·
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Με την αναχώρηση των Τούρκων, η περιοχή γύρω από το
χωριό μοιράστηκε κλήρος στις οικογένειες των προσφύγων (Μικρασιάτες
και Θρακιώτες). Σε κάθε παλιότερη αλλά και καινούργια
οικογένεια που δημιουργούνταν, δίνονταν γεωργικός κλήρος
σε ξερικά χωράφια, ικανός να συντηρήσει ικανοποιητικά -
για τα μέτρα πάντοτε της εποχής - μια οικογένεια. Ο
παραχωρούμενος κλήρος ποίκιλε ανάλογα με: το μέγεθος της
οικογένειας των προσφύγων, τη δυνατότητα άρδευσης, την
ποιότητα του εδάφους και το είδος της καλλιέργειας. Ο
κλήρος δεν αποτελούσε συνήθως ενιαία έκταση. Έτσι έχουμε
μικρούς κλήρους σε περιοχές του χωριού όπως: τα τσαΐρια,
ο βάλτος, οι μεγάλες διανομές, ο αγιώργης κ.λ.π.
Στην αρχή η διανομή ήταν προσωρινή και έγινε
οριστική μετά από την κτηματογράφηση από την
τοπογραφική. Έτσι για κάθε παντρεμένο άτομο, παρέχονταν
χωράφια έκτασης 16 στρεμμάτων. Για το νιόπαντρο ζευγάρι
δίνονταν αθροιστικά 32 στρέμματα. Σε περίπτωση που
υπήρχε πολύτεκνη οικογένεια, αυτή επιχορηγούνταν με
διπλό μερίδιο γεωργικής γης. Αυτή η κίνηση λειτούργησε
ως κίνητρο για τη δημιουργία πολλών νέων οικογενειών.
Επίσης η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων τους χορήγησε
γεωργικά εργαλεία, όπως άροτρο με υνί για το όργωμα,
σπόρους, λιπάσματα και ένα βόδι για κάθε οικογένεια. Δύο
οικογένειες ένωναν τα βόδια τους για να φτιάξουν ζευγάρι
και αλληλοβοηθούνταν οργώνοντας μαζί τους αγρούς τους.
Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα, όμως οι νεοφερμένοι
κάτοικοι πείσμωσαν, έκαναν την πίκρα της προσφυγιάς
ελπίδα και πάλεψαν, για να δαμάσουν τη νέα γη που τους
προσφέρθηκε. Στην αρχή ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια
σταριού και χρησιμοποίησαν σπόρους που έφεραν από την
πατρίδα τους. Οι σπόροι αυτοί όμως δεν ευδοκίμησαν γιατί
δεν ταίριαζαν στο υγρό κλίμα της περιοχής, κι έτσι η
παραγωγή καταστράφηκε. Τότε η Επιτροπή τους προμήθευσε
με ποικιλίες από την Ιταλία και έτσι είχαν την πρώτη
τους παραγωγή. Τα χωράφια ήταν ξερικά, δεν ήταν δηλαδή
αρδεύσιμα, άρα και οι παραγωγές στην αρχή ήταν μικρές.
Με την πάροδο όμως των χρόνων ανοίχτηκαν γεωτρήσεις,
καθώς το νερό βρισκόταν σε μικρό βάθος, τα χωράφια
αρδεύτηκαν και οι παραγωγές αυξήθηκαν εντυπωσιακά. Ο
πλούσιος κάμπος τους πρόσφερε πλέον απλόχερα τα δώρα του.
Το μόνο πρόβλημα της περιοχής ήταν ο βάλτος των
Γιαννιτσών και τα κουνούπια του, που προκαλούσαν
ελονοσία.
|
Η περιοχή της λίμνης |
Εκεί που σήμερα είναι ο κάμπος, πριν από 80 περίπου
χρόνια, βρισκόταν η λίμνη των Γιαννιτσών. Από την
δημιουργία μέχρι την αποξήρανσή της επηρέασε τους
κατοίκους γύρω της, ενώ η ιστορία της υπήρξε πλούσια
καθώς εκεί διαδραματίστηκε ένα σημαντικό μέρος του
μακεδονικού αγώνα. Το Παλαίφυτο βρισκόταν στα όρια της
λίμνης των Γιαννιτσών.
Οι συνθήκες που συνάντησαν οι πρόσφυγες στο βαλτώδες
αυτό μέρος ήταν τραγικές και η διαβίωση δύσκολη. Η ζωή
μέσα στη λίμνη ήταν αληθινό μαρτύριο. Το καλοκαίρι η
ελονοσία οργίαζε. Το χειμώνα τα νερά πολλές φορές
πάγωναν. Το κλίμα ήταν πάντοτε βαρύ και υγρό. Ο βούρκος
ανέδυε αναθυμιάσεις και αποπνικτικές μυρουδιές. Λόγω του
αποδεκατισμού του πληθυσμού από την ελονοσία και της
επιτακτικής ανάγκης για αποκατάσταση των προσφύγων, το
Ελληνικό κράτος αποφάσισε την αποξήρανση της λίμνης και
το 1927 υπέγραψε Συμφωνία με την αμερικανική εταιρεία
«Foundation Company», που ανέλαβε να πραγματοποιήσει το
μεγαλόπνοο, για την ευρύτερη περιοχή, έργο. Παράλληλα, η
ίδια εταιρεία κατασκεύασε και τη μεγάλη γέφυρα του Αξιού
ποταμού το 1933. [Η γέφυρα αυτή, που είχε
μήκος 560 μέτρα και πλάτος 5 μέτρα, υπέστη σοβαρές
ζημιές από Άγγλους σαμποτέρ το 1941. Επισκευάστηκε από
τους Γερμανούς, που την ανατίναξαν με τη σειρά τους
καθώς υποχωρούσαν το 1944. Το 1945 κατασκευάστηκε από
τους Άγγλους γέφυρα τύπου Μπέλεϊ, που λειτούργησε μέχρι
το 1986, όταν κατασκευάστηκε η νέα γέφυρα. Το κεντρικό
τμήμα της καταστράφηκε το 2005 από τον πλημμυρισμένο
Αξιό. Η γέφυρα αυτή φυσικά δεν χρησιμοποιείται
πια, αφού έχει δοθεί στη κυκλοφορία νέα γέφυρα.]
|
|
Η παλιά Γέφυρα του Αξιού |
|
|
Αποξήρανση
- μάχη με το νερό. |
Πρόσφυγες δίπλα στο βάλτο. |
|
|
Βαθυκόρος κατά την αποξήρανση της λίμνης |
Πλωτός
εκσκαφέας κατά τη διάνοιξη του καναλιού του
Λουδία. |
Το 1928 ξεκίνησαν τα έργα της αποξήρανσης. Με τα χέρια
τους οι πρόσφυγες έφτιαξαν φράγματα για την εκτροπή του
Αλιάκμονα και του Αξιού, έγιναν αποστραγγιστικοί τάφροι
και η μεγάλη τάφρος της «λίμνης» των Γιαννιτσών
διοχετεύτηκε στον ποταμό Λουδία και από εκεί στην
θάλασσα. Για να επιτευχθεί η αποξήρανση, κατασκευάσθηκε
μεγάλη διώρυγα η ονομαζόμενη "Περιφερειακή Διώρυγα"
μήκους 32 χλμ. Αυτή αρχίζει μεταξύ των χωριών Προφήτης
Ηλίας και Λιποχώρι. Έτσι δια της μειώσεως των υδάτων του
Λουδία άρχισε να μειώνεται και η έκταση της λίμνης των
Γιαννιτσών. Η τελική αποξήρανση επιτεύχθηκε με
εγκλωβισμό του Λουδία με αναχώματα σε μήκος 6 χλμ. στην
περιοχή του νομού και 12 χλμ. του Μπαλίτσα και πολλών
διωρύγων. Έτσι ο Λουδίας έγινε ουσιαστικά ένας τεχνητός
ποταμός και η ταχύτητα του είναι πάρα πολύ μεγάλη.
Το οριστικό τέλος για τη λίμνη των Γιαννιτσών ήρθε το
1936 με την ολοκλήρωση των έργων αποξήρανσης της. Όλα
είχαν τελειώσει. H λίμνη άφησε την τελευταία της πνοή.
Κανείς δεν την αναζήτησε ξανά. Χωράφια εύφορα, άφθονη
γεωργική παραγωγή, ευημερία και πλούτος στην περιοχή,
ενώ τα πουλιά που κούρνιαζαν στους καλαμιώνες του βάλτου
έφυγαν για πάντα.
Με την αποξήρανσή της η λίμνη άφησε πίσω της 288.750
στρέμματα γης, τα οποία μοιράστηκαν στους ακτήμονες,
κυρίως πρόσφυγες Μικρασιάτες και Θρακιώτες – 6.854
αγροτικές, προσφυγικές οικογένειες - φέρνοντας έτσι
μεγάλη ανάπτυξη στις γύρω περιοχές. Στην κοινότητα
Παλαιφύτου διατέθηκαν 1.000 στρέμματα, τα οποία
μοιράστηκαν σε νέους ακτήμονες. Σε κάθε οικογένεια
μοιράστηκε αγροτικός κλήρος 30 στρεμμάτων στην περιοχή
της της πρώην λίμνης.
Τις επόμενες δεκαετίες
έγιναν άλλες δύο διανομές σε νέους αγρότες: το έτος 1957
περίπου 2.000 στρέμματα και το έτος 1971 500 στρέμματα,
τα οποία ήταν μέχρι τότε βοσκότοποι.
Η αποξήρανση της
λίμνης πρόσφερε στους κατατρεγμένους πρόσφυγες τη
δυνατότητα για αγροτική και, συνάμα, επαγγελματική
αποκατάσταση. Η απαλλαγή του τόπου από την ελονοσία, που
έγινε με την αποξήρανση της λίμνης, συνέβαλε στην αύξηση
της γεννητικότητας και έδωσε τη δυνατότητα στους
κατοίκους του χωριού να αποκτήσουν νέα και εύφορη γη. Η
προσφορά και διάθεση δεκάδων στρεμμάτων εύφορης γης
πρόσφερε διέξοδο από το οικονομικό τέλμα, απάλυνε τον
πόνο των ξεκληρισμένων και ανακούφισε τα φτωχά κοινωνικά
στρώματα. Επειδή όμως η λίμνη ήταν αρκετά μακριά για τα
δεδομένα της περιοχής και δύσκολη η μεταφορά με τα κάρα,
πολλές οικογένειες έφτιαξαν με την πάροδο των χρόνων
μικρά αγροτόσπιτα στην περιοχή και διέμεναν εκεί για
πολλούς μήνες.
|
|
1975 - Η περιοχή της λίμνης |
1977 -
Αγροτόσπιτο στη λίμνη |
Η καλλιέργεια της εύφορης γης, έδωσε ώθηση στην εξέλιξη
του Παλαιφύτου. Η οικονομική ανάπτυξη του τόπου
εξαρτιόταν ως επί το πλείστον από τη γεωργία, καθώς το
95% των κατοίκων ασχολούνταν με τη γεωργία και την
κτηνοτροφία. Όργωναν τα χωράφια τους με το αλέτρι και τα
ζώα και τον Οκτώβρη-Νοέμβρη τα έσπερναν σιτάρι, κριθάρι,
βρώμη, κουκιά, φασόλια κ.α. Τον Ιούνιο τα θέριζαν με
δρεπάνια και κόσες και αφού τα έφτιαχναν θυμωνιές και τα
άφηναν να ξεραθούν για λίγες μέρες, τα μετέφεραν με κάρα
στα Αλώνια, που βρίσκονταν στο χώρο του δημοτικού
σχολείου, και εκεί άπλωναν τα δεμάτια, έδεναν τη λωκάνη
στο ζυγό και γυρνούσαν τα ζώα γύρω-γύρω επάνω στα στάχυα
μέχρι να αλωνιστούν. Μετά τα λίχνιζαν στον αέρα, τα
έβαζαν στα τσουβάλια και τα μετέφεραν στα αμπάρια.
Αργότερα εμφανίστηκαν οι πατόζες
- μηχανές
που συνδεόταν με λουριά σε τρακτέρ που έδινε κίνηση- που
έκαναν το αλώνισμα. Εκείνο που απέμενε, μετά το αλώνισμα,
ήταν η χαρά των μεγάλων που εξαργύρωναν τους κόπους μιας
ολόκληρης χρονιάς για το «έρμο το ψωμί» και οι μικροί
λόφοι με το άχυρο, που μέχρι να συλλεχθεί και να
μεταφερθεί στους αχυρώνες αποτελούσε ιδανικό τόπο
παιχνιδιού για τα παιδιά. Το 1937 κινδύνεψε να καεί το
χωριό από φωτιά που ξεκίνησε από υπερθέρμανση της
μηχανής και από σπινθήρες που πετάχτηκαν σε θημωνιές και
προκάλεσαν μεγάλη πυρκαγιά. Ευτυχώς, με τη βοήθεια των
χωριανών, η φωτιά σβήστηκε έγκαιρα προτού επεκταθεί σε
σπίτια. Σήμερα, η πατόζα έχει εκτοπιστεί από την
θεριζοαλωνιστική μηχανή, (κομπίνα), που ταυτόχρονα
αλωνίζει το σιτάρι αμέσως μετά την στιγμή του θερισμού.
Μια ακόμα μεγάλη καταστροφή έγινε το 1948, ανήμερα του
Αγίου Κωνσταντίνου, όταν καταστράφηκαν από χαλάζι όλα τα
σπαρτά και οι άνθρωποι εκείνη τη χρονιά πείνασαν.
|
|
Πατόζα |
Κάρο
για αγροτικές εργασίες |
Άλλο προϊόν που καλλιεργούνταν στο χωριό ήταν το
καλαμπόκι, το οποίο όταν το μάζευαν το έβαζαν σε ειδικές
αποθήκες, τις κοσάρες, που ήταν φτιαγμένες από σανίδια
με κενά ανάμεσά τους για να παίρνουν αέρα τα καλαμπόκια
και από πάνω ήταν σκεπασμένες με λαμαρίνες. Όταν
ξεραίνονταν τα κοτσάνια, τα έτριβαν με τα χέρια ή με
χειροκίνητη μηχανή και με το καλαμπόκι τάιζαν τα πτηνά
και τα ζώα τους. Επίσης το άλεθαν και με το αλεύρι του
έφτιαχναν ένα είδος ψωμιού την μπομπότα, η οποία στην
περίοδο της κατοχής ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, λόγω
έλλειψης σταριού.
Καλλιεργούσαν επίσης και βαμβάκι, το
οπόιο έσπερναν τον Απρίλιο, στην αρχή με τα χέρια και
αργότερα με μηχανή. Η συγκομιδή του βαμβακιού γινόταν
από τα μέσα του Σεπτέμβρη και καμιά φορά, αν τα βαμβάκια
ήταν υστερνά, κρατούσε μέχρι και το Δεκέμβρη. Το μάζεμα
γινόταν με τα χέρια και το τοποθετούσαν σε μεγάλα
τσουβάλια, τα χαράρια. Στα τελευταία χέρια του βαμβακιού,
όταν χαλούσε ο καιρός και άρχιζε να βρέχει, για να
προλάβουν και να μη βραχεί το βαμβάκι, μάζευαν κοζάδες.
Τα βράδια μαζεύονταν στα σπίτια μεγάλες παρέες και
καθάριζαν τους κοζάδες. Ήταν μια ευκαιρία να
συγκεντρωθούν συγγενείς και φίλοι, να κουβεντιάσουν και
να διασκεδάσουν. Τα αστεία έπαιρναν και έδιναν και οι
νοικοκυρές έφτιαχναν κυρίως χαλβά σιμιγδαλένιο,
λαλαγκάκια και πασπάτες για να κεράσουν τους καλεσμένους.
Στους κληρούχους του 1931 το κράτος
παραχώρησε από ένα στρέμμα στον καθένα, για να το
φυτέψουν αμπέλια. Επίσης η ΕΑΠ τους χορήγησε και τα
κατάλληλα κλήματα για να φυτέψουν. Κατά τα μέσα του
Σεπτέμβρη γινότανε ο τρύγος, που ήταν για το χωριό μια
μεγάλη γιορτή. Πήγαιναν στ’ αμπέλια φίλοι και συγγενείς
σαν σε πανηγύρι και μάζευαν τα σταφύλια. Τα έβαζαν σε
μεγάλα βαρέλια, τα πατητήρια, και μετά έμπαιναν
ξυπόλητοι και τα πατούσαν. Μέχρι οκτώ μέρες τραβούσαν το
μούστο για να κάνουν μουσταλευριά ή έφτιαχναν ρετσέλια
με μούστο, κολοκύθια ή κομμάτια φρούτων για να έχουν για
το χειμώνα. Μετά έφτιαχναν τσίπουρο και κρασί.
|
|
1953 -
Σκάψιμο αμπελιού |
1957 -Μάζεμα
βαμβακιού |
Παράλληλα άρχισαν να φυτεύουν και καρπούζια και πεπόνια,
που είχαν πολύ καλές αποδόσεις, γιατί τα εδάφη ήταν πολύ
εύφορα και στους μπαξέδες των σπιτιών καλλιεργούσαν
διάφορα είδη ζαρζαβατικών. Όλες αυτές οι καλλιέργειες
τους ήταν γνωστές γιατί ήταν τα ίδια προϊόντα που
καλλιεργούσαν και στο Τσακήλι.
Με το πέρασμα των χρόνων έκαναν την
εμφάνισή τους νέες καλλιέργειες πολύ πιο προσοδοφόρες.
Από το 1950 και μετά άρχισαν να φυτεύουν οπωροφόρα
δέντρα, ροδακινιές, μηλιές, αχλαδιές. Αυτές οι
καλλιέργειες συνεχίζονται μέχρι σήμερα σε πολύ
εντατικούς ρυθμούς και με πολλές νέες ποικιλίες. Γύρω
στο 1960 ορισμένες οικογένειες ασχολήθηκαν με την
καλλιέργεια καπνών τύπου Μπέρλεϊ, μια καινούργια
ποικιλία πλατύφυλλου καπνού που εισήχθη από την Αμερική,
δύσκολη ασχολία αλλά κερδοφόρα. Την ίδια εποχή ορισμένοι
άρχισαν να ασχολούνται με τα θερμοκήπια, στα οποία
φύτευαν ντομάτες, αγγουράκια, πιπεριές, φασολάκια. Τα
θερμοκήπια ήταν φτιαγμένα από νάυλον και τα θέρμαιναν με
σόμπες που έκαιγαν κάρβουνο. Αυτά τα θερμοκήπια
δημιούργησαν στο χωριό μεγάλο πρόβλημα ατμοσφαιρικής
ρύπανσης κατά τους χειμερινούς μήνες.
Επίσης άλλες δυο εντατικές
καλλιέργειες τα τελευταία χρόνια είναι η βιομηχανική
ντομάτα, με την οποία τροφοδοτούσαν τις βιομηχανίες της
γύρω περιοχής για σάλτσα και τα σπαράγγια, τα οποία
εξήγαγαν κυρίως στη Γερμανία.
Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν επίσης με την
κτηνοτροφία και είχαν στα σπίτια τους μικρά και μεγάλα
ζώα, για να καλύπτουν τις ανάγκες επιβίωσής τους.
Αγελάδες, βουβάλια, κατσίκες και πρόβατα για το γάλα και
το μαλλί, άλογα και βόδια για τις γεωργικές εργασίες.
Από τη δεκαετία του 60 άρχισαν και παχύνσεις μοσχαριών
σε σταύλους. Στις αυλές των σπιτιών όλοι είχαν κότες,
πάπιες, χήνες, γαλοπούλες. Τα εκτρέφανε για τα αυγά και
το κρέας τους. Τα αυγά είχαν ανταλλακτική αξία καθώς,
λόγω έλλειψης χρημάτων, με αυτά έκαναν τις αγορές τους
από τα μπακάλικα ή τους μικροπωλητές. Επίσης τα
περισσότερα σπίτια είχαν ένα-δύο γουρούνια, τα οποία
έσφαζαν τις παραμονές των Χριστουγέννων. Το κρέας τους
το έκαναν καβουρμά και λουκάνικα κι απ’ το λίπος τους
έκαναν λαρδί και τσιγαρίδες.
Οι περισσότερες οικογένειες
εξασφάλιζαν την τροφή τους από τους μπαξέδες, τα ζώα και
τα πτηνά που είχαν στις αυλές τους. Στις περισσότερες
επίσης αυλές υπήρχαν χτιστοί φούρνοι και οι νοικοκυρές
ζύμωναν μια φορά τη βδομάδα και έψηναν τα ψωμιά τους.
Αλλά υπήρχαν και φούρνοι, όπου πήγαιναν να φουρνίσουν με
πληρωμή.
Εκτός από τα προϊόντα που
εξασφάλιζαν από τους μπαξέδες, τα ζώα και τα πτηνά που
εξέτρεφαν, υπήρχαν και προϊόντα που έπρεπε να αγοράζουν,
όπως: λάδι, ελιές, παστά ψάρια, ζάχαρη, καφέ, πετρέλαιο
για τις λάμπες, είδη καθαριότητας κ.α. Έτσι
δημιουργήθηκαν τα μπακάλικα, που κάλυπταν αυτές τις
ανάγκες. Από τους πρώτους που άνοιξαν μπακάλικο ήταν ο
μπαρμπα-Δημητρός Αλεξανδρίδης στο σπίτι της γιαγιάς μου
Αναστασίας Καραμπινάκη, ο Καραμανώλης Μανώλης, ο Καρύπης
Χρυσόστομος - που το συνεχίζει ο γιος του Μανώλης και τα
εγγόνια του, ο Αναστασιάδης Παναγιώτης [Καρά-μπαμπας], ο
Αναστασιάδης Πελοπίδας - που το συνεχίζει ο γιος του
Κυριάκος, ο Αναστασιάδης Χριστόδουλος, ο Βοϊτσίδης
Μήτσος, η Κουδέρη Ασπασία, ο Καϊμακάμης Απόστολος, ο
Μαυρογιαννίδης Γιώργης κ.α. Εκτός από τα μπακάλικα
υπήρχαν και οι πλανόδιοι πωλητές, οι οποίοι πουλούσαν,
στην αρχή με κάρα και μετά με αυτοκίνητα, ψιλικά,
ζαρζαβατικά, ψάρια, είδη προικός κ.α.: ο Προύμας
Κυριάκος, ο Κόπτσαλης Απόστολος, ο Περηφανάκης Θεοδόσης,
ο Αναστασιάδης Θεοχάρης κ.α.
Στο χωριό, εκτός από τους
γεωργούς, υπήρχαν και διάφοροι επαγγελματίες όπως:
κτίστες, μαρμαράδες, ελαιοχρωματιστές, γυψάδες,
ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, τσαγκάρηδες, κουρείς,
κομμώτριες, ράφτες, μοδίστρες κ.α. Ενδεικτικά αναφέρω
τον τσαγκάρη Δημοσθένη Καδικιώτη, ο οποίος διατηρούσε
τσαγκάρικο για αρκετές δεκαετίες και ήταν επίσης και
ψάλτης.
Το κτίσιμο ενός σπιτιού ήταν σοβαρή υπόθεση, γι’
αυτό και στο χωριό ασχολούνταν πολλοί με αυτή την τέχνη.
Ένας από τους πιο γνωστούς μάστορες ήταν ο πατέρας μου
Γιώργος Χουρμουζιάδης, ο οποίος στην αρχή μαζί με τον
αδερφό του Νίκο Χουρμουζιάδη και αργότερα με το γαμπρό
του Νίκο Καραμπινάκη, έχτιζαν σπίτια και κατά τη
δεκαετία του 60 απέκτησαν ειδίκευση στο χτίσιμο
εκκλησιών. Την τέχνη συνεχίζει σήμερα ο αδερφός μου
Τάσος Χουρμουζιάδης. Άλλοι χτίστες του χωριού ήταν οι:
Καραμανώλης Στέργιος, Γρηγόρης και Μανωλής Πομάκης,
Μερεμετσάκης Ανέστης, Κελφωτιάδης Σταύρος, Νεοχωρίτης
Χριστόφορος, Χατζίδης Φώτης κ.α.
|
|
Κτίσιμο
εκκλησίας |
Κτίσιμο
σπιτιού στη λίμνη |
|