Βόρεια του
Παλαιφύτου
απλώνεται το βουνό Πάικο,
με ψηλότερη κορυφή τη
Γκόλα Τσούκα (υψόμετρο
1657μ).
Συνδέεται στα
δυτικά
με τον Βόρα ενώ στα
ανατολικά του έχει την
κοιλάδα του Αξιού. Δεν
είναι από τα ψηλότερα
βουνά της Ελλάδας, όμως
σίγουρα είναι από τα
ομορφότερα. Το Πάικο
έχει πλούσια βλάστηση,
πυκνά υπέροχα δάση,
ρεματιές, λιβάδια και
αρκετές πηγές με γάργαρα
νερά.
Ανάμεσα στις κορυφές
Πύργος, Βερτόπια και
Κάντασι περικλείεται μια
οροπεδική έκταση με
επίκεντρο τον οικισμό
Μεγάλα Λιβάδεια.
Έχουν καταμετρηθεί 57
διαφορετικά είδη
πεταλούδας στο Πάικο
αναδεικνύοντας τον
πλούτο της εντομοπανίδας
της περιοχής. Ξεχωριστή
θέση στην πανίδα του
βουνού
κατέχει το
αγριογούρουνο, που
συναντάται σε όλο το Πάικο. Η χλωρίδα
αποτελείται περίπου από
2500
είδη φυτών. Τα
δέντρα που καλύπτουν το Πάικο είναι
κυρίως καστανιές, οξιές,
πεύκα, δρύες, κέδροι,
ιτιές, λεύκες, σιμύδες.
Αραιότερα συναντώνται
πλατάνια, μηλιές,
καρυδιές και κισσούς.
Είναι
επίσης πλούσιο σε φτέρες
και έχει μεγάλη ποικιλία
μανιταριών. Στο βουνό
υπάρχουν περί τα 4.500
στρέμματα καστανιών, εκ
των οποίων τα 2.500
είναι καλλιεργήσιμα και
αποτελούν το μεγαλύτερο
δάσος Καστανιάς της
Ελλάδας.
Με τα πυκνά υπέροχα δάση του, τις ρεματιές, τα γάργαρα νερά και τα λιβάδια του είναι προσιτό, ειρηνικό και πανέμορφο. Το υψόμετρο, η μορφολογία, οι διαδρομές του προσφέρουν θαυμάσια ευκαιρία για απόλαυση της φύσης καθώς και μιας καταπληκτικής θέας της λεκάνης του Αξιού, της μεγάλης πεδιάδας και των ορεινών συστημάτων στα βορειοδυτικά. Θεωρείται ιδανικό για πεζοπορία και ορειβασία χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες.
Η πιο μαγική γωνιά του Πάικου βρίσκεται καλά κρυμμένη σε ένα πολύ πυκνό δάσος, στον δρόμο που ενώνει τα χωριά Αρχάγγελος και Σκρα. Αλλεπάλληλοι καταρράκτες, άλλοι μικροί και άλλοι μεγαλύτεροι, ξεπροβάλλουν μέσα από τις βελανιδιές και τα πλατάνια με τους κισσούς και προσφέρουν ένα συναρπαστικό θέαμα. 4-5 λεπτά πεζοπορίας σε ένα ανηφορικό μονοπάτι οδηγούν στην Σμαραγδένια λίμνη. Απολιθωμένοι μικροοργανισμοί που βρίσκονται στον πυθμένα της, χαρίζουν στα νερά της ένα υπέροχο γαλαζοπράσινο χρώμα, στο οποίο οφείλεται το όνομά της. Τριγύρω της πανύψηλα δέντρα κρύβουν τον καταρράκτη που χύνεται στα κρυστάλλινα νερά της.
Η ΛΙΜΝΗ ΤΩΝ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ - [ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ]
Εκεί που σήμερα είναι ο κάμπος των Γιαννιτσών , πριν από 80 περίπου χρόνια, βρισκόταν η λίμνη. Από την δημιουργία μέχρι την αποξήρανσή της επηρέασε τους κατοίκους γύρω της ενώ η ιστορία της υπήρξε πλούσια καθώς εκεί διαδραματίστηκε ένα σημαντικό μέρος του μακεδονικού αγώνα. Η λίμνη των Γιαννιτσών απλωνόταν στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού Πέλλας και περιβαλλόταν από τα όρη Βέρμιο στα δυτικά, Πάικο στα βόρεια και Βόρας στα βορειοδυτικά. Πρόκειτα για την ιστορική περιοχή του Βάλτου των Γιαννιτσών.
Mε βάση τα ιστορικά δεδομένα, γύρω στο 500 π.X., το μεγαλύτερο μέρος της πεδιάδας της Kεντρικής Mακεδονίας καλυπτόταν από τη θάλασσα του Θερμαϊκού Kόλπου. Tο 200 π.X. μετά από ηπειρωτικές κινήσεις του εδάφους και από τις προσχώσεις των ποταμών Aλιάκμονα, Aξιού και Eχέδωρου [Γαλλικού] , τα νερά της θάλασσας υποχώρησαν και δημιουργήθηκε λιμνοθάλασσα. Mετά από 600 χρόνια, σταδιακά, διαμορφώθηκε η λεγόμενη λίμνη των Γιαννιτσών, ή Βάλτος η οποία είχε ως μόνη διέξοδο των νερών της την κοίτη του ποταμού Λουδία.
Ο Βάλτος αυτός ήταν μια αβαθής λίμνη γεμάτη καλαμιώνες που εκτεινόταν περίπου στο χώρο μεταξύ Γιαννιτσών – Κρύας Βρύσης – Αγίας Μαρίνης – Νησίου – Ν. Μοναστηρίου και Παραλίμνης και επικοινωνούσε με τη θάλασσα μέσω του Λουδία ποταμού. Ως το 1933 η λίμνη - βάλτος των Γιαννιτσών είχε μεγάλη έκταση λόγω της τροφοδότησης από τους ποταμούς Mογλενίτσα [Aνω Λουδία], Bόδα [Eδεσσαίο], Aραπίτσα, Μπαλίτσα καθώς και μικρότερα ρέματα του Πάικου. Tο υψόμετρό της ήταν 5 μ., ενώ κυρίως έκτασή της έφθανε τα 10.000 στρέμματα. Tο υπόλοιπο της λίμνης (340.000 στρέμματα) αποτελείτο από ελώδη τέλματα. Σε πολλά σημεία της ήταν αβαθής και οι άνθρωποι μπορούσαν να κυκλοφορούν με τα πόδια στις άκρες της. Eξαιτίας της πυκνής βλάστησης, το 1928 το μεγαλύτερο ποσοστό των μαθητών των Γιαννιτσών έπασχε από ελονοσία. H κίνηση μέσα στη λίμνη γινόταν με τις "πλάβες", τα πλωτά μέσα της εποχής. Oι αλιείς είχαν κατασκευάσει καλύβες ανάμεσα στα καλάμια για να διευκολύνουν την εργασία τους.
Η ζωή μέσα
στη λίμνη
ήταν αληθινό
μαρτύριο. Το
καλοκαίρι η
ελονοσία
οργίαζε. Το
χειμώνα τα
νερά πολλές
φορές
πάγωναν. Το
κλίμα ήταν
πάντοτε βαρύ
και υγρό. Ο
βούρκος
ανέδυε
αναθυμιάσεις
και
αποπνικτικές
μυρουδιές.
Την απέραντη
αυτή λίμνη
με το
πλούσιο βυθό
της
εκμεταλλεύονταν
οι ψαράδες.
Για την
άφθονη
φυτεία και
το πλήθος
των
πουλερικών
κατέβαιναν
στο Βάλτο
πολλές φορές
οι κάτοικοι
των γύρω
χωριών αλλά
και για να
κόψουν το
χρήσιμο
ραγάζι και
για τις
βδέλλες που
πουλούσαν
στο
εξωτερικό.
Με τα
καλάμια και
το ραγάζι
έφτιαχναν
ψάθες για τα
πατώματα,
καλάθια,
σκέπαζαν τις
στέγες των
σπιτιών,
γέμιζαν τα
σαμάρια κλπ.
Οι ψαράδες
της περιοχής
δεν
μπορούσαν να
γυρίσουν στα
χωριά τους
την ίδια
μέρα γι αυτό
το λόγο
κατασκεύαζαν
καλύβες μέσα
στη λίμνη. Η
κατασκευή
τους ήταν
πρόχειρη και
εξυπηρετούσε
τις ανάγκες
τους. Η
συγκοινωνία
στη λίμνη
ήταν πολύ
δύσκολη. Τα
καλάμια
έφραζαν το
δρόμο και
ελάχιστα
μονοπάτια
υπήρχαν. Οι
χωρικοί με
δρεπάνια
έκοβαν τα
ραγάζια για
να ανοίγουν
δρόμο και να
μπορούν να
κυκλοφορούν
με τις
πλάβες τους.
Τη λίμνη την
εκμεταλλεύονταν
οι χωρικοί
της περιοχής,
όμως
αναγκάστηκαν
να την
εγκαταλείψουν
όταν άρχισαν
οι
συγκρούσεις
Ελλήνων και
Βουλγάρων.
Όπως
περιγράφει η
Πηνελόπη
Δέλτα στο
αριστούργημά
της Στα
μυστικά του
Βάλτου, «η
Λίμνη ήταν
αρκετά
κατοικημένη,
όχι μόνιμα,
αλλά από
χωρικούς που
από τα
περίχωρα
έμπαιναν στα
νερά της για
ψάρι, κυνήγι
ή για να
κόψουν
καλάμια και
ιδίως ραγάζι,
ένα χόρτο
που φύτρωνε
στο Βάλτο
και με το
οποίο
σκέπαζαν τις
στέγες των
σπιτιών,
γέμιζαν τα
σαμάρια,
έπλεκαν
ψάθες για το
πάτωμα και
άλλα. Επίσης
η λίμνη ήταν
γεμάτη από
βδέλλες και
οι χωρικοί
τις
πουλούσαν
στο
εξωτερικό. Η
βλάστηση της
λίμνης ήταν
πλουσιότατη.
Καλάμια
παντού, που
πετάγονταν
ως τέσσερα
μέτρα ψηλά,
τοίχος
πράσινος το
καλοκαίρι,
κίτρινος και
ξερός το
χειμώνα,
σκεπάζοντας
με το
σφύριγμα και
το
μουρμούρισμα
του κάθε
ύποπτο
ψίθυρο».
Με θέση στρατηγικής σημασίας, καθώς από δίπλα της περνούσαν οι δρόμοι που οδηγούσαν από την Θεσσαλονίκη στα Γιαννιτσά, την Έδεσσα, την Νάουσα και την Δυτική Μακεδονία η συμβολή της στον Μακεδονικό αγώνα υπήρξε σημαντική. Ο τούρκικός στρατός δεν κατάφερε ποτέ να θέσει υπό τον έλεγχό του την λίμνη αλλά εισέπραττε φόρους απ΄ τους ψαράδες όταν αυτοί επέστρεφαν στη στεριά. Οι Βούλγαροι αντίθετα , το 1903 μετά την εξέγερση στο Ίλιντεν , βρήκαν καταφύγιο στη λίμνη, κατέλαβαν τις καλύβες των ψαράδων και πήραν τον έλεγχο της. H στρατηγική της θέση, ώθησε τους Bουλγάρους στην επιλογή της ως κέντρο των εξελίξεων. Έτσι, μετατράπηκε σε ανεξάρτητο κομιτατζήδικο βασίλειο, "εγκατεστημένο" στην καρδιά του Bιλαετιού της Θεσσαλονίκης.
Για πολύ καιρό οι Βούλγαροι κομιτατζήδες τρομοκρατούσαν ανεξέλεγκτα τους χωρικούς και όσοι Έλληνες προσπάθησαν να διεισδύσουν στη λίμνη συνάντησαν δυσκολίες. Το 1905 κάποια Ελληνικά σώματα κατάφεραν να εγκατασταθούν στη λίμνη αρχίζοντας έτσι μια μάχη για τον έλεγχό της. Σ' αυτό το δύσκολο περιβάλλον πολέμησαν οι Έλληνες αντάρτες και παρεμπόδισαν την βουλγαρική απειλή. Ο πρώτος οπλαρχηγός που μπήκε στο βάλτο για να προστατέψει τους ψαράδες από την τρομοκρατία των κομιτατζήδων ήταν ο Τζόλας Περήφανος από το Γιδά με ολιγομελές σώμα από ντόπιους. Ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που μπαίνει στο βάλτο είναι ο Κωνσταντίνος Μπουκουβάλας και ακολουθούν ο Δεμέστιχας, ο Παπατζανετέας, ο Σάρρος και φυσικά ο ιδανικός ήρωας καπετάν Άγρας (Τέλλος Αγαπηνός). Σημαντικότατη είναι η προσφορά του καπετάν Γκόνου, σλαβόφωνου από τα Γιαννιτσά, που λόγω της οικειότητας που είχε με το βάλτο αποκαλούνταν «το στοιχειό του Βάλτου» και που σκοτώθηκε από τους Τούρκους στη σκάλα του Νησιού λίγο πριν ξαναμπεί στον βάλτο. Μετά την αναχαίτιση των Βουλγάρων στο Βάλτο σιγά- σιγά ο αγώνας ατονεί και φτάνουμε στο 1908 όπου μετά την επικράτηση των Νεότουρκων αποσύρονται τα ελληνικά σώματα και επικρατεί μια επίπλαστη συναδέλφωση.
Ο καπετάν Άγρας και ο καπετάν Νικηφόρος στη λίμνη των Γιαννιτσών |
H λίμνη των
Γιαννιτσών
είναι
ιδιαίτερα
γνωστή γιατί
στα σπλάχνα
της
εκτυλίχθηκε
η περίφημη
μάχη των
Γιαννιτσών,
η
σημαντικότερη
μάχη του Α'
Βαλκανικού
Πολέμου.
Ξεκίνησε
στις 19
Οκτωβρίου
1912 με τον
Ελληνικό
Στρατό να
επιτίθεται
από τα
δυτικά κατά
των
Τουρκικών
δυνάμεων στα
Γιαννιτσά
και μετά από
διήμερο
σκληρό αγώνα
να
αναδεικνύεται
νικητής. Σε
μια από τις
πιο
αιματηρές
μάχες του
πολέμου, και
ίσως τη
σημαντικότερη,
ο Ελληνικός
Στρατός
επιδεικνύει
την
στρατηγική
του
ανωτερότητα
και παρά τις
αντίξοες
καιρικές
συνθήκες,
περνάει μέσα
από τη Λίμνη
των
Γιαννιτσών
και θερίζει
τις
Τουρκικές
δυνάμεις που
οπισθοχωρούν,
προς τη
Θεσσαλονίκη,
μετά και το
νέο της
περικύκλωσής
τους από τα
νότια. Η
οπισθοχώρηση
που διέταξε
ο Ταξίν
Πασάς
εξελίχθηκε
σε άτακτη
φυγή μέσα
στους
λασπωμένους
δρόμους,
αφήνοντας
πίσω το
μεγαλύτερο
μέρος του
πολεμικού
υλικού του
Τουρκικού
Στρατού και
3000 νεκρούς,
έναντι 188
από τη μεριά
των Ελλήνων.
Ιδιαίτερη η
συμβολή του
Ελληνικού
Πυροβολικού,
το οποίο
κατάφερε και
υπερσκέλισε
το
αντίστοιχο
πανίσχυρο
Τουρκικό.
Η απελευθέρωση των Γιαννιτσών
είχε διπλό
νόημα:
θεωρούνταν
ιερή πόλη
των Τούρκων,
λόγω της
μακρόχρονης
παράδοσης
και των
οθωμανικών
μνημείων που
βρίσκονταν
σε αυτή, και,
φυσικά,
σήμανε
ουσιαστικά
τα προεόρτια
της
απελευθέρωσης
της
Θεσσαλονίκης
λιγότερο από
μια εβδομάδα
μετά, στις
26 Οκτωβρίου
του 1912,
ανήμερα του
Αη-Δημήτρη
και την
τελική νίκη
της Ελλάδας
στον Α'
Βαλκανικό
Πόλεμο.
Η έλευση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και η ανάγκη για καλλιεργήσιμη γη, σε συνδυασμό με την ελονοσία που μάστιζε την ύπαιθρο πριν την ανακάλυψη του DDT που την εξάλειψε, οδήγησαν στην απόφαση για την αποξήρανση της λίμνης. Το 1928 η λίμνη αντιμετώπισε τις μπουλντόζες και τις αντλίες... Για την αποξήρανσή της κατασκευάστηκε περιφερειακή διώρυγα συνολικού μήκους 39 χλμ., η λεγόμενη "Τάφρος 66", η οποία ξεκινά ανατολικά της Έδεσσας και φτάνει ανατολικά της Βέροιας, όπου συμβάλλει στον Αλιάκμονα. Με τη διώρυγα αυτή, όπου διοχετεύτηκαν τα υδάτινα ρεύματα που τροφοδοτούσαν τη λίμνη, με την αλλαγή της κοίτης του Λουδία και με ένα εκτεταμένο σύστημα διωρύγων και υδραυλικών έργων, η λίμνη αποξηράνθηκε.
Η βυθοκόρος "Αξιός", που χρησιμοποιήθηκε για την αποξήρανση. |
Το οριστικό τέλος για τη λίμνη των Γιαννιτσών ήρθε το 1936 με την ολοκλήρωση των έργων αποξήρανσης της. Όλα είχαν τελειώσει. H λίμνη άφησε την τελευταία της πνοή... Κανείς δεν την αναζήτησε ξανά... Χωράφια εύφορα, άφθονη γεωργική παραγωγή, ευημερία και πλούτος στην περιοχή ενώ τα πουλιά που κούρνιαζαν στους καλαμιώνες του βάλτου έφυγαν για πάντα. Με την αποξήρανσή της η λίμνη άφησε πίσω της 288.750 στρέμματα γης, τα οποία μοιράστηκαν στους ακτήμονες, κυρίως πρόσφυγες Μικρασιάτες και Θρακιώτες, φέρνοντας έτσι μεγάλη ανάπτυξη στις γύρω περιοχές.
Πέρασαν σχεδόν ογδόντα χρόνια, αμφίβολο αν υπάρχουν ακόμα στη ζωή ηλικιωμένοι κάτοικοι της περιοχής που τη θυμούνται... Και πέρυσι η "Τάφρος 66" που από το 1936 αποστραγγίζει τη λίμνη γέμισε νεκρά ψάρια... Τα απόβλητα που ρίχνουν οι βιομηχανίες της περιοχής καθώς και τα λιπάσματα από τα γύρω χωράφια σκοτώνουν ότι απέμεινε... Το ρυπαντικό φορτίο της Τάφρου 66 ισοδυναμεί με αυτό μιας πόλης 600.000 κατοίκων!
Πηγές: http://www.pellanet.gr/index.php?com=page&item=22
http://local.e-history.gr/pages/viewpage.action?pageId=11929904