνίων. Πληγωθέντος δέ τού Μπαζδέκην
καί τήν οπλαρχηγίαν αναλαβόντος τού Κοντονίκου, επολιόρκησαν τόν Βώλον,
τό Βελεστίνον καί τόν Αλμυρόν. Πληγωθέντος δέ καί τού Κοντονίκου ανέλαβε τήν αρχηγίαν ο Παναγής Μπαζδέκης.
Εσύστησαν καί διοίκησιν ονομασθείσαν Βουλήν Θετταλο - Μαγνησίας. Αλλά μετ' οι πολλάς ημέρας,
ήτοι κατά τά μέσα Μαΐου, εισελάσαντος εκεί τού Μουσταφά
Πασά Δράμαλη μέ πολυάριθμα στρατεύματα, οι μέν επαναστάται διεσκορπίσθησαν εν φυγαίς,
αι πολιορκίαι διελύθησαν καί τά χωρία διηρπάγησαν καί
κατεπολιορκήθησαν. Πολλοί εφονεύθησαν ή ηχμαλωτίσθησαν καί άλλοι έφυγον πρός τό Τρίκερι,
Ο Δράμαλης αφείς εκεί φρουράς επανήλθεν εις Λάρισσαν.»
Ο Γούρας επέτυχε τού φόνου τού Αλβανού, αλλά συνελήφθη καί εφυλακίσθη,
όπως υποστή τήν ποινήν τής αγχόνης. Τότε ο Οδυσσεύς συλλαβών αίφνης,
όσους εν
Λεβαδεία καί πέριξ εύρε Τούρκους τής Ευβοίας καί τών Αθηνών, ηπείλησε γράψας πρός
τόν σατράπην, ότι καί τούτους καί όσους άν άλλους συλλάβη εφεξής,
θανατώσει, ει μή απολυθή ο Γούρας ελεύθερος. Ούτω διά μόνης τής ισχύος τού ομοιοπαθητικού
αυτού συστήματος απηλλάγη ο Γούρας, λαβών έκτοτε φήμην
μεγάλην επί τόλμη καί προβιβασμόν παρά τώ Οδυσσεί εις πρωτοπαλλήκαρον.»
Δοκίμιον Ιστορικόν περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμονος, Αθήναι 1860,
πώς ο Οδυσσέας έσωσε τόν μετέπειτα δολοφόνο του Γκούρα
Oι Τούρκοι κατά τάς πρώτας αυτών επιδρομάς εδίωκον τούς
Έλληνας τούτους ως έλαφους καί ζώα δειλά καί οι Ενετοί εύρον μετά 300 έτη ου μόνον τούς Έλληνας
κατοίκους τών πόλεων αλλά καί τούς Αλβανούς ποιμένας επί τών ορεών τής Αρκαδίας
ανάνδρους καί αμοίρους πάσης πολεμικής τέχνης καί ενεργείας καί ακόμη
εν καιρώ τής επαναστάσεως έτρεμον οι Έλληνες ούτοι ενώπιον τών Τούρκων καί έφευγον ως άτολμοι λαγωοί!
Καί όταν η τών τυράννων ύβρις καί η απελπισία τούς ώθει καί άλλη εκλογή δέν
τούς έμενε κατέφευγον εις τά όρη, διήγον βίον όστις ως τοίς λησταίς καί ταίς πειραταίς
τής αρχαιότητος, περιεποίει καί αυτοίς τιμήν μάλλον ή μομφήν.
Wahrend des Freiheitskrieges der Englander Hamilton dem Kolokotronis einen
Bergleich mit dem Turken anriet, sagte der alte Klephte mit Stolz: das werde nie geschehen...
Ότε εν καιρώ τού υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος ο Άγγλος Αμιλτων εσυμβούλευσε
τόν Κολοκοτρώνην νά συμβιβασθή μετά τών Τούρκων, απήντησεν υπερηφάνως ο γέρων
οπλαρχηγός, ότι "τούτο ουδέποτε θέλει γείνει εκ μέρους τών Κλεφτών, ως καί ουδέποτε εκ μέρους
τών Τούρκων έγεινεν, άλλους έσφαξαν
οι Τούρκοι καί ηχμαλώτισαν, αυτοί όμως έζησαν ελεύθεροι καί ανεξάρτητοι από γενεάς εις γενεάν.
Ο βασιλεύς αυτών εφονεύθη χωρίς νά συνθηκολογήση, οι στρατιώτες του οι Κλέφτες
εξηκολούθησαν τόν πόλεμον. Τά φρούριά του τό Σούλι, η Μάνη καί τά όρη
έμειναν απόρθητα."»
Georg Gottfried Gervinus - Aufstand und wiedergeburt von Griechenland, 1864
Kατά τά τέλη τού 18ου αιώνα, η Θεσσαλονίκη, οι Σέρρες καί τό Μοναστήρι είχαν
αρχίσει νά αποκτούν, χάρις τήν συνθήκη
Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), αξιόλογη εμπορική κίνηση καί οι κάτοικοί τους βελτίωσαν σταδιακά
τήν οικονομική τους κατάσταση. Στή Μακεδονία εξάλλου,
όπως καί στίς υπόλοιπες περιοχές τής κατεχόμενης Ελλάδος, ο πόθος γιά τήν ελευθερία παρέμενε άσβεστος
καί τά πατριωτικά τραγούδια τού Ρήγα τά
σιγοτραγουδούσαν οι Ρωμιοί από σπίτι σέ σπίτι.
«Από Ύδρα έφθασεν μία γολέττα του Κολέτζη, ήτις μάς διηγήθη τήν ετοιμασίαν
διά ταίς 25 Μαρτίου 1821νά
χτυπήσουν παντού. Συγχρόνως εις άλλην μίαν γολέτταν εμβαρκαρίσαμεν 35 βαρέλια βαρούτι καί τά έπεμψε η Εφορεία εις τήν Σπάρτην.
Εκείνη τήν εποχή, τή Θεσσαλονίκη τή διοικούσε ο μουτεσελίμης Σερίφ Σεντίκ Γιουσούφ Μπέης,
ο οποίος ήταν βάναυσος καί χριστιανομάχος.
Παρακολουθούσε
μέ άγρυπνο μάτι όλες τίς ύποπτες κινήσεις τών άπιστων Ρωμιών τού βιλαετιού του καί ενεργούσε μέ άγριο τρόπο, όπως ο ίδιος
κάποτε ομολόγησε στόν
δικαστή Χαϊρουλλάχ ίμπν Σινασή Μεχμέτ αγά: "Ετοιμάζουν εξέγερση καί πρέπει νά τούς κτυπούμε αλύπητα όπου τούς βρίσκουμε".
Ήδη ο τρομερός πασάς είχε ρίξει στίς φυλακές τού Λευκού Πύργου πολλούς Ρωμιούς, οι οποίοι σάπιζαν από τήν υγρασία
καί υπέφεραν από τήν πείνα καί τίς δυσωδίες τών ακαθαρσιών τους.
«Από τά 1810 στίς Σέρρες ακουγόταν πολύ ο Εμμανουήλ Παπάς,
ένας ζάμπλουτος Έλληνας πού ήταν τραπεζίτης. Ήταν τόσο ισχυρός
εξαιτίας τού πλούτου του, ώστε τόν φοβόντανε οι Τούρκοι μπέηδες, γιατί τά είχε καλά μέ τόν
κάθε φορά πασά. Κατόρθωσε μάλιστα νά βγεί φιρμάνι πού έδινε
τό προνόμιο στούς Έλληνες νά δικάζονται οι υποθέσεις τους από τό μητροπολίτη καί όχι από τόν Τούρκο κατή
(δικαστή).
Φθάνοντας λοιπόν ο Παππάς στό Άγιον Όρος άρχισε νά οργανώνει τήν επανάσταση έχοντας
πολύτιμη βοήθεια τούς μοναχούς
καί κυρίως τόν ηγούμενο τής Μονής Εσφιγμένου Ιωακείμ. Οι μοναχοί ζήτησαν ενισχύσεις
από τά νησιά καί οι Ψαριανοί
έστειλαν τά καράβια τού Νικολάου Καρακωσταντή καί τού Γεωργίου Χατζηδημητράκη, τά οποία
φθάνοντας στήν Μακεδονία, συνάντησαν
δύο τουρκικά πλοία τού μπέη τής Θεσσαλονίκης. Οι Τούρκοι τρομαγμένοι από τήν εμφάνιση τών φημισμένων Ψαριανών,
έριξαν τά δικά τους σκάφη στά βράχια καί έφυγαν μέ βάρκες γιά νά σωθούν.
Ο Γιουσούφ πασάς μαθαίνοντας τίς κινήσεις τών ραγιάδων στό Άγιον Όρος διέταξε τούς
πρόκριτους τής Χαλκιδικής νά παρουσιασθούν στή Θεσσαλονίκη. Οι πρόκριτοι έστειλαν στή θέση τους άσημους ανθρώπους, πού ο πασάς τούς φυλάκισε στά
υπόγεια τού κονακιού του. Ο μπέης τής Θεσσαλονίκης
αποφάσισε νά δράσει κεραυνοβόλα καί έστειλε στρατό στή Χαλκιδική γιά νά καταστείλλει τήν εξέγερση τών
γκιαούρηδων.
«Τούρκοι καί Εβραίοι επλήσθησαν αίματος αθώου. Αι δημόσιαι πλατείαι
επληρώθησαν κεφαλών, εκκλησίαι μετεβλήθησαν εις φυλακάς.
Οι πλατείες τής πόλης ήσαν γεμάτες, κατά τίς μέρες εκείνες, από πασσάλους
ανασκολοπισμού, τά κεφάλια τών θυμάτων κρέμονταν από τίς επάλξεις τού Επταπυργίου, καί οι εκκλησίες είχαν μεταβληθεί σέ φυλακές.
Στήν εκκλησία τού Αγίου Αθανασίου έκλεισαν γέρους καί γυναικόπαιδα καί τούς άφησαν χωρίς τροφή καί νερό επί σαράντα ημέρες μέχρι πού
έσβησαν όλοι από τήν δίψα καί τήν εξάντληση. Αφού πρόλαβε τήν εξέγερση
τής Θεσσαλονίκης, ο Γιουσούφ, στράφηκε εναντίον τής κωμόπολης Παζαρούδας,
όπου έπνιξε τούς περισσότερους κατοίκους στή λίμνη Βόλβη. Προχώρησε
έπειτα πρός τήν Ιερισσό, όπους έσφαξε 400 Χριστιανού καί ετοιμάστηκε γιά επίθεση στό
Άγιον Όρος.
«Τών εν Θεσσαλονίκη Ελλήνων τό μαρτύριον αυτό μάλλον ή η απόκρουσις τού υπό τόν Τσιρίβασην καί Χασάν αγάν στρατού, υπεστήριξε
τό πρός τήν επανάστασιν πνεύμα τών Μακεδόνων. Οι πάντες, απηλπισμένοι ήδη,
ουδέν άλλο είχον καταφύγιον πλέον ή τά όπλα.
Οι ωμότητες τών Τούρκων στή Θεσσαλονίκη πείσμωσαν ακόμα περισσότερο τούς επαναστάτες, οι οποίοι
στίς 23 Μαΐου 1821 κήρυξαν επίσημα τήν Επανάσταση στό
'Aγιον Όρος μέ πανηγυρική δοξολογία στό Πρωτάτο τών Καρυών καί
μετά από σύναξη όλων τών προϊσταμένων τών μονών στή Μονή Κουτλουμουσίου. Ο Εμμανουήλ Παππάς αναγορεύθηκε
"Αρχηγός καί Προστάτης τής Μακεδονίας", ενώ πολιτικός διοικητής τού Αγίου Όρους διορίστηκε ο Νικηφόρος Ιβηρίτης.
«Επαλούκουσαν οι Τούρκοι τόν Μανόλη τόν Μποσταντζόγλη τόν σκευοφύλακα, κατάγναδα εις τό σπήτην του εις τήν Κλοποδίτζα δι' αιτίαν τιαύτην: εις τήν
στράταν του Γιαϊλάν ευρέθηκαν Τούρκοι σκοτωμένοι. Εδή άλλος δέν τούς ασκώτοσεν,
μόνον οι Χριστιανοί οπού έχουν τά τηστήρια καί έτζη εκείνην τήν αργατηνήν
έκαμαν καυγάν εις τό καπιλίον καί ευγένη o κύρ Μανόλης νά ιδή καί διαβόλου πηρασμός έρχετε μίαν πέτρα καί τόν κτηπά εις τό κεφάλη καί τόν ξεραχώνι.
Καί έτζη τό ταχύ ωσάν τόν ίδαν οι Τούρκοι ξεραχωμένον, είπαν αύτου καί η μαρτυρία τό πώς αυτός είναι o κανλής. Καί έτζη τόν άρπαξαν ως άγριοι θύρες καί τόν έκριναν.
«Le plus simple Turc est pour un Grec un tyran plus ou moins cruel puisqu le dernier Turc
regarde les Grecs comme leurs esclaves.
(Καί ο πιό απλός Τούρκος είναι γιά τόν Γραικό ένας τύραννος γιατί καί ο
τελευταίος Τούρκος θεωρεί τούς Έλληνες σκλάβους του.)
«Μαρτυρία τού μολλά (δικαστή) Χαϊρουλλάχ ίμπν Σινασή Μεχμέτ αγά,
γιά τίς συνθήκες τών φυλακισμένων Ρωμιών στίς φυλακές τού Λευκού Πύργου.
Τόν ίδιο τόν Χαϊρουλλάχ, φυλάκισε ο διοικητής Γιουσούφ μπέης, επειδή ο δικαστής λυπήθηκε έναν
νεκρό Ρωμιό πού πέρασε από μπροστά του καί φώναξε δυνατά
"Αλλάχ ραχμέτ εϊλεσίν!". Ο μπέης τού είπε ότι τό Ιερό Κοράνιο απαγορεύει στούς πιστούς τού
Ισλάμ νά δείχνουν έλεος γιά τούς απίστους καί τόν έριξε στά μπουντρούμια
τού Λευκού Πύργου. Από τήν μαρτυρία τού Οθωμανού δικαστή αποδεικνύεται η βαρβαρότητα τών
μουσουλμάνων μπέηδων έναντι τών απίστων
ραγιάδων τής εποχής τής τουρκοκρατίας.
«Μεταφράσαμε από τά γερμανικά τό παρακάτω απόσπασμα τού καθηγητή φιλολογίας Karl Wilhelm Gottling (1793 - 1869) πού επισκέφθηκε τίς Πλαταιές καί τή Χαιρώνεια
τό 1840:
Έτσι οι απόστολοι τής Φιλικής Εταιρείας Ιωάννης Φαρμάκης καί Δημήτριος Ίπατρος πού
στάλθηκαν στή Μακεδονία στά τέλη τού 1820, βρήκαν
πρόσφορο έδαφος γιά τήν εξάπλωση τών ιδεών τους. Αμέσως μυήθηκαν στήν Εταιρία οι μητροπολίτες
Σερρών Χρύσανθος,
Κοζάνης Βενιαμίν, Γρεβενών Άνθιμος, Αγίου Όρους καί Ιερισσού Ιερόθεος, Μαρώνειας Κωνστάντιος,
Αρδαμερίου Ιγνάτιος, οι οπλαρχηγοί Γάτσος καί Καρατάσος,
καθώς καί οι πλούσιοι έμποροι Κωτσαράς, Χρίστος Μενεξές, Γεώργιος Πάϊκος, Αντώνιος Παπαχρίστου,
Κωνσταντίνος Τάττης, ο δάσκαλος Ιωάννης
Σκανδαλίδης, ο Αναστάσιος Μπουδέλης ο Ιωάννης Παπαρέσκας καί πολλοί άλλοι.
Όλα αυτά μ' άναψαν περισσότερον τόν ζήλον, καί φορτώσας καφφέ εις μίαν γολέτταν, καί εμβαρκαρισθείς διά ταίς Φώκαις συστημένος πρός τήν Εφορείαν της, απο τήν
Λήμνον οίτινες έπνεον περισσότερον ενθουσιασμού - ευθύς μετέβην εις Τζιαγζή καί τήν ιδίαν ημέραν τράβηξα εις Σέρραις.
Η υποδοχή μου εστάθη πολλά λαμπρή από
όλους τούς επισημότερους, καθώς καί από τόν μητροπολίτην Χρύσανθο - έπειτα πατριάρχην - διά
τό ογλήγορον καί ευτυχές ταξίδι, καί τό περισσότερον διότι είδαν ότι
ήμουν τής Εταιρείας, οπού ήτον καί αυτοί όλοι. Κανείς από τούς νέους τής ηλικίας μου εις
Σέρραις δέν είχεν ηξιωθή τήν εμπιστοσύνην αυτήν.
Ευρεθείς μεταξύ τών αρχιερέων καί τόσων άλλων σεβασμίων γερόντων εμπόρων
περιωρίσθην οπωσούν καί πρόσεχα εις τά νεύματα τους.»
Τή φωτιά στήν Μακεδονία θά τήν άναβε ένας πλούσιος έμπορος από τή Δοβίστα Σερρών,
ο Εμμανουήλ Παππάς (1772 - 1821).
Ο Μακεδόνας Φιλικός, ενεργώντας σύμφωνα μέ τίς εντολές τού Αλέξανδρου
Υψηλάντη, είχε αγοράσει στήν Κωνσταντινούπολη όπλα
καί πολεμοφόδια καί στίς 23 Μαρτίου 1821 τά φόρτωσε στό καράβι τού
Χατζή Βισβίζη, καί αναχώρησε γιά τό Άγιον Όρος.
Τό 1819 ο Εμμανουήλ Παπάς, όταν ήταν στήν Πόλη μυήθηκε στή Φιλική Εταιρία καί από τότε ξόδεψε πολλά γιά τόν ιερόν αγώνα. Επειδή όμως
τά χάλασε μέ τόν Γιουσούφ μπέη, αναγκάστηκε νά πάει στήν Πόλη καί νά μείνει πολύ καιρό εκεί.
Άν καί ο μεγάλος βεζύρης τόν εδικαίωσε
καί πρόσταξε τόν Γιουσούφ νά δώσει πίσω στόν Παπά όσα τού είχε πάρει, ο Παπάς φοβόντανε νά γυρίσει στίς Σέρρες γιατί ο Γιουσούφ μπορούσε νά τόν δολοφονήσει.
Ο Εμμανουήλ Παππάς χωρίς κανένα δισταγμό, άμα κηρύχτηκε η επανάσταση στή Μολδοβλαχία
ναύλωσε τό καΐκι τού καπετάνιου Χατζή Βισβίζη από τή Λήμνο,
τό φόρτωσε μπαρούτι, φυσέκια, όπλα καί πιστόλες καί στίς 23 τού Μάρτη τού 1821 από τό Γαλατά τής Πόλης μπαρκάρησε γιά τό Άγιο Όρος. Μαζί του ήταν
καί οι Φιλικοί Ιωάννης Χατζηπέτρος καί ο Δημήτριος Οικονόμος. Όταν έφτασε τό καΐκι στήν
παραλία τής Δάφνης, ξεφόρτωσε καί οι "πραμάτειες" μεταφέρθηκαν
στή Μονή Εσφιγμένου.»
Η τουρκική φρουρά τού Πολυγύρου, στίς 16 Μαΐου 1821 άρχισε
ξαφνικά νά πυροβολεί τούς κατοίκους τής πόλης καί σκότωσε μεταξύ άλλων τόν
μουχτάρη (πρόεδρο τής κοινότητας) Κύρκο Παπαγεωργάκη. Στίς 17 Μαΐου,
οι Μακεδόνες όρμησαν κατά τού διοικητηρίου καί σκότωσαν τόν διοικητή
μέ τούς δεκαοκτώ στρατιώτες του. Αφού πήραν τά όπλα τής
φρουράς επιτέθηκαν κατά τών χιλίων Τούρκων πού έρχονταν από τή Θεσσαλονίκη,
στό χωριό Παλιόκαστρο, μέ αποτέλεσμα οι Τούρκοι νά υποχωρήσουν. Η επανάσταση
στή Χαλκιδική εξαπλώθηκε από τόν Πολύγυρο μέχρι τήν Κασσάνδρα καί τά χωριά
Ορμύλια, Παρθενώνας, Νικήτη, Μαντεμοχώρια καί Καλαμαριά.
Οι Σέρρες όμως δέν κινήθηκαν αφού οι πρόκριτοι
δέν άκουσαν τό κάλεσμα τού συμπατριώτη τους Εμμανουήλ Παππά.
Οι επιτυχίες τών Ρωμιών εξόργισαν τόν Γιουσούφ πασά, ο οποίος κατέσφαξε τούς ομήρους,
μεταξύ τών οποίων ήταν ο τοποτηρητής τού μητροπολίτη Ιωσήφ, ο επίσκοπος Κίτρους Μελέτιος,
ο παπα Γιάννης τής εκκλησίας τού Αγίου Μηνά,
ο Χριστόδουλος Μπαλάνος, ο Χρήστος Μενεξές, ο Κυδωνιάτης καί ο Γεώργιος Πάϊκος.
Ο τουρκικός όχλος σέ συνεργασία μέ τόν
εβραϊκό όχλο προέβη σέ βανδαλισμούς καί σέ περαιτέρω σφαγές τών Θεσσαλονικέων,
στίς οποίες βρήκαν τόν θάνατο πάνω από 3000 Χριστιανοί κάτοικοι.
Ο γενιτσάρ αγάς ήρξατο τότε ν' αναδιοργανή τά στρατεύματα αυτού καί οι Ισραηλίται
οίτινες ανεμίχθησαν καί αυτοί εις τάς κατά τών Χριστιανών σφαγάς, κρίνοντες
ευλόγως ότι δέν υπήρχε δι' αυτούς ελπίς σωτηρίας, εάν οι Έλληνες
εκυρίευον τήν πόλιν, παρέσχον τήν συνδρομήν των, ήν ο διοικητής εδέχθη.
Καί εθεάθησαν διά πρώτην ίσως φοράν από τής καταστροφής τής Ιερουσαλήμ Εβραίοι
φέροντες στρατιωτικήν πανοπλίαν. Ο άνευ βωμού καί βασιλέως λαός
ηνώθη μετά τών στρατειών τού Ισλάμ υπό τάς σημαίας τού Μωάμεθ!
(Le peuple sans autel et sans roi, s' unit aux soldat d' Islam, sous les drapeaux de Mahomet!)»
Ο Εμμανουήλ Παπάς εκηρύχθη Αρχηγός καί Προστάτης τής Μακεδονίας,
η δέ επανάστασις από τού στενού κύκλου τού Πολυγύρου εξελθούσαν, ηπλώθη καί
εσυστηματοποιήθη, δύο δέ σώματα παρευθύς εσχηματίσθησαν, τό μέν εκ
τών οπλοφόρων τής Κασσανδρείας καί τών Χασίκων χωρίων υπό τήν
οπλαρχηγίαν τού Χάψα, τό δέν εκ τών Μαδεμοχωριτών καί δισχιλίων μοναχών
τού Άθω υπό τήν διεύθυνσιν τού Εμμανουήλ Παπά.»
Απ' όλη τή Χαλκιδική συγκεντρώθηκαν 4000 πολεμιστές τούς οποίους ο Παππάς χώρισε σέ δύο σώματα. Τό πρώτο μέ αρχηγό τόν ίδιο
περιελάμβανε 1000 μοναχούς καί Μαντεμοχωρίτες καί τό δεύτερο μέ αρχηγό τόν καπετάν Χάψα περιελάμβανε Κασσανδρινούς καί
Χασικοχωρίτες. Ο ενθουσιασμός τών επαναστατών ήταν μεγάλος αλλά ο αγώνας προμηνύοταν δύσκολος.
Τέλως πάντων τόν αποφάσισαν καί συντζήλι τόν έκαμαν ότι νά τόν παλουκώσουν. Καί πολλοί τινές τόν είπαν ότι: Έλα γίνου Τούρκος καί ημείς νά σέ γλητόσωμεν.
Καί αυτός τούς έβριζεν καί σκύλους καί απίστους τούς έλεγεν. Καί έτζη τόν επαλούκωσαν. Καί από πάνω από τό παλούκι πολλά τούς ονειδούσεν καί τούς έβριζεν
καί αυτοί μή δυνάμενοι υποφέρουν ταίς βρησές, οπού επήγενεν η γλώσσα του ωσάν τό χελιδόνι,
εκρέμασαν τον έτζη μέ τό παλούκι. Καί ανεπαύθην εν Κυρίω καί
πάγη η ψυχή του μετά τών μαρτύρων, διότι υπόμηνεν δύο μαρτύρια καί έλαβεν
δύο στέφανα καί έγινεν νέος μάρτυρας. Αιωνία του η μνήμη.
Έκαψαν οι Τούρκοι τόν Πάτρουλα εις τό σανηδόφωρον δι' αιτίαν τοιαύτη: Μέ τό νά ήταν μέ τόν Μιχαήλ βοϊβώδα εις τήν Βλαχίαν καί ήχεν εγλητώση κάπιον
Τούρκον Σεριώτη συντοπήτην του από τόν θάνατον. Καί όταν ήλθεν εις τας Σέρρας επήγεν εις τό παζάρι
καί ίδεν τόν Τουρκον καί του έδωσεν γνώρα, τάχα τό πώς είναι αυτός
o ευεργέτης τής ζωής του, ως νά τόν ευχαρηστίση, πολλά. Καί αυτός o
σκύλος καί ασεβής έκαμεν τό εναντίον. Καί επήγεν εις τούς καφενέδες καί εφώναξεν μεγάλη τή
φωνή καί λέγη: Ελάτε νά ιδήτε έναν ασεβή καί ιτζελάτην τών Τούρκων,
τού Μιχάλη άνθρωπος όπου εις τήν Βλαχίαν ήχεν ενού εμήρη γυναίκα.
Καί έτζη ως τό άκουσαν
όλοι οι Τούρκοι έγιναν ωσάν λησαροί. Καί επάτησαν τό σπήτην του καί
πολλά κακά έκαμαν εις αυτόν καί εις τά υπάρχοντα του, διότι ήταν υπέρπλουτος. Τέλος πάντων
τόν έκαυσαν. Καί τις διηγήσετε τά όσα κακά έκαμαν εις αυτόν τόν άθλιον.
Καί ήχαν δεμένα τά χαίρια του, καί αυτός: Μήν μέ δένετε, εγώ μοναχός σεβένω εις τήν φλώγα.
Καί έτζη αυτοθελήτως επήδησεν μέσα εις τήν μέσιν τήν φλώγα.
Καί τόσον έβαλαν περισσά ξύλα καί κληματζήδες καί έστεκαν όλοι οι Τούρκοι τρωγήρου, έως ου εκάϊκεν
όλος καί δέν απόμηνεν ουδέ κόκαλον άπ' αυτον.
Έν μηνί Μαρτίω. τής Ακαθίστου, ετούρκεψαν τόν Αμοριανόν τόν
Τεμερούτογλη τόν σκευοφύλακα δι' ετίαν τιαύτη: Αγόραζεν σουπές από Τούρκον η οκά δώδεκα καί
αυτός τόν έδιδεν δέκα καί λέγη: Μήν τά πουλής επειδή δέν σέ ευγένη καί είναι καί χριστιανηκώ φαγή. Καί οι Τούρκοι τό εγύρισαν αλέος, τό πώς είπεν τόν Τούρκον
όπου τά πουλή χριστιανόν καί εσύκωσαν δόγμα μεγάλω καί εγίνη σύγχησις καί ταραχή καί φόβος μέγας. Καί τόν έκριναν καί o κριτής τόν έκαμεν ταζήρι καί τόν έδηρεν.
Έπειτα τόν άφησεν.
Αμή οι Τούρκοι δέν τόν άφησαν, μόνον τόν ήφεραν εις τό τρανώ τό τζιαμή εις τό τζιαρσή καί τοση Τούρκοι εμαζώχθησαν πάραυτα ότι δέν ήχαν μέτρος.
Καί έτζη τόν εβάρεσαν ένα δύο μαχερές καί ήθελαν νά τόν τεπελετήσουν. Καί ένας από τήν μέσιν τους τούς εφώναξεν καί λέγη ότι: Έγίνην Τούρκος εγίνην, μόνον αφήσετε
τον. Καί έτζη τόν άφησαν. Εδά πέ καί εσύ, ω άνθρωπε, ότι δέν γίνωμε Τούρκος διά νά τελειωθής απάνου εις μίαν στυγμήν.
Αμή εμούλοξεν. Ώ εις τήν δυστυχίαν του, κάλιον
ήτο νά μήν ήχεν γεννηθή. Καί έτζη τόν ετούρκεψαν καί πάραυτα τόν εσουνέτησαν.
Τώ αύτώ χρόνω Δικεμβρίω κε' του Χριστουγέννων, εσκώτωσαν τόν Παπακρήτον εις τά Αμπέλια. Καί ήχεν ενορία τόν Άγιον Νικόλαον τούς Μποσταντζήδες καί τά χωρία τό
Μερτάκη καί τό Μετόχη. Καί του Χριστού ήρχονταν από τήν χώραν μέ κουλήκια καί μέ πλάτες καί τόν απάντησεν ένας Τούρκος καί τόν εγύρεψεν πλάτην καί αυτός
ηνατζής δέν τόν έδωσεν καί o Τούρκος τόν έδειρεν καί επήρεν τό σπαθήν του καί τό τζεπκένην του. Άφες τόν εδά. Αμή τρέχη κατόπην του μεθησμένος καί τόν πολεμά
με τό χιώνι καί o Τούρκος γυρίζη καί ευγάζη τό σπαθήν του καί τόν κόφτη ωσάν τό κριάρη καί τό ταχή ήφεραν τό πτώμα του εις τό Κάστρον καί τόν έθαψαν εις τήν
Βλαχέρνα.»
Χρονικό τών Σερρών του Παπασυναδινού (1610) γιά τά μαρτύρια τών Ελλήνων στίς Σέρρες,
(Η αγραμματοσύνη τού ιερέα υποδηλώνει τήν έκταση τού αναλφαβητισμού στούς Ρωμιούς τού οθωμανικού πολυπολιτισμού)
Voici de quelle maniere les janissaires s'y prennent pour se rendre maitres de la fortune des Grecs.
Si un janissaire s'apercoit qu'un riche Grec lui refuse son amitie et ne lui offre aucun
cadeau, il prend un mouchoir, dans lequel il met une balle de fusil et un billet contenant ces mots:
"Envoyez-moi de suite cinq cents".
( Άν ένας γενίτσαρος επιθυμεί ένα χρηματικό δώρο από έναν πλούσιο Έλληνα,
τού στέλνει ένα μαντίλι, μέ μία σφαίρα καί μ' ένα χαρτάκι μέ τίς
λέξεις: "στείλε μου αμέσως 500 πιάστρα".)
Ceux que la misere accable ont beaucoup a souffrir dans tous les pays;
Ce peuple est chretien, il est vrai, mais il se trouve accable sous le joug de l'impie
et des barbares mahometans, et on ne peut se figurer toutes les souffrances qu'endurent et que supportent encore les malheureux Grecs sous le gouvernement tyrannique
d'une nation sans humanite, sans principes, et qui ne jette jamais aucun regard de commiseration sur des sujets malheureux qu'ils ont depouilles de tout.
(Ένας χριστιανικός λαός έχει κατακτηθεί από βαρβάρους μωαμεθανούς μέ μία τυραννική κυβέρνηση καί ένα έθνος χωρίς ανθρωπιά, χωρίς αρχές
πού έχουν στερήσει τούς δυστυχείς υπηκόους τους από τά πάντα.)
Un jour que nous nous trouvions dans un village de la Macedoine, nomme Sfellinon,
situe pres de la capitale ou Alexandre le Grand faisait sa residence,
nous ne trouvames dans ce village que de miserables huttes, qui servaient d'habitations a de malheureux campagnards.
Un jour, dis-je, nous apercumes sur la place cinq ou six cavaliers janissaires avec quelques ouvriers de la campagne.
M' etant approche pour connaitre la cause de ce rassemblement,
on me dit que ces soldats, satellites du bey de Zichnase Cazas, se rendaient tous les jeudis et les
dimanches dans ce village pour recruter des ouvriers, afin de les envoyer travailler
dans les domaines du Bey, sans recevoir aucun salaire ni gratification.
(Περιγράφει σάν αυτόπτης μάρτυρας τίς αγγαρείες πάμφτωχων Μακεδόνων χωρικών
στά χωράφια ενός μπέη γιά τίς οποίες φυσικά δέν πληρώνονταν ούτε ένα γρόσι.)»
Apercu sur les causes de la revolution de la Grece pour son independence du gouvernement des musulmans 1826, Παναγιώτης Ψατέλης από τή Σιάτιστα
σχετικά μέ τά αίτια τής ελληνικής επαναστάσεως εναντίον τών μουσουλμάνων.
"Ο Πύργος αυτός ήταν γιομάτος από ειδών ειδών ανθρώπους καί μάλιστα απίστους.
Η ζωή εκεί μέσα είναι φρικτή, κι' αν δέν έχει κανείς συντροφιά του τή
σκέψη τού παντοδύναμου Αλλάχ, δύσκολα μπορεί νά ζήσει. Είδα
κραταιότατε αυθέντη μου, φτωχά ανθρώπινα πλάσματα, πού μέναν εκεί μέσα τρείς καί τέσσερις μήνες,
Ρωμιοί ως επί τό πλείστον, γιατί συνάντησαν στόν δρόμο τόν Γιουσούφ Βέη καί δέν τόν χαιρέτησαν, όπως θάπρεπε, ή ακόμα γιατί μαζεύονταν στήν εκκλησία
τού Μηνά εφέντη (Αγίου Μηνά) καί συζητούσαν γιά τό Πατριαρχείο καί τόν πατρίκ εφέντη (Πατριάρχη).
Πολλοί απ' αυτούς ήσαν πιασμένοι από τήν υγρασία καί τήν πείνα, γιατί πρέπει νά ξέρεις γαληνότατε πατισάχ μου, ότι μόνο νερό δίνουν στούς φυλακισμένους.
Γνώρισα τόν πρόκριτο τών απίστων τής Θεσσαλονίκης, τόν Μαλάκη εφέντη, άνθρωπο θεοσεβούμενο καί τίμιο, πού τόν φυλάκισαν, γιατί ήταν μουτεβελής
(επίτροπος) τής μητρόπολης.
Μέσα στό κονάκι βρίσκονταν φυλακισμένοι πάνω από τετρακόσιοι Χριστιανοί ενώ οι εκατό ήταν
μοναχοί. Όλοι αυτοί κακοπερνούν στά χέρια τού Γιουσούφ,
τούς μαστιγώνει, τούς βρίζει, τούς εξευτελίζει καί τούς θανατώνει.
Ο Θεός ας λυπηθεί καί τούς Χριστιανούς καί αυτόν."
Παρακάτω ο Τούρκος δικαστής αναφέρει στόν σουλτάνο Μαχμούτ, τίς σφαγές πού διέπραξε ο διοικητής τής Θεσσαλονίκης όταν πληροφορήθηκε γιά τόν ξεσηκωμό τών
γκιαούρηδων.
"Από τή νύκτα εκείνην άρχισε τό κακό. Η Θεσσαλονίκη, η ωραία τούτη πόλη, πού στολίζει σάν σμαράγδι τό τιμημένο στέμμα σου, μεταβλήθηκε σ' ένα απέραντο
σφαγείο. Ο μουτεσελήμ Γιουσούφ Βέης, θέλοντας νά εκδικηθεί τούς ξεσηκωμένους Ρωμιούς διέταξε τούς χαφιέδες του νά γυρνούν τούς δρόμους τής πόλης καί νά
σκοτώνουν αλύπητα κάθε άπιστο πού θά συναντούσαν. Έτσι κι' έγινε.
Κάθε μέρα καί κάθε νύχτα δέν ακούς τίποτ' άλλο στούς δρόμους τής Θεσσαλονίκης, παρά φωνές, κλάμματα,
βογγυσμούς. Ο Γιουσούν Βέης, ο γενητσάρ αγάς,
ο σούμπασης, οι χοτζάδες καί οι ουλεμάδες έχουν λυσσάξει θαρρείς. Δέν εκτελούσαν δικές σου διαταγές ασφαλώς,
γιατί τότε θά σέβονταν τά μικρά παιδιά καί τίς
έγκυες γυναίκες.
Τήν πρώτη μέρα τού φεγγαριού (19 Μαΐου 1821) ο μπέης διέταξε νά τού φέρουν τόν Μακάρ εφέντη καί
τούς άλλους αγιάνιδες (πρόκριτους) τών Ρωμιών.
Τόν παρέδωσε στά χέρια τών μπασή μποζούκ καί τόν κομμάτιασαν στόν μεγάλη πλατεία τού Καπανιού.
Ενός άλλου γέροντα τού παπά Γιάννη,
τού κοψαν χέρια καί πόδια καί μετά τού έβγαλαν τά μάτια. Έναν τρίτο, πού τόν γνώριζα από τό
καφενείο, τόν Χρίστο εφέντη τόν κρέμασαν στόν μεγάλο τσινάρ
(πλάτανο) τού Ορτάτς εφέντη τζαμισή. Λίγοι γλύτωσαν από τή σφαγή τού μουτεσελήμ εφέντη."»
Αβραάμ Παπάζογλου - Η Θεσσαλονίκη κατά τόν Μαΐο τού 1821,
Ποιός περίμενε ότι τά εγγόνια τών θυμάτων αυτών, θά είχαν τό 2011 γιά δήμαρχο
έναν τουρκοπροσκυνημένο νοσταλγό τού Γιουσούφ μπέη, τόν Μπουτάρη...;
Das ganze Land erscheint als Ein grosses monument des Geistes und der Thatkraft des altes Volkes; kein Ort ist da zu finden der nicht durch eine grosse geschichtliche
Erinnerung sich unserer Seele auch jetz noch bemachtigte.
Zu dem einsamen Reisenden spricht dieses, jetzt durch lange Barbarenherrschaft veroedete schoene Land in
jedem Felsen, jedem Quell und jeder Bucht des Meeres eine stille Sprache, welche susser und den
Geist erhebender ist, als alle laute Unterredung in der Gesellschaft.
Ολόκληρη η Ελλάδα φαίνεται στά μάτια μας σάν ένα τεράστιο μνημείο τού πνεύματος καί τής δημιουργικής θέλησης τού αρχαίου λαού. Δέν υπάρχει τόπος
καί τοπίο πού νά μήν αιχμαλώτισε ακόμη καί στήν σύγχρονη εποχή τήν ίδια τήν ψυχή μας θυμίζοντάς μας ένα μέγα ιστορικό γεγονός.
Στόν μοναχικό ταξιδιώτη μιλάει η όμορφη αυτή χώρα, πού τήν ερήμωσε στά ατέλειωτα χρόνια τής
σκλαβιάς ο βάρβαρος κατακτητής. Μιλάει μιά γλώσσα βουβή
πού όμως τήν ακούμε από κάθε βράχο, κάθε πηγή κάθε όρμο τής θάλασσας.»
Αττικοβοιωτικά Ενεπεκίδη
----------------------------------------------