kiosterakis.gr +

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ-ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΜΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΜΑΤΙΑ...

Ιστορίες

Το νόμισμα της καλοσύνης

Δεν ξέρω αν είναι γεγονός ή απλά μια όμορφη ιστορία, όμως μου άρεσε πάρα πολύ όταν την άκουσα γι αυτό και την αναφέρω...

Ο ζητιάνοςΚάποτε, ο γνωστός συγγραφέας Ντοστογιέφσκυ βγήκε στον απογευματινό του περίπατο. Ενώ η ημέρα έφθανε στο σούρουπο ένας ζητιάνος άπλωσε το χέρι και ζητούσε βοήθεια.

Ο Ντοστογιέφσκυ ψάχνει τις τσέπες του να βρει κανένα κέρμα, αλλά δεν βρίσκει τίποτα. Ψάχνει το ρολόι του να το προσφέρει, αλλά και εκείνο το είχε ξεχασμένο στο σπίτι του. Ο μεγάλος αυτός συγγραφέας κοκκίνισε λίγο στο πρόσωπο και πάνω στην αμηχανία του έσκυψε, φίλησε το χέρι του τυφλού και ψιθύρισε:

- Συγχώρα με, καλέ μου άνθρωπε, γιατί αυτή τη στιγμή δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω.

Και ο γέρο ζητιάνος απαντά:

- Ευχαριστώ πολύ. Το πήρα. Αυτό που μου έδωσες δεν μπορούσα να το βρώ αλλού. Το νόμισμα της καλοσύνης σπάνια το βρίσκω.

Περισσότερα...

Ο Χαμένος φίλος

ΚαράοΖούσαν κάποτε δυο άνθρωποι που μολονότι δεν έμοιαζαν καθόλου, ωστόσο ήταν οι καλύτεροι φίλοι. Ο Καράο ήταν ψηλός και αδύνατος, με ευέξαπτο χαρακτήρα. Οι γροθιές του ήταν πάντα έτοιμες για καυγά και δεν φοβόταν κανέναν και τίποτα.

Ο φίλος του ο Πέδρο ήταν κοντός και χοντρός, με στρογγυλά γυαλιά και ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Του άρεσαν το καλό φαγητό και τα καλά βιβλία. Το μόνο που ήθελε, ήταν μια ήσυχη ζωή.

Οι δυο φίλοι ζούσαν σε ράντσα που τα χώριζαν μόλις μερικά μίλια. Συχνά έτρωγαν μαζί, στο σπίτι του Πέδρο επειδή ήταν πολύ καλός μάγειρας.

Ένα βράδυ, οι δυο φίλοι μοιράστηκαν ένα υπέροχο δείπνο που περιλάμβανε τηγανητά φασόλια με γλυκάδια χοιρινού, μπανάνες, αβοκάντο και καλαμποκόπιτα. Μετά το φαγητό, ο Πέδρο στάθηκε στην πίσω αυλή. Κοίταξε τον ουρανό και συνοφρυώθηκε. Πλήθος απειλητικά σκούρα σύννεφα μαζεύονταν στον ορίζοντα, προμηνώντας θύελλα.

- Φαίνεται πως θα έχουμε δυνατή θύελλα, είπε ο Πέδρο. Δε μένεις εδώ το βράδυ, Καράο; πρότεινε στο φίλο του.

- Δεν φοβάμαι τις θύελλες, γέλασε ο Καράο, τελειώνοντας το κρασί του. Καλύτερα όμως να ξεκινήσω πριν αρχίσει η βροχή. Δεν θέλω να βρέξω το καινούριο μου καπέλο.

- Αν είσαι βέβαιος πως δεν θα έχεις πρόβλημα..., είπε ο Πέδρο. Ήξερε πως ήταν ανώφελο να διαφωνήσει με τον φίλο του - ο Καράο ήταν ο πιο πεισματάρης άνθρωπος του κόσμου.

Ο αδύνατος άντρας πήδηξε την εξώπορτα του μαντριού και πήγε προς το άλογό του.

Περισσότερα...

Γιατί οι Χαβανέζοι τιμούν την κουκουβάγια...

Μια φορά και ένα καιρό λοιπόν, στο νησί Οάχου, ένας πεινασμένος άντρας που τον έλεγαν Καπόι, σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο, στη φωλιά μιας κουκουβάγιας και πήρε μερικά αυγά.

Η κουκουβάγια
Καθώς τα τύλιγε μέσα σε φύλλα και ετοιμαζόταν να τα μαγειρέψει στη φωτιά, μια κουκουβάγια τον πλησίασε και κάθισε σ' ένα δέντρο παραδίπλα.

- Σε παρακαλώ, μην καταστρέψεις τα αυγά μου, Καπόι, έσκουξε η κουκουβάγια.

Το στομάχι του νεαρού, γουργούριζε από την πείνα. Γιατί να τα επιστρέψει, αφού τα είχε βρει αφύλαχτα!

- Είναι δικά μου τώρα, αποκρίθηκε.

- Σε ικετεύω Καπόι, μην σκοτώσεις τα παιδιά μου, είπε η κουκουβάγια φτερουγίζοντας.

Ο Καπόι ντράπηκε για τον εγωισμό του. Ξαφνικά, δεν ένοιωθε πια τόσο πεινασμένος. Πως μπορούσε να φάει τα αυγά, με την κουκουβάγια να τον παρακολουθεί;

Περισσότερα...

Ο ποταμός...

Μια φορά κι έναν καιρό ένας ποταμός, λέει μια παλιά Ινδική παράδοση, έτρεχε ήρεμα πάνω στην καλοβολεμένη από λάσπη κοίτη του. Τα νερά του ήταν θολά και μέσα τους ζούσαν βαριά και μολυβένια ψάρια, απ' αυτά που αναζητούν την τροφή τους στη λάσπη.

Ο ποταμός
Επειδή ήταν ρηχός, κανένας δεν είχε την ιδέα να κάνει γέφυρα και έτσι όλοι αρκούνταν στο να ρίχνουν μέσα του μερικές μεγάλες πέτρες και να «σχεδιάζουν» δρόμους, που μόλις βρέχονταν από τα ήρεμα και αργά νερά.

Τα ζώα του δάσους τον περνούσαν στα μέρη που ήταν λιγότερο βαθιά, ανακατεύοντας τα σπλάχνα του με τα πόδια τους. Για να πιούν νερό πήγαιναν στη κοντινή λίμνη, γιατί τα νερά του ποταμού ήταν σκοτεινά και δύσοσμα.

Αλλά μια μέρα ο Θεός Ίντρα, που όλα τα βλέπει, λυπήθηκε τον δαίμονα του ποταμού, γιατί χωρίς να είναι χαζός, ενεργούσε σαν τέτοιος, έτσι που ήταν παγιδευμένος, ναρκωμένος από την αδράνεια και το βόλεμα. Είχε συνηθίσει να πατούν το σώμα του, που ήταν υγρό και δύσοσμο και γλοιώδες σαν νεκρό φίδι.

Με το πέρασμα του χρόνου, ο ποταμός είχε βολευτεί με τους εύκολους δρόμους και απόφευγε τις απότομες διαδρομές.

Περισσότερα...

Online Επισκέπτες

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 61 επισκέπτες και κανένα μέλος