Παίξτε το παιχνίδι μας
|
Μεχμέτ Μπέης Σταφιδάκης
Ξακουστός γλεντζές, τραγουδιστής, χορευτής και δεξιοτέχνης στο μπουλγάρι ήταν ο Τουρκοκρητικός Μεχμέτ Μπέης Σταφιδάκης.[1] Γεννήθηκε στα Χανιά το 1878. Ήταν μοναχογιός και κληρονόμος του γαιοκτήμονα Μουσταφά Μπέη Σταφιδάκη. Το παρανόμι «Σταφιδάκης» το πήρε εξαιτίας του ότι στο νομό Χανίων ήταν σχεδόν ο μόνος γαιοκτήμονας που είχε μεγάλη έκταση σταφιδαμπέλου. Ο Μεχμέτ Μπέης ζούσε μια πλούσια, ξέγνοιαστη και χαρούμενη ζωή, με συνεχή γλέντια, που ο ίδιος δημιουργούσε και χρηματοδοτούσε. Φίλους πολλούς είχε, όχι μόνο Τούρκους, μα και Έλληνες. Ήταν παντρεμένος με μια πλούσια και όμορφη Τουρκοκρητικιά, τη Φατμέ, από την εξέχουσα Τουρκοκρητική οικογένεια των Βεργέρηδων (απόγονων ευγενών Ενετών φεουδαρχών). Ο Μεχμέτ Μπέης αγαπούσε με πάθος τη γυναίκα του. Το ερωτικό του αυτό αίσθημα τον έκαμε ικανό να δημιουργήσει και να επιβάλει έναν καινούριο σκοπό, όλο πάθος και μεράκι. Ο σκοπός αυτός πήρε τ' όνομα του δημιουργού του. Είναι ο Σταφιδιανός σκοπός, που αγαπήθηκε από Τούρκους και Έλληνες και γι’ αυτόν τον λόγο τραγουδιέται και σήμερα. Ο Μεχμέτ Μπέης άρχιζε το γλέντι τραγουδώντας, με το σκοπό που ο ίδιος δημιούργησε, με μαντινάδες που τις περισσότερες αυτοσχεδίαζε την ίδια εκείνη στιγμή. Είχε το χάρισμα του στιχοπλόκου που είχαν και έχουν και σήμερα πολλοί Κρητικοί λυράρηδες και γλεντζέδες. Η πρώτη μαντινάδα που τραγουδούσε ήταν πάντα αφιερωμένη στην πολυαγαπημένη του Φατμέ: Ο σεμπτάς σου μ' άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου. Μα να σβήσει δεν μπορεί, γκιούλ μπαξέ κυρά μου. Ακούστε τον
Μα η ευτυχία του Μεχμέτ Μπέη δεν κράτησε πολύ. Μοχθηροί τον πληροφόρησαν πως η αγαπημένη του σύζυγος τον απατούσε με τον Νουρεδδίν Νουρή Εφέντη, έναν άνδρα όμορφο και λεβέντη. Ήταν δάσκαλος στο τούρκικο σχολειό και από τα σημαντικότερα στελέχη της τουρκοκρατίας κοινωνίας της πόλης Χανίων. Την πληροφορία αυτή δεν μπόρεσε να επαληθέψει, μα ούτε και να διαψεύσει, ο Μεχμέτ Μπέης. Στην ψυχή του φώλιασε το φοβερό σαράκι της ζήλιας, της αμφιβολίας. Κλείστηκε στο σπίτι του, αφού προηγουμένως έδιωξε την αγαπημένη σύζυγό του, Φατμέ. Ο χαρούμενος αυτός άνθρωπος έγινε μέσα σε λίγες μέρες ένα ανθρώπινο ερείπιο. Αρρώστησε από καλπάζουσα φυματίωση. Στο χαροπάλεμά του, κάλεσε τη σύζυγο του να τη δει για τελευταία φορά. Η Φατμέ πήγε με τους γονείς της στο σπίτι του άνδρα της. Όταν ο Μεχμέτ Μπέης την αντίκρισε, την κοίταξε στα μάτια και της είπε το εξής τετράστιχο, που αυτοσχεδίασε κείνη τη στιγμή: Εγώ παθαίνω καί ξεγνοιώ και συ που ζεις γλιτώνεις. Κι' αν έχω δίκιο απάνω σου στον Άδη το πλερώνεις. Ύστερα μάζεψε όλες του τις δυνάμεις, ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και, μεγαλόφωνα, με τον Σταφιδιανό Σκοπό, αποχαιρέτησε τον κόσμο με το εξής τετράστιχο: Εσύ μωρέ Καπέ ντουνιά σε μένα μη καυχάσαι. Μα 'γώ 'μαι που σε γλέντησα καί τώρα μ' άπαρνασαι. Το θάνατό του θρήνησαν μουσουλμάνοι και χριστιανοί κάτοικοι Χανίων. Την κηδεία του παρακολούθησε, χωρίς υπερβολές, ολόκληρος ο πληθυσμός. Πέθανε τον Μάη του 1908. |