Αρχαία ελληνική μυθολογία

Μειξογενείς θνητές οντότητες – Τέρατα – Αυτόματα

ΤΥΦΩΝΑΣ ή ΤΥΦΩΕΑΣ ή ΤΥΦΩΣ ή ΤΥΦΑΩΝ (Γίγαντας τερατόμορφος)


Τυφώνας. Ετρουσκική μελανόμορφη υδρία



 

Ο μυθογράφος Απολλόδωρος για τον Τυφώνα

1 2 3 4 5 6 7

Όταν οι θεοί νίκησαν τους Γίγαντες, ακόμη περισσότερο εξαγριωμένη η Γη ζευγάρωσε με τον Τάρταρο και γέννησε τον Τυφώνα στην Κιλικία, ένα πλάσμα μειξογενές, κάτι ανάμεσα σε άνδρα και ζώο. Αυτός ξεπερνούσε σε μέγεθος και δύναμη όλα τα παιδιά που γέννησε η Γη· μέχρι τους μηρούς το σώμα του είχε μορφή ανθρώπου τεράστιου, τόσο που ξεπερνούσε όλα τα βουνά, ενώ το κεφάλι του άγγιζε πολλές φορές και τ’ άστρα· όταν τέντωνε τα χέρια του, το ένα έφτανε στη δύση και το άλλο στην ανατολή· από αυτά ξεπετάγονταν εκατό δρακοκεφαλές [1]. Το υπόλοιπο σώμα του από τους μηρούς και κάτω το περιέβαλλαν τεράστιες κουλουριασμένες έχιδνες, που, όταν γύριζαν προς τα πάνω, οι άκρες τους έφταναν μέχρι ψηλά το κεφάλι του και σφύριζαν δυνατά. Όλο του το σώμα ήταν καλυμμένο με φτερά, ενώ από το κεφάλι και τη γενειάδα ανέμιζαν άγριες τρίχες και φωτιά έβγαινε από τα μάτια του. Τέτοια ήταν η μορφή του Τυφώνα και τόσο γιγαντόσωμος ήταν που εξακόντιζε εναντίον του ίδιου του ουρανού πυρακτωμένους βράχους με συριγμούς και βουή· και από το στόμα του ξέρναγε φωτιά. Όταν οι θεοί τον είδαν να ορμά στον ουρανό, διέφυγαν τρέχοντας στην Αίγυπτοδεσμός και, κυνηγημένοι, πήραν μορφές ζώων [2]. Όσο ο Τυφώνας ήταν μακριά, ο Δίας τον κατακεραύνωνε, όταν όμως πλησίασε, τον χτυπούσε με ατσάλινο δρεπάνι, και καθώς αυτός το έσκαγε, τον καταδίωξε μαζί με τους άλλους μέχρι το Κάσιο όρος· αυτό βρίσκεται πάνω από τη Συρία [στα σύνορα της Αιγύπτου και της Πετραίας Αραβίας]. Εκεί, καθώς ο Δίας τον είδε πληγωμένο, ήρθαν στα χέρια. Αλλά ο Τυφώνας τυλίχτηκε γύρω του με τις σπείρες και τον έσφιξε γερά, του άρπαξε το δρεπάνι και του έκοψε τους τένοντες των χεριών και των ποδιών· ύστερα τον φορτώθηκε στους ώμους και, περνώντας τη θάλασσα, τον μετέφερε στην Κιλικία και εκεί τον έκλεισε στο Κωρύκιο άντρο. Το ίδιο και τους τένοντες, αφού τους τύλιξε με αρκουδοτόμαρο, τους έκρυψε εκεί και έβαλε τη δράκαινα Δελφύνη να τα φυλάει· μισό ζώο ήταν αυτή η κόρη. Όμως ο Ερμής και ο Αιγίπανας έκλεψαν τους τένοντες και κρυφά τους επανατοποθέτησαν στο σώμα του Δία. Ο Δίας, αφού βρήκε ξανά τη δύναμή του και πρόβαλε ξαφνικά στον ουρανό πάνω σε άρμα που το έσερναν φτερωτά άλογα, και κεραυνοβολώντας τον Τυφώνα τον έδιωξε προς το βουνό που ονομαζόταν Νύσα, όπου, κυνηγημένο, τον εξαπάτησαν οι Μοίρες· πείσθηκε δηλαδή ότι θα ανακτήσει ξανά τις δυνάμεις του και γεύθηκε τους μαγικούς καρπούς [3]. Γι’ αυτό, κυνηγημένος και πάλι, έφτασε στη Θράκη, και πολεμώντας στην περιοχή του Αίμου εκσφενδόνιζε ολόκληρα βουνά. Κατακεραυνωμένα όμως αυτά, έπεφταν πάλι επάνω του, και πάνω στο βουνό κύλησε πολύ αίμα· λένε ότι γι’ αυτό τον λόγο το βουνό ονομάστηκε Αίμος. Και καθώς ο Τυφώνας τράπηκε σε φυγή, την ώρα που διέσχιζε τη Σικελική θάλασσα, ο Δίας έριξε επάνω του το βουνό Αίτνα που βρίσκεται στη Σικελία· αυτό είναι πελώριο και μέχρι σήμερα ξερνάει από μέσα του φωτιά, όπως λένε από τους κεραυνούς που το χτύπησαν [4]. (Απολλόδωρος 1.6) [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7]

Ο επικός Ησίοδος για τον Τυφώνα

Μόλις έδιωξε ο Δίας τους Τιτάνες απ’ τον ουρανό,
η πελώρια Γαία γέννησε τον τελευταίο γυιό της τον Τυφωέα
σμίγοντας με τον Τάρταρο για χάρη της χρυσής Αφροδίτης.
Τα χέρια του ήταν φτειαγμένα για έργα που χρειαζόταν δύναμη
και τα πόδια του κρατερού θεού ήταν ακούραστα. Κι απ’ τους ώμους του
έβγαιναν εκατό φιδίσια κεφάλια, δράκου τρομερού,
και μαύρες γλώσσες που έγλειφαν. Κι απ’ τα μάτια
των φοβερών κεφαλιών, κάτω απ’ τα φρύδια έβγαινε φλογερή φωτιά,
(κι απ’ όλα τα κεφάλια καθώς κοίταζε καιγόταν φωτιά).
Κι έβγαιναν απ’ όλα τα τρομερά κεφάλια φωνές κάθε είδους,
αφήνοντας απερίγραπτο βουητό. Γιατί άλλοτε
μιλούσε έτσι που να καταλαβαίνουν οι θεοί, κι άλλοτε
με φωνή αγέρωχη σαν βρυχηθμό περήφανου ταύρου που τίποτα δεν σταματά την ορμή του.
Άλλοτε σαν σκληρόκαρδο λιοντάρι, άλλοτε σαν σκυλάκια, θαύμα να τ’ ακούς,
κι άλλοτε πάλι σφύριζε κι αντηχούσαν τα μακρυά βουνά.
Κι εκείνη τη μέρα θα συνέβαινε ένα γεγονός ανεπανόρθωτο,
θα γινόταν δηλαδή αυτός βασιλιάς σε θνητούς κι αθανάτους,
αν δεν τον αντιλαμβανόταν ο οξυδερκής πατέρας θεών και ανθρώπων.
Και βρόντησε σκληρά και δυνατά, κι αντήχησε τρομακτικά τριγύρω η Γη,
και ο πλατύς Ουρανός από ψηλά,
και ο Πόντος και τα ρέματα του Ωκεανού και τα Τάρταρα τη γης.
Και κάτω απ’ τ’ αθάνατα πόδια του άρχοντα που σηκωνόταν,
τραντάζόταν ο μέγας Όλυμπος και στέναζε η γη.
Κι απ’ τους δυό φοβερή ζέστη κυρίεψε τον σκοτεινό πόντο,
απ’ τη βροντή και την αστραπή, κι απ’ τη φωτιά που έβγαινε απ’ το πελώριο
τέρας (μανιασμένοι άνεμοι και φλογερός κεραυνός),
και κόχλαζε ολ’ η γη, ο ουρανός κι η θάλασσα.
Κι από παντού μαίνονταν πελώρια κύματα στις ακτές,
απ’ την ορμή των αθανάτων, κι ένας σεισμός ατέλειωτος σηκώθηκε.
Έτρεμε ο Άδης που είναι άρχοντας στους νεκρούς του κάτω κόσμου,
και οι Τιτάνες μέσα στον Τάρταρο, που βρίσκονται γύρω απ’ τον Κρόνο
(απ’ το ατέλειωτο βουητό και τον φοβερό αγώνα).
Ο Ζεύς, όταν κορυφώθηκε η ορμή του, και πήρε τα όπλα,
τη βροντή, την αστραπή και τον καπνογόνο κεραυνό,
τον χτύπησε πηδώντας απ’ τον Όλυμπο κι έκαψε ένα γύρω
όλα τα απερίγραπτα κεφάλια του φοβερού τέρατος.
Κι όταν τον δάμασε απ’ τα χτυπήματα, έπεσε κομματιασμένος
κι αναστέναξε η πελώρια γη.
Κι απ’ αυτόν τον κεραυνωμένο άρχοντα, ξεπήδησε φλόγα,
μέσα στα σκοτεινά και βραχώδη φαράγγια του βουνού
όπου είχε πληγωθεί. Και σε μεγάλη έκταση καιγόταν η πελώρια γη,
μέσα σε απερίγραπτους ατμούς, κι έλοιωνε σαν κασσίτερος
ζεσταμένος από ικανούς τεχνίτες σε καλοτρυπημένες χοάνες,
ή σαν σίδερο που είναι το πιο στέρεο,
και που μέσα στα φαράγγια του βουνού, δαμασμένο απ’ τη φλογερή φωτιά,
λοιώνει στο θεϊκό χώμα, απ’ την τέχνη του ΄Ηφαιστου.
Έτσι έλιωνε κι η γη απ’ τη λάμψη της φλογερής φωτιάς.
Και τον έριξε (ο Δίας) με ψυχή θυμωμένη μέσα στον απέραντο Τάρταρο.

(Ησ., Θεογ. 820-869 , μετ. Π. Λεκατσάς)

Ο Δίας μάχεται τον Τυφώνα. Κατωιταλικό έλασμα, περίπου 540-530 π.Χ.

Ο λυρικός Πίνδαρος για τον Τυφώνα

κι εκείνος που κείτεται στον Τάρταρο τον τρομερό,
των θεών ο εχθρός, ο εκατοντακέφαλος Τυφώνας·
αυτόν, που κάποτε τον έθρεψε της Κιλικίας η ξακουστή σπηλιά,
τώρα οι κυματόδαρτες ακτές πέρ᾽ απ᾽ την Κύμη
και η Σικελία τα δασύτριχα του πιέζουνε στέρνα,
κι ο ουράνιος στύλος τον κρατάει ακίνητον εκεί,
της Αίτνας το χιονόσκεπο βουνό,
που τρέφει ολοχρονίς το τσουχτερό το χιόνι.
Μέσ᾽ από τα έγκατά της ξεπηδούν
πηγές αγνότατες φωτιάς αζύγωτης·
τη μέρα ποτάμια χύνονται ροές καυτές καπνού,
και μες στη νύχτα καταπόρφυρη η φλόγα κυλάει
κι ώς του βαθιού πελάου την απλωσιά κατρακυλάει
με πάταγο τα βράχια.
Και τους τρομαχτικούς κρουνούς του Ηφαίστου
εκείνο το θεριό ψηλά τινάζει·
θέαμα αλλόκοτο να το αντικρίσεις,
φριχτό και μόνο απ᾽ όσους έτυχαν εκεί ν᾽ ακούσεις:
πώς είναι το θεριό δεμένο ανάμεσα στις βαθύσκιωτες
κορφές της Αίτνας και στον κάμπο,
και όλη του τη ράχη την κεντάει οργώνοντάς την
το στρώμα, όπου είναι πλαγιασμένη.
 
(Πίνδ., Πυθ. 14-28, μετ. Γ. Οικονομίδης)

Ο τραγικός Αισχύλος για τον Τυφώνα

Ο Προμηθέας, δεμένος από τον Δία στον Καύκασο, συνομιλεί με τον Ωκεανό και αναφέρεται σε αυτούς που κυνηγήθηκαν από τον Δία, ανάμεσά τους και ο Τυφώνας:

[...] είδα και πόνεσα της Γαίας το θρέμμα
που 'χε μονιά του τις σπηλιές της Κιλικίας,
το γαύρο μ' εκατό κεφάλια τον Τυφώνα,
τέρας φριχτό, να τον δαμάζει η βία· κι είχε
κεφάλι σ' όλους τους θεούς σηκώσει ενάντια,
σφυρίζοντας με τ' άγρια του σαγόνια τρόμο
κι από τα μάτια του άστραφτε γοργόνειες φλόγες,
που 'θελ' από το θρόνο του το Δία να ρίξει·
μα ήρθεν επάνω του άγρυπνο του Δία το βέλος
ο κατεβάτης κεραυνός, φωτιά και λάβρα,
που από τις μεγαλόστομες τις κομποφάνειες
τον τράνταξε κι ίσα στο ψυχικό βαρώντας
στάχτη θρύψαλα βρόντησε τη δύναμη του.
Και τώρα ανώφελο κορμί παραριγμένο
κοντά σ' ένα της θάλασσας στενό θαμμένος
κάτω απ' το βάρος κείτεται βαθιά της Αίτνας
και στις κορφές της κάθεται σφυροκοπώντας
ο Ήφαιστος μύδρους, που από κει φωτιάς μια μέρα
θα ξεχυθούνε ποταμοί, μ’ άγριες σαγόνες
της Σικελίας σπαράζοντας τους πλούσιους κάμπους·
τέτοιο ο Τυφώνας μάνισμα θενά ξεβράσει
με καυτά ρέματα άσμιχτης πύρινης μπόρας,
αν κι απ' του Δία τον κεραυνό καρβουνωμένος.

(Αισχ., Πρ. Δ. 355-374, μετ. Ι. Γρυπάρης)

Γάμος και όμορφα παιδιά

Κι εκεί κρατήθηκε στον τόπο των Αρίμων, κάτω απ’ τη γη
η ολέθρια Έχιδνα, η αθάνατη νύμφη που δεν γερνά ποτέ.
Λένε ότι ο φοβερός, ο ανόσιος και ο άνομος Τυφώνας
έσμιξε ερωτικά μ’ αυτήν την παιχνιδομάτα κόρη
κι αυτή, αφού έμεινε έγκυος, γέννησε σκληρόκαρδους γυιούς.
Γέννησε πρώτο τον Όρθρο, τον σκύλο του Γηρυόνη.
Δεύτερο γέννησε τον ακαταμάχητο, τον ακατανόμαστο,
τον σαρκοβόρο Κέρβερο, τον σκύλο του Άδη τον χαλκόφωνο,
με τα πενήντα κεφάλια, ανήλεο και κρατερό.
Τρίτη γέννησε την Λερναία Ύδρα που ο νους της ήταν πάντα στο κακό,
την οποία ανάθρεψε η λευκοχέρα Ήρα
με ασίγαστη οργή για τον ισχυρό Ηρακλή.
Αυτήν όμως τη θανάτωσε με το αλύπητο χάλκινο σπαθί του ο γυιός του Δία,
απ’ τη γενιά του Αμφιτρύωνα, ο Ηρακλής μαζί με τον πολεμοχαρή Ιόλαο
και τη συμπαράσταση της Αθηνάς που δίνει τα λάφυρα.
Κι ακόμη γέννησε τη φοβερή, την τεράστια Χίμαιρα,
τη γοργοπόδαρη και δυνατή, που αναπνέει ακατάσχετη φωτιά.
Είχε τρία κεφάλια, το ένα λιονταριού, με τη λαμπερή ματιά,
το άλλο γίδας και το άλλο φιδιού, δράκοντα τρομερού.
(Μπροστά το λιοντάρι, πίσω το φίδι και στη μέση η γίδα
απέπνεαν φλογερή φωτιά).
Αυτήν τη σκότωσε ο Πήγασος και ο ανδρείος Βελλερεφόντης.
(Ησ., Θεογ. 304-325, μετ. Π. Λεκατσάς)

Ο Τυφώνας πατέρας κακών ανέμων

Απ’ αυτόν, τον Τυφώνα, βγαίνει η υγρή ορμή των ανεμών
όταν φυσούν, εκτός απ’ τον Νοτιά, τον Βοριά και τον Ζέφυρο
που φέρνει ξαστεριά, γιατί αυτοί έχουν γεννηθεί απ’ τους θεούς,
καλό μεγάλο για τους θνητούς.
Οι άλλοι άστατα φυσούν μεσ’ τη θάλασσα.
Είναι αυτοί που ρίχνονται μέσα στον ομιχλώδη πόντο,
κακό μεγάλο για τους θνητούς, και μαίνονται σ’ άγρια θύελλα.
Και φυσούν εδώ κι εκεί σκορπίζοντας τα καράβια
και πνίγοντας τους ναυτικούς. Και σ’ αυτό το κακό δεν βοηθά
η παλληκαριά των ανδρών, αν τους συναντήσουν [τους ανέμους] στην ανοιχτή θάλασσα.
Άλλοι άνεμοι πάλι πάνω στην ανθόσπαρτη και άπειρη γη,
καταστρέφουν τα ωραία έργα των ανθρώπων που γεννήθηκαν
χαμηλά, γεμίζοντας τα με σκόνη κι οδυνηρή βουή.

(Ησ., Θεογ. 870-880, μετ. Π. Λεκατσάς)

Παραλλαγές

1. Ο Τυφώνας ήταν γιος της Ήρας. Τον γέννησε μόνη της, χωρίς μεσολάβηση κανενός αρσενικού, όπως είχε κάνει και με τον Ήφαιστο, το πιο αδύναμο από τα παιδιά της, και όπως ο Δίας είχε γεννήσει την Αθηνά έξω από τη συζυγική τους σχέση. Με αυτόν τον τρόπο η θεά δεν ατιμάστηκε και γέννησε ένα παιδί που ήταν τόσο πιο δυνατό από τον Δία όσο ο Δίας από τον Κρόνο. Παρέδωσε τον γιο της στον δράκοντα των Δελφών, στον/στην Πύθωνα ή τον/την Δελφύνη (τον/την Δελφίνη), για να τον μεγαλώσει. (Ομ. Ύμν. Εις Απόλλωνα 300-374δεσμός)

2. Δυσαρεστημένη η Γαία από την ήττα των Γιγάντων, διέβαλλε την Ήρα στον Δία. Εκείνη, για να εκδικηθεί, ζήτησε από τον Κρόνο να τη βοηθήσει. Κι εκείνος τις παρέδωσε δύο αυγά ποτισμένα με το σπέρμα του, για να τα θάψει. Τότε θα γεννιόταν ένας δαίμονας, ο Τυφώνας, που θα εκθρόνιζε τον Δία.

3. Ο Τυφώνας ήταν γιος του Τάρταρου και της Τάρταρας.

4. Ο νεαρός βασιλόπαις της Φοινίκης Κάδμος, και όχι ο Ερμής και ο Αιγίπανας, απέσπασε με δόλο από τον Τυφώνα τα νεύρα του Δία. Αυτό έγινε ως εξής:

Τον καιρό που ο Δίας απολάμβανε τον έρωτα της Πλουτώς –καρπός αυτού του έρωτα ήταν ο Τάνταλος–, έκρυψε τους κεραυνούς του σ’ ένα σπήλαιο στη χώρα των Αρίμων στην Κιλικία. Ο Τυφώνας τους βρήκε και, ενισχυμένος με αυτούς, επιτέθηκε στον Όλυμπο. Αιφνιδιασμένοι οι θεοί, μεταμορφώθηκαν σε πουλιά και το ’σκασαν για την Αίγυπτο. Μόνον ο Δίας εξακολουθούσε να χαίρεται τον έρωτά του, στη συνέχεια μεταμορφώθηκε σε ταύρο, πέρασε στη Φοινίκη, άρπαξε την Ευρώπη, χάρηκε τον έρωτα μαζί της στην Κρήτη, εκεί την άφησε σε μέρος ασφαλές και μετά ασχολήθηκε με τους κεραυνούς του και με τον Τυφώνα που τους είχε αρπάξει. Ψάχνοντας για εκείνον, έφτασε στην Κιλικία, όπου έφτασε και ο Κάδμος ψάχνοντας τη χαμένη αδελφή του Ευρώπη. Ανάμεσα σε δυο εχθρούς ο Δίας χρησιμοποίησε δόλο, ώστε να εξουδετερώσει τον έναν με τον άλλον. Με τη βοήθεια του Ερμή και του Πάνα, έπεισε τον Κάδμο να ντυθεί βοσκός, μάλιστα του έδωσαν κοπάδια και τη σύριγγα του Πάνα, ώστε να είναι πιστευτός στον ρόλο του. Εκείνος έπαιξε ένα βουκολικό άσμα και ο Τυφώνας αποκοιμήθηκε. Τότε ο Δίας μπήκε στο σπηλιά και άρπαξε τους κεραυνούς του. Οργισμένος ο Τυφώνας που βρήκε άδεια τη σπηλιά του, επιτέθηκε ξανά στον Όλυμπο. Για μια ακόμη φορά οι θεοί τρόμαξαν και για να σωθούν βούτηξαν στα νερά του Νείλου. Η τελική αναμέτρηση ανάμεσα στον Δία και τον Τυφώνα έγινε στην Ταυρίδα, στην οροσειρά του Ταύρου, ή κάπου στην Ανατολή. Εκεί ο Τυφώνας νικήθηκε και χάθηκε.

5. Στα παιδιά του Τυφώνα συγκαταλέγεται και μια κόρη Έχιδνα, ο δράκος που φύλαγε τα μήλα των Εσπερίδων, ο καυκάσιος αετός που έτρωγε το συκώτι του Προμηθέα, ο κάπρος του Κρομμυώνα στην Κορινθία, ο Γόργωνας, η Σφίγγα, η Σκύλλα, οι Άρπυιες.


Σχετικά λήμματα

ΑΙΓΙΠΑΝ, ΑΡΠΥΙΕΣ, ΓΗΡΥΟΝΗΣ, ΓΙΓΑΝΤΕΣ, ΔΕΛΦΥΝΗ, ΕΡΜΗΣ, ΕΥΡΩΠΗδεσμός, ΕΧΙΔΝΑ, ΚΑΔΜΟΣδεσμός, ΚΕΡΒΕΡΟΣ, ΛΕΡΝΑΙΑ ΥΔΡΑ ΟΡΘΡΟΣ, ΠΗΓΑΣΟΣδεσμός, ΠΥΘΩΝΑΣ, ΣΚΥΛΛΑ, ΣΦΙΓΓΑ, ΧΙΜΑΙΡΑ




1. Οι δράκοντες, δηλαδή, ξεπετιόντουσαν στη θέση των δαχτύλων.

2. Ο Απόλλωνας έγινε γεράκι ή κοράκι, ο Ερμής Ίβις, ο Άρης πολύ λεπιδωτό ψάρι, η Άρτεμη γάτα, ο Διόνυσος τράγος, ο Ηρακλής ελάφι, ο Ήφαιστος βόδι. Η Αφροδίτη έπεσε στον Ευφράτη και έγινε ψάρι που αργότερα καταστερίστηκε από τους θεούς και έγινε ο αστερισμός του Ιχθύος. Ο Πάνας μεταμορφώθηκε σε αιγόκερο, και επειδή δική του ήταν η ιδέα της μεταμόρφωσης, χάρη στην οποία οι θεοί σώθηκαν, εκείνοι προς τιμή του έβαλαν στον ουρανό τον αστερισμό του Αιγόκερου.

3. Στο κείμενο βρίσκουμε τη φράση εφήμεροι καρποί. Εφήμερος είναι ο πρόσκαιρος, ο βραχύβιος, αυτός που διαρκεί μία μόνο μέρα. Εφήμερον φάρμακον είναι το «φάρμακο» που επιφέρει τον θάνατο αυθημερόν. Για τους καρπούς της Νύσας γνωρίζουμε ότι ήταν μαγικοί. Ο μαγικός μπορεί να έχει θετικές ή αρνητικές επιδράσεις• στον Τυφώνα είχε αρνητικές. Γι’ αυτό προτιμήσαμε τη μετάφραση αυτή, αν και θεωρούμε ότι για τη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να αποδοθεί και «θανατηφόροι καρποί».

4. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου, τις φλόγες τις ξερνά το τέρας (Ησ., Θεογ., 820-868).