Αρχική

     Εισαγωγή

     Ανατολική Θράκη

     Η ζωή στην Ανατολική Θράκη

     Το Τσακήλι [Πετροχώρι]   της επαρχίας Μετρών [Τσατάλτζας]

      Στη νέα Πατρίδα

    Κήδεια Προύσας

    Επίλογος

     Βιβλιογραφία

     Video

 

Website counter

Αρχική

·       ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Καφενείο Γιώργη Μαυρογιαννίδη: http://palaifyto.blogspot.gr/

        Στα πρώτα χρόνια κυριαρχούσε αμοιβαία προκατάληψη και ψυχρότητα μεταξύ των Θρακιωτών και των Μικρασιατών. Οι κοινωνικές σχέσεις διακρίνονταν από καχυποψία και επιφυλακτικότητα, ενώ και οι συγχρωτισμοί ήταν σπάνιοι. Οι παρεξηγήσεις και οι διενέξεις δεν σπάνιζαν. Σε εκδηλώσεις, χορούς και γλέντια έβρισκαν αρκετές φορές την αφορμή να εκφράσουν την υποβόσκουσα αντιπάθειά τους. Οι γεροντότεροι ως πιο κλειστοί ή συντηρητικοί συμβούλευαν τους νεότερους να μην συναναστρέφονται με άτομα διαφορετικής "ράτσας". Αναπόφευκτα στην πρώτη γενιά οι γάμοι γίνονταν μόνο μεταξύ νέων κοινής καταγωγής. Οι Θρακιώτες ένοιωθαν ανώτεροι κοινωνικά, ήταν μορφωμένοι, φορούσαν ευρωπαϊκά ρούχα και οι γυναίκες τους φουστάνια και χαρακτήριζαν τους Μικρασιάτες οπισθοδρομικούς. Οι Μικρασιάτες ένοιωθαν υποδεέστεροι και ως ενδυμασία προτιμούσαν τις μικρασιατικές παραδοσιακές βράκες.
          Η μεγάλη μεταστροφή στη συμπεριφορά τους ήρθε κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και της γερμανικής κατοχής (1940-1944), όταν έζησαν, πολέμησαν και ζυμώθηκαν μαζί, κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Οι κοινές δυσκολίες, ο πόνος, τα βάσανα λειτούργησαν ως ενοποιητικός παράγοντας, ενώ οι αντιθέσεις αμβλύνθηκαν και υποχώρησαν.
          Tα συμφέροντα, οι καημοί, η κοινή μοίρα, οι αισθηματικές σχέσεις των νέων παιδιών αλλά και οι γάμοι που ακολούθησαν, συνέβαλαν τάχιστα στη διαδικασία της όσμωσης, που επετεύχθη σταδιακά. Η αποκατάσταση των τεταμένων, εν μέρει, σχέσεων επέφερε αρμονική και ειλικρινή συμβίωση με απτά και ορατά αποτελέσματα σε πολλούς τομείς.
 

  • ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ - ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ 

Το καφενείο του Φάνιου

         Στο χωριό υπήρχαν αρκετά καφενεία, όπου σύχναζαν οι άντρες, για καφέ, τσίπουρο, χαρτιά και τάβλι. Τα πρώτα καφενεία που άνοιξαν ήταν του Βοϊτσίδη Χαρίλαου, του Γρηγοράσκου Θεοχάρη, του Καραμπινάκη Ζαφείρη, του Κανελιάδη Αγγελάκη, του Βοϊτσίδη Σκλήπου, του Κουτσουρά Φάνιου, του Μαυρογιαννίδη Γιώργη, ο οποίος μαζί με τους γιους του Θόδωρο, Δημητρώ και Ιορδάνη διατηρούσαν ταυτόχρονα καφενείο, μπακάλικο και ταβέρνα. Η ταβέρνα τους είχε πίστα για χορό και στη διάρκεια του πανηγυριού, αλλά και σε άλλες γιορτές έφερναν όργανα και τραγουδίστριες – τις ντιζέζ όπως τις αποκαλούσαν – και γινόταν φοβερά γλέντια. Άλλο μαγαζί, που κι αυτό έφερνε τραγουδίστριες, ήταν της Χαριτίδου Μελούδας και του γιου της Αχιλλέα, το οποίο είχε και τζουκ μποξ. Αργότερα, τη δεκαετία του 70, ήρθε η μόδα της καφετέριας. Την πρώτη καφετέρια άνοιξε ο Βασίλης Δελόγλου και ακολούθησαν μερικά χρόνια αργότερα ο Αλμυρός Οδυσσέας, ο Προύμας Νίκος, ο Χαριτίδης Γιάννης κ.α.
      Από το χωριό το καλοκαίρι, ιδιαίτερα την περίοδο του πανηγυριού, περνούσαν διάφοροι περιοδεύοντες θίασοι, που έδιναν παραστάσεις στο χώρο της Αγροτολέσχης. Επίσης το χωριό διέθετε και κινητό κινηματογράφο. Το καλοκαίρι, κάτω από τη δροσιά της κληματαριάς του Γρηγοράσκου, ο Κυρλής Στέλιος πρόβαλε όλες τις επιτυχίες της εποχής και γινόταν το αδιαχώρητο από προσέλευση κοινού. Το χειμώνα η προβολή γινόταν σε διάφορα καφενεία. Τη δεκαετία του 70 ο Ποδοπάνης Στέλιος έχτισε μόνιμο κινηματογράφο, ο οποίος όμως δεν γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία, λόγω της τηλεόρασης που άρχισε να εισβάλλει στα σπίτια και της παρακμής του ελληνικού κινηματογράφου.
          Κάθε Κυριακή γινόταν η γνωστή βόλτα-νυφοπάζαρο, η οποία ξεκινούσε από το κέντρο του χωριού και κατέληγε τα πιο παλιά χρόνια στη διασταύρωση των Γαλατάδων, όπου ο Γιαπουτζής Χρήστος διατηρούσε καφενείο και ορισμένες Κυριακές έφερνε όργανα και τραγουδίστριες. Αργότερα η βόλτα έφτανε μέχρι τη στάση του χωριού, όπου ο Κουδέρης Γρηγόρης είχε καφενείο, το οποίο διέθετε και τζουκ μποξ.

Ρακοκάζανα

Καθάρισμα κοζάδων

      Τις δυο βδομάδες που διαρκούσαν οι αποκριές οι μεγάλοι τα βράδια ντύνονταν καρναβάλια, φορώντας διάφορα παλιά ρούχα και γυρνούσαν τα βράδια σε όλο το χωριό, επισκέπτονταν φίλους και συγγενείς για να τους αναγνωρίσουν και να τους κεράσουν. Τα παιδιά ντύνονταν καρναβάλια τη μέρα και την Τσικνοπέμπτη ήταν έθιμο να πηγαίνουν στο σχολείο μασκαρεμένοι. Μεγάλοι και μικροί για αρκετές δεκαετίες αναβίωναν το έθιμο της Τζαμάλας. Στήνανε μια ξύλινη καμήλα, τη στηρίζανε από κάτω με το σώμα τους και γύριζαν σε όλο το χωριό. Ο καμηλιέρης, με μουτζουρωμένο πρόσωπο, την τραβούσε από το σχοινί, περνούσαν από τα σπίτια και μάζευαν αυγά και χρήματα.
        Η διασκέδαση νέων και μεγαλύτερων τα παλιά χρόνια γινόταν στα σπίτια, όπου μαζεύονταν, είτε σε ονομαστικές γιορτές, είτε για καθάρισμα κοζάδων, είτε για απλό νυχτέρι. Έπιναν κρασί, έλεγαν ανέκδοτα, κι όταν έρχονταν στο κέφι έφερναν ακορντεόν ή γκάϊντα, τραγουδούσαν και χόρευαν. Αργότερα γίνονταν χοροεσπερίδες στα καφενεία και στην Αγροτολέσχη.

Ο γάμος των γονιών μου

Ο γάμος του θείου μου Νίκου Χουρμουζιάδη

         Άλλη μια ευκαιρία για διασκέδαση ήταν και οι γάμοι, όπου ήταν καλεσμένο όλο το χωριό. Τα πολύ παλιά χρόνια οι γάμοι γίνονταν στο σπίτι, αργότερα άρχισαν να γίνονται στην εκκλησία. Τα στέφανα ήταν της εκκλησίας και ήταν αυτά που είχαν φέρει από το Τσακήλι. Η νύφη μια βδομάδα πριν από το γάμο στόλιζε την προίκα, την οποία επιδείκνυε σε όλο το χωριό. Την Πέμπτη ή την Παρασκευή ερχόταν οι φίλοι του γαμπρού για να πάρουν την προίκα και έφερναν το νυφικό, που το αγόραζε ή το νοίκιαζε ο γαμπρός. Το κάλεσμα στο γάμο γινόταν την Τετάρτη με κουφέτα, τυλιγμένα σε κόκκινη ζελατίνα. Από βραδύς, έπαιρναν όργανα και έκαναν το γλέντι του γάμου στο σπίτι, χωριστά η νύφη και χωριστά ο γαμπρός. Αν ο γαμπρός τολμούσε και πήγαινε στο γλέντι της νύφης, του μουτζούρωναν το πρόσωπο.
         Τη μέρα του γάμου ερχόταν οι φίλες της νύφης και τη βοηθούσαν να ντυθεί. Όταν φορούσε τα παπούτσια της προσποιούνταν ότι δεν της έμπαιναν για να βάλει ο πατέρας της νύφης χρήματα στα παπούτσια. Στο παπούτσι της από κάτω οι ελεύθερες κοπέλες έγραφαν το όνομά τους και όποιο όνομα έσβηνε εκείνη η κοπέλα θα παντρευόταν σύντομα. Την ίδια ώρα οι φίλοι του γαμπρού - τα μπρατίμια – τον ξύριζαν και τον βοηθούσαν να ντυθεί. Μετά αφού χόρευαν στο σπίτι του γαμπρού, ξεκινούσαν με τα όργανα να πάνε στο σπίτι του κουμπάρου. Αφού χόρευαν και στο σπίτι του κουμπάρου, ξεκινούσαν όλοι μαζί για το σπίτι της νύφης. Όταν έφταναν στο σπίτι της νύφης, έβρισκαν την πόρτα κλειστή και ο κουμπάρος αναγκαζότανε να «ασημώσει» τις φίλες της νύφης για να τον αφήσουν να περάσει. Στο χορό του Ησαΐα πετούσαν στο ζευγάρι ρύζι, κουφέτα και πολλές φορές μικρά κέρματα για να στεριώσουν. Όταν χαιρετούσαν το ζευγάρι τους καρφίτσωναν χρήματα ή χρυσαφικά. Όταν επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού η πεθερά έδινε στη νύφη γλυκό του κουταλιού για να είναι γλυκιά η ζωή τους και της έβαζαν στην αγκαλιά ένα μωρό, κατά προτίμηση αγόρι, για να γεννήσει γρήγορα.
       Την επόμενη Κυριακή, δηλαδή στις «οχτώ» πήγαιναν όλοι μαζί στην εκκλησία για να πάρουν την ειδική ευχή και μετά στο σπίτι του ζευγαριού για να κεραστούν και να φιλέψουν τους κουμπάρους. Όταν η γυναίκα γεννούσε έμενε για 40 μέρες κλεισμένη στο σπίτι και μετά πήγαινε με την πεθερά στην εκκλησία για να «σαραντίσει». Μετά την εκκλησία επισκέπτονταν τρία συγγενικά σπίτια. Η βάπτιση του μωρού τα παλιά χρόνια γινόταν συνήθως στα σπίτια. Αργότερα που γίνονταν στην εκκλησία η μητέρα του μωρού δεν παρευρίσκονταν στη βάφτιση. Περίμενε στο σπίτι να έρθουν τα παιδιά τρέχοντας να της ανακοινώσουν το όνομα του μωρού και να πάρουν το μπαξίσι τους. Αυτός που έφτανε πρώτος έπαιρνε το μεγαλύτερο μπαξίσι. Συνήθως οι γονείς δεν γνώριζαν το όνομα του παιδιού, γιατί υπήρχε συνήθεια οι νονοί να δίνουν στα παιδιά ονόματα των δικών τους συγγενών. Μετά τη βάφτιση πήγαιναν όλοι μαζί στο σπίτι, όπου κερνούσαν γλυκά και φίλευαν τους κουμπάρους.

1950 - Πανηγύρι

1959 - Αποκριές

  • ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

Οι αναμνήσεις δεν χάνονται ποτέ. Οι Χαμένες Πατρίδες δεν ξεχνιούνται, όσο μακριά κι αν είναι. Άλλο τόσο όμως δεν ξεχάστηκαν τα ήθη και τα έθιμα.  Η μοναδική αυτή ένωση του τότε και του τώρα. Η γλυκιά χαρά που ένωνε τους ανθρώπους στα πατρικά χώματα. Πολλά από τα έθιμα που είχαν οι πρόσφυγες στην πατρίδα τους, τα διατήρησαν για πολλές δεκαετίες και στη νέα τους πατρίδα, πέρασαν από γενιά σε γενιά και ορισμένα μάλιστα τα συναντάμε μέχρι σήμερα. Παρακάτω θα αναφέρουμε συνοπτικά μερικά από τα έθιμα που έχουν επιβιώσει ως τις μέρες μας.

Τα κάλαντα. Παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων τα παιδιά περνούσαν από όλα τα σπίτια του χωριού και τραγουδούσαν τα κάλαντα. Οι νοικοκυρές τους έδιναν γλυκά, αυγά ή χρήματα. Και σήμερα τα παιδιά συνεχίζουν να λένε τα κάλαντα, όχι όμως τα Φώτα.

 Τα εδέσματα. Σε κάθε γιορτή οι νοικοκυρές έψηναν και διαφορετικές πίτες. Τα Χριστούγεννα ετοίμαζαν το σαραγλί , δηλαδή κολοκυθόπιτα γλυκιά με κίτρινο κολοκύθι, τυλιχτή για να θυμίζει το φάσκιωμα του Χριστού. Την Πρωτοχρονιά έψηναν τις βασιλόπιτες, μέσα έβαζαν ένα νόμισμα και όποιος το τύχαινε ήταν ο τυχερός της χρονιάς. Το δε Πάσχα έψηναν  τα τσουρέκια. Έκαναν και κουρούνες για τα παιδιά  και τα βαφτιστήρια τους, δηλαδή μικρό τσουρέκι σε πλεξίδα με ένα κόκκινο αυγό στην άκρη του. Των Αγίων Σαράντα έψηναν λαλαγκάκια, τις Απόκριες γκιουζλεμέδες και αργότερα κανταΐφι και της Αναλήψεως έφτιαχναν γαλατόπιτα. Όλα αυτά τα έθιμα διατηρούνται μέχρι σήμερα.

Τα Φώτα. Την παραμονή των Φώτων  οι νονές ετοίμαζαν το φωτίκι για να το στείλουν στα βαφτιστήρια. Το φωτίκι ήταν ένα σχοινί, όπου ήταν περασμένα σύκα, δαμάσκηνα, χουρμάδες, μήλα  και κανένα νόμισμα -δεκάρα- και ήταν δεμένο στις άκρες. Ανήμερα τα Φώτα, μετά τη λειτουργία, όλο το χωριό πήγαινε στο ποτάμι, όπου ο παπάς έριχνε το Σταυρό.  Παιδιά και νέοι βουτούσαν να τον πιάσουν. Σήμερα και τα δυο έθιμα έχουν εκλείψει.

Πρωτομαρτιά. Την πρώτη του Μάρτη οι αρραβωνιασμένες έδεναν στο χέρι ή στο λαιμό των παιδιών το "μάρτη", μια  ασπροκόκκινη κλωστή τυλιγμένη, για να μη μαυρίσουν από τον ανοιξιάτικο ήλιο. Το έθιμο παραμένει μέχρι σήμερα.

         Ευαγγελισμός. Αυτή τη μέρα υπήρχε έθιμο να τρώνε ψάρι ή μπακαλιάρο σκορδαλιά. Ανήμερα του Ευαγγελισμού το βράδυ, τα μεγάλα παιδιά του δημοτικού μαζί με τους δασκάλους τους έκαναν λαμπαδηφορία σε όλο το χωριό. Κρατούσαν ένα ξύλο στην άκρη του οποίου υπήρχε έκα κουτάκι, που είχε μέσα άμμο και πετρέλαιο και άναβαν φωτιά. Το έθιμο της λαμπαδηφορίας πηγάζει από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Οι Έλληνες που θέλανε να μεταφέρουνε το μήνυμα της επανάστασης, "σκαρφίστηκαν" την ιδέα της Λαμπαδηφορίας. Έτσι ο λαός διέδωσε το μήνυμα. Ήταν ένα πολύ όμορφο έθιμο, που έχει εκλείψει και το οποίο οι μεγαλύτεροι θυμόμαστε με νοσταλγία.

Λαμπαδηφορία

Το κάψιμο του Οβριού – Πάσχα 2014

Ο Οβριός. Το βραδάκι της Μεγάλης Παρασκευής τα παιδιά μάζευαν πολλά ξύλα, άναβαν μεγάλη φωτιά στο περίβολο της εκκλησίας και έκαιγαν τον Οβριό, το ομοίωμα δηλαδή του Ιούδα. Το έθιμο έχει τις ρίζες του στο Τσακήλι και συνεχίζει να αναβιώνει αναλλοίωτο κάθε χρόνο την Μεγάλη Παρασκευή στο Παλαίφυτο.

Πρωτομαγιά. Την πρωτομαγιά μάζευαν λουλούδια και έφτιαχναν στεφάνια, τα οποία κρεμούσαν πάνω από την πόρτα του σπιτιού και τα διατηρούσαν μέχρι του Αγιαννιού, που τα έκαιγαν στην «πλάνη». Επίσης την πρωτομαγιά συνήθιζαν να πηγαίνουν μεγάλες παρέες, στην αρχή με τα κάρα και μετά με τα αυτοκίνητα, στην εξοχή. Για πολλά χρόνια ο προσφιλής χώρος, όπου πήγαιναν οι Παλαιφυτιανοί την πρωτομαγιά, ήταν οι πηγές της Αραβησσού. Εκεί υπήρχαν πολλά δέντρα και νερά, έπαιρναν μαζί το φαγητό τους, έτρωγαν, έπιναν, διασκέδαζαν.

       Ο Κλήδονας. Την παραμονή τ’ Αγιαννιού έκαναν τον κλήδονα. Στον κλή-δονα πιστεύουν ότι μαντεύουν τα μυστικά της τύχης των κοριτσιών, που ενδιαφέρονται να τη μάθουν. Την παραμονή της γιορτής, το βράδυ, δύο κοπέλες μετέφεραν από τη βρύση το αμίλητο νερό, χωρίς δηλαδή να μιλούν καθόλου. Σκέπαζαν κατόπιν το δοχείο που είχε το νερό αυτό με κλαδιά από δέντρα και αφού έριχναν μέσα διάφορα αντικεί­μενα (κουμπιά, καρφίτσες, νομίσματα, μικρά κοσμή­ματα), που τα λένε ριζικάρια -γιατί από αυτά βγαίνει το ριζικό, δηλαδή η μοίρα, κάθε κοπέλας- το άφηναν ολόκληρη τη νύχτα στο ύπαιθρο. Εκεί το έβλεπαν τα αστέ­ρια κι έρχονταν οι μοίρες, για να του δώσουν την ευλογία τους. Το πρωί της γιορτής, μετά τη λειτουργία, ανοίγονταν ο κλήδονας. Κάποιο παιδί έβγαζε τα ριζικάρια ένα-ένα και οι κοπέλες τραγουδούσαν διάφορα δίστιχα, που το καθένα ήταν αφιερωμένο στην κοπέλα που ανήκε το αντικείμενο που θα έβγαινε αμέσως με­τά. Από τον συσχετισμό του αντικειμένου με το τραγούδι έβγαινε η μαντεία γι’ αυτήν. Είναι όμορ­φα και γουστόζικα, επαινετικά ή σατιρικά τα δίστιχα αυτά και αποτελούν ένα μέρος από τα δημο­τικά μας τραγούδια.

Ο κλήδονας

Οι φωτιές τ’ Αγιαννιού

          Επίσης, τ’ Αγιαννιού την παραμονή το βράδυ άναβαν φωτιά, την «πλάνη», στα σταυροδρόμια και την πηδούσαν τρεις φορές για να έχουν την υγεία τους. Στη φωτιά έριχναν τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια και τον «μάρτη» των παιδιών. Το έθιμο κου κλήδονα τελούνταν στο Παλαίφυτο μέχρι τη δεκαετία του πενήντα. Εγώ δεν έχω μνήμες από αυτό το έθιμο, άκουγα όμως από τη μητέρα μου πως όταν ήταν κοπέλα έβαζαν τον κλήδονα. Τώρα το έθιμο έχει πλέον εκλείψει. Αυτό που συνεχίζεται μέχρι σήμερα είναι το άναμμα της φωτιάς της λεγόμενης "πλάνης".

Η Βαρβάρα. Ανήμερα της γιορτής της Αγίας Βαρβάρας - στις 4 Δεκεμβρίου - οι νοικοκυρές συνήθιζαν να ετοιμάζουν τη "βαρβάρα", βράζοντας στάρι και προσθέτοντας διάφορους καρπούς (καρύδια, μύγδαλα, ρόδια, σταφίδες) ή φρούτα ψιλοκομμένα και μπόλικα μυρωδικά, όπως κανέλα και την έστελναν σε γείτονες, συγγενείς και φίλους και αυτοί τους ανταπέδιδαν το ίδιο. Το έθιμο αυτό διατηρείται μέχρι τις μέρες μας στο Παλαίφυτο και οι περισσότερες νοικοκυρές φτιάχνουν και σήμερα τη "βαρβάρα".

 

  • ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ

        1971 - Πρωτομαγιά στην Αραβησσό

1977 - ο παππούς και οι γιαγιάδες

          Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η γερμανική κατοχή και ο εμφύλιος που ακολούθησε συντάραξαν τις τοπικές κοινωνίες. Από την κοινότητα Παλαιφύτου επιστρατεύτηκαν 119 άντρες μέχρι 40 χρονών που πολέμησαν στο μέτωπο στα βουνά της Αλβανίας. Επίσης επιτάχθηκαν όλα τα κάρα και τα ζώα [άλογα και μουλάρια] του χωριού. Όταν τελείωσε ο πόλεμος ευτυχώς επέστρεψαν οι 118 άντρες. Το Παλαίφυτο είχε μόνο ένα θύμα πολέμου τον Ιωάννη Λωρίδα και δύο σοβαρά τραυματίες τον Μπαμπάνη Λάζο και τον Γκιούρο Διαμαντή. Προς τιμήν του νεκρού πολεμιστή το κοινοτικό συμβούλιο έδωσε το όνομά του στην οδό που ήταν το σπίτι του. Στους αναπήρους και στα θύματα του πολέμου δόθηκαν συντάξεις και άδειες περιπτέρου. Κατά τη διάρκεια της κατοχής 1941-1944 αρκετοί κάτοικοι από μεγάλες πόλεις φιλοξενήθηκαν από οικογένειες στο Παλαίφυτο και έτσι σώθηκαν και δεν πέθαναν από την πείνα. Επίσης όταν έκλεισε το ορφανοτροφείο της Θεσσαλονίκης δεκατρία ορφανά φιλοξενήθηκαν από οικογένειες του χωριού.

         Σημαντική ήταν επίσης η συμμετοχή των κατοίκων του Παλαιφύτου στην Εθνική Αντίσταση ενάντια στους κατακτητές. Πολλοί χωριανοί, ανάμεσά τους τα αδέρφια του παππού μου Λευτέρης και Χριστόφορος Χουρμουζιάδης, κατατάγηκαν στο 30ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ που δρούσε στο Πάικο και που σύμφωνα με την υπεύθυνη γνώμη δυο πολεμάρχων της εθνικής αντίστασης, του στρατιωτικού αρχηγού του ΕΛΑΣ στρατηγού Στέφανου Σαράφη και του καπετάνιου της ομάδας μεραρχιών Μακεδονίας Μάρκου Βαφειάδη, ήταν από τα μαχητικότερα και καλύτερα οργανωμένα συντάγματα του ΕΛΑΣ. Ο  Χριστόφορος μαζί με τον Ναουσαίο Βαγγέλη Βαδενλή τραυματίστηκαν στις 7 Απριλίου 1944 μετά από μια φονική μάχη στην Περίκλεια της Αριδαίας. Οι Γερμανοί ανακάλυψαν τους δυο τραυματίες και όλη η θηριωδία τους για τη ζημιά που πάθανε ξέσπασε σ’ αυτούς. Αφού τους αποτελείωσαν τους κρέμασαν στα δέντρα στο χωριό Πρόδρομος. Ο παππούς μου Χουρμούζης συμμετείχε στο ΕΑΜ και ανέλαβε δράση σαν πολιτικός καθοδηγητής, με το ψευδώνυμο "Κρίτων". Το 1944 αποχώρησαν οι Γερμανοί και άρχισε ο Εμφύλιος πόλεμος, που διήρκησε μέχρι το 1949, αφήνοντας κι αυτός χιλιάδες νεκρούς. Και το Παλαίφυτο πλήρωσε το φόρο του σε νεκρούς, δεξιούς κι αριστερούς, αλλά και με πολλούς εξόριστους στα ξερονήσια, ανάμεσά τους κι ο παππούς μου Χουρμούζης.

        Η ένδεια, η πείνα, η ανεργία, το μειωμένο αγροτικό εισόδημα, τα εμφυλιοπολεμικά μίση και η περαιτέρω αποδόμηση του κοινωνικού ιστού δημιούργησαν καταθλιπτικό κλίμα, που είχε ως συνέπειες την αστυφιλία στο εσωτερικό και την μετανάστευση σε άλλες χώρες του εξωτερικού, όπως Γερμανία, Βέλγιο, Σουηδία, Η.Π.Α, Καναδάς, Αυστραλία και απανταχού της γης. Το εν λόγω φαινόμενο εντάθηκε, κυρίως, τις δεκαετίες του 1950 και 1960.

    Μετά το 1975 διαπιστώνονται ραγδαίες μεταβολές στις κοινωνικοοικονομικές δομές του Παλαιφύτου. Σχετική ύφεση στο κύμα μετανάστευσης παρατηρείται παράλληλα με τους υψηλούς ρυθμούς παλιννόστησης, που αφορούν, κατά κύριο λόγο, τους Έλληνες που προέρχονται από τις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και επαναπατριζόμενους πρώτης και δεύτερης γενιάς από τις χώρες του Ανατολικού μπλοκ, που είχαν φύγει μετά τη λήξη του εμφύλιου πολέμου. Η γενικότερη πάντως εικόνα της φυσικής κίνησης του αριθμού των κατοίκων αποκαλύπτει μια σταδιακή μείωση του πληθυσμού και, κυρίως, των νέων ηλικιών. Η υπογεννητικότητα που μαστίζει συνολικά τον ελληνικό πληθυσμό, και το ρεύμα της αστικοποίησης που παρατηρείται, κυρίως, προς τα Γιαννιτσά και τη Θεσσαλονίκη, έχουν στερήσει πολύτιμο νεανικό πληθυσμό από την τοπική κοινωνία.

      Τη δεκαετία του 1990, μετά το άνοιγμα των συνόρων,  άρχισαν να έρχονται σαν εργάτες αλβανοί υπήκοοι. Σιγά-σιγά καθώς περνούσαν τα χρόνια έφεραν και τις οικογένειές τους και σήμερα ζουν στο Παλαίφυτο μόνιμα περίπου πενήντα οικογένειες. Έγιναν αποδεκτοί από τους κατοίκους λόγω της εργατικότητάς τους  και ενσωματώθηκαν στην τοπική κοινωνία. Ορισμένοι μεγάλοι και παιδιά βαφτίστηκαν χριστιανοί και έγιναν μάλιστα και γάμοι μεταξύ των συγχωριανών και των υπηκόων αυτών.

                  

Copyright ©  -  Χουρμουζιάδου Δέσποινα 2010