kiosterakis.gr +

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ-ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΜΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΜΑΤΙΑ...

Ιστορίες

Ο Κοντορεβιθούλης, του Ludwig Bechstein

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας καλαθοποιός με την γυναίκα του, που είχανε επτά γιους αλλά κάθε παιδί που γεννιόταν ήτανε μικρότερο από το προηγούμενο. Όταν γεννήθηκε το μικρότερο δεν ξεπερνούσε κατά πολύ το μέγεθος του ρεβιθιού και όλοι το φώναζαν Κοντορεβιθούλη. Αν και με τον καιρό μεγάλωσε λίγο δεν αναπτύχθηκε πάρα πολύ, ήταν όμως τόσο έξυπνος και τόσο ετοιμόλογος που ξεπερνούσε κατά πολύ τα αδέρφια του.

 Ο Κοντορεβιθούλης σε όλο τον δρόμο πετούσε τα βοτσαλάκια που είχε μαζέψει...
Οι γονείς τους ωστόσο δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά με τα οικονομικά τους, γιατί το να πλέκεις άχυρα και να φτιάχνεις καλάθια δεν είναι τόσο θρεπτικό όσο το να ψήνεις ψωμί ή το να σφάζεις μοσχάρια. Και όταν οι καιροί έγιναν πολύ δύσκολοι, οι γονείς δεν ήξεραν πως να χορτάσουν τα παιδάκια του που αν και μικροσκοπικά είχαν εξαιρετική όρεξη. Έτσι ένα βράδυ πριν πέσουν για ύπνο, οι γονείς συζητούσαν τι θα μπορούσαν να κάνουν για να λύσουν το πρόβλημα τους. Τότε κατέληξαν στην απόφαση να πάρουν τα παιδιά στο δάσος με τις ιτιές, από όπου έκοβαν κλαδιά για φτιάξουν καλάθια και να τα αφήσουν κρυφά εκεί πέρα. Όμως ο Κοντορεβιθούλης που ήταν το μόνο από τα αδέρφια που δεν είχε ακόμη αποκοιμηθεί, τα είχε ακούσει όλα. Πέρασε λοιπόν όλο το βράδυ άυπνος από την στεναχώρια του και σκεφτόταν τι θα έπρεπε να κάνει ώστε να γλιτώσει τον εαυτό του και τα αδέρφια του.

Περισσότερα...

Ο διάβολος με τις τρεις χρυσές τρίχες

Ο διάβολος με τις τρεις χρυσές τρίχες, των αδελφών Grimm

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μία γυναίκα η οποία γέννησε ένα αγοράκι. Όταν γεννήθηκε το μωρό, είχαν προβλέψει ότι θα ήταν πολύ τυχερό και ότι θα παντρευόταν την κόρη του βασιλιά μόλις γίνει δεκατεσσάρων ετών. Όλο το χωριό μιλούσε για το τυχερό παιδί που γεννήθηκε.

Το παιδί...
Μετά από λίγο καιρό έτυχε να περάσει ο βασιλιάς από το χωριό. Ήταν μεταμφιεσμένος σε χωρικό και ρωτούσε, χωρίς να τον αναγνωρίζει κανείς, για τα νέα του τόπου. Οι κάτοικοι τότε του είπαν πως γεννήθηκε ένα παιδί που όλα τα σημεία έδειχναν ότι ήταν πολύ τυχερό. Μάλιστα είχαν προβλέψει ότι θα παντρευόταν την κόρη του βασιλιά μόλις γίνει δεκατεσσάρων χρονών.

Ο βασιλιάς όμως είχε κακή καρδιά και θύμωσε με το ενδεχόμενο να κάνει γαμπρό το φτωχό χωριατόπουλο. Έτσι πήγε στους φτωχούς γονείς του παιδιού και τους είπε ευγενικά: «...αφήστε μου το παιδί και θα το φροντίσω εγώ όπως πρέπει.» Αρχικά οι γονείς αρνήθηκαν, όταν όμως τους πρόσφερε πολύ χρυσάφι άλλαξαν γνώμη. Σκέφτηκαν ότι η τύχη του παιδιού έστειλε τον ξένο και πως θα ήταν καλύτερα να μεγαλώσει μαζί με κάποιον που διέθετε τόσα πολλά χρήματα. Έτσι τελικά δέχτηκαν και του έδωσαν το παιδί.

Περισσότερα...

Ο γενναίος ραφτάκος

Ήταν μία ηλιόλουστη ημέρα. Ένας ραφτάκος καθόταν πλάι στο παράθυρο και έραβε ορεξάτος όταν είδε να περνάει μια χωριάτισσα που πουλούσε μαρμελάδες. Η χωριάτισσα φώναζε όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Εδώ η καλή η μαρμελάδα, εδώ η καλή η μαρμελάδα».

Ο γενναίος ραφτάκος με το γίγαντα
Ο ραφτάκος λιγουρεύτηκε τη μαρμελάδα και έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο: «Εδώ καλή μου κυρία, εδώ θα απαλλαγείτε από την πραμάτεια σας. Ελάτε ανεβείτε στο φτωχικό μου» φώναξε.

Η χωριάτισσα ανέβηκε τα τρία σκαλοπατάκια προς την πόρτα του ράφτη λαχανιασμένη. Ο ραφτάκος ζήτησε να δει το σύνολο της πραμάτειας και άνοιξε τα καπάκια από όλες τις κατσαρόλες που κουβαλούσε η γυναίκα. Έλεγξε μία προς μία της κατσαρόλες, τις σήκωσε  ως την μύτη του, τις μύρισε ώσπου κατέληξε: «Η μαρμελάδα σας μου φαίνεται καλή, βάλτε μου 80 γραμμάρια. Ακόμα και ένα δέκατο του κιλού να μου βάλετε δεν θα με πειράξει καθόλου!»

Η αγρότισσα είχε ελπίσει ότι θα έκανε μια καλή μπάζα. Έτσι έδωσε στον ραφτάκο την μαρμελάδα που ζήτησε, δεν έκρυψε όμως την δυσφορία της και έφυγε μουρμουρίζοντας.

Περισσότερα...

Οι μουσικοί της Βρέμης...

Ένα πρωινό, πολύ νωρίς, ένας γάιδαρος παράτησε το αγρόκτημα όπου ζούσε και πήρε το δρόμο για τη γερμανική πόλη Βρέμη. Είχε δουλέψει πάρα πολλά χρόνια, πολύ σκληρά για το αφεντικό του, αλλά τώρα πια είχε γεράσει και είχε κουραστεί. Καταλάβαινε πως ήταν πια άχρηστος στο αγρόκτημα κι αποφάσισε να κερδίσει τη ζωή του δουλεύοντας ως μουσικός στη Δημοτική Ορχήστρα της Βρέμης.

Ο γάιδαρος και οι φίλοι του
Αφού περπάτησε κάμποση ώρα, ο γάιδαρος είδε ένα γέρικο κυνηγόσκυλο που χασμουριόταν κι αναστέναζε, ξαπλωμένο στην άκρη του δρόμου.

- Τι έχεις φίλε, ρώτησε ο γάιδαρος σταματώντας, γιατί χασμουριέσαι και αναστενάζεις;

- Αχ καλέ μου, αναστέναξε ο σκύλος, είμαι πια πολύ γέρος για να κυνηγάω. Ο κύριός μου με χτυπάει κάθε μέρα κι έτσι κι εγώ το 'σκασα. Το μόνο που μου μένει πια, είναι να ξαπλώσω εδώ και να πεθάνω από την πείνα.

Περισσότερα...

Online Επισκέπτες

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 43 επισκέπτες και κανένα μέλος