
Ο Ευριπίδης (480 π.Χ. – 406 π.Χ.) ήταν Έλληνας τραγικός ποιητής και ένας από τους τρεις μεγάλους διδασκάλους του αττικού δράματος στο αρχαίο ελληνικό θέατρο.
Καταγωγή και νεανικά χρόνια
Καταγόμενος από τη Φλύα, δήμο της Κεκρωπίας (σημ. Χαλάνδρι), λέγεται ότι γεννήθηκε στη Σαλαμίνα την ημέρα της ναυμαχίας, όταν ο Αισχύλος αγωνιζόταν ως πρόμαχος άνδρας, ο δε Σοφοκλής ως έφηβος που έσερνε το χορό των επί τω τροπαίω επινικίων. Το γένος του ποιητή δεν ήταν επιφανές, όπως των άλλων τραγικών. Γονείς του φέρονται ο Μνήσαρχος και η Κλειτώ, την οποία ο Αριστοφάνης σκώπτει ως λαχανοπώλη (Αχαρν. 480, Ιππ. 19). Ο Ευριπίδης έζησε τα νιάτα του σε εποχή ακμάζουσα, το χρυσό αιώνα του Περικλέους, αλλά γέρασε στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, όπου έχασε έναν από τους γιους του.
Έργο, επιρροές και αξίες
Το έργο των σοφιστών και γενικότερα οι νέες ιδέες και τα καινούρια προβλήματα, συνυπάρχουν στα έργα του Ευριπίδη, αντικατοπτρίζοντας την αμφισβήτηση και τις πνευματικές έριδες της εποχής του. Κατά τον Φιλόχορο ο ποιητής έτυχε επιμελημένης αγωγής, σε συμμετοχή του σε εορτές του δήμου του, έγινε πυρφόρος του εκεί λατρευομένου Ζωστηρίου Απόλλωνα σε δε αγώνες έλαβε μέρος στο παγκράτιο και στην πυγμήν όπου και νίκησε ακόμη και στους Παναθήναιους γυμνικούς αγώνες. Γρήγορα όμως απαρνήθηκε τον αθλητισμό και μίσησε τους αθλητές διότι κατά τον ίδιο:
“κακῶν γὰρ μυρίων ὄντων καθ΄ Ἑλλάδα, οὐδὲν κάκιόν ἐστιν ἀθλητῶν γένος“
(Αποσπ. 282) (το κακό είναι τεράστιο στην Ελλάδα, τίποτα πιο κακό όμως δεν υπάρχει από το γένος των αθλητών).
Ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική, τα δε έργα του παρουσιάσθηκαν στα Μέγαρα, την δε επ’ αυτού ιδιοφυΐα μαρτυρούν και πλείστες εικόνες στις τραγωδίες του. Για λίγο ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία και την ποίηση, αλλά και τη μουσική. Ήταν πρωτοφανής η αγάπη του για τη θάλασσα, η οποία σφράγισε οριστικώς και το όλο έργο του Ευριπίδη. Ο Ευριπίδης ήταν τύπος αντικοινωνικός (είχε ελάχιστους φίλους), εσωστρεφής, μελαγχολικός και δυσπρόσιτος, δεν ενδιαφέρθηκε για τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της εποχής του, ενώ αντιθέτως ασχολήθηκε ενεργά με το πνευματικό κίνημα του διαφωτισμού. Υπήρξε ακουστής (ακροατής) του Αναξαγόρα, Προδίκου, Πρωταγόρα (με τον οποίο κράτησε τις στενότερες σχέσεις) αλλά και του Σωκράτη με τον οποίο διατηρούσε μακρά φιλία. Θαυμαστής των φιλοσόφων Δημοκρίτου και Ηρακλείτου διότι δεν ήταν μόνο μελετηρός αλλά διέθετε μια από τις πιο πλούσιες βιβλιοθήκες (Αθην.Ι,3). Αν και ήταν ιδιαίτερα ανοιχτός στην επίδραση της πνευματικής Αθήνας, εντούτοις διατήρησε την πνευματική του ακεραιότητα, διατυπώνοντας συχνά στις πνευματικές αντιλήψεις της εποχής του διάφορες επικρίσεις.
Με την πολιτική δεν ασχολήθηκε όπως οι άλλοι τραγικοί αλλά τη δική του θέση, γνώμη και θεωρία τις παρουσίαζε μέσα από τα έργα του κρίνοντας την άκρατη οχλοκρατία αλλά και κατακρίνοντας με σφοδρότητα τους δημαγωγούς που με ιταμότητα παρέσερναν στον όλεθρο τα πλήθη ενώ στην μεσαία τάξη των πολιτών αναγνώριζε τους σωτήρες της πόλης και φύλακες της τάξης:
“τριῶν δὲ μοιρῶν ἡ ἐν μέσῳ σῴζει πόλεις, κόσμον φυλάσσουσ’ ὅντιν’ ἂν τάξῃ πόλις”
(Ικετ.244-247). Αλλά και η φιλοπατρία του ποιητή είναι φλογερή και ενθουσιώδης, όπως φαίνεται στα έργα του, που δεν διστάζει να καυτηριάσει τους νικητές του Πελοποννησιακού πολέμου τους Λακεδαιμονίους για τους οποίους λέγει:
“ὦ πᾶσιν ἀνθρώποισιν ἔχθιστοι βροτῶν
Σπάρτης ἔνοικοι, δόλια βουλευτήρια,
ψευδῶν ἄνακτες, μηχανορράφοι κακῶν
ἑλικτὰ κοὐδὲν ὑγιὲς ἀλλὰ πᾶν πέριξ φρονοῦντες
ἀδίκως εὐτυχεῖτ’ ἀν’ Ἑλλάδα”
(Ανδρομ. 444 κ.εξ).
(Μισητότεροι από όλους τους ανθρώπους, κάτοικοι της Σπάρτης, δόλιοι στη σκέψη, βασιλιάδες στο ψέμα, μηχανορράφοι των κακών, που δεν σκέφτεστε τίποτα τίμια και στα ίσα, αλλά πάντα το φέρνετε γύρω-γύρω, είναι αδικία να ευτυχείτε εσείς στην Ελλάδα)
Ήταν σύγχρονος των σοφιστών και γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε πολλές από τις απόψεις τους είτε δεν τις δεχόταν είτε τις παραποιούσε σύμφωνα με την δική του σκέψη. Ο Ευριπίδης με τις τραγωδίες του προβληματίζει τους πάντες ακόμη και σήμερα. Η τραγωδία του “Ελένη” παρουσιάζει στοιχεία πρωτοφανή για την εποχή εκείνη καθώς ο Ευριπίδης δίνει λόγο σε ρόλους ως τότε “βουβούς”, όπως στο ρόλο του δούλου. Αρκετές φορές μέσα από τα έργα του αμφισβητεί τα πάντα, ακόμη και την ύπαρξη των Θεών, χωρίς ωστόσο να είναι άθεος.
Περισσότερα >>> εδώ.
Ανδρομάχη
Μεταφερόμαστε μακριά από τα μεγάλα κέντρα, στην ελληνική επαρχία. Θεσσαλία, Φθιώτιδα, Θετίδειον. Στον οίκο του γιου του Αχιλλέα, του Νεοπτόλεμου.
Ο βίαιος, σκληρός, ασεβής ήρωας της Ιλιάδας, που πάνω του στηρίχθηκε η νίκη των Ελλήνων στην Τροία, είναι ανίκανος να ανταποκριθεί στις ευθύνες του πατέρα, του συζύγου, του ηγέτη. Φεύγει για να βρει θεραπεία στο μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Ο πολεμικός παροξυσμός του έχει μολύνει το κρεβάτι, το σπίτι, την πόλη του. Μπροστά στα μάτια της γυναίκας που αδίκησε ανεπανόρθωτα, θα λάβει το είδος της τιμωρίας που ονομάστηκε νεοπτολέμειος τίσις.
Η χώρα, η επαρχία, αποδεκατισμένη, αντιπροσωπεύεται από έναν γκροτέσκο Χορό γυναικών, εγκαταλελειμμένων, φοβισμένων, υποταγμένων μέσα στην απορία τους.
Σε μιαν αντιστροφή της ηρωικής Ιλιάδας, στην Ανδρομάχη ο Ευριπίδης στηλιτεύει την αλαζονεία των Ελλήνων και την ψευδαίσθηση της ανωτερότητας του πολιτισμού τους. Οι προπολεμικές υποσχέσεις για μια ενωμένη, ισχυρή χώρα διαψεύδονται σε ένα τοπίο φθοράς, γήρατος, φόβου και φθόνου.
Η ευθύνη βαρύνει όχι μόνο τους πρωτεργάτες, αλλά και όσους τους πίστεψαν και συνέβαλαν στον ευτελισμό των αξιών με την ανοχή τους. Η νέα γενιά πληρώνει το τίμημα.
Η χώρα, η επαρχία, αποδεκατισμένη, αντιπροσωπεύεται από έναν γκροτέσκο χορό
γυναικών, εγκαταλειμμένων, φοβισμένων, υποταγμένων μέσα στην την απορία τους.
Όλόκληρο το έργο σε αρχαίο κείμενο και μετάφραση >>> εδώ.