kiosterakis.gr +

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ-ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΜΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΜΑΤΙΑ...

Ιστορίες

Ο βάτραχος που τραγουδούσε απαίσια...

Ο βάτραχοςΚάθε μέρα μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, ένας γέρος γεωργός και οι τρεις γιοί του πήγαιναν στα χωράφια τους να δούνε αν ωριμάζει το καλαμπόκι που είχανε σπείρει.

- Όπου να 'ναι θα το θερίσουμε, είπε μια μέρα ο γέρο χωρικός.

Ένα πρωί όμως, καθώς παρατηρούσαν τα φυτά, είδαν ότι σε μια γωνιά ενός χωραφιού, κάτι ή κάποιος είχε τσακίσει τους βλαστούς και είχε φάει όλους τους ώριμους σπόρους.

- Ποιος ήρθε εδώ χθες τη νύχτα; φώναξε θυμωμένος ο γεωργός.

Οι τρεις γιοί του έψαξαν ολόγυρα, αλλά δε βρήκαν ούτε πατημασιές, ούτε κάποιο άλλο χνάρι του κλέφτη.

- Απόψε τη νύχτα θα φυλάξεις το χωράφι και θα πιάσεις τον κλέφτη, είπε ο γεωργός στο μεγαλύτερο γιό του.

Το βράδυ, ο μεγαλύτερος γιος πήρε το όπλο του κι ένα κέικ από καλαμπόκι και ξεκίνησε για το χωράφι. Καθώς προχωρούσε, βρέθηκε μπροστά σε ένα πηγάδι. Πλάι του καθόταν ένας βάτραχος και τραγουδούσε.

- Σώπα! Η φωνή σου είναι απαίσια και το τραγούδι σου είναι κι αυτό απαίσιο! Σώπα, γιατί θα διώξεις τον κλέφτη που κυνηγώ, διέταξε ο μεγαλύτερος γιος το βάτραχο.

- Σε παρακαλώ, δώσε μου ένα κομμάτι από το κέικ σου, παρακάλεσε ο βάτραχος.

- Όχι δε σου δίνω, φώναξε ο γιος.

Ο βάτραχος άνοιξε το στόμα του και τραγούδησε ακόμα πιο δυνατά, ένα ακόμα πιο μεγάλο τραγούδι.

Περισσότερα...

Το παραμύθι που δεν είχε τέλος...

Ο ΒασιλιάςΖούσε κάποτε πέρα στην Ανατολή ένας τεμπέλης βασιλιάς. Δεν έκανε καμιά δουλειά. Ολημερίς ξαπλωμένος σε ντιβάνι με πολλά μαλακά μαξιλάρια, έβαζε να του λένε παραμύθια κι αυτός άκουγε μαχμουρλίδικα.

Αμολούσε σ' όλο του το βασίλειο πλήθος αυλικούς να μαζεύουνε και να στέλνουνε στο παλάτι όσους ξέρανε παραμύθια, άντρες ή γυναίκες, γέρους ή νέους, ντόπιους ή ξένους. Γιατί δε χόρταινε ν' ακούει. Όταν τέλειωνε το παραμύθι, έπεφτε σε βαθιά πλήξη και δυστυχία. Γι' αυτό ήθελε πάντα το ένα παραμύθι ν' ακολουθάει το άλλο. Ακόμα κι όταν έτρωγε κι έπινε ή έπαιρνε το μπάνιο του στη χαβούζα(1) του παλατιού, ήθελε ν' ακούει παραμύθια. Μονάχα αργά πολύ, μετά τα μεσάνυχτα, όταν τον έπαιρνε ο ύπνος, τότε σιωπούσανε κι οι παραμυθάδες και, πατώντας στα νύχια τους απάνω στα παχιά κιλίμια, φεύγανε σιγά σιγά να πάνε να ξεκουραστούνε κι αυτοί, οι βασανισμένοι!

Όσο πιο μεγάλο και μπερδεμένο ήταν το παραμύθι, τόσο περισσότερο του άρεσε. Ήταν παραμύθια που βαστούσανε μέρες και βδομάδες ολάκερες. Μα όσο μεγάλα και να ήτανε, ερχότανε επιτέλους η ώρα τους να τελειώσουν. Ε, τότε ο βασιλιάς γινότανε τρομερά δυστυχής. Αρρωστούσε, που έλεγες πως θα πεθάνει.

Είδε κι απόειδε αυτός, η δωδεκάδα του (το συμβούλιό του) κι ο γιατρός του, αποφασίσανε όλοι μαζί να στείλουνε τελάληδες(2) σ' όλες τις επαρχίες και σε όλα τα χωριά του βασιλείου, να διαλαλήσουνε:

- Όποιος ξέρει ένα παραμύθι που να μην τελειώνει ποτέ, ας παρουσιαστεί να το πει του πολυχρονεμένου βασιλιά, κι αυτός θα του δώσει ένα σακί φλουριά και την κόρη του για γυναίκα.

Όσοι ακούγανε αυτά τα λόγια, αστράφτανε τα μάτια τους από τον πόθο να γίνουνε πολύ πλούσιοι και να παντρευτούν τη βασιλοπούλα. Κι όλοι νομίζανε πως θα τα καταφέρνανε να διηγηθούνε παραμύθι χωρίς τέλος. Το κάτω της γραφής, αν αποτυχαίνανε, δε θα είχανε να χάσουνε τίποτα.

Περισσότερα...

Η επιταγή

Μια μικρή ιστορία αυτοπεποίθησης...

Η επιταγήΈνας επιχειρηματίας ήταν βαθιά χρεωμένος και δεν έβλεπε με ποιο τρόπο θα μπορούσε να βρει μια διέξοδο στα οικονομικά του προβλήματα. Οι πιστωτές του τον πίεζαν. Οι προμηθευτές του απαιτούσαν τα χρήματά τους.

Καθόταν μόνος και απελπισμένος σε ένα παγκάκι, όταν τον πλησίασε ένας ηλικιωμένος άνδρας.

- Βλέπω ότι σε απασχολεί κάτι, του είπε ο ηλικιωμένος.

Αφού άκουσε την ιστορία και τα προβλήματά του, τού είπε:

- Πιστεύω ότι μπορώ να σε βοηθήσω.

Τον ρώτησε πώς τον λένε και του έγραψε μια επιταγή που την έβαλε στο χέρι του λέγοντας:

- Πάρε αυτά τα χρήματα. Θέλω να με συναντήσεις ακριβώς σε ένα χρόνο από σήμερα και να μου τα επιστρέψεις.

Αμέσως μετά, σηκώθηκε και έφυγε με γρήγορα βήματα.

Ο επιχειρηματίας είδε έκπληκτος το ποσό των $500.000 να είναι γραμμένο στην επιταγή και από κάτω να φαίνεται ξεκάθαρο το ονοματεπώνυμο John D. Rockefeller, που ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να εξαφανίσει όλες του τις οικονομικές έγνοιες με αυτή την επιταγή. Παρόλα αυτά, αποφάσισε κάτι άλλο. Να κρατήσει την επιταγή στο χρηματοκιβώτιό του και να μη την εξαργυρώσει.

Περισσότερα...

Η Άδεια Βάρκα

Ένας σοφός γέρος ο Λιν Τσι, συνήθιζε να λέει την παρακάτω ιστορία από την περίοδο που ήταν νέος...

Όταν ήμουν νέος, ήμουν ενθουσιασμένος με την κωπηλασία. Είχα μια μικρή βάρκα, και πήγαινα στη λίμνη μόνος μου. Έμενα εκεί για ώρες ολόκληρες. Κάποτε, μια όμορφη νύχτα, έτυχε να διαλογίζομαι στη βάρκα μου με κλειστά μάτια. Τότε μια άλλη βάρκα ακολουθώντας το ρεύμα πλησίασε και χτύπησε τη βάρκα μου. Τα μάτια μου ήταν κλειστά, αλλά κατάλαβα ότι κάποιος με τη βάρκα του χτύπησε τη δική.

Η Άδεια Βάρκα
Θυμός γεννήθηκε μέσα μου. Άνοιξα τα μάτια μου και ήμουν έτοιμος να πω θυμωμένος κάτι σ' αυτόν τον άνθρωπο, αλλά τότε συνειδητοποίησα ότι η βάρκα ήταν άδεια! Και δεν υπήρχε τρόπος να εκτονωθεί ο θυμός μου. Προς ποιόν θα τον εξέφραζα; Η βάρκα ήταν άδεια, απλώς έπλεε ακολουθώντας το ρεύμα από μόνη της και ήρθε και χτύπησε τη βάρκα μου. Έτσι δεν υπήρχε τίποτε να κάνω. Δεν υπήρχε δυνατότητα να εκτονώσω τον θυμό μου σε μια άδεια βάρκα.

Περισσότερα...

Online Επισκέπτες

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 63 επισκέπτες και κανένα μέλος