Μια φορά ένας γλάρος πήγε μπροστά στη θάλασσα κι είπε στα ψάρια:
- Καλά μου ψάρια, ξέρετε τι σας μέλλεται;
- Όχι, δεν ξέρουμε!
- Nα, εγώ γυρίζω στα σύγνεφα και βλέπω πως σε λίγες μέρες θα ξεραθεί τούτη η θάλασσα, που βρίσκεστε μέσα, και θα ψοφήσετε. Αν θέλετε λοιπόν, να μ' αφήσετε να σας γλιτώσω. Θα σας παίρνω λίγα λίγα στο στόμα μου και θα σας κουβαλώ σε μια θάλασσα, που δε θα στερέψει.
Τα ψάρια το πίστεψαν, και δέχτηκαν να τα πάρει ο γλάρος. Εκείνος όμως ήθελε να τα τρώει, και παίρνοντας λίγα λίγα στο στόμα του, τα πήγαινε σ' ένα μέρος στη στεριά και τα έτρωγε? ώσπου τα έφαγε όλα. Τελευταίος έμεινε ένας κάβουρας που κατάλαβε τι κάνει ο γλάρος.
- Μη με βάνεις, του λέει, στο στόμα σου, γιατί εγώ με τις δαγκανάρες μου μπορώ να πιαστώ από το λαιμό σου.
Ο γλάρος δέχτηκε και ξεκινήσανε. O κάβουρας τον παρατηρούσε? όσο πετούσαν ίσια προς την άλλη θάλασσα, δεν έκανε τίποτα, όταν όμως έβλεπε πως ο γλάρος θέλει να στρίψει προς τη στεριά, τον έσφιγγε στο λαιμό με τις δαγκάνες του, και του έλεγε:
- Ίσια να πηγαίνεις, καλέ μου γλάρε. Έτσι τον ανάγκασε να τον πάει πάλι στη θάλασσα, αλλά την τελευταία στιγμή του έδωσε μια με τις δαγκάνες του και τον έπνιξε, για να του πληρώσει το κακό που έκαμε στα ψάρια.
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας άνθρωπος που είχε έναν υπηρέτη. Ότι του έλεγε έκαμνε, ήταν έμπιστος πολλά. Ο άνθρωπος όμως τούτος, ο άρχοντας, δεν έκαμνε παιδί. Έκαμνε τάματα στους αγίους, έκαμνε ελεημοσύνες, πολλά καλά, βοηθούσε τα ορφανά, τες χήρες, του γέρους...
Ήταν ένας ποταμός κοντά στο χωριό τους. Άμα έβρεχε, κατέβαινε ο ποταμός, ορμητικός, πλατύς, και δεν μπορούσαν οι ανθρώποι να τον περάσουν, περίμεναν μέχρι να ησυχάσει και μετά. Λέει ο άνθρωπος μέσα του:
- Θα κτίσω κι ένα γιοφύρι να περνούν τα πλάσματα, να πηγαίνουν στη δουλειά τους και ίσως μου πέμψει ο Θεός ένα παιδί.
Πράγματι, έκτισε ένα μεγάλο γιοφύρι, ώσπου να χειμωνιάσει, ήταν τελειωμένο. Ότις κι ετελέψαν το κτίσιμο, λέγει στον υπηρέτη, τον μισθωτό του:
- Να πας να μπεις κάτω από το γιοφύρι, ν' αγροικήσεις τι θα λαλούν εκείνοι που θα περνούν από πάνω.
Ο υπηρέτης επήγε, ενέβην κι έκατσε κάτω από το γιοφύρι. Περνούσαν τα πλάσματα ένας - ένας κι έλεγαν:
- Έκαμε πολλά καλά τούτος ο άνθρωπος, μα τούτο το γιοφύρι είναι το καλύτερο πράγμα που μας έκαμε. Περνάς χαρά σου, μήτε να φοβηθείς τον ποταμό, μήτε τίποτε. Ο Θεός να του χαρίνει τη γυναίκα του και να του χαρίσει κι ένα παιδί.
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένας σοφός βασιλιάς. Όλοι οι κάτοικοι τον αγαπούσαν πολύ γιατί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η χώρα τους αναπτύχθηκε, οι άνεργοι βρήκαν δουλειές και όλοι ζούσαν χαρούμενοι και αγαπημένοι.
Όμως τα χρόνια περνούν γρήγορα και ο σοφός βασιλιάς γέρασε. Κάποια μέρα διαισθάνθηκε ότι το τέλος του πλησιάζει οπότε κάλεσε τους πιστούς αυλικούς του και τους κοινοποίησε τις τρεις τελευταίες επιθυμίες του.
Αυτές ήταν:
Ένας από τους αυλικούς, έκπληκτος από τις ασυνήθιστες επιθυμίες, ρώτησε το βασιλιά ποιοι ήταν οι λόγοι και εκείνος του εξήγησε:
Χρόνια πριν ζούσε στη Βορειοανατολική Βραζιλία ένα πολύ φτωχό ζευγάρι, που είχε μονάχα μία κότα. Με πολλές στερήσεις, συντηρούνταν από τα αβγά της.
Κάποτε λοιπόν, την παραμονή των Χριστουγέννων, το ζώο πέθανε. Ο άντρας, που είχε μονάχα μερικά χρήματα, αλλά δεν αρκούσαν για να αγοράσει τρόφιμα για το δείπνο της βραδιάς, πήγε να ζητήσει τη βοήθεια του εφημέριου του χωριού.
Αντί να τον βοηθήσει, ο εφημέριος του είπε:
«Όταν ο θεός κλείνει μια πόρτα, ανοίγει ένα παράθυρο. Αφού τα χρήματα σου δεν φτάνουν σχεδόν για τίποτα, γύρνα στο παζάρι και αγόρασε το πρώτο πράγμα που θα σου προσφέρουν. Εγώ ευλογώ αυτήν την αγορά και, καθώς την ημέρα των Χριστουγέννων συμβαίνουν θαύματα, κάτι θα σου αλλάξει τη ζωή για πάντα».
Παρόλο που δεν ήταν σίγουρος ότι αυτή ήταν η καλύτερη λύση, ο άντρας γύρισε στο παζάρι. Ένας έμπορος τον είδε να τριγυρίζει εδώ κι εκεί και τον ρώτησε τί έψαχνε. «Δεν ξέρω. Έχω ελάχιστα χρήματα και ο ιερέας μου είπε να αγοράσω τα πρώτο πράγμα που θα μου προσφέρουν».
Ο έμπορος ήταν ζάπλουτος, ωστόσο ποτέ δεν άφηνε ευκαιρία για κέρδος να πάει χαμένη. Πήρε αμέσως τα χρήματα, έγραψε κάτι βιαστικά σ' ένα χαρτί και το έδωσε στον άντρα.
«Ο πατέρας έχει δίκιο! Καθώς ήσουν πάντα καλός άνθρωπος, σου πουλάω τη θέση μου στον Παράδεισο, σήμερα, αυτή τη γιορτινή μέρα! Να, ορίστε και το συμβόλαιο!»