Αρχαία ελληνική μυθολογία

Κύκλος του Ηρακλή

ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ

Το κυνήγι του καλυδώνιου κάπρου. Καμέο από χαλκηδόνιο λίθο, περίπου 1700-1799



 

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52 53 54 55 56 57 58 59 60 61 62 63

Ο Μελέαγρος ήταν γιος του Οινέα και της Αλθαίας. Ο πατέρας του ήταν ο βασιλιάς των Αιτωλών της Καλυδώνας, ενώ η μητέρα του ήταν αδελφή της Λήδας. Και από τους δυο γονείς του ανήκει στη γενιά του Ενδυμίωνα. [Εικ. 1] Η βασική περιπέτεια στην οποία πρωταγωνιστεί είναι το κυνήγι του Καλυδώνιου, κάπρου, για την οποία υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μία βρίσκεται στην Ιλιάδα και την αφηγείται στον Αχιλλέα ο Φοίνικας, ο παιδαγωγός του, θέλοντας να δείξει στον θυμωμένο ήρωα ποιες είναι οι συνέπειες από πεισματικές στάσεις όπως του Μελέαγρου και να τον πείσει να επιστρέψει στη μάχη. Η δεύτερη εκδοχή, και η πιο γνωστή, διαμορφώθηκε σταδιακά και εμπλουτίστηκε με δραματικά επεισόδια. [Εικ. 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8]

Η ομηρική εκδοχή: Τελετουργική ανωμαλία και πόλεμος

Την εποχή της συγκομιδής στον τόπο, είπε ο Φοίνικας, ο Οινέας πρόσφερε τους πρώτους και καλύτερους καρπούς σε όλους τους θεούς, όμως λησμόνησε την Άρτεμη [1]. Η θεά οργίστηκε και ξαμόλησε έναν τεράστιο και δυνατό κάπρο, που δεν άφηνε τους ανθρώπους να σπείρουν τη γη και σκότωνε τα κοπάδια και όσους συναπαντούσε. Εναντίον αυτού του κάπρου ο Οινέας κάλεσε τους πιο γενναίους και ικανούς κυνηγούς από τον τόπο του και από γειτονικές περιοχές, ο αριθμός των οποίων ποικίλει. Όταν αυτοί συγκεντρώθηκαν στην Καλυδώνα, ο Οινέας τους φιλοξένησε για εννιά μέρες — τη δέκατη βγήκαν στο κυνήγι με πλήθος σκυλιών μαζί τους. Το θηρίο πρόλαβε και σκότωσε πολλούς, προτού υποκύψει στα χτυπήματα του Μελέαγρου. Όμως ο θυμός της θεάς δεν καταπραΰνθηκε και προκάλεσε σύγκρουση ανάμεσα στους δύο λαούς, τους Αιτωλούς και τους Κουρήτες, που είχαν πάρει μέρος στο κυνήγι για το δέρμα του ζώου: Με τους ανδρείους Αιτωλούς εμάχοντο οι Κουρήτες / της Καλυδώνος έμπροσθεν κι εσφάζοντο με λύσσαν, / οι Αιτωλοί την πάντερπνην να σώσουν Καλυδώνα, / και να την πάρουν στην ορμήν της λόγχης οι Κουρήτες (Ιλ. Ι 529-532). Η νίκη έκλεινε προς το μέρος των Αιτωλών, όμως στη μάχη επάνω σκότωσε τους θείους του, τους αδελφούς της μητέρας του. Κι εκείνη τον καταράστηκε, χτύπησε με τα χέρια της τη γη και επικαλέστηκε τον Άδη και την Περσεφόνη και την Ερινύα που την εισάκουσε, μόνη αυτή, μέσα από το Έρεβος. Επηρεασμένος ο Μελέαγρος από την κατάρα της μάνας του και φοβούμενος μήπως πιαστεί στα δίχτυα αυτής της κατάρας και των Ερινύων αποτραβήχτηκε από τη μάχη. Γρήγορα η μάχη έγειρε προς το μέρος των Κουρήτων που καταδίωξαν τους Αιτωλούς μέχρι τα τείχη της πόλης τους. Οι Αιτωλοί, προκειμένου να πείσουν τον Μελέαγρο να βγει ξανά στη μάχη, προσέπεσαν ικέτες στο σπίτι του, πρώτα οι πιο σπουδαίοι ιερείς, ιερείς όσ’ ήσαν πρώτοι, προσφέροντάς του δώρα — να εκλέξει από τον πρόσχαρον αγρόν της Καλυδώνος / το μέρος το παχύτερο, πεντήκοντα στρεμμάτων, /εξαίσιον κτήμα, το μισό χωράφι αμπελωμένο, / τ’ άλλο μισό αφύτευτο και οργώσιμο χωράφι (Ιλ. Ι 577-580). Ούτε στις δικές τους παρακλήσεις κάμφθηκε ο Μελέαγρος, ούτε όταν προσέπεσε ικέτης στον γιο του ο γέροντας Οινέας, ύστερα τα αδέλφια του, η ίδια η Αλθαία, οι φίλοι του. Υποχώρησε μόνο όταν άρχισε να καίγεται η πόλη και οι Κουρήτες ήταν έτοιμοι να κάψουν και το δικό του σπίτι. Τότε ήταν που η γυναίκα του, η Κλεοπάτρα, πήγε κοντά του και κλαίγοντας [2] του περιέγραψε ποια θα ήταν η τύχη τους αν οι εχθροί νικούσαν — Σφάζουν τους άνδρες, η φωτιά την πόλιν ερημάζει, / και δούλους παίρνουν τα παιδιά και τες γυναίκες ξένοι (Ιλ. Ι 593-594). Οι μελανές περιγραφές της Κλεοπάτρας τον πείθουν να φορέσει ξανά την πανοπλία του και να ξαναβγεί στη μάχη —Στα τόσα που άκουσε κακά κλονίσθη στην καρδίαν / κι εζώσθη τα λαμπρ’ άρματα να πεταχθεί εις την μάχην. / Κι έτσι από ιδίαν θέλησιν τους έσωσεν εκείνος (Ιλ. Ι 595-597). Οι μάχες που έδωσε ήταν νικηφόρες, απώθησε τους Κουρήτες και έσωσε την Καλυδώνα, όμως ο ίδιος φαίνεται ότι πέθανε πολεμώντας. (Ιλ. Ο 529-599δεσμός)

Άλλη εκδοχή, που συνδέεται με την ομηρική παράδοση, θέλει τον Μελέαγρο άτρωτο και τον Απόλλωνα, που πολεμούσε στο πλευρό των Κουρήτων, να σκοτώνει με τα βέλη του αυτόν που η παρουσία και η μαχητικότητά του δεν επέτρεπε στους Κουρήτες να νικήσουν.

Η δραματική εκδοχή. Μετατόπιση του αφηγηματικού πυρήνα

Στην επική παράδοση ο θάνατος του Μελέαγρου προδιαγράφεται από μια αστοχία του πατέρα του και από την κατάρα της μάνας του· στη δραματική εκδοχή του μύθου του είναι οι γυναίκες που παίζουν σημαντικό ρόλο στον θάνατό του, ενώ ο πόλεμος Αιτωλών και Κουρήτων σχεδόν δεν παίζει κανέναν ρόλο και κύριο επεισόδιο γίνεται το ίδιο το κυνήγι του κάπρου με τις ερωτικές του συνδηλώσεις. Σε αυτή την εκδοχή, ο Μελέαγρος είναι γιος του Άρη. Όταν έγινε επτά ημερών παρουσιάστηκαν οι Μοίρες και είπαν πως θα πέθαινε τη στιγμή που ο δαυλός που έκαιε πάνω στην εστία θα καιγόταν εντελώς. Έντρομη η Αλθαία τράβηξε τον μισοκαμένο δαυλό από την πυρά και τον έκρυψε σε λάρνακα. (Άλλες παραδόσεις θέλουν τον δαυλό να είναι κλαδί ελιάς που η Αλθαία έφερε στον κόσμο μαζί με τον γιο της.) Ο Μελέαγρος μεγάλωσε και έγινε άνδρας άτρωτος και γενναίος, όμως πέθανε με τον προκαθορισμένο τρόπο κάτω από τις εξής συνθήκες: Θέλησε να απαλλάξει τον τόπο του πατέρα του από τον κάπρο που στου Οινέως κάθισε το κάρπιμο χωράφι / και αφάνιζ’ όλα ρίχνοντας μεγάλα δένδρα κάτω / όλα βγαλμένα σύρριζα με τ’ άνθη των καρπών τους (Ιλ. Ι 540-542). Για τον σκοπό αυτό κάλεσε πολλούς κυνηγούς να πάρουν μέρος στην εξολόθρευσή του, καθώς ολίγοι το θεόρατο θεριό δεν θα νικούσαν (Ιλ. Ι 545). Ο αριθμός των κυνηγών ποικίλει από δεκαπέντε μέχρι τριάντα πέντε. Ο Παυσανίας μαρτυρεί ότι στο ανατολικό αέτωμα του ναού της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα απεικονίζονταν δεκαπέντε ήρωες του κυνηγιού: Αταλάντη, Μελέαγρος, Θησέας, Τελαμώνας, Πηλέας, Πολυδεύκης, Ιόλαος, οι δύο αδελφοί της Αλθαίας Αγκαίος και Έποχος, Κάστορας, Αμφιάραος, Ιππόθοος, Πειρίθους. Πάντως, οι μεγαλύτερες ομάδες κυνηγών προέρχονται από Θεσσαλία και Πελοπόννησο, αρκετοί είναι γιοι των θέων της επίσημης λατρείας (του Δία, του Ποσειδώνα, του Άρη, του Ερμή), άλλοι, οι περισσότεροι, σχετίζονται με την Αργοναυτική εκστρατεία, κάποιοι και με τα «Άθλα επί Πελία», άλλοι είναι πατεράδες ηρώων του Τρωικού πολέμου (ο Πηλέας του Αχιλλέα, ο Τελαμώνας του Αίαντα και του Τεύκρου…). Ο Απολλόδωρος παραδίδει τα εξής ονόματα: ο Μελέαγρος, γιος του Οινέα, ο Δρύας, γιος του Άρη, και οι δυο από την Καλυδώνα, ο Ίδας και ο Λυγκέας, γιοι του Αφαρέα, από τη Μεσσήνη, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, γιοι του Δία και της Λήδας, από τη Σπάρτη, ο Θησέας, γιος του Αιγέα, από την Αθήνα, ο Άδμητος, γιος του Φέρητα, από τις Φερές, ο Αγκαίος και ο Κηφέας, γιοι του Λυκούργου, από την Αρκαδία, ο Ιάσονας, γιος του Αίσονα, από την Ιωλκό, ο Ιφικλής, γιος του Αμφιτρύωνα, από τη Θήβα, ο Πειρίθους, γιος του Ιξίονα, από τη Λάρισα, ο Πηλέας, γιος του Αιακού, από τη Φθία, ο Τελαμώνας, γιος του Αιακού, από τη Σαλαμίνα, ο Ευρυτίωνας, γιος του Άκτορα, από τη Φθία, η Αταλάντη, κόρη του Σχοινέα, από την Αρκαδία, ο Αμφιάραος, γιος του Οϊκλή, από το Άργος· μαζί τους ήταν και οι γιοι του Θέστιου. Όταν αυτοί συγκεντρώθηκαν στην Καλυδώνα, ο Οινέας τους φιλοξένησε για εννιά μέρες. Τη δέκατη βγήκαν στο κυνήγι με πλήθος σκυλιών μαζί τους, ωστόσο κάποιοι δυσανασχέτησαν με την παρουσία μιας γυναίκας ανάμεσά τους. [Εικ. 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35] Όμως ο Μελέαγρος, παντρεμένος ήδη με την Κλεοπάτρα, κόρη του Ίδα και της Μάρπησσας, ερωτευμένος με την Αταλάντη και επειδή ήθελε να αποκτήσει παιδιά και μαζί της, τους έπεισε να βγουν μαζί της στο κυνήγι. Το ζώο πρόλαβε και σκότωσε αρκετούς, προτού οι κυνηγοί καταφέρουν να το περικυκλώσουν, μάλιστα ακόμη και τότε, ακόμη και πληγωμένο, σκότωσε τον Υλαίο και τον Αγκαίο. Στο μεταξύ, δεν έλειψαν και τα ατυχήματα που συμβαίνουν συχνά στα κυνήγια: ο Πηλέας, άθελά του, χτύπησε θανάσιμα τον Ευρυτίωνα με το ακόντιό του [3]. Πρώτη η Αταλάντη τραυμάτισε με τα βέλη της το ζώο στη ράχη, δεύτερος ο Αμφιάραος στο μάτι, ενώ ο Μελέαγρος το αποτελείωσε χτυπώντας το στα πλευρά με το μαχαίρι του [4]. Έτσι, αξίωσε το δέρμα του ζώου, που το προσέφερε κατευθείαν στην Αταλάντη. Αλλά οι γιοι του Θέστιου, οι θείοι του και αδελφοί της μητέρας του, επειδή δεν ανέχονταν να πάρει το βραβείο της ανδρείας μια γυναίκα, ενώ ήταν παρόντες άνδρες, της άρπαξαν το τομάρι, λέγοντας ότι σύμφωνα με τη συγγενική τάξη τούς ανήκει, αφού ο Μελέαγρος δεν επιθυμούσε να το πάρει. Οργισμένος ο Μελέαγρος, σκότωσε τους θείους του και έδωσε το τομάρι στην Αταλάντη. [Εικ. 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45] Η Αλθαία, γεμάτη θλίψη για τον θάνατο των αδελφών της, άναψε πάλι τον δαυλό, και ο Μελέαγρος, ο γιος της, ξαφνικά πέθανε [5]. [Εικ. 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61] Μετά τον θάνατό του, και συνειδητοποιώντας την πράξη της, η Αλθαία κρεμάστηκε, μαζί και η γυναίκα του ήρωα Κλεοπάτρα, ενώ οι γυναίκες που θρηνούσαν τον νεκρό μεταμορφώθηκαν σε πουλιά. (Απολλόδ. 1.8) [Εικ. 62, 63]

Λεγόταν ότι πήρε μέρος και στα άθλα επί Πελία και στην Αργοναυτική εκστρατεία και ότι αυτός σκότωσε τον Αιήτη.

Συνάντηση Μελέαγρου και Ηρακλή στον Κάτω Κόσμο. Ο γάμος με τη Δηιάνειρα

Ο Ηρακλής, πριν αναχωρήσει για το ακρωτήριο Ταίναρο της Λακωνίας (κατά άλλους για την Ηράκλεια του Πόντου), όπου βρισκόταν το στόμιο που οδηγεί στον Άδη, πήγε στην Ελευσίνα, για να εξαγνιστεί από τον φόνο των Κενταύρων και μετά να μυηθεί στα μυστήρια που δίδασκαν τους τρόπους να φτάσει κανείς με ασφάλεια στον Κάτω Κόσμο μετά τον θάνατό του. Καθαρμένος και μυημένος άρχισε την κατάβαση στον Κάτω Κόσμο. Με εντολή του Δία του παραστέκονταν ο Ερμής και η Αθηνά. Εκεί συνάντησε διάφορους νεκρούς που στο πέρασμά του εξαφανίζονταν, εκτός από τη Γοργόνα Μέδουσα και τον Μελέαγρο. Τράβηξε το σπαθί του εναντίον της Μέδουσας και θέλησε να τοξεύσει τον Μελέαγρο. Για την πρώτη ο Ερμής τον προειδοποίησε ότι επρόκειτο απλώς για σκιά. Ο δεύτερος τον πλησίασε και με τη συγκινητική του ιστορία για τη ζωή και τον θάνατό του αφόπλισε τον Ηρακλή που δάκρυσε. Τότε ήταν που του υποσχέθηκε ότι θα παντρευόταν μια αδελφή του, αν υπήρχε καμία ζωντανή. Έτσι ο Ηρακλής δεσμεύτηκε να παντρευτεί τη Δηιάνειρα.


Σχετικά λήμματα

ΑΔΜΗΤΟΣ, ΑΛΘΑΙΑ, ΑΡΗΣδεσμός, ΑΡΤΕΜΗδεσμός, ΑΤΑΛΑΝΤΗδεσμός, ΔΗΙΑΝΕΙΡΑ, ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙδεσμός, ΕΡΜΗΣ, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΙΟΛΑΟΣ, ΙΦΙΚΛΗΣ, ΜΕΔΟΥΣΑ, ΟΙΝΕΑΣ, ΠΕΙΡΙΘΟΟΣ, ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣδεσμός, ΤΕΛΑΜΩΝΑΣ, ΦΕΡΗΣ

 




1. Η περιφρόνηση ή η παραμέληση ενός θεού από τους θνητούς σήμαινε την περικοπή της αφθονίας του κόσμου, που έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα του ανθρώπου. Γι’ αυτό κατά τις θεϊκές γιορτές προσφέρονταν θυσίες σε περισσότερους θεούς.

2. Γι’ αυτό και οι γονείς της την ονόμασαν και Αλκυόνη.

3. Το κυνήγι είναι μια δραστηριότητα που απαιτεί πολύπλοκες τεχνικές και τον συντονισμό μεγάλου αριθμού ατόμων, στη διάρκεια της οποία κυριαρχεί ο φόβος ότι το όπλο θα μπορούσε να στραφεί σε κάποιον άλλον συγκυνηγό, εσκεμμένα ή ακούσια.

4. Το κυνήγι του καλυδώνιου κάπρου είναι το ενδοξότερο γεγονός της Αιτωλίας (βλ. Γ.Σ. Κατωπόδης, Αρχαία Ακαρνανία. Αγρίνιο: Έκδοση Ιστορικής Αρχαιολογικής Εταιρείας Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, 1987, σ. 52-68), και φυσικά έγινε θέμα εικαστικής απόδοσης. Στο εσωτερικό λακωνικής κύλικας δύο κυνηγοί, ίσως η Αταλάντη και ο Μελέαγρος, εφορμούν με ακόντια κατά του κάπρου (550 π.Χ., Παρίσι, Λούβρο, Ε 670). Στον μελανόμορφο κρατήρα με ελικωτές λαβές του Εργότιμου – Κλειτία, γνωστός ως «François» (570 π.Χ., Φλωρεντία, Museo Archeologico 4209) έχουμε την εικαστική απόδοση της ομηρικής φράσης: «πλήθος ανδρών και σκύλων σύναξε ο Μελέαγρος απ’ τις τριγύρω χώρες, / γιατί οι λίγοι δεν θα νικούσαν το θεόρατο θεριό». Στο αγγείο ονομάζονται άνθρωποι και σκύλοι. Το ίδιο και σε μελανόμορφη κύλικα των αγγειοπλαστών Αρχικλή και Γλαυκύτη (540 π.Χ., Μόναχο, Staatliche Antikensammlungen 2243). Σε απουλικό αμφορέα (330 π.Χ., Μπάρι, Museo Nazionale 872) ο Μελέαγρος προσφέρει τη δορά στην Αταλάντη που κάθεται οπλισμένη σε βράχο. Η παρουσία της Αφροδίτης αριστερά και του Έρωτα ψηλά ανάμεσα στο ζευγάρι φανερώνει την ερωτική επιθυμία. Σε απουλικό κρατήρα (375-350 π.Χ., Νεάπολη, Museo Nazionale Archeologico Stg 11) ο Τυδέας μαζί με τη Δηιάνειρα προσπαθούν να αποθέσουν τον Μελέαγρο ξέπνοο στο κρεβάτι του για να πεθάνει. Αριστερά μια αναστατωμένη γυναικεία φιγούρα, ίσως η Αλθαία.

5. «Ούτε κακούργα είναι ούτε το μητρικό φίλτρο της λείπει· είναι δέσμια στις κοινωνικές επιταγές του καιρού της», σχολιάζει ο Κακριδής (Ι.Θ. Κακριδής, Ελληνική Μυθολογία, τ. 3. Αθήνα, 1986, σ. 155). Η στάση της Αλθαίας αντανακλά τις επιταγές του οίκου έναντι της πόλεως, σύμφωνα με τις οποίες για τη γυναίκα ο αδελφός είναι πιο στενός συγγενής από τον γιο, γιατί ρέει το ίδιο αίμα στις φλέβες τους. Ακόμη και στην πατριαρχική κοινωνία ο αδελφός της μητέρας είναι πιο σημαντικός από τον αδελφό του πατέρα (Για την αλληλεγγύη των μελών του οίκου βλ. Richard Seaford, Ανταπόδοση και Τελετουργία. Ο Όμηρος και η τραγωδία στην αναπτυσσόμενη πόλη-κράτος. Μετ. Β. Λιαπής. Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2003, σ. 40-44, 61-67). Πάντως, είναι ενδιαφέρον να δει κανείς στη δεύτερη παραλλαγή που παραθέτει ο Απολλόδωρος αμέσως παρακάτω, πώς αντανακλώνται αλλαγές στη σκάλα της συγγένειας και, κατ’ επέκταση, την κοινωνική δομή. Η σύζυγος του Μελέαγρου, Κλεοπάτρα, θα τον παρακαλέσει να βγει στη μάχη και εκείνος θα ακούσει την παράκλησή της. Εδώ, η μη εξ αίματος συγγένεια εμφανίζεται πιο ισχυρή από την εξ αίματος αντανακλώντας την προσπάθεια οι οίκοι να αποδυναμωθούν έναντι του νέου θεσμού της πόλεως μέσα από γάμο μελών διαφορετικών οίκων.