Παίξτε το παιχνίδι μας

enter

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    

 

 

 

ΤΟΥΡΚΟΚΡΗΤΙΚΟΙ

 

 

Σύμφωνα με τον Aubyn Trevor-Battye «Οι «Τούρκοι» της Κρήτης –καθώς δεν είναι πραγματικοί Τούρκοι αλλά εξωμότες χριστιανοί- δεν ενδιαφέρονται για τον Προφήτη. Οι πραγματικοί τούρκοι, αυτοί που συγκρότησαν το στρατό, ο οποίος κατάλαβε το νησί, έφυγαν και όσοι απόμειναν και αυτοαποκαλούνται τούρκοι είναι κρητικοί στην εμφάνιση και εκτός αυτού μιλούν την κρητική γλώσσα. Ελάχιστοι από τους τουρκοκρητικούς που συνάντησα ήξεραν αρκετά τουρκικά, ενώ πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, δεν ακολουθούσαν το Κοράνι καθώς έπιναν ελεύθερα κρασί».[1]

 

 

 

 

 

 Γλώσσα

 

 

 

Οι Τουρκοκρητικοί μιλούσαν την ελληνική, τοπική κρητική διάλεκτο[2]. Ακόμη  και οι μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι του Ρεθύμνου ζήτησαν να απαιτείται η γνώση της ελληνικής από τους μουτεσαρίφες του Ηρακλείου και του Ρεθύμνου και μετά τη Σύμβαση της Χαλέπας (1878) η ελληνική γλώσσα διδάσκεται και στα μουσουλμανικά σχολεία.

«Ο Τούρκος κύριος, γράφει ο  V. Bernard, το 1897, από την πρώτη γενιά αποκτούσε κρητικόπουλα που ήταν από ράτσα και γλώσσα Έλληνες. Οι γενίτσαροι της δεύτερης γενιάς δεν ήξεραν πια ούτε λέξη τούρκικη και εδώ και ενάμιση αιώνα το νησί ολόκληρο δε μιλάει παρά ελληνικά».[3]

Ο Τουρκοκρητικός, σύμφωνα με τον Κ.Γ. Φουρναράκη, «ελάλει την κρητικήν διάλεκτο, εδιδάσκετο όμως την οθωμανικήν ως γλώσσαν φιλολογικήν».[4]  Έτσι, τα κείμενά τους, όταν ήταν ελληνικά, πολλές φορές, γράφονταν  με τούρκικους  χαρακτήρες.

Μιλούσαν και τραγουδούσαν στα ελληνικά. Ο Ερωτόκριτος ήταν από τα αγαπημένα τους ποιήματα και πολλοί το απήγγειλαν από στήθους. Ο Ι. Κονδυλάκης, στους Τουρκοκρητικούς, γράφει: «Τα μόνα τούρκικα τα οποία γνωρίζουν, πλην, εννοείται, των ολίγων γραμματισμένων, οίτινες παραχώνουν εις τα ελληνικά των τούρκικα, ως οι κομψευόμενοι των Αθηνών γαλλικά, τα μόνα τουρκικά των είνε οι χαιρετισμοί «μερχαμπά» και «σελαμναλέκιμ», τους οποίους διαμοίβουν μόνο μεταξύ των, μικραί τινές προσευχαί από τας οποίας δεν εννούν  τίποτε  και τινες όρκοι και επιφωνήματα, «Για Ραμπή!  Ραμπήμ Αλλά! Μαχιαλά!».[5]

  Κάποιος Τουρκοκρητικός εξέδωσε μια μετάφραση ενός περσικού ποιήματος  με τίτλο «Συμβουλαί πατρός προς υιόν»:

«Τα πράγματά ‘νε δύσκολα, παιδί μου Αμπντουραχμάνη

γιατί τα ρούχα τα καλά ο μάστορας τα κάνει»

και όταν το ρώτησαν γιατί τα μετέφρασε στην κρητική διάλεκτο απάντησε: «διότι η γλώσσα αυτή, η κρητική, είναι η μητρική μου γλώσσα»[6]. Στην ελληνική, επίσης, γλώσσα, υμνούσαν τα κατορθώματα των ηρώων τους. Το τραγούδι ενός μουσουλμάνου ήρωα του 1866, από το Ηράκλειο, άρχιζε ως εξής:

Ντελή Ξεϊνη Αξεδιανέ, ειντά τονε γραφτό σου

Στς Αράδαινας το φάραγγα να βρης το θάνατό σου[7]

Στα τέλη του 19ου αι. χριστιανοί και μουσουλμάνοι φοιτούσαν σε χωριστά σχολεία. Για το χριστιανικό πληθυσμό ίσχυε η μερική υποχρεωτική φοίτηση, κάθε οικογένεια έπρεπε να στέλνει ένα τουλάχιστον παιδί στο σχολείο, ενώ για τους μουσουλμάνους ίσχυε η υποχρεωτική φοίτηση και για τα δυο φύλα. Δάσκαλος, στα μουσουλμανικά σχολεία, ήταν ο Χότζας, ο ιεροκήρυκας που εξηγούσε το Κοράνι στα τζαμιά (β. Παράρτημα, εικ.15), μαζί  με κάποιον βοηθό. Το πρόγραμμα αποτελούνταν κυρίως από «ιερά μαθήματα». «Όλοι οι μαθηταί, ανεξαιρέτως, γράφει ο Κ. Φουρναράκης,[8]  ήσαν συγκεντρωμένοι εις εν και το αυτό δωμάτιον, όπου καθήμενοι οκλαδόν επί του δαπέδου και τοποθετούντες επί ενό σκίμποδος το βιβλίον εμελέτων και ανεγίνωσκον γεγωνυία τη φωνή εν διαρκεί κινήσει της κεφαλής. Εν τω δωματίω τούτω παρήγετο τοιουτοτρόπως τόσος θόρυβος όσος και κατά την ώραν της δοκιμής των μουσικών οργάνων» και συνεχίζει περιγράφοντας την  πρώτη μέρα του παιδιού στο σχολείο κατά την οποία γινόταν μια μικρή τελετή στο σπίτι του μαθητή. Έντυναν το μαθητής ή τη μαθήτρια με καινούρια ρούχα και κάλυπταν το κεφάλι τους και τους ώμους με ένα διάφανο πέπλο, γύρω από το οποίο κρέμονταν  «χρυσοειδή σύρματα και άλλα κοσμήματα». Ο μαθητής καθόταν σε μια γωνιά του δωματίου, όπου μια ηλικιωμένη δασκάλα του διάβαζε μια ευχή. Στη συνέχεια προσφέρονταν στους καλεσμένους σερμπέτια και γλυκά «ιδίως Ακιντέδες» και εύχονταν όλοι «Καλή πρόοδο». Μετά την αποχώρηση των ανδρών, οι γυναίκες συνόδευαν, σε πομπή με βραδύ βήμα, το μαθητή ή τη μαθήτρια, οι οποίοι «έφεραν επί της κεφαλής σκίμποδα πεποικιλμένων με σεντέφια και επ’ αυτού το Κοράνιον», στο σχολείο, όπου τελούνταν μια δοξολογία. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

[1] Aubyn Trevor-Battye, 1989

[2] Κ. Καλλιατάκη, 1988, σ.235

[3] V. Bernard, στο Η καθημερινότητα της διαπολιτισμικής συνύπαρξης, 2000, σ.12

[4] Κ. Φουρναράκης, 1929, σ. 26

[5] Ι. Κονδυλάκης, 1961, σ. 381

[6] Κ. Γ. Φουρναράκης, 1929, σ. 7

[7] Ι. Κονδυλάκης, 1961, σ. 381

[8] στο Η καθημερινότητα της διαπολιτισμικής συνύπαρξης, σσ. 35-36