Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1863 στην Αλεξάνδρεια, όπου οι γονείς του, εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη το 1840. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1870 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αγγλία (Λίβερπουλ και Λονδίνο) όπου έμεινε μέχρι το 1876.
Στην Αλεξάνδρεια ο Kαβάφης διδάχτηκε Αγγλικά, Γαλλικά και Ελληνικά με οικοδιδάσκαλο και συμπλήρωσε τη μόρφωσή του για ένα-δύο χρόνια στο Ελληνικό Εκπαιδευτήριο της Αλεξάνδρειας. Έζησε επίσης για τρία χρόνια, που ήταν τα κρισιμότερα στην ψυχοδιανοητική του διαμόρφωση, στην Πόλη (1882-84).
Το 1897 ταξίδεψε στο Παρίσι και το 1903 στην Αθήνα, χωρίς από τότε να μετακινηθεί από την Αλεξάνδρεια για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Ύστερα από περιστασιακές απασχολήσεις σε χρηματιστηριακές επιχειρήσεις, αποφάσισε να γίνει δημόσιος υπάλληλος και διορίστηκε σε ηλικία 59 χρονών στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων 1922.
Από το 1886 άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα επηρεασμένα από τους Αθηναίους ρομαντικούς ποιητές, χωρίς να τον έχει επηρεάσει καθόλου η στροφή της γενιάς του 80. Από το 1891, όταν εκδίδει σε αυτοτελές φυλλάδιο το ποίημα Κτίσται, και ιδίως το 1896, όταν γράφει τα Τείχη,το πρώτο αναγνωρισμένο, εμφανίζονται τα χαρακτηριστικά των ώριμων ποιημάτων του.
Ο Καβάφης είναι γνωστός για την ειρωνεία του, ένα μοναδικό συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας. Πολλοί όμως από τους αλλόγλωσσους ομότεχνους και αναγνώστες του (π.χ. Όντεν, Φόρστερ) αρχικά γνώρισαν και αγάπησαν τον ερωτικό Καβάφη.
Το 1932, ο Καβάφης, άρρωστος από καρκίνο του λάρυγγα, πήγε για θεραπεία στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό διάστημα, εισπράττοντας μια θερμότατη συμπάθεια από το πλήθος των θαυμαστών του. Επιστρέφοντας όμως στην Αλεξάνδρεια, η κατάστασή του χειροτέρεψε. Εισήχθη στο Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας, όπου και πέθανε στις 29 Απριλίου του 1933, τη μέρα που συμπλήρωνε 70 χρόνια ζωής.
Ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα του ποιητή
«Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».
Πηγή : ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Μερικά ποιήματά του
ΙΘΑΚΗ
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν? η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ? εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν? αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ? έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ? τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν? ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν? αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ? έδωσε τ? ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
Η κηδεία του Σαρπηδόνος
Βαρυάν οδύνη έχει ο Ζεύς. Τον Σαρπηδόνα
εσκότωσεν ο Πάτροκλος· και τώρα ορμούν
ο Μενοιτιάδης κ' οι Αχαιοί το σώμα
ν' αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.
Αλλά ο Ζεύς διόλου δεν στέργει αυτά.
Το αγαπημένο του παιδί - που το άφισε
και χάθηκεν· ο Νόμος ήταν έτσι -
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
Και στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην πεδιάδα
ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιασθεί.
Του ήρωος τον νεκρό μ' ευλάβεια και με λύπη
σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό.
Τον πλένει από τες σκόνες κι απ' τα αίματα·
κλείει τες φοβερές πληγές, μη αφίνοντας
κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας
τ' αρώματα χύνει επάνω του· και με λαμπρά
Ολύμπια φορέματα τον ντύνει.
Το δέρμα του ασπρίζει· και με μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.
Τα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.
Τώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης -
στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα εικοσιέξη -
αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,
μ' άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,
σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.
Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος
την εντολή του, κάλεσε τους δυο αδελφούς
τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς τους
να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο τόπο.
Και κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την Λυκία
τούτοι οδοιπόρησαν οι δυό αδελφοί
Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν
στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού
παρέδοσαν το δοξασμένο σώμα,
και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες και δουλειές.
Κι ως τόλαβαν αυτού, στο σπίτι, αρχίνησε
με συνοδείες, και τιμές και θρήνους,
και μ' άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας,
και μ' όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή·
κ' έπειτα έμπειροι απ' την πολιτείαν εργάται,
και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας
ήλθανε κ' έκαμαν το μνήμα και την στήλη.
Τρώες
Ειν΄οι προσπάθειές μας, των συφοριασμένων
ειν΄οι προσπάθειες μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε κομμάτι
παιρνουμ΄επάνω μας κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.
Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μας τρομάζει.
Ειν΄οι προσπάθειες μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ΄αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κι΄εξω στεκόμεθα ν΄αγωνισθούμε.
Αλλ΄όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κ΄η απόφασίς μας χάνονται
Ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει
κι ολόγυρα απ΄τα τειχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.
Όμως η πτώσις μας είναι βέβαια. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ΄αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ΄η Εκάβη κλαίνε.
ΑΠΙΣΤΙΑ(1901)
Σ?ν πάντρευαν τ?ν Θέτιδα μ? τ?ν Πηλέα
σηκώθηκε ? ?πόλλων στ? λαμπρ? τραπέζι
το? γάμου, κα? μακάρισε το?ς νεονύμφους
γι? τ?ν βλαστ? πο? θάβγαινε ?π' τ?ν ?νωσι των.
Ε?πε· Ποτ? α?τ?ν ?ρρώστια δ?ν θαγγίξει
κα? θάχει μακρυν? ζωή. -Α?τ? σ?ν ε?πε, ? Θέτις
χάρηκε πολύ, γιατί τ? λόγια
το? ?πόλλωνος πού γνώριζε ?π? προφητε?ες
τ?ν φάνηκαν ?γγύησις γι? τ? παιδί της.
Κι ?ταν μεγάλωνεν ? ?χιλλεύς, κα? ?ταν
τ?ς Θεσσαλίας ?παινος ? ?μορφιά του,
? Θέτις το? θεο? τ? λόγια ?νθυμο?νταν.
?λλ? μι? μέρα ?λθαν γέροι μ? ε?δήσεις,
κ' ε?παν τ?ν σκοτωμ? το? ?χιλλέως στ?ν Τροία.
Κ' ? Θέτις ξέσχιζε τ? πορφυρά της ρο?χα,
κ' ?βγαζεν ?π? πάνω της κα? ξεπετο?σε
στ? χ?μα τ? βραχιόλια κα? τ? δαχτυλίδια.
Κα? μ?ς στ?ν ?δυρμό της τ? παλη? θυμήθη·
κα? ρώτησε τί ?καμνε ? σοφ?ς ?πόλλων,
πο? γύριζεν ? ποιητ?ς πού στ? τραπέζια
?ξοχα ?μιλε?, πο? γύριζε ? προφήτης
?ταν τ?ν υ?ό της σκότωναν στ? πρ?τα νειάτα.
Κ' ο? γέροι τ?ν ?πήντησαν πώς ? ?πόλλων
α?τ?ς ? ?διος ?κατέβηκε στ?ν Τροία,
κα? μ? το?ς Τρώας σκότωσε τ?ν ?χιλλέα.
ΔΙΑΚΟΠΗ
Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Ελευσίνος και της Φθίας τα παλάτια
η Δήμητρα κ? η Θέτις αρχινούν έργα καλά
μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύν καπνόν. Αλλά
πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ΄ επεμβαίνει.
Τα άλογα του Αχιλλέως
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ' άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο -αφανισμένο-
μιά σάρκα τώρα ποταπή -το πνεύμα του χαμένο-
ανυπεράσπιστο -χωρίς πνοή-
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ' την ζωή.
Τα δάκρυα είδε ο Ζεύς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ' έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλύτερα να μην σας δίναμε άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ' εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι». -Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτεινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυό τα ζώα τα ευγενή.
Ένα άρθρο από τις μαθήτριες : Νικολού Ελένη ,Β3 και Πέτρου Κατερίνα, Β3
(Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Κωνσταντίνο Καβάφη επισκεφθείτε την επίσημη ιστοσελίδα όπου παρουσιάζεται το έργο του, κάνοντας κλικ στην επιλογή της ιστοσελίδας μας Likns)