Φεβ 122023
 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

(τι αξιολογείται, από ποιον και για ποιο σκοπό)

(αρκεί να μην κοροϊδευόμαστε…)

 

Στις μέρες μας ο όρος «Αξιολόγηση» ακούγεται παντού και για τα πάντα. Όλοι «Αξιολογούν» όλους, άλλοι γιατί αυτός είναι ο ρόλος τους, άλλοι γιατί αισθάνονται πως αξιολογώντας αποφεύγουν έτσι να αξιολογηθούν και άλλοι γιατί θέλουν να ακολουθήσουν το γενικότερο κλίμα της εποχής. Πολλοί μάλιστα, ιδιαίτερα στις μέρες μας, θέλουν να παρουσιάζουν την Αξιολόγηση ως μέσο «εξόντωσης» των εργαζομένων, από εργαλείο επαγγελματικής τους Ανάπτυξης και Ωρίμανσης που θα ‘πρεπε να είναι.

Η Αξιολόγηση είναι κάτι καινούριο; Είναι κάτι που επιβάλλεται; Ποιοι είναι, ή καλύτερα, ποιοι θα πρέπει να είναι οι σκοποί της; Χρειάζεται σχεδιασμό και μέθοδο για να υλοποιηθεί; Από ποιους και με ποιες εγγυήσεις μπορεί να εφαρμοστεί;

Η έννοια της Αξιολόγησης είναι ευρεία και ο καθένας μπορεί να δώσει έναν ορισμό ανάλογα με τη θεωρητική βάση από την οποία προσεγγίζει το θέμα ή τον τομέα στον οποίο αναφέρεται. Η Αξιολόγηση μπορεί να είναι θεσμοθετημένη από την πολιτεία, μπορεί όμως να στηρίζεται σε άγραφους κανόνες ή να προκύπτει από εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου να γίνεται συνεχώς καλύτερος ως άτομο ή ως μέλος του συνόλου.

Αξιολόγηση μπορεί να κάνει το ίδιο το άτομο στον εαυτό του (Αυτοαξιολόγηση), προκειμένου να σταθμίσει τις δυνάμεις του, να επαναπροσδιορίσει τη στάση του, να ανανεώσει τον τρόπο δράσης του σε σχέση με τον εαυτό του ή το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και εργάζεται. Η Αξιολόγηση μπορεί άτυπα να γίνει στο άτομο και από το περιβάλλον, π.χ. από συγγενικά πρόσωπα, φίλους, συναδέλφους κλπ. Το άτομο ενδιαφέρεται για τη γνώμη των άλλων γι’ αυτό και η καλοπροαίρετη κριτική πάντα δημιουργεί προβληματισμό σ’ αυτό.

Η Αξιολόγηση από αρχαιοτάτων χρόνων είναι συνυφασμένη με την επαγγελματική ανάπτυξη και σταδιοδρομία του ατόμου. Ο «καλός», κατά κοινή ομολογία, τεχνίτης ήταν (και είναι) καταξιωμένο μέλος στην κοινωνική ομάδα. Όλοι ήθελαν (και θέλουν) τον «καλό εργάτη» στη δουλειά τους. Αυτό όμως μπορούσε να δημιουργήσει στο άτομο που θεωρείτο «καλό» στην εργασία του αλαζονική συμπεριφορά. Κάποιοι υποστηρίζουν πως η έννοια του «καλού» δεν είναι κάτι στατικό και ότι και οι άλλοι μπορούν να γίνουν «καλύτεροι» με κατάλληλη βοήθεια, επαναπροσδιορισμό των στόχων τους και επανεκπαίδευση.

Με λίγα λόγια ταξινομώντας όσες γνώμες βρει κάποιος για την Αξιολόγηση, διακρίνει κυρίως δύο αντιτιθέμενες αντιλήψεις.

Στην πρώτη αντίληψη, που συνδέεται με μια συντηρητική ιδεολογία, τη διαφύλαξη δηλαδή απαράγραπτων ιδεών και αρχών, τον ανταγωνιστικό τρόπο ζωής και την επιλογή των αρίστων (αυταρχικό – ελιτίστικο μοντέλο), οι εκλεκτοί επικρατούν. Με την ενεργητικότητα και τις ικανότητές τους ορθά επιβάλλονται, ωφελούνται οι ίδιοι αλλά ωφελούν και τους άλλους. Ο διαρκής και αυστηρός έλεγχος των υφισταμένων είναι βασικό γνώρισμα αυτής της αντίληψης, με στόχο τα καλύτερα αποτελέσματα, τις διαρκείς προσπάθειες των πολλών και την ευημερία του συνόλου.

Η δεύτερη αντίληψη ξεκινά από τις θέσεις: ανέλιξη του συνόλου, άρση των ανισοτήτων, συνεργατική προσπάθεια, βοήθεια των μη προνομιούχων, ενθάρρυνση των αδυνάτων, βελτίωση του συλλογικού έργου, αύξηση της αποτελεσματικότητας – παραγωγικότητας και βέβαια αξιολόγηση μόνο των μετρήσιμων στοιχείων του παραγόμενου έργου του αξιολογουμένου (προγραμματισμός, πορεία έργου – εφαρμογή, σπουδές, κυρίως δε τα αποτελέσματα της προσπάθειας), αποφυγή κρίσεων μη μετρήσιμων στοιχείων – γενικών αφορισμών (π.χ. ευσυνειδησία, ήθος κλπ). Τελικός στόχος σ’ αυτό το συλλογικό, αντιαυταρχικό, χειραφετικό μοντέλο αξιολόγησης είναι η ευημερία και η πρόοδος του συνόλου.

Στην πρώτη περίπτωση η Αξιολόγηση βασίζεται περισσότερο σ’ ένα μηχανιστικό μοντέλο, όπου τα πάντα είναι μετρήσιμα, ακόμη και η προσωπικότητα του ανθρώπου και «καλός» είναι εκείνος που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο βαθμό.

Στην δεύτερη περίπτωση, η Αξιολόγηση βασίζεται σ’ ένα κριτικό – αναπτυξιακό μοντέλο, όπου όλοι είναι «εν δυνάμει» ικανοί και το άτομο αντιμετωπίζεται ως μία προσωπικότητα διαρκώς εξελισσόμενη.

Στον χώρο των Επιχειρήσεων το παραγόμενο προϊόν μπορεί εύκολα να μετρηθεί, π.χ. ο εργάτης που παράγει περισσότερα μέτρα ύφασμα της ίδιας ποιότητας και στον ίδιο χρόνο, είναι «καλύτερος» από πριν ή από κάποιον άλλο. Πως μπορεί όμως να θεωρηθεί ένας Εκπαιδευτικός «καλύτερος»; Πως μπορεί να μετρηθεί αντικειμενικά το «προϊόν» που παράγει; Ποια κριτήρια καθορίζουν την «αξία» του προϊόντος αυτού;

……………………………………………………………………………………………

Αν μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μια ειδυλλιακή εικόνα από μία αίθουσα διδασκαλίας, όπου όλα λειτουργούν με απόλυτη αρμονία και το μόνο που κυριαρχεί είναι η αναζήτηση της Γνώσης μεταξύ μαθητών και Δασκάλου, σε συνθήκες Ανθρώπινης και σε βάθος Επικοινωνίας, τότε και μόνο η αναφορά στη λέξη Αξιολόγηση θα αμαύρωνε την εικόνα αυτή.

Από τη στιγμή που ο καθηγητής διαφοροποιεί τους μαθητές, μοιράζοντάς τους ορισμένους βαθμούς – ετικέτες που εκφράζουν αριθμητικά την επίδοση του καθενός, ο σεβασμός και η αγάπη προς αυτόν πολύ συχνά διαβρώνονται από παράπονα και μνησικακίες, ενώ η σύμπνοια μεταξύ των μαθητών δηλητηριάζεται από την αμοιβαία καχυποψία, το φθόνο και την ανταγωνιστική νοοτροπία. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μ’ ένα σύστημα «βαθμολόγησής» τους με το οποίο ένας εκπαιδευτικός ανάλογα με το «βαθμό» θα κρίνεται και θα συγκρίνεται η επαγγελματική του σταδιοδρομία αλλά ίσως και η αμοιβή του. Ικανός θα είναι εκείνος που θα δίνει μια καλή παράσταση ενώπιον των Αξιολογητών του ή εκείνος που καθημερινά, σιωπηλά και με Αξιοπρέπεια, προσφέρει αγόγγυστα και τις περισσότερες φορές αβοήθητος τον εαυτό του στους μαθητές του;

……………………………………………………………………………………………

Η Αξιολόγηση είναι κάτι ευρύτερο από τη Βαθμολόγηση. Βαθμολόγηση είναι η αριθμητική έκφραση της προσπάθειας του ατόμου, ενώ Αξιολόγηση είναι η στάθμιση των δυνατοτήτων που διαθέτει το άτομο, της προσπάθειας που καταβάλλει και βέβαια των αποτελεσμάτων που πετυχαίνει. Επιπλέον με την αξιολόγηση σταθμίζεται το έργο του εκπαιδευτικού και γενικότερα, η προσφορά του σχολείου. Επομένως έστω κι αν στην καθημερινή πράξη τείνουμε να ταυτίσουμε την έννοια της αξιολόγησης με την έννοια της βαθμολόγησης, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι μια διαδικασία ορθολογικής και εύστοχης αξιολόγησης, είναι όχι μόνο εκδήλωση έμπρακτης δικαιοσύνης αλλά και βασική προϋπόθεση αυτογνωσίας για τον εκπαιδευτικό ως άτομο και για το σχολείο ως σύστημα.

……………………………………………………………………………………………

Η Επιλογή των Άξιων και των Αξιότερων

 

Στη βάση των κριτηρίων, τα οποία θεσπίζουν οι άνθρωποι, γίνεται η επιλογή των άξιων, των ικανών, των αξιότερων, σε σχέση με τους λιγότερο άξιους ή τους υποδεέστερους. Η επιλογή αυτή αποτελεί κανόνα ζωής και έχει καταδειχθεί στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά και σ’ αυτή του φυτικού και ζωικού βασιλείου, όπου εκεί βέβαια κυριαρχούν οι νόμοι της Βιολογίας και το ένστικτο,  ότι όταν παραβιάζεται, οι συνέπειες είναι οδυνηρές και αναπόφευκτες. Εάν περιοριστούμε στις ανθρώπινες κοινωνίες, θα αναγκαστούμε να θέσουμε το ζήτημα της αξιοκρατίας (την αρχή των αξιότερων) και της μετριοκρατίας (την αρχή των μετρίων). Είναι κοινώς αποδεκτό πως επιλέγοντας τους αξιότερους το κοινωνικό σύνολο ωφελείται. Αλλά και από τους αξιότερους πάλι μπορούμε να επιλέξουμε τους αξιότερους κ.ο.κ.

Είναι επίσης κοινώς αποδεκτό πως η Κοινωνία έχει ανάγκη τη συμβολή όλων των μελών της για να εξελιχθεί και να προοδεύσει. Κάνοντας αυτό το διαχωρισμό των ανθρώπων σε «αξιότερους» – «μέτριους» ή «κακούς», πρέπει παράλληλα να αναθεωρούμε και τα κριτήρια της αξιολόγησης. Αν μπορούσαμε να κατατάξουμε τους ανθρώπους με βάση π.χ την επαγγελματική τους επιλογή, σε μια κατανομή όμοια με αυτή των φυσικών μεγεθών (καμπύλη GAUSS), θα παρατηρούσαμε πως οι «Αξιότεροι» καταλαμβάνουν μια μικρή περιοχή στο «άκρο» της κατανομής, οι «Μέτριοι» το μεγαλύτερο μέρος της «συνωστισμένοι» γύρω από τον άξονα του μέσου όρου και οι «κακοί» βέβαια το άλλο άκρο της. Οι Αξιότεροι βέβαια είναι πολύ ωφέλιμοι, όπως κατά τη γνώμη μας και οι «κακοί» ως μέλη του συνόλου (άλλωστε η ύπαρξη των αξιοτέρων στην όποια κατανομή, οφείλεται στην ύπαρξη των υπολοίπων). Οι «μέτριοι» όμως είναι πολυπληθέστεροι και ως εκ τούτου «επικρατέστεροι».

Εδώ είναι που τίθεται το κύριο ερώτημα σχετικά με το ρόλο της αξιολόγησης. Αξιολόγηση είναι ένα σύστημα που απλά κατανέμει τους ανθρώπους με μαθηματικό τρόπο και τους τοποθετεί, τον καθένα σε συγκεκριμένη θέση, σε μια ημιτονοειδή καμπύλη, ή ένα σύστημα δυναμικό που βοηθά τους ανθρώπους να κινούνται μέσα στην όποια κατανομή αλλά και να εξελίσσουν τον ίδιο τους τον εαυτό, να αναπτύσσονται, να ωριμάζουν. Έτσι ο άξιος θα μπορεί να γίνει αξιότερος αλλά όχι «περιθωριοποιημένος» από το σύνολο, οι μέτριοι ή οι ¨κακοί¨ θα μπορούν να γίνουν άξιοι κ.ο.κ. Επίσης ο καθένας θα μπορεί να αξιολογείται σε σχέση με τον εαυτό του σε διάφορα στάδια της Προσωπικής και Επαγγελματικής του ανάπτυξης. Η Αξιολόγηση μπορεί και πρέπει να αναδειχθεί ως μοχλός για την εξέλιξη του ανθρώπου και της κοινωνίας και κάθε οργανισμός που εξελίσσεται είναι ζωντανός και μπορεί να προσβλέπει στο μέλλον.

………………………………………………………………………………………………………………

            Αν τελικά επιλέξουμε την αξιολόγηση ως εργαλείο εξέλιξης ατομικής, επαγγελματικής και τελικά κοινωνικής, νομίζω θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και να μην κοροϊδευόμαστε… πως θα προσδιορίσουμε τα κριτήρια για μια οριζόντια αξιολόγηση. Στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα της αξιολόγησης των ζώων του δάσους που βρίσκονται μπροστά από τον αξιολογητή τους και τα καλεί να αξιολογηθούν στην αναρρίχηση στο δέντρο, όπου μόνο η μαϊμού ή η γάτα μπορούν ν ανέβουν. Ειλικρινά δεν έχω καταλάβει πως κάποιος θεωρείται «άξιος» να αξιολογήσει κάποιον άλλο, αν η «αξιοσύνη» του αυτή συνίσταται στην συλλογή κάποιον τίτλων, όπως θα μπορούσαν να είναι ας πούμε το κομματικό διδακτορικό (αυτό που προσφέρεται από τον κομματικά προσκείμενο καθηγητή σε κάποιον κομματικά φίλο φοιτητή ή αυτό που απέκτησε κάποιος πληρώνοντας αδρά σε κάποιο, συνήθως ιδιωτικό, ίδρυμα του εξωτερικού, που κατά την γνώμη μου περισσότερο διαμορφώνει συνειδήσεις παρά προσφέρει γνώσεις και δεξιότητες για την βελτίωση του κοινωνικού συνόλου), ή αυτός που λείπει από την υπηρεσία του για 5-8 χρόνια και ξαφνικά με συνολική προϋπηρεσία ούτε 5 χρόνια στην πρώτη γραμμή της τάξης, επιστρέφει ένα πρωί ως «αξιολογητής», διορισμένος από τον μπατζανάκη του που πανηγύριζε μετά τις εκλογές στο σύνταγμα και με ύφος 100 καρδιναλίων, διότι πέρα από τα 7 χρόνια που μοίραζε ερωτηματολόγια για το διδακτορικό του, ασκούσε διοίκηση για άλλα 20 χρόνια, μας υπέδειξε τους άξονες της αξιολόγησης «διαθεματικότητα, δημιουργική εργασία, έρευνα» και τέλος. Δεν μας έλεγε τουλάχιστον πώς να το κάνουμε; Και να φανταστεί κανείς πως γι αυτές τις τρεις λέξεις έκανε τόσα χρόνια έρευνα (μακριά από την αίθουσα), και φυσικά πληρώνεται ανάλογα.

            Υπάρχει βέβαια ο απλός τρόπος. Βάζω τη «νόρμα», το καλούπι που συνήθως κάποιοι άλλοι (ξέρουμε ποιοι) ανακάλυψαν, (γιατί δεν θα ανακαλύψουμε εμείς την πυρίτιδα) και όποιος χωράει σ αυτήν είναι ο άξιος και η ζωή του είναι στρωμένη ροδοπέταλα, ενώ όποιος δεν χωράει, στην πυρά, ή σε κανα ΕΠΑΛ…(που λέει ο λόγος).

            Δεν σοβαρευόμαστε λέω εγώ… μας πήρανε χαμπάρι…

Ιούλ 192021
 

«Φοίνισσες» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου – Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου: 30, 31 Ιουλίου & 1 Αυγούστου | Καλοκαίρι 2021

Οι Φοίνισσες, διδάχτηκαν στα εν άστει Διονύσια μεταξύ του 411 και 408 π.Χ.. Στην ίδια τριλογία ανήκουν και οι τραγωδίες Υψιπύλη και Αντιόπη. Ο Ευριπίδης μια πεντηκονταετία περίπου μετά τον Αισχύλο και τους Επτά επί Θήβας, δραματοποιεί τον μύθο του θηβαϊκού κύκλου που αναφέρεται στα τραγικά συμβάντα του οίκου των Λαβδακιδών και της έριδας για την εξουσία των Θηβών, για να συνθέσει ένα πολυπρόσωπο οικογενειακό και πολιτικό δράμα και να στρέψει το ενδιαφέρον σε αξίες όπως η δικαιοσύνη, η ισότητα και η ισοτιμία.

Ο συμμαχικός στρατός των Αργείων με επικεφαλής τον εξόριστο Πολυνείκη έχει παραταχθεί έξω από τις πύλες της Θήβας. Στο εσωτερικό, η Ιοκάστη, σε μια απέλπιδα προσπάθεια αποτροπής του κακού, καλεί τους δύο γιους της να λύσουν τη διαφορά με ειρηνικό τρόπο. Μετά τον χρησμό του μάντη Τειρεσία που αποκαλύπτει τη θεϊκή βουλή που επιβάλλει τη θυσία νεαρού βασιλικού γόνου για την επιτυχή έκβαση της μάχης για τους υπερασπιστές της Θήβας, ο ευσεβής Μενοικέας, γιος του Κρέοντα, πείθεται να θυσιαστεί για το καλό της πόλης.

Στο πεδίο της μάχης οι Θηβαίοι παίρνουν το προβάδισμα. Ετεοκλής και Πολυνείκης αποφασίζουν ο νικητής και κάτοχος του θρόνου να κριθεί από τη μεταξύ τους μονομαχία. Η κατάρα του Οιδίποδα για την αδελφοκτόνο μοίρα των γιών του επαληθεύεται και τα δύο αδέλφια σκοτώνονται ο ένας από το χέρι του άλλου. Το θέαμα των νεκρών γιων της ωθεί την Ιοκάστη στην αυτοκτονία, ενώ ο Οιδίποδας παίρνει τον δρόμο της εξορίας. Τη διακυβέρνηση της Θήβας αναλαμβάνει ο Κρέων.

Περισσότερα>>> Φοίνισσες-Εθνικό Θέατρο

Ο ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Η Ζωή και το Έργο του

Καταγωγή και νεανικά χρόνια

Καταγόμενος από τη Φλύα, δήμο της Κεκρωπίας (σημ. Χαλάνδρι), λέγεται ότι γεννήθηκε στη Σαλαμίνα την ημέρα της ναυμαχίας, όταν ο Αισχύλος αγωνιζόταν ως πρόμαχος άνδρας, ο δε Σοφοκλής ως έφηβος που έσερνε το χορό των επί τω τροπαίω επινικίων. Το γένος του ποιητή δεν ήταν επιφανές, όπως των άλλων τραγικών. Γονείς του φέρονται ο Μνήσαρχος και η Κλειτώ, την οποία ο Αριστοφάνης σκώπτει ως λαχανοπώλη (Αχαρν. 480, Ιππ. 19). Ο Ευριπίδης έζησε τα νιάτα του σε εποχή ακμάζουσα, το χρυσό αιώνα του Περικλέους, αλλά γέρασε στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, όπου έχασε έναν από τους γιους του.

Έργο, επιρροές και αξίες

Το έργο των σοφιστών και γενικότερα οι νέες ιδέες και τα καινούρια προβλήματα, συνυπάρχουν στα έργα του Ευριπίδη, αντικατοπτρίζοντας την αμφισβήτηση και τις πνευματικές έριδες της εποχής του. Κατά τον Φιλόχορο ο ποιητής έτυχε επιμελημένης αγωγής, σε συμμετοχή του σε εορτές του δήμου του, έγινε πυρφόρος του εκεί λατρευομένου Ζωστηρίου Απόλλωνα σε δε αγώνες έλαβε μέρος στο παγκράτιο και στην πυγμήν όπου και νίκησε ακόμη και στους Παναθήναιους γυμνικούς αγώνες. Γρήγορα όμως απαρνήθηκε τον αθλητισμό και μίσησε τους αθλητές διότι κατά τον ίδιο:

κακῶν γὰρ μυρίων ὄντων καθ΄ Ἑλλάδα, οὐδὲν κάκιόν ἐστιν ἀθλητῶν γένος

(Αποσπ. 282) (το κακό είναι τεράστιο στην Ελλάδα, τίποτα πιο κακό όμως δεν υπάρχει από το γένος των αθλητών).

Ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική, τα δε έργα του παρουσιάσθηκαν στα Μέγαρα, την δε επ’ αυτού ιδιοφυΐα μαρτυρούν και πλείστες εικόνες στις τραγωδίες του. Για λίγο ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία και την ποίηση, αλλά και τη μουσική. Ήταν πρωτοφανής η αγάπη του για τη θάλασσα, η οποία σφράγισε οριστικώς και το όλο έργο του Ευριπίδη. Ο Ευριπίδης ήταν τύπος αντικοινωνικός (είχε ελάχιστους φίλους), εσωστρεφής, μελαγχολικός και δυσπρόσιτος, δεν ενδιαφέρθηκε για τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της εποχής του, ενώ αντιθέτως ασχολήθηκε ενεργά με το πνευματικό κίνημα του διαφωτισμού. Υπήρξε ακουστής (ακροατής) του Αναξαγόρα, Προδίκου, Πρωταγόρα (με τον οποίο κράτησε τις στενότερες σχέσεις) αλλά και του Σωκράτη με τον οποίο διατηρούσε μακρά φιλία. Θαυμαστής των φιλοσόφων Δημοκρίτου και Ηρακλείτου διότι δεν ήταν μόνο μελετηρός αλλά διέθετε μια από τις πιο πλούσιες βιβλιοθήκες (Αθην.Ι,3). Αν και ήταν ιδιαίτερα ανοιχτός στην επίδραση της πνευματικής Αθήνας, εντούτοις διατήρησε την πνευματική του ακεραιότητα, διατυπώνοντας συχνά στις πνευματικές αντιλήψεις της εποχής του διάφορες επικρίσεις.

Με την πολιτική δεν ασχολήθηκε όπως οι άλλοι τραγικοί αλλά τη δική του θέση, γνώμη και θεωρία τις παρουσίαζε μέσα από τα έργα του κρίνοντας την άκρατη οχλοκρατία αλλά και κατακρίνοντας με σφοδρότητα τους δημαγωγούς που με ιταμότητα παρέσερναν στον όλεθρο τα πλήθη ενώ στην μεσαία τάξη των πολιτών αναγνώριζε τους σωτήρες της πόλης και φύλακες της τάξης:

“τριῶν δὲ μοιρῶν ἡ ἐν μέσῳ σῴζει πόλεις, κόσμον φυλάσσουσ’ ὅντιν’ ἂν τάξῃ πόλις”

(Ικετ.244-247). Αλλά και η φιλοπατρία του ποιητή είναι φλογερή και ενθουσιώδης, όπως φαίνεται στα έργα του, που δεν διστάζει να καυτηριάσει τους νικητές του Πελοποννησιακού πολέμου τους Λακεδαιμονίους για τους οποίους λέγει:

          “ὦ πᾶσιν ἀνθρώποισιν ἔχθιστοι βροτῶν

          Σπάρτης ἔνοικοι, δόλια βουλευτήρια,

          ψευδῶν ἄνακτες, μηχανορράφοι κακῶν

         ἑλικτὰ κοὐδὲν ὑγιὲς ἀλλὰ πᾶν πέριξ φρονοῦντες

         ἀδίκως εὐτυχεῖτ’ ἀν’ Ἑλλάδα”

(Ανδρομ. 444 κ.εξ).

(Μισητότεροι από όλους τους ανθρώπους, κάτοικοι της Σπάρτης, δόλιοι στη σκέψη, βασιλιάδες στο ψέμα, μηχανορράφοι των κακών, που δεν σκέφτεστε τίποτα τίμια και στα ίσα, αλλά πάντα το φέρνετε γύρω-γύρω, είναι αδικία να ευτυχείτε εσείς στην Ελλάδα)

Ήταν σύγχρονος των σοφιστών και γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε πολλές από τις απόψεις τους είτε δεν τις δεχόταν είτε τις παραποιούσε σύμφωνα με την δική του σκέψη. Ο Ευριπίδης με τις τραγωδίες του προβληματίζει τους πάντες ακόμη και σήμερα. Η τραγωδία του “Ελένη” παρουσιάζει στοιχεία πρωτοφανή για την εποχή εκείνη καθώς ο Ευριπίδης δίνει λόγο σε ρόλους ως τότε “βουβούς”, όπως στο ρόλο του δούλου. Αρκετές φορές μέσα από τα έργα του αμφισβητεί τα πάντα, ακόμη και την ύπαρξη των Θεών, χωρίς ωστόσο να είναι άθεος.

Περισσότερα >>> εδώ.

Οι Φοίνισσαι είναι τραγωδία που έγραψε ο Ευριπίδης και διδάχτηκε (παίχτηκε) το 408 π.Χ. μετά την Αθηναϊκή συντριβή στη Σικελία. Αποτελούσε τριλογία μαζί με τις τραγωδίες Υψιπύλη και Αντιόπη, με την οποία ο Ευριπίδης κέρδισε το 2ο βραβείο. Είναι η μόνη τραγωδία από αυτήν την τριλογία, που έχει διασωθεί ολόκληρη.

Φοίνισσαι (σ.469-585)

Ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης ενώ μεταφέρονται νεκροί κατά την διάρκεια της μάχης. Εικονογράφηση του Alfred Church (1897).

(Η συμφιλίωση που δεν έγινε)

Οι Φοίνισσες (πιθ. 409 π.Χ) είναι έργο ομόθεμο με τους Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας του Αισχύλου (Κείμενο 61). Στο επίκεντρο και των δυο έργων βρίσκεται η διαμάχη των γιων του Οιδίποδα, του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, για τον θρόνο της Θήβας, η οποία θα τερματιστεί με τον θάνατο και των δύο. Στον Αισχύλο τα δυο αδέλφια δεν συναντώνται ποτέ πριν από τη μοιραία μονομαχία στην έβδομη πύλη της επτάπυλης Θήβας. Ο Ευριπίδης, ακολουθώντας εν μέρει τον Στησίχορο (Κείμενο 39), μεταπλάθει τον μύθο και εισάγει μια -ατελέσφορη τελικά- προσπάθεια της Ιοκάστης να συμφιλιώσει, την ύστατη στιγμή, τους δυο γιους της. Χάρη στην πρωτοβουλία της, ο Πολυνείκης, ο οποίος στους Επτά είναι απλώς ένα όνομα στα στόματα των άλλων, που τον παρουσιάζουν με τα μελανότερα χρώματα, έρχεται στη Θήβα. Με τον τρόπο αυτό ο Ευριπίδης διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για τον ἀγώνα λόγων (Κείμενο 72, Εισαγωγικό σημείωμα), για τον οποίο δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος καταλληλότερους αντιπάλους από τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη. Ο αγώνας λόγων των Φοινισσών,στον οποίο, εκτός από τους δύο αδελφούς, συμμετέχει και η Ιοκάστη, και μάλιστα όχι με την ουδετερότητα του κριτή αλλά με το πάθος και την αγωνία του άμεσα ενδιαφερόμενου, είναι αριστοτεχνικός. Όχι άδικα έχει γραφεί ότι αν μιμήθηκαν μεταγενέστεροι τις Φοίνισσες, τις μιμήθηκαν κυρίως για τη σκηνή του αγώνα. Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται απ᾽ αυτή τη σκηνή. Πρόσθετο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συγκεκριμένη περικοπή και για τον λόγο ότι απηχούνται ευκρινώς προβληματισμοί και αναζητήσεις της εποχής, κυρίως από τη διδασκαλία κάποιων σοφιστών

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

ἁπλοῦς ὁ μῦθος τῆς ἀληθείας ἔφυ,
κοὐ ποικίλων δεῖ τἄνδιχ᾽ ἑρμηνευμάτων·      470
ἔχει γὰρ αὐτὰ καιρόν· ὁ δ᾽ ἄδικος λόγος
νοσῶν ἐν αὑτῷ φαρμάκων δεῖται σοφῶν.

ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

Ο λόγος της αλήθειας είναι απλός -περίπλοκα

σοφίσματα το δίκαιο δεν χρειάζεται· μιλά από μόνο του.  470

Ο άδικος λόγος, που νοσεί, χρειάζεται φάρμακα σοφά.

Οι «Φοίνισσαι» του Ευριπίδη στο Αρχαίο κείμενο και Μετάφραση του Νίκου Χ. Χουρμουζιάδη >>> εδώ.

 Posted by at 20:16