Παίξτε το παιχνίδι μας

enter

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    

 

 

 

 

 

Χαΐνηδες

 

 

 

Από  τους πρώτους κιόλας χρόνους της τουρκικής εισβολής στην Κρήτη, πολλοί χριστιανοί νέοι, κατέφυγαν στα βουνά και προσέβαλλαν τους Τούρκους με νυκτερινές καταδρομές. Οι Τούρκοι τους ονόμαζαν Χαΐνηδες (από την αραβική λέξη χαΐν, που σημαίνει τον επίβουλο, τον προδότη, τον αχάριστο) και λειτουργούσαν ως αντίπαλο δέος προς τους γενίταρους-γερλήδες.

Στο έργο του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, διαβάζουμε για τους «Χαΐνηδες» χριστιανούς, που δεν θέλουν να μείνουν στο Ρέθυμνο, μετά την κατάληψή του από τους Τούρκους:[1]

Και σαν δεν απομείνασι, Τούρκοι των ακολουθούσαν

Και λέγα τσοι Χαΐνηδες κι όλοι τσοι καταφτούσαν

 

 Ο αριθμός των Χαΐνηδων πληθύνθηκε μετά την άλωση του Χάνδακα και την οριστική υποταγή της Κρήτης. ΄Ηταν κάτι ανάλογο με τους κλέφτες της άλλης Ελλάδας, μολονότι το φαινόμενο δεν πήρε ποτέ αυτή την έκταση στην Κρήτη. Οι περισσότεροι Χαΐνηδεςστην Κρήτη είχαν λόγους προσωπικούς. ΄Ηταν οι εκδικητές οικογενειακών αδικημάτων, που οι Τούρκοι είχαν διαπράξει εις βάρος μελών της οικογένειάς τους.

Μετά την άλωση του Χάνδακα οι Χαΐνηδες κατέφυγαν στα τρία απόρθητα φρούρια, της Γραμπούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας και μετά την άλωση και των φρουρίων αυτών (1715) βρήκαν καταφύγιο στα βουνά και στα μοναστήρια. Ακόμη και ιερείς αναφέρονται μεταξύ τους. Σε έγγραφο της 1 Σεπτεμβρίου 1672 αναφέρεται ότι ο παπα-Τζανής, τέως κετχουντάς του Καστελλίου Μεραμπέλλου, έγινε χαϊνης και κατέφυγε στη Σπιναλόγκα. Η λαϊκή μούσα της Κρήτης διέσωσε μερικά τραγούδια πού αναφέρονται στη ζωή των Χαΐνηδων.

Οι τουρκικές αρχές προσπάθησαν με πολλούς τρόπους να περιστείλουν τη δράση αυτών των επικίνδυνων «κακούργων», όπως τους ονόμαζαν. Επιχείρησαν να εφαρμόσουν και στην Κρήτη το θεσμό των αρματολών. ΄Ηδη το 1686 οι κάτοικοι πολλών επαρχιών, με ταυτόσημες αιτήσεις τους, ζητούσαν από τον πασά του Χάνδακα να διοριστούν ένοπλοι χριστιανοί φρουροί στα χωριά. Πράγματι, φαίνεται να ίσχυσε για μερικά χρόνια ο θεσμός αυτός των αρματολών, γιατί σε αχρονολόγητο τουρκικό έγγραφο (πιθανώς του 1689) υπάρχει ολόκληρος κατάλογος με τα ονόματα των αρματολών της Σητείας.

Οι Τούρκοι ωστόσο δεν είχαν εμπιστοσύνη στους χριστιανούς ενόπλους και προτίμησαν να οργανώσουν καταδιωκτικά αποσπάσματα από φανατικούς μουσουλμάνους, τις ονομαζόμενες «ζουρίδες».

Παράλληλα, έθεσαν σε εφαρμογή σχέδιο γενικού εκφοβισμού και καθιστούσαν τους κατοίκους των επαρχιών αλληλλεγγύως υπεύθυνους με τους ομόθρησκουςΧαΐνηδες . Το 1689 οι τουρκικές αρχές εξανάγκασαν τους χριστιανούς κατοίκους των ανατολικών επαρχιών (Πεδιάδας, Λασιθίου, Μεραμπέλλου, Ιεράπετρας και Σητείας) να υπογράψουν ταυτόσημες δηλώσεις, με τις οποίες αναλάμβαναν όλες τις ευθύνες για τη δράση ή την απόκρυψη των χαϊνηδων. Χαρακτηριστικό είναι απόσπασμα της δήλωσης: «... ομοφώνως κατέθεσαν (οι Χριστιανοί), ότι συμφώνως προς τα εν τω φερμανίω εντελλόμενα, καθίστανται αλληλεγγύως υπεύθυνοι, δηλώσαντες τα εξής: Εάν από σήμερον και εις το εξής οι άθρησκοι Χαΐνηδες αιχμαλωτίσωσι μουσουλμάνον τινά εν τη επαρχία μας ή προξενήσωσι ζημίαν τινά εις την περιουσίαν του, ας είσπραχθη η ζημία αυτή από ημάς. Μετά δε την εξαγοράν δι’ ιδίων μας χρημάτων των αιχμαλωτιζομένων μουσουλμάνων ας τιμωρώμεθα  και ημείς οι ίδιοι».[2]

Ιδιαίτερα μετά την άλωση των θαλάσσιων φρουρίων της Σούδας και της Σπιναλόγκας (1715) δεν υπήρχε πια ελπίδα για τους πρώτους αυτούς εκφραστές της κρητικής αντίστασης. Αναβίωση της κρητικής αντίστασης παρουσιάζεται μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, κατά την εποχή του φοβερού γενιτσαρισμού. Τότε έδρασαν οι Χαϊνηδες, ως «αντίπαλον δέος» στις αυθαιρεσίες και στις ωμότητες των αγάδων, χωρίς όμως πάντα να αποφεύγουν και οι ίδιοι τις αυθαιρεσίες.

Ο Ι. Δ. Μουρέλλος αναφέρει σχετικά με τη συμπεριφορά των χαϊνηδων:

«Οι  επαναστάτες αντί να στραφούν προς το δρόμο του Ηρακλείου και να κυνηγήσουν το στρατό του Χασάν πασά στάθηκαν σαστισμένοι απ’  τα λάφυρα. ΄Αρχισε η μοιρασιά κακό, φωνές, βρισιές είδαν κι έπαθαν οι καπετάνιοι κι οι αρχηγοί να τους πειθαρχήσουν και να τακτοποιήσουν τις «πάρτες», πεινασμένοι άρπαξαν γαλέττες, τυριά, ελιές κι έτρωγαν για να δυναμώσουν τα εξαντλημένα κορμιά τους. Ο Ζερβουδάκης με τη δυνατή του αντίληψη τους δικαιολογούσε και παρώτρυνε και τους άλλους καπεταναίους να μην τους φέρνουν δυσκολίες στη λεηλασία αυτή. Την ήθελαν τη λεηλασία για δόλωμα. Ο λαός αυτός των πολεμιστών πεινούσε. Πεινούσαν και τα παιδιά του μα δεν τα ’βλεπε. Μήνες έκαναν να δουν τα παιδιά τους. Δεν αισθανότανε ο πολεμιστής τον πόνο τους. Μα αισθανότανε τον πόνο του στομαχιού του. Κι η δύναμή του ήταν τόσο πολύτιμη στον αγώνα. Δεν έπρεπε να τους φέρνουν εμπόδια στην αρπα­γή· όχι μόνο τουρκικά αλλά και χριστιανικά κτήματα ή ζώα έπρεπε ν' αφήνουνται ελεύθεροι να τ' αρπάζουν. ΄Ηταν ανάγκη του αγώνα. Μι­σθούς αυτοί δεν είχαν. Επιμελιτείες δεν υπήρχαν, ό,τι έβρισκαν κι ό,τι άρπαζαν, για να γεμίσουν τη βούργια τους για τις σκληρές ώρες της μάχης».[3]

Ηρωικές μορφές χαϊνηδων αναδείχθηκαν σε ολόκληρη την Κρήτη (1790-1820): οι Χάληδες,  ο Βασίλειος, ο Γιάννης και ο Στέφανος για τους οποίους ο Μουρέλλος γράφει ότι ο Βασίλειος ήταν εκείνος που ανάθρεψε και το Γιάννη και το μικρότερο το Στέφανο, «ποτίζοντας την ψυχή τους με την πίκρα και το μίσος που ‘χε ανάγκη κάθε ηρωικός Χαΐνης, για να δράσει εκδικητικά»[4], οι Γιανναρήδες στα Χανιά, οι Δεληγιαννάκηδες και οι Κουτσούρηδες στα Σφακιά, ο Σήφακας στον Αποκόρωνα κ.α. Ή λαϊκή μούσα της Κρήτης διέσωσε πολλά τραγούδια και τοπικές αφηγήσεις για την ηρωική δράση και τα κατορθώματα των εκδικητών αυτών.

 

 


 

[1] στο  Π. Χιδίρογλου, 1981, σ. 346

[2] Θ.Δετοράκη, 1988,  σ. 355

[3] Ι. Δ. Μουρέλλος, 1950, σ. 508

[4] Ι. Δ. Μουρέλλος, 1950, σ. 240