Παίξτε το παιχνίδι μας

enter

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    

 

Eξισλαμισμοί

 

Οι πρώτες δραστικές ενέργειες των Τούρκων έκαμαν τους αρχοντοβενετούς, που κατοικούσαν στις επαρχίες, να σπεύσουν να δηλώσουν πως αλλάζουν τη θρησκεία τους για να συγκρατήσουν τις περιουσίες τους και την καλοπέρασή τους.[1] Στον εξισλαμισμό τους ακολούθησαν κι άλλοι με μικρότερη σημασία και ισχύ. Αμέσως μόλις δήλωναν αλλαγή θρησκείας, όχι μόνο ήταν ελεύθεροι στην εκμετάλλευση των κτημάτων τους, αλλά άρπαζαν και ό,τι εκλεκτό γειτονικό κτήμα ανήκε σε χριστιανούς. [2]

Ο B. Lucca, στα 1660, έγραφε: «Εξισλαμίζονται για να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής του. Ορισμένοι θέλουν μέσω του εξισλαμισμού τους να αποκτήσουν γη, άλλοι να πάρουν αμνηστεία, για κάποια πράξη τους, που θα επέφερε τιμωρία, άλλοι τέλος για να απαλλαγούν από  τους φόρους».[3]

 

Το οθωμανικό κράτος δεν επιδίωκε άλλους εξισλαμισμούς μετά την κατάκτηση του νησιού εφ’ όσον είχε «στρατολογήσει» όσους χρειαζόταν, και απαγόρευσε τους βίαιους εξισλαμισμούς. Σ’ αυτό βέβαια συντέλεσε και η ανάγκη είσπραξης φόρων. Η Υψηλή Πύλη όριζε: «Να μην ενοχλείται κανείς στη θρησκεία, στην οποία ανήκε από τη γέννησή του».[6]

Αυτό, βέβαια, δεν γινόταν πάντα σεβαστό. Πλήθος περιπτώσεις αναφέρονται βίαιων εξισλαμισμών κυρίως γυναικών και παιδιών οι οποίοι έχουν περάσει και στα δημοτικά τραγούδια:

Μίαν Κυριακήν και μιαν αυγή, μίαν εορτή μεγάλη

Επήραν του Παπά-Βορειά τες τρεις του θυγατέρες.

Στην Κρήτη σκλαβωθήκανε, με τα καράβια φεύγουν,

Κι η μάνα, κύρης και δικοί κλαίνε και δεν αρνεύγουν...

Χαιρέτα μου τη μάνα μου, προσκύνα μου τον κύρη

Και πε του πως ο βασιλιάς, γυναίκα του με πήρε.

Θέλει γενιά χριστιανική και φλέγ’ από την Κρήτη,

Μ’ αφήνω και παραγγελιά των εδικολογιώ μου,

Να πολεμούνε την Τουρκιά και να τηνε ζυγώνουν.

Γιατί ήρθε μ’ επιβουλιά, σκλαβώνει και τουρκεύγει

Και σαν το Χάρ’  αλύπητα σκοτώνει, μακελεύγει...[7]

 

 Πολλές φορές τα άτομα αυτά κατόρθωναν να φτάσουν σε υψηλές θέσεις. Η Ευμενία Βεργίτση[8] , αιχμαλωτίστηκε από το Γαζή Χουσεϊν, το 1646, σε νηπιακή ηλικία, και στάλθηκε δώρο στο σουλτάνο Ιμπραήμ. Η Ευμενία, όταν ενηλικιώθηκε ήταν τόσο όμορφη,  την έλεγαν Rebia Gulnus που σημαίνει εκείνη που πίνει τη δροσιά από τα ανοιξιάτικα ρόδα, και κατάφερε να γίνει η ευνοούμενη του σουλτάνου Μεχμέτ του Δ΄, βαλιδέ σουλτάνα, μητέρα δυο μετέπειτα σουλτάνων, του Μουσταφά Β΄ και του Αχμέτ του Γ΄.

Ο Ισμαήλ πασάς Παπαδάκης,[9] συνελήφθη και κατέληξε στην Αίγυπτο όπου και εξισλαμίστηκε. Κάτω από την προστασία του Μεχμέτ Αλή, ηγεμόνα της Αιγύπτου, εκπαιδεύτηκε και ανήλθε σε ανώτερα στρατιωτικά αξιώματα. Ως υπουργός Στρατιωτικών αποστάλθηκε στην εξεγερμένη Κρήτη (1866;) επικεφαλής του αιγυπτιακού στρατού. Αρχικά, με έδρα τα Χανιά, συμμετείχε στην οργάνωση των τουρκοαιγυπτιακών στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά των επαναστατών.

Η ιστορία αρκετών Κρητών νεομαρτύρων αποκαλύπτει, επίσης, ότι το Ισλάμ χρησιμοποίησε  και τη βία σαν έσχατο μέσο εξισλαμισμού αυτών που για κάποιο λόγο συκοφαντήθηκαν ή καταδικάστηκαν με την ποινή του θανάτου. Υπήρξαν Κρήτες που αντιμετώπισαν ηρωικά το θάνατο και αρνήθηκαν σθεναρά να προσχωρήσουν στο Ισλάμ χωρίς να επηρεασθούν από τους βασανισμούς (νεομάρτυρας Μάρκος, Μανουήλ, Μύρων, Ιλαρίων κ.α.).[10]

Οι εξισλαμισμοί, γενικά, έχουν σαν κύριες αιτίες την τρομοκρατία και αυθαίρετη βία των κατακτητών, τη σύγχυση και τον κλονισμό της πίστης των Χριστιανών, την αδιαλλαξία των ανωτέρων κληρικών, τις οικονομικές υποχρεώσεις των υποδούλων και τη δυστυχία και τη στέρηση. Η επιδίωξη του κατακτητή να εξισλαμίσει τους υπόδουλους απέβλεπε ακόμη και στην αποδυνάμωσή τους, μολονότι η επέκταση των εξισλαμισμών θα μείωνε τα κρατικά έσοδα που εξασφάλιζαν οι φορολογούμενοι αλλόδοξοι υπήκοοι. Οι φόροι που έπρεπε να πληρώνουν οι Κρήτες ήταν ο «κεφαλικός» και ο «κτηματικός». Ο Σουλτάνος με φιρμάνι του απαγόρεψε άλλη φορολογία «ο τα εναντία δε πράξων έξει τας αράς του Θεού, του Βασιλέως και συμπάσης της ανθρωπότητος»[13]

Εκτός από τους βίαιους εξισλαμισμούς, που εκδηλώθηκαν κυρίως στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μπορούμε να διακρίνουμε, σύμφωνα με τον Π. Χιδίρογλου, τους εκούσιους εξισλαμισμούς σε ατομικούς, ομαδικούς και εκ γάμου[14]:

 

 


 

[1] Β. Ψιλάκης, χ.χ., τ.2, σ.408

[2] Ι. Δ. Μουρέλλος, 1950, σ. 138

[3] Γ. Μ. Πεπονάκης, 1997,   σ. 33

[4] Γ. Μ. Πεπονάκης, όπ.π.,   σ. 76

[5] Ι. Κονδυλάκης, 1961, σ. 385

[6] Γ. Μ. Πεπονάκης, 1997,   σ.49

[7] Β. Ψιλάκης, χ.χ.,τ. 2, σσ. 416-7

[8]Γ. Σ Σπανάκης., χ.χ., τ.2,  σ. 55

[9] Ι. Μυλωνάκη, 2000, σ. 260

[10] Π. Χιδίρογλου, 1981, σ. 349

[11] Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, 1983-(1999), σ. 139

[12] Θ. Ε. Δετοράκης, 1988, σσ.335-6

[13] Ι. Δ. Μουρέλλος, 1950, σ. 94

[14] Π. Χιδίρογλου, 1981, σ. 344

Ομαδικοί εξισλαμισμοί

 

 

 

Ο Ewlija Celebi ομιλεί για την ύπαρξη 7000 «μπουρμάδων» (εξισλαμισθέντων) που δέχθηκαν ομαδικά τη θρησκεία του Ισλάμ, για άλλους που την απέρριψαν και έφυγαν «στα όρη των Σφακίων παραμένοντας ραγιάδες» και για μερικές δεκάδες τρομαγμένων Ελλήνων στρατιωτών που παραδόθηκαν στον εχθρό και προσχώρησαν στη θρησκεία του. Στο έργο του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή διαβάζουμε:

 

                           Που πολλοί Χριστιανοί για μια σαλαβατίσαν

                           Και τους σταυρούς ερρίκτανε την πίστην αθετήσαν

 

Αυτοί, οι εξισλαμισθέντες,  ήταν που έγιναν και οι τρομερότεροι πιεστές των άλλων χριστιανών. Πολλοί από αυτούς είχαν συγγενείς στα άλλα χωριά, που απόμειναν στην παλιά τους, πατρική, θρησκεία.

Υπάρχουν ακόμη και περιπτώσεις που μια ολόκληρη οικογένεια και ο ιμάμης του χωριού προέρχονται από παλαιά χριστιανική οικογένεια.

Η διαδικασία του ομαδικού εξισλαμισμού περιγράφεται ως εξής: ο πασάς έστελνε ένα χότζα, κι αυτός, αφού τύλιγε με μια «κερωμένη οργιά» το χωριό ολόκληρο, γονάτιζε στην είσοδό του, έκανε τη δέησή του, ένα ντοά στον Αλλάχ, και ξαπλώνοντας τα χέρια του με μια κίνηση που κάλυπτε με την ιερή του χειρονομία ολόκληρο το χωριό, τους έκανε μουσουλμάνους όλους άνδρες, γυναίκες, παιδιά.

Ομαδικοί εξισλαμισμοί παρατηρήθηκαν, κυρίως, σε χωριά των επαρχιών Μονοφατσίου και Σελίνου. Ο Pashley αναφέρει ότι οι χριστιανοί εξωμότες δεν έχουν χτίσει πολλά τζαμιά έξω από τις πόλεις, ωστόσο υπάρχουν τρία στο Σέλινο, το οποίο δεν έχει ούτε ένα ελληνικό μοναστήρι.[1]

Ο Κ. Φουρναράκης γράφει για τους ομαδικούς εξισλαμισμούς: «…όταν ημέραν τινά του Πάσχα, ως ισρορείται, μετά την τέλεσιν της Αναστάσεως, ο ιερεύς ανήγγειλεν εις όλους ότι ευρίσκονται εις την αναπόδραστον ανάγκην να αρνηθώσι την πάτριον θρησκείαν και να ασπασθώσι τον Ισλαμισμόν, όπερ και εγένετο. Ασπασθέντες αλλήλους έκλεισαν την εκκλησίαν και παρέδωσαν τας κλείδας εις τας τοπικάς τουρκικάς αρχάς, εξωμόσαντες»[2].

Και ο Ι. Δ. Μουρέλλος αναφέρει τα δάκρυα του Δασκαλογιάννη για το αλλαξοπίστεμα του χωριού του Στράτοι του Σελίνου που με τις εβδομήντα οικογένειές του και τον ιερέα του αλλαξοπίστησαν.[3]

Αυτή η μάζα που εξισλαμίσθηκε ομαδικά και αποτέλεσε τους λεγόμενους Τουρκοκρήτες θέλησε να προσεταιρισθεί η προσωρινή κυβέρνηση της Κρήτης και τους κάλεσε σ’ έναν κοινό αγώνα. Ο Π. Κριάρης γράφει:

«Όντεν επήρανε οι Τούρκοι την Κρήτη από τσοι Βενετσιάνους (1669) ετουρκέψανε πολλοί εις τα Καστρινά, γιατί δεν υποφέρανε τη μαύρη σκλαβιά, εις τον καιρό του Δάσκαλου του Γιάννη (1770) όντεν επατηθήκανε τα Σφακιά ετουρκέψανε εις την Κάντανο οι Σεληνιώταις» Στο υπόμνημα αυτό προέχει ιδιαίτερα η ακόλουθη έκκληση: «Τούτα που σας λέμε, και απατοί σας δεν μπορείτε να κάμετε ινκιάρι, γιατί μουδέ το ναμάζι «αλλάχου εκπέρ» (μέγας ο Θεός) δεν κατέχετε ίντα λέει, γιατί τα σπίθια σας είναι μαζύ με τα δικά μας γιατί φορείτε τα ίδια ρούχα με μας, γιατί έχετε την ίδια παλληκαριά, το ίδιο ζάλο, την ίδια γλώσσα. Για τούτα ούλα πρέπει νάρθετε μαζή μας για να ζήσωμε πάντοτε ομάδι σαν καλοί πατριώταις…Και πάλι δεύτερη φορά σας γράφομε να σμίξετε με μας γιατί απατοί σας δεν είστε απ’ την Ανατολή, μουδ’ από την Αραπιά, μοναχάς είστε χαλίσικοι Κρητικοί, έχετε αίμα ελληνικό και γροικήσετέ το». [4]

 

 

 

 


 

[1] R. Pashley,  1991, σ. 107

[2] Κ. Γ. Φουρναράκης, 1929, σ. 31

[3] Ι. Δ. Μουρέλλος, 1950, σ. 132

[4] Π. Χιδίρογλου, 1981, σ. 346

                                                                 Δερβίσηδες στον τεκέ των Μελδεβήδων, Χανιά

 

 

Ατομικοί εξισλαμισμοί

 

 

 

Στους οθωμανικούς κώδικες του Ιεροδικείου Ηρακλείου[1] αναφέρονται οι εξισλαμισθέντες από χωριά διαφόρων επαρχιών της Κρήτης σε διαφορετικές χρονολογίες και πριν από την ολοκληρωτική άλωση του νησιού (1669).

Προϋπόθεση, για τον εξισλαμιζόμενο, είναι να επιλέξει κάποιον πάτρωνα Μουσουλμάνο που θα τον κατηχήσει, έναν «μουλά». Η διαδικασία προσέλευσης στο Ισλάμ ήταν η εξής: απαγγελία μπροστά στον ιεροδίκη και στους μάρτυρες της ομολογίας πίστης, ότι «δεν υπάρχει άλλος παρά ένας Θεός και ο προφήτης αυτού ο Μωάμεθ» και η αλλαγή του χριστιανικού ονόματος, το επίθετο, όμως, παρέμενε το ελληνικό.

Σε περιόδους ειρήνης  ακολουθούσαν τελετές που επισφραγίζονταν με την περιτομή του νεομουσουλμάνου. Ο F. W. Sieber, στα 1817,  γράφει: «Το πρόσωπο που γίνεται μουσουλμάνος, παραλαμβάνεται από τους Τούρκους, που τον οδηγούν θριαμβευτικά σ’ ένα επίσημο σπίτι. Εκεί ο ιδιοκτήτης παρουσιάζει στο νεοφώτιστο τους αναδόχους του. Τον ντύνει με πολυτέλεια, του κάνει δώρο και τον βοηθά στις μετέπειτα επιχειρήσεις του. Η θριαμβευτική πομπή διέρχεται με θόρυβο την πόλη. Ο νέος μουσουλμάνος βαστάζεται, επιδεικνύεται στο λαό, εισάγεται στο τζαμί και εκεί γίνεται η περιτομή δημόσια…».[2]

Σε πολλές περιπτώσεις προβάλλονται και εγγράφονται οι αιτίες των εξισλαμισμών π.

Η προσέλευση ενός μέλους μιας οικογένειας στο Ισλάμ δεν προϋπέθετε τον εξισλαμισμό και των άλλων. Γι’ αυτό βλέπουμε πατέρα χριστιανό  και γιο μουσουλμάνο ή το αντίθετο, ενώ οι καταχωρήσεις δείχνουν και περιπτώσεις μεταμέλειας και επανόδου στην πατρώα θρησκεία.

Από την απόφαση αυτή, που δημοσιεύτηκε σε μετάφραση στο «Βήμα» της Ρεθύμνης φαίνεται και επίσημη εμφάνιση αδελφών του ενός μουσουλμάνου και του άλλου χριστιανού:

«3 Μαΐου 1155 (1740)

Εκ των κατοίκων του χωρίου Αποσέτι της Επαρχίας Αμαρίου υπαγόμενης εις την Επαρχίαν Ρεθύμνης ο Γεώργης Πατρικαλάκις του Γιάννη και  εκ του ιδίου χωρίο Ιβραϊμ του Χουσεϊν, εναντίον του οποίου επρόκειτο ο πρώτος να εγείρη αγωγήν, ενεφανίσθη ενώπιόν μου και είπεν:

 Ενώ εζήτουν το μερίδιον το οποίον μου ανήκει εκ της κληρονομιάς της προ καιρού θανούσης μητέρας του και μητέρας μου, εμεσολάβησαν οι πρόκριτοι του χωρίου και μου έδωσε δια το αναλογούν εις εμέ μερίδιον τριάντα ριάλια και συνεβιβάσθημεν.

Εδέχθην τον συμβιβασμόν και έλαβα τα τριάντα ριάλια σωστά και από σήμερο δεν έχω να λάβω τίποτε εκ της εγκαταλειφθείσης περιουσίας.

Δημοσία παραιτούμαι και δεν δικαιούμαι πλέον να ζητήσω τίποτε.

Ακούσας τον συμβιβασμόν τον οποίον έκαμαν μεταξύ των, τον καταχωρώ ενταύθα.

Ο Ιεροδίκης

Οι Μάρτυρες

Εγεσίτ Ιβραΐμ Εφέντης,    Αναφορογράφος Φαφούλ» [3]

 

Έτσι, «πολλές φορές έτυχε στην ίδια μάχη να κυνηγούνται δυο από την ίδια οικογενειακή ρίζα, ο ένας χριστιανός και ο άλλος Τούρκος»[4].

Επίσης, από τις σχετικές απαγορευτικές διατάξεις συμπεραίνουμε ότι οι χριστιανοί γονείς πουλούσαν τα τέκνα τους, τουλάχιστον ως το 1659 οπότε οι Τούρκοι κατάργησαν το θεσμό,  επειδή δεν μπορούσαν να τα συντηρήσουν.[5] Ο περιηγητής F. Richard, γράφει: «Μερικοί αφού πουλήσουν τα παιδιά τους, τον επόμενο χρόνο επιστρέφουν και πουλούν τις γυναίκες τους με το ζύγι και τέλος πουλούν τους εαυτούς τους και γίνονται Τούρκοι».[6]

Άλλα παιδιά πάλι εξισλαμίζονταν, επειδή είχαν μείνει ορφανά ή για να αποφύγουν τις τιμωρίες. Σε προξενική έκθεση του 1725, αναφέρονται τα εξής: «Οι Γάλλοι γονείς δεν τολμούν να φέρουν αντιρρήσεις στα παιδιά τους, ούτε να τα τιμωρήσουν, από φόβο μήπως πάρουν το τουρμπάνι, πράγμα που γίνεται καθημερινά ανάμεσα στους Έλληνες».[7]

Οι ακόλουθοι στίχοι φανερώνουν, επίσης, ότι η ποινική δίωξη σταματούσε αν ο διωκόμενος εγκατέλειπε τη θρησκεία του και προσχωρούσε στο Ισλάμ:

Πιάνουν μπισταγκωνίζουνται,

Να τονε καταλύσουν.

Τούρκεψε σκύλε Κωνσταντή,

Να γείνης Μουσουλμάνος,

Να προσκυνάς εις το τζαμί

Και να μπης στο κιτάπι…

 

 

 

 

 


 

[1]  Π. Χιδίρογλου, 1981, σ. 334

[2] στο Γ. Μ. Πεπονάκης, 1997, σ. 72

[3] Ι. Δ. Μουρέλλος, 1950, σσ. 88-9

[4] Ι. Δ. Μουρέλλος, όπ. π., σ. 375

[5]  Π. Χιδίρογλου, 1981, σ. 345

[6] Γ. Μ. Πεπονάκης, 1997, σ. 30

[7] Γ. Μ. Πεπονάκης, όπ. π., σ.69

 

 

 

 

 

 

                                       Ιεροκήρυκας εξηγεί το Κοράνι

 

Εξισλαμισμοί εκ των γάμων

 

 

 

Οι Οθωμανοί κατακτητές της Κρήτης δεν έφεραν γυναίκες μαζί τους. Δημιούργησαν οικογένειες παίρνοντας ή αρπάζοντας συζύγους από ελληνικές οικίες. Ποιητής της εποχής εκείνης εκφράζει με τους ακόλουθους στίχους τον έρωτά του στην Ελληνίδα:

 

Άχι και κουζουλάθηκα για μιας Ρωμιάς χατίρι,

Την είδα μόνο μια φορά από το παραθύρι

 

 

Ο άνδρας μουσουλμάνος είχε το δικαίωμα να τελέσει γάμο με χριστιανή, παιδαγωγώντας τα παιδιά του με τις αρχές του Ισλάμ, ενώ ο χριστιανός δεν έχει το δικαίωμα να τελέσει γάμο με μουσουλμάνα. Ορισμένες εγγραφές  γάμων με μουσουλμάνους και χριστιανές Ελληνίδες, στους  Κώδικες του Ιεροδικείου Ηρακλείου, δεικνύουν τη γαμήλια διαδικασία, που προϋπέθετε την αυτοπρόσωπη παρουσία του συζύγου στο Ιεροδικείο, την αυτοπρόσωπη ή αντιπροσωπευτική παρουσία της συζύγου, την παρουσία μαρτύρων, τόσο μουσουλμάνων όσο και χριστιανών, και την από μέρους του συζύγου καταβολή γαμήλιου δωρεάς στη σύζυγο.  Φανερώνουν, ακόμη, οι Κώδικες, προβλήματα με διάφορες περιπτώσεις που προέκυπταν από τους μικτούς αυτούς γάμους, όπως η επιστροφή ενός από τα μέλη της οικογένειας στο Χριστιανισμό  και η κατόπιν τούτου κατάθεση αγωγής των λοιπών μελών εναντίον του κ.α.

Οι εκούσιοι γάμοι μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών γινόταν κυρίως για να επιτευχθεί η τουρκική προστασία. Οι γάμοι αυτοί ήταν γνωστοί ως κεπήνια και ήταν συνηθισμένοι από την εποχή του Κρητικού πολέμου μέχρι και το 19ο αι., παρά την απαγόρευσή τους από φιρμάνια, με παρέμβαση της Εκκλησίας στην Υψηλή Πύλη.

Οι περισσότερες γυναίκες που ήταν παντρεμένες με κεπήνι, διατηρούσαν, και μετά το γάμο, τα ονόματά τους και την πίστη τους.  Ο περιηγητής La Motraye, στα 1710, γράφει: «Κοιμήθηκα στο σπίτι ενός Τούρκου, που είχε πάρει με κεπήνι μια Ελληνίδα. Τα δυο αυτά άτομα, μολονότι είχαν διαφορετικές θρησκευτικές και εθνικές καταβολές, ζούσαν πολύ καλά μαζί. Ο Αλή Ογλού, αυτό ήταν το όνομά του, πήγαινε στο τζαμί και η γυναίκα του στην ελληνική εκκλησία. Τα παιδιά είχαν ανατραφεί με το μουσουλμανικό τρόπο. Όταν η γυναίκα είχε δυσκολίες, άναβε ανεμπόδιστα το Σάββατο για τον εαυτό της το λυχνάρι μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Μολονότι ο άντρας της ήταν θρησκευόμενος και τηρητής της μουσουλμανικής πίστης, τόσο που δεν έπινε καθόλου κρασί, διέθετε γι’ αυτή και για τους φίλους της για να πίνουν, όπως συνέβη και στο δείπνο μας». [1]


 

[1] Γ. Μ. Πεπονάκης, 1997, σ. 70-1