Παίξτε το παιχνίδι μας
|
Γυναικεία μουσουλμανική φορεσιά
«Η καϋμέναις η χανούμισαις!, γράφει ο Ι. Κονδυλάκης, Αν εξηρτάτο από τας πλείστας εξ αυτών πόση ομόνοια, θα επεκράτει μεταξύ Τούρκων και Χριστιανών!» και συνεχίζει «Με τους άρρενας χριστιανούς ιδίως είνε συμβιβαστικόταται και το κάλλος των είναι πολλάκις τοιούτον, ώστε να μαλακώνη και την σκληροτέραν καρδίαν».[1] Οι μουσουλμάνες της πόλης , φρόντιζαν πολύ τη φιλαρέσκειά τους. Έβαφαν το πρόσωπό τους με διάφορες βαφές καθώς και τα νύχια τους με χρώμα κόκκινο. Χρησιμοποιούσαν επίσης πολλά αρώματα. Αγαπημένη της συνήθεια ήταν και το κάπνισμα. Το πάχος και το άσπρο δέρμα θεωρούνταν κριτήρια ομορφιάς γι’ αυτό και όταν έβγαινε από το σπίτι της, όσο βάδιζε στους δρόμους, κρατούσε μια μαύρη ομπρέλα. Ποτέ μια Τουρκάλα δεν έβγαινε από το σπίτι της ολομόναχη. Πάντα δυο, τρεις ή περισσότερες Τουρκάλες βάδιζαν στους δρόμους. Στο σπίτι ασχολούνταν με οικιακές εργασίες. Ύφαινε, έπλεκε και κεντούσε πάνω στο γκεργκέφι, (είδος τελάρου), με χρυσό σύρμα και μεταξωτή κλωστή.[2] Οι μουσουλμάνες των χωριών βοηθούσαν τους άντρες τους στις γεωργικές εργασίες και σπάνια φορούσαν φερετζέ, απλώς καλύπτουν το κεφάλι τους «δια τουλίου λεπτού ή δαμάσκου το οποίον κρέμεται επί των νώτων».[3] Όταν οι μουσουλμάνες εξέρχονταν από τα σπίτια των συζύγων ή των γονέων τους για να μεταβούν σε συγγενικό ή φιλικό σπίτι για επίσκεψη ή όταν πήγαιναν περίπατο στην εξοχή, ήταν σκεπασμένες, από την κορφή της κεφαλής τους ως τους αστραγάλους των ποδιών τους, με ολόμαυρο φόρεμα που αποτελούνταν από τα εξής τρία κομμάτια: α) Τον φερετζέ: Ένα λεπτό διάφανο μαύρο τούλι που σκέπαζε το πρόσωπο και που η διαφάνεια του μόλις επέτρεπε στην όραση να διακρίνει τ' αντικείμενα σε μικρή απόσταση, β) Τη μελάγια: Ένα λεπτό μαύρο ύφασμα που σκέπαζε το κεφάλι, τους ώμους, την πλάτη και το στήθος, γ) Τη φούστα, από μαύρο πανί, που έφτανε ως τους αστραγάλους. |
|