kiosterakis.gr +

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ-ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΜΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΜΑΤΙΑ...

Ιστορίες

Η μάνα με τους πέντε γιους...

Η μάναΜια φορά κι έναν καιρό μια από τις τόσες μάνες, γέννησε πέντε γιους. Μόλις γεννήθηκε ο πρώτος, ο πατέρας είχε χαρά μεγάλη που το όνομά του θα συνέχιζε ν' ακούγεται.

Όμως, η δική της μάνα της είπε.

- Αχ κόρη μου, της καλομάνας το παιδί το πρώτο νάν' κορίτσι.

Γεννήθηκε και ο δεύτερος γιος και ο πατέρας ήταν πολύ περήφανος που γεννούσε αρσενικά. Η δική της μάνα, είπε πάλι.

- Αχ κόρη μου, δύσκολο δρόμο έχεις.

Το ίδιο έγινε και στους άλλους τρεις γιους και η μάνα της είπε πάλι.

- Αχ κόρη μου, ποιος θα σε κοιτάξει στα γεράματα.

Η μάνα με τους πέντε γιους ξυπνούσε χαράματα και κοιμόταν μεσάνυχτα για να τα βγάλει πέρα και όλη μέρα από το πλυσταριό στην κουζίνα ήταν. Στον κήπο γύρω από το σπίτι είχε βάλει περβόλι και κότες και δυο κατσίκες, πώς να ταϊστούν τόσα στόματα. Ο άντρας της σαν είδε πως δεν τα έβγαζε πέρα, έφυγε να δουλέψει μακριά. Γύριζε σπίτι μια φορά το χρόνο και πολύ χαιρόταν που οι γιοι του μεγάλωναν.

Πότε έτσι πότε αλλιώς, η μάνα χήρεψε, οι γιοι μεγάλωσαν, και μια μέρα λέει ο πρώτος γιος.

- Μάνα, ήρθε η ώρα να κάνω τη δικιά μου οικογένεια. Θα παντρευτώ ένα καλό κορίτσι, μόνο που μένει πολύ μακριά κι εγώ θα την ακολουθήσω στον τόπο της. Εσύ μη στεναχωριέσαι, έχεις τους άλλους εδώ.

- Κοίτα τη ζωή σου παιδάκι μου, αρκεί να είσαι καλά και μη στεναχωριέσαι για μένα, είπε η μάνα και του έδωσε την ευχή της.

Έφυγε ο μεγάλος γιος και ήρθε η σειρά του δεύτερου που ήταν σπουδαγμένος.

Περισσότερα...

Ο άνθρωπος που δεν ήθελε τίποτα...

Ο άνθρωπος και η αλεπού...Μια φορά, πάει καιρός τώρα τόσος που δεν θυμάμαι πότε ήταν - θυμάμαι μόνο πως ήταν καλοκαίρι, φάνηκε στο δάσος ένας άνθρωπος. Στάθηκε, κοίταξε γύρω και σκέφτηκε πως εκεί ήταν μια τέλεια κρυψώνα για εκείνον. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν ήθελε πολλά-πολλά με τους γύρω, προτιμούσε να ζει μόνος γιατί όλο και κάτι ζητούσαν απ' αυτόν ενώ ο ίδιος δεν είχε χρειαστεί ποτέ κανέναν. Έλεγε συνέχεια τη φράση «Δε θέλω τίποτε από κανέναν». Διάλεξε το μεγαλύτερο δέντρο που είχε στον κορμό του ένα άνοιγμα ίσα με ένα μικρό δωμάτιο, και τρύπωσε μέσα.

Κάθε πρωί που ξυπνούσε, έκανε βόλτα στο δάσος, κυνηγούσε, ψάρευε στο κοντινό ποτάμι και το βράδυ τρύπωνε πάλι στον κορμό και κοιμόταν, ευχαριστημένος που βρήκε την ησυχία του.

Τα ζώα που συναντούσε στο δρόμο, προσπαθούσαν να πιάσουν κουβέντα μαζί του, εκείνος όμως τα απέφευγε, γιατί σκεφτόταν πως τρέχα γύρευε τι θα ζητούσαν στο μέλλον.

Ένα σούρουπο η αλεπού τρέχει του βάζει τρικλοποδιά και του λέει.

- Ε, άκου δω να σου πω κάτι που συμφέρει και στους δυο. Θα μου δίνεις ότι σου περισσεύει κι εγώ θα σου λέω ότι γίνεται στο δάσος, εσύ ξένος είσαι, θα σου φανώ χρήσιμη.

Ο άνθρωπος θύμωσε, την κυνήγησε και φώναξε.

- Βρε άντε από δω κυρά πονήρω. Εγώ δε θέλω τίποτε από κανέναν.

Το καλοκαίρι πέρασε και ήρθε ο χειμώνας. Στο δάσος έπεφταν βροχές και κεραυνοί, ο άνθρωπος φοβήθηκε τόσο που όλη μέρα καθόταν μέσα στο δέντρο. Κρύωνε και πεινούσε αλλά δεν μπορούσε να βοηθήσει τον εαυτό του. Κάθε μέρα ο άνθρωπος πεινούσε όλο και περισσότερο. Ο σκίουρος που το καλοκαίρι τον έβλεπε να τριγυρνά, αναρωτήθηκε τι να είχε γίνει εκείνος ο άνθρωπος. Έψαξε και τον βρήκε.

Περισσότερα...

Όταν ο Θεός θέλει...

Κάποτε υπήρχε μια φτωχή γυναίκα, η οποία όλη την ώρα, ό,τι καλό και να της συνέβαινε κοίταζε τον ουρανό και έλεγε "Δόξα τω Θεώ" και αισθανόταν πολύ ευγνώμων για το οτιδήποτε.

Τρόφιμα
Κάπου εκεί κοντά της όμως έμενε ένας πλούσιος άνθρωπος. Κάθε φορά λοιπόν περνούσε μπροστά από το σπίτι της γυναίκας και την άκουγε να λέει "Δόξα τω Θεώ, Ευχαριστώ Κύριε".

Στην αρχή δεν έδινε σημασία, αλλά κάποια στιγμή, αυτό άρχισε να τον εκνευρίζει. "Πως μπορεί αυτή η γυναίκα, τόσο φτωχή, να ευχαριστεί συνέχεια το Θεό;" σκεφτόταν.

Μια μέρα λοιπόν, αφού ξαναπέρασε μπροστά από το σπίτι της και την άκουσε να λέει πάλι "Δόξα τω Θεώ", νευρίασε τόσο πολύ που είπε στον υπηρέτη του.

- Αύριο, πήγαινε στο μπακάλικο και γέμισε δύο καλάθια με τρόφιμα. Πήγαινέ τα σ' αυτή τη γυναίκα και όταν σε ρωτήσει ποιος τα έφερε θα της πεις ότι ο Διάβολος τα έφερε.

Έτσι λοιπόν κι έκανε ο υπηρέτης. Την επόμενη μέρα πήγε στο μπακάλικο, γέμισε δύο καλάθια με τρόφιμα, τόσο που ξεχείλιζαν, και πήγε στη γυναίκα.

Περισσότερα...

Τα λερωμένα χέρια και η μουτζούρα στο κούτελο

Ο πατέρας με τα ζώα τουΜια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο χωριό μου μια οικογένεια. Πατέρας, μάνα και δυο παιδιά. Ο πατέρας δούλευε στο χωράφι τους από το πρωί μέχρι το βράδυ για να ζήσει την οικογένεια και πότε μάζευε το στάρι, πότε φύτευε λάχανα και κρεμμύδια. Η μάνα καθόταν και δεν είχε καμία όρεξη για δουλειά. Της άρεσε μόνο να βολτάρει από δω κι από κει, να συναντά ανθρώπους και να πιάνει την κουβέντα.

Μια μέρα η μάνα συνάντησε δυο πλούσιος ανθρώπους με καθαρά χέρια και όμορφα ρούχα που φαινόταν πως δεν είχαν κάνει ποτέ τη δουλειά του άντρα τους. Ζήλεψε, γιατί και η ίδια ήθελε να έχει έναν άντρα με μια καθαρή και φανταχτερή δουλειά. Έτσι λοιπόν από το ίδιο βράδυ στο τραπέζι, αρχίζει και πιπιλάει το μυαλό του άντρα της.

- Ax άντρα μου, είσαι έξυπνος και σε θαυμάζω, λέει πρώτα.

Ο άντρας κολακεύτηκε και χαμογέλασε.

- Άντρα μου τι όμορφος που είσαι!

Ο άντρας κοκκίνισε και σήκωσε το κεφάλι να κοιτάξει τη γυναίκα του.

- Άντρα μου, είσαι διαφορετικός από τους άλλους του χωριού. Εσένα δεν σου πρέπει να κουράζεσαι όλη μέρα στα χωράφια.

Ο άντρας αναστέναξε.

- Άντρα μου, συνεχίζει, εσένα σου πρέπει μια δουλειά που να μην λερώνεις τα όμορφα χέρια σου. Μια δουλειά ας πούμε που να κάθεσαι σε ένα γραφείο και να δίνεις διαταγές.

- Τι λες βρε γυναίκα, μίλησε τώρα ο άντρας, πώς θα κάθομαι σε ένα γραφείο αφού γράμματα δεν ξέρω;

Περισσότερα...

Online Επισκέπτες

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 10 επισκέπτες και κανένα μέλος