Παίξτε το παιχνίδι μας
|
Ο Χατζή Οσμάν Πασάς και ο Κουμπές
Το 1812 η Υψηλή Πύλη πήρε την απόφαση να επέμβει δυναμικά και να πατάξει αμείλικτα τους ατίθασους γενίτσαρους της Κρήτης. ΄Εστειλε τότε στην Κρήτη τον Χατζή Οσμάν πασά, ο οποίος κατόρθωσε να εξολοθρεύσει πολλούς γενίτσαρους με απαγχονισμό και πήρε γι’ αυτό τη χαρακτηριστική προσωνυμία «Πνιγάρης». Πριν από την άφιξη του Οσμάν πασά, γράφει ο Pashley, άλλωστε, εκτόξευαν σφαίρες τυλιγμένες σε ένα χαρτί που έγραφε το ποσόν το οποίο έπρεπε να πληρώσουν, και αν οι παραλήπτες του σημειώματος δεν πλήρωναν, τότε δολοφονούνταν ασελγώς. Αυτά τα διεφθαρμένα άτομα είχαν φτάσει στο σημείο να παίζουν με τα όπλα, πυροβολούσαν δηλαδή από τα τείχη της πύλης τα άτομα που παρουσιάζονταν για να μπουν, και στοιχημάτιζαν από ποια πλευρά θα πέσει το θύμα τους. Τη συμπεριφορά των Γενίτσαρων εκφράζει παραστατικά και η ρήση τους: «Τούτο θα σου πάρω, εκείνο θα μου δώσεις και αυτό θα μου το χαρίσεις».[1] Οι συνθήκες ζωής των χριστιανών στο Μεγάλο Κάστρο δεν διέφεραν πολύ από τα Χανιά. Τα παρακάτω είναι αποσπάσματα της αλληλογραφίας του γάλλου προξενικού πράκτορα στο Μεγάλο Κάστρο κ.Boze, με τον Γάλλο πρόξενο στα Χανιά κ. Roussel: «4 Αύγουστου 1806. Εδώ βασιλεύει φοβερή αναρχία. Οι κακοποιοί κάνουν ένα σωρό εγκλήματα. Δεν ακούμε τίποτα άλλο από δολοφονίες και αδικίες». «30 Μαρτίου 1807. Οι κακοποιοί μόλις δολοφόνησαν ακόμα δύο ταλαίπωρους ΄Ελληνες σε ένα χωριό κοντά στην πόλη. Ο πασάς έστειλε έναν μπαϊραχτάρη να κατεδαφίσει τα σπίτια των δολοφόνων και να δημεύσει την περιουσία τους». «18 Ιουνίου 1807. Ούτε εδώ ούτε στα χωριά σταματούν να τραυματίζουν, να ακρωτηριάζουν και να δολοφονούν». «9 Φεβρουαρίου 1812. Ο Δεφτερδάρ Ασσάν εφέντης εκμυστηρεύτηκε στον γιο μου ότι έστειλε κάποιον δικό του στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να μεταφέρει τα παράπονά του για τους Τούρκους των Χανίων, οι οποίοι καθημερινά σφάζουν τους ταλαίπωρους ραγιάδες, και ζητάει τη διάλυσή τους». [2] Αναφέρεται ότι ο Χατζή Οσμάν πασάς στα 1813 οργάνωσε την ίδια μέρα και την ίδια ώρα μια πραγματική νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου στα τρία φρούρια της Κρήτης για τους αγάδες και μπέηδες. Παρακολουθήστε την ταινία
Το γεγονός εντυπωσίασε και τους χριστιανούς, καθώς και το γεγονός πως ερχόμενος στα Χανιά δεν σταμάτησε να αποτήσει φόρο τιμής στο Μαυσωλείο Μπαρμπούς , κάτι που όλοι οι μουσουλμάνοι όφειλαν να πράξουν, και δημιουργήθηκε ο θρύλος ότι, ο περίεργος αυτός πασάς, ήταν κρυπτοχριστιανός, αρχιμανδρίτης του Πατριαρχείου ονομαζόμενος Βασίλειος, ο οποίος παρακολούθησε, πριν από τη σφαγή, τη θεία λειτουργία στα υπόγεια του σεραγιού του στα Χανιά και κοινώνησε από τα χέρια του έντρομου κρητικού ιερέα.[3] Για τη σκανδαλώδη πράγματι συμπεριφορά του οι Τούρκοι του Ρεθύμνου τον αποκαλούσαν χλευαστικά «Παπαγιάννη». Απόσπασμα από δημοτικό τραγούδι της εποχής αναφέρεται στον Οσμάν πασά: Πολύν καιρό' χει ό βασιλιάς να πέψη' ένα ζαμπίτη, κι έπεψε τον Όσμάν πασά κι εμέρωσε την Κρήτη. Ούλους τσ' αγάδες τω Χανιώ έπεψε κι άβιζέρνει πώς τα φερμάνια του έγραφαν να πνίγει και να δέρνει... Την πολιτική του Χατζή Οσμάν πασά ακολούθησε και ο διάδοχός του, ο Ρεσίτ Μουσταφά Πασάς, ο γνωστός Κιουταχής, που δάμασε αργότερα και τον Αλή πασά των Ιωαννίνων. Ως σερασκέρης της Κρήτης, ο Κιουταχής (1815-1816), εξόντωσε με απαγχονισμό πολλούς ατίθασους γενίτσαρους.
|