kiosterakis.gr +

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ-ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΜΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΜΑΤΙΑ...

Ιστορίες

Οι δώδεκα μήνες...

Οι δώδεκα μήνες
Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, και της ζύμωνε το ψωμί της και της έδινε για τον κόπο της μηδέ κάν ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε? μόν' έφευγε η καημένη με τα ζυμάρια στα χέρια κι ερχότανε στο σπίτι της κι εκεί τα έπλυνε με παστρικό νερό και κείνο το νερό το έβραζε και γινόταν κομμάτι σαν χυλός και τρώγανε τα παιδιά της. Και μ' αυτόν το χυλό ήταν όλη την εβδομάδα χορτάτα, όσο να ξαναζυμώσει πάλι η μάνα τους στην αρχόντισσα και νά 'ρθει πάλι η μάνα τους με τ' άνιφτα τα χέρια και να τους κάνει πάλι χυλό.

Και τα παιδιά της αρχόντισσας με τόσα και τόσα φαγιά, πολλά και παχιά, και με το αφράτο το ψωμί δε θρεβότανε, μόν' ήτανε σαν τσίροι. Τα παιδιά όμως της φτωχιάς θρεβότανε και παχαίνανε και ήτανε σαν μπαρμπουνάκια. Και σάστιζε η αρχόντισσα και το 'κανε κουβέντα στις φιλενάδες της κι οι φιλενάδες της τής είπαν:

- Θρέβονται και παχαίνουν τα παιδιά της φτωχιάς, γιατί παίρνει την τύχη των παιδιών σου στα χέρια της και την πηγαίνει στα δικά της τα παιδιά. Γι' αυτό κείνα παχαίνουν και τα δικά σου ξεπέφτουν και χαλούν.

Περισσότερα...

Η χρυσή χήνα, των αδελφών Γκριμ

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας άντρας που είχε τρεις γιους. Τον μικρότερο τον έλεγαν Χαζούλη και όλοι τον περιφρονούσαν και τον κορόιδευαν. Κάποια μέρα ο μεγαλύτερος γιος ήθελε να πάει στο δάσος για να κόψει ξύλα. Πριν ξεκινήσει η μητέρα του, του έδωσε μια ωραία αυγόπιτα και ένα μπουκάλι με κρασί για να μην πεινάσει και να μην διψάσει. Όταν έφτασε στο δάσος, συνάντησε ένα γέρικο γκρίζο ανθρωπάκι. Το ανθρωπάκι αφού του ευχήθηκε καλημέρα του είπε: «δώσε μου ένα κομμάτι από την αυγόπιτα σου και άσε με να πιω μία γουλιά από το κρασί σου καθώς είμαι πολύ πεινασμένος και διψασμένος!»

Η χρυσή χήνα
Ο έξυπνος γιος όμως απάντησε: «Αν σου δώσω την πίτα μου και το κρασί μου, τότε δεν θα μείνει τίποτα για μένα. Πάρε λοιπόν τον δρόμο σου και μη με καθυστερείς» έτσι άφησε το ανθρωπάκι και προχώρησε. Όταν βρήκε ένα δέντρο κατάλληλο και άρχισε να το κόβει δεν πρόλαβε να συνεχίσει για πολύ. Μετά από λίγα μόνο χτυπήματα στο δέντρο, το τσεκούρι του ξέφυγε και χτύπησε το ίδιο του το χέρι. Έτσι αναγκάστηκε να επιστρέψει σπίτι για να του δέσουν την πληγή. Στην πραγματικότητα όμως τον τραυματισμό του τον προκάλεσε το γκρίζο ανθρωπάκι.

Περισσότερα...

Το νερό της ζωής, των αδελφών Γκριμ

Το νερό της ζωής
Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς που ήταν βαριά άρρωστος και κανείς δεν πίστευε ότι θα κατόρθωνε να ξαναγίνει καλά. Ο βασιλιάς είχε τρεις γιους που ήταν θλιμμένοι για τον πατέρα τους και κατέβαιναν κάθε μέρα στην αυλή του παλατιού και έκλαιγαν. Τότε τους συνάντησε ένας γέρος και τους ρώτησε τι ήταν αυτό που τους απασχολούσε. Οι πρίγκιπες του είπαν για τον πατέρα τους, ότι ήταν τόσο άρρωστος δηλαδή που θα πέθαινε και κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. «Ξέρω έναν τρόπο» λέει τότε ο γέρος «είναι το νερό της ζωής. Όποιος πιει από αυτό ξαναγίνεται υγιείς, αλλά είναι πολύ δύσκολο να το βρεις!». Ο μεγαλύτερος από τους γιους λέει τότε: «Εγώ θα καταφέρω να το βρω» και πήγε στον άρρωστο βασιλιά. Του ζήτησε την άδεια να φύγει και να ψάξει για το νερό της ζωής, γιατί αυτό ήταν το μόνο που θα μπορούσε να τον γιατρέψει. «Όχι» απάντησε ο βασιλιάς «ο κίνδυνος είναι μεγάλος και προτιμώ να πεθάνω.» Ο γιος όμως παρακαλούσε τόσο επίμονα που τελικά ο βασιλιάς έδωσε την συγκατάβασή του. Ο πρίγκιπας ωστόσο σκεφτόταν: «Αν καταφέρω και φέρω το νερό, τότε θα είμαι ο αγαπημένος του πατέρα μου και έτσι θα κληρονομήσω το βασίλειο!»

Αμέσως ξεκίνησε και αφού είχε ιππεύσει για αρκετό διάστημα, βρήκε έναν νάνο στο δρόμο του ο οποίος του φώναξε: «Για που το έβαλες τόσο βιαστικός?» «Χαζέ κοντοστούπη» απάντησε περήφανα ο πρίγκιπας «δεν θα σου δώσω αναφορά» και συνέχισε με το άλογο του. Ο μικρός άνθρωπος θύμωσε και μουρμούρισε κάποια μάγια. Μετά από λίγο ο πρίγκιπας έφτασε σε μια χαράδρα που βρισκόταν ανάμεσα σε δύο βουνά και όσο περισσότερο προχωρούσε τόσο στενότερη γινόταν. Τελικά το πέρασμα στένεψε τόσο πολύ που δεν μπορούσε να προχωρήσει ούτε βήμα, ούτε μπορούσε να γυρίσει το άλογο ή να κατεβεί από την σέλα, έτσι έμεινε εκεί εγκλωβισμένος.

Περισσότερα...

Τα καινούρια ρούχα του Αυτοκράτορα, του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε ένας αυτοκράτορας που είχε στραμμένη όλη του την προσοχή στο ντύσιμό του. Τόσο πολύ του άρεσε να ντύνεται με ωραία ρούχα, που έδινε όλα τα του τα χρήματα για να αγοράζει καινούρια και να είναι ντυμένος στην εντέλεια. Δεν νοιαζόταν για τους στρατιώτες του, δεν νοιαζόταν για το θέατρο, και δεν του άρεσε να πηγαίνει βόλτα στο δάσος, παρά μόνο να επιδεικνύει τα καινούρια του ρούχα. Είχε μια καινούρια ενδυμασία για κάθε ώρα της ημέρας, και όπως λένε για άλλους βασιλιάδες ότι βρίσκονται στην αίθουσα των συσκέψεων εδώ έλεγαν: «Ο αυτοκράτορας βρίσκεται στο βεστιάριο!»

Ο Αυτοκράτορας
Στην μεγάλη πόλη στην οποία έμενε, υπήρχε πάντοτε πολύ κίνηση. Κάθε μέρα ερχότανε πολλοί ξένοι και κάποια μέρα ήρθαν, ανάμεσα σε άλλους, και δύο απατεώνες οι οποίοι συστήθηκαν ως πλέκτες. Έλεγαν ότι γνώριζαν πως να χρησιμοποιούν το ομορφότερο υλικό, το οποίο ούτε καν μπορούσε κανείς να φανταστεί. Τα σχέδια και τα χρώματα αυτού του υλικού δεν ήταν μόνο ασυνήθιστα όμορφα, αλλά τα ρούχα τα οποία υφαινόταν από αυτό το υλικό είχαν επίσης μια θαυμαστή ιδιότητα: ήταν αόρατα για οποιονδήποτε δεν ήταν ικανός για το αξίωμα που κατείχε ή ήταν τελείως χαζός.

Περισσότερα...

Online Επισκέπτες

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 16 επισκέπτες και κανένα μέλος