Πολιορκία τής Τριπολιτσάς

Μετά από τίς ήττες στά Δολιανά καί στά Βέρβαινα, ο Κεχαγιάμπεης κλείστηκε στήν Τριπολιτσά, περιμένοντας πλέον ενισχύσεις από τούς πασάδες πού δρούσαν στήν Ανατολική Ρούμελη. Γιά νά τού κλονίσει ακόμα περισσότερο τό ηθικό ο γερο-κλέφτης τού έστειλε τήν ακόλουθη επιστολή, όπου εξιστορούσε πολλά ψέματα γιά δήθεν νίκες τών χριστιανικών στρατευμάτων:

"Από εμένα τόν Θοδωράκη Κολοκοτρώνη, άρχοντα τών ακαταμάχητων ελληνικών στρατευμάτων εις εσένα τόν Μουσταφά Κεχαγιά βεγή.

Σού φανερώνω ότι στήν αλήθεια είσαι αξιοκατάκριτος από τό γένος τών ομοπίστων σου Τούρκων καί ζητείς άδικα νά τούς πάρης στόν λαιμό σου. Εσύ εγνώρισες καλά τήν απόφασιν τού Υψίστου Θεού καί τήν απόφασιν όλων τών Μεγάλων Δυνάμεων τής Ευρώπης, διά νά ελευθερωθή τό Γένος τών Χριστιανών από τίς αδικίες καί τήν τυραννίαν σας, ηξεύροντας τάς ανδραγαθίας τών Χριστιανών εις τήν Ρούμελην.

Πλήν εστοχάσθης ότι απερνώντας μέ ολίγους λουφετσήδες (μισθοφόρους) επάνω εις τόν Μορέα, πώς εύκολα ήθελε φοβίσης τά ανδρεία άρματά μας. Καί τό εύκολον απέρασμά σου από Βοστίτζαν (Αίγιο) έως αυτού διά τήν απροφυλαξίαν τών εκεί μερών, εις καιρόν οπού καί εις Άργος ευρεθέντες τότε ολίγοι στρατιώται σου επροξένησαν πολλά κακά, σέ έκαμαν νά φθάσης εις μίαν κακήν υπερηφάνιαν καί νά τολμήσης εναντίον τών ελληνικών στρατευμάτων μας κατά τό Βαλτέτσι, διά νά πάθης όσα έπαθες καί νά πάρης εις τόν λαιμόν σου τόσους ομοπίστους σου.

Εξιπάσθης φαίνεται ότι εις τό Άργος ευρών μερικούς ζευγολάτας καί γυναίκας τούς εθανάτωσες άδικα. Ημείς είμεθα ευσπλανικώτεροι καί γενναιότεροι από εσέ. Επειδή, ενώ έχομεν περισσότερους από χίλιους Τούρκους εις τό χέρι, δέν κατεδέχθημεν νά τούς πειράξωμεν τελείως, αλλά τούς έχομεν εις τό ραχάτι, τρώγοντας καί πίνοντας καλύτερα από εσένα. Ήξευρε δέ, όχι όσους εθανάτωσες, αλλά καί εκατό μερίδια τόσους άν εθανάτωνες, δέν μάς φοβίζεις, ούτε ελιγοστεύομεν.

Άν εστοχάσθης ότι είναι τό παιγνίδι όπου εις τόν Μορέα πρό πενήντα χρόνους εστάθη (ορλωφικά), είσαι πολλά γελασμένος. Διότι όλον τό Γένος τών Χριστιανών εις τόν Μορέα, Ρούμελη, Σερβία, Βουλγαρία, Καραταγλίδες, Βλαχομπογδανία καί σχεδόν εις αυτήν τήν Ανατολήν εσηκώθη εις τ' άρματα, ομοίως καί όλα τά νησιά τής Άσπρης Θαλάσσης (Αιγαίο). Μάθε άν δέν τό ηξεύρης, ότι η Βλαχομπογδανία, η Σερβία, η Βουλγαρία, η Φιλιππούπολη, τό Σαλονίκι, η Βάρνα, η Εδερνέ (Αδριανούπολη) ελευθερώθησαν. Η Κωνσταντινούπολις είναι μουχασέρι (πολιορκείται) από τόν πρίγκιπά μας Αλέξανδρον Υψηλάντη μέ διακόσιες χιλιάδες στράτευμα.

Ο Ελτζής (πρεσβευτής) τής Μεγάλης Ρουσίας έφυγε, τριάντα καράβια ρουσικά έχουν κλεισμένα τό Φαναράκι, δέκα καράβια οπού έμειναν τού σουλτάνου σας τά έχει δεμένα ωσάν γαϊδούρια εις τήν Πόλιν, τριάντα υδροσπετζιώτικα καί ψαριανά έχουν κλεισμένο τό μπουγάζι (στενό πέρασμα θαλάσσης) τού Τσανάκ Καλεσί (εννοεί Ελλήσποντο). Μάθε ότι ο γενναίος Αλή πασσάς Τεπελενλής, αποφασίσας νά ζήση ειρηνικώς μέ ημάς, κατέσφαξε ανδρείως πολλούς από τούς ιδικούς σας καί τούς άλλους μαζί μέ τόν Χουρσίτ πασσάν σας. Ο Ομέρ πασσάς Βρυώνης εσκοτώθη εις τό Ζητούνι (Λαμία) μέ όλον του τό στράτευμα.

Άλωση Τριπολιτσάς


Όσους μάς εστείλατε μέ τά προσκυνοχάρτια τούς περάσαμε από τό σπαθί μας, καί πρός πληροφορίαν σου. Ιδού οπού στέλνομεν τό παρόν νά κάνετε σεήρι (θέαμα), ότι εμείς έχουμεν προσταγήν από τόν πρίγκιπα, όχι τούς Τούρκους μόνον, οπού δέν κάνουν ιταέτι (υποταγή) να πολεμήσωμεν, αλλά καί όσους Ρωμαίους τουρκοφρονούν.

Αρκετά σου είναι αυτά διά νά σέ φέρουν εις αίσθησιν καί ήξευρε ότι, άν δέν υπακούσης νά παραδώσης τά άρματα, τά ανδρεία άρματά μας νά πού τά έχομεν εις τά ρουθούνια σας καί άν θέλης δοκίμασε άλλην μίαν φοράν, όχι κλέφτικα αλλά παλληκαρίσια. Επειδή καί εγώ, αφού εμπήκες μέσα επρόσμενα νά μού στείλης τήν είδησιν νά πολεμήσωμεν τακτικά, επειδή καί εμείς τήν ρέγουλα τών αρμάτων τήν εμάθαμεν καί τήν ηξεύρομεν. Καί άν εσένα δέν σου βαστά νά έλθης σάν παλληκάρι τακτικά απάνω μου καί δέν βαρυεστάς από τόν κλέπτικόν σου τρόπον, ήξευρε ότι εγώ έρχουμαι απάνω σου καί σού δίδω μίαν ημέραν πρωτήτερα τήν είδησιν, διά νά ετοιμασθής. Ταύτα καί καλές αντάμωσες εις τό σαράγι (παλάτι) σου μέσα.

Τώ α' έτει τής ελευθερίας Μαΐου 18.


Η προσοχή πλέον όλων τών επαναστατών ήταν στραμμένη στήν Τριπολιτσά. Ακόμα καί όσοι αρχικώς διαφώνησαν μέ τόν Κολοκοτρώνη, έσπευσαν νά τού στείλουν ενισχύσεις γιά τήν πολιορκία τής πρωτεύουσας τών Οθωμανών. Ο Γέρος τού Μοριά άρχισε νά καθιερώνεται στήν συνείδηση όλων τών Ρωμιών ως ο μεγάλος αρχιστράτηγος τής επαναστάσεως. Γιά τήν υποστήριξη τής πολιορκίας συγκροτήθηκαν υπηρεσίες ανεφοδιασμού, λειτούργησαν εθνικοί φούρνοι στά χωριά καί οργανώθηκαν αποθήκες εφοδίων καί πυρομαχικών. Οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας (αδελφοί Σπηλιωτόπουλοι) καί τής Δίβρης παρείχαν μπαρούτι καί φυσίγγια. Γιά τήν κατασκευή σφαιρών αφαιρούσαν τίς σκεπές τών τζαμιών καί έλιωναν τό μολύβι. Γιά νά καλύψουν τήν έλλειψη τού χαρτιού, πού χρειαζόταν γιά τήν κατασκευή φυσιγγιών, χρησιμοποιούσαν τά χειρόγραφα καί τά βιβλία τών μοναστηριών καί τής ιστορικής βιβλιοθήκης τής Δημητσάνας. Η Πελοποννησιακή Γερουσία όρισε τόν Κανέλλο Δεληγιάννη νά χειρίζεται τά οικονομικά θέματα καί τόν εφοδιασμό τών στρατοπέδων μέ τρόφιμα καί πολεμοφόδια. Η Καρύταινα προμήθευε κυρίως τά κτηνοτροφικά προϊόντα καί η Ύδρα κάλυπτε τίς ελλείψεις σέ μολύβι, τουφεκόπετρες, πετσιά γιά τά τσαρούχια καί ιατρικά μέσα γιά τήν περίθαλψη τών τραυματιών.

Ο κλοιός γύρω από τήν πόλη έσφιγγε διαρκώς. Στίς 21 Μαΐου 1821 κατελήφθη η Ζαράκοβα (χωριό Μαίναλο τού Δήμου Φαλάνθου) μία ώρα μακρυά από τήν Τριπολιτσά από τόν Διονύσιο Μούρτζινο. Ο Πλαπούτας κατέλαβε τήν Σελίμνα, δυτικά τής πόλης καί ένα τέταρτο μακρυά από τήν Ζαράκοβα. Τά νέα αυτά στρατόπεδα βρίσκονταν σέ συνεχή επικοινωνία μέ τά στρατόπεδα τού Βαλτετσίου καί τών Βερβαίνων. Δημήτριος Υψηλάντης Οι Τούρκοι αρχικά υποτίμησαν τήν πολιορκία καί είχαν τήν πεποίθηση ότι θά μπορούσαν νά εξέρχονται εύκολα από τήν πόλη καί νά εξορμούν μέ τό ιππικό τους πρός κάθε κατεύθυνση. Όταν στίς 24 Μαΐου έβγαλαν τά άλογα έξω από τά τείχη γιά νά βοσκήσουν, οι Έλληνες μέ επικεφαλής τόν Καλιακούδα από τήν Αλωνίσταινα, έτρεξαν από τά Τρίκορφα δυτικά από τήν πόλη, γιά νά τά αρπάξουν. Η μάχη γενικεύτηκε στήν Κάρτσοβα καί ο Καλιακούδας σκοτώθηκε. Αργότερα η μάχη μετατοπίστηκε στόν Άγιο Βλάση, μόλις ένα τέταρτο μακρυά από τά τείχη. Εκεί οι Τούρκοι ετράπησαν σέ φυγή αφήνοντας 40 νεκρούς καί χάνοντας τελικά τά άλογα γιά τά οποία ξεκίνησε η μάχη.

Τό τείχος τής Τριπολιτσάς είχε επτά πύλες, οι οποίες οδηγούσαν σέ γειτονικές πόλεις καί είχαν τίς αντίστοιχες ονομασίες: Πύλη Καλαβρύτων, Πύλη Σεραγιού, Πύλη Ναυπλίου, Πύλη Σπάρτης, Πύλη Λεονταρίου, Πύλη Καρύταινας καί Πύλη Αγίου Αθανασίου. Κάθε πύλη είχε καί μία τάπια (προμαχώνα) μέ φρουρά καί κανόνια. Τό ύψος τού τείχους ήταν πέντε μέτρα καί τό πάχος ήταν περίπου δύο μέτρα. Μέσα στήν πόλη βρίσκονταν 10000 Τούρκοι στρατιώτες, 5000 Αλβανοί στρατιώτες καί 20000 άμαχος πληθυσμός (Μωαμεθανοί, Εβραίοι, Χριστιανοί).

Οι Έλληνες πού πολιορκούσαν τήν Τριπολιτσά έφθαναν συνολικά τούς 10000 ενόπλους. Ανάμεσά τους ήταν 800 Μανιάτες μέ αρχηγούς τούς Μαυρομιχάληδες καί τόν Μούρτζινο, 3000 Κανέλλος Δεληγιάννης Καρυτινοί μέ αρχηγούς τούς Κανέλλο Δεληγιάννη καί Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, 2000 Μυστριώτες μέ αρχηγούς τούς Παναγιώτη Κρεβατά καί Παναγιώτη Γιατράκο, 800 Αγιοπετρίτες μέ αρχηγό τόν Άκουρο (Παναγιώτη Ζαφειρόπουλο), 1700 Μεσσήνιοι μέ αρχηγούς τούς Παπατσώνη, Κεφάλα, Μητροπέτροβα, 500 Φαναρίτες μέ αρχηγό τόν Τζανέτο, 300 Λεονταρίτες μέ αρχηγούς τούς Φλεσαίους καί τόν Αναγνωσταρά καί άλλοι.

Η άφιξη τού Δημητρίου Υψηλάντη έφερε αισιοδοξία στό στράτευμα καί θλίψη στούς Τούρκους, οι οποίοι έμαθαν ότι ήλθε ο "αφέντης τού τόπου". Ο Υψηλάντης άρχισε νά οργανώνει καλύτερα τά στρατόπεδα, αλλά μέ θλίψη έβλεπε ότι επικρατούσε η αναρχία τών ατάκτων στρατευμάτων, αφού οι χωρικοί πιεζόμενοι από τά οικογενειακά βάρη εγκατέλειπαν τίς θέσεις τους, γιά νά ασχοληθούν μέ τά κτήματά τους. Μέ εγκυκλίους του καταδίκαζε τίς αρπαγές καί τίς λεηλασίες καί διαρκώς αγωνιζόταν νά πείσει τούς Έλληνες ότι η διαγωγή τους έπρεπε νά είναι αντάξια τής ιστορίας καί τού πολιτισμού τους:

"Πρέπει καί εις τάς κατά μέρος ενδείξεις καί πράξεις τού πολέμου μας νά φερώμεθα ευτάκτως, νά πολεμούμεν ανδρείως τούς ενόπλους εχθρούς καί εις τήν γήν καί εις τήν θάλασσαν, νά μεταχειριζώμεθα δέ φιλανθρώπως τούς αόπλους καί όσοι παραδίδονται απλώς ή μέ συνθήκας. Ούτως απαιτεί καί η δικαιοσύνη καί τό συμφέρον καί η δόξα τού ελληνικού ονόματος. Όστις δέ ήθελε φέρεσθαι μέ απανθρωπίαν ή παράβασιν συνθήκης πρός τούς παραδιδομένους πολεμίους, ο τοιούτος καταδικάζεται ως πολέμιος τού Γένους."

Oι παρατηρήσεις καί οι διαταγές τού Κωνσταντινουπολίτη αριστοκράτη είχαν μηδαμινή επίδραση στούς ατάκτους επαναστάτες. Οι αιώνες τής σκλαβιάς, τών στερήσεων καί τής ταπείνωσης είχαν ποτίσει τίς ψυχές τους μέ εθνικιστικό μίσος καί σέ συνδυασμό μέ τίς συνήθειες τής Ανατολής, οι στρατιωτικές τους επιχειρήσεις είχαν μετατραπεί σέ έναν πόλεμο εξόντωσης τού εχθρού χωρίς έλεος.

Στόν στρατιωτικό τομέα, οι άτολμοι χωρικοί μετατρέπονταν αργά αλλά σταθερά σέ επιδέξιους πολεμιστές μέ περισσότερη αυτοπεποίθηση. Έστηναν σέ καθημερινή βάση ενέδρες (χωσιές) σέ όσους Τούρκους τολμούσαν νά ξεμυτίσουν από τά τείχη τής Τριπολιτσάς καί είτε τούς σκότωναν είτε τούς άρπαζαν τά ζώα καί τά εφόδια. Τούς αιχμαλώτους Τούρκους, παρά τίς προσταγές τών οπλαρχηγών τους, τούς έσφαζαν επί τόπου προκαλώντας τήν οργή καί τών ξένων φιλελλήνων πού είχαν αρχίσει νά συρρέουν από τά διάφορα μέρη τής Ευρώπης.

"Les Grecs prenaient toujours quelques trainards qu' ils massacraient impitoyablement, et pour les tetes desquels ils recevaient une prime de trois piastres. (Οι Έλληνες συνελάμβαναν κάποιους περιπλανώμενους, τούς οποίους έσφαζαν ανηλεώς καί γιά τά κεφάλια τους έπαιρναν τρία πιάστρα.)

Reybaud - Memoires sur la Grece"


Στό μεταξύ, πολλοί από τούς εγκλωβισμένους Χριστιανούς έβρισκαν ευκαιρία νά δραπετεύουν από τήν Τριπολιτσά καί νά καταφεύγουν στό στρατόπεδο τών ομοπίστων τους. Ανάμεσά τους ήταν καί ο Βούλγαρος Χατζή Χρίστος ο οποίος εξελίχθηκε σέ λαμπρό στρατιωτικό ηγέτη δημιουργώντας σώμα από Βούλγαρους, Σέρβους, Δαλματούς, Αλβανούς αλλά καί από πολλούς Ρωμηούς. Tό κύριο μέλημα τού Υψηλάντη ήταν νά οργανώσει ένα στοιχειώδες πυροβολικό γιά νά βομβαρδίσει τά τείχη τής πόλεως. Αλλά καί άν ακόμα έβρισκε κάποια πυροβόλα, έλειπαν Gordon Thomas οι κατάλληλοι άνθρωποι γιά νά τά χειριστούν. Τό πρόσωπο πού θά έδινε λύση στό πρόβλημα τού Υψηλάντη καί θά αναλάμβανε τήν οργάνωση τού πυροβολικού, άκουγε στό όνομα Γκόρντον Θωμάς (Gordon Thomas), ο οποίος έφθασε στό στρατόπεδο τής Τριπολιτσάς φέρνοντας από τήν πατρίδα του τή Σκωτία τρία οβιδοβόλα, 600 τουφέκια καί τά αναγκαία πυρομαχικά.

Στό έργο του, ο Gordon είχε γιά βοηθούς του τούς Γάλλους αξιωματικούς Raybaud καί Voutier. Τό πυροβολικό τών Ελλήνων ήταν μόνο ένα κανόνι αρχικώς, η περίφημη "Κοψαχείλα", η οποία είχε μεταφερθεί από τόν Μυστρά. Σέ λίγο όμως ενισχύθηκε μέ κανόνια από τά καράβια τής Ύδρας καί τών Σπετσών, στά οποία αποδείχθησαν άριστοι χειριστές κάποιοι Ναπολιτάνοι καί Κορσικανοί τυχοδιώκτες.

Ανάμεσα στίς ηγετικές φυσιογνωμίες ξεχώριζε η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, αληθινή αμαζόνα, πάντοτε επάνω σέ άλογο καί μέ ακολουθία Σπετσιωτών οπλοφόρων, ενώ ο Νικόλαος Σπηλιάδης συγκινημένος από τόν ενθουσιασμό τών Ελλήνων καί από τό μεγαλείο τών στιγμών θά έγραφε στά απομνημονεύματά του:

"Ελθών ολίγον πρό τής εκπολιορκήσεως τής Τριπολιτσάς, αφ' ού είδον τούς Έλληνας ενόπλους, ελληνικά ενδεδυμένους καί τούς ήκουσα εν ταυτή τραγωδούντας Τούρκος μή μείνη 'ς τόν Μωριά μηδέ 'ς τόν κόσμον όλον, δέν ημπόρουν νά κρατήσω τά δάκρυα."

Ο αριστοκράτης Υψηλάντης προσαρμόστηκε αμέσως στή δύσκολη στρατιωτική ζωή. Σύμφωνα μέ τόν Φιλήμωνα: "Δέν διαφέρει τίποτε από έναν απλούν στρατιώτην. Κακοκοιμάται επάνω εις τάς πέτρας, κακονυκτά, κακοτρώγει, τρέχει εις τόν πόλεμον καί κατοικεί εις καλύβην, γύρωθεν κτισμένην μέ ξηροτοίχι, επάνωθεν μέ ελατόκλαρα καί υποκάτωθεν μέ ολίγην κριθαριά. Κανένας δέν ημπορεί νά παραπονεθή διά κακοπέρασιν, έχων αυτόν διά παράδειγμα."

Η ψυχή βεβαίως τής πολιορκίας ήταν ο γερο-κλέφτης Θεοδωράκης Κολοκοτρώνης. Διατηρούσε άριστα τήν τροφοδοσία γιά τούς στρατιώτες του ενώ βρισκόταν γι' αυτό τό θέμα σέ αγαστή συνεργασία μέ τόν παλαιό του αντίζηλο Κανέλλο Δεληγιάννη. Νυχθημερόν επέβλεπε διαρκώς τά πάντα, φρόντιζε γιά τήν φρούρηση τών δημοσίων δρόμων, έσκαβε γράνες (τάφρους) γιά νά παρεμποδίζει τό τουρκικό ιππικό, κατασκεύαζε προμαχώνες (ταμπούρια) κατά τόν κλέφτικο τρόπο, αλλά πάνω απ' όλα εμψύχωνε τούς επαναστάτες τονίζοντας διαρκώς ότι μπορούσαν πλέον νά τά βάλουν μέ τόν τακτικό τουρκικό στρατό καί μέ τή βοήθεια τής Παναγίας νά τόν νικήσουν. Μέ μεγάλη προθυμία οι χωρικοί τών γειτονικών χωριών προσέφεραν τρόφιμα γιά τίς ανάγκες τών αγωνιστών. Συγκινητική ήταν η περίπτωση ενός βοσκού από τήν Ζαράκοβα, τού Κυριάκου Τσώλη πού χάρισε στό στρατόπεδο όλο του τό κοπάδι, 120 κατσίκες καί επέστρεψε στήν στάνη του μόνο μέ τόν ποιμενικό του σκύλο.

Στίς 5 Ιουνίου 1821, οι Τούρκοι επιτέθηκαν στό χωριό Θάνα, όπου αιφνιδίασαν τούς Μανιάτες τού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Μετά από μία σκληρή μάχη, οι Έλληνες πέρασαν στήν αντεπίθεση καί ανάγκασαν τούς Τούρκους νά υποχωρήσουν. Οι απώλειες τών Τούρκων ήταν 25 νεκροί καί τραυματίες καί τών Ελλήνων 8 νεκροί καί 3 τραυματίες. Μεταξύ τών νεκρών ήταν καί ο Μπούρας από τήν γνωστή οικογένεια τών Κωνσταντίνων τής Μεσσηνίας. Μετά από αυτή τή μάχη ο Γιατράκος μέ τόν μητροπολίτη Βρεσθένης Θεοδώρητο κατέλαβαν τό Θάνα. Στίς αψιμαχίες πού ακολούθησαν, ο δεκαεξάχρονος γιός τού Κολοκοτρώνη, ο Ιωάννης, αιχμαλώτισε έναν πελώριο Άραβα καί από τότε όλοι οι συντρόφοι του θά τόν αποκαλούσαν "Γενναίο".

Σέ μία περίπτωση οι Τούρκοι βγήκαν από τήν πόρτα τών Καλαβρύτων γιά νά κτυπήσουν τό στρατόπεδο τών Αγίων Θεοδώρων πού ήταν τό πιό κοντινό καί επικίνδυνο γι' αυτούς. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης πού αντιλήφθηκε πρώτος τήν πρόθεση τών Τούρκων, κατέβασε τούς άντρες του στήν πεδιάδα καί βρέθηκε στά νώτα τού εχθρού. Έγινε μάχη μέ τό τουρκικό ιππικό στή θέση Μικρός Μύτικας, κοντά στό Μερκοβούνι καί οι Ρωμιοί νίκησαν ενώ πρώτευσε στή μάχη ο παπά Δημήτρης από τό Τετέμπεη. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης έσπευσε μέ υπερηφάνεια καί μέ δέκα τούρκικα κεφάλια νά αναγγείλει τή νίκη στόν πατέρα του. Αντί γιά επαίνους όμως, ο πρωτότοκος γιός τού Κολοκοτρώνη δέχτηκε κατσάδες διότι κατέβασε τούς άντρες του σέ πεδινή θέση όπου μπορούσαν οι σπαχήδες τού τουρκικού ιππικού νά τούς αποδεκατίσουν.

Στίς 18 Ιουλίου σκοτώθηκε ο αδελφός τού Ισμαήλ πασά Πλιάσα, ο περίφημος Αλβανός Καλιόμπεης. Ύστερα από δύο ημέρες ο Αθανάσιος Κίντζιος επιτέθηκε στό χωριό Μπετενάκι εναντίων Τούρκων θεριστών καί στρατιωτών καί τούς ανάγκασε ύστερα από πολύωρη συμπλοκή νά κλειστούν στά τείχη τής Τριπολιτσάς, αφήνοντας δεκάδες νεκρούς καί τραυματίες. Στίς 20 Ιουλίου, οι Τούρκοι, γιά νά εκδικηθούν τόν θάνατο τού αρχιπυροβολητή Χατζή Κουλελέ από Αγιοπετρίτες, έστησαν ενέδρα στά αμπέλια τού Μουχλιού καί σκότωσαν είκοσι Κυνουραίους. Μετά από δύο ημέρες Τούρκοι οχυρώθηκαν στά ερείπια τού χωριού Ομέρ Τσαούση κοντά στόν Άγιο Σώστη. Εναντίον τους κινήθηκε ο Ανδρέας Κοντάκης, ο Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος, ο Σαράντης καί ο Ριζιώτης καί κατάφεραν νά τούς απωθήσουν καί νά καταλάβουν τό χωριό.








Μάχη τής Γράνας

Ο Κολοκοτρώνης, προκειμένου νά αποτρέψει τούς πολιορκημένους νά διαφύγουν πρός τήν Κόρινθο, συνέλαβε τήν ιδέα τής κατασκευής μίας μεγάλης οχυρωματικής τάφρου στό στενό πεδινό χώρο ανάμεσα στόν Μύτικα καί στό απέναντι ύψωμα τής Καπνίστρας. Η τοποθεσία βρισκόταν σέ απόσταση μίας ώρας περίπου από τήν Τρίπολη, κοντά στό χωριό Λουκά καί από τό στενό αυτό περνούσαν οι δρόμοι πρός Τσιπιανά (Νεστάνη) καί Καλάβρυτα. Η τάφρος (γράνα) κατασκευάσθηκε από τή δύναμη τού Δαγρέ καί από κατοίκους τού χωριού Λουκά. Είχε μήκος δύο χιλιόμετρα καί ήταν αβαθής.

Τό βραδυ τής 9ης Αυγούστου 1821 ο Κεχαγιάμπεης βγήκε από τά τείχη καί κινήθηκε πρός τήν Καπνίστρα, περνώντας τήν τάφρο, τήν οποία θεώρησε ως ένα χαντάκι άνευ σημασίας. Στήν Καπνίστρα αιφνιδίασε τό σώμα τού Δαγρέ, τό οποίο εγκατέλειψε τή θέση του αφήνοντας 27 νεκρούς. Ο Δαγρές κατέφυγε σέ μία σπηλιά πού λεγόταν τρύπα τού Μπούρμπουνα καί συνέχισε νά αμύνεται. Ο αδελφός τού Δαγρέ, Θανάσης δέν θέλησε νά τόν ακολουθήσει στήν σπηλιά, θεωρώντας βέβαιη τήν αιχμαλωσία καί αυτοκτόνησε. Η υπόλοιπη τουρκική δύναμη συνέχισε πρός τά χωριά Λουκά, Τσιπιανά καί Πικέρνι όπου άρπαξε τά αιγοπρόβατα τών κατοίκων.

Μεταφορά οστών Κολοκοτρώνη, 1930


Ο Κολοκοτρώνης, μόλις πληροφορήθηκε τήν δύσκολη κατάσταση στήν Καπνίστρα, έστειλε ενισχύσεις μέ τούς Δημήτρη Δεληγιάννη, Τζανέτο Χριστοδούλου, Δημήτρη Πλαπούτα, Κωνσταντίνο Παπαζαφειρόπουλο, Αθανάσιο Κίτζιο καί Λαγκαδινό. Ο ίδιος ακολούθησε μέ τό σώμα τών Επτανησίων, πού αποτελούσε τή σωματοφυλακή του καί στή συνέχεια εγκατέστησε ένα σώμα ανδρών στή Γράνα καί τά γύρω αμπέλια γιά νά περιμένουν τήν επιστροφή τών Τούρκων. Τό μεσημέρι ο υπασπιστής τού Κολοκοτρώνη Φωτάκος τόν ενημέρωσε γιά τήν εμφάνιση τού τουρκικού ιππικού. Ο Φωτάκος μόλις καί μετά βίας γλύτωσε τήν σύλληψη από τήν εμπροσθοφυλακή τού Κεχαγιάμπεη. Kolokotronis

Οι Τούρκοι ιππείς θεώρησαν τό χαντάκι ακίνδυνο καί κινήθηκαν νά τό περάσουν χωρίς ιδιαίτερη προφύλαξη. Από πίσω ακολουθούσε δύναμη πεζικού πού συνόδευε τά άλογα καί τά μουλάρια μέ τά τρόφιμα πού είχαν αρπαξει από τούς χωρικούς. Οι ιππείς πέρασαν καλπάζοντας τή Γράνα πυροβολούμενοι από τούς Έλληνες μέ ελάχιστες απώλειες. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε εγκαίρως ενισχύσεις στή Γράνα, οι οποίες πρόλαβαν νά οχυρωθούν καί νά περιμένουν τήν διμέτωπη επίθεση πού εξαπέλυσε ο Κεχαγάμπεης μέ χίλιους ιππείς από τό βορρά καί τριακόσιους από τό νότο. Οι Έλληνες διαμοιράστηκαν, γιά νά αντιμετωπίσουν τήν διπλή επίθεση καί καλυμμένοι στήν τάφρο σκόπευαν καί πυροβολούσαν μέ ευστοχία, ενώ οι Τούρκοι, προσπαθώντας νά υπερπηδήσουν τήν τάφρο δέν μπορούσαν νά στοχεύσουν σωστά. Η επέλαση τών ιππέων είχε ως αποτέλεσμα νά σκοτωθούν 50 ντελήδες (ιππείς) καί νά τραυματισθούν άλλοι τόσοι.

Τό απόγευμα έφθασε ο κύριος όγκος τού στρατού τών Τούρκων μέ τά τρόφιμα φορτωμένα πάνω σέ εξακόσια άλογα καί μουλάρια. Ο Κεχαγιάμπεης έστειλε τμήματα γιά νά προσβάλλουν τούς Έλληνες στήν Καπνίστρα, στή Γράνα καί στά αμπέλια καί επιχείρησε νά περάσει τά φορτία μέ τή συνοδεία τους από τήν άσκαφτη δίοδο μεταξύ τής τάφρου καί τής Καπνίστρας. Τό ιππικό έκανε πάλι έφοδο καί από τις δύο πλευρές. Οι Έλληνες τής Γράνας μέ πυροβολισμούς σκότωσαν άλλους 80 Τούρκους ιππείς καί όταν έβγαλαν τά γιαταγάνια, οι άντρες τού κεχαγιά τράπηκαν σέ άτακτη φυγή πρός τήν Τριπολιτσά, εγκαταλείποντας τήν εφοδιοπομπή μέ τό πολύτιμο γι' αυτούς φορτίο καί αφήνοντας άλλους 120 νεκρούς στό πεδίο τής μάχης.

«Μία ημέρα έμαθα από έναν Έλληνα, ότι ο Κιαμίλμπεης ετοιμάζεται μέ μιά τριακοσαριά ή πεντακοσαριά διά νά υπάγη εις τήν Κόρινθο καί έμελλε ν' απεράση από τό Μύτικα. Εγώ σάν τό άκουσα αυτό (μόλον ότι ήτον ψεύμα), εγνοιάσθηκα καί επήρα 10 καβαλαραίους καί επήγα εις τό Μύτικα διά νά ιδώ τό στράτευμα καί αντί διακόσιους Τριπολιτζόταις οπού είχα διατάξει νά μένουν εκεί δέν ευρήκα παρά τριάντα. Τούς ωμίλησαν μέ τά χαράματα καί ήλθαν καί τούς εμάλωσα διατί ήτον τόσον ολίγοι.

Ο Νταγρές μέ 200 ανθρώπους ήτον εις τά Τζιπιανά καί εις ταίς ράχαις. Τότε τούς έρριξαν μερικά τουφέκια. Εκατέβηκαν καί αυτοί, καί τούς επήρα καί επήγα εις τό χωρίον Λουκά. Έπειτα επήρα τούς 200 τού Νταγρέ καί τούς έβαλα εις τό Μύτικα αντίκρυ εις τήν Καπνίστρα καί έφκιασαν ταμπούρια. Κυττάζω τήν γήν καί ήτον εύκολο νά σκαφθή από τού Μύτικα έως εις τήν πέρα μεριά τής Καπνίστρας, όπου άφηκα τούς στρατιώτας τού Νταγρέ. Ήτον μακριά ένα μίλι καί τό μισό ήτον γράνες αμπελιών, τούς λέγω νά φτιάσωμεν μία γράνα εδώ.

Ο Κεχαϊάς εις τρείς τέσσαρες ημέραις μέ 6000 στράτευμα εβγήκε καί πλακώνει τόν Νταγρέ καί τό χαλάν αυτό τό ορδί. Τού σκότωσαν 27 καί 20 λαβωμένους. Οι Τούρκοι δέν είδαν τήν γράνα, διατί ήτον νύκτα, μόνον είδαν τήν άκρην καί είπαν: οι γκιαούριδες σύνορα κάμνουν, μοιράζουν τήν γήν. Ο Νταγρές εκλείσθη εις μία σπηλιά μέ τέσσερεις. Ευθύς σάν ήκουσα τά τουφέκια, εκατάλαβα ότι εκτύπησαν τόν Νταγρέ καί εκίνησα. Ειδοποίησα όλα τά ορδιά τά καρυτινά νά τραβούν κοντά μου καί εγώ εβγήκα μέ τόν αϊουτάντε (υπασπιστή) μου Φωτάκο εις τό Χωματοβούνι, καρσί (αντίκρυ) ς' τό Μύτικα καί μιά τριακοσαριά, οι ογλιγορώτεροι, τούς έστειλα νά πιάσουν τήν γράνα καί νά πάνε εις βοήθεια τού Νταγρέ.

Οι στρατιώτες οπού είχα στείλει εκτύπησαν τούς Τούρκους αποπάνω καί τούς ετζάκισαν καί εγλύτωσαν τόν Νταγρέ. Τό μεγαλήτερο μέρος τού τουρκικού στρατεύματος ευρίσκετο εις τού Λουκά τό χωριό καί εφόρτωναν 600 φορτώματα ζωοτροφίας. Ο Κεχαϊάς έστειλε 300 καβαλαραίους διά νά 'περάσουν τήν γράνα. Τούς εβάρεσαν οι εδικοί μας καί έπειτα τούς άνοιξαν οι εδικοί μας καί επέρασαν οι 300 Τούρκοι, εσκότωσαν 5, λαβεμένοι 10, 15 άλογα. Εγώ εδυνάμωσα τούς Έλληνας. Τότε ξεκινά ο Κεχαϊάς 1000. Οι Έλληνες εδιαμοιράσθηκαν πλάτη μέ πλάτη καί ημείς εκτυπούσαμε τούς Τούρκους οπού ήτον από τό ένα μέρος καί τούς Τούρκους από τό άλλο μέρος. Τούς εκτύπησαν τούς 1000, εσκότωσαν μιά πενηνταριά απ' αυτούς καί πολλοί λαβωμένοι.

Έπειτα ήλθε καί τό μεγάλο σώμα τών Τούρκων μέ τά φορτώματα έως 600 μουλάρια καί άλογα μέ τούς πεζούς καί καβαλαραίους. Τά φορτώματα τά είχαν εις τήν άκρη. Οι Έλληνες οπού είχα στείλει εις βοήθειαν τού Νταγρέ, τούς έφεραν πολεμώντας από πίσω κατάκαμπα. Κάμνει γιουρούσι καί η περασμένη καβαλαριά καί η απέραστη, σκοτώνουν 80 καβαλαραίους καί όλα τά φορτώματα μένουν εις τήν εξουσία τών Ελλήνων.»

Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη








Η νίκη τής Γράνας εξύψωσε καί άλλο τό ηθικό τών Ελλήνων, οι οποίοι κατέστησαν στενότερη τήν πολιορκία της πόλεως καί άνοιξαν νέα τάφρο στό Στενό. Αρχές Σεπτεμβρίου καταλήφθηκε από τούς Γορτυνίους τού Δημητρίου Δεληγιάννη τό χωριό Μαντζαγρά, τό οποίο κατεχόταν έως τότε από τούς Τούρκους. Η πολιορκία έγινε ακόμη στενότερη πρός μεγάλη απογοήτευση τών Τούρκων πού υπέφεραν ήδη αρκετά από τήν έλλειψη τροφής καί νερού.



«Διεδόθη φωνή κατ' εκείνας τάς ημέρας, ότι ο εν Τριπολιτσά Κιαμήλμπεης, εμελέτα νά μεταβή εις Κόρινθον πρός ενίσχυσιν της κινδυνευούσης εκείνης φρουράς. Ο άγρυπνος καί επιδέξιος Κολοκοτρώνης διέταξε καί ήνοιξαν τάφρον κατά τόν Μύτικαν μίαν ώραν μακράν τής Τριπολιτσάς πρός ενέδραν. Η διαδοθείσα φωνή εψεύσθη, αλλ' η τάφρος εχρησίμευσε, καί ιδού πώς. Τήν 10ην Αυγούστου 1821 εξήλθαν υπερτετρακισχίλιοι πεζοί καί ιππείς Τούρκοι, διεσπάρησαν εις τά πέριξ χωρία επί καρπολογία, καί συναντήσαντες εν τώ χωρίω τού Λουκά τούς περί τόν Νταγρέν, τούς διεσκόρπισαν φονεύσαντές τινας αυτών, ολίγον δ' έλλειψε νά συλλάβωσι καί τόν αρχηγόν έν τινι σπηλαίω μετά τεσσάρων κλεισθέντα καί διά τής επικουρίας άλλων άλλοθεν ελθόντων Ελλήνων λυτρωθέντα.

Επί δέ τή εις Τριπολιτσάν επιστροφή των οι πλείστοι, συνοδεύοντες μέγα πλήθος ζώων τροφοφόρων, επλησίασαν τήν τάφρον, εκλαβόντες αυτήν όχι ως εις πολεμικήν χρήσιν προπαρασκευασθείσαν, αλλ' ως όριον ιδιωτικού τινος χωραφίου. Φθάσαντες δέ ανύποπτοι πρός τό χείλος ετουφεκίσθησαν αίφνης υπό τών εν αυτή αφανώς παραφυλαττόντων Ελλήνων, καί πολλοί εχάθησαν ως απρόσεκτοι καί απροφύλαχτοι, οι δέ λοιποί διεσώθησαν, οι μεν πεζοί διαβάντες διά τού πλησίον τής ρίζης τού βουνού ασκάπτου μέρους, οι δέ ιππείς υπερπηδώντες τήν τάφρον μη ικανώς πλατείαν. Όλα δέ τά κομίζοντα τάς τόσον αναγκαίας ταίς ημέραις εκείναις εις χρήσιν τών πεινώντων Τούρκων τροφάς ζώα έπεσαν εις χείρας τών Ελλήνων. Τό κατ' εκείνην τήν ημέραν συμβάν έφερεν εις απόγνωσιν τούς πολιορκουμένους διά τήν αφαίρεσιν τών τροφών καί εθάρρυνε τούς Έλληνας νά στήσωσι τούς συνήθεις προμαχώνας 900 οργυιάς από τής πολιορκουμένης πόλεως.

Αι μακροχρόνιοι πολιορκίαι διά τήν εξ ανάγκης ακαθαρσίαν τών πολιορκουμένων, διά τήν κακήν ποιότητα τών τροφίμων, διά τήν κακουχίαν καί συσσώρευσιν πολλών ανθρώπων καί ζώων εντός στενής περιφερείας φέρουν συνήθως επιδημίας. Τό κακόν τούτο δέν εβράδυνε νά προστεθή, εις τά άλλα κακά τών πολιορκουμένων, αυτά δέ τά θύματα τής επιδημίας έτρεφαν τήν επιδημίαν. Ούτως εχόντων τών πραγμάτων, αρμοδίαν εθεώρησεν ο Δημήτριος Υψηλάντης τήν περίστασιν νά προβάλη τοίς πολιορκουμένοις συμβιβασμόν εις παράδοσιν τής πόλεως υπ' ωφελίμους όρους, αλλ' απερρίφθη υπεροπτικώς η πρότασίς του.»

Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως - Σπυρίδων Τρικούπης







Πτώση τής Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821)

Η πολιορκία τής Τριπολιτσάς γινόταν ολοένα καί πιό ασφυκτική, μέ τίς ελληνικές δυνάμεις νά πλησιάζουν ακόμα περισσότερο τά τείχη. Οι συνθήκες πού είχαν διαμορφωθεί στήν Πελοπόννησο, μέ τήν επικράτηση τών επαναστατών σέ όλη τήν ύπαιθρο, δέν άφηναν πολλά περιθώρια στούς Τούρκους. Στίς 13 Σεπτεμβρίου ο καϊμακάμης μέ καταπτοημένο τό ηθικό γνωστοποίησε τήν πρόθεση τών μπέηδων νά αρχίσουν διαπραγματεύσεις. Οι υπερήφανοι αγάδες θά έρχονταν σέ συζητήσεις μέ τούς χθεσινούς σκλάβους τους! Τήν ίδια ημέρα αναχωρούσε ο Δημήτριος Υψηλάντης μαζί μέ τόν Πάνο Κολοκοτρώνη καί χίλιους άνδρες πρός τίς ακτές τού Κορινθιακού, διότι υπήρχαν πληροφορίες γιά επικείμενη άφιξη τού τουρκικού στόλου.

«Έξω από τήν Τριπολιτσά η μάχη τής Γράνας έκρινε τελεσίδικα τήν τύχη τής πόλης. Όσο πού οι Τούρκοι κράταγαν απόμακρα από τήν πολιορκημένη πολιτεία τούς Έλληνες, οι γυναίκες τους καί οι γέροι βγαίνανε καί θέριζαν τά χωράφια. Οι δικοί μας τούς φώναζαν:

- " Πώς σάς φαίνεται, ωρέ Τούρκοι, τό αλώνισμα καί τό λίχνισμα; Γιατί μάς τυραννούσατε;"

- "Τί νά σάς πούμε; Τώρα τό βλέπομε κι εμείς πώς τό παρακάναμε. Σάς αδικούσαμε κι ο Αλλάχ μάς παιδεύει."

Στή γράνα οι Τούρκοι παρατάνε τά ζά καί τά τρόφιμα πού είχαν πάρει από τά χωριά. Οι πεζοί πιάστηκαν μέ τούς Έλληνες χέρια μέ χέρια, άνθρωπος μέ άνθρωπο καί όποιος μπορούσε σκότωνε τόν άλλο. Κάποιος από τούς δικούς μας πού πολέμαγε στή γράνα σκοτώνει έναν Τούρκο. Πάει νά τού πάρει τό κεφάλι. Καί βλέπει τόν σκοτωμένο νά κρατά τό κεφάλι τού αδελφού του.

Σά νά μήν έφταναν όλα τ' άλλα δεινοπαθήματα τών Τούρκων τής Τριπολιτσάς, ξέσπασε από τή βρώμα τόσου πλήθους πού κλείστηκε σ' αυτή, εξανθηματικός τύφος. Οι ντόπιοι είχαν ακόμα τροφές στά κελάρια τους, μά όσοι ήρθαν απόξω νά βρούν σωτηρία υπόφεραν τά πάνδεινα από πείνα. Οι Αλβανοί τού Κεχαγιάμπεη, πού είχαν εκστρατέψει μέ τήν ελπίδα πλιατσικολογώντας τό Μοριά νά καζαντίσουν, καθώς οι πρόγονοί τους τό 1770, βλέπανε τώρα πώς χάνονταν δίχως κανένα διάφορο. Γύρεψαν τούς μισθούς τους κι όπως δέν τούς έδιναν, άρπαξαν από τίς αποθήκες τά λιγοστά τρόφιμα.

Έτσι οι μπλοκαρισμένοι μοιράστηκαν σέ τρία μέρη: τό πρώτο τών ντόπιων μ' αρχηγούς τόν Κιαμήλμπεη τής Κορίνθου, τόν Ντεφτέρ Κεχαγιά καί τόν Σέχ Νετζήπ εφέντη. Τό δεύτερο από τούς υπαλλήλους πού είχαν γι' αρχηγό τόν Κεχαγιάμπεη καθώς καί τήν παντοδύναμη Εσμά Χανούμ, τήν μπάς χανούμ τού Χουρσίτ πασά. Τό τρίτο μέρος ήταν οι Αλβανοί μέ κεφαλές τόν Ελμάζ μπέη καί τόν Μέτσο Μπόνο.



Οι μπέηδες καί οι αγάδες παράστησαν πώς από λύπη στά γυναικόπαιδα δέχονταν ναρθούν σ' ομιλίες μέ τούς χαΐνηδες (επαναστάτες) γιά νά μήν φανεί πώς πρώτοι αυτοί πρόσπεφταν στούς ραγιάδες. Σκέφτηκαν μάλιστα νά μεταχειριστούν τούς ομήρους. Τούς έβγαλαν από τά μπουντρούμια. Ήταν πιά ανθρώπινα ερείπια. Εννιά από τούτους τούς δύστυχους πέθαναν έπειτα από λίγο, όσο πού δύο είχαν κι όλας παρατήσει τά εγκόσμια μέσα στή φυλακή. Τούς βάλανε σέ μιά κάμαρα στό σεράϊ καί τούς έβαλαν νά γράψουνε γράμμα στούς Έλληνες πού πολιορκούσαν τήν πόλη.

"Τό κίνημά σας κατά τής εξουσίας διέσπασε μεταξύ υμών καί ημών πάντα δεσμόν καί δέν έπρεπε βέβαια νά σάς γράψωμεν. Ενώ απελαμβάναμεν τόσας ευεργεσίας από τήν εξουσίαν αυτήν, τήν οποίαν διόρισε ο Θεός νά μάς διοική καί η οποία μάς εφύλαξε τήν θρησκείαν καί τήν τιμήν. Ήταν δίκαιον νά προσενεχθήτε μέ τόσην αχαριστίαν καί νά τήν αποδώσετε κακόν αντί καλού; Καί φαντάζεσθε ότι ολίγοι άνθρωποι δύνασθε ν' αντιπαραταχθήτε εις βασίλειον, τό οποίον εξουσιάζει τά τρία τέταρτα τού κόσμου; Δέν ενεθυμήθητε ότι οι Σέρβοι υποπέσοντες εις τήν αυτήν ανοησίαν, αφ' ού αντέστησαν δώδεκα όλα έτη, κατήντησαν τέλος νά πωληθώσιν εις τήν αγοράν έκαστος ανά τρία γρόσια;"

Οι Έλληνες πού αγωνίζονταν γιά τήν λευτεριά μας τούς αποκρίθηκαν μέ τούτο εδώ τό έξοχο πραγματικά γράμμα:

"Τώ όντι πάς δεσμός μεταξύ υμών καί ημών διεσπάσθη, διότι ενώ ημείς ζητούμεν τήν ελευθερίαν μας, σείς θέλετε τήν δουλείαν τών Τούρκων καί είσθε πάντοτε ευχαριστημένοι καί υπερασπίζεσθε τήν εξουσίαν των καί πάντοτε εβαδίζετε μέ τό πνεύμα καί μέ τάς θελήσεις των. Άρα διά ταύτα καί αυτοί σάς αντήμειψαν επαξίως καί σάς βασανίζουν έξ ήδη μήνας εις τήν ειρκτήν, ώστε δέν ηξεύρομεν άν είσθε ζωντανοί ή πεθαμένοι. Δέν αγνοείτε όσα κακά επάθαμεν καί ημείς καί οι προγόνοι μας εις διάστημα εκατόν ήδη ετών; Ωρκίσθημεν διά τούτο ή νά ελευθερωθώμεν ή ν' αποθάνωμεν καί είμεθα αμετάτρεπτοι. Ζητούμεν δέ νά παύση η τυραννία των, παυομένης τής εξουσιάς των καί νά μάς παραδώσουν τήν πόλιν καί άν θέλουν νά μείνουν εις τήν πατρίδα, τούς εγγυώμεθα διά τήν ζωήν καί τήν τιμήν των."

Στίς 13 τού Σεπτέμβρη 1821, βγήκανε από τήν πύλη τού Άη Θανάση τής Τριπολιτσάς βαστάζοι κουβαλώντας μιά μεγάλη σκηνή πού τή στήσανε ανάμεσα στήν πολιτεία καί τίς προφυλακές τών Ελλήνων. Μετά πρόβαλαν από τήν Τριπολιτσά οι αντιπρόσωποι τών Τούρκων. Ο Σέχ Νετζήπ εφέντης, ο Ντιβάν εφέντης καί ο μπινά εμίν Γιουσούφ μπέης πού εκπροσωπούσαν τούς ντόπιους, ο Ντεφτέρ κεχαγιάς καί ο Νακήπ εφέντης τού καϊμακάμη καί ο Ελμάζ μπέης τών Αλβανών. Τραβήξανε γιά τή σκηνή καί περιμένανε μιά ολόκληρη ώρα ώσπου νά 'ρθουνε οι χτεσινοί σκλάβοι τους. Από μέρος τών προεστών καί τών πολιτικών ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κρεβατάς καί ο Αναγνώστης Δεληγιάννης. Από τ' άρματα ο Κολοκοτρώνης, ο Αναγνωσταράς, ο Γιατράκος καί τέλος ο Αναγνωστόπουλος σάν εκπρόσωπος τού Υψηλάντη.

- "Πείτε μας στό θεό σας, τί πράματα είν' τούτα καί ποιές οι αιτίες; Μόνοι σας είστε ή όλο τό μιλέτι (έθνος) σας; Είστε ακουμπισμένοι σέ κανένα κιράλη (δύναμη); "

- "Εμείς μήν ημπορούντες πλέον νά υποφέρωμε τά τόσα δεινά, όπου από σάς εδοκιμάζαμε, τό αποφασίσαμε. Καί η Ευρώπη βλέποντας τά δίκαιά μας, μάς υποστηρίζει."

- "Καλά αυτά. Είστε όμως ακουμπισμένοι σέ κανένα κιράλη;"

- "Η Ευρώπη καί η Ρωσία μάς βοηθούσαν μυστικά. Όταν η Ρωσία είδε τόν άτιμο τρόπο πού θανατώθηκε ο πατριάρχης μας, αποφάσισε τόν εξολοθρευμό τού τούρκικου ντοβλετιού (κράτους) καί τού σουλτάνου σας. Καί είναι δίκαιη η απόφαση γιά τόν σουλτάνο σας πού ήρθε από τήν Ανατολή χωρίς κανένα δικαίωμα κι άρπαξε τά υπάρχοντα μας, πήρε τή γή τών πατέρων μας καί εμάς μάς θυσιάζει σάν τά πρόβατα. Γιατί πειράξατε τούς φυλακισμένους; Πόσοι από τούς άρχοντες καί τούς δεσποτάδες απέμειναν ζωντανοί στή φυλακή; Πόσες Χριστιανές έμειναν γκαστρωμένες;"

- "Σ' αυτό δέν φταίμε εμείς οι Τούρκοι. Ήρθαν μέ τή θέλησή τους."»


Φωτιάδης Δημήτρης - Επανάσταση τού 21


Οι Τούρκοι μπέηδες ζητούσαν νά βγούν από τήν πολιτεία μέ όλον τόν οπλισμό τους καί νά τούς ναυλώσουν οι Ρωμιοί τά πλοία πού θά τούς μετέφεραν στή Μικρά Ασία. Επίσης ζητούσαν δεκαοκτώ ομήρους ως εγγύηση καί ένα ιδιαίτερο πλοίο γιά τά χαρέμια τού Χουρσίτ πασά. Ο Κολοκοτρώνης όμως τούς ξεκαθάρισε ότι θά έβγαιναν χωρίς όπλα καί θά μέτραγαν στούς Έλληνες πενήντα δύο εκατομμύρια γρόσια σάν αποζημίωση γιά τίς σφαγές τών αμάχων καί τίς καταστροφές τών πόλεων τής Κορίνθου, τού Άργους, τής Βοστίτσας καί τών Παλαιών Πατρών.

Οι εχθροπραξίες είχαν διακοπεί καί στά τείχη επικρατούσε ηρεμία αλλά καί μία ιδιότυπη συναλλαγή Ρωμιών καί Οθωμανών στρατιωτών. Οι Χριστιανοί ζητούσαν όπλα καί σάν αντάλλαγμα προμήθευαν μέ τρόφιμα τούς πολιορκημένους μουσουλμάνους. Μάλιστα πολλοί Έλληνες γιά νά πραγματοποιήσουν τό εμπόριο αυτό, ανέβαιναν καί στά τείχη μέ σκοινιά πού τούς πέταγαν οι ίδιοι οι Τούρκοι. Άλλοι πάλι έμπαιναν στήν πόλη γιά νά συναντήσουν γνώριμα πρόσωπα ή γιά νά ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις. Ο υπασπιστής τού Κολοκοτρώνη Φωτάκος βρισκόταν στήν Τριπολιτσά καί έμενε στό σπίτι τού Ελμάζ μπέη γιά νά διαπραγματευθεί τήν έξοδο τών Αλβανών από τήν πολιτεία. Η Μπουμπουλίνα επισκέφθηκε τήν πρώτη χανούμισσα τού Χουρσίτ καί τήν καθησύχασε ότι θά προστάτευε τίς γυναίκες τού σερασκέρη.

Στίς 15 Σεπτεμβρίου, ο Κεχαγιάς ειδοποιήθηκε από τόν Άγγλο διοικητή τής Ζακύνθου ότι ισχυρός τουρκικός στόλος έπλεε στά παράλια τής Πελοποννήσου. Τότε οι Τούρκοι αποφάσισαν νά κερδίσουν χρόνο, επιμηκύνοντας τίς συζητήσεις. Οι Αλβανοί μισθοφόροι όμως δέν ήθελαν νά περιμένουν άλλο.

Στίς 18 Σεπτεμβρίου, ημέρα Κυριακή, ο Ελμάζ μπέης καί ο Κολοκοτρώνης έδωσαν μπέσα νά αποχωρήσουν οι Αλβανοί ασφαλείς γιά τήν Ήπειρο. Τήν επόμενη ημέρα οι Αλβανοί έστειλαν στόν Κολοκοτρώνη γιά φύλαξη δεκατρία μεγάλα κιβώτια πού περιείχαν μισθούς αξίας τεσσάρων εκατομμύριων γροσίων καί άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Οι φήμες περί συμφωνίας τών Αλβανών μέ τούς Έλληνες αναστάτωσαν τούς κατοίκους τής Τριπολιτσάς. Η αναχώρηση τού αλβανικού σώματος, χωρίς νά έχει εξασφαλισθεί συνθήκη παράδοσης τής πόλης μέ όρους ασφαλείας, σήμαινε ότι τό τέλος όλων εκείνων πού θά απέμεναν μέσα σέ αυτήν πλησίαζε.

«Τά πράγματα είχαν ανακατωθή εντός τής Τριπολιτσάς καί κανείς από τούς Έλληνας δέν ημπορούσε νά προΐδη πώς ήθελε γίνει τό πράγμα. Τήν 22αν Σεπτεμβρίου 1821 ημέραν Πέμπτην τής εβδομάδος οι εντόπιοι διετάχθησαν από τόν Κεχαγιάμπεη νά συναθροισθούν τήν Παρασκευήν τό πρωΐ εις τάς 23 Σεπτεμβρίου όλοι, μικροί καί μεγάλοι εις τό σεράγι διά νά κάμουν συνέλευσιν. Έστειλαν δέ καί τούς μπέηδες Αλβανούς νά υπάγουν καί αυτοί εις τήν συνέλευσιν νά σκεφθούν τί νά κάμουν διά τήν σωτηρίαν των. Ακόμη τά χαρέμια τού Χουρσήτ πασά έστειλαν εις τούς Αλβανούς μπέηδες νά μέ πάρουν μαζύ των εις τό σεράγι διά νά μέ ιδούν καί δι 'εμού νά στείλουν τάς παρακλήσεις των εις τόν Κολοκοτρώνην.

Ήθελαν νά τού ζητήσουν δύο διαβατήρια διά δύο Χριστιανούς υπηρέτας τού χαρεμιού, τούς οποίους ήθελε νά πάρη μαζύ της η πασίνα καί έδιδεν όσα χρήματα ήθελε τής ζητήσουν, διότι τά χαρέμια είχαν τήν ιδέαν, ότι θά επιμείνουν οι Αλβανοί νά τούς πάρουν καί νά τούς υπάγουν τού πασά. Αλλ' είχαν ακόμη μάθει ότι ο Κολοκοτρώνης θά εξετάση τούς Αλβανούς, οι οποίοι θά έβγουν καί άν εύρη Χριστιανούς θά τούς κρατήση. Δι' αυτό εζήτησαν τά διαβατήρια.

Αφού λοιπόν οι Αλβανοί μπέηδες απεφάσισαν νά υπάγουν εις τό σεράγι νά ιδούν τί τούς θέλουν οι εντόπιοι διότι είχαν κόψει τήν συχνήν αντάμωσίν των επειδή είχαν παράπονον εναντίον των οι εντόπιοι, ότι τάχα δέν έκαμαν ωσάν Τούρκοι νά υποφέρουν μαζύ τόν κίνδυνον, αλλ' εσυμφώνησαν νά φύγουν μόνοι των, εκίνησαν καί επήραν στρατιώτας μαζύ των υπερ τούς πεντακοσίους. Είπαν καί τών άλλων μπουλουξίδων, οίτινες θά έμεναν οπίσω νά έχουν τόν νούν των μήν τούς κάμουν οι εντόπιοι τίποτε απιστίαν.

Ο Αλβανός Ελμάς μπέης κατά παραγγελίαν τής πασίνας (συζύγου τού Χουρσίτ) μέ επήρε μαζύ του καί επηγαίναμεν εις τό σεράγι, αλλ' άμα εκοντοφθάσαμεν εις τή βορεινήν πλευράν ακούσαμε τουφέκια κατά τήν ανατολικήν πλευράν. Ήτο τότε η ώρα ενάτη τής ημέρας, τό δέ σεράγι είχε μεγάλην έκτασιν καί έξαφνα καθώς επηγαίναμεν επαρουσιάσθησαν εμπρός μας Έλληνες καί μάς ετουφέκισαν καί εσκότωσαν κάμποσους Αλβανούς. Τούς εφώναξα ευθύς νά στρέψουν τήν άλλην πλευράν, διότι είναι οι φίλοι μας οι Αλβανοί καί νά μή μάς τουφεκούν καί ούτως έκαμαν.

Τότε βλέπομεν μπροστά μας τόν Δημήτριον Πλαπούταν, όπου τόν έφερε μπράτσο ο Βελή Κογιάτσος καί άλλους ακόμη μπέηδες Αλβανούς. Ο Πλαπούτας είχεν έμβει μέσα εις τήν Τριπολιτσάν κατά τήν ώραν τής εφόδου από τήν τάπιαν (προμαχώνα) τού σεραγιού, βοηθούμενος από τούς ιδικούς του καί από τούς Αλβανούς διά νά εύρη τούς μπέηδες καί νά τούς βεβαιώση ότι δέν τούς απάτησαν αυτοί, διότι χωρίς τήν γνώμην τών αρχηγών εμβήκαν μέσα οι Έλληνες καί τότε επήραν αυτούνοι μπέηδες, οίτινες επήγαιναν νά εύρουν τόν Ελμάς Μέτσιον εις τό σεράγι (παλάτι). Εκεί δέ ευρέθησαν ακόμη ο Κωνσταντής Παπαζαφειρόπουλος, ο Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος καί ο Αναστάσιος Λογιώτατος. Καί αντί πλέον νά υπάγωμεν εις τό σεράγι, εστρίψαμε τότε κατά τήν πόρταν τών Καλαβρύτων, όπου ηύραμεν εκεί έξω τής πόρτας καί τόν Κολοκοτρώνην, τήν Μπουμπουλίναν καί τόν Γιαννάκην Κολοκοτρώνην (Γενναίο).

Κοντά εις τόν Κολοκοτρώνην επήγε καί εστάθη ο Ελμάς μπέης καί εκρατούσε μόνος του τό άλογον του καί δέν ήθελε νά τό καβαλλίκη, διότι υπώπτευε. Τότε ένας Αλβανός εστενοχώρει πολύ τόν Κολοκοτρώνην νά τού δώση τήν πιστόλαν του, τήν οποίαν τού είχαν πάρει οι Έλληνες. Ο δέ αρχηγός τού είπε: "Θέλεις νά σού δώσω τήν ιδικήν μου;" Καί έβγαλε μίαν πιστόλαν από τό κουμπουρλούκι τού αλόγου του. Άπλωσε λοιπόν ευθύς ο Αλβανός νά τήν πάρη χωρίς νά εννοήση τά λόγια τού αρχηγού, αλλ' ο φρόνιμος Ελμάς μπέης θυμωθείς έσυρε τό σπαθί τού καί τού εκτύπησε τό χέρι.

"Τράβηχθήτε!" τούς είπε ο μπέης. "Καιρός διά πιστόλια είναι τώρα; Δέν βλέπετε όπου κοντεύετε νά χάσετε τά κεφάλια σας;"

Άφησα καί εγώ τόν αρχηγόν καί εδόθηκα εις τά λάφυρα. Ετράβηξα νά υπάγω κατά τού Τσεκούρα, περίφημου Τούρκου διά τάς ωμότητάς του, αλλ' είδα ότι οι Υδραίοι τόν είχαν ξεπουπουλιάσει καί είχαν σκοτώσει όλους τούς ιδικούς του καί αυτός δέ ο ίδιος είχε βάλει φωτιά νά καή μέσα εις τό σπίτι του καί είχε σκοτώσει τήν γυναίκαν του, τή μάνα του καί τή θυγατέρα του, νέαν ωραίαν ως είκοσι χρονών.

Πρίν φθάσω εις τού Τσεκούρα εις ένα στενόν δρόμον ευρήκα μπροστά μου τούς Υδραίους, οι οποίοι είχαν μπλέξει εκεί υπέρ τούς διακόσιους Αλβανούς καί άλλους Τούρκους. Αυτοί ήρχοντο νά έβγουν εις τήν πόρταν τών Καλαβρύτων. Τούς επήραν τά άρματα καί τούς επελέκησαν όλους μέ τάς μαχαίρας (σαλτιρμάδες). Ακόμη καί τώρα έρχεται εις τόν νούν μου τό λιάνισμα καί τό τρίξιμον τών κοκκάλων καί ανατριχιάζω.

Πολλοί καπεταναίοι καί άλλοι Έλληνες από φιλανθρωπίαν ήθελαν νά σώσουν κανένα Τούρκον. Άλλος όμως Έλλην, τού οποίου ο Τούρκος τήν γυναίκα ή τό παιδί ή καί αυτόν τόν ίδιον είχε κατά διαφόρους τρόπους ατιμάσει, τυραννήσει καί αδικήσει, άμα έβλεπε τόν εχθρόν του τού άναπτεν από πίσω τήν πιστόλαν ή τό τουφέκι του. Δέν ήτο κανένας Τούρκος, ο οποίος νά μήν είχε δύο καί τρείς εχθρούς, διότι ποτέ των δέν εσυλλογίσθησαν ότι θά σηκωθούν οι ραγιάδες των καί θά ζητήσουν τήν ελευθερίαν των. Τό δέ κακόν έξαφνα τούς ήλθεν εις τό κεφάλιν των.

Δέν τούς εσκότωναν λοιπόν από ωμότητα οι Έλληνες τούς Τούρκους, καθώς η πολιτισμένη Ευρώπη μάς εκατηγόρησεν, ούτε διά κανέναν άλλον σκοπόν, καθώς είδαμεν, αλλά από δικαίαν εκδίκησιν, τήν οποίαν έτρεφαν εναντίον των. Ηύραν εμπρός των τούς εχθρούς των, οι οποίοι είχαν ατιμάσει αυτούς τούς ιδίους καί είχαν σκοτώσει καί αιχμαλωτίσει πολλούς συγγενείς καί γνωρίμους κατά τόν παρόντα πόλεμον, τά δέ αίματα τών φονευθέντων ακόμη άχνιζαν.

Οι Εβραίοι τής Τριπολιτσάς καί αυτοί εχάθηκαν μαζύ μέ τούς Τούρκους καί εθανατώθησαν μέ περισσοτέραν εχθρότητα, διά τάς γενομένας υπ' αυτών κατά τών Ελλήνων ύβρεις εις Κωνσταντινούπολιν καί ιδίως διά τόν εμπαιγμόν τόν οποίον έκαμαν εις τό πτώμα τού απαγχονισθέντος Πατριάρχου Γρηγορίου. Εις τήν Κορώνην έκαμαν μυρίας κακώσεις κατά τού εκεί αρχιερέως καί τού διακόνου του. Εις δέ τό Ναύπλιον πάλιν οι εκεί Εβραίοι σκληρώς εβασάνισαν τόν πληγωθέντα καί αιχμαλωτισθέντα από τούς Τούρκους Αναγνώστην Κελπερήν.

Τόν δέ Σωτήριον Κουγιάν προεστώτα τής Τριπολιτσάς, εθανάτωσεν ο επίσημος οπλαρχηγός Γιαννάκης Δαγρές. Είναι αληθές, ότι ο τρόπος τού θανάτου τού ήτο απάνθρωπος, αλλά δικαίως έπαθεν. Οι Έλληνες εγνώριζαν τά προηγούμενα τού Κουγιά. Τοιούτους Έλληνας οι Τούρκοι ηγάπων διότι τούς εβοήθουν εις τάς ωμότητας καί τάς αδικίας των. Διά τούτο οι προδότες είχαν ισότητα τινα καί ελευθερίαν, ειδεμή καί αυτοί θά ήσαν εις τήν θέσιν τού ραγιά. Αυτοί επλησιάζαν καί υπηρέτουν τούς Τούρκους διά νά πλουτίσουν διά τής αδικίας καί τής καταπιέσεως τών ομοεθνών των. Ήσαν Τούρκοι κατά τήν ψυχήν καί τήν καρδίαν καί μόνον τό όνομά των ήτο χριστιανικόν. Οι προδόται δέν πρέπει νά μένουν ατιμώτητοι διότι η τιμωρία καί ο θάνατος είναι η αμοιβή των. Οι επαναστάται φονεύσαντες τόν Κουγιάν έπραξαν τό καθήκον των.

Τήν ημέραν όπου αντάμωσα τόν αρχηγόν είχα υπάγει εις τό σπίτι τού Δημητρίου Δεληγιάννη, ευρήκα μέσα καί τούς καπεταναίους του, τούς εχαιρέτισα καί δέν μέ εδέχθησαν μέ τόν τρόπον μέ τόν οποίον μέ εδέχοντο έξω πρίν έμβωμεν μέσα εις τήν Τριπολιτσάν, μάλιστα ήκουσα ύβρεις κατά τού αρχηγού μου καί φοβερισμούς. Τού έκαμα τήν παρατήρησιν, ότι δέν αρμόζουν αυτά τά λόγια νά τά λέγη ο Δεληγιάννης διά τόν φίλον του τόν Κολοκοτρώνην καί μού είπεν:

"Δέν έχω φίλον τόν κλέφτην καί δέν τόν εφοβούμαι πλέον".

Αυτά όλα τά έκαμα γνωστά εις τόν αρχηγόν μου. Αυτός τότε μού είπε:

"Καμώσου ότι δέν μού είπες τίποτε. Τώρα όπου ο Άγιος Θεός ηθέλησε καί μάς εδυνάμωσε καί επήραμεν τήν Τριπολιτσά, ας λέγουν ότι θέλουν. Έχουν δίκαιον παιδί μου, διότι βλέπουν τούτους σκοτωμένους μέ τούς οποίους είχαν μαζύ τήν εξουσίαν. Τώρα τήν επήρε τό έθνος. Άν εγελάσθηκαν καί έκαμαν τήν επανάστασιν, ήλπιζαν νά κληρονομήσουν τούς Τούρκους καί νά γίνουν αυτοί εις τόν τόπον των, (νά πάρουν τή θέση τους), αλλ' αργά τό εσυλλογίσθηκαν.»

Άπαντα Κολοκοτρώνη (Φωτάκος) - Έλλης Αλεξίου, Τόμος 1


Η διχόνοια μεταξύ Τούρκων καί Αλβανών λίγο έλειψε νά οδηγήσει σέ ένοπλη σύγκρουση, καθώς οι σκληροτράχηλοι μισθοφόροι απαίτησαν μέ ιδιαίτερα δυναμικό τρόπο τούς καθυστερούμενους μισθούς τους. Δεν δίστασαν μάλιστα νά προπηλακίσουν τόν ίδιο τόν Μουσταφάμπεη (Κεχαγιά). Τελικά ο Μεχμέτ Σαλήχ αναγκάσθηκε νά τούς εξοφλήσει χρησιμοποιώντας αρκετά πολύτιμα είδη από τό θησαυροφυλάκιο τού σεραγιού.

Οι επιζήσαντες από τό κολαστήριο τών τουρκικών φυλακών δέν πρόλαβαν νά χαρούν τήν αποφυλάκισή τους. Σέ μία ημέρα πέθαναν ο μητροπολίτης Ναυπλίου Γρηγόριος, ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός, ο Δημητσάνης Φιλόθεος, ο Παπαλέξης καί ο πρωτοσύγκελλος τού μητροπολίτη Ανδρούσης Χρύσανθος. Οι τελευταίοι αυτοί θάνατοι ανησύχησαν τούς Τούρκους καί περιέθαλψαν μέ ιδιαίτερη φροντίδα τούς ελάχιστους εναπομείναντες στή ζωή. Η ύπαρξή τους ήταν η τελευταία ελπίδα γιά διαφυγή από τήν καταδικασμένη πόλη. Μέ ενέργειες μάλιστα τού Ελμάζ μπέη, αποφασίσθηκε η απελευθέρωση τού Θεόδωρου Δεληγιάννη. Τή στιγμή όμως πού τόν μετέφεραν πάνω σέ φορείο έξω από τήν πόλη, πέθανε εξαντλημένος από τίς κακουχίες. Οι Δεληγιανναίοι, πού περίμεναν μέ χαρά τόν αδελφό τους, είδαν ξαφνικά μπροστά τους τό πτώμα του, γεγονός πού τούς εξαγρίωσε.

Στίς 23 Σεπτεμβρίου 1821, ημέρα Παρασκευή, καί ενώ τό έγγραφο γιά τήν αναχώρηση τών Αλβανών δέν είχε ακόμη υπογραφεί, τό τέχνασμα ενός απλού στρατιώτη, τού Μανόλη Δούνια από τόν Πράστο Κυνουρίας καί δύο Σπετσιωτών, τού Αυραντίνη καί τού Γκίκα Ρουμάνη σήμανε τό τέλος τής πολιορκίας.

Μανώλης Δούνιας από Πραστόν, διατριβών εις Κωνσταντινούπολιν πρό τής επαναστάσεως, είχε γνωρισθή μέ τινας εκ τών πυροβολιστών, οι οποίοι ήλθον εις Τριπολιτσάν ομού μέ τόν Κεχαγιάν. Κατά τύχην βλέπει ένα εξ αυτών διωρισμένον εις τήν πύλην τού Ναυπλίου, προσφέρεται φιλοφρόνως, τόν προσκαλεί εις τό στρατόπεδον, τόν φιλοξενεί καί τόν οδηγεί πάλιν ασφαλώς εις τήν θέσιν του. Ούτος ομιλεί περί εκείνου μέ τόν αρχιπυροβολιστήν, όστις θέλει νά τόν ίδη καί τόν αναγνωρίζει καί τόν δείχνει όλην τήν εμπιστοσύνην καί φιλίαν, ώστε ο Δούνιας αναβαίνει τό τείχος καί υπάγει εις τού αρχιπυροβολιστού.

Ήτον ημέρα Παρασκευή, 23η τού Σεπτεμβρίου, ημέρα καθ' ήν οι Τούρκοι έσφαξαν Χριστιανούς εις τό Γαλαξίδι καί κατέκαυσαν τήν πόλιν των καί εκυρίευσαν τά πλοία των καί ο Δούνιας αναβαίνει τό τείχος επί σκοπώ νά εξαγάγη τόν Τούρκον κατά τήν υπόσχεσίν του. Αλλά κατόπι τούτου έδραμον άλλοι καί αναβαίνουσιν ωσαύτως. Κατόπι δέ τούτων καί άλλοι καί ο αδελφός τού Κεφάλα καί ο Διονύσιος Βασιλείου καί ώρμησαν τινες εν ριπή οφθαλμού εις τό επί τής πύλης τού Ναυπλίου πυροβολοστάσιον, στρέφουσι τά πυροβόλα πρός τήν πόλιν, πυροβολούσι κατ' εκείνου επί τής παρακείμενης πύλης τού Μιστρά, εν ώ άλλοι τρέχουσιν εκείσε νά τό κυριεύσωσι, φεύγουσιν έντρομοι οι πυροβολισταί, ηνοίχθη πάραυτα η πύλη τού Ναυπλίου, εισβάλλουσιν αυτόθεν οι Αγιοπετρίται μέ τούς Πραστιώτας, ηνοίχθη συγχρόνως η τού Μιστρά, εισβάλλουσιν εκείθεν ο Κεφάλας μέ τούς Μεσσηνίους καί υψώνουσι τάς σημαίας τού σταυρού.

Οι Έλληνες εις τήν έφοδον τής Τριπολιτσάς εφόνευσαν πλήθος Τούρκων, εφονεύθησαν δέ καί εξ αυτών έως τριακόσιοι. Εφόνευσαν δέ καί έκαυσαν χωρίς διάκρισιν ηλικίας καί γένους όλους τούς Εβραίους, εκτός τούς λεγομένου Χανέν, έχοντος υπόληψιν αγαθού ανθρώπου. Οι Εβραίοι τής Τριπολιτσάς εκακοποίησαν τούς Χριστιανούς, εις τήν αρχήν μάλιστα τής επαναστάσεως, αλλά καί οι ομογενείς των τούτ' αυτό έπραξαν εις Κωνσταντινούπολιν καί εις Θεσσαλονίκην.

Ο αρχηγός τών εκ Τριπολιτσάς εξελθόντων Αλβανών ειδοποίησε τούς εν Παλαιαίς Πάτραις ότι ανεχώρησαν διά συνθηκών καί ωμολογεί ευγνωμοσύνην εις τόν Κολοκοτρώνην, ως πιστώς τάς συνθήκας εκπληρώσαντα. Ο Κολοκοτρώνης ητοιμάζετο νά εκστρατεύση, ελπίζων, συντελούντων τών Αλβανών νά κυριεύση καί εκείνο τό φρούριον (τής Πάτρας) καί μάλιστα εν ώ είχε καί φίλους εκεί Λαλιώτας, τούς οποίους ήτο πολύ πιθανόν νά καταπείση νά συμπράξωσι μέ τούς Αλβανούς. Αλλ' οι κατά τήν Αχαΐαν ολιγαρχικοί (Ζαΐμης, Λόντος, Χαραλάμπης) δέν θέλουσι νά λάβωσι μέρος οι πολεμικοί εις τήν πολιορκίαν τού φρουρίου τών Παλαιών Πατρών καί αποβάλλοντες τούς Πετιμεζαίους καί Κουμανιώτας, έγραψαν πρός τά συνιστώντα τήν Γερουσιάν μέλη ν' απαγορευθή καί εις τόν Κολοκοτρώνην νά εκστρατεύση εις Παλαιάς Πάτρας. Ηπείλου δέ ότι, άν ο Κολοκοτρώνης ήθελεν εκστρατεύσει εκεί έμελλε ν' ακολουθήση εμφύλιος πόλεμος."

Απομνημονεύματα συνταχθέντα υπό τού Νικολάου Σπηλιάδου, Αθήνησιν 1852


Κεφάλας, Ζαφειρόπουλος, Μιχαλάκης, Κονδάκης, Παπατσώνης, Κρεββατάς, Γιατράκος, αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Αθανασόπουλος, επίσκοπος Βρεσθένης ήταν οι πρώτοι πού πάτησαν τήν Τριπολιτσά γύρω στίς 9 τό πρωΐ τής 23ης Σεπτεμβρίου 1821, ενώ οι αγάδες πού ήσαν συγκεντρωμένοι στό σεράι, αμέσως μετά τήν πρώτη έκπληξη, αντί νά σπεύσουν πρός τούς προμαχώνες γιά νά αναχαιτίσουν τήν ελληνική προέλαση, έτρεξαν στά σπίτια τους γιά νά προστατεύσουν τίς οικογένειές τους.

Αθήναι παρέλαση, 25 Μαρτίου 1930


Ο Έλληνας αρχιστράτηγος έστειλε στούς Αλβανούς αρχηγούς, τόν Δημήτριο Πλαπούτα γιό τού παλαιού Κλέφτη Κόλια Πλαπούτα, γιά νά τούς προστατεύσει καί νά τούς οδηγήσει πρός τήν έξοδο τής πόλης. Ο Αλβανός Βελή Κογιάτσα έπιασε από τό μπράτσο τόν Πλαπούτα καί τόν κράτησε γιά πολύ ώρα έτσι όμηρο, μέχρι νά συγκεντρωθούν γύρω του όλοι οι άνδρες του. Κατόπιν η συνοδεία τών Ελλήνων καί τών Αλβανών προχώρησε πρός τήν πύλη τών Καλαβρύτων, όπου τούς περίμεναν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, η Μπουμπουλίνα καί ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης.

Ο Αναγνώστης Δεληγιάννης, άν καί παρακολούθησε τή σκηνή, επιτέθηκε εναντίον τών Αλβανών σκοτώνοντας μερικούς καί αφαιρώντας τά όπλα από τούς υπολοίπους. Ταυτόχρονα, επιτέθηκαν κατά τών Αλβανών καί μερικοί στρατιώτες τού Αναγνωσταρά, πού είχε αρνηθεί νά αναγνωρίσει τή συνθηκολόγηση μαζί τους. Οι Αλβανοί νόμιζαν ότι ο Κολοκοτρώνης τούς πρόδωσε καί ετοιμάστηκαν νά τόν πυροβολήσουν. Η φωνή όμως τού Κολοκοτρώνη αναχαίτισε τούς άνδρες τού Δεληγιάννη καί ματαίωσε τήν ένοπλη σύγκρουση. Οι Αλβανοί, μέ τή συνοδεία μερικών Ελλήνων ομήρων, κατάφεραν νά βγούν από τήν πόρτα τών Καλαβρύτων καί από εκεί νά κατευθυνθούν στή Βοστίτσα σώοι καί ασφαλείς μέ όλα τους τά υπάρχοντα καί τά χρήματα. Από τό νησάκι Τριζόνια έστειλαν πίσω τούς ομήρους Χρηστάκη Κολοκοτρώνη, Βασίλη Δημητρακόπουλο, Πέτρο Μαρκέζη καί Γκίκα Γκίκα, καθώς καί μία ευχαριστήρια επιστολή απευθυνόμενη πρός τόν Κολοκοτρώνη.

Σύμφωνα μέ τόν Φωτάκο, ο Δεληγιάννης καί ο Λόντος, οι οποίοι ήταν αντίθετοι πολιτικά μέ τόν Κολοκοτρώνη καί τόν Πλαπούτα, κτύπησαν επίτηδες τούς Αλβανούς γιά νά εκτεθούν στά μάτια τών Αλβανών οι δύο Έλληνες οπλαρχηγοί καί νά χάσουν ακόμα καί τή ζωή τους. Ο Πλαπούτας απείλησε τόν Λόντο ότι άν κτυπήσει ο Βοστιτσιώτης πρόκριτος τούς Αλβανούς πού είχε υπό τήν προστασία του, τότε ο Πλαπούτας θά γινόταν ένα μαζί τους καί θά έκαιγαν τήν επαρχία τής Αιγιαλείας. Ο δέ Κολοκοτρώνης προνόησε καί δέσμευσε τούς Αλβανούς νά μήν ξαναγυρίσουν νά πολεμήσουν στόν Μοριά. Πράγματι αυτοί ορκίστηκαν νά μή γλυτώσει από τήν οργή τού Θεού καί από τό σπαθί τού Κολοκοτρώνη όποιος Αλβανός επέστρεφε στόν Μωριά.

Μετά τήν είσοδο τών ελληνικών σωμάτων στήν πόλη, η τουρκική αντίσταση επικεντρώθηκε στήν πύλη τού Αγίου Αθανασίου, στή μεγάλη τάπια. Όταν καί οι τελευταίοι Τούρκοι τακτικοί στρατιώτες παραδόθηκαν, οι Έλληνες ξεχύθηκαν στούς δρόμους τής Τριπολιτσάς μαινόμενοι, σκορπίζοντας τόν θάνατο σέ όλους τούς αλλόθρησκους πού έβρισκαν μπροστά τους. Δέν γινόταν διάκριση ούτε φύλου, ούτε ηλικίας. Ηλικιωμένοι καί παιδιά εκσφενδονίζονταν από τά παράθυρα, νεαρές γυναίκες σέρνονταν από τά μαλλιά καί βιάζονταν, έμβρυα σκοτώνονταν. Από τούς 34000 μουσουλμάνους πού είχαν καταφύγει στήν Τριπολιτσά σώθηκαν μόνο 8000. Ήταν η μεγαλύτερη σφαγή Τούρκων αμάχων πού σημειώθηκε στή διάρκεια τής επανάστασης τού 21.

Οι σκηνές θύμιζαν εκπορθήσεις τών πόλεων τού Βυζαντίου από τούς Οθωμανούς. Η Κωνσταντινούπολις, η Φιλαδέλφεια, η Νίκαια, η Καλλίπολις, η Θεσσαλονίκη, η Νικομήδεια, η Τραπεζούντα, η Σμύρνη, η Καισάρεια, η Θεοδοσούπολις, η Αδριανούπολις, η Αμμόχωστος καί οι εκατοντάδες πόλεις καί χωριά πού είχαν ισοπεδωθεί από τούς Ασιάτες βαρβάρους στά βυζαντινά χρόνια έπαιρναν τήν εκδίκησή τους. Αλλά καί τά τετρακόσια χρόνια βασάνων καί ταπείνωσης έβρισκαν καί αυτά δικαίωση. Έστω καί μέ αυτό τό βάρβαρο τρόπο.

Άλλα σπίτια πού δέν μπορούσαν νά τά καταλάβουν οι επαναστάτες τά πυρπολούσαν. Πρώτο μέλημα τών επαναστατών ήταν η λαφυραγώγηση. Νικηταράς Τουρκοφάγος Τά αγαθά τής πιό πλούσιας πόλης τού Μοριά έπεφταν στά χέρια τών πεινασμένων καί ρακένδυτων χωρικών. Πολύτιμα κοσμήματα, μεταξωτά υφάσματα, περσικά χαλιά, χρυσά νομίσματα, βαριά έπιπλα καί ασημένια όπλα πού δέν τά είχαν φανταστεί οι μέχρι πρότινος δούλοι, τά άρπαζαν από τά σεράγια τών αγάδων καί τών μπέηδων. Τά λάφυρα αυτά δυστυχώς, ποτέ δέν θά ενίσχυαν τό Δημόσιο Ταμείο πού είχε ιδρυθεί γιά τίς ανάγκες τού αγώνα, αλλά τουλάχιστον όπλισαν μέ 11000 τουφέκια τούς μέχρι τότε άοπλους επαναστάτες, πολλοί από τούς οποίους πολεμούσαν τούς εχθρούς μέ τσουγγράνες, δρεπάνια, σουβλιά καί ρόπαλα.

Όταν ο Κολοκοτρώνης μαζί μέ τόν Γιατράκο μπήκε μέσα στήν πόλη, τό δράμα είχε συντελεσθεί. Τό άλογό του, σύμφωνα μέ τά απομνημονεύματά του πάταγε μόνο σέ πτώματα. Όταν τού ανέφεραν ότι σέ ένα παλάτι είχαν αποκλεισθεί 300 Αλβανοί πού δέν πρόλαβαν νά φύγουν έσπευσε νά τούς παραλάβει. Όταν όμως έφθασε, δέν πίστευαν ότι ήταν αυτός.

- "Μά τά τέσσερα κιτάπια τού Θεού, μά τόν προφήτη Χασρέτ Ισά (Χριστό), εγώ είμαι. Ο Κολοκοτρώνης! Τό κρίμα στό λαιμό σας. Εγώ δέν πρόδωσα τήν μπέσα."

Παρά τις προσπάθειες του, δέν κατάφερε νά τούς πείσει νά τόν ακολουθήσουν καί αποχώρησε. Τότε οι Έλληνες πυρπόλησαν τούς γύρω δρόμους καί όλοι οι αποκλεισμένοι Αλβανοί βρήκαν φρικτό θάνατο.

Ο πρόκριτος Σωτήριος Κουγιάς βασανίσθηκε φρικτά από τόν Γιαννάκη Δαγρέ, ο οποίος διψούσε γία εκδίκηση γιά τό θάνατο τού αδελφού τού Θανάση. Έκοψε τό αυτί τού προδότη καί τού τό έβαλε στό στόμα γιά νά τό φάει. Αμέσως μετά τόν σκότωσε. Παρά τήν εκδικητική μανία τών Ελλήνων, οι επίσημοι Τούρκοι έμειναν άθικτοι. Αμέσως μετά τή φυγή τών Αλβανών, εισήλθαν στήν πόλη οι Έλληνες αρχηγοί Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Αναγνώστης Δεληγιάννης καί Παναγιώτης Κρεββατάς, οι οποίοι κατευθύνθηκαν στό σεράι γιά νά προστατεύσουν τούς Τούρκους αξιωματούχους καί τά χαρέμια τών πασάδων πού ήταν χρήσιμα γιά τήν ανταλλαγή τών αιχμαλώτων.

Ο Γέρος τού Μοριά δέν παρέλειψε νά κόψει σύριζα τόν περίφημο κεντρικό πλάτανο τής πόλης τής Τριπολιτσάς από τόν οποίο είχαν κρεμαστεί δεκάδες συγγενείς του. Ο αγνός Νικηταράς δέν προσέτρεξε ούτε καί αυτή τή φορά γιά λαφυραγώγηση, αλλά έσωσε από σίγουρο θάνατο 150 Βούλγαρους μισθοφόρους πού βρίσκονταν στήν υπηρεσία τού Χουρσίτ πασά. Τούς είχαν περικυκλώσει Ελληνες στό σπίτι πού αμύνονταν καί ετοιμάζονταν νά τούς βάλουν φωτιά.

- "Αμάν κεπατάν! Χριστιάν, χριστιάν! (Σώσε μας καπετάνιο, είμεθα Χριστιανοί)"

Ο Νικηταράς απομάκρυνε τούς Έλληνες καί παρέλαβε τούς Βούλγαρους, οι οποίοι τέθηκαν στήν υπηρεσία τών ομοθρήσκων τους. Σύμφωνα μέ τόν Διονύσιο Κόκκινο, ο Τουρκοφάγος τριγύριζε στήν πόλη μέ τά φτωχά τού ενδύματα, χωρίς νά ενδιαφέρεται γιά τά πανάκριβα αντικείμενα πού κρύβονταν μέσα στά τούρκικα σπίτια. Τά μόνα πού πήρε ήταν δύο πιστόλια πού τού δώρισε ο Δημήτριος Υψηλάντης.

Ο αλαζόνας Κεχαγιάμπεης, τήν ώρα τής πτώσης τής πόλης, αντί νά τρέξει νά πολεμήσει στόν τελευταίο προμαχώνα, κλείστηκε μαζί μέ τά χαρέμια στό παλάτι του Αναγνωσταράς καί παραδόθηκε χωρίς αντίσταση. Τήν παράδοση αυτή τήν έφερε βαρέως καί τό εξομολογήθηκε στόν Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Μάλιστα περίμενε ότι ο Κολοκοτρώνης θά τόν εκτελούσε, όπως ο ίδιος ο Κεχαγιάμπεης είχε εκτελέσει χιλιάδες αμάχους σέ όσες πόλεις καταλάμβανε, στήν πορεία του από τήν Ήπειρο μέχρι τήν Τριπολιτσά.

Εκείνος πού συγκλονίστηκε μέ τίς σφαγές ήταν ο εκπρόσωπος τού Υψηλάντη, ο Αναγνωστόπουλος, ο οποίος έκανε ότι ήταν δυνατό γιά νά τίς αποτρέψει. Στή συνάντησή του μέ τόν άρχοντα τής Κορίνθου Κιαμήλ μπέη τού εγγυήθηκε τήν ασφάλειά του στό όνομα τού πρίγκηπα. Ο Κιαμήλ μπέης κατηγόρησε τότε ανοιχτά τόν Κεχαγιά γιά τήν καταστροφή τής πόλης γιατί καθυστέρησε αναίτια τήν υπογραφή τής συνθήκης παράδοσης.

Ο πλούσιος Εβραίος τραπεζίτης Χανέν, φρόντισε νά τρέξει στή σκηνή τού Κολοκοτρώνη γιά νά γλυτώσει τή ζωή τή δική του καί τής οικογενείας του, όπως καί τά κατάφερε τελικά. Ο Κολοκοτρώνης μόλις είδε τόν Εβραίο οπλισμένο - πράγμα σπανιώτατο - μέ τίς πανάκριβες πιστόλες τού τίς αφαίρεσε, λέγοντάς του:

- "Εβραίος καί άρματα δέν πάει".

Ο Γάλλος Ρεμπώ πού ήταν παρών έσπευσε νά καταδικάσει τήν πράξη τού γερο - κλέφτη. Ξέχασε όμως τό παιδί τής γαλλικής επανάστασης πού εξόντωσε όλους τούς Γάλλους ευγενείς τού Λουδοβίκου, ότι ο τραπεζίτης ζούσε μέχρι εκείνη τή στιγμή μία λαμπρή ζωή, συνεργαζόμενος μέ τόν βάρβαρο κατακτητή καί ρουφώντας στήν κυριολεξία τόν ιδρώτα καί τό αίμα τών Ρωμιών ραγιάδων, πού εργάζονταν δεκαπέντε ώρες τήν ημέρα στά χωράφια τών μπέηδων! Η περιουσία τού τοκογλύφου εκείνου όπως καί όλων τών αγάδων επέστρεφε στούς πραγματικούς ιδιοκτήτες πού ήταν οι σκαφτιάδες τής γής καί οι ανυπότακτοι κλέφτες πού είχαν περάσει όλη τους τή ζωή μέ άπειρες στερήσεις στίς χιονισμένες κορυφές τού Μαίναλου, τού Ταΰγετου καί τού Χελμού.

Ο Κολοκοτρώνης λοιπόν κατηγορήθηκε από τούς Ευρωπαίους αξιωματικούς ότι οικοιοποιήθηκε μεγάλο μέρος από τά λάφυρα γιά προσωπικό του όφελος. Ο Ρεμπώ, πού ήταν φίλος τού Μαυροκορδάτου, έγραψε καί τήν γελοία κατηγορία ότι ο Κολοκοτρώνης έστειλε χρηματικά ποσά σέ ευρωπαϊκές τράπεζες. Απλά τόν διαψεύδει η ίδια η ζωή τού Κολοκοτρώνη ο οποίος πέθανε πάμφτωχος έχοντας στήν κατοχή τού μόνο μία καλύβα πού τού χάρισε τό ελληνικό κράτος.

Παρόμοιες συκοφαντίες εκτόξευσε καί ο Γάλλος Περσά κατά τής Μπουμπουλίνας ότι δηλαδή καταλήστεψε τίς χανούμισσες τού Χουρσίτ, προκειμένου νά τίς στείλει στά Γιάννενα. Απλά η ίδια η ζωή τής σπετσιώτισσας καπετάνισσας διαψεύδει τόν Γάλλο τυχοδιώκτη, δεδομένου ότι η Λασκαρίνα προσέφερε εξ ολοκλήρου τήν τεράστια περιουσία της γιά τόν Αγώνα καί πέθανε καί αυτή τελείως χρεωκοπημένη.



Κατά τόν Ιούνιον μήνα, όταν πολιορκούσαμεν τήν Τριπολιτζά, εσήκωσα από τά Ντερβένια τόν μακαρίτην Πάνο. Ο Πάνος, ο Υψηλάντης, ο Γενναίος, ο Αποστόλης ήτον εις τά Βασιλικά (Αρχαία Συκιών Κιάτου), επαρχία τής Κορίνθου, διότι τούς είπαν ότι ήλθαν Τούρκοι. Τό στράτευμα 700, μέ τόν Υψηλάντην από τήν Αγία Ειρήνη αγνάντευαν τόν στόλο πού καίγει τό Γαλαξίδι. Όταν επολιορκούσαμε στενά τήν Τριπολιτζά, έβγαιναν έξω οι πολιορκημένοι, στόν πόλεμο τούς πιάναμε, μεταξύ αυτών επιάσθη ο Χατζή Χρίστος, ο Κότζος. Οι Βούλγαροι ήτον σεΐζηδες (ιππείς), ως 200 επιάσαμεν, ήτον Χριστιανοί.

Εν ταυτώ άρχισαν οι Αρβανίταις νά πραγματεύονται. - ήτον ένας γραμματικός μέ τούς Αρβανίταις, γραμματικός τού Βελήμπεη καί Αλμάσμπεη. Αυτός έκαμνε τόν μεσίτη μέ τούς Αρβανίταις νά τούς βγάλομεν. Οι επίλοιποι Τούρκοι μανθάνοντας τό τραττάτο, ηθέλησαν νά πάρουν μέρος καί αυτοί, εβγαίνανε εις ένα μέρος, επήγαινε ο Πετρόμπεης, ο Αναγνώστης Ντεληγιάννης, Κρεβατάς καί άλλοι, καί τούς ελέγαμε, νά αφήσουν τ' άρματα καί νά τούς μπαρκάρομε όπου θέλουν. Εκείνοι έλεγαν:

- "Όχι, μέ τ' άρματά μας".

Στέλνουμε στούς Αρβανίτες, διά νά εμπιστευθούν νά εβγούν, τόν Κολιόπουλο (Δημήτριο Πλαπούτα) ως ενέχυρον. Βλέποντες οι Έλληνες, ότι θά πέσει η Τριπολιτζά, εμαζώχθηκαν 20000. Καθώς εδοκίμασαν οι Αρβανίτες νά φύγουν, επήδησαν οι Έλληνες μέσα από τήν τάπια τού σαραγιού. Οι Αρβανίτες εβγήκαν έξω, επήραν τόν Κολιόπουλο, ετράβηξαν κατά τόν Μύτικα έως 2500. Μπαίνοντας τ' ασκέρι, έβαλα τελάλι νά μή σκοτώσουμε τούς Αρβανίτες. Εβγήκαν ως 2000 καί μέσα εις τήν Τριπολιτζά έκοβαν.

Τό άλογό μου από τά τείχη έως τά σαράγια δέν επάτησε γή. Αρβανίτες κλεισμένοι εις τόν πύργο δέν πείθονται εΙς τήν φωνή μου. Εκεί πού εβγήκα μέ τούς Έλληνας, τό πράγμα τους οι Αρβανίτες τό είχαν στελμένο εις τό τζαντήρι (σκηνή) μου από ημέρας μπροστά τρείς. Πηγαινάμενος εκεί, δοκίμασαν οι Έλληνες νά κτυπήσουν τούς Αρβανίτες, εγώ τούς είπα:

- "Εάν θέλετε νά βαρέσετε τούς Αρβανίτες, σκοτώσετε εμένα πρώτα, ειμή καί είμαι ζωντανός όποιος πρωτορίξει εκείνονε πρωτοσκοτώνω πρώτα".

Κι εμπήκα μπροστά μέ τούς σωματοφύλακάς μου, καί εμίλησα τών Αρβανιτών καί ήρθαν. Ο Αλμάσμπεης καί ο Βελήμπεης, οι δύο αρχηγοί τών Αρβανιτών, καί τούς εζήτησα δύο ενέχυρα, καί τούς έδωσα τό πράγμα τους, 13 φορτώματα. Εις τό τραττάτο ήτον οι πρώτιστοι τών Ελλήνων, εγώ έμεινα πιστός εις τόν λόγον τής τιμής μου. Επήρα τόν Κολιόπουλο από τούς Αρβανίτες καί τούς έδωσα τόν Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, Χρηστάκη καί Βασίλη Αλωνισθιώτη.

Τριπολιτσά


Τόν Κολιόπουλο τόν ορδίνιασα μέ 300 ανθρώπους νά τούς ξεβγάλει. Έτζι τούς επήρε εις τά Καλάβρυτα καί εις τήν Βοστίτζα (Αίγιο), καί ο Κολιόπουλος εγύρισε οπίσω. Τό ασκέρι οπού ήτον μέσα τό ελληνικό έκοβε καί εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά καί άνδρες 32000, μία ώρα ολόγυρα τής Τριπολιτζάς. Ένας Υδραίος έσφαξε 90. Έλληνες. εσκοτώθηκαν 100. Έτζι επήρε τέλος. Τελάλη (εντολή), νά παύσει ο σφαγμός.

Τού Σεχνετζίμπεη η φαμιλιά έμεινε μ' εμέ, 24 άνθρωποι. Τόν Κιαμήλμπεη τόν επήρε ο Γιατράκος. Ο Κεχαγιάς έμεινε αιχμάλωτος μέ τά χαρέμια καί τά περίλαβε ο Πετρόμπεης. Μετά τήν νίκη τού Βαλτετζιού τού είχα γράψει ένα γράμμα καί τού έλεγα ότι:

- "Σ' ενόμισα τακτικόν καί ήλθες κλέφτικα νά πολεμήσεις. Μανθάνω ότι κάνεις προσκυνοχάρτια εις τούς Ρωμαίους, δέν είναι τώρα καιρός διά τούς Τούρκους νά δίνεις προσκυνοχάρτια, αλλά είναι τών Ελλήνων καιρός νά δίνουν εις τούς Τούρκους, καί ελπίζω νά σού δώσω ράγι (συγχώρεση), άν γλυτώσεις, νά πάς εις τόν τόπον σου. Βάστα όσο μπορέσεις καί καλήν αντάμωσιν εις τό σαράγι σου."

Καί ο Θεός τό ήφερε καί εσμίξαμε εις τό σαράγι.

- "Ήμουν σκλάβος εις τούς Ρούσους", έλεγε ο Κεχαγιάς, "καλλίτερα νά χαθώ εις τούς Έλληνας, αλλού θά μέ στείλει ο Σουλτάνος νά χαθώ".

- " Μή φοβάσαι, δέν φονεύομε όσους επροσκύνησαν."

Τούς επαραδώκαμεν εις τήν φύλαξιν τών Μαυρομιχαλέων. Όταν εμβήκα εις τήν Τριπολιτζά, μέ έδειξαν εις τό παζάρι τόν πλάτανο οπού εκρέμαγαν τούς Έλληνας. Αναστέναξα καί είπα:

- "Άϊντε, πόσοι από τό σόγι μου καί από τό έθνος μου εκρεμάσθησαν εκεί!"

Εδιέταξα καί τόν έκοψαν. Επαρηγορήθηκα καί διά τόν σκοτωμόν τών Τούρκων. Όταν εκίνησα διά νά υπάγω εις τό Βαλτέτζι, εις τόν δρόμον εβγήκαν τρείς λαγοί καί τούς έπιασαν ζωντανούς οι Έλληνες. Τότε τούς είπα, ότι:

- "Η νίκη παιδιά, είναι δική μας!"

Είχαν πρόληψη οι Έλληνες όταν έβλεπαν λαγούς καί επερνούσαν από τό στρατόπεδο καί δέν τούς εσκότωναν ή δέν τούς έπιαναν, η καρδιά τών Ελλήνων εκρύωνε, ότι θά χάσουν τόν πόλεμο.

Από βουνό εις βουνό είχα τουφέκια μέ φωτιαίς (φρυκτωρίες ή καμινοβίγλια τών βυζαντινών) καί εις ολίγες στιγμές έδιδα είδησιν εις τά μακρινά στρατεύματα. Μία φορά εις τά Τρίκορφα ο Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος από τό Ζυγοβίστι, τόν οποίον είχα γραμματικόν τότε, μέ ήβλεπε οπού αγωνιζόμουνα εις τάς 24 ώρας. Εις τάς 20 επήγαινα εις τήν τέντα μου καί έτρωγα ολίγο ψωμί. Μού είπε:

- "Άϊντε Κολοκοτρώνη, παιδεύσου, παιδεύσου, καί η πατρίς σου θέλει σέ ανταμείψει."

Εγώ τού αποκρίθηκα ότι:

- "Εμένα η πατρίς θά πρωτοεξορίσει",

καί η τύχη τό ήφερε καί αλήθευσα.

Εκάμαμε συνέλευση, ο Υψηλάντης, ο Πετρόμπεης καί άλλοι, οπού είχαμεν αρχήν. Τούς είπα, ότι:

- "Είναι καιρός νά εκστρατεύσομε τώρα καί νά κινήσω διά τήν Πάτρα."

Τό έκριναν εύλογον. Τότε εκίνησα μόνο μέ 40 σωματοφύλακας γιά τήν Πάτρα. Έστειλα προσταγή εις τήν επαρχία τής Καρύταινας, νά μαζωχθούν τά στρατεύματα διά τήν Πάτρα. Καί όταν έφθασα στά Μαγούλιανα, έξι ώρες από τήν Τριπολιτζά, εσυνάχθηκαν 1700 στρατιώτες, καί έως νά κατεβώ εις τήν Γαστούνην εμάζωνα 10000, ακούοντας ότι εκστράτευα διά τήν Πάτρα οι άρχοντες, ο Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήρ Χαραλάμπης, Παλαιών Πατρών, πού πολιόρκιζαν τήν Πάτρα, γράφουν ένα γράμμα τού Υψηλάντη καί Πετρόμπεη καί όλης τής τότε Κυβερνήσεως (Γερουσίας):

- "Εμάθαμε ότι ο Κολοκοτρώνης έρχεται εις τήν Πάτρα. Ο Κολοκοτρώνης νά μείνει καί νά έλθει βοήθεια μιά τρακοσαργιά νομάτοι ή μέ τόν Δεληγιάννη, ή μ' ένα Μαυρομιχάλη, διατί σέ έξι ημέρες παίρνομε τήν Πάτρα."

Διατί έλεγαν τών μικρών:

- "Δέν συμφέρει, ότι άν έλθει ο Κολοκοτρώνης θέ νά πάρει καί τής Πάτρας τά λάφυρα, καθώς καί τής Τριπολιτζάς."

Σκοπός τους ήτον νά μήν πάρω τήν Πάτρα καί δυναμωθώ. Άν μέ άφηναν νά πάγω αμέσως, θά μού έδιδαν αμέσως τά κλειδιά οι Τούρκοι από τόν φόβον τους. (Ο Κολοκοτρώνης είχε έρθει σέ συνεννόηση μέ τούς Λαλαίους τουρκαλβανούς τής Πάτρας νά αποχωρήσουν. Ήταν ζήτημα ημερών νά πάρει καί τήν Πάτρα. Δέν τόν άφησε τό αρχοντολόϊ Ζαΐμης, Λόντος, Χαραλάμπης, Γερμανός, καί έμεινε η πόλις τών Πατρών γιά οκτώ ακόμα χρόνια σέ τούρκικα χέρια.)

Διήγησις Συμβάντων τής Ελληνικής Φυλής - Θεόδωρος Κολοκοτρώνης


Η πτώση τής Τριπολιτσάς υπήρξε αποφασιστικής σημασίας γιά τήν εδραίωση καί γιά τήν εξέλιξη τού Αγώνα. Η εκκαθάριση τού εσωτερικού τής Πελοποννήσου δημιούργησε αυτοπεποίθηση στούς αγωνιστές, πού μπορούσαν πλέον ευκολότερα νά κτυπήσουν τά υπόλοιπα τουρκικά φρούρια. Η εξαφάνιση τής κυριότερης τουρκικής παρουσίας είχε ανεβάσει τό ηθικό τών πολεμιστών στά ύψη. Με τά χιλιάδες όπλα καί σπαθιά οπλίσθηκαν πολλοί αγωνιστές. Η επανάσταση προσλάμβανε διαφορετικές διαστάσεις καί ανοίγονταν νέες προοπτικές γιά τήν οργάνωση τού Αγώνα, όχι μόνο στόν στρατιωτικό, αλλά καί στόν πολιτικό τομέα. Ο Δημήτριος Υψηλάντης έμαθε γιά τήν πτώση τής Τριπολιτσάς στά Βασιλικά (Κιάτο) Κορινθίας, όπου είχε τότε στατοπεδεύσει γιά νά ματαιώσει ενδεχόμενη απόβαση τουρκικού στρατού. Η χαρά του όμως μετριάσθηκε όταν πληροφορήθηκε τίς σφαγές τών αμάχων, τήν αρπαγή τών λαφύρων καί τήν λιποταξία τών στρατιωτών του πού έσπευσαν στήν Τριπολιτσά γιά λαφυραγωγία.

Οι σφαγές τής Τριπολιτσάς κρίθηκαν από μερικούς ξένους ιστορικούς ως μία από τίς πιό ειδεχθείς εκδηλώσεις τής απανθρωπιάς τών πολέμων. Οι αντιπολιτευόμενοι τά φιλελληνικά κομιτάτα τής Ευρώπης ανέφεραν σέ άρθρα καί σέ διαλέξεις τους ότι οι σφαγές εκείνες ήταν η απόδειξη πώς οι Έλληνες είχαν αποβάλλει τά χαρακτηριστικά τής φυλής πού χάρισε στήν ανθρωπότητα τά έξοχα διδάγματα ευγένειας καί ανθρωπισμού. Οι Γάλλοι αξιωματικοί Μαξίμ Ρεμπώ καί Μωρίς Περσά, εκδήλωσαν καί αυτοί πρός τούς Έλληνες φοιτητές πού είχαν έλθει από τό Παρίσι τόν αποτροπιασμό τους γιά τά γεγονότα τής Τριπολιτσάς. Οι Έλληνες εθελοντές, όντας ενημερωμένοι γιά τά τεκταινόμενα στήν Ευρώπη, απάντησαν υπενθυμίζοντας τίς αγριότητες τής δικής τους επανάστασης, εκεί όπου η λαιμητόμος έκοψε αδιακρίτως χιλιάδες κεφάλια.

Κολοκοτρώνης Θεόδωρος


"Μετά τήν δι 'εφόδου γενομένην πτώσιν τής Τριπολιτσάς, οι προύχοντες τών Ελλήνων μετά τού Θεοδώρου Κολκοτρώνη, αφ' ού πρώτον εξησφάλισαν εις ιδιαίτερον κατάλυμα όλην τήν οικογένειαν τού Χουρσίτ Πασσά καί τού Μεχμέτ Πασσά, τόν Καϊμακάμην, τόν Κεχαγιάμπεην, τόν Μπινά Εμίνην, τόν Μουσταφά μπέην, τόν Σιέχ Νετζίπ εφέντη καί άλλους μερικούς εκ τών επισημοτέρων Οθωμανών διά νά μή παρενοχλώνται παρ' ουδενός, παρά πάσαν ελπίδα, κατά τήν νύκτα εφάνη πυρκαϊά εις τό παλάτιον, τό οποίον ολοσχερές έγινε παρανάλωμα τού πυρός ομού μέ έν πλήθος εν αυτώ κειμένων επίπλων.

Οι Οθωμανοί καίτοι κυριευθέντες δι εφόδου παρά τών Ελλήνων, έμενον πάντοτε εις τάς δοξασίας των ότι είχον μέχρι τής εποχής εκείνης τούς Έλληνες υποχειρίους των, εν ώ καί εθεώρουν εαυτούς μέν αόπλους, τούς δέ Έλληνας ωπλισμένους, μέ τήν αυτήν οθωμανικήν υψηλοφροσύνην καί οίησιν κακομετεχειρίζοντο τούς Έλληνας. Εάν ήθελον νά είπωσι περί οποιασδήποτε υποθέσεως εις τούς Έλληνας τί, εφώναζον αυτούς μέ τό θηριώδες εκείνο ύφος τών: "μπρέ Ρωμιέ!", "μπρέ γκιαούρ, μπρέ σκύλε!", "φέρε νερό!", "φέρε ψωμί!".

Αμβρόσιος Φραντζής - Επιτομή Ιστορίας τής αναγεννηθείσης Ελλάδος, Τόμος Β'













Φώτιος Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος) - Βίοι Πελοποννησίων ανδρών

Αναγνωσταράς (Αναγνώστης Παπαγεωργίου)

Ήτον εκ τής Πολιανής Μεσσηνίας, καί παλαιός κλέφτης. Πρό τής επαναστάσεως μετέβη εις τήν Ρωσσίαν πρός αντάμωσιν τού Καποδιστρίου καί τού Αλεξάνδρου Υψηλάντου καί λοιπών εταίρων. Η εκεί μετάβασίς του ωφέλησε πολύ, διότι εβεβαίωσε τήν κατάστασιν τών πραγμάτων τής Πελοποννήσου καί τήν δύναμιν αυτής, διαφωτίσας καί εμψυχώσας τούς εκεί αδελφούς, ο Αναγνωσταράς εχρημάτισε καί ως ταγματάρχης εις τά εν Επτανήσω τάγματα. Ήτο περίφημος διά τούς τρόπους του καί τήν ικανότητά τού εις τό πείθειν καί ραδιουργείν επιτηδείως. Μετέβη δέ καί εις τάς νήσους Ύδραν καί Σπέτσας, ενεργών τά χρέη τά αποστολικά.

Κατά δέ τήν έκρηξιν τής επαναστάσεως ευρέθη εις τάς Καλάμας, όπου επήραν τούς ολίγους Τούρκους μετά τών άλλων καί έπειτα ετράβηξε διά τάς επαρχίας Τρυφυλλίας καί Ολυμπίας γενικεύων τήν επανάστασιν καί παρακινών τούς κατοίκους νά λάβουν τά όπλα. Εκεί δέ ήσαν καί άλλοι καπεταναίοι μεταξύ τών οποίων ο Φλέσας, ο Κεφάλας, ο Παπατσώνης καί λοιποί. Ούτοι δέ όλοι ήλθον εις τήν πολιορκίαν τής Καρύταινας, άγοντες υπέρ τάς 2500 στρατιώτας. Ελθούσης δέ βοηθείας εκ Τριπολιτσάς, η πολιορκία διελύθη καί οι Έλληνες εσκορπίσθησαν εκείθεν. Ο δέ Αναγνωσταράς υπήγε εις Στεμνίτσαν, μετ' άλλων καπεταναίων καί εκείθεν ετράβηξε διά τό Λεοντάρι.

Έπειτα ήλθεν εις τό Βαλτέτσι όπου καί πολλοί συνηθροίσθησαν. Ελθόντες δέ εκεί οι Τούρκοι επολέμησαν μέ τούς Έλληνας. Μετά ο Αναγνωσταράς ανεχώρησεν εκείθεν εις τά μεσσηνιακά φρούρια, όπως τακτοποιήση τά τής πολιορκίας. Εκεί δέ ευρισκόμενος καί μαθών τήν έλευσιν τού πρίγηκπος Δημητρίου Υψηλάντου, υπήγεν εις τό Άργος πρός υποδοχήν του. Μετά ταύτα ήλθεν εις τά Τρίκορφα διά τήν πολιορκίαν τής Τριπολιτσάς μετά τού Υψηλάντου, τόν οποίον παρηκολούθει αναχωρήσαντα εις Καλάμας από τά Βέρβαινα. Ο Αναγνωσταράς έμεινε καθ' όλην τήν πολιορκίαν τής Τριπολιτσάς καί μετά τήν άλωσιν αυτής ανεμίχθη εις τά πολιτικά πράγματα.

Σχόλια γιά τήν σφαγή στήν Τριπολιτσά

Σχετικά μέ τή σφαγή τών μουσουλμάνων στήν Τριπολιτσά καί τήν ολοσχερή εξόντωσή τους κυκλοφορούν στό διαδίκτυο πολλά σχόλια τά οποία παίρνουν αφορμή από αυτό τό γεγονός, γιά νά χαρακτηρίσουν τήν επανάσταση τού 1821, ως μία εθνικιστική επανάσταση η οποία είχε ως στόχο τή γενοκτονία τών μουσουλμάνων στό Μοριά. Τά σχόλια αυτά, παλαιότερα τά διάβαζα σέ τουρκικούς ιστότοπους, οι οποίοι σάν κύριο καθήκον τους αφ' ενός είχαν τήν ωραιοποίηση τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, αφ' ετέρου τόν χαρακτηρισμό όλων τών εξεγέρσεων πού έγιναν στά Βαλκάνια, ως φάσεις γενοκτονίας τών μουσουλμάνων. Οι Τούρκοι όντας αμετανόητοι γιά τό παρελθόν τους κάνουν καλά τή δουλειά τους.

Τό θέμα είναι ότι εν έτει 2012, οι ίδιες απόψεις έχουν αντιγραφεί σέ πολλούς ελληνόφωνους ιστότοπους. Κάνοντας μία έρευνα διαπίστωσα ότι οι κύριοι αυτών τών ιστότοπων τυγχάνει νά δηλώνουν άπαντες, οπαδοί τής αριστερής ιδεολογίας. Γενικά έχουμε μία ταύτιση απόψεων τών Ελλήνων αριστερών μέ τούς Τούρκους κεμαλικούς, τόσο γιά τήν περίοδο τής τουρκοκρατίας όσο καί γιά τήν περίοδο τών νεότουρκων. Οι αριστεροί, κυρίως τού ΣΥΡΙΖΑ, θεωρούν τήν ελληνική επανάσταση ως γενοκτονία τών μουσουλμάνων, υιοθετώντας τήν τουρκική άποψη. Θά μπορούσαν άραγε νά χαρακτηρίσουν τήν γαλλική επανάσταση, η οποία προηγήθηκε καί όπου έγιναν ανήκουστες σφαγές καί εκτελέσεις αθώων σάν μία γενοκτονία; Γιατί παραβλέπουν τό γεγονός ότι οι σκλάβοι χωρικοί, όντας σέ εξαθλιωμένη κατάσταση τόσων αιώνων, αργά ή γρήγορα θά ξέσπαγαν σέ σφαγή εναντίον τών τυράννων τους, όπως έγινε στήν γαλλική ή στήν ρωσική επανάσταση;

Καί έγιναν σφαγές όχι μόνο στήν Τριπολιτσά, αλλά καί στήν πλειοψηφία τών τουρκικών κάστρων πού έπεφταν σέ ρωμαίϊκα χέρια καί τά οποία φυσικά θά καταγραφούν στίς σελίδες αυτές, δεδομένου ότι αυτό πού είναι αληθινό είναι καί εθνικό.

Άν πάμε στήν περίοδο τής γερμανικής κατοχής θά δούμε ότι οι ομοϊδεάτες τους, οι τότε ελασίτες διέπραξαν αμέτρητες δολοφονίες καί βασανιστήρια σέ όσους Γερμανούς έπιαναν αιχμαλώτους, γιά νά τούς εκδικηθούν γιά μία κατοχή η οποία είχε διάρκεια μόλις τρία χρόνια. Ούτε τό παραμικρό ίχνος ελέους δέν έδειχναν στούς τραυματίες Γερμανούς, όπως έγινε καί στά Καλάβρυτα, μέ αποτέλεσμα οι Γερμανοί νά ξεσπάσουν στούς αθώους κατοίκους τής πόλης. Αυτά όμως η Αριστερά τά αποκρύπτει μέ τρομερή επιμέλεια καί εάν έγιναν δικαιολογούνται, διότι έγιναν κατά ενός βάρβαρου καί φασίστα κατακτητή!

Τά εγκλήματα τής τρίχρονης γερμανικής κατοχής προβάλλονται, μόνο καί μόνο επειδή εξυπηρετείται η ιδεολογία τής Αριστεράς ενώ δικαιολογείται κάθε βαρβαρότητα από τήν μεριά τών Ελασιτών. Τά πολλαπλάσια εγκλήματα τής οθωμανικής κατοχής η οποία διαρκεί από τόν 14ο αιώνα, έχουν εξαφανιστεί τελείως καί φυσικά έπαψαν νά διδάσκονται στά ελληνικά σχολεία, τά οποία από τό 1981 καί μετά ελέγχονται πλήρως από τούς συνδικαλιστές τής Αριστεράς.

Τί νά πούμε γιά τήν δικτατορία τών συνταγματαρχών! Τό μίσος τους ξεχειλίζει, γιά ένα καθεστώς τό οποίο δέν εκτέλεσε κανέναν καί διήρκησε μόλις επτά χρόνια. Καί φυσικά, τό δικό τους μίσος τό δικαιολογούν, όπως δικαιολογούν καί τίς δολοφονίες πού διέπραξαν οι δικές τους τρομοκρατικές ομάδες. Αλλά δέν δικαιολογούν τήν εκδίκηση γιά τά μαρτύρια αιώνων πού υπέστησαν οι φτωχοί ραγιάδες από τούς μπέηδες καί τούς αγάδες. Δικαιολογούν μόνο ότι εξυπηρετεί τήν αρρωστημένη ιδεολογία τους!

Φτάνουμε στό "δια ταύτα". Εϊναι τυχαίο ότι οι τουρκικές απόψεις εκφράζονται μέσα από τήν Αριστερά τού ΣΥΡΙΖΑ καί τών αναρχικών; Όχι φυσικά, διότι οι Τούρκοι τίποτα δέν αφήνουν στήν τύχη. Πληρώνουν αδρά γιά νά επικρατήσουν οι απόψεις τους καί η πολιτική τους. Τό έχουν αποκαλύψει οι αμερικάνικες εφημερίδες γιά πλήθος γερουσιαστών οι οποίοι επ' αμοιβή καί μόνο επ' αμοιβή υποστηρίζουν τήν άποψη ότι ουδέποτε έγινε γενοκτονία τών Αρμενίων.

Από τή μία η Τουρκία χρηματοδοτεί αδρά. Από τήν άλλη οι Αριστεροί έχουν μία λατρεία στό χρήμα καί στόν καπιταλιστικό τρόπο ζωής, όπως φαίνεται από τόν τρόπο πού ζούν οι αριστεροί δημοσιογράφοι, οι Αριστεροί γελωτοποιοί, οι Αριστεροί πολιτικοί, οι Αριστεροί συνδικαλιστές, οι Αριστεροί πανεπιστημιακοί.

Έτσι επετεύχθη η σύζευξη. Η Τουρκία στρατολόγησε κυρίως από τόν "προοδευτικό" χώρο τούς πράκτορές της, οι οποίοι θά ωραιοποιήσουν τήν οθωμανική τυραννία, θά ενοχοποιήσουν τούς Έλληνες επαναστάτες, θά μάς πείσουν γιά τήν ελληνοτουρική φιλία (τήν οποία τήν ξεκίνησαν Έλληνες αναρχικοί καί έγινε τό σύμβολο τής πολιτικής ζωής τού τόπου) καί θά τελειώσουν τό έργο τους μέ τήν συνεκμετάλλευση τού Αιγαίου, τήν απόδοση τής δυτικής Θράκης καί τής υπόλοιπης Κύπρου στούς "νόμιμους" κατόχους τους, τήν ανέγερση τζαμιών, τόν περαιτέρω εποικισμό τής πατρίδος μας μέ μουσουλμάνους μετανάστες καί λοιπά καί λοιπά.

Η επικράτηση τών νεο-οθωμανών θά γίνει μέ τό χρήμα, τήν προπαγάνδα, τίς επενδύσεις, τήν πειθώ, τήν επιμονή καί τήν προδοσία εκ μέρους μας. Ξαναζούμε τόν δοσιλογισμό, τήν συνεργασία μέ τόν κατακτητή, τή φιλία μέ τόν Αττίλα καί τόν γενιτσαρισμό. Καλυμμένα όλα μέ ένα πέπλο προοδευτικό, δημοκρατικό, αντιρατσιστικό, πολυπολιτισμικό. Ξαναζούμε τήν προπαγάνδα καί τήν διαστρέβλωση μέ αποκορύφωμα τήν εκπομπή στό κανάλι τού εργολάβου, η οποία έδωσε συγχωροχάρτι στόν κατακτητή τής πατρίδας μας καί στόν γενοκτόνο τών παππούδων μας, αποκρύπτοντας επιμελώς τίς τουρκικές θηριωδίες τής οθωμανοκρατίας, ώστε νά φανεί τελειώς αδικαιολόγητη η εξέγερση τών Χριστιανών έναντι τών μουσουλμάνων. Οι επιλεκτικώς αλληλέγγυοι καί οι κατ' εφημισμό δημοκράτες τής Αριστεράς πού δημιούργησαν αυτή τήν εκπομπή στό κανάλι Σκάϊ, μέ τό αζημίωτο φυσικά, απλώς ψάχνουν νά φάνε ζωντανούς όσους διαμαρτύρονται γιά τούς εποίκους - μετανάστες πού στέλνει η Τουρκία, όσους υπενθυμίζουν τίς σφαγές τού ΕΛΑΣ καί τού Δημοκρατικού Στρατού, όσους δίνουν συγχωροχάρτι στήν χούντα τών συνταγματαρχών, όσους ψήφισαν Χρυσή Αυγή καί όσους τέλως πάντων πρεσβεύουν κάτι διαφορετικό από αυτούς.

Οι πάμπλουτοι δημοσιογράφοι τής Αριστεράς, έθεσαν τά πρότυπα τά οποία πρέπει νά ακολουθήσει ο απαίδευτος ελληνικός λαός. Συνεπώς είναι δημοκράτης όποιος εκθειάζει τόν Κεμάλ καί φασίστας όποιος εκθειάζει τόν Παπαδόπουλο. Ήταν φιλόξενα τά στρατόπεδα θανάτου τού Στάλιν (γκουλάγκ) καί απάνθρωπα τού Χίτλερ. Όποιος αμφισβητεί τήν γενοκτονία τών Χριστιανών είναι δημοκράτης καί αντιρατσιστής, όποιος αμφισβητεί τήν γενοκτονία τών Εβραίων είναι φασίστας καί ρατσιστής. Ήταν καλός ο Βελουχιώτης καί κακός ο Πατακός. Πρέπει νά ξεχάσουμε τά εγκλήματα τών Τούρκων καί νά μήν ξεχάσουμε ποτέ τών Γερμανών. Βγάζουμε από τά σχολικά βιβλία ότι θίγει τούς Οθωμανούς καί αφιερώνουμε στά σχολικά βιβλία περισσότερες σελίδες γιά τό Πολυτεχνείο τού 73, απ' ότι γιά τήν Επανάσταση τού 21. Πρέπει νά θυμόμαστε τήν Μακρόνησο ενώ ταυτόχρονα πρέπει νά ξεχνάμε τήν τρύπα τού Φενεού καί τής Τατάρνας.

Historical sketch of the Greek revolution - Samuel Howe (Σφαγή στήν Τριπολιτσά)

This was immediately known in tbe town, and the inhabitants seeing their fate approaching, endeavoured to provide for it: a deputation was accordingly sent, consisting of the Chiefs and principal Agas of the place, to demand terms of capitulation. What must have been the feelings of these men! born and reared in the lap of luxury, passing their lives in the indolent enjoyment of every thing wealth could procure, and surrounded by slaves whose law was their slightest nod; they now came, clothed indeed in silk and ermine, and glittering with gold; but with downcast looks, and almost breaking hearts, to demand their lives from those infidel dogs, whom they had always considered as inferiors and treated as slaves.

The effect was instantaneous: a wild rush was made from all sides, the walls were scaled almost without opposition; the gates were opened, and a confused mass of soldiers pouring in, shot, or hacked down all the Turks they met. Some streets, indeed, were fiercely disputed with the pistol and yataghan; musketry rattled from the windows, and grape was showered down from the cannon of the citadel. But the Albanians, upon the strength of the separate treaty they had made, shut themselves in the court of the Pashas's palace, and made no resistance. The Commander, Mohammed Bey, shut himself up with several followers in the little citadel: another body fled from the town and attempted to escape, but forty of them only passed the defiles.

Those who remained resisted indeed most furiously, but without plan or union, and they were soon put down; resistance was over, but havock ceased not. It is useless here to follow the sickening task of detailing the horrors of the scene; suffice it to say, that Tripolitza suffered all the miseries of a town taken by storm. The bodies of 5000 Turks choked up the streets, and those of several hundred Greeks showed that resistance had been desperate. The next day the Albanians marched off, their arms procuring them respect; and they regained their country unmolested. Mohammed Bey and the Turks who had taken refuge in the citadel, were without water, and surrendered unconditionally. Colocotroni and some chosen followers entered it, and kept themselves shut up for three days, making arrangements for the transportation of the treasure which they found there.

During all this time die work of slaughter had not ceased - many Turks shut up in their houses, defended themselves and it was often necessary to burn them out; a few women, whose beauty made them valuable, some children, and the men of distinction, among whom was Kiamil Bey of Corinth, were all that were spared. Thus, between famine and the sword, 15,000 Turks perished in Tripolitza.

Gordon Thomas - History of the Greek Revolution (Περί πολιορκίας τής Τριπολιτσάς)

The wars and campaigns arising from struggles of the Greek patriots in emancipating their country from the Turkish yoke.

In the end of August the Greeks obtained a marked advantage over the Kihaya-bey, who issued out of the city with a body of cavalry and many sumpter-mules, in order to carry off maize from a village called Grana (Γράνα), on the side of Mantinea, and a league and a half from Tripolizza. Encountered with valour and judgment by Captain Manolaki of Prasto, who commanded there, the Turks were beginning to retreat with the grain they had reaped, when Colocotroni came up and fell upon them at the head of 500 men, while Anagnostoras threw himself on their line of retreat; thus encircled, they were entirely defeated, and would hardly have been able to re-enter Tripolizza, if a reinforcement had not sallied out to support them. Colocotroni returned to the camp in triumph, having an hundred Mussulman heads borne before him, and all the mules with their loads remained in the hands of the insurgents.

A few days after, Colocotroni adopted a measure that effectually ruined the cavalry of the besieged. They were accustomed to send out their horses every morning to pasture, covered by a detachment, posted in a village 1200 yards from the town, within whose walls both the horses and their guard passed the night: Colocotroni having established himself before daybreak in the village, with an hundred men, the Turks, when they came out as usual, finding it occupied, quietly turned back without a thought of retaking it, and henceforth their horses, restricted to the withered herbage at the bottom of the rampart, either died or became unserviceable: the Greeks, not at all afraid of their enemies on foot, then closely invested the city.

A chain of little heights runs from the base of Trikorpha to within 200 yards of the citadel, and at their extremity is a natural breastwork of rocks; behind these were stationed 800 of Yatrako's troops, who from thence fired musketry into the Turkish embrasures. On the same crest of the eminence were placed two batteries, one of two 18-pounders, to batter the wall, and another of three fieldpieces to oppose sorties. At the centre of the ridge Raybaud excavated a sort of square redoubt, where he planted the two mortars, which after infinite pains he had unspiked, and mounted on beds formed of enormous trunks of trees linked with bands of iron. At length, everything being ready, the bombardment commenced in the middle of September, and a few shells were thrown daily. If those projectiles did little harm to the enemy, they at least amused and delighted the soldiers, tired of a protracted blockade, and exposed to the autumnal storms of that lofty region. The Turks scarcely returned the fire of the Hellenic artillery: their ammunition was scanty, and famine and disease made such havoc amongst them, that numbers came out to the Greeks, preferring the chance of immediate death to a lingering agony.

Some Turkish sentinels having, for the sake of buying grapes, imprudently suffered a few Greeks to approach the wall, the latter suddenly climbed up, and were followed by Captain Kefalas and his company, who seized a tower near the gate of Argos, and erected a flag there. As soon as the cross in their standard was seen from the camp, a general movement took place; every one rushed to the assault, the ramparts were scaled, the sole gate that the Turks had not walled up burst open, and the whole army poured in, amidst a heavy discharge of musketry, and a fire from the cannon of the citadel, which the gunners pointed against the town. A scene ensued of the most horrible description: The conquerors, mad with vindictive rage, spared neither age nor sex - the streets and houses were inundated with blood, and obstructed with heaps of dead bodies. Some Mohammedans fought bravely, and sold their lives dear, but the far larger proportion was slaughtered without resistance. In this confusion, Elmaz Bey, at the head of his Albanians, retired into the court of the Pasha's palace, and claimed performance of the stipulations he had entered into with the assailants. Unwilling to reduce to despair so strong a body of good troops, the latter permitted them to march forth, and establish their quarters in that part of the camp previously occupied by Colocotroni. The Turks of distinction, assembled at the residence of the Kihayabey, were taken prisoners, and put under a guard. Colocotroni, and the other Peloponnesian generals, arriving on horseback after the city was already forced, in vain endeavoured to restore order.

Δοκίμιον ιστορικόν περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμονος (1859)

Πάτραι (Μάϊος 1821)

Η δέ κατάστασις τών περί τάς Πάτρας τοιαύτη ήν. Μετά τήν πρώτην παρά τού Ιουσούφ πασσά γενομένην διάλυσιν τής πολιορκίας τούτων, συνεστήθησαν μόλις από τής 12η Μαΐου 1821 προφυλακαί τινες πόρρωθεν, αφ' ού ενηργήθη υπό τού μητροπολίτου Γερμανού η δέουσα εκ τών πέριξ επαρχιών οικονομία τροφών καί ικανά εκ τής Ζακύνθου απεστάλησαν πολεμοφόδια παρά τής εφορείας. Μετά τήν εκείθεν υποχρεωτικήν αναχώρησιν τού Διονυσίου Ρώμα καί Φλαμπουριάρου αντιπροσώπευον αυτήν οι επίσης διακεκριμένοι επί ελληνισμώ Ιωάννης Στέφανος, Θεόδωρος Λεωνταρίτης, Νικόλαος Καλύβας καί Φίλιππος Καρβελάς. Αι προφυλακαί αύται ετέθησαν εν τή μονή τού Ομπλού υπό τόν Δημήτριον Κουμανιώτην, εν τή Ζωητάδα (Κρήνη) υπό τόν Καρατζάν καί εν τή Περιβόλα υπό τόν Νενέκον Ζουμπατιώτην.

Διεύθυνσις γενική ήν ο Γερμανός, φροντιστήριον η Μονή τής Χρυσοποδαρίτισσης (Μοναστήρι τών Νεζερών ή Κάλανου) καί γενικός φροντιστής ο ηγούμενος αυτής Νικηφόρος. Ο δέ Λόντος ετοποθετείτο εν τοίς Σελοίς μετά Αιγιέων καί τών χωρικών τής ανατολικής πλευράς τών Πατρών. Μονομερείς αι προφυλακαί αύται, ουδόλως απέκλειον τούς εν Πάτραις Τούρκους από τε τών πεδινών καί τής παραλίας, δι' ών προεμηθεύοντο ούτοι πάν αναγκαίον. Ο δέ Καρατζάς ετόλμα πολλάκις εισβάλλων νυκτός καί εντός τής πόλεως, φονεύων, αιχμαλωτίζων καί βλάπτων διά παντός τρόπου τούς πολεμίους.

Ότε προέβη πλησιεστέρα η πολιορκία τής Τριπόλεως μετά τήν μάχην τού Βαλτετσίου, ο Γερμανός προσεκαλέσατο τούς εν τή Γκιόζα καί Παγκράτι πρίν καί τότε εν τοίς Τρικόρυφοις στρατοπεδεύοντας Ζαήμην καί Χαραλάμπην, ως αναγκαιοτέρους εν ταίς Πάτραις, αλλά καί ούτοι περιωρίσθησαν, όπως προφυλάξωσι τήν επαρχίαν τών Καλαβρύτων από ενδεχομένης επιδρομής τών εν Πάτραις καί διά τούτο αναχωρήσαντες εκ τών Τρικορύφων εναντίον τής γνώμης τού Κολοκοτρώνου, ετοποθετήθησαν εν τοίς χωρίοις τών Δεμεστίχων. κοιμένοις επί τών ορίων Πατρών καί Καλαβρύτων. Τότε καί ο Κανακάρης καί ο Νικόλαος Λόντος εστρατοπέδευσαν εν τοίς Νεζεροίς (σημερινός Κάλανος) μετά τών στρατιωτών Πατρέων.

Αναγνωστικά πρίν τήν αριστεροκρατία τού 1974

Αναγνωστικό Γ΄Δημοτικού 1955

Σήμερα έχει μεγάλη εορτή τό Έθνος μας. Μιά τού Ευαγγελισμού, γιατί σάν σήμερα ο άγγελος ειδοποίησε τήν Παναγία, ότι θά γεννήση τό Χριστό μας. Καί άλλη, γιατί σάν σήμερα τό 1821 εσηκώθηκαν οι σκλαβωμένοι πρόγονοί μας καί εκτυπησαν τούς τυράννους. Δέκα χρόνια επολέμησαν σκληρά, έχυσαν τό αίμά των, εθυσιάσθηκαν, γιά νά μπορέσουν νά δώσουν στό έθνος μας τήν ελευθερία του καί νά φυλάξουν τήν πίστι του. Δέν πρέπει νά ξεχάσωμε ποτέ τή θυσία των καί δέν πρέπει νά παύσωμε ποτέ νά λατρευωμε καί μείς τήν ελευθερία καί γι' αυτήν νά θυσιαζώμεθα. Γιατί μόνον έτσι η Πατρίδα μας θά ζή καί θά υπερηφανευεται γιά τά παιδιά της. Τώρα λοιπόν άς εορτάσωμε τή μεγάλη αυτή ημέρα, όπως αξίζει καί άς φωνάξωμε μέ όλη μας τήν καρδιά:

- Ζήτω η Πατρίδα μας!



Αναγνωστικό Ε΄Δημοτικού 1955

Ο Διγενής ψυχομαχεί κ' η γή τόνε τρομάσσει.
Βροντά κι' αστράφτει ο ουρανός καί σειέτ' ο απάνω κόσμος,
κι' ο κάτω κόσμος άνοιξε καί τρίζουν τά θεμέλια,
κ' η πλάκα τόν ανατριχιά πώς θά τόνε σκεπάση,
πως θά σκεπάση τόν αϊτό τση γης τόν αντρειωμένο.
Ζηλεύγει ο Χάρος μέ χωσιά, μακρά τόνε βιγλίζει,
κ' ελάβωσέ του τήν καρδιά καί τή ψυχή του πήρε.



Αναγνωστικό Ε΄Δημοτικού 1957

Τή υπερμάχω στρατηγώ τά νικητήρια,
Ως λυτρωθείσα τών δεινών ευχαριστήρια.
Αναγράφω Σοι η πόλις Σου, Θεοτόκε.
Αλλ' ως έχουσα τό κράτος απροσμάχητον,
Εκ παντοίων μέ κινδύνων ελευθέρωσον ίνα κράζω Σοι
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.


Πολλές φορές η Κωνσταντινούπολις, η θαυμαστή πρωτεύουσα τής ένδοξης Ελληνικής αυτοκρατορίας, αντιμετώπισε μεγάλους καί φοβερούς κινδύνους καί πολλές φορές εχρειάσθηκε ν' αγωνισθή σκληρά καί νά χύση άφθονο τό αίμα τών παλληκαριών της, γιά νά τούς νικήση.



Αναγνωστικό ΣΤ΄Δημοτικού 1955

Όταν επήραν τό Ναύπλιο, επήγε ο Άγγλος πλοίαρχος Άμιλτον καί είδε τόν Κολοκοτρώνη. Τού είπε ότι έπρεπε νά ζητήσουν οι Έλληνες συμβιβασμό καί η Αγγλία νά μπή στήν μέση.

- Αυτό δέν γίνεται, είπε ξερά ο Κολοκοτρώνης. Ελευθερία ή θάνατος! Εμείς ποτέ συμβιβασμό δέν εκάμαμε μέ τόν Σουλτάνο. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε μέ τό σπαθί καί άλλοι, καθώς εμείς εζούσαμε ελεύθεροι άπό γενιά σέ γενιά. Ο βασιλέας μας εσκοτώθη, καμμιά συνθήκη δέν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο μέ τούς εχθρούς καί δυό κάστρα ήταν άπαρτα.

- Ποιά είναι η φρουρά του; Καί ποιά τά κάστρα;

- Η φρουρά τού βασιλιά μας είναι οι κλέφτες. Καί τά κάστρα μας η Μάνη, τό Σούλι καί τά βουνά.



Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β' Λυκείου 1967

Ο θρήνος τής Πόλης

Ω Πόλις, Πόλις πόλεων πασών κεφαλή! Ω Πόλις, Πόλις κέντρου τών τεσσάρων τού κόσμου μερών! Ω Πόλις, Πόλις Χριστιανών καύχημα καί βαρβάρων αφανισμοί. Ω Πόλις, Πόλις άλλη παράδεισος φυτευθεισα πρός δυσμάς, έχουσα ένδον φυτά πάντοτα βρίθουσα καρπούς πνευματικούς! Πού σου τό κάλλος, παράδυσε;

Πού σου η τών χαρίτων τού πνεύματος ευεργετική ρώσις ψυχής τε καί σώματος; Πού τά τών Αποστόλων τού Κυρίου μου σώματα, έχοντα εν μέσω τό πορφυρούν ιμάτιον, τήν λόγχην, τόν σπόγγον, τόν κάλαμον, άτινα ασπαζόμενοι εφανταζόμεθα τόν εν τώ Σταυρώ υψωθέντα οράν;



Γλώσσα Γ' Δημοτικού 2012 (περίοδος αριστεροκρατίας ή νέας τουρκοκρατίας)

Στη χώρα μου γίνεται πόλεμος Φύγαμε, γιατί κινδύνευε η ζωή μας. Είδα τό σπίτι μας νά καίγεται. Μένω σέ ένα προσφυγικό στρατόπεδο.
Αμπντουλάχ, Αφγανιστάν.

Μού αρέσει τό σχολείο καί τό αγαπημένο μου μάθημα είναι η Μελέτη Περιβάλλοντος. Θέλω νά σπουδάσω, όταν μεγαλώσω.
Σαλέμου Αιθιοπία.

Ο Μπέ προτιμάει τή Γεωγραφία. Μόλις χτυπήσει τό κουδούνι γιά τό διάλειμμα, ο Μπε καί ο Ντε τρέχουν στίς τουαλέτες.
Μασαόκα Σίκι, 132 γιαπωνέζικα χαϊκού.