Παίξτε το παιχνίδι μας

enter

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    

 

 

 

 

 

Ενας Τουρκοκρητικός στην Κρήτη - 06 Αυγούστου 2003 - 12:41

Είναι η πρώτη φορά στη ζωή του που επισκέπτεται την Κρήτη, και όμως μιλά πολύ καλά την... κρητική διάλεκτο. Αγαπά την Κρήτη, που δεν είναι πατρίδα του, αν και κάτω από άλλες συνθήκες ίσως θα μπορούσε και να ήταν... Αναφερόμαστε στον 32χρονο Ιμπραήμ Μπακ, έναν Τουρκοκρητικό τρίτης γενιάς, του οποίου οι πρόγονοι έφυγαν από την Κρήτη πριν εκπνεύσει ο 19ος αιώνας, για να εγκατασταθούν κάπου στα ’δανα. Ο ίδιος σήμερα ζει με την οικογένειά του στη Γερμανία, όπου κάποτε γνωρίστηκε τυχαία με το γνωστό Ηρακλειώτη επιχειρηματία στο χώρο του τουρισμού κ. Κώστα Μπαντουβά. Μίλησαν μαζί στα... Κρητικά, αντάλλαξαν απόψεις, και ο κ. Μπαντουβάς προσκάλεσε τον Ιμπραήμ με τη σύζυγό του να επισκεφτούν τη γενέτειρα των προγόνων του.
Με το φίλο μας τον Ιμπραήμ συναντηθήκαμε, ύστερα από μεσολάβηση του κ. Μπαντουβά, και είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, στην οποία πήρε μέρος και η γυναίκα του, η Γιλντίζ, που όμως ξέρει ελάχιστες ελληνικές λέξεις. Τον ρώτησα αν μένει μόνιμα στη Γερμανία. «Ναι», μού απαντά στη χαρακτηριστική κρητική διάλεκτο των παλιών Κρητικών. «Δώδεκα χρόνια ζω στη Γερμανία, και είκοσι η γυναίκα μου». Αλλά ο νους του είναι αλλού. «Εμάς, στο χωριό μας, οι μισές γυναίκες είναι Κρητικές και οι άλλες μισές κανονικές Τουρκάλες και μιλούνε Τούρκικα. Εμείς όμως στο καφενέ και μέσα στα σπίθια μας μιλούμε Κρητικά. Μόνο όταν έρχεται κιανείς που δεν καταλαβαίνει, μιλούμε Τούρκικα. Το χωριό μας είναι στα ’δανα, λέγεται Ιγγέντιε, της επαρχίας Νορτιόλ, στα βάθη της Μικράς Ασίας. Εγώ έφυγα 18 χρονώ από το χωριό μου, και πήρα δυο χρόνια στο ασκέρι (στο στρατό δηλαδή), κι απόι δουλεύω στα ξενοδοχεία. Μόνο δέκα μέρες το χρόνο πήγαινα στο χωριό μου, γι' αυτό τα ξέχασα τα Κρητικά, δεν τα μιλώ μπλιο καλά».
60% Κρητικοί
Τον ρώτησα στη συνέχεια για τους γονείς του. «Η νενέ μου ζει», και μιλεί καλά σαν κι εσάς! Και στο σπίτι, τα μισά κοπέλια μιλούνε». Και συνεχίζει: «Στο χωριό μας, το Ιγγέντιε, το 60% είναι Κρητικοί, κι ακόμα τρώνε τα φαγιά που τρώγανε στην Κρήτη, την γκιρίτ όπως λέγεται στην Τουρκία. Πολλοί βέβαια τα έχουνε ξεχάσει σήμερα τα Κρητικά, αλλά σκιάς οι μισοί τα μιλούνε. Όλοι τους οι χωριανοί μου κατάγονται από τα Χανιά, αλλά στην περιοχή της επαρχίας μας ζούνε 3-4 χιλιάδες Κρητικοί απ' ούλα τα μέρη τση Κρήτης, απ' όπου φύγανε το 1874. Ο δήμαρχός μας ίσαμε εδά ήτονε Κρητικός, μα σήμερα είναι Τούρκος»...
Γιατί φύγανε από την Κρήτη οι πρόγονοί του, τον ρώτησα. «Όπως μάσε λένε, οι Ρωμιοί τός εκάψανε τα σπίθια και δεν εμπορούσανε να μείνουνε επαέ»... Τότε, είχανε αρχίσει να αλλάζουν τα πράγματα, και να γίνονται στην Κρήτη ισότιμοι χριστιανοί και μουσουλμάνοι, αλλά οι επαναστάσεις δε σταμάτησαν. Συνεχίστηκαν μέχρι την πλήρη απελευθέρωση του νησιού, ενώ οι Τουρκοκρητικοί είχαν να αντιμετωπίσουν και τις αντεκδικήσεις, οπότε αναγκάστηκαν να φύγουν.
Το χωριό
Στο ερώτημα, πάντως, από ποιο χωριό της Κρήτης κατάγονταν οι πρόγονοί του, ο Ιμπραήμ δεν ήξερε να απαντήσει. «Από το χωριό μας δεν κατέει κιανείς από ποιο χωριό είναι. Η νενέ μου λέει από το Μαχαλά στα Χανιά, αλλά το όνομα δεν το κατέει». Φύγανε, λοιπόν, από την Κρήτη, και πήγαν στην Τουρκία. Εγκαταστάθηκαν στα ’δανα μόνιμα. «Ο Αβδουλχαμίτης ο σουλτάνος μας ήκαμε σπίθια, με τσοι φούρνους όξω και την παραστιά μέσα».
Ο κ. Μπαντουβάς, πάντως, πιστεύει πως οι Τουρκοκρητικοί δεν αποδέχτηκαν να γίνουν ένα με τους ντόπιους. Είχαν, άλλωστε, πάρει μαζί τους, φεύγοντας από την Κρήτη, τα ήθη και τα έθιμα του νησιού. Από τότε μέχρι σήμερα, δεν ξαναγύρισαν στην Κρήτη. «Εμείς», λέει ο Ιμπραήμ, «είμαστε οι πρώτοι και μοναδικοί από το χωριό μας που ερχόμαστανε στην Κρήτη. Εγνώρισα τον Μπαντουβά το '95 και εξαιτίας του Μπαντουβά είμαι σήμερα εδώ».
Η μάνα
Ούτε η μάνα του έχει έρθει ποτέ στο νησί, κι ας μιλά συνέχεια για την Κρήτη, κι ας μιλά άψογα την κρητική διάλεκτο. Όταν μιλά τηλεφωνικώς με τον κ. Μπαντουβά τού λέει: «Νά 'ρθεις παιδί μου επαέ, να φας πορτακάλια, απού 'χω πορτακαλιές στο περβόλι, και μανταρινιές»...
Οταν πάει, τού λέει, θα του ψήσει «μαγκίρι, λαντουρίδι, χυλόφτες, μυζηθρόπιτες, μυζήθρα από την κουρούπα πού' χει μπούμπουρα στο χώμα!».
Η γυναίκα του, η Γκιλντίζ, δεν τα θυμάται τα Κρητικά, και κάνει προσπάθειες να τα μιλήσει. Μια φορά, όμως, στο Βερολίνο, όπου ο Ιμπραήμ έκανε το τραπέζι στο φίλο τους από την Κρήτη, ξαφνικά θυμήθηκε μια φράση που της έλεγε η μάνα της, και την είπε φωναχτά στον κ. Μπαντουβά: «’ξεις και ξερός, και φάε το φαΐ σου!».
Του Κώστα Τριγώνη