Παραδείγματα από τα ομηρικά έπη

Εικονίδιο ηΔραστηριότητας Η περιγραφή του υφαντού της Ελένης

Ιλιάδα Γ 125-128

Την ήβρεν οπού ύφαινε διπλό μεγάλο υφάδι
πορφύρου κι επάνω του κεντούσε τους πολέμους
των χαλκοφόρων Αχαιών, των ιπποδάμων Τρώων
που εξ αφορμής της απαρχής εκείνο επολεμούσαν.



Εικονίδιο ηΔραστηριότητας Το παλάτι του Αλκίνοου

Οδύσσεια η 83-99

 

Έμμετρη μετάφραση Α. Εφταλιώτη

 

Ήρθε στου Αλκίνου τ' ακουστά παλάτια κι ο Οδυσσέας,
κι ο νούς του σάστιζε πρίν πάη στα χαλκωτά κατώφλια·
τί σα φως ήλιου ή φεγγαριού στα μάτια του φαινόταν
του Αλκίνου του τρανόκαρδου το θεόρατο παλάτι.
Χαλκένιοι τοίχοι στέκονταν απ' το κατώφλι ως μέσα
στα βάθια, και ζωνόντανε με λαζουρί στεφάνι·
θύρες χρυσές σφαλνούσανε το στεριωμένο χτίριο,
με παραστάτες αργυρούς στο χαλκωτό κατώφλι,

με ανώφλι, ολάργυρο κι αυτό, και με χρυσή κρικελα.
Είχε και δυό αργυρόχρυσους απ' τα δυό πλάγια σκύλους,
που ο Ήφαιστος τους έφτιαξε με τη σοφή του τέχνη,
τον πύργο να φυλάγουνε του Αλκίνου του μεγάλου,
αθάνατοι κι αγέραστοι για πάντα και για πάντα.

Θρονιά στον τοίχο αραδιαστά κι από τα δυό τα πλάγια,

απ' το κατώφλι ως τα βαθιά, με ντύματα αποπάνω,

έργα ψιλά καλόγνεστα των γυναικών, βαλμένα.

Σ' εκείνα απάνω οι προεστοί καθόνταν τώ Φαιάκων,

και τρώγανε και πίνανε, τί είχαν πολλά ομπροστά τους.



Εικονίδιο ηΔραστηριότητας Η περιγραφή του νησιού της Καλυψώς

Οδύσσεια ι 105-149

Μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη
(πηγή: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/education/dokimes/enotita_a3/index.html)



Σε λίγο ξανοιχτήκαμε, πιο πέρα πλέοντας, με την καρδιά βαριά,
ωσότου φτάσαμε στη γη των αλαζονικών δίχως θεσμούς Κυκλώπων.
Που αφήνοντας την τύχη τους στους αθανάτους,
μήτε φυτεύουν με τα χέρια τους μήτε κι οργώνουν.
Όλα τούς βγαίνουν από μόνα τους, δίχως σπορά κι αλέτρι.
σιτάρι και κριθάρι, κι ακόμη αμπέλια φορτωμένα
με σταφύλια για κρασί -βρέχει ο Δίας για χάρη τους,
και κείνα μεγαλώνουν.
Αυτοί δεν ξέρουν και δεν έχουν αγορές, να παίρνουν αποφάσεις
και να βγάζουν νόμους. ζούνε σ’ε απότομες κορφές,
επάνω σε ψηλά βουνά, μέσα σε θολωτές σπηλιές.
ορίζοντας καθένας μόνος του παιδιά, γυναίκες -καμιά δεν έχουν
φροντίδα για τους άλλους.
Ένα νησί εκεί απλώνεται μπρος σε λιμάνι χαμηλό,
μήτε κοντά μήτε πολύ μακριά απ’ό των Κυκλώπων
την ακτή, πυκνό σε δάση. Πάνω του ζουν
τα αγριοκάτσικα αναρίθμητα, αφού εκεί πόδι ανθρώπου
δεν πατά να τα σκορπίσει, μήτε και βρίσκουν
το νησί οι κυνηγοί, που συνηθίζουν μες στα δάση,
με χίλιους κόπους και με βάσανα, να σκαρφαλώνουν τις βουνοκορφές.
Εδώ δεν βλέπεις ποίμνες μήτε χωράφια που τα πέρασε
το αλέτρι. Άσπαρτη μένει πάντα η γη, ποτέ κανείς δεν την οργώνει,
λείπουν οι άνθρωποι, μόνο κατσίκια ανήμερα
κυκλοφορούν βελάζοντας.
Αφού οι Κύκλωπες δεν έχουν καν πλεούμενα, βαμμένα κόκκινα
στην πλώρη και στα μάγουλά τους, μήτε τεχνίτες καραβιών υπάρχουν,
να στήνουν τα σκαριά με τις γερές κουβέρτες, για να μπορούν
να φτάσουν ταξιδεύοντας από τη μία πολιτεία στην άλλη,
όπως το συνηθίζουν άλλοι άνθρωποι να σμίγουν μεταξύ τους,
τη θάλασσα σχίζοντας με τα πλοία.
Αν είχαν, θα κατόρθωναν να χτίσουν όμορφο νησί.
Κακό δεν είναι -θα μπορούσε να παράγει το κάθε πράγμα
στον καιρό του. Έχει λιβάδια στης γκρίζας θάλασσας τις όχθες,
αφράτα με πολλά νερά -θα φύτρωναν εκεί αμπέλια αθάνατα.
Έχει χωράφια μαλακά -βαθιά σπαρτά θα ψήλωναν που να θερίζονται
στην ώρα τους, αφού το χώμα είναι παχύ.
Έχει λιμάνι φυσικό, φιλόξενο -καμιά ανάγκη να δένεις
παλαμάρια, να κατεβάζεις αγκυρόπετρες, να ρίχνεις τις πρυμάτσες.
μπορείς να αράξεις και να μείνεις για καιρό, ωσότου
οι ναυτικοί θελήσουν πάλι το ταξίδι, φυσώντας και το πρίμο αγέρι.
Κι ακόμη στου λιμανιού την άκρη, πιο ψηλά, γάργαρο τρέχει
το νερό, πηγή που βγαίνει από τα βάθη μιας σπηλιάς,
κι ολόγυρα φυτρώνουν λεύκες.
Εκεί μας έφεραν τα πλοία. ένας θεός έγινε ο οδηγός μας
μέσα στης νύχτας το σκοτάδι, όπου δεν έβλεπες μπροστά σου τίποτε.
πυκνή ομίχλη είχε τυλίξει τα καράβια, άφαντη κι η σελήνη
στον ουρανό, την έκρυβαν τα νέφη.
Έτσι κανείς δεν είδε με τα μάτια του μπροστά μας το νησί,
δεν βλέπαμε μήτε τα κύματα που μεγαλώνοντας κυλούσαν στ' ακρογιάλι·
ωσότου αράξαμε με τα καλά, γερά καράβια μας.