·
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Αφού
μαθεύτηκε το γεγονός της αναχώρησης, αμέσως σχεδόν οι
χωριανοί παράτησαν τις όποιες
εργασίες τους, τα δρεπάνια από τα χέρια τους στο θερισμό
και ό,τι άλλο έκαναν, και βιαστικά μάζεψαν τα πράγματά
τους. Αφήνοντας τα χωράφια τους αθέριστα και τα οπωροφόρα
δέντρα γεμάτα καρπούς, φόρτωσαν τα κάρα τους και έφυγαν
παίρνοντας όσα περισσότερα μπορούσαν να κουβαλήσουν. Πώς
μπορεί όμως κάποιος να κουβαλήσει ολόκληρη τη ζωή του
μέσα σε ένα κάρο; Κουβαλούσαν ότι μπορούσαν να
μεταφέρουν. Κειμήλια προγονικά, οικιακά σκεύη, των
πατεράδων τα κόκαλα, ρούχα, τρόφιμα και αντικείμενα
περιουσιακά.
|
|
Στο δρόμο για την προσφυγιά. |
|
|
Αναχώρηση με κάρα |
Οι Τούρκοι της περιοχής οι νεομεταφερθέντες ανταλλάξιμοι
από την Ελλάδα δεν χρειάστηκε να κοπιάσουν πολύ στην
ύπαιθρο. Τα βρήκαν σχεδόν έτοιμα. Οι Έλληνες είχαν κάνει
καλή δουλειά. Η σοδειά απλώς περίμενε εργατικά χέρια για
να μαζευτεί. Οι χωριανοί θλίβονταν που όλα τούτα, τους
κόπους της χρονιάς αλλά και όλης της ζωής τους, θα τα
παρατούσαν σε ξένες αγκαλιές. Εν τούτοις, παραμέριζαν
την πίκρα τους και έδιναν θάρρος και κουράγιο ο ένας
στον άλλον: "Θα πάμε στην πατρίδα μας", "Θα
καλυτερεύσουμε τις συνθήκες της ζωής μας", "Όλα θα
πάνε καλά".
Έκαναν την τελευταία λειτουργία τους στον
Ιερό Ναό της πατρίδας, άναψαν για τελευταία φορά τα
καντήλια στους τάφους των προγόνων τους, μάζεψαν τις
ιερές εικόνες και όλα τα ιερά κειμήλια του ναού και
ξεκίνησαν σχηματίζοντας ουρές κάρων στο δρόμο της
προσφυγιάς. Η κάθε οικογένεια μαζί με τα προσωπικά της
αντικείμενα μετέφερε και μία εικόνα ή ένα ιερό σκεύος
του ναού του χωριού τους. Με τον τρόπο αυτό μεταφέρθηκε
όλος ο εξοπλισμός του ναού, οι ιερές εικόνες, το
χειροποίητο ασημένιο ιερό ευαγγέλιο, ασημένια στέφανα
που χρησιμοποιούνταν στους γάμους , ακόμη και τα θυρόφυλα του ιερού που ήταν αγιογραφημένα, καθώς και οι
κώδικες της κοινότητας.
Οι Τσακλιώτες μετέφεραν τα υπάρχοντά τους (εκείνη την
εποχή στο χωριό υπήρχαν γύρω στις 3000 ζώα) άλλος με
κάρο, άλλος με τα πόδια μέχρι το σταθμό της Τσατάλτζας .
Όσοι είχαν ζώα ξεκίνησαν τη μεταφορά τους στην Ελλάδα με
τα πόδια και το ταξίδι διήρκεσε περίπου ένα μήνα. Οι
υπόλοιποι, κυρίως γυναικόπαιδα, παρέμειναν για τρείς
ημέρες στην Τσατάλτζα και μετά επιβιβάστηκαν στο τρένο
που τους μετέφερε μέσω του Πυθίου στην Αλεξανδρούπολη.
Η γιαγιά μου Αναστασία Στάνκογλου-Καραμπινάκη
διηγείται την περίοδο της ανταλλαγής:
" Ήταν 7 Ιουνίου. Τα χωράφια τα αφήσαμε αθέριστα και
ακολουθήσαμε το δρόμο της ξενιτιάς. Με κάρα, πρώτα μας
έφεραν στην Τσατάλτζα [Μέτρες]. Από κει με το τρένο
πήγαμε στο Κούλελι [Πύθιο] και στη συνέχεια με ένα
παλαιό βαπόρι καταλήξαμε στην Καλαμαριά της
Θεσσαλονίκης. Ήμουν τότε δώδεκα χρονών. Στην Τσατάλτζα
ζούσαμε μαζί με Τούρκους και περνούσαμε καλά. Αγαπούσαν
τους Έλληνες. Όταν μάλιστα φεύγαμε, οι Τσανταρμάδες [
χωροφύλακες] μας πρόσεχαν να μην πάθουμε τίποτε. Οι
πλούσιοι Τούρκοι καθώς αποχωρούσαμε μας έλεγαν: άντε με
το καλό να γυρίσετε, πως θα ζήσουμε εμείς χωρίς εσάς. "
|
Η διαδρομή που ακολούθησαν οι Τσακλιώτες από την παλιά
στη νέα τους Πατρίδα |
Στην
Αλεξανδρούπολη γύρω στις 20 οικογένειες ξεχώρισαν και
εγκαταστάθηκαν στο Σπάτοβο Σιδηροκάστρου, το οποίο
μετονομάσθηκε το 1928 σε Κοίμηση. Αυτοί ήταν οι τυχεροί
γιατί εγκαταστάθηκαν σε σπίτια που είχαν αφήσει οι
Βούλγαροι. Οι υπόλοιποι (γύρω στα 800 άτομα) παρέμειναν
στην Αλεξανδρούπολη για μια βδομάδα και μετά φορτώθηκαν
στο πλοίο « Αργοναύτης» και μεταφέρθηκαν στη
Θεσσαλονίκη. Στη διαδρομή, έξω από το ακρωτήριο του Άθω,
έπεσαν σε σφοδρή θαλασσοταραχή και κινδύνευσαν να
πνιγούν. Μέσα στο καράβι γινόταν παντζουρλισμός: φωνές,
κλάματα, προσευχές στο Θεό… αλλά τελικά τα κατάφεραν και
σώθηκαν. Έτσι έφτασαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αλλά
το καράβι σταμάτησε 400 μέτρα απέναντι από το Λευκό
Πύργο. Κάποιοι θαρραλέοι νέοι κολύμπησαν και έφτασαν
μέχρι την ακτή, αλλά οι λιμενικοί τους γύρισαν
πίσω.Τελικά μετά από τέσσερις μέρες πήραν εντολή να
αποβιβαστούν στο Καραμπουρνάκι– Αρετσού.
|
|
Χάρτης εκκένωσης
ανατολικής Θράκης
|
Πλαζ της Αρετσούς -
πρώην κτίρια των συμμαχικών στρατευμάτων |
Εκεί, αφού πέρασαν από τα φημισμένα απολυμαντήρια,
παρέμειναν μαζί με χιλιάδες άλλους πρόσφυγες στα
στρατιωτικά παραπήγματα των Συμμάχων, που είχαν χτιστεί
στη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου για να στεγάσουν
τις Συμμαχικές Δυνάμεις, πριν επιλέξουν τον οριστικό
τόπο εγκατάστασής τους στη Μακεδονία. Συγκεντρώθηκαν
όλοι μαζί για να συζητήσουν και να αποφασίσουν σε ποια
περιοχή της Μακεδονίας θα εγκατασταθούν. Εξέλεξαν μια
τριμελή επιτροπή, που αποτελούνταν από τους Καράμπαμπα
Δημήτριο, Λαζαρίδη Παναγιώτη και Φραγκάκη Σπύρο, η οποία
σε συνεργασία με την τότε κυβέρνηση έπρεπε να βρει
κατάλληλο τόπο για την εγκατάστασή τους. Η επιτροπή
εξουσιοδοτήθηκε να μεταβεί δυτικά της Θεσσαλονίκης για
να βρει κατάλληλη τοποθεσία για το νέο τους χωριό.
Στην αρχή η επιτροπή επισκέφθηκε τη
Χαλκιδόνα, όμως δεν βρήκαν κατάλληλο το εδαφός της γιατί
ήταν αμμουδερό και δεν υπήρχε νερό. Μετά η επιτροπή
επισκέφθηκε τα Γιαννιτσά, όπου τους προτάθηκε να
εγκατασταθούν στον σημερινό συνοικισμό Καρυωτών, όμως
και αυτό το απέρριψαν γιατί ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι
και δεν μπορούσαν να μείνουν στην πόλη. Στο τέλος τους
προτάθηκε να επισκεφθούν το Λοζάνοβο. Η επιτροπή
ξεκίνησε με τα πόδια και στο δρόμο είδαν ότι το έδαφος
ήταν εύφορο, τα σπαρτά ανεπτυγμένα, τα λιβάδια
καταπράσινα και υπήρχαν και δύο ποτάμια. Συμφώνησαν ότι
εδώ ήταν ο κατάλληλος τόπος για να χτίσουν το χωριό
τους.
Επέστρεψαν στην Αρετσού, συζήτησαν με τους
συγχωριανούς τους και αποφάσισαν όλοι μαζί να
εγκατασταθούν στο Λοζάνοβο. Η ίδια επιτροπή
εξουσιοδοτήθηκε να επισκεφθεί τις αρμόδιες υπηρεσίες του
επικοισμού για να πάρει την έγκριση της εγκατάστασης στο
Λοζάνοβο και της διάθεσης μέσων μεταφοράς για τη
μετακίνησή τους. Πράγματι, έτσι κι έγινε και ύστερα από
15 ημέρες εγκρίθηκε η αίτηση για την εγκατάσταση τους
και τους χορηγήθηκαν φορτηγά, τα περίφημα Γκαζοζέν, που
τους μετέφεραν στον προορισμό τους. Μετά από μια Οδύσσεια
σαράντα πέντε
ημερών, ταλαιπωρημένοι, εξαντλημένοι, κυριολεκτικά ράκη,
έφτασαν στον προορισμό τους, το Λοζάνοβο, στις 10
Αυγούστου του 1924.
|
Ο κάτοικος Τσακηλίου Κωνσταντίνος Αλμυρός
διηγείται την αναχώρηση των Τσακλιωτών
το 1924, σε
εκπομπή-αφιέρωμα της ΕΤ3 το 1993.
[ κάντε κλικ για να δείτε το
video ] |
|